Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5030 articles
Browse latest View live

H ACT MUSIC + VISION ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΟΡΓΑΣΜΟ: Paier Valcic, Janne Mark, Echoes of Swing, Laila Biali, Mulo Francel και Jazz at Berlin Philharmonic VII… σε δεύτερη φάση

$
0
0
PAIER VALCIC QUARTET: Cinema Scenes [9845-2 ACT, 2017]
Το σινεμά προτείνει τρόπο (ηχητικής) δράσης και έμπνευσης για το Κουαρτέτο PaierValcic. “Paier”, λόγω του ακορντεονίστα, μπαντονεονίστα KlausPaierκαι “Valcic” λόγω της τσελίστριας AsjaValcic– με τον μπασίστα StefanGfrerrerκαι τον ντράμερ, περκασιονίστα RomanWerniνα συμπληρώνουν το σχήμα.
Πρωτότυπες συνθέσεις βασικά αποτελούν το σετ του γκρουπ. Συνθέσεις που δεν κρύβουν τις σινεφίλ αναφορές τους, στηριγμένες πάντα σε μελωδίες (σε μινόρε ή ματζόρε δρόμους) που είναι οικείες σ’ εμάς τους κατοίκους του ευρωπαϊκού νότου ή της ισπανόφωνης Λατινοαμερικής. Δεν είναι τυχαία επιλεγμένη, δηλαδή, η καταλυτική παρουσία του ακορντεόν / μπαντονεόν εδώ, ούτε βεβαίως του τσέλου, που βαθαίνει και βαρύνει, από τη μεριά του, ήχους και αισθήματα. Τώρα, τι είδους ταινίες θα μπορούσε να ντύσουν οι μουσικές του PaierValcicQuartetδεν είναι εύκολο να το πούμε – αν και οι δύο versions, που καταγράφονται εδώ ίσως να δίνουν κάποια στοιχεία. Η πρώτη αφορά σε μια σύνθεση του AlexandreDesplatαπό την ταινία τού Peter Webber GirlwithaPearlEarring(2003) και η άλλη σε κάτι από τις Γέφυρες του Μάντισον (1995) του ClintEastwood.
Σε γενικές γραμμές το “CinemaScenes” είναι ένα ενδιαφέρον άλμπουμ, που θα αρέσει ιδιαιτέρως στους fansτου AstorPiazzollaκαι του NinoRota.
LESZEK MOŻDŻER / IIRO RANTALA / MICHAEL WOLLNY: Jazz at Berlin Philharmonic VII [9842-2 ACT, 2017]
Στο έβδομο JazzatBerlinPhilharmonic(31 Μαΐου 2016) συναντήθηκαν τρεις άσσοι πιανίστες. Ο Πολωνός LeszekMożdżer, ο Φινλανδός IiroRantalaκαι ο Γερμανός MichaelWollny. Και έπαιξαν και σόλο, και ανά δύο και οι τρεις μαζί! Και όχι μόνο πιάνο, αλλά και fenderrhodes. Αυτές οι εγγραφές απαθανατίστηκαν μάλιστα σ’ ένα CD, το οποίον –αν χρειάζεται να το πούμε– εμφανίζει ανομολόγητη πληρότητα. Χοντρικώς, είναι… εκπληκτικό! Και οι σόλο αποδόσεις και τα ντούο (Wollny-Rantalaστο “Whitemoon” του ChrisBeierκαι Możdżer-Rantalaστο “Africa” του LarsDanielsson) και κυρίως το τρίο, στο “Summertime” του GeorgeGershwinκαι στο “Lafiesta” του ChickCorea (εκεί όπου ακούγεται και fenderμαζί με το πιάνο), είναι πέραν πάσης περιγραφής, αφού και οι τρεις πιανίστες, συνθέτες και αυτοσχεδιαστές παραδίδουν μαθήματα, όπως λέμε, γύρω από το τι σημαίνει πάθος, δύναμη, φαντασία και δημιουργική διάθεση, συνδυάζοντάς τα όλα στον ύψιστο βαθμό. Απολύτως δίκαια τα αλλεπάλληλα χειροκροτήματα, που πλημμυρίζουν κάθε τόσο και την εγγραφή.
JANNEMARK: Pilgrim [9735-2 ACT, 2018]
Το άλμπουμ “Pilgrim” της δανής τραγουδίστριας JanneMarkθα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει στις αρχές του ’70 και σήμερα να λατρεύεται όπως οι δίσκοι της VashtiBunyan, της MarieLittleκαι της Mary-AnnePaterson. Τόσο καλό είναι!
Η Markτραγουδά στη γλώσσα της δικά της τραγούδια βασικά – γράφοντας στίχους δηλαδή και μουσική. Αυτά τα τραγούδια, που είναι folkστη βάση τους, ενορχηστρώνονται εντέχνως (και πάντως folk) από τους συνεργάτες της, τον μπασίστα EsbenEyermannκαι τον πιανίστα HenrikGundePedersen (πέραν του πιάνου και του μπάσου στο “Pilgrim”ακούγονται ακόμη τρομπέτα, τσελέστα, ντραμς και lapsteelκιθάρα). Οι στίχοι των τραγουδιών, που είναι μεταφρασμένοι και στην αγγλική στο ένθετο, περιγράφουν βαθιές θρησκευτικές, υπαρξιακές και μυστικιστικές καταστάσεις και το γεγονός πως η Markαφιερώνει τραγούδι της στην γερμανίδα μύστρια και συνθέτρια του 12ου αιώνα HildegardvonBingenαποδεικνύει και τον… πνευματικό χώρο, στον οποίον την ενδιαφέρει να κινηθεί.
Το άλμπουμ έχει τον τρόπο να σε κερδίζει από τις πρώτες κιόλας στροφές, καθώς οι ευγενικές ενορχηστρώσεις βοηθάνε τις συνθέσεις της Markν’ ακούγονται… μοναδικές. Η φωνή μπορεί να μην είναι η… άφατη φωνή των αγγέλων (αν και είναι απολύτως επαρκής, για το στυλ των τραγουδιών του “Pilgrim”), όμως το συνολικό conceptείναι τόσο πειστικό και τέλεια συντονισμένο, ώστε κάθε επιμέρους κριτική να περισσεύει.
ECHOES OF SWING: Travelin’ [9104-2 ACT, 2018]
Οι… Αντίλαλοι του Σουίνγκ αυτό κάνουν εδώ και μια δεκαετία τώρα (και κάτι παραπάνω). Μεταφέρουν στο σήμερα την αίσθηση του παλιού καλού swing, για μικρό σχήμα, είτε διασκευάζοντας, είτε συνθέτοντας πάνω στις κλασικές βάσεις. Τέσσερις παίκτες (ColinT. Dawsonτρομπέτα, κορνέτα, φλούγκελχορν, φωνή, ChrisHopkinsάλτο, BerndLhotzkyπιάνο, τσελέστα, OliverMewesντραμς) και μια δεκαπεντάδα θεμάτων, συντόμων φυσικά σε διάρκεια (3λεπτα και 4λεπτα tracks), που παρατίθενται με μοναδικό στόχο την όσο το δυνατόν αρτιότερη… απορρόφησή τους από τα ακροατήρια. Και τούτο το επιτυγχάνουν οι EchoesofSwingέχοντας στο σετ τους αθάνατα κομμάτια τύπου “Volare”, καθώς και συνθέσεις των NatAdderley(πολύ ωραία η τραγουδιστική απόδοση τού “Theoldcountry”), Rodgers& Hart, DukeEllington, VernonDuke, SidneyBechetκαι ColemanHawkins, συν τα δικά τους, που διατηρούν φυσικά αυτή την old-timeyαντίληψη, δίχως αχρείαστες επεξεργασίες και άκαιρες μεταμορφώσεις.
Ξεκάθαροι λοιπόν και με απολύτως σαφές στίγμα οι EchoesofSwingείναι ένα σχήμα, που μπορεί ν’ αρέσει στον οποιονδήποτε (και αναφέρομαι στους πέραν της jazzακροατές).
LAILA BIALI: S/T [9041-2 ACT, 2018]
Καναδή τραγουδοποιός (γράφει στίχους, συνθέτει, ερμηνεύει) η LailaBialiπροσδίδει, οπωσδήποτε, μια τζαζ αύρα στα τραγούδια της, αν και βασικά θα πρέπει να μιλάμε περισσότερο για pop-jazz, παρά για jazz. Τούτο, βεβαίως, δεν είναι αναγκαστικώς και εκ των προτέρων… αρνητικό – πόσω μάλλον όταν τα τραγούδια είναι ενδιαφέροντα, διαθέτουν ενορχηστρωτική επεξεργασία, έχοντας και ενδιαφέρον όσον αφορά στις μελωδίες και τους στίχους τους. Οπότε, όλα καλά; Σχεδόν.
Η Biali(που εκτός από το να τραγουδά παίζει και πιάνο-πλήκτρα) έχει μια βασική ομάδα δίπλα της (έναν μπασίστα και δύο ντράμερ, που δεν παίζουν ταυτοχρόνως εννοείται) και πιο δίπλα της κάποιους guestsσε τρομπέτες (ανάμεσα και ο AmbroseAkinmusire), όργανο και φωνητικά, προσθέτοντας στα κομμάτια της τις απαραίτητες πινελιές (πράγμα που αποκτά οριακές θετικές διαστάσεις γι’ αυτήν, αν αναφερόμαστε στο “Queenofhearts”, το καλύτερο κομμάτι του CDτης). Οι διασκευές σε DavidBowie(“Letsdance”), RandyNewman (“Ithinkitsgoingtoraintoday”) και Coldplay (“Yellow”) δείχνουν οπωσδήποτε το αισθητικό εύρος των επιλογών της Biali, με τις δικές της αποδόσεις της από ’κει και κάτω να χαρακτηρίζονται και από τόλμη και από αισθητική ευπρέπεια.
Καλό άλμπουμ, για τα συγκεκριμένα όρια και πλαίσια.
MULO FRANCEL: Mocca Swing [6020-2 ACT, 2017]
Γερμανός και 50άρης πια τενορίστας και κλαρινίστας, ο MuloFrancelέχει τώρα την ευκαιρία να δείξει τις δυνατότητές του, σε μιαν ακόμη πιο μεγάλη εταιρεία, άρα και σ’ ένα πολυπληθέστερο κοινό, τόσο στη σύνθεση όσο και στην εκτέλεση μέσω τούτου του 2CD, το οποίο περιλαμβάνει καινούριες εγγραφές του.
Στο πρώτο μέρος, που τιτλοφορείται “MuloFrancelQuartetRecordings”, ο γερμανός μουσικός, μαζί με τους συνεργάτες του DavidGazarovπιάνο, SvenFallerμπάσο και RobertKainarντραμς, ερμηνεύει βασικά πρωτότυπο υλικό, συν μια τζαζομεταγραφή μιας σύνθεσης του Σοπέν, συν ένα στάνταρντ του JimmyvanHeusen, δείχνοντας πως θα βρίσκεται πάντα κοντά σ’ έναν τύπο ευρωπαϊκής jazz, με συγκεκριμένα αισθητικά χαρακτηριστικά. Κάποια απ’ αυτά είναι η έφεση στο λυρισμό και στην μπαλάντα, οι μεσαίες και οι αργές γενικώς ταχύτητες στις αναπτύξεις των σόλι, οι πολύ συγκεκριμένοι και οριοθετημένοι αυτοσχεδιασμοί, που μοιάζουν... γραμμένοι. Συγχρόνως, τα πιο ελεύθερα αμερικανικά στοιχεία, οι προσαρμογές στο bluesκαι στο bopμέσω μιας περισσότερο δυναμικής improvδιάθεσης, δεν φαίνεται να συγκινούν ιδιαιτέρως τον Francel, τουλάχιστον σ’ αυτή την εκδοχή τού κουαρτέτου του, παραμένοντας έτσι, μονίμως, προσανατολισμένος προς την ομορφιά. Εικόνες λοιπόν, που συνδέονται γερά με ανάλογους και ευκόλως εξηγήσιμους λεπταίσθητους ήχους.
Έγραψα πιο πάνω το… «σ’ αυτή την εκδοχή του κουαρτέτου του», επειδή στο δεύτερο CDτα πράγματα αλλάζουν. Εδώ υπάρχει μια ορχήστρα, η MünchnerRundfunkorchester, και βεβαίως το προηγούμενο σχήμα, που ακούγεται και αυτό, ως μέλος της ευρύτερης μπάντας, σουινγκάροντας σθεναρώς ανά διαστήματα. Δεν ξέρω αν «φταίει» η ορχήστρα γι’ αυτή τη μεταμόρφωση, η αν είναι το… δεύτερο πρόσωπο του Ιανού, πάντως, και σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό πως ο Francelδίνει εδώ και μια δεύτερη εικόνα των συνθετικών ενδιαφερόντων και ίσως και μια τρίτη, αν συνυπολογίσουμε και τις σκόρπιες world/ trad αναφορές σε κάποιες μελωδίες του (“Flyingcarpet”, “Goethesullastrada”).
Δεν ξέρω αν προτιμώ αυτή τη δεύτερη πλευρά από την πρώτη (μάλλον). Το σίγουρο είναι πως οι μουσικές του MuloFrancel, εδώ, είναι πιο περιπετειώδεις και με περισσότερες «γωνίες» – και τούτο τις κάνει οπωσδήποτε πιο ελκυστικές. 

ΗACT Music + Vision εισάγεταιαπότηνAN Music

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΛΑΝΟΣ ένας πατρινός ποιητής, με τεράστιο, στην κυριολεξία, έργο, που τον γνωρίζουν ελάχιστοι

$
0
0
Για τον Γιάννη Γαλανό (1929;-2014) δεν θα βρείτε πολλά στοιχεία στο διαδίκτυο, ούτε κι εγώ ξέρω πολλά πράγματα – όσα θα ήθελα να ξέρω δηλαδή, γι’ αυτήν την πολύ ιδιότυπη περίπτωση «επαγγελματία ποιητή», όπως άρεσε στον ίδιο το Γαλανό να λέει για τον εαυτό του.
Σ’ ένα από τα βιβλία του που διαθέτω, το Μποτίλιες στο Πέλαγος [Φαίδων, Αθήνα 2004], στο οπισθόφυλλό του, υπάρχει ένα βιογραφικό του ποιητή, άγνωστο από ποιον συνταγμένο (πολλά στοιχεία φυσικά θα τα έχει δώσει ο ίδιος). Εκεί διαβάζουμε:
«Ανήκει στη γενιά του ’60. Γεννήθηκε στην Πάτρα. Έχει σπουδάσει φιλοσοφία στο Λονδίνο και νομικά στην Αθήνα. Είναι ο σημαντικότερος [sic] ίσως ποιητής στην Ελλάδα μετά τον Πόλεμο. Πάντως είναι ο πολυγραφότερος τα τελευταία 50 χρόνια ποιητής. Έχει δημοσιεύσει 4750 + 650 + 699 (Φωνές στην Έρημο) + 735 (Μποτίλιες στο Πέλαγος), κάπου 6900 ποιήματα σε 27 συλλογές. Ακόμη (έχει γράψει) 9 ταξιδιωτικά βιβλία, τη μετάφραση του Γεροψαρά του Χεμινγουέι και κάμποσες εκατοντάδες σημειώματα και άρθρα σε εφημερίδες, περιοδικά και διάφορα άλλα.(…)
Ο κοινωνικός προβληματισμός, οι ανησυχίες του καιρού του και το ερωτικό θέμα είναι τα κυρίαρχα χρώματα στην ποίησή του. Ο Γ. Γαλανός αντιμάχεται την αντιλαϊκή θέση “η τέχνη για την τέχνη” και την αρχή πως τάχα ο ποιητής διαφθείρεται και καταδικάζεται, αν έρθει σε επαφή με τα λαϊκά αιτήματα και προσπαθήσει να εκφράσει τους παλμούς και την ψυχολογία του κόσμου».
Να πούμε πως η ποίηση του Γαλανού (που έζησε στην Πάτρα, την Αθήνα, την Κόρινθο κ.ά.) είναι ιδιότυπη. Ο Γαλανός ακολουθεί τη δική του περίεργη στίξη κατ’ αρχάς, από την οποίαν απουσιάζουν συνήθως τα ερωτηματικά (γιατί ο ποιητής θέτει ερωτήματα και μάλιστα επίμονα), ενώ ιδιαίτερη θέση σ’ αυτήν, κυρίως στα παλαιότερα ποιήματά του, είχαν οι παρενθέσεις (που άνοιγαν συνεχώς, χωρίς ποτέ να κλείνουν). Επίσης, ο Γαλανός ακολουθεί τη δική του ορθογραφία ή ανορθογραφία (δεν χρησιμοποιεί διπλά σύμφωνα ή διάφορους διφθόγγους κ.λπ.), ενώ και τα ποιήματά του έχουν την αίσθηση τού πεζού λόγου – χωρίς βεβαίως να στερούνται μιας κάποιας πιο κλασικής ποιητικής προσωδίας, ιδίως τα παλαιότερά του. 
Επίσης, πολλά ποιήματά του είναι αφιερωμένα σε γνωστούς και λιγότερο γνωστούς συναδέλφους του ποιητές, πεζογράφους, φιλολόγους, μελετητές, ζωγράφους, δημοσιογράφους… Και αυτό είναι ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό του έργου του. Για παράδειγμα ποιήματά του από τη δεκαετία του ’70 είναι αφιερωμένα στους Πέτρο Μάρκαρη, Δημήτρη Ποταμίτη, Ρένο Αποστολίδη, Πάνο Θασίτη, Ανδρέα Αγγελάκη κ.ά., ενώ από τα πιο πρόσφατα χρόνια στους Μάνο Φαλτάιτς, Γιάννη Δάλλα, Διονύσης Καρατζά, Σταύρο Θεοδωράκη (όταν ήταν δημοσιογράφος) κ.ά.
Άλλο χαρακτηριστικό των βιβλίων του Γαλανού, και όχι της ποίησής του, είναι πως στις σελίδες τους παρεμβάλλονται και «περιοχές» με φωτογραφίες (όπου τον βλέπουμε πότε μόνο του και πότε με αγαπημένα του πρόσωπα).
Αναδημοσιεύουμε τώρα δύο ποιήματα του Γιάννη Γαλανού.
Το πρώτο προέρχεται από το βιβλίο του Νέοι Καιροί [Κοραής, Αθήνα 1972]: 

ΜΑ ΣΑΝ ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ 
Μα σαν δεν ντρέπεσαι όλο για έρωτα να γράφεις
τι θέλεις να αναστήσεις τους νεκρούς
μόνο γελίος γίνεσαι
η ζωή μας τώρα
δεν ξέρω τι να πω
ίσως και να ’χουν δίκιο
έτσι γελίος να ’γινα
όμως εμένα μάρτυς μου ο θεός
ότι ο νους μου κι’ αν σκεφτεί
για έρωτα μιλάει η καρδιά μου

Το δεύτερο προέρχεται από τον τόμο Μποτίλιες στο Πέλαγος[Φαίδων, Αθήνα 2004] και αναφέρεται στον ποιητή (Αλίκη), λογοτέχνη (Κουρασμένος απ’ τον Έρωτα), δημοσιογράφο, μεταφραστή κ.ά. Γ. Τσουκαλά: 

Μια παλιά θύμηση. Ο Γιώργης Τσουκαλάς 
Τον γνώρισα στου Παπαδημητρίου (σ.σ. εκδόσεις Άγκυρα). Επιμελητή εκδόσεων. Ήταν ένας πικραμένος άνθρωπος. Λίγα χρόνια πριν είχε εκτελεστεί η κόρη του. Για συμμετοχή στο 2οαντάρτικο. Ούτε θυμάμαι την ιστορία. Της είχαν φτιάξει και ένα όνομα κάπιον καιρό. Την είχαν ηρωίδα. Πιος τα θυμάται αφτά τώρα. Ο Γιώργης Τσουκαλάς ήταν ένας ποιητής κι’ αφτός. Από αφτούς της γενιάς του 20. Όλο για τον έρωτα έγραφε. Με στίχο καλό. Με μουσικότητα. Με μελαγχολία. Αποτυχίες ζωής. Κείντα τα θέματα του συμβολισμού. Για μικρόν τον είχανε. Καλά δεν ξέρω το έργο του. Ένα ποίημά του μόνο τόχει τούτη εδώ η ανθολογία. Από τους μικρούς βέβαια της γενιάς του. Τους μινόρες. Το όνομά του θα μένει όμως. Για κείνα τα Άπαντα των Αγωνιστών του 21. 20,25 τόμοι. Δικό του έργο είναι. Το θυμάμαι τώρα. Με το βυσινί πλαστικό εξώφυλο. Τις πλούσιες εισαγωγές και τις επιμέλειες του καθ. Πρωτοψάλτη. Έργα για την ιστορία. Ο Τσουκαλάς ήτανε ο εκδότης. Αργότερα αφτά. Εγώ τον γνώρισα τότε. Με κείνο το βιβλίο μου. Αρχές του 54 (σ.σ. ο Γαλανός είχε κάνει τη μετάφραση στο βιβλίο του ErnestHemingway«Ο γερο ψαράς και η θάλασσα»). Κάναμε τις διορθώσεις και με πήγαινε έπειτα σε κάπιες ταβέρνες, στη Πλάκα. Θυμάμαι το Μεθυσμένο Φεγγάρι. Μαζεβόταν λογοτέχνες εκεί. Τρώγαν πίναν λέγαν τίποτα για την τέχνη τους και απάγγελναν ποιήματα. Τα θυμάμαι εκείνα τα βράδια. Ήταν ένας τρόπος για πολλούς να χαίρονται τη ζωή. Ασήμαντοι κατά τάλα. Ξεχασμένοι τώρα. Έγραφαν ένα ποίημα και γύριζαν στις συγκεντρώσεις και το απάγγελναν. Τους γέμιζε αφτό. Ήταν και αφτοί εκλεκτοί της Μούσας. Ήτανε ποιητές.
22/9/03

Και κάτι ενδιαφέρον… 
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης (21/3) οι εκδόσεις Φαρφουλάς τιμούν τον Γιάννη Γαλανό-Πανίτσα, έναν ποιητή που ποτέ κανείς δεν βρέθηκε να πει μια καλή κουβέντα γι’ αφτόν και το έργο του. Το Σάββατο, 24 Μαρτίου, στις 2.00 μ.μ., στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Φαρφουλάς, Μαυρομιχάλη 18. 
Θα διαβαστούν κάποια από τα 8.400 επιλεγμένα(*) ποιήματα του Γιάννη Γαλανού Πανίτσα με θέμα την ποίηση, μέσα από τις 29 (και βάλε) συλλογές του, που αρκετές απ’ αυτές θα εκτίθενται στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου. Θα συζητήσουμε επίσης, από μια λοξή φιλολογική σκοπιά, για το έργο του.
Η οργανωτική επιτροπή της εκδήλωσης: Διαμαντής Καράβολας, Πάνος Κουτούλιας, Ηλίας Μέλιος, Χρήστος Τσατσαρώνης και ο «Σύλλογος Φίλων προς Μελέτη και Διάσωση του έργου Γ.Γαλανού-Πανίτσα (Σ.Φ.Μ.Δ.Ε.Γ.Γ.Π)»

BOB KATSIONIS progressive μέταλλο ολκής

$
0
0
Γιατί να πούμε εμείς ποιες είναι οι επιρροές του BobKatsionis, όταν τις αναφέρει ο ίδιος στο triple-foldedcoverτού πιο πρόσφατου CDτου; Διαβάζουμε λοιπόν (με σειρά εμφανίσεως): Vangelis, Jean-MichelJarre, Yanni, KevinMoore (ex-DreamTheater…), JensJohansson(ex-Stratovarius…), KeithEmerson, JoeSatriani, JohnPetrucci (ex-DreamTheater…), MikePortnoy(ex-DreamTheater…), JeffWaters (ex-Annihilator) και Μάνος Χατζιδάκις. Όλα ωραία-όλα καλά, αλλά ωραιότερα είναι εκείνα που ακούμε στο Prognosis& Synopsis/ AninstrumentalexplorationbyBobKatsionis[SymmetricRecords, 2018]. Σιγά-σιγά…
Για το ποιος είναι ο BobKatsionisδεν χρειάζεται να πούμε πολλά – ας πούμε, όμως, κάποια λίγα, για όσους ενδεχομένως δεν τον γνωρίζουν. Κατ’ αρχάς να υπενθυμίσουμε πως ο Katsionis (που είναι κιμπορντίστας βασικά, αλλά εδώ χειρίζεται ρυθμικές και leadκιθάρες ακόμη, μα και μπάσο) ηχογραφεί προσωπικά άλμπουμ από το 2002 και πως το “Prognosis& Synopsis” είναι το πέμπτο του στη σειρά. Δεύτερον, πως (ο Katsionis) έχει υπάρξει μέλος των ελλήνων μεταλλικών Firewind, Outloud, SepticFleshκαι Nightfallμεταξύ άλλων, των Γερμανών SeriousBlack, των πολυεθνικών RevolutionRenaissanceκ.λπ., κ.λπ., ονομάτων δηλαδή που χαίρουν μεγάλης εκτίμησης στο χώρο τού μετάλλου και ειδικότερα του συμφωνικού progressiveμετάλλου – όπως symphonicprogressivemetalείναι και το παρόν έσχατο CDτου.
Ο Katsionis, πρώτον απ’ όλα, είναι πολύ καλός συνθέτης. Ο άνθρωπος έχει ιδέες, γράφει ωραίες μελωδίες, ξέρει να απλώνει σωστά τα κομμάτια του, δεν κάνει κατάχρηση… ανέξοδων παιξιμάτων, έχοντας συγχρόνως το ταλέντο και τη γνώση να ενσωματώνει στις συνθέσεις του στοιχεία απ’ όλους εκείνους που τον έχουν επηρεάσει, δίχως ν’ ακούγεται σαν… Vangelisή σαν DreamTheater. Και, μάλιστα, οι επιρροές αυτές, κάποιες φορές μοιάζει να είναι τελείως… ανεξέλεγκτες, προσφέροντας συναρπαστικές… σελίδες ακρόασης. Αναφέρομαι σε κομμάτια όπως το τέταρτο “Darkmatter”, που, λόγω… διαρρύθμισης και φωνητικών, συνδυάζει το έπος με την complexαφήγηση και την ελαφρότητα. Τόσο απλό και τόσο μαγικό.
Μέσω, λοιπόν, τέτοιων καλά μελετημένων συνδυασμών ο Katsionisκατορθώνει το μάλλον ακατόρθωτο – ή, τέλος πάντων, το όχι ευκόλως κατορθωτό. Να θυσιάσει ένα κατά το μάλλον ή ήττον σκληροπυρηνικό παρελθόν, προσθέτοντάς στα μεταλλικά vibesτου, πλάι, στο έπος, κι έναν άψογα τακτοποιημένο λυρισμό, απλώνοντας τις συνθέσεις του στο μέλλον.
Όχι μόνο για τα πολύβουα και μπαρουτοκαπνισμένα μπαρ και κλαμπ... άκουσμα, αλλά και για τη λαϊκή σαλοτραπεζαρία.

ΝΙΚΟΣ ΠΕΝΤΖΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ο μεγαλύτερος έλληνας τερματοφύλακας όλων των εποχών

$
0
0
Χθες σ’ ένα προπAτζίδικο, στη γειτονιά, κάποιοι πιτσιρικάδες λέγανε για τερματοφύλακες. Άλλος εκθείαζε τον Καπίνο, άλλος τον Καρνέζη, άλλος τον Ανέστη… Τους ψιλοξέρω κι αυτούς… Της σειράς παιδιά… Κι εκεί όπου ήθελα να τους πω για τους τερματοφύλακες που γνώρισα εγώ, παιδί, τον Οικονομόπουλο, τον Ερρέα, τον Κελεσίδη κ.ά., είπα να τους ρίξω ένα όνομα, που ήξερα, σίγουρα, πως θα το αγνοούσαν. «Ρε το Νίκο Πεντζαρόπουλο του Πανιωνίου τον ξέρετε;». Σιγά μην τον ήξεραν. Οι νέοι δεν ασχολούνται με την ιστορία. Ζούνε το τώρα. Αλλά επειδή δεν έχουν παραστάσεις από το χθες, δεν έχουν και κριτήρια για να κρίνουν. Τρώνε ό,τι τους πλασάρουν.
Για τον Πεντζαρόπουλο μου είχε μιλήσει για πρώτη φορά ένας γέρος γείτονας στη δεκαετία του ’70 – φανατικός ποδοσφαιρόφιλος και με Αθλητική (εφημερίδα) συνεχώς στην κωλότσεπη. Ήταν βάζελος, αλλά ήξερε να εκτιμάει το καλό απ’ όπου και να προερχόταν. 
Ο Πεντζαρόπουλος ήταν πορτιέρο στον Πανιώνιο, στα τέλη του ’40 και τις αρχές του ’50. Πέρασε και από την Ίντερ(!) ένα χρόνο, δίχως να παίξει σε επίσημο ματς, αφού ο Πανιώνιος αρνήθηκε τα σακιά με τις λιρέτες των Ιταλών, για να σταματήσει το ποδόσφαιρο στα 28 μόλις χρόνια του. Μάλλον παραπονεμένος. Στην ηλικία εκείνη όπου οι τερματοφύλακες αρχίζουν σιγά-σιγά να πιάνουν την κορυφή της απόδοσής τους, ο Πεντζαρόπουλος έβαζε τέρμα στην καριέρα του. 
Προσέξτε το άλμα του Πεντζαρόπουλου στη φωτογραφία, πού είναι η μέση του – πάνω από το κεφάλι τού επιθετικού!
Ο Πεντζαρόπουλος μεγάλωσε σε μιαν εποχή όπου οι τερματοφύλακες είχαν να αντιμετωπίσουν βασικά τα μεσαία και μακρινά σουτ των επιθετικών. Κανείς δεν τολμούσε με ντρίμπλες να μπει στις περιοχές, γιατί το κλάδεμα πήγαινε σύννεφο συν τοις άλλοις. Ήταν αλλιώς το ποδόσφαιρο. Και σουτ μακρινό πολύ δύσκολα έτρωγε ο Πεντζαρόπουλος, καθώς τα ρεφλέξ του, την εκτίναξή του και το άλμα του δεν τα συναντούσες τότε στα γήπεδα (και όχι μόνο στα ελληνικά). Οριζοντιωνόταν στο γάμα των δοκών, μπλονζάριζε κάτω χαμηλά στη γωνία, έδιωχνε στον αέρα με γροθιές, βούταγε τα πέναλτι όπου και να πήγαιναν. Πρακτικώς, ήταν ανίκητος ο άνθρωπος. Κάποτε, μάλιστα, τον αποκάλεσαν και «ήρωα του Τάμπερε», όταν έπαιξε μόνος του σχεδόν τους Δανούς (και όχι τους Φινλανδούς). 
Στη δεκαετία του ’70 ο Πεντζαρόπουλος προπονούσε τους τερματοφύλακες του Πανιωνίου (τον Αντώνη Μανίκα π.χ., που τον έμαθε να γραπώνει τα πέναλτι). Από τους τότε γκολκίπερ, των seventies εννοώ, γούσταρε μόνο το Νίκο Χρηστίδη (του Άρη και αργότερα της ΑΕΚ – έπιανε πέναλτι αβέρτα κι εκείνος), ενώ δεν είχε λόγο καλό για κανέναν επιθετικό. 
Ο Πεντζαρόπουλος θα πρέπει να σιχαινόταν τους μεγάλους σκόρερ της εποχής, σαν τον Γκερντ Μύλερ π.χ. (να μην πούμε για Έλληνες), που χωνόντουσαν στη μικρή περιοχή και μ’ ένα σουτάκι, μια προβολή, μ’ ένα τσικ έβαζαν κάτι μισογκόλ. Δεν τον ενδιέφερε η ουσία τον Πεντζαρόπουλο, αλλά το θέαμα σε συνδυασμό με την ουσία. Και τίποτα δεν μπορεί να προσεγγίσει το θέαμα ενός σουτ από μακριά, που θα νικήσει τον τερματοφύλακα, ή θα αποκρουστεί εντυπωσιακά από ’κείνον.
Ο Πεντζαρόπουλος, που θα μπορούσε να ζει ακόμη, δεν πρόλαβε να δει τους μεγάλους τερματοφύλακες της δεκαετίας του ’80 (τον Σαργκάνη π.χ.), αργότερα το Νικοπολίδη και τους άλλους, για να πει τη γνώμη του. Βαρύς, μάγκας, και σκληρός, αλλά δίκαιος στις κρίσεις του (με βάση τον προσωπικό του κώδικα), θα φύγει πολύ γρήγορα από τη ζωή, χτυπημένος απ’ τον καρκίνο, μόλις στα 52 του, το 1979.

SCOTT REEVES JAZZ ORCHESTRA

$
0
0
Η 17μελής ορχήστρα του τρομπονίστα, αλλά και φλουγκελχορνίστα, ScottReevesβρίσκεται στα πολύ επάνω της, τον τελευταίο καιρό, και κάπως έτσι έχει έτοιμο το δεύτερο CDτης (το πρώτο είχε τυπωθεί το 2016), που τιτλοφορείται WithoutaTrace [OriginRecords, 2018] και που διαθέτει πολλά και δυνατά προτερήματα.
Ξεκινώντας από την ορχήστρα αυτή καθ’ αυτή και βεβαίως από το διευθυντή και ενορχηστρωτή τού υλικού της, τον ScottReeves, θα λέγαμε πως οι διακριτές παραδόσεις των ιστορικών leadersDukeEllington, GilEvansκαι ThadJones (ας μείνουμε σ’ αυτούς τους τρεις), όσον αφορά στο χειρισμό τού υλικού και στη διαμόρφωση ενός συγκεκριμένου ήχου, που μοιάζει εν προκειμένω με μια σουινγκάτη… παραφωνία, βρίσκουν τον τρόπο να αναδύονται μέσα από τα κομμάτια τού set, που αφορούν σε τέσσερα originalsκαι τρεις versions (το “Speaklow” των KurtWeill-OgdenNash, το “Allornothingatall” των ArthurAltman-JackLawrence, το “Juju” του WayneShorter). 
Με πιο απλά λόγια ο Reevesέχει κάνει αξιολογότατη δουλειά, κατορθώνοντας να ισορροπήσει ανάμεσα στο κλασικό και σε κάτι πιο σύγχρονο, δίχως όμως να αδυνατίζει το τελικό αποτέλεσμα. Τούτο δε συμβαίνει, γιατί η ορχήστρα του διαμορφώνει περιβάλλοντα αναλόγως με το τι, κάθε φορά, καλείται να αποδώσει ή να… διαστρεβλώσει – και κάπως έτσι την ακούμε να εμφανίζει ένα αρχικό, όσο και ασυγκράτητο τύπου-GilEvansκλίμα στο “Speaklow”, πριν αντιληφθούμε συγκεκριμένες… μεταλλάξεις σε περισσότερο αφρο-κουβανικές καταστάσεις. Το αυτό και στο “Allornothingatall”, που διατηρεί αρχικώς την ελαφρότητα τής… cocktailjazz, πριν οδηγηθούμε σ’ ένα «κολτρεϊνικό» αποκορύφωμα.
Γενικώς, με τέτοιου τύπου εναλλαγές ο Reeves, βοηθούμενος, φυσικά, και από τις δυνατότητες που του παρέχουν οι άψογοι οργανοπαίκτες του, κατορθώνει να δώσει στα κομμάτια έναν πολύ ελκυστικό «αέρα», δίχως ποτέ να τα κάνει ν’ ακούγονται κοινότοπα ή έστω αναμενόμενα. Και τούτο συμβαίνει όχι μόνο στις περιπτώσεις των διασκευών, αλλά και στα πρωτότυπα – στο πρωτότυπο π.χ. “SomethingforThad” (ευθεία αναφορά στον ThadJonesπροφανώς), που κλείνει με τόσο εύστοχο τρόπο τούτο το απολύτως διασκεδαστικό άλμπουμ.

MARVA VON THEO πρώτα η φωνή

$
0
0
Οι MarvavonTheoείναι ένα electroduoαπό την Αθήνα, με μέλη την Μάρβα Βούλγαρη (γράφει μουσικές, στίχους και τραγουδά) και τον Τεό Φοινίδη (συμπληρώνει σε μουσικές). Όλα τα όργανα που ακούγονται στο παρθενικό CDτους, το οποίον τιτλοφορείται κάπως… Poe-τικώς, ως DreamwithinaDream[PrivatePressing, 2018], τα χειρίζεται η Βούλγαρη, ενώ υπάρχει και «βοήθεια» σε βιολί σ’ ένα track. Φυσικά τα synthsκαι τα strongbeatsκυριαρχούν στις ενοργανώσεις των MarvavonTheo, που ξεχωρίζουν, ως σχήμα, για πολλούς και διαφόρους λόγους.
Πρώτον, λόγω φωνής. Η Βούλγαρη τραγουδά εξαιρετικά, με πάθος και με δύναμη. Έχει φωνή δηλαδή, γεμάτη και στιβαρή, και όχι… κάτι σαν φωνή. Δεύτερον, λόγω συνθετικού και στιχουργικού ταλέντου (αμφοτέρων των συμμετεχόντων). Τούτο σημαίνει πως από τη συνεργασία των δύο προκύπτουν αληθινά τραγούδια και όχι… ρυθμοί ξεκάρφωτοι, που δεν ξέρεις τι να τους κάνεις. Τρίτον, λόγω παραγωγής και γενικότερου editing, που είναι αυτά που πρέπει να είναι «κρύβοντας» σωστά τις… παλαιές αναφορές (τις πιο πολλές φορές), και προβάλλοντας όλα εκείνα τα ηχοχρώματα (nineties-electroβασικά, trip-hopκτλ.), που είναι οπωσδήποτε ικανά, ώστε να παράσχουν μια ταυτότητα στο ακρόαμα. Και τούτο το λέω, δίχως να παραβλέπω το γεγονός πως ακόμη και το blues, μ’ έναν τρόπο ξεχωριστό, εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί (και να εντυπωσιάζει) σε κομμάτια όπως το εισαγωγικό “Unconcern”.
Ίσως να δημιουργηθεί η εντύπωση σε ορισμένους πως τα τραγούδια των MarvavonTheoείναι σκοτεινά, ερμητικά κλεισμένα σ’ έναν κόσμο που δεν μας αφορά ή εν πάση περιπτώσει αφορά σε λίγους. Δεν είναι έτσι. Βασικά, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Πρόκειται για τραγούδια που περιστρέφονται με τρόπο ουσιαστικό γύρω από τα ζητήματα των σχέσεων, αρθρώνοντας έναν όχι κοινότοπο λόγο και σίγουρα απολύτως πειστικό, που μπορεί να ενδιαφέρει τους πάντες. Βεβαίως, αυτή η πειστικότητα έχει να κάνει και με τις ερμηνείες τής Βούλγαρη, που είναι, φρονώ, το πολύ μεγάλο ατού τού άλμπουμ. Χαίρεσαι ν’ ακούς τέτοιες φωνές – πόσω μάλλον όταν ερμηνεύουν και τόσο γερά τραγούδια. Άξιοι!

ΠΑΝΟΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ «Οι Ρωγμές της Σαγήνης» τώρα και σε βινύλιο

$
0
0
Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε και σε βινύλιο το πιο πρόσφατο άλμπουμ τού Πάνου Σαββόπουλου«Οι Ρωγμές της Σαγήνης» [Μετρονόμος], που είχε βγει για πρώτη φορά σε CDτον προηγούμενο Νοέμβριο. Ένα βινύλιο είναι πάντα ένα βινύλιο, που σημαίνει ότι μπορεί να συμβολίζει πολλά και διάφορα, πρώτον απ’ όλα για τον ίδιο τον δημιουργό του, που τύπωσε τον πρώτο μεγάλο δίσκο του («Το Δωμάτιο») πριν 50 χρόνια ακριβώς! Είναι δηλαδή, παραλλήλως, κι ένα εορταστικό γεγονός.
Το άλμπουμ βινυλίου, που είναι limitedκαι αριθμημένο (300 κόπιες), προσφέρει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες (στίχους, φωτογραφίες κ.λπ.) σ’ ένα triple-foldedLP-sizedένθετο, ενώ εμπεριέχει ως bonusκαι το CD. Τέλος, γι’ αυτούς που τα ψάχνουν, έχει διαφορετικό frontκαι backcover (όχι όσον αφορά στο εικαστικό θέμα, αλλά στους τίτλους και τις πληροφορίες).
Για τις «Ρωγμές της Σαγήνης» είχαμε γράψει αναλυτικά τον Νοέμβριο που μας πέρασε. Αντί να δώσω το linkεκείνου του κειμένου, προτιμώ να το αναδημοσιεύω εδώ και τώρα…
Τα τραγούδια που γράφει ο Πάνος Σαββόπουλος –ο οποίος, ως γνωστόν, επανέκαμψε μετά από δεκαετίες με καινούρια άσματα, το 2012, με τα «Ετερόκλητα»– δεν τα γράφει κανένας άλλος στην Ελλάδα σήμερα. Τι τραγούδια γράφει ο Πάνος Σαββόπουλος; Φιλοσοφικού στοχασμού και αναλόγου περιεχομένου. Είτε ερωτικά είναι αυτά είτε κοινωνικά, στη βάση τους είναι τραγούδια που αφορούν μόνους ή μοναχικούς ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, ή το ανάποδο, σε στιγμές βαθιού και συνήθως επώδυνου απολογισμού. Τι σκέψεις μπορείς να κάνεις γύρω από τη ζωή, τον έρωτα και το θάνατο, όταν έχεις ξαποστάσει, όταν έχεις το χρόνο να ψάξεις μέσα σου, στον εαυτό σου, για ν’ ανακαλύψεις τι σε οδήγησε εδώ, εκεί ή παραπέρα; Στο μέτρημα συνήθως συντρίβεσαι –υπάρχει, δηλαδή, η συντριβή στους ήρωες και τις ηρωίδες των τραγουδιών τού Σαββόπουλου– ή και καθαρίζεσαι, εξαγνίζεσαι, μέσα από διαδικασίες αυτοψυχαναλυτικές. Να, δείτε εδώ αυτή τη φοβερή στροφή βγαλμένη από το πιο πρόσφατο άλμπουμ του «Οι Ρωγμές της Σαγήνης» [Μετρονόμος], για να καταλάβετε τι εννοώ. Μονολογεί η ηρωίδα. Κάτι εντός της τη βασανίζει και τα ερωτήματα ορθώνονται αμείλικτα: «Απορώ, αν και θίγεται η όποια μου σαγήνη,/ τελικά τι από μένα θ’ απομείνει/ κι αν υπάρχει έστω δύσβατη ατραπός/ Και ρωτώ, μεθυσμένη τα μεσάνυχτα Σαββάτου,/ “το εγώ γιατί προτρέχει του θανάτου/ και γιατί απουσιάζει ο σκοπός;”». Και αλλού (σε άλλο τραγούδι): «Μέχρι πού, λοιπόν, φθάνει η ευθύνη μου;/ Μ’ εξομολογεί μόνο η οδύνη μου/ Και πού να βρεθούν όνειρα γαλήνια/ μια και η μοναξιά με κρατάει ξύπνια…».
Αυτή η εσωτερική μάχη, ο αγώνας για να βρεθούν οι πιο μύχιες εκκινήσεις των πράξεών μας είναι το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο των λόγων του Πάνου Σαββόπουλου, με τα τραγούδια-στοχασμοί να εναλλάσσονται το ένα του άλλου, με μικρά ενδιάμεσα σκοτεινά, αλλά… εν τέλει φωτεινά ιντερμέτζα. Ένα τέτοιο είναι το ρεμπετοειδές «Το ξόρκι», που περιγράφει μια ιστορία δαιμονισμού (αποδίδει ο Αγάθων Ιακωβίδης). Η ιστορία μπορεί να είναι σκληρή, αλλά έχει αίσιο τέλος, ενώ και η μουσική βοηθάει θετικά προς την επούλωση της γενικότερης πληγής. Πριν και μετά, όμως, υπάρχουν άλλα…
Οι μουσικές τού Πάνου Σαββόπουλου (μαζί με τις ενορχηστρώσεις φυσικά) είναι και αυτές… ειδικών αποστολών. Κάθε τραγούδι ακούγεται διαφορετικό από το προηγούμενο ή το επόμενό του – κάτι που συμβολίζεται, θα έλεγα, και με την ερμηνευτική πολυκοσμία (συμμετέχουν εφτά τραγουδιστές). Τα τραγούδια, πώς να το πούμε αλλιώς, μοιάζουν με τα διαφορετικά διηγήματα μιας ανθολογίας, που επιδέχονται, κάθε φορά, μιαν ειδική ανάγνωση. Αυτήν την «ανάγνωση» επιχειρούν εδώ οι Γιώργος Μαργαρίτης, Βαγγέλης Γερμανός, Μόρφω Τσαϊρέλη, Αγάθων, Ασπασία Στρατηγού, Πάρις Περυσινάκης και Αλέξανδρος Καψοκαβάδης. Τραγουδιστές λοιπόν διαφορετικών αισθητικών ή και κοινωνικών καταβολών, που έχουν κληθεί για να υπηρετήσουν συγκεκριμένους ρόλους – ένα συγκεκριμένο όραμα. Και τα καταφέρνουν πολύ καλά, σε τραγούδια δύσκολα, όχι ευανάγνωστα με την πρώτη ματιά-ακρόαση-φορά, τραγούδια που θα πρέπει να επεξηγηθούν προκειμένου οι ερμηνευτές να προσπεράσουν το πρωταρχικό στάδιο της έκπληξης, το… χωλ, ώστε να μπουν στα… πίσω δωμάτιά τους. Γιατί τα τραγούδια του Σαββόπουλου δεν είναι από αυτά που ακούγονται τριγύρω, ούτε από αυτά που θα μεταδώσουν, χωρίς έναν στηρικτικό λόγο, τα ραδιόφωνα. Είναι λαϊκά, έντεχνα, μπαλάντες, φολκ… με βορειοευρωπαϊκές, ακόμη και με παγανιστικές αναφορές (αυτό το pagan-folk, που προβάλλεται εκ νέου και έξω). Και ενορχηστρώνονται με οξύνοια, που προϋποθέτει μελέτη και γνώση διαφορετικών ακουσμάτων. Ας μου χαρακτηρίσει κάποιος, λοιπόν, το «Ασέλγειες της μνήμης» με τον Βαγγέλη Γερμανό ή το “Carousel” με τη Μόρφω Τσαϊρέλη, ας πει τι συμβαίνει εδώ, ποιες διαφορετικές (μουσικές) αναφορές συγκεράζονται για να προκύψουν αυτά τα θαυμαστά τραγούδια. Ok, εγώ πρέπει να το πω αυτό… και λέω πως οι μεσαιωνικοί παραδοσιακοί ήχοι αποτελούν και σε τούτο το άλμπουμ μια βασική αναφορά του Πάνου Σαββόπουλου – κάτι που δηλώνεται σαφώς και απαρεγκλίτως με τη διασκευή (με ελληνικά λόγια) του παραδοσιακού ισλανδικού “Ridom, ridom”, που αποδίδει η Μόρφω Τσαϊρέλη. (Κάποιοι πάρα πολύ ψαγμένοι πιθανώς να ξέρουν το συγκεκριμένο τραγούδι από το folkσουηδικό ντούο KarinKjellman& UlfGruvberg, τους Folk& Rackareδηλαδή από τα μέσα του ’70).
Είναι δύσκολο να γράψεις, ξεχωριστά, για κάθε τραγούδι από τις «Ρωγμές της Σαγήνης» και ίσως ούτε και γόνιμο. Γιατί, όσο επιχειρείς να αναλύσεις και να αποκωδικοποιήσεις ένα-ένα αυτά τα τόσο διαφορετικά άσματα (διαφορετικά σε σχέση με οτιδήποτε μπορεί ν’ ακουστεί τριγύρω), τόσο θα στερείς από κάποιους που σε διαβάζουν τη γοητεία μιας αποκάλυψης.
Μπράβο λοιπόν στους μουσικούς (ακούγονται σαξόφωνα, κλαρινέτα, φλάουτα, τρομπόνι, βιολί, μαντολίνο, κιθάρα, τσέμπαλο, ακορντεόν, τσέλο, τρίχορδα κ.ά.) και βεβαίως στους τραγουδιστές, που τάχθηκαν σ’ αυτό το άλμπουμ με μυαλό και ψυχή στο κόκκινο, προκειμένου να υπερασπιστούν τις ιδέες και τις απαιτήσεις του τραγουδοποιού.

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 86

$
0
0
24/3/2018
Πέθανε πριν λίγες μέρες ο C.K. Mann από την Γκάνα (ήταν στα 82 του).
Αυτόν το μουσικό τον έμαθα στα 00s, με το ξέσπασμα, στα δισκο-κυκλώματα, του afro ήχου από τα seventies και τον θυμάμαι φυσικά από τις σχετικές συλλογές με ghanaian funk και afrobeat της εποχής. Σαν όνειρο, δε, θυμάμαι πως είχα βρει κι ένα LP τού συγκροτήματός του Carousel 7 στο Μοναστηράκι και πως το είχα πουλήσει στο eBay (αν δεν ήταν οι Carousel 7, ήταν σίγουρα οι… Cloud 7). Τέλος πάντων, ο άνθρωπος αυτός ήταν από τους ρηξικέλευθους εκείνους μουσικούς που άλλαξαν τον ήχο του γκανέζικου highlife, μπολιάζοντάς τον με afrobeat, jazz-funk και afro-cuban στοιχεία. Πιθανώς, δε, κάποιοι ψαγμένοι DJs (που παίζουν τέτοια πράγματα) να τον έχουν ακόμη στα sets τους και στην Αθήνα… Φοβερός αποικιακός ήχος...

23/3/2018 
Συνεχίζουν το κλάμα (αλλά είναι για γέλια!) οι φιλελέδες, οι δικαιωματιστές (κάθε πρόσφυγας και μεζονέτα, κάθε καπνιστής και λαιμητόμος), οι ΜΚΟάδες, οι λατέρνατιβ, οι χορτοφάγοι, οι οικοαναρχικοί με τις ανεμογεννήτριες και οι διάφοροι ποζεράδες επαναστάτες του κώλου, γιατί το φέισμπουκ πρόλαβε και πούλησε στον Τράμπα ψηφιακά δεδομένα για να κερδίσει τις εκλογές στην Αμερική και δεν τα πούλησε στη... μεγάλη κοινωνική επαναστάτρια, στην... αληθινή δημοκράτισσα και... προστάτιδα των ελευθεριών, στην ξεπουλημένη εγκληματία των λαών Χίλαρι Κλίντον.
Η δική μου γνώμη είναι –και είναι προφανές αυτό– πως το δήθεν «σκάνδαλο» ξέσπασε με το που ξεκίνησε τον ορθότατο και αληθινά επαναστατικό «εμπορικό πόλεμο» ο Τράμπας. Γιατί, άλλο τα (προεκλογικά) λόγια, άλλο τα έργα… 
http://politis.com.cy/article/i-dasmi-tramp-vouliaxan-to-chrimatistirio-tou-tokio--ptosi-451

23/3/2018 
Φοβερή φωτογραφία (από το σχετικό fun club). Ο Ντέμης Ρούσσος στο Χαλέπι, στη Συρία, για live στο κάστρο, το καλοκαίρι του 1977 (επί... μπρούταλ ντικτέτορ). Λες και πάνε για να τον κρεμάσουν είναι, αν και οι φάτσες γύρω-γύρω άλλο δείχνουν...

22/3/2018 
Αυτή την ιστορία με το… σκάνδαλο γύρω από το facebook, συγχωρέστε με αλλά δεν την καταλαβαίνω. Και δεν καταλαβαίνω κι εκείνο που διαβάζω πως… «Ο μόνος τρόπος γα τον έλεγχο του Facebook είναι να διαγράψετε το λογαριασμό σας, σύμφωνα με αναλυτές, καθώς και οι πιο αυστηρές ρυθμίσεις ασφαλείας δεν θα τον προστατεύσουν». Τι λέτε ρε ανόητοι!
Εγώ μπήκα στο facebook πριν 15 μήνες, τα… προσωπικά δεδομένα που δίνω είναι τα ελαχιστότατα δυνατά (κι εκείνα που θέλω εγώ να δώσω) και δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε αν συμβεί υποκλοπή τους (σιγά το δύσκολο στον ψηφιακό κόσμο), ούτε αν θα με βομβαρδίσουν με μηνύματα υπέρ του Τραμπ ή οποιουδήποτε άλλου.
Τέλος πάντων πέρα από τις ευθύνες του facebook (ας ψάξουν να τις βρούνε σε τελευταία ανάλυση και ας το κλείσουν άμα γουστάρουν –χέστηκα– εγώ δεν πρόκειται να διαγραφτώ πάντως), υπάρχουν και οι ευθύνες των χρηστών του. Τι διακινούν οι ίδιοι και πόσο ευάλωτοι μπορεί να είναι στα fake news ή σε οτιδήποτε άλλο.

KAZE η δισκογραφική παραγωγή της Satoko Fujii μέσα στο 2018 συνεχίζεται

$
0
0
Το AtodyMan[LibraRecords] είναι το δεύτερο από τα δώδεκα άλμπουμ, που σκοπεύει να κυκλοφορήσει μέσα στο 2018 η συνθέτρια, πιανίστρια και αυτοσχεδιάστρια SatokoFujii, με αφορμή τη συμπλήρωση των 60 χρόνων της. Ήδη έχουμε γράψει για το πρώτο απ’ αυτά, το σόλο πιάνο της “Solo” [LibraRecords], ενώ τώρα θα πούμε μερικά λόγια για το δεύτερο, και πέμπτο κατά σειρά με το σχήμα (της) Kaze– το κουαρτέτο δηλαδή των ChristianPruvostτρομπέτα, NatsukiTamuraτρομπέτα, SatokoFujiiπιάνο και PeterOrinsντραμς. Στο δισκορυχείονυπάρχουν κι άλλα κείμενα για CDτων Kaze(“June”, “Uminari”, “Tornado”) και όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ψάξει να τα βρει κι αυτά.
Στο “AtodyMan”, που είναι ηχογραφημένο σε κάποιο στούντιο του NewHaven (Connecticut) τον Ιούνιο του 2017, οι Kazeακολουθούν τα γνωστά μας, από τα προηγούμενα άλμπουμ τους, μονοπάτια. Εκείνα της improv-jazzδηλαδή, που δεν είναι τόσο ή εντελώς εικονοκλαστική (στην παράδοση, εννοώ, των ποικίλων ιαπωνικών αναλόγων) και που συχνά ή ανά διαστήματα εμφανίζεται μέσα από μελωδικά patterns, απολήξεις κ.λπ. Η ουσία είναι πως κάθε φορά αυτή η αλλαγή ύφους, από την ηρεμία ή τη νηνεμία, στο κρεσέντο και από ’κει στα όρια του… ασύμβατου και του θορύβου (μέσα, πάντα, από τα καινοφανή τίμπρε που δοκιμάζουν οι Ιάπωνες βασικά – αν και οι Γάλλοι δεν μπορεί να είναι, και δεν είναι, κατώτερης αξίας μουσικοί) συμβαίνει εντελώς ανεπαίσθητα, σχεδόν τελετουργικά, αφού οι μεγάλες γενικώς διάρκειες (18λεπτα, 15λεπτα, 10λεπτα κομμάτια κ.λπ.) παρέχουν «χώρο», για να αναπτυχθούν τα πάντα. Όλοι εκείνοι οι ήχοι, που μοιάζουν ξεκομμένοι από την αφήγηση (οι ήχοι των ζώων π.χ. στο “Méta-blizzard”) και που κάποιοι στιγμή συνδέονται μεταξύ τους, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα μεγάλο και γενικότερο πλάνο.
Τέσσερις μουσικοί, αλλά τρία όργανα (δύο τρομπέτες, πιάνο, ντραμς), που ακούγονται για… δεκατρία.
Εξακολουθητική και αστείρευτη φαντασία, μαζί με συναίσθημα, δύναμη και ό,τι άλλο χρειάζεται, για να χαρακτηριστεί μια ηχογράφηση «αναφορά» για το είδος της, από ένα ακόμη σχήμα της Fujii, δηλαδή των Fujji-Tamura, δηλαδή των Fujji-Tamura-Pruvost-Orins, που δεν σε αφήνει ούτε δευτερόλεπτο για να αδιαφορήσεις ή να πλήξεις.

ΑΚΗΣ ΜΠΑΡΟΥΤΑΣ επιστρέφω στη Γη

$
0
0
Νεαρός τραγουδοποιός (μουσική, στίχοι, ερμηνεία… όλα δικά του) από τη Θεσσαλονίκη, που κάνει τώρα το δεύτερο βήμα του. Το πρώτο του, πριν τέσσερα χρόνια, πέρασε μάλλον απαρατήρητο (ο λόγος για το άλμπουμ «Στις Πλατείες του Κόσμου» στο Polytropon), ενώ για το παρόν «Επιστρέφω στη Γη» [Puzzlemusik, 2018] ευχόμαστε, από την αρχή, να κάνει πλατύτερη εντύπωση.
Θα άξιζε κάτι τέτοιο για τα τραγούδια τού Άκη Μπαρούτα; Σίγουρα ναι. Αφού, παρά τα κάποια ζητηματάκια, ο Μπαρούτας δείχνει πως έχει πράγματα να πει και πως συχνά, αυτά ακριβώς τα… πράγματα που λέει, τα λέει με ωραίο τρόπο. Και τούτο το υποστηρίζουμε όχι για να… βάλουμε πλάτη σ’ έναν 24χρονο τέλος πάντων άνθρωπο, που γράφει τραγούδια με αρχή, μέση και τέλος αρνούμενος να ραπάρει (όπως άλλοι της κλάσης του κατά το συνηθέστερο), αλλά γιατί κομμάτια σαν τα «Κύτταρο» και «Οι καμινάδες» έχουμε ξεχάσει να τ’ ακούμε από ανθρώπους της ηλικίας του.
Ας ξεκινήσουμε λέγοντας πως το «Επιστρέφω στη Γη» έχει… κλίμα. Κάπως υποτονικό βεβαίως, αλλά έχει… κλίμα. Δεν ξέρω, ίσως να είναι αυτό το στυλ τού Μπαρούτα, να εκφράζεται σε χαμηλούς τόνους, χωρίς εξάρσεις και με τη φωνή σ’ ένα μοτίβο, εκείνο που ξέρω είναι πως με την τρίτη ακρόαση, αυτό το στυλ το αποδέχτηκα (ενώ στην αρχή με ξένισε, για να μην πω… με ενόχλησε). Έτσι λοιπόν, και πάνω σ’ αυτό το λίγο… πλαδαρό τελάρο, ο Μπαρούτας αφήνει στιχάκια και μελωδίες, rockμέσες-άκρες, ή rockσκέτο χωρίς μέσες-άκρες, που είναι το ίδιο χαλαρές και… αναβλητικές. Αισθάνεσαι, εννοώ, πως απ’ ώρα σε ώρα κάτι τρανταχτό θα συμβεί, κάτι που θ’ αλλάξει αυτή τη σταθερή ροή, παρότι σχεδόν ποτέ αυτό δεν συμβαίνει. Δεν πειράζει…
Οι μουσικοί που συνοδεύουν τον Μπαρούτα (Νίκος Δημακίδης κιθάρες, φωνές, Τόλης Δεληγιάννης μπάσο, Ανθή Κύρκου πιάνο, πλήκτρα, Αλέκος Σπανίδης ντραμς, κρουστά, Εύη Καζαντζή τσέλο) κάνουν επίσης πολύ καλή δουλειά, και παρότι οι επιρροές σε ορισμένα κομμάτια είναι ολοφάνερα τραβηγμένες από κάποια παλαιότερα ονόματα της σκηνής (τους Εν Πλω ας πούμε), το τελικό αποτέλεσμα είναι εκείνο που πρέπει να είναι.
Άφησα για το τέλος τους στίχους. Ο Μπαρούτας, διάβασα στο δίκτυο, θέλει να παρουσιάζεται μπροστά μας βασικά σαν στιχουργός και δευτερευόντως σαν συνθέτης και ερμηνευτής. Ok… Η δική μου γνώμη είναι, πάντως –και αν δεχτούμε σαν στυλ αυτή την ήρεμη και αδιατάρακτη ηχητική γραμμή των κομματιών του, θεωρώντας, ταυτοχρόνως, ως επαρκείς τις ερμηνείες του– πως η πλευρά του στίχου είναι εκείνη που χρήζει της μεγαλύτερης προσοχής, ή μάλλον της… ακόμη μεγαλύτερης προσοχής. Ο Μπαρούτας γράφει έναν προσωπικό, υπαρξιακό και ελεύθερο συνήθως στίχο, με κοινωνικές ή και κοινωνικοπολιτικές αιχμές, ο οποίος (στίχος) λίγες φορές κατορθώνει να αφήσει βαθύ και ισχυρό στίγμα. Χρειάζεται περισσότερη σαφήνεια, μεγαλύτερη πύκνωση των νοημάτων, λιγότερη ποιητικότητα και επίσης να μην υποτιμάται η ομοιοκαταληξία. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, πως το «Κύτταρο», με τη σαφή, ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του CDτου.
Σε γενικές γραμμές δηλώνω ικανοποιημένος από το άκουσμα τού «Επιστρέφω στη Γη» ή και πολύ ικανοποιημένος κατά τόπους, και νομίζω πως ο Μπαρούτας έχει όλα τα προσόντα ώστε να εξελιχθεί, στο άμεσο μέλλον, ακόμη περισσότερο.

ΔΙΑΦΥΓΟΝ ΚΕΡΔΟΣ επιτέλους!

$
0
0
Παλαιά ιστορία οι Διαφυγόν Κέρδος. Τουλάχιστον τριαντάχρονη. Παρά ταύτα μέχρι πρόπερσι το συγκρότημα δεν είχε ηχογραφήσει κάτι μαζεμένο. Με το βλέμμα στραμμένο διαρκώς στις ζωντανές παραστάσεις (τόσο στις ολοδικές του, όσο και δίπλα σε μεγάλα ξένα ονόματα – WishboneAsh, BluesMagoos, RoryGallaghersTaste, Godfathersκ.ά.) οι Διαφυγόν Κέρδος αμέλησαν τη δική τους δισκογραφία. Ήρθε όμως και γι’ αυτούς η σειρά, αφού το 2016 τύπωσαν ένα CD (σε δική τους παραγωγή) με δεκατρία τραγούδια τους.
Στα βασικά χαρακτηριστικά των Διαφυγόν Κέρδος είναι: η σπιντάτη ροκ αφήγηση, ο στίχος με τις άλλοτε ευτράπελες και άλλοτε κοινωνικές προεκτάσεις, οι επιρροές τους από ένα μεγάλο τμήμα της rockιστορίας (οι sixtiesγκαραζοψυχελικές αναφορές είναι βασικές, αλλά αυτές μπορεί να αναζητηθούν και στα γκρουπ της «αναβίωσης» των eighties), τα απλά και λειτουργικά παιξίματα, η επαρκής παραγωγή και εν τέλει η πλήρης αισθητική ενσωμάτωσή τους σ’ αυτό που αποκαλούμε… ελληνικό ροκ.
Το συγκρότημα, με άλλα λόγια, θα μπορούσε να σταθεί με άνεση δίπλα στα ανάλογα  rockσχήματα της εποχής, στους Απροσάρμοστους του Παύλου Σιδηρόπουλου για παράδειγμα, προσφέροντας καλά τραγούδια και με νόημα.
Μια ακόμη παρατήρηση έχει να κάνει με το γεγονός πως θα τους ταίριαζε μια χαρά και ο αγγλικός στίχος. Σ’ ένα τραγούδι τους, το δίγλωσσο «Έντονη διαμαρτυρία ενάντια σε μια μειοψηφία που εκμεταλλεύεται τη σωματική της ρώμη», μπορεί να το διαπιστώσει ο καθείς με άνεση. Εξάλλου γκαραζοψυχεδελικά συγκροτήματα με ελληνικό στίχο δεν συναντούσες εύκολα ποτέ, ούτε στα eighties, ούτε πιο μετά ή πιο πριν. Ήθελαν να κάνουν τη διαφορά με τον ελληνικό λόγο τους οι Διαφυγόν Κέρδος –δεν υπάρχει θέμα– και σε γενικές γραμμές το πάλεψαν καλά το πράγμα. Καιτοπαλεύουνακόμηνομίζω

BLUES REVIVAL 41: BUSTER PICKENS (1916-1964)

$
0
0
Ο όχι πολύ γνωστός αυτός πιανίστας από το Τέξας εμφανίστηκε βεβαίως πριν το δεύτερο πόλεμο, αλλά ηχογράφησε για πρώτη φορά το 1948, ως EdwinPickens. Παρά ταύτα και μετά από κάποια ακόμη sessions(εκεί όπου, μεταξύ άλλων, θα συνοδεύσει και τον σπουδαίο TexasAlexander) θα χαθεί από την πιάτσα, πριν τον ανακαλύψει προς τις αρχές του ’60 ο PaulOliver– ο οποίος και τον παρουσιάζει στη δισκογραφία, των LPπια, με το πανάκριβο σήμερα άλμπουμ “BusterPickens” το 1962 (ηχογραφήσεις στο Houstonαπό το 1960-61).
ΟBuster Pickens εμφανίζεται, επίσης, ναπαίζειπιάνοσταάλμπουμτούLightnin’ Hopkins “Walkin’ this Road by Myself” (1962), “Lightnin’ and co.” (1963) και “SmokesLikeLightning” (1963), πριν δολοφονηθεί σ’ ένα μπαρ, τον Νοέμβριο του 1964, μόλις στα 48 του. 
Δισκογραφία 
1. Buster Pickens – UK. Heritage HLP 1008 – 1962 
–. Buster Pickens – UK. Flyright FLY LP 536 – 1977

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 87

$
0
0
28/3/2018
Πριν τέσσερις μέρες πέθανε ο Mike Harrison στα 73 του – ένας πολύ μεγάλος τραγουδιστής του ροκ. Την είδηση την είχαν μεταφέρει άλλοι φίλοι πιο πριν (Spyros Diastimikos, Michalis Matthaiou), αλλά σήμερα πέρασε στην Wikipedia. Ο Harrison τραγούδησε με τους V.I.P.’s και τους (φοβερούς) Art στα σίξτις, τραγούδησε για πολλά χρόνια με την προσωπική του μπάντα, αλλά βασικά ήταν η φωνή των Spooky Tooth.
Στην Ελλάδα είδα τις προάλλες να γίνεται παντού θέμα (σε όλα τα σάιτ) ο θάνατος μιας ασήμαντης εγώ θα πω (πέραν της πατρίδας της) ελβετίδας τραγουδίστριας, της Lys Assia, που πρώτη κέρδισε, λέει, τη Eurovision το 1956. Σιγά τα ωά!
Ρε άσχετοι πέθανε ο Mike Harrison. Θα γράψετε έστω και το 1/10, γι’ αυτόν, εκείνων τέλος πάντων που αναπαραγάγατε για την Ελβετίδα;

28/3/2018
Πήγα να πάρω ψωμί στο φούρνο τής διπλανής γειτονιάς κι εκεί έπαιζε αυτό το τραγούδι του Χατζηγιάννη, που ποστάρω παρακάτω. Προφανώς από κάποιο ραδιοφωνικό σταθμό…
Δεν τον ακούω τελευταία αυτόν τον τύπο. Τι απέγινε; Απoσύρθηκε;
Θυμάμαι πολλούς, σκληροπυρηνικούς να τους πούμε, που φτύνανε τον Χατζηγιάννη τότε που είχε την πολύ μεγάλη επιτυχία, εκεί προς τα τέλη των 90s με αρχές των 00s.
Δεν ξέρω… εμένα πάντα μου άρεσε. Και νομίζω –χοντρικό είναι αυτό που θα πω– πως μετά την κορυφαία γενιά των Πασχάλη-Δάκη-Τουρνά κ.λπ. δεν υπήρξε ωραιότερη ελληνόφωνη ποπ, για τον πολύ κόσμο, απ’ αυτή που τραγούδησε ο Χατζηγιάννης εκείνη την εποχή.  

27/3/2018
Πέθανε ο Γιάννης Τερεζάκης, όπως με πληροφόρησε το πρωί ο Nikos Sarros, πιανίστας της τζαζ και ενορχηστρωτής, που είχε ξεκινήσει και αυτός από τα συγκροτήματα του ’60.
Ο Τερεζάκης διέπρεψε στα τέλη των σίξτις και στις αρχές των σέβεντις ως μέλος του γκρουπ Solistes (άλλα γνωστά μέλη τους ο τραγουδιστής Λάκης Τζιλιάνος, ο σαξοφωνίστας Γιώργος Μανίκας και ο ντράμερ Λευτέρης Τζήμας), οι οποίοι γνώρισαν τεράστια επιτυχία στην Αθήνα (όπου έπαιζαν), φθάνοντας για εμφανίσεις μέχρι και στην Τεχεράνη! Το ρεπερτόριό τους αποτελούσαν τα κλασικά τραγούδια της εποχής και ακόμη τζαζ και σόουλ κομμάτια – στα οποία, λένε οι μαρτυρίες, ήσαν ασυναγώνιστοι. Δυστυχώς, ως Solistes, δεν άφησαν ηχογραφήσεις.
Αργότερα ο Τερεζάκης θα μπει ως πιανίστας στην Ορχήστρα Ποικίλης Μουσικής της ΕΡΤ, θα συνεργαστεί με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη (στο «Media Luz» κ.λπ.) και με τον Κυριάκο Σφέτσα (ως μέλος της Greek Fusion Orchestra στο LP «Χωρίς Σύνορα», στο LP «Στο Δρόμο» με την Κατερίνα Γώγου κ.λπ.), ενώ από το 2007 ήταν διευθυντής της Big Band του Δήμου Αθηναίων. RIP.
(Η πρώτη φωτογραφία είναι από το "Χωρίς Σύνορα", ενώ στη δεύτερη, με τους Solistes, ο Τερεζάκης πρέπει να είναι ο τελευταίος δεξιά)

27/3/2018 
Δεν παρακολουθώ τηλεόραση, ούτε συνδρομητικά κανάλια (γενικώς αντιπαθώ τις συνδρομές, ακόμη και περιοδικών ή ό,τι άλλο) και όλα αυτά τα… Netflix, μου φαίνονται τουλάχιστον κινέζικα (και σίγουρα παντελώς αδιάφορα). Επίσης δεν παρακολουθώ σίριαλ (ούτε αυτά, που μου άρεσαν μικρός και που υπάρχουν στο YouTube), γιατί τα βαριέμαι πια, όσο καλά και να είναι. Το μόνο σχετικό που κάνω διαδικτυακά είναι να βλέπω ταινίες (ελληνικές και ξένες) επιτόπου (στο YouTube κυρίως, ή όπου αλλού βρίσκονται on line, χωρίς να δίνω κωδικούς, τηλέφωνα και τα ρέστα). Έτσι λοιπόν χτυπάω διαφόρους «τίτλους» κατά καιρούς, στην τύχη να πούμε, όποιους μου έρχονται στο κεφάλι τη δεδομένη στιγμή, και ό,τι κάτσει το βλέπω εκείνη την ώρα (χωρίς να το αποθηκεύσω). Μ’ αυτόν τον τρόπο έχω… τρακάρει πάνω σε «διαμάντια», τα οποία, όμως, μετά από λίγο τα κατεβάζουν. Ισχύει δηλαδή το… όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε…  
Πρόσφατα παρακολούθησα στο YouTube (δηλαδή ξαναείδα) ένα αρχικά συμπαθητικό ελληνικό θρίλερ, τη Μέδουσα του Γιώργου Λαζόπουλου. Τον Λαζόπουλο τον ήξερα από κάτι βιβλιαράκια που είχε βγάλει στα μέσα του ’70 (underground-και-καλά), αν και δεν είμαι σίγουρος αν τον ήξερα απ’ αυτά τότε που πρωτοείδα την ταινία του (1998).  
Αν εξαιρέσεις την κεντρική σεναριακή ιδέα, τής τοποθέτησης τού ωραία παραλλαγμένου μύθου τής Μέδουσας στη σύγχρονη πραγματικότητα, το πολύ καλό στυλιζαρισμένο παίξιμο της Ελένης Φιλίνη και τη μουσική του Κωστή Αναγνωστόπουλου (από Eels, Distortion Tamers κ.λπ.), όλα τα υπόλοιπα ήταν… άστα να πάνε. Ταινία χωρίς ρυθμό, με ανύπαρκτα παιξίματα (πλην της Φιλίνη, το ξαναλέω), με πλήρη απουσία σασπένς, απερίγραπτες γραφικότητες και με μιαν αίσθηση (δική μου αίσθηση) να παρουσιαστεί η πρωταγωνιστική και-καλά… ροκ-συμμορία κάπως σαν τις ατίθασες νεανικές παρέες των παλαιών ταινιών της Kathryn Bigelow. Πέρασε, αλλά δεν κόλλησε…
(η φωτό είναι από την ταινία) 

26/3/2018 
Όσο και να φαίνεται απίστευτο για το θρύλο στην πατρίδα του τη Νιγηρία Bongos Ikwue (και το συγκρότημά του τους Groovies) είχε δημοσιευτεί 3σέλιδο κείμενο στο Ποπ & Ροκ, το 1983! Τα διαβάζαμε, τότε, αλλά δεν τους δίναμε και μεγάλη σημασία… προείχαν οι Yazoo. Φυσικά το κείμενο δεν το είχε γράψει Έλληνας (ήταν μεταφρασμένο), αλλά μόνο και μόνο σαν επιλογή (να μεταφραστεί δηλαδή ένα τέτοιο άρθρο) σπάει κόκαλα!

26/3/2018 
Είμαι σίγουρος πως ορισμένοι δεν μπορούν να κάνουν, με το μυαλό τους, έστω και τους στοιχειώδεις μαθηματικούς υπολογισμούς, αλλά παρ’ όλα αυτά βρίσκουν δημοσιογραφική δουλειά στα διάφορα σάιτ. Συνέβαιναν και με τις εφημερίδες παρατράγουδα, αλλά τα χάλια του (ελληνικού) διαδικτύου, και των πολυδιαβασμένων σάιτ, συχνά δεν περιγράφονται. 
Γράφει λοιπόν το iefimerida.gr, για τις τρεις ελληνίδες συνθέτριες που «μεσουράνησαν» (η λέξη ευσταθεί μόνο για μία από τις τρεις) τον... 18ο και τον 19ο αιώνα. Κοιτάμε για ποιες πρόκειται: ΜΑΡΙΩ ΦΩΣΚΑΡΙΝΑ-ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ (1850-1921), ΡΕΝΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ (1917-1994), ΕΛΕΝΗ ΛΑΜΠΙΡΗ (1889- 1960).
Όπως όλοι αντιλαμβάνονται οι συνθέτριες δεν έχουν ουδεμία σχέση με τον 18ο αιώνα, μα με τον 19ο και τον 20ο.

ERIN McDOUGALD μια τζαζ τραγουδίστρια με ιστορία

$
0
0
Τζαζ τραγουδίστρια με περγαμηνές, καθώς έχει βρεθεί στη σκηνή ή το στούντιο με «ονόματα» όπως εκείνα των RoyHargrove, IraSullivan, NicholasPeyton, PaulWerticoκ.ά., η ErinMcDougaldέχει καινούριο άλμπουμ, που τιτλοφορείται OutsidetheSoirée[MilesHighRecords, 2017]. Μάλιστα σ’ αυτό το άλμπουμ τη συνοδεύουν μερικά πολύ μεγάλα ονόματα, ανάμεσα στα οποία διακρίνουμε τον DaveLiebmanσοπράνο & τενόρο σαξόφωνα, τον TomHarrellτρομπέτα & φλούγκελχορν, τους RobBlock (πιάνο, κιθάρες) και DanBlock (άλτο, φλάουτο, κλαρινέτο) κ.ά.
Το υλικό που καλείται εδώ να αποδώσει η McDougaldείναι σχεδόν εξ ολοκλήρου στάνταρντ, καθώς υπάρχει ένα μόνο πρωτότυπο και από ’κει και κάτω τραγούδια των ColePorter (“Beginthebeguine”) και JohnnyMercer, “Brother, canyouspareadime?”, “Themasqueradeisover”, επιλογές από το ρεπερτόριο της ShirleyHornκαι της EllaFitzgeraldκαι άλλα διάφορα – ακόμη και το παραδοσιακό “Thepartingglass” ακούγεται εδώ, που το έχουν πει πολλοί και διάφοροι, από τους ClancyBrothersκαι τους Dubliners, μέχρι τους Poguesκαι την Sinéad O'Connor.
Η McDougaldέχει πραγματικά καλή φωνή, γεμάτη, με ωραίους χρωματισμούς, χωρίς ν’ ανεβαίνει πάντως ψηλά, ούτε να κατεβαίνει χαμηλά. Σε μεσαίες περιοχές κινείται, και με την ευλυγισία που διαθέτει, ξέρει να ανταποκρίνεται σωστά προς όλες τις διευθύνσεις. Πέραν, όμως, της φωνής, η McDougaldφαίνεται πως έχει λόγο και για τις ενορχηστρώσεις των κομματιών και ίσως-ίσως και για τις επεμβάσεις στη δομή τους. Έτσι κάπως η μπαλάντα “Dontwaitupforme”, που είχε πει η ChrisConnorτο 1955, μετατρέπεται σ’ ένα τελείως διαφορετικό trackμε επέμβαση στο μέτρο (και με φλογερά soliστο σοπράνο και την τρομπέτα από τους Liebmanκαι Harrellαντιστοίχως), ενώ ακόμη και το συγκλονιστικό Brother, canyouspareadime?” (από τα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης) αντιμετωπίζεται τελείως μοναδικά, καθώς… εξοκείλει προς το cuban.
Ωραίο άλμπουμ, από ανθρώπους που ξέρουν πού πατάνε και πού βρίσκονται.

ο νέος ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ είναι αφιερωμένος στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου

$
0
0
Ο Μετρονόμος συνεχίζει τη μοναχική πορεία του στο χώρο των περιοδικών εκδόσεων που αφορούν στο ελληνικό τραγούδι. Μοναχική μεν, ουσιαστική και καλαίσθητη δε. Νέο τεύχος λοιπόν (#66, Ιανουάριος-Μάρτιος 2018) κι ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα (οι 63 από τις 86 σελίδες του) στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, έναν από τους πιο επιτυχημένους έλληνες τραγουδιστές τα τελευταία 35 χρόνια (τουλάχιστον από το «Φοβάμαι» και μετά δηλαδή).
Τα αφιερώματα του Μετρονόμου έχουν κάποια χαρακτηριστικά. Και το πιο βασικό όλων είναι η… οριοθέτηση του τιμώμενου προσώπου, μέσα από τελείως διαφορετικές αφηγήσεις. Τόσο δημοσιογραφικές, όσο και προσωπικές (ανθρώπων, συναδέλφων, καλλιτεχνών, που γνώρισαν εκ του σύνεγγυς τον τιμώμενο). Μ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνονται δύο τινά. Μια πιο «σκληρή» και κατά το μάλλον ή ήττον πιο αντικειμενική ματιά στην καριέρα… τού Βασίλη Παπακωνσταντίνου εν προκειμένω, και μια πιο υποκειμενική και «από τα μέσα» ματιά, δια των προσώπων που τον γνώρισαν από κοντά και δέθηκαν μαζί του. Μέσα απ’ αυτή την αντιπαράθεση (ας το πούμε έτσι) των κειμένων κερδισμένος είναι μόνον ο αναγνώστης. Εκείνος, που θα διαβάσει, που θα συμφωνήσει ή θα διαφωνήσει, και που εν πάση περιπτώσει θα χωνέψει άλλοτε ένα πιο βαθύ-ερευνητικό και άλλοτε ένα πιο συναισθηματικό υλικό. Αν, ορισμένοι, νομίζουν πως γνωρίζουν αρκετά για τον Παπακωνσταντίνου είμαι σίγουρος πως διαβάζοντας τον τελευταίο Μετρονόμο θα διαψευστούν.
Γράφουν, λοιπόν, για τον σημαντικό τραγουδιστή οι φίλοι και συνεργάτες του Μιχάλης Τερζής, Γιάννης Μέτσικας, Θάνος Μικρούτσικος, Κώστας Θωμαΐδης, Γιάννης Ζουγανέλης, Οδυσσέας Ιωάννου, Μίλτος Πασχαλίδης και Ρίτα Αντωνοπούλου και στο ερευνητικό κομμάτι οι Σπύρος Αραβανής (Τα χρόνια 1950-1980, Η φωνή των ποιητών), Ηρακλής Οικονόμου («Τα Αγροτικά»), Γιάννης Κολλιάκος, Σταύρος Καρτσωνάκης, Θανάσης Γιώγλου (Ο Παπακωνσταντίνου τραγουδά Θεοδωράκη, Τα πρώτα τραγούδια) και τέλος ο γράφων (μια αναφορά στο πρώτο συγκρότημα του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τους Crosswords, από τη δεκαετία του ’60, με στοιχεία, φωτογραφίες και λοιπές πληροφορίες).
Η ύλη του Μετρονόμου δεν εξαντλείται φυσικά στοαφιέρωμα. Πέραν εκείνου διαβάζουμε μια συνέντευξη του σπουδαίου Λίνου Κόκοτου, ακόμη μία του Μίλτου Πασχαλίδη και ακόμη μία του Πάνου Σαββόπουλου (με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου άλμπουμ του «Οι Ρωγμές της Σαγήνης»), κείμενα για τους Δημήτρη Χριστοδούλου, Νίκο & Γιασεμή Σαραγούδα, Νίτσα Ξένου (τραγουδίστρια του δημοτικού από τις 78 στροφές), Νικόλα Άσιμο και λοιπά.
Ένα γεμάτο τεύχος, όπως κάθε φορά.
Επαφή: www.metronomos.gr

η πιανίστρια ΕΡΑΤΩ ΑΛΑΚΙΟΖΙΔΟΥ ηχογραφεί για την αμερικανική Odradek Records

$
0
0
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη και με αρχικές σπουδές στο εκεί Κρατικό Ωδείο, η Ερατώ Αλακιοζίδου αποφοιτά το 1990 με Δίπλωμα Πιάνου και με βαθμό Άριστα Παμψηφεί. Θα ακολουθήσουν μεταπτυχιακές σπουδές σε Βέλγιο, Γερμανία, Ελβετία και Γαλλία, ενασχόληση με μουσικές, και με σχήματα, πέραν της «κλασικής» (TangosaCuatro) και βεβαίως μια σταθερή κατατριβή με τα σύγχρονα ρεύματα και με ειδίκευση, θα λέγαμε, στις ερμηνείες έργων ελλήνων συνθετών του 20ου και 21ου αιώνα. Εσχάτως (2017) η Ερατώ Αλακιοζίδου συνεργάστηκε με μια καινούρια «κλασική» και «σύγχρονη κλασική» αμερικανική εταιρεία, την OdradekRecordsκαι από ’κει προέρχονται τα δύο πιο πρόσφατα CDτης.
LUTOSŁAWSKI QUARTET with ERATO ALAKIOZIDOU: Schnittke / Kancheli, Light Over Darkness [Odradek ODRCD341, 2017]
ΣτοπαρόνάλμπουμηπιανίστριαΕρατώΑλακιοζίδουσυνεργάζεταιμετοLutosławski Quartet (Bartosz Woroch πρώτοβιολί, Marcin Markowicz δεύτεροβιολί, Artur Rozmysłowicz βιόλα, Maciej Młodawski τσέλο) στηνερμηνείαέργωντουΣοβιετο-γερμανούAlfred Schnittke (1934-1998) καιτουΓεωργιανούGiya Kancheli (γενν. το 1935). ΠιοσυγκεκριμένααποδίδονταιέναPiano Quintetκιένα“Piano Quartet” τουSchnittke καιτο“Piano Quartet Iin L'Istesso Tempo” τουKancheli.
Το “PianoQuintet” του Schnittkeγράφτηκε στη δεκαετία του ’70, με αφορμή το θάνατο της μητέρας του συνθέτη, και αποτελείται από πέντε μέρη. Σκοτεινό και βαρύ έργο, αν εξαιρέσεις το δεύτερο μέρος του που είναι waltz, το “PianoQuintet” αντιμετωπίζεται από το LutosławskiQuartetκαι την Ερατώ Αλακιοζίδου με την δέουσα βαρύτητα και προσαρμοστικότητα στις επιταγές του συνθέτη. Ειδικώς στο τρίτο και το τέταρτο μέρος, όταν τα πιανιστικά clustersκαι οι δραματικές κορυφώσεις των εγχόρδων επιτείνουν αυτή την αίσθηση του απροσδιόριστου και του μυστηρίου, που διαθέτει η μουσική του Schnittke.
Στο 7λεπτο “PianoQuartet”, από την άλλη μεριά, έργο της δεκαετίας του ’80, ο σοβιετο-γερμανός συνθέτης αποτίνει ένα φόρο τιμής στον Mahler, με τη μέθοδο του… παλίμψηστου. Σαν κάποιος να έχει καλύψει, δηλαδή, μια πρωταρχική «μαλερική» παρτιτούρα με μια δεύτερη, αλλάζοντας τρόπους και κατευθύνσεις. Εντυπωσιακό έργο, το ίδιο βαθύ και απροσπέλαστο με το προηγούμενο Κουιντέτο, δίνει την ευκαιρία στους ερμηνευτές να αναπτύξουν τις δραματικές διαστάσεις του μέσω μιας εσωτερικής-ενδοσκοπικής προσέγγισης.
Το “PianoQuartetInL'IstessoTempo” του Kancheliείναι ένα έργο γνωστό κατ’ αρχάς (και μέσω της ηχογράφησής του στην ECM) και περαιτέρω λυρικό, χωρίς όμως τις απεγνωσμένες δραματικές εξάρσεις των έργων του Schnittke. Υπάρχουν μελωδικές στιγμές, όπου η νοσταλγία κυριαρχεί, και μια ευγενική, γενικότερα, αφήγηση, που αποδεικνύεται συναρπαστική στη διαδρομή. Όπως και στην περίπτωση του “PianoQuintet” του Schnittke, έτσι κι εδώ υπάρχει το waltzπου κλείνει το “L'IstessoTempo” – και είναι αυτό, θα σημειώναμε, το μοναδικό κοινό στοιχείο στα έργα των δύο συνθετών.
ERATO ALAKIOZIDOU: In Blue and White [Odradek ODRCD343, 2017]
Αυτό το αμερικανικό CDείναι πράγματι  ξεχωριστό. Όχι τόσο για ’μας –για ’κείνους εννοώ, που ασχολούνται από διάφορες θέσεις με τη «σύγχρονη μουσική», τη συντεθειμένη από έλληνες συνθέτες–, αλλά για τους ξένους (γενικώς), που είναι απείρως πιο πιθανό να αγνοούν το βάθος και την αισθητική ποικιλία τής δικής μας «λόγιας» ή «σοβαρής» παραγωγής. Γι’ αυτούς, πρωτίστως, το άλμπουμ “InBlueandWhite” (τα… εθνικά μας χρώματα δηλαδή) μπορεί να αποτελέσει έναν αρχικό και καλόν οδηγό στις εξερευνήσεις τους.
Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Απαντάμε αμέσως…
Έχουμε την πιανίστρια Ερατώ Αλακιοζίδου να ερμηνεύει έργα, για πιάνο, διαφόρων σύγχρονων ελλήνων συνθετών και συνθετριών. Τα ονόματά τους: Ασπασία Νασοπούλου (2), Θόδωρος Αντωνίου, Γιώργος Κουμεντάκης (5), Γιώργος Κουρουπός (3), Κώστας Σιέμπης, Κώστας Τσούγκρας, Στάθης Γυφτάκης (3), Αναστάσης Φιλιππακόπουλος (2), Ιωσήφ Παπαδάτος, Δημήτριος Σκύλλας, Γιώργος Κυριακάκης, Λεόντιος Χατζηλεοντιάδης, Καλλιόπη Τσουπάκη και Βασίλης Κίτσος. Συνθέτες και συνθέτριες γεννημένοι και γεννημένες (με την εξαίρεση των Αντωνίου και Κουρουπού) μετά το 1959.
Στην έκδοση εμπεριέχεται ωραίο τρίγλωσσο ένθετο (αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά) μ’ ένα βασικό κείμενο του Βασίλη Κίτσου, που εξηγεί με απλό τρόπο τα τού κάθε συνθέτη και των αντίστοιχων κομματιών του, που ακούγονται στο “InBlueandWhite” – οπότε θα ήταν άκυρο, ίσως, να επαναλάβουμε αναλυτικώς τα σχετικά. Γενικώς, όμως, θα άξιζε να επισημάνουμε πως κάποια απ’ αυτά τα έργα είναι αφιερωμένα στην Αλακιοζίδου, άλλα τής έχουν ανατεθεί και άλλα δισκογραφούνται, εδώ, για πρώτη φορά. Επίσης, σε γενικές γραμμές, θα προσθέταμε πως αυτά ακριβώς τα έργα δεικνύουν τις πολλές και διαφορετικές αναφορές-επιρροές τους (ποίηση, πιανιστική παιδαγωγική, φυσικά στοιχεία, μακεδονική και ευρύτερη βαλκανική παράδοση, προκλασική μουσική, διάστημα, λόγια ελληνική μουσική κ.λπ.), μαζί με μια εκφραστική ποικιλία, προσθέτοντας μια βασική παράμετρο δυσκολίας στην ερμηνεία τους (από μία πιανίστρια, εν προκειμένω, για τις ανάγκες ενός συγκεκριμένου άλμπουμ). Η Αλακιοζίδου, όμως, με την εμπειρία της, μέσα από την υπερ-εικοσαετή ενασχόλησή της με το «χώρο», δεν αντιμετωπίζει, φυσικά, την παραμικρή δυσκολία στο… να σταθεί στο ύψος της κάθε περίπτωσης.
Εξαιρετική η ηχογράφηση και γενικότερα η ηχητική και εκδοτική παραγωγή. 

ROBERT SZEWCZUGA TRIO fusion από την Πολωνία

$
0
0
Fusion σχήμααπότηνΠολωνίαείναιτοRobert Szewczuga Trio, τοοποίοναποτελούνοιRobert Szewczuga bass guitar, moog, Michał Rorat πλήκτρακαιPaweł Dobrowolski ντραμς. Δίπλασαυτούςτουςτρεις, όμως, υπάρχουνκαι«βοήθειες» σεηλεκτρικήκιθάρα (ΑποστόληςΆνθιμος), βιολί (Krzysztof Maciejowski), φωνή (Ghostman, Jarosław Krużolek) καιπλήκτρα (Dawid Broszczakowski) καιέτσι, τοάκουσματού“Moonrise” [Metal Mind Productions, 2017], ανάtrack, γίνεταιακόμηπιοπλούσιο, δίχως, πάντως, ναξεφεύγειαπότοναρχικόχαρακτηρισμό.
Fusionλοιπόν, το ξαναλέμε, παιγμένο με δεξιοτεχνία οπωσδήποτε (χωρίς να γίνεται ιδιαίτερη σολιστική κατάχρηση) και σίγουρα με όρεξη και δύναμη. Θα μπορούσε, βεβαίως, να ισχυριστεί κάποιος πως το RobertSzewczugaTrioείναι ένα ηλεκτρικό-jazzσχήμα, υπό την έννοια πως η jazzκαι λιγότερο το rockείναι εκείνη που κυριαρχεί στις συνθέσεις. Σωστό κι αυτό. Οι Πολωνοί δεν αγνοούν –και πώς θα μπορούσε να συμβαίνει αυτό– την ηλεκτρική jazzκαι το jazz-funkτων seventies (τον HerbieHancockφερ’ ειπείν), προσθέτοντας πάνω σ’ εκείνες τις αρχετυπικές βάσεις τον δικό τους περφεξιονισμό, που να μην αποκλείει όμως κι έναν κάποιο λυρισμό-ρομαντισμό. Όλα, θέλω να πω, εξηγούνται εδώ, καθώς η κλασική παιδεία των μουσικών δεν κρύβεται, όπως δεν κρύβονται και οι ποικίλες… πινελιές τους (άλλοτε rock, άλλοτε funk, άλλοτε αφρικανικές κ.λπ.).
Οι συνθέσεις, να το πούμε, είναι άψογα δομημένες – και η στιβαρότητα του ήχου του RobertSzewczugaTrioείναι σίγουρο πως οφείλει πολλά και στην παρουσία τους στα live (εκεί όπου αποκτά συγκεκριμένη μορφή το δέσιμο τού γκρουπ και ελέγχονται όλες οι κινήσεις και τα πειράματα). Ενδιαφέρον, τέλος, έχουν και τα δύο tracksμε φωνητικά, που θυμίζουν την ανάλογη jazzή pop-jazzτου Stingή του PaulSimon.

MOUTH / TUSMØRKE δύο σύγχρονα progressive γκρουπ

$
0
0
ΟιMouthείναι Γερμανοί. Σχηματίστηκαν, δηλαδή, στην Κολωνία το 2000 από τον ChrisKollerκιθάρες, πλήκτρα, φωνή, σιτάρ, τον GeraldKirschμπάσο και τον συμπατριώτη μας (ή εν πάση περιπτώσει… ελληνικής καταγωγής) NickMavridisντραμς. Μέχρι σήμερα οι τύποι έχουν ηχογραφήσει τρία άλμπουμ – με το τρίτο τους να είναι το παρόν Floating [Tonzonen], που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες.
Το progressive, οπωσδήποτε, στυλ των Mouthδεν είναι εύκολο να το περιγράψεις με μια λέξη. Και τούτο γιατί, το συγκρότημα, σχεδόν από κομμάτι σε κομμάτι, εμφανίζεται και κάπως διαφορετικό. Ελαφρώς διαφορετικό.
Ας πούμε το εισαγωγικό “Floating” έχει μια classicλυρική εισαγωγή, που σε συνδυασμό με το σιτάρ και τα απαλά φωνητικά σε μπάζει αμέσως σ’ ένα κλίμα τύπου… MoodyBlues. Το δεύτερο κομμάτι, το “Madbeth”, είναι σκληρό, σ’ ένα ύφος glamκαι θυμίζει MotttheHoople. Τα πράγματα φαίνεται να ισορροπούν στη διαδρομή κάπου αλλού, φυσικά, μιας και το… ηγετικό κομμάτι τού “Floating”, το 9λεπτο “Homagotago”, που βεβαίως παραπέμπει σαν τίτλος στους CAN, αλλά δεν είναι ένα τυπικό-τυπικό CAN-track, βγάζει μια hardprogressive… γερμανικότητα (να μην την πω «κραουτίλα»), με την κιθάρα να κανονίζει-καθορίζει άπασες τις ηχητικές δράσεις, στηριγμένη πάνω σ’ ένα mid-tempo.
Από ’κει και κάτω καταγράφονται πέντε 3λεπτα, 4λεπτα και 5λεπτα tracks, που ηχούν, μέσες-άκρες, κοντά σ’ αυτή την ιδιόμορφη «κραουτίλα». Rockμπροστά, το ξαναλέω, με φωνητικά που παραπέμπουν στο glam, και με μιαν υποδόρια ακολουθία, ενίοτε από ένα μονότονα «κουρδισμένο» keyboard, που κάνει, σχεδόν πάντα, τα κομμάτια να ξεχωρίζουν. Δυνατό το “O.T.B. field”, με το εξαιρετικό ρυθμικό παίξιμο στην κιθάρα (θυμήθηκα τον Αργύρη Κουλούρη στα «Δυο Μικρά Γαλάζια Άλογα» του Ρωμανού!) και έξοχο το έσχατο, και με δίχως… αναστολές ορχηστρικό progressive, “Sunset”.  
Το δεύτερο συγκρότημα είναι οι Tusmørke, από την πόλη Skienτης Νορβηγίας. Μπάντα με σοβαρό ήδη έργο, οι Tusmørkeδίνουν τώρα το έκτο άλμπουμ τους (ή έβδομο, αν λογαριάσουμε κι ένα splitLPτους, με τους SpectralHazeαπό το 2015), που τιτλοφορείται FjernsyniFarver (Έγχρωμη Τηλεόραση). Μέλη των Tusmørkeείναι οι Benediktatorμπάσο, φωνή, κρουστά, Krizlaφλάουτο, φωνή, ηλεκτρονικά, κρουστά, ThePhenomenonMarxoSolinasένα κάρο πλήκτρα και HlewagastiRντραμς, κρουστά (άπαντες με ψευδώνυμα, αλλά έχουν και… κανονικά ονόματα).
Περίεργη μπάντα οι Νορβηγοί (που τραγουδούν κυρίως στη γλώσσα τους), καθώς συνδυάζουν κλασικά progressiveστοιχεία, με στοιχεία από το folk-rock– δίχως να ηχούν ούτε ως ένα τυπικό progγκρουπ, ούτε σαν Fairportsή Comus. Και αυτό, το ωραία πλαισιωμένο, δισυπόστατο, είναι εκείνο που τους κάνει αληθινά ενδιαφέροντες. Ορισμένοι μπορεί να αναζητήσουν επιρροές στα πιο radicalσυγκροτήματα, όπως οι VanderGraafGeneratorκαι οι KingCrimson, αν κι εμένα, οι Tusmørke, μου θυμίζουν περισσότερο τους συμπατριώτες τους Prudenceκαι τους Ούγγρους Omegaτων αρχών του ’70. Τέλος πάντων αυτά δεν έχουν και πολύ σημασία. Σημασία έχει πως το “FjernsyniFarver” είναι ένα πολύ καλό σύγχρονο progressiveάλμπουμ, που αποκλείεται ν’ αφήσει αδιάφορους τους fansτου είδους.

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 88

$
0
0
3/4/2018
Μετά το ’90, όταν οι Αμερικάνοι επέβαλαν με τον τρόπο τους τη στολή παραλλαγής και στον ελληνικό στρατό, αντικαθιστώντας το κλασικό χακί και φαιοπράσινο, η στρατοκαυλίαση χτύπησε κόκκινο. Έκτοτε ο κάθε μαλαπέρδας νομίζει πως αν φορέσει μια τέτοια στολή μετατρέπεται αυτομάτως σε κομάντο, έτοιμος να γ@μήσει και να δείρει τον εχθρό στις ζούγκλες των… Ιμίων.
Κάποτε το στρατιωτικό ντύσιμο από πολίτες, και βασικά το αμπέχονο, που φορούσαν οι αριστεροί φοιτητές στα σέβεντις για παράδειγμα, δεν ήταν μιλιταριστικής λογικής, αλλά επαναστατικής (Μάο, Τσε, Κάστρο, Καντάφι, Αραφάτ κ.ά.) και ουσιαστικά απότινε φόρο τιμής σ’ εκείνο το αντι-ιμπεριαλιστικό Κίνημα των Αδεσμεύτων που προσπαθούσε να βάλει μια τάξη στις χώρες του, να τις χειραφετήσει και να τις κάνει να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις.  
Τώρα; Τώρα έχουμε τους μιλιτέρ… επαναστάτες με τις σωβρακοφανέλες σε στυλ Τσίπρα, Καμμένου και Ερντογκάν, που τα έχουν όλα πληρωμένα (όσον αφορά την πάρτη τους) και πάνε να μας μπλέξουν σε ανεπανόρθωτες περιπέτειες, παριστάνοντας τους μάχιμους.
Είναι επικίνδυνοι, αλλά στην πράξη δεν κάνουν ούτε για συμπρωταγωνιστές του Σπύρου του Λοκατζή… 

2/4/2018
Τούτο είναι ένα από τα πιο weird μουσικά κλιπ που έχω δει ποτέ (πέραν από εποχές).
Μιλάμε για ένα πανάξιο συγκρότημα του british r&b, τους Graham Bond Organization, με το… μάγο Graham Bond στο όργανο και τους Dick Heckstall-Smith τενόρο σαξόφωνο, Jack Bruce μπάσο, φυσαρμόνικα και Ginger Baker ντραμς (απίστευτη line-up – πριν γίνουν όλοι τους μεγάλες φίρμες) και βεβαίως για ένα απόσπασμα από μια σαλταρισμένη ταινία επιστημονικής φαντασίας της εποχής, την Gonks Go Beat (1964-65). Τέλειο!

1/4/2018
Εγώ ξέρω πως δύο απρόσεκτα, τουλάχιστον, παιδάρια (ένας αξιωματικός κι ένας υπαξιωματικός) μας έμπλεξαν, σε μια κρίσιμη στιγμή, σε μια περιπέτεια, την κατάληξη της οποίας αγνοούμε παντελώς. Το αποτέλεσμα είναι μια ταχεία επιδείνωση των διμερών μας σχέσεων με την Τουρκία, και μια ανόητη από τη μεριά μας αλυσίδα επίσημων λογυδρίων και ανακοινώσεων (από τον Καμμένο και απόψε από το Μαξίμου), που το μόνο που κάνουν είναι να ρίχνουν λάδι στη φωτιά.
Το γεγονός, δε, πως οι ανακοινώσεις… στυλ καφενείου γίνονται και για εσωτερική κατανάλωση (όρα πολιτικές επιβίωσης κ.λπ.) δεν τις καθιστά μόνον ανόητες, αλλά και επικίνδυνες. 
Κοντολογίς, πάνε να μας μπλέξουν άσχημα οι τσαμπουκαλήδες του γλυκού νερού…

1/4/2018
Κάποτε είχα διαβάσει πως όταν είχε έρθει ο Ian Dury στην Ελλάδα μετά τα μέσα του ’80 (ήταν όταν έπαιζε στην ταινία του Μπουντούρη «Ο Παράδεισος ανοίγει με αντικλείδι»), κάποιοι τον είχαν πάει στην Αχαρνών 77, εκεί όπου τραγουδούσαν τα Παιδιά απ’ την Πάτρα. Βγαίνοντας από το μαγαζί ο Dury είχε πει πως… μόλις είχε δει ένα από τα καλύτερα live στη ζωή του! Προφανώς, ο άνθρωπος είχε εκτιμήσει τον πανικό που γινόταν στο λαϊκό μαγαζί, είχε εκπλαγεί από το κέφι και τη συμμετοχή του κόσμου κι είχε πάθει πλάκα. Εμείς, που μεγαλώσαμε (και) με τα Παιδιά τού ρίχνουμε δίκιο φυσικά.
Το βιντεοκλίπ που θα δείτε πιο κάτω είναι γυρισμένο στην Πάτρα, στην Πλατεία Όλγας, στο θρυλικό καφενείο του Γιατρού (Μολφέτας) στις αρχές του ’90, κάτω από την τεράστια… ινδική ελιά. Είχαμε τρίψει παντελόνια εκεί πέρα… Το δε τραγούδι είναι από τα δικά μου καλύτερά τους.
Φοβερός ο Δεληκούρας. Kαι ο Ian Dury φυσικά…
Δεν χρωστάω ρε κουφάλες... όλα τα ’χω πληρωμένα, κι άλλα τόσα χαρισμένα…  

1/4/2018
>>Κυριακή των Βαΐων ανοιχτά θα είναι όλες οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ με μόνη εξαίρεση την Σκλαβενίτης, η οποία παραμένει πιστή στην αρχή της να μη λειτουργεί καμιά Κυριακή παρά μόνο την τελευταία του χρόνου.<<
MΠΡΑΒΟ ΣΤΟ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ. Και RIP για τον άνθρωπο, που πέθανε στα 52 του. (Τουλάχιστον γι’ αυτό, για τα υπόλοιπα δεν ξέρω).

30/3/2018
Το τι ασυναρτησίες έχουν γραφτεί σ’ αυτό το κεφάλαιο που αποκαλείται «δισκοκριτική» στην Ελλάδα είναι άνευ προηγουμένου.
Εδώ ο ανεκδιήγητος Γρηγόρης Ψαριανός (ο… και βουλευτής) για τον εκπληκτικό δίσκο του Νίκου Μαμαγκάκη «Κέντρο Διερχομένων» (περιοδικό Phenomenon, τεύχος 7, Δεκέμβριος 1982), ένα άλμπουμ που, προσωπικά, το έχω πιο ψηλά και από το «Μεγάλο Ερωτικό»:
«Οι λογοτεχνικά απλοϊκοί και εξαιρετικά γνήσιοι –φωτογραφικοί θάλεγες– στίχοι του μεγάλου, ποιητή εδώ, Γιώργου Ιωάννου ΔΕ ΒΡΗΚΑΝ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΑΞΙΖΕ. ΧΩΡΙΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗ – ΕΠΙΠΕΔΗ η μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη δε θυμίζει σε τίποτα κάτι από τις παλιές καλές ηχογραφήσεις του. Είναι αδύνατον να βρούμε κάποιον που να μπορεί να τραγουδήσει έστω και ένα απ’ τα τραγούδια(…) Έτσι η ΚΑΤΡΑΚΥΛΑ συνεχίζεται, μετά τις ατάλαντες απόπειρες των άλλων άλλοτε μεγάλων του Ελληνικού Τραγουδιού ήρθε κι ετούτη του Μαμαγκάκη».
Συγκλονιστικό τραγούδι…

ΦΑΝΗΣ ΜΑΡΓΑΡΩΝΗΣ πώς να φτιάξετε ένα ροκ συγκρότημα

$
0
0
Ένα ασυνήθιστο, νομίζω, βιβλίο, που αφορά στην εγχώρια… ροκ βιβλιογραφία είναι το προσφάτως εκδοθέν από τον Μετρονόμο Πώς να φτιάξετε ένα ροκ συγκρότημα. Συγγραφέας του ο τραγουδοποιός, κιθαρίστας και τραγουδιστής των συγκροτημάτων Φτηνό Ευέλικτο Μουσικό Δυναμικό (παλαιότερα) και KollektivA(πιο μετά) Φάνης Μαργαρώνης.
Σχετικό-άσχετο. Είμαι σίγουρος πως έχω κάνει κριτική στο Jazz& Τζαζ, για το ένα και μοναδικό CDτου πρώτου συγκροτήματος (πιθανώς και για το EPτου), αν και δεν θυμάμαι τι έχω γράψει, όπως έχω αναφερθεί εδώ στο δισκορυχείον (26/7/2011) και στο παρθενικό άλμπουμ των KollektivA(στη Lyra, το 2010). Εκεί μεταξύ άλλων σημείωνα:
«Οι KollektivA αξίζει να παλέψουν και να επεκτείνουν τις μελωδικές διαστάσεις των τραγουδιών τους, φιλτράροντας ακόμη πιο πολύ τις βαρύγδουπες ροκάδικες συνιστώσες τους. Στο άλμπουμ τους υπάρχουν 2-3 πολύ καλά τραγούδια – και δεν εννοώ την ωραία διασκευή τους στο κλασικό “Which side are you on?” της Florence Reece, αλλά το “Νανούρισμα”, τον “Καθρέφτη”, το παλιομοδίτικο, αλλά αβίαστα μελωδικό “Αγάπη είναι να μένεις” (με κάποια φαντασία, έστω και… καλπάζουσα, θα μπορούσε να το υιοθετήσουν ακόμη κι οι Crazy Horse), πράγμα που δείχνει πως υπάρχει το έδαφος, γενικώς, ώστε ν’ ανθήσουν κι άλλα ακόμη στην πορεία».
Μπορεί να μην παρακολούθησα την πορεία του Μαργαρώνη και των φίλων του τα επόμενα χρόνια, αλλά αυτό δεν έχει καμμία σημασία. Τώρα θα μιλήσουμε για το βιβλίο του…
Το Πώς να φτιάξετε ένα ροκ συγκρότημαείναι ένα ασυνήθιστο, ξαναλέω, βιβλίο. Ο τίτλος του δεν είναι ούτε χιουμοριστικός, ούτε αμφίσημος. Επίσης δεν πρόκειται για κάποιο είδος λογοτεχνικού αφηγήματος (μυθιστόρημα, διήγημα, δοκίμιο, έρευνα κ.λπ.). Είναι ένα βιβλίο 115 σελίδων, γραμμένο από ένα μέλος ελληνικού συγκροτήματος, που επιχειρεί να δει πίσω από τη βιτρίνα, πίσω από τα φώτα, να ψάξει και να βγάλει στην επιφάνεια όλα εκείνα τα στοιχεία που συμβάλλουν από ποικίλες κατευθύνσεις στη συγκρότηση, τη λειτουργία και τη… διάλυση ενός συγκροτήματος.
Ο Μαργαρώνης γράφει απλά και έξυπνα, κάποτε και με κάποιο  χιούμορ, για ποικίλες καταστάσεις που αναπτύσσονται στο… ροκ παρασκήνιο και απ’ αυτή την άποψη το δικό του ανάγνωσμα έφερε στο νου μου, έστω και κατά το ελάχιστον, ένα από τα σημαντικότερα βιβλία που κυκλοφόρησαν ποτέ στην Ελλάδα για το ροκ, το δυστυχώς κακομεταφρασμένο Τα Παρασκήνια των Μουσικών της Ροκ [Ideo-Tsepi, 1985] του ClemGorman. Είναι άλλου τύπου, όμως, η στόχευση του Μαργαρώνη και φυσικά άλλου επιπέδου – αν αναφερόμαστε στην ελληνική πραγματικότητα...
Το βιβλίο αποτελείται από εννέα κεφάλαια, τα οποία και αναφέρω: 1. Η προϊστορία του γκρουπ, 2. Η μπάντα στήθηκε (πρώτα βήματα), 3. Πάμε πιο σοβαρά;, 4. Ηχογράφηση δίσκου, 5. Το καταστατικό λειτουργίας, 6. Πάμε «πιο σοβαρά» (μέρος 2o), 7. Η στάση σας απέναντι σε άλλα ζητήματα, 8. Πώς να διαλύσετε ένα ροκ συγκρότημα, 9. Μικρές τζούρες αιωνιότητας.
Να τώρα μερικά σημεία που εντόπισα, μετά από μια πρώτη ανάγνωση και τα οποία έχουν ένα ευρύτερο νόημα για κάθε έναν που θα διαβάσει το βιβλίο και όχι μόνο για τον υποψήφιο συγκροτηματία:
(σελ.20) «Επίσης να διαβάζεις λογοτεχνία και ποίηση. Η ανάπτυξη του αισθητικού σου κριτηρίου είναι εξίσου σημαντική με την εκτελεστική σου δεινότητα» 
(σελ.27) «Ακόμα, ένας μπασίστας που θα δένει με τον ντράμερ. Να είναι στιβαρός και να γκρουβάρει. Στο μπάσο και στα τύμπανα βρίσκεται όλο το groove» 
(σελ. 37) «Κάποτε φοιτητής, έπαιζα σε μια μπάντα, και μας πρότεινε η ΔΑΠ να παίξουμε σε πάρτι της. Μάλιστα, με καλά λεφτά (προφανώς!). Φυσικά και αρνηθήκαμε, όσο κι αν γουστάραμε να κάνουμε live. Να ξέρετε, οι αρνήσεις στη ζωή είναι που φτιάχνουν την πορεία» 
(σελ.41) «Γι’ αυτό λοιπόν στο live, όπως και στη ζωή μας γενικότερα, πρέπει να είμαστε εκεί, παρόντες. Συγκεντρωμένοι, με τις αισθήσεις οξυμμένες και το μυαλό σε εγρήγορση. Οι καταχρήσεις απορρίπτονται. Οι μύθοι για καλύτερη απόδοση είναι φούμαρα. Ίσα-ίσα που κάποιες φορές αναρωτιέμαι πόσο μεγαλύτεροι καλιτέχνες θα ήταν κάποιοι που χάθηκαν μέσα στην πρέζα ή στα ξύδια
(σελ.42) «Εξυπακούεται ότι το προσωπικό μας φίλτρο ξεσκαρτάρει τις ανοησίες από τις σοβαρές κριτικές. Επίσης είναι ανησυχητικό να θέλουμε να ακούμε… ό,τι θέλουμε να ακούμε. Η βελτίωση έρχεται συνήθως από τα αρνητικά σχόλια» 
(σελ.51) «Δύσκολα θα βρείτε γραφίστες να επικοινωνούν με το περιβάλλον και να μη νομίζουν ότι είναι εικαστικοί παγκοσμίου φήμης» 
(σελ.56) «Δε χρειάζεται κανείς να ξέρει για τους γονείς σου, τα αδέρφια σου, πού μένεις, τον αριθμό του λογαριασμού σου στην τράπεζα, τι χρώμα βρακί φοράς. Αυτά είναι χυδαίοι εξευτελισμοί της ανθρώπινης προσωπικότητας» 
(σελ.73) «Τέλος πάντων, σίγουρο είναι ότι δεν πρέπει να κάνετε το γιουσουφάκι κανενός» 
(σελ.95) «Γενικά λείπει η μπέσα, το φιλότιμο, το ενδιαφέρον. Όλα είναι νούμερα. Και ενώ στην ουσία ο ατζέντης  δουλεύει για εσάς, όλο το σκηνικό είναι στημένο σαν να σας κάνει χάρη, σαν να δουλεύετε εν τέλει εσείς για εκείνον» 
(σελ.99) «Η σεμνότητα είναι το κλειδί για μια μεγάλη πορεία.(…) Να είστε δεκτικοί στην κριτική και να φιλτράρετε εποικοδομητικά τα σχόλια» 
Και μια παρατήρηση επί της μορφής. Θα προτιμούσα το βιβλίο του Μαργαρώνη να ήταν… ροκ και εξωτερικώς. Με πιο μικρό μέγεθος, ακόμη και τσέπης, και με πολύχρωμο εξώφυλλο μ’ ένα σχέδιο πρωτότυπο και τραβηχτικό επάνω του.
Επαφή: www.metronomos.gr
Viewing all 5030 articles
Browse latest View live