Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5013 articles
Browse latest View live

AZHAR KAMAL το “Folk Jazz Explosion” είναι ένα folk-rock / folk-jazz διαμάντι

$
0
0
Πακιστανός κιθαρίστας, γεννημένος στο Καράτσι το 1966 είναι οAzharKamal– μένει όμως μόνιμα εδώ και αρκετά χρόνια στη Γερμανία και από ’κει μας τροφοδοτεί με τα άλμπουμ του την τελευταία δεκαπενταετία.
Το πιο πρόσφατο CDτου Kamalέχει τίτλο FolkJazzExplosionκαι είναι τυπωμένο για την παράλληλη ετικέτα της Enja, την yellowbird (ANΜusic). Αποτελεί, δε, μια μεγάλη θετική έκπληξη για μένα, καθώς δεν περίμενα ποτέ, εν έτει 2016-17, ένα τόσο πιστό tributeστον ήχο του britishfolkτης δεκαετίας του ’60.
Ο Kamalείναι fan, δεν εξηγείται αλλιώς, της τραγουδοποιίας των Pentangle, των FairportConvnetion, της SandyDenny, του BertJanschκαι του DavyGraham, τον ήχο των οποίων μεταφέρει στο σήμερα, μ’ έναν άψογο, αισθητικώς, τρόπο, τιμώντας και τους… μεγάλους παλαιούς, προτείνοντας, ταυτοχρόνως, κι ένα εξαιρετικό άλμπουμ με σύγχρονα folk-rockκαι folk-jazzτραγούδια και ορχηστρικά (όλα πρωτότυπα).
Σ’ αυτό το ταξίδι του τον Kamal(που χειρίζεται κιθάρες, μπάντζο, μαντολίνο, lapsteel, κρουστά, μελόντικα και Wurlitzer) συνοδεύουν οι RobertoDiGioiaπιάνο, BastianJütteντραμς, AndreasKurzκοντραμπάσο, MatthiasLindermayrτρομπέτα, HannaKlötzerντούλτσιμερ, καθώς και οι JuliavonMiller, Zoë & VincentKamalφωνές, με το masteringκαι την παραγωγή, συνολικώς, να κατακρατούν τα ουσιώδη στοιχεία του ήχου του ’60, προσφέροντας μια φρεσκάδα κι ένα βάθος όχι σύνηθες.
Θαυμάζω την προσήλωση του Kamalστα ιδεώδη της μουσικής που αγαπάει και τον παραδέχομαι σαν τραγουδοποιό, καθώς στο “FolkJazzExplosion” μπορείς ν’ ακούσεις 2-3 έξοχα κομμάτια (κοινώς «αριστουργήματα») και άλλα πολλά εξ ίσου σχεδόν όμορφα και ωραία. Στα πρώτα θα τοποθετούσα το “Divine”, το “Armageddonbabies” και το “Cantide” και στα δεύτερα όλα τα υπόλοιπα!

SONIK η μουσική στην Ελλάδα των 80s

$
0
0
Η τελευταία (το τονίζω, η τελευταία) καλή ή και πολύ καλή δεκαετία της μουσικής, η δεκαετία του ’80, και το πώς τη βιώσαμε εμείς, εδώ, στην πατρίδα, είναι το «θέμα» του νέου SONIK. Του μουσικού περιοδικού, που, εις πείσμα των καιρών, εξακολουθεί να τυπώνεται.
Τα κείμενα είναι πολλά και ενδιαφέροντα – και για τους νεότερους, που τότε γεννιόντουσαν και για μας τους… κάπως μεγαλύτερους, που τα ζήσαμε και τα θυμόμαστε (μέσες-άκρες).
Εδώ δεν μετράνε μόνο τα πρόσωπα, που έπαιξαν το δικό τους ρόλο στα ελληνικά eighties, και που αντιμετωπίζονται με ξεχωριστά άρθρα στο τελευταίο SONIK(Λένα Πλάτωνος, Βαγγέλης Παπαθανασίου, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μαριανίνα Κριεζή, Κραουνάκης-Νικολακοπούλου, Νίκος Παπάζογλου, RossDaly, Γιάννης Πάριος, Χάρρυ Κλυνν, Νίκος Καρβέλας, Χειμερινοί Κολυμβητές…), είναι και τα γενικότερα θέματα, που επιχειρούν να περιγράψουν εκείνο που συνέβαινε, σε κάθε γωνιά της ντόπιας μουσικής παραγωγής (και των επιμέρους σκηνών).
Ντισκοτέκ, Πήγασος, AnClub, κασέτες, περιοδικά, συναυλίες, το ελληνικό ροκ, το garageκαι η λεγόμενη νεοψυχεδέλεια, το blues, το ελληνικό ηλεκτρικό τραγούδι (όπως το είπαμε), το newwave, το punk, το «μέταλλο» (για τα εγχώρια μιλάμε πάντα) κ.λπ., κ.λπ.
Όρεξη να ’χεις να ξεφυλλίζεις και να διαβάζεις.
Πολλοί φίλοι και γνωστοί ρίχνουν τις ιδέες τους στο τεύχος – ανάμεσά τους κι εγώ, που γράφω για την ελληνική τζαζ (δίσκοι, βιβλία, χώροι, liveκ.λπ.), όπως και για μερικούς επισκιασμένους δίσκους της δεκαετίας, που τότε πέρασαν απαρατήρητοι (ξέχασα να γράψω για τους KDSγαμώ το!) και που τώρα τους ψάχνουν κάποιοι.
Έχει «ψωμί» το τεύχος. Σας το λέω…

ΤΑΣΟΣ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ – ΝΟΝΗ ΣΤΑΜΑΤΕΛΟΥ οι μπαλάντες της Νόνης

$
0
0
Ένα διαφορετικό CDπαίζει τώρα στο player. Είναι οι «Μπαλάντες της Νόνης» [Οδός Πανός, 2016] σε ποίηση Νόνης Σταματέλου, μουσική από τον σημαντικό Τάσο Καρακατσάνηκαι ερμηνείες από τους πολύ καλούς τραγουδιστές Άρτεμι Αποστολοπούλου, Παναγιώτη Τερζάκη, Λευτέρη Τουμαρά, Γεωργία Τέντα και Τ.Κ. (αυτός πρέπει να είναι ο ίδιος ο συνθέτης). Τα τραγούδια είναι ενορχηστρωμένα λιτά (και καλύτερα) με το πιάνο, που χειρίζεται ο ίδιος ο Τάσος Καρακατσάνης, να κυριαρχεί.
Στα τραγούδια, και θα πρέπει να το πούμε αυτό από την αρχή, κυριαρχεί η μελωδία – με την μελωδική γραφή να είναι από την μια λεπτολογημένη και επεξεργασμένη, και από την άλλη απλή έως και ευφυής στη διατύπωσή της. Αυτό είναι το προτέρημα του άλμπουμ, και βεβαίως ενός συνθέτη που έχει… φάει το ελληνικό τραγούδι με το κουταλάκι από πεντηκονταετίας, δίπλα στα «ιερά τέρατα» του είδους (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης κ.ά.).
Η ποίηση της Σταματέλου δεν ακολουθεί τη ρίμα, είναι ελεύθερη, καθώς διατρέχεται από εσωτερικό ρυθμό και υπόγεια μουσικότητα. Ερωτική ή… φυσιολατρική, με δόσεις νοσταλγίας ή μη, μοιάζει, στιγμές-στιγμές, ιδανική για μελοποίηση. Τούτο προφανώς εξετίμησε και ο συνθέτης, προβαίνοντας στο πρέπον.
Τα τραγούδια εννοώ είναι ένα κι ένα, δίχως κάποιο αναγκαστικώς να ξεχωρίζει ως «καλύτερο» ή ως ενδεχόμενη «επιτυχία». Και τούτο είναι χαρακτηριστικό των άλμπουμ που γίνονται, επειδή έχουν λόγο να γίνονται – και όχι έτσι… κατά τύχη.
Φυσικά, δεν είναι μόνον οι στίχοι και οι μουσικές, είναι βεβαίως και οι ερμηνείες. Όλοι οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριες προβάλλουν την βαθεία εκφραστικότητα σε πρώτο πλάνο, μαζί, εννοείται, με τα ιδιαίτερα ηχοχρώματα της φωνής τους ο καθείς και η καθεμία, αναδεικνύοντας στίχους και μελωδίες.
Δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο, για ένα άλμπουμ που σε αιχμαλωτίζει με την απλότητα και την ευγένειά του και εν τέλει με την αξία του. 
Επαφή: Οδός Πανός, τηλ. 210 3616782

5 ιδιαίτερα ελληνικά άλμπουμ που κυκλοφόρησαν προς το τέλος του 2016, δίχως να προλάβουν τις λίστες με τα «καλύτερα»

$
0
0
Οι δίσκοι που κυκλοφορούν τον Δεκέμβριο αδικούνται – σε σχέση με τις λίστες, με τα “bestof” της χρονιάς. Είτε δεν προλαβαίνουμε να τους ακούσουμε, είτε προλαβαίνουμε κάπως ζορισμένα, δίχως, πάντως, το όποιο «βάρος» τους να μπορεί να «κάτσει» γερά μέσα μας. Κι επειδή, παραδοσιακά, τα άλμπουμ που κυκλοφορούν αυτήν ακριβώς την εποχή δεν είναι λίγα αξίζει, νομίζω, να ρίξουμε μια ματιά σε μερικά απ’ αυτά που έχουν και μιαν ιδιαίτερη αξία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΡΑΦΟΥΡΗΣ: Στοιχειωμένα Ποιήματα [Puzzlemusik, 2017]
Χαίρομαι, γιατί ο Γιώργος Κοντραφούρης ανεβαίνει τα σκαλιά της τέχνης του πάντα βελτιούμενος. Δεν μπορείς να το πεις αυτό για κάθε μουσικό της ηλικίας του (όχι πως τον ίδιον τον πήραν τα χρόνια!), κι επειδή για τον Κοντραφούρη ισχύει, συμβαίνει, θα πρέπει να το μετρήσουμε δεόντως κάνοντάς το γνωστό και σαφές.
Το «Στοιχειωμένα Ποιήματα» (που δεν είναι καθόλου στοιχειωμένα μεταξύ μας – πιθανώς να εννοείται πως στοίχειωσαν θαμμένα σε κάποιο συρτάρι δεκαετίες τώρα) είναι, βασικά, μια σειρά έξι ορχηστρικών, τα οποία ξεπηδούν μέσα από έξι αντίστοιχα ποιήματα. Ποιήματα τα οποία γράφτηκαν σε νεαρή ηλικία από τον πιανίστα και συνθέτη και τα οποία γίνονται γνωστά, τώρα, για πρώτη φορά. Τα ποιήματα είναι σύντομα, ελεύθερα, αποτελούμενα από λίγους στίχους, περιγράφουν σκέψεις, και απαγγέλλονται (ωραία) από τον Αλκίνοο Ιωαννίδη. Κάθε ποίημα έχει τη μουσική συνέχειά του – εκτός από την έσχατη «Στοιχειωμένη επανάληψη», που είναι μόνη της, χωρίς λέξεις να την περιγράφουν, εκεί στο τέλος του άλμπουμ.
Δίπλα στον Κοντραφούρη, που χειρίζεται πιάνο, fender rhodes, keyboards(και πέραν του Ιωαννίδη), παρατάσσονται ακόμη οι Πέτρος Κλαμπάνης κοντραμπάσο, Αλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης ντραμς και Άγγελος Πολυχρόνου κρουστά. Όλοι αυτοί μαζί συνεργάζονται αρμονικά, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα από τα ωραιότερα ελληνικά τζαζ άλμπουμ, που ακούσαμε τον τελευταίο καιρό.
Το concept«τζαζ και ποίηση» είναι πολύ παλαιό (ας πούμε πως είναι προϊόν των fifties) και σε όλες τις δυνατές εκδοχές του έχει δώσει αριστουργήματα (δεν υπάρχει τώρα λόγος, εδώ, να μιλήσουμε γι’ αυτά… ας το κάνουμε ξεχωριστά). Το ότι είναι παλαιό, και το ότι αντέχει ακόμη, σημαίνει πως… κάτι συμβαίνει. Κάτι ενυπάρχει στην jazzκαι στην ποίηση, συχνά, που φέρνει δημιουργικώς κοντά αυτές τις δύο τέχνες. Κάπου τέμνεται δηλαδή ο ποιητικός λόγος, με μια μουσική που έχει τα χαρακτηριστικά του αυθόρμητου και του εν τω γεννάσθαι.
Ο Κοντραφούρης είναι δεινός αυτοσχεδιαστής, ενώ και ως συνθέτης δεν υπολείπεται σε έμπνευση και δύναμη. Χαρακτηριστικά τής συνθετικής ικανότητάς του είναι το μελωδικό όραμα και βεβαίως η γκρούβα, το ρυθμικό στοιχείο των κομματιών του, που σε διαπερνά σαν ρεύμα, σπρώχνοντάς σε στη φανταστική σου πίστα. Στα «Στοιχειωμένα Ποιήματα» και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά τής τέχνης και τής τεχνικής του είναι παρόντα. Συνθέσεις και αυτοσχεδιασμοί με εσωτερική συνοχή και παλμό, που σε δονούν ακόμη και όταν κάθεσαι στην καρέκλα του γραφείου σου, όπως για παράδειγμα το tracknumber 10 «Νομίζοντας ότι», που αποτελεί συνέχεια του φερώνυμου ποιήματος («Ντροπή νιώθεις/ -νομίζεις ότι δεν σου αξίζουν- /Αυτά που σου δίνουν/Φόβος είναι/ -νομίζεις ότι σου αξίζουν-/ Μα/ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ») ή το δωδέκατο «Τοπίο του πάντοτε».
Τζαζ λοιπόν. Τζαζ σύγχρονη, ζωντανή, μελετημένη, με αναφορές ευρωπαϊκές και αμερικάνικες, ερμηνευμένη τέλεια από μια ομάδα μουσικών, που μπορεί να διαπρέπει (και διαπρέπει) παντού και οπουδήποτε.
COSTIS DRYGIANAKIS: Wings of Winds [Granny Records, 2016]
Ο Κωστής Δρυγιανάκης το τερμάτισε. Ηχογράφησε ένα κομμάτι 50 λεπτά και μας πήρε το σκαλπ. Το “WingsofWinds” είναι ένα trackτο οποίο δεν είναι εύκολο να περιγραφεί – όχι γιατί δεν υπάρχει σώνει και καλά κάποιο concept, όσο γιατί η μεγάλη διάρκειά του προϋποθέτει το να μην ξεχνάς τι έχει προηγηθεί. Κι αυτό αποτελεί ένα ζόρι, για τον ακροατή. Τον θέτει, εννοώ, προ ενός διλήμματος. Ν’ ακούσει, να ξανακούσει, και να… ματαξανακούσει το CD, κατ’ αρχάς συνεχώς και εν συνεχεία κατά τόπους, και μάλιστα επαναληπτικά, προκειμένου να αντιληφθεί τι επιχειρεί εδώ ο Δρυγιανάκης. Θα το πράξει (ο ακροατής); Αυτό είναι το ερώτημα. Εγώ θα την πω την αμαρτία μου – για να ξεμπερδέψω κάπως εύκολα, έχοντας ακούσει το άλμπουμ τέσσερις φορές.

Η συνέχεια εδώ…

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ ’50 ΕΩΣ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ’80

$
0
0
Η ηλεκτρονική μουσική στην Ελλάδα είναι πολύ παλιά ιστορία, αφού η αρχή της τοποθετείται χοντρικώς προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Ήταν Απρίλης του 1958 όταν ο Γ.Γ. Παπαϊωάννου (1915-2000) δίνει διάλεξη στον Μορφωτικό Σύλλογο «Αθήναιον» με θέμα την… ηλεκτρονική μουσική, ανοίγοντας αυτό το πολύ ενδιαφέρον (ελληνικό) κεφάλαιο.
Ώθηση εκείνη την πρώιμη εποχή στην ηλεκτρονική μουσική στη χώρα έδωσε ο Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος (ΑΤΟ) του Κωνσταντίνου Δοξιάδη. Εκεί παρουσιάζονται το 1961 και το 1963 οι ηλεκτρονικές «Διαμορφώσεις» του Ιάννη Ξενάκη (1922-2001), όπως και τα «Φαντάσματα» του Ανέστη Λογοθέτη (1921-1994) με παράλληλη έκθεση γραφικής σημειογραφίας και δημόσια συζήτηση.
Από τους πρώτους που ασχολήθηκαν στην Ελλάδα με την καθαρή ηλεκτρονική μουσική ήταν ο Μιχάλης Αδάμης (1929-2013) – και αναφερόμαστε στα αμιγώς ηλεκτρονικά έργα του και όχι στα «σύνθετα», που αφορούσαν σε συνδυασμούς μαγνητοταινίας (ή μαγνητοταινιών) με φωνές και συμβατικά όργανα. Όπως είχε πει ο ίδιος ο συνθέτης στο περιοδικό Ήχος & Hi-Fi, τον Μάρτιο του ’88:  
«Το 1963 πήγα στη Βοστώνη, στο Πανεπιστήμιο Brandeis και είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ ενεργά με αυτό το είδος της μουσικής.(…). Το ’65 επιστρέφοντας στην Ελλάδα έφερα μαζί μου ορισμένα βασικά μηχανήματα και έτσι μπόρεσα να ιδρύσω το πρώτο στούντιο ηλεκτρονικής μουσικής. Μετά από μένα άρχισε να συλλέγει μηχανήματα ο Γιάννης Χρήστου και να δημιουργεί το δικό του στούντιο. Κατόπιν ο Ελληνικός Σύνδεσμος Σύγχρονης Μουσικής (ΕΣΣΥΜ) παρήγγειλε ένα μεγάλο συνθεσάιζερ, το οποίο υπάρχει ακόμα και σήμερα. Μετά απ’ αυτό και για αρκετά χρόνια κανένα αξιόλογο μηχάνημα δεν ήρθε στην Ελλάδα, ώστε να συμβαδίσουμε με την Ευρώπη και την Αμερική, με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον πολλών συνθετών, μεταξύ αυτών και το δικό μου, για την ηλεκτρονική μουσική να ατονήσει».
Το βασικό ηλεκτρονικό έργο τού Αδάμη, που ήταν διασκορπισμένο σε σπάνια άλμπουμ βινυλίου της δεκαετίας του ’70 («Έλληνες Συνθέτες 1», «4η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής/ 1»), το απολαύσαμε προσφάτως στην έκδοση 2CD “A Selection of Electroacoustic Works, 1964-1977” [rekem/mafia, 2013]. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα, ανθολογήθηκαν τα τρία έργα του από το 1964, που είναι και τα πρώτα ηλεκτρονικά του. Το “Piece one”, που έχει διάρκεια 2:07, το κάπως μεγαλύτερο στο χρόνο “Piece two” (7:41) και τα «Προσχήματα». Ο Αδάμης, εκμεταλλεύεται ό,τι υπάρχει στο στούντιο του Πανεπιστημίου Brandeis (πρώιμα αναλογικά σύνθια, γεννήτριες κ.λπ.) «παίζει» με τις ταχύτητες, τα timbre και τα εφφέ, προσεγγίζοντας ένα ηλεκτρονικό λεξιλόγιο, το οποίο θα του φανεί απείρως χρησιμότερο στα επόμενα χρόνια. Μάλιστα στα «Προσχήματα» κάνει την εμφάνισή του κι ένα ας το πούμε προσωπικό στοιχείο, που σχετίζεται με την παρουσία, τη χρήση και την επεξεργασία της φωνής. Περαιτέρω, ο «Μινυρισμός», έργο του ’66, έχει ως βάση του το κλάμα ενός μωρού. Το κομμάτι είναι ιστορικό (και) επειδή είναι η πρώτη ηλεκτρονική σύνθεση που γράφτηκε ποτέ στην Ελλάδα. Θυμίζει τα «Προσχήματα», μόνο που είναι ακόμη πιο καινοφανές και επεξεργασμένο. Με μια πρωτόλεια ηχητική ύλη ο Αδάμης κατορθώνει να ενσωματώσει το κλαψούρισμα μέσα σ’ ένα φυσικό περιβάλλον, με τους ανάλογους ήχους (κρωξίματα, σκουξίματα, κελαηδισμοί) να αναπαρίστανται τεχνηέντως.
Τα επόμενα αμιγώς ηλεκτρονικά έργα του Μιχάλη Αδάμη ήταν τα «Μετασχηματισμοί» (1967), «Ηλεκτρονικό κομμάτι» (1969) και «Μουσικά Γλυπτά» (1972).
Πέραν του ΑΤΟ του Δοξιάδη, μεγάλη ώθηση στην ηλεκτρονική μουσική εκείνη την περίοδο έδωσαν και οι Ελληνικές Εβδομάδες Σύγχρονης Μουσικής (1966-1976), με την πάντα σθεναρή παρουσία στο τιμόνι του Γ. Γ. Παπαϊωάννου. Ανατρέχοντας στο πολυσέλιδο πρόγραμμα της 1ης Ελληνικής Εβδομάδας Σύγχρονης Μουσικής (14-21/4/1966) καταγράφονται τα εξής δύο βασικά συμβάντα: 
1. «Ηλεκτρονική Μουσική, Ακουστική Φιλολογία και Πειραματικός Κινηματογράφος» με εισήγηση και παρουσίαση από τον γερμανό συνθέτη Josef Anton Riedl,  
2. «Παρουσίαση Ελληνικής Ηλεκτρονικής Μουσικής» με έκθεση «γραφικής παρτιτούρας» του Ανέστη Λογοθέτη, με παρουσιάσεις έργων του Μιχάλη Αδάμη («Προσχήματα», για απαγγελία και μετασχηματισμένες μιλημένες συλλαβές), με αποσπάσματα σκηνικών μουσικών των Γιάννη Χρήστου και Θόδωρου Αντωνίου κ.λπ. 
Πηγή: CD "Jani Christou Vol. II" [Σείριος, 2001] 
(κλικ στη φωτογραφία, για το διάβασμα της λεζάντας)

Φυσικά, ηλεκτρονικές δράσεις υπήρχαν και στις υπόλοιπες Εβδομάδες, στη 2η (Hilton, 29/3-5/4/1967), στην 3η (Hilton, 15-20/12/1968) και στην 4η (Θέατρο Κοτοπούλη/Ρεξ, 19-26/9/1971). Ακόμη, το Εργαστήρι Σύγχρονης Μουσικής του Ινστιτούτου Goethe (από το 1965), το Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής του Θόδωρου Αντωνίου (από το 1967), η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, η Ελληνοαμερικανική Ένωση, η γκαλερί Δεσμός (περί το 1973) και ορισμένοι ακόμη φορείς βοήθησαν στην διάδοση της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα μέσα από παραστάσεις και παρουσιάσεις Ελλήνων και ξένων δημιουργών.
Από πλευράς εργογραφίας, τώρα, καθαρά ηλεκτρονικά έργα –εκείνα τα παλιά χρόνια– συνέθεσαν μεταξύ άλλων (πέραν των Ξενάκη, Λογοθέτη, Αδάμη) και οι εξής:
Γιάννης Χρήστου (π.χ. το soundtrack της ταινίας του Philip Saville “Oedipus the King” από το 1968), Νίκος Μαμαγκάκης (το μπαλέτο «Βάκχες» το 1969), Στέφανος Βασιλειάδης («Τα μυστικά τραγούδια της σιωπής» το 1971, «Περιβάλλον ΖΠΤ» το 1972 κ.ά.), Θόδωρος Αντωνίου («Βαρύτης» το 1966 κ.ά.), Δημήτρης Τερζάκης («Ηχοχρόνος Ι» το 1967), Γιάννης Βλαχόπουλος («Αντιμεταθέσεις» το 1967), Χάρης Βρόντος («Αυτοκτονίες» το 1970), Γιώργος Απέργης (“Entretienes” το 1970), Χάρης Ξανθουδάκης («Σπουδή για 3 ηλεκτρονικούς συνθετητές και μίξερ» το 1972)…
Σε σχέση με τις ηχογραφήσεις, τώρα, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα εξής 21 άλμπουμ: 
1. Iannis Xenakis: Electro-Acoustic Music [LP, USA. Nonesuch, 1972] 
Παλαιό LP, που περιλαμβάνει το βασικό αμιγώς ηλεκτρονικό έργο του Ξενάκη. Εδώακούγονταιταέργα: “Bohor I” (1962), “Concret P-H II” (1958), “Diamorphoses II” (1957) και“Orient-Occident III” (1959-60). 
2. Anestis Logothetis: Hör!-spiel/ Nekrologlog 1961/ Fantasmata 1960 [LP, AUS. Musikalische Jugend Österreichs, 1974] 
Εξαιρετικό LP, αν και πολύ σπάνιο πια. 
3. Michael Adamis: A Selection of Electroacoustic Works, 1964-1977 [2CD, GR. rekem/mafia, 2013] 
4. Various: Ελληνική Ηλεκτρονική Μουσική 1/ Αδάμης, Βασιλειάδης, Βλαχόπουλος, Μαμαγκάκης, Ξανθουδάκης, Τερζάκης [LP, GR. EMI/ His Masters Voice, 1974] 
Ιστορικό LP με σημαντικές ηλεκτρονικές εγγραφές. Ακούγονται: Μιχάλης Αδάμης «Μεταλλικά Γλυπτά III», Δημήτρης Τερζάκης «Το Αλλόκοτο Ψάρι», Στέφανος Βασιλειάδης «Κουκλόκοσμος», Νίκος Μαμαγκάκης «Ολοφυρμός», Χάρης Ξανθουδάκης «Σπουδή ΙΙ», Γιάννης Βλαχόπουλος «Μορφές ΙΙ». 
5. Νίκος Μαμαγκάκης: Βάκχες [LP, GR. Lyra, 1969]
6. Various: Έλληνες Συνθέτες 4/ Από την 3η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής [LP, GR. EMI/ Columbia, 1970] 
Ακούγονται τα έργα «Ηχοχρόνος Ι» του Δημήτρη Τερζάκη και «Αντιμεταθέσεις» του Γιάννη Βλαχόπουλου 
7. Various:  Έλληνες Συνθέτες #3/ 4η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής [LP, GR. EMI/ His Master’s Voice, 1973] 
Ακούγονται «Τα Μυστικά Τραγούδια της Σιωπής» του Στέφανου Βασιλειάδη 
8. Γιάννης Χρήστου: Τελευταία Έργα [LP, GR. EMI/ Columbia, 1974] 
Ακούγεται ο «Επίκυκλος 2» για μαγνητοταινία 
9. Νικηφόρος Ρώτας: Τραγούδια Καβάφη – Αντιφωνίες [2LP, GR. Μούσα, 1974] 
Ακούγονται τα έργα «Αντιφωνία Ι», «Αντιφωνία ΙΙΙ» και «Μεγάλη Αντιφωνία» για μαγνητοταινίες. Προσέξτε αυτό το άλμπουμ – όταν και άμα το βρείτε. 
10. Kyriakos Sfetsas: Smog [2LP, FR. Scorpios, 1974] 
Μπαλέτο για μαγνητοταινία. Εξαιρετικός δίσκος. Δεν τον φαντάζονται, όσοι γνωρίζουν τον Σφέτσα από τα ελληνικά άλμπουμ του. 
11. Various: ΝΗΣΟΣ 1/ Μουσική και Ποίηση [MC, GR. Νήσος, 1983] 
Χάρη Βρόντου «Πρό-θεση» (1972) 
12. Various: ΝΗΣΟΣ 2/ Μουσική και Ποίηση [MC, GR. Νήσος, 1983] 
Βαγγέλη Κατσούλη «Η Νύχτα» 
13. Βίλχελμ Τσομπλ, Μιχάλης Γρηγορίου, Θάνος Μικρούτσικος: Αντιθέσεις [LP, GR. Εταιρία Νέας Μουσικής, 1985] 
Μιχάλη Γρηγορίου “Overdubbing” για συνθετητή 
14. Thanos Mikroutsikos, Iván Patachich, Charis Xanthoudakis, Mladen Milićević: Works Of Electronic Music [LP, GR. Εταιρία Νέας Μουσικής, 1986] 
Θάνος Μικρούτσικος «Ο Αδελφός» (1979) για μαγνητοταινία, Χάρης Ξανθουδάκης «Η Κυρία με τις Καμέλιες» (1985) για μαγνητοταινία
15. Σισιλιάνου Συμφωνία αρ.1, Δραγατάκη Κουτούκι [LP, GR. Αρχείο Ψ, 1987] 
Δημήτρης Δραγατάκης «Κουτούκι» (1972). Ηλεκτρακουστική κατασκευή για μαγνητοταινία, με ήχους από το σπήλαιο Κουτούκι της Παιανίας! 
16. I. Xenakis, D. Kamarotos, H. Xanthoudakis, V. Riziotis: Polyagogy [LP, GR. Music-box, 1987] 
«“L”, όπως Μπουνιουέλ ή το δάσος των συμβόλων» (1984) 
17. Vangelis Katsoulis, Lena Platonos, Michael Gregoriou, Minas Alexiades: Keyboard Music [LP, GR. Music-box, 1987] 
Βαγγέλης Κατσούλης «Η Νύχτα» (1983), Λένα Πλάτωνος «Η Πρώτη τους Επαφή» (1978-80), Μιχάλης Γρηγορίου «Για τον Μονόκερω…» (1986), Μηνάς Αλεξιάδης «Προσευχές» (1987) 
18. ΜιχάληςΓρηγορίου, ΒαγγέληςΚατσούλης: Celephais/ Through the Door into a Dream [LP, GR. ΕΡΤ, 1990] 
19.Various: Από την Ελληνική Μουσική Πρωτοπορεία του 20ου αιώνα [5CD, GR. ΕΤΕΒΑ, 1997] 
Ανάμεσακαιδιάφοραέργαγιαμαγνητοταινία 
20. Vangelis Katsoulis: The Sleeping Beauties: A Collection of Early and Unreleased Works [LP, GR. Into The Light, 2014] 
Ηχογραφήσεις από την περίοδο 1987-2012 
21. DimitrisPetsetakis‎: Endless [LP, GR. Into The Light, 2015] 
Η pop διάσταση της ελληνικής ηλεκτρονικής μουσικής
Λέγοντας pop διάσταση της ελληνικής ηλεκτρονικής μουσικής εννοούμε βασικά τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τους επιγόνους του. Εδώ η βασική διαφορά σε σχέση με την προηγούμενη ομάδα έχει να κάνει με το γεγονός πως οι μουσικές δεν παράγονται πλέον από ηλεκτρονικές συσκευές, για να καταγραφούν στην πορεία σε μαγνητοταινίες, αλλά προέρχονται απ’ ευθείας από τους συνθετητές. Τούτο, βεβαίως, μοιάζει κάπως και σαν αναγκαστική επιλογή, καθώς σχετίζεται με την εξέλιξη αυτών των ίδιων των synthesizers.
Ο Παπαθανασίου πειραματίζεται με τα keyboards από το δεύτερο μισό των sixties (όταν ήταν ακόμη στην Ελλάδα), όμως σταδιακά θ’ αρχίσει να διαμορφώνεται ο συνολικός ηλεκτρονικός ήχος του (αφού στις πρώιμες εγγραφές του συναντάμε και άλλα όργανα σε συνδυασμούς με σύνθια). Από την πρώτη ηλεκτρονική εποχή τού Vangelis θ’ άξιζε να αναφερθεί το soundtrack της ταινίας του Frédéric Rossif  “L'Apocalypse Des Animaux” (1973), και βεβαίως τα άλμπουμ της κλασικής εποχής του “Heaven and Hell” (1975), “Albedo 0.39” (1976), “Spiral” (1977) και “Beaubourg” (1978), που δημιούργησαν τον ήχο, αλλά και τον… μύθο “Vangelis”. Ίσως το πιο «ακραίο» ηλεκτρονικό ηχογράφημα του Παπαθανασίου, και οπωσδήποτε ένα από τα πιο ενδιαφέροντά του, να είναι το “Invisible Connections”, που τυπώθηκε από την Deutsche Grammophon το 1985. Να και δυο λόγια από τον ίδιο σε σχέση μ’ αυτό το pop, που γράψαμε στην αρχή (Ήχος & Hi-Fi, Ιανουάριος ’88): 
«Λόγω του ότι άρχισα τεσσάρων χρονών δεν είχα –και είναι ευχής έργο αυτό– καμία ιδέα τού τι σημαίνει εμπορικότητα, δίσκος. Αργότερα, το πρώτο συγκρότημα, οι Forminx, ήταν μία τελείως αυθόρμητη προσπάθεια όλων των μελών, περάσαμε μερικές πολύ ευχάριστες στιγμές και παρόλο που είχαμε μεγάλη επιτυχία αυτό που μας ενδιέφερε ήταν να μαζευτούμε να παίξουμε. Ποτέ δεν είχα καμία ιδιαίτερη αγάπη για την εμπορικότητα, αν και σχεδόν με κυνηγάει πάντα. Σίγουρα είναι περίεργο να λέω ότι δεν έχω σχέση, όταν όλη μου η καριέρα δείχνει το αντίθετο, αλλά εγώ προσωπικά πιστεύω ότι αρκεί αυτό που κάνεις να είναι υγιές και όχι να προσθέτουμε ρύπανση, γιατί η μουσική είναι το καλύτερο γιατρικό, αλλά και το χειρότερο δηλητήριο».
Πότε ήρθε για πρώτη φορά VCS 3 synthesizer στην Ελλάδα; Είναι ένα ερώτημα αυτό. Να δούμε τι λέει ο σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης εν σχέσει με τον Σταύρο Λογαρίδη και το ωραίο ηλεκτρονικό soundtrack της ταινίας «Φόνισσα» (περιοδικό Μουσική & Μουσικοί #6, Σεπτέμβριος 1988):  
«Με τον Σταύρο Λογαρίδη θα συναντηθούμε στο Λονδίνο το Δεκέμβρη του 1972. Τότε που ήρθε για ν’ αγοράσει το πρώτο του synthesizer. Ήταν μάλιστα το πρώτο που ήρθε στην Ελλάδα. Ένα VCS 3 της Synthie. Τότε υπήρχαν δύο μάρκες synthesizer. Η Moog και η Synthie και τα synthesizers που έβγαζαν ήταν μονοφωνικά. Θα μου τον συστήσει λοιπόν ο Σπανουδάκης έτσι απλά σαν γαμπρό του, χωρίς να μου πει άλλες λεπτομέρειες. Εγώ έλειπα τότε από την Ελλάδα. Έτσι ούτε για τους Poll ήξερα, ούτε τίποτα για τις δραστηριότητες του Σταύρου. Εγώ τον γνώρισα από τον Σπανουδάκη σαν ένα παιδάκι που έπαιζε έτσι γενικά μουσική.(…). Αργότερα θα με καλέσει στην Ελλάδα για να του γράψω στίχους για το πρώτο του solo LP μετά την διάλυση των Poll. Ήρθα λοιπόν και γράφω το λιμπρέτο του Ακρίτα.(…) Τότε θυμάμαι κατηγορήθηκα επειδή λέει έκανα ταινία τη “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη με pop μουσική.(…) Παραλίγο ήταν να πάρει το Βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.(…) Προτάθηκε ο Λογαρίδης, κι ο μακαρίτης ο Μάνος Λοΐζος που ήταν στην επιτροπή είπε ότι θυμίζει Pink Floyd κι άφησε να εννοηθεί πως η μουσική ήταν κλεμμένη από τους Pink Floyd. Ότι έμοιαζε λιγάκι σαν ήχος Pink Floyd ήτανε Pink Floyd. Πάντως έγινε χαμός στη Θεσσαλονίκη. Όταν είπαν ότι δεν δίνουν Βραβείο Μουσικής άρχισαν όλοι στην αίθουσα να φωνάζουν: “ντροπή Λοΐζο, ντροπή Λοΐζο”».
Ένας από τους πρώτους pop (δημοφιλείς) λαϊκούς συνθέτες που ασχολήθηκαν με την ηλεκτρονική μουσική στην Ελλάδα είναι ο Μίμης Πλέσσας, και για τούτο μαρτυρά το πρωτόλειο δισκάκι του, που είχε μοιραστεί με το περιοδικό Τεχνική Εκλογή (#25) τον Δεκέμβριο του 1968. Ένας άλλος έλληνας συνθέτης, που ασχολήθηκε από τα seventies ήδη με την ηλεκτρονική μουσική και σε επίπεδο δίσκου ήταν ο Σταμάτης Σπανουδάκης, βασικά με το χριστιανικό “Maran Atha” [Seagull, 1977], για ν’ ακολουθήσουν ο Κώστας Γανωσέλλης με τo άλμπουμ “Synthesis” [NAKAS, 1980] περασμένο όλο μέσα από τα σύνθια της Yamaha και λίγο αργότερα με το «Χρονοναύτης» [MINOS, 1983], o Γιώργος Θεοδωράκης με το «Νικοτίνη 5, 6 & 9» [Toxotis, 1981], o Δημήτρης Παπαδημητρίου με τα «Τοπία» [Antiope, 1982], στο οποίο συμμετείχαν κι άλλοι μουσικοί σε διάφορα όργανα (Γιώργος Τρανταλίδης, Δημήτρης Πουλικάκος, Τόνυ Κονταξάκης κ.ά.), ο Βασίλης Φωτού με το “Minotaurus” [RTSCS, 1983], o Μάκης Πρέκας με το εξαιρετικό “Recording Is An Art” [Enigma, 1985] και ακόμη ο Θανάσης Ζλατάνος με το αξιοπρόσεκτο “Nekropolis” [Lollipop, 1982], που κυκλοφόρησε στη Νορβηγία, το ενδιαφέρον ελληνικό “ARTificial” [Lollipop, 1987], ή ακόμη και με το “Datura” [Graffiti/FM], που βγήκε πιο μετά. Απ’ όλους αυτούς τους συνθέτες εκείνος που είχε μέσα στα χρόνια την πιο στενή επαφή με την ηλεκτρονική μουσική φαίνεται πως ήταν ο Γιώργος Θεοδωράκης, και γι’ αυτό μαρτυρά το 2LP “The Rules of the Game, Original Studio Recordings (1978-1996)”, που κυκλοφόρησε από την Into the Light το 2014.
Μια άλλη κατηγορία συνθετών, που θα μπορούσε να μας ενδιαφέρει, είναι εκείνοι που έδρασαν εκτός Ελλάδας (π.χ. στις ΗΠΑ), έχοντας βεβαίως ελληνική καταγωγή. Ένας είναι ο Iasos με το “Inter-Dimensional Music” [Unity, 1975], ο οποίος τα τελευταία χρόνια απέκτησε δημοφιλία στο χώρο, επειδή θεωρήθηκε ως ένας από τους πρωτεργάτες του new-age και ακόμη ο πολύ γνωστός μας Yanni με τα πάνω από 20 ηλεκτρονικά άλμπουμ του – κάποια εκ των οποίων ήταν και έξτρα επιτυχημένα.
Επιστρέφοντας εντός των τειχών θα μπορούσε να αναφερθεί, από την electro/new-wave σκηνή, ο Πατρινός Alexandros τόσο με το 45άρι του “No place to run/ Tired” (1983), όσο και με το LP “Data” (1985) αμφότερα από τη δική του 80’s Ways Records. Μπαίνουμε, όμως, σε άλλο κεφάλαιο… 

(Μία κάπως πιο συντομευμένη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό SONIK, τεύχος Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2016)

HARRY PERL ένας αυστριακός jazzman με ιστορία

$
0
0
Ο κιθαρίστας HarryPerl(1945-2005) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αυστριακούς συνθέτες-αυτοσχεδιαστές από τα seventiesκαι μετά, και μέχρι τον πρόωρο θάνατό του. Ένας μουσικός με πολύ γερές σπουδές (όπως και κάθε συμπατριώτης του), που ευτύχησε να συνεργαστεί στο πάλκο και τη δισκογραφία με «γίγαντες» σαν τους BennyGoodman, StanGetz, LeeKonitz, JackDeJohnette, DaveHolland, DaveLiebman, DinoSaluzzi, MichelPortal, JohnSurmanκαι δεκάδες άλλους. Περαιτέρω, ο Perlσυνέθεσε για το KronosQuartet, το ArtisQuartet, το EnsembleKontrapunkteκ.λπ., ενώ υπήρξε και ο ίδιος δάσκαλος της τζαζ κιθάρας στο Πανεπιστήμιο των Τεχνών του Graz. Γενικώς, η πορεία του στα τζαζ πράγματα υπήρξε σημαντικότατη και αυτήν ακριβώς την πορεία (και τον ίδιο φυσικά) έρχονται να τιμήσουν στο παρόν 2CD[FullmaxRecordings, 2015] οι φίλοι και οι συνεργάτες του – ο άλτο σαξοφωνίστας ClemensSalesny, ο κιθαρίστας MartinBayer, oντράμερ PeterPrimusFroschκαι η βοκαλίσταAgnesHeginger. Το πρώτο από τα δύο CDπεριέχει εγγραφές του Perlκαι των φίλων του τη παρουσία του (ο αυστριακός συνθέτης χειρίζεται κιθάρα, μπάσο, ντραμς, πιάνο, ενώ τραγουδά κιόλας), ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει συνθέσεις του χωρίς τον ίδιον παρόντα, ερμηνευμένες μόνον από τους συνεργάτες του (σε στούντιο της Βιέννης το 2015).
Ακούγοντας-εξετάζοντας το πρώτο CDεκείνο που φαίνεται, αμέσως, είναι η ποιότητα και η ποικιλία των συνθέσεων-αυτοσχεδιασμών του Perl. Είτε σε περισσότερο avantδιαθέσεις-κατευθύνσεις, είτε στα πιο «στρωτά» tracks, ο Perlτόσο σαν μουσικός, όσο και σαν δημιουργός είναι πάντα… μπροστά. Αν και τον χαρακτηρίζει ένα δόσιμο προς τους συνεργάτες του (γράφει εννοώ και ειδικώς γι’ αυτούς), δεν παραλείπει σε συγκεκριμένα tracksνα δείξει τις ικανότητές του σε πολλά και διαφορετικά πεδία, κάνοντας ακόμη και scat (στο “Scatpat”) ή παίζοντας σόλο ντραμς (αυτός, ένας κιθαρίστας βασικά) στο “Daslied”. Δυνατή, αυθόρμητη τζαζ από έναν μάστορα του είδους.
Στο δεύτερο CD, εκείνο χωρίς την παρουσία του Perl, τα πράγματα, αν και γενικώς δεν έχουν το driveτων παλαιότερων εγγραφών, δεν υπολείπονται σε δύναμη και πάθος. Εδώ, δεν είναι μόνον οι τέσσερις βασικοί μουσικοί (Salesny, Bayer, Frosch, Heginger) είναι και οι guestsσε φλούγκελχορν, bassguitar, τρομπέτα και ηλεκτρονικά, που δίνουν ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στο τελικό αποτέλεσμα. Οι συνθέσεις είναι του Perlβεβαίως, οπότε και σ’ αυτές διακρίνονται οι πολλές και ποικίλες αναφορές του (από την όπερα και την κλασική, μέχρι τη μουσική του θεάτρου του Μεσοπολέμου, την freeτου ’60 και τη σύγχρονη avant) και ακόμη οι ευφραδείς τεχνικές του, όσον αφορά στην αρμονική επεξεργασία και τη διαχείριση των ρυθμικών μοτίβο.
Εξαιρετικό tributeCD, για δυνατούς jazzheads(όπως λέμε/λένε).
Επαφή: www.fullmax.at

DAVE PHILLIPS εντομοελκυστικά

$
0
0
Στον πειραματιστήDavePhillipsέχουμε αναφερθεί πριν καιρό στο δισκορυχείονκαι αφορμή ήταν το άλμπουμ του “Insect” [πτώματα κάτω από το κρεββάτι, 2010] – ένα LPμε επεξεργασμένους ήχους εντόμων από δάση και βιoτόπους της Ταϊλάνδης.
Συνεχίζοντας στο ίδιο experimentalμοτίβο, oPhillipsέχει και πιο πρόσφατο άλμπουμ/ CD (όπως και άλλα ενδιάμεσα) κι αυτό για ένα labelτού Νικόλα Μαλεβίτση, το noise-below, σε συνεργασία όμως τώρα με το fréquenciescritiques.
Να πούμε κατ’ αρχάς πως στο SelectiveMemory/ Perception (2016) υπάρχει ένα μόνο track, που διαρκεί σχεδόν μιαν ώρα και πως τούτο είναι συνεχές, χωρίς εσωτερικά «διαλείμματα» και κενά που δεν καταγράφονται. 
Ο Phillips, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία ήχων και πηγών (οπωσδήποτε fieldrecordingsκαι όχι μόνον εντόμων, αλλά και αμφιβίων, ανακατεμένες με ποικίλα περιβαλλοντικά ή μηχανιστικά σπαράγματα, όπως και με συμβατικά μουσικά όργανα, πιάνο π.χ.), δημιουργεί ένα θορυβώδες, έντονης διεισδυτικότητας πλαίσιο, εντός του οποίου η δράση είναι συνεχής (αν και απροσδιόριστης αρχής). Με όχι ιδιαίτερα σκαμπανεβάσματα στο volume, το άκουσμα έχει τη δύναμη να τεντώνει την προσοχή σου, κρατώντας σε πάντα σε εγρήγορση, παρότι η προσπέλαση δεν είναι συνεχής και μονίμως εφικτή. Θέλω να πω πως το “SelectiveMemory/ Perception” λειτουργεί περισσότερο σαν ένα εικονοκλαστικό αφήγημα, παρά σαν μια γραμμική ιστορία με αρχή, μέση και τέλος – και, προς τιμήν του, με μηδαμινά στοιχεία αυτοαναφορικότητας και αναίτιας «δυσκολίας».
Χρόνο να έχεις, διάθεση και επιθυμία ν’ ακούσεις κάτι που δεν φαντάζεσαι πως υπάρχει – ή, αν υπάρχει, δεν φαντάζεσαι πώς ηχεί.

FRANK KIMBROUGH ηλιοστάσιο

$
0
0
Πιανίστας με απαλό τουσέ, οFrankKimbroughμας έχει απασχολήσει κι άλλες φορές στο δισκορυχείονείτε μέσω της προσωπικής δισκογραφίας του (βασικά στην Palmetto), είτε από τις συμμετοχές του στις μπάντες του NoahPremingerκαι της MariaSchneider (την MariaSchneiderOrchestraεννοώ). Τώρα, στο Solstice (για την γερμανική Pirouet) τον συναντάμε σε σχήμα τρίο, με τον JayAndersonστο μπάσο (έχει παίξει με άπειρους και ανάμεσά τους με τον FrankZappa) και τον JeffHirshfieldστα ντραμς, να αποδίδουν βασικά versionsκαι στάνταρντ (ή και λιγότερο στάνταρντ), όπως αρέσκονται να τα λένε οι τζαζίστες. ΉτοισυνθέσειςτωνCarla Bley, George Gershwin, Paul Motian, Andrew Hill, Maria Schneider καιAnnette Peacock.
Αν και επηρεασμένος στα νιάτα του από τον PaulBley, ο Kimbroughστην πορεία ακολούθησε περισσότερο αφηγηματικές πρακτικές, επενδύοντας στην ανάπτυξη και την διευθέτηση των μελωδιών μ’ έναν «αέρα», που συχνά δεν προσιδίαζε σε Αμερικανό. (Μάλλον μεγάλο ρόλο σ’ αυτή την απαγκίστρωση από την freeπρέπει να έπαιξε ο AndrewHill, τον οποίον ο Kimbroughθεωρεί ως έναν ακόμη πιο μεγάλο δάσκαλό του). Τέλος πάντων… Σημασία έχει πως εδώ καταγράφεται ένα πολύ αρμονικό σετ, άνευ ιδιαιτέρων εξάρσεων, μέσω του οποίου αναδεικνύονται οι αληθινές ποιότητες ενός τζαζ τρίο. Έτσι, η επικοινωνία μεταξύ των μουσικών, οι απλοί, καθαροί και αλληλοεξαρτώμενοι ρόλοι, η επιμονή στη σύνθεση, και στο μέρος εκείνο του αυτοσχεδιασμού που μοιάζει με σύνθεση, συνηγορούν σ’ ένα άλμπουμ απλό και ουσιαστικό, που μπορεί να σε κερδίσει μ’ έναν εξίσου ανεπαίσθητο τρόπο.
Επαφή: www.pirouet.com

10 ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

$
0
0
Από την εποχή του Πρωταγόρα (5οςαιώνας π.Χ) η ελευθερία της έκφρασης έχει εχθρούς και η λογοκρισία, συχνά, σύμμαχό της την πυρά. Από τότε κιόλας, εννοούμε, η φωτιά αποτελεί το πιο πρόδηλο μέσο εξευτελισμού και αφανισμού του βιβλίου, κάτι που συμβαίνει και στον καιρό μας – δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα (θυμόμαστε την περίπτωση του «Μν» του Μίμη Ανδρουλάκη το 1999-2000).
Στη σύγχρονη Ελλάδα, ας την προσδιορίσουμε έτσι, στην Ελλάδα των τελευταίων 150 ετών δηλαδή, είναι πολλές οι περιπτώσεις δίωξης βιβλίων – όλοι μας γνωρίζουμε, φερ’ ειπείν, τις περιπέτειες του μυθιστορήματος του Εμμανουήλ Ροΐδη «Πάπισσα Ιωάννα» (1866) ή τις ανάλογες των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη («Ασκητική», «Ο Καπετάν Μιχάλης», «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Ο Τελευταίος Πειρασμός»), στις οποίες (περιπέτειες) πρωτεύοντα αρνητικό ρόλο είχε η Εκκλησία.
Πρέπει να πούμε πως η έννοια «απαγόρευση» στο βιβλίο παίρνει πολλές και διαφορετικές μορφές μέσα στα χρόνια. Μιλάμε για συνολική δικαστική απαγόρευση και περαιτέρω για δήμευση και καταστροφή των αντιτύπων, για επιμέρους διώξεις, που αφορούν στις ανώμαλες πολιτικά εποχές (βασικά στις δικτατορίες του Μεταξά και των συνταγματαρχών), για περιστασιακές αναστατώσεις υποκινούμενες από «κύκλους» (θρησκευτικούς, εθνικιστικούς κ.λπ.), για λογοκριτικές επεμβάσεις, που αφορούν σε συγκεκριμένα κεφάλαια και παραγράφους βιβλίων κ.ο.κ.
Απ’ αυτή τη θλιβερή ιστορία, της εκδοτικής ανελευθερίας, επιλέγουμε να σχολιάσουμε 10 βιβλία, που κυκλοφόρησαν με εμπόδια στη χώρα τα τελευταία 90 χρόνια και που γνώρισαν σε μεγάλο ή μεγαλύτερο βαθμό τη μήνι των ελέω Θεού «προστατών» μας.
1. ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ: Άγιον Όρος / Οι Άγιοι Χωρίς Μάσκα [χ.ε., Αθήνα 1933]
Ένας από τους λίγους «αγίους» των νεότερων ελληνικών γραμμάτων, ο Θέμος Κορνάρος (1907-1970) υπήρξε από τους λογοτέχνες που γνώρισαν από νωρίς τη βία της εξουσίας (και στο σώμα του και στο έργο του). Γράφει για ’κείνον ο Μάρκος Αυγέρης (από το βιβλίο τού Λεωνίδα Χρηστάκη «Θέμος Κορνάρος, Χειρόγραφα και άλλα τεκμήρια» στις εκδόσεις Χρόνος, το 1974):
«Ο Κορνάρος ήταν ένας κοινωνικός αγωνιστής, που από πολύ νωρίς είχε ενταχθεί στην προοδευτική κοινωνική κίνηση και είχε προσφέρει σ’ αυτή όλη του τη δραστηριότητα, όχι μόνο με την πνευματική εργασία του και τα συγγράμματά του, αλλά και την πολιτική δράση του γνωρίζοντας όλους τους διωγμούς, εξορίες και φυλακίσεις πολυχρόνιες. Καταδιώχτηκε όχι μόνο από το φασιστικό καταχτητή, που τον έκλεισε στο Χαϊδάρι, παρά και από τις ελληνικές αρχές, προσφέροντας πάντα τη θυσία του αδίσταχτα κι αδιαμαρτύρητα, πάντα με σεμνότητα, χωρίς καύχηση και χωρίς ιδιοτέλεια. Πρόσφερε τα πάντα χωρίς να λυγίσει ποτέ στην πίστη του και χωρίς να φειδωλευτεί τις ταλαιπωρίες και την προσωπική του άνεση, την προσωπική του ασφάλεια και την οικογενειακή του ειρήνη. Αλλά ποιος θα βρεθεί να δικαιώσει αυτή την αδέκαστη και όλη συνέπεια ζωή του; Στο πρόσωπό του, απάνω και από το συγγραφέα, τιμούμε εδώ την ανδρική αρετή του».
Το «Άγιον Όρος/ Οι Άγιοι Χωρίς Μάσκα» κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1933 και είχε σαν αποτέλεσμα την καταδίκη και τη φυλάκιση του Θέμου Κορνάρου για… προσβολή τού θρησκευτικού αισθήματος. Ο Κορνάρος περιγράφει με σκληρό ρεαλισμό τη ζωή στο Άγιον Όρος (την καταπιεσμένη και λιγότερο καταπιεσμένη ερωτική διάθεση των μοναχών, τις δολοπλοκίες, την κατάχρηση του αλκοόλ, το μίσος προς τον συνάνθρωπο, τα βασανιστήρια και την άσκηση εξουσίας προς τους νεότερους κ.λπ.), συναντώντας την οργή των «ενάρετων» κύκλων της εποχής. Το βιβλίο εξαφανίζεται από προσώπου γης, για να κάνει κάποιες σποραδικές εκδόσεις χρόνια αργότερα.
Την ίδια τύχη είχε και ένα άλλο βιβλίο τού Κορνάρου, το «Αγύρτες και Κλέφτες στην Εξουσία» (1946), το οποίον επίσης διώχθηκε.

Η συνέχεια εδώ…

ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟ ΡΕΤΙΡΕ σημειώσεις για τη διαχείριση του πανικού (το περιοδικό τεύχος 1)

$
0
0
Μια ωραία εταιρική συνεργασία φέρνει ξανά στο φως, και μάλιστα σε βινύλιο, ένα παλιό CD-Rτου Δημοσιοϋπαλληλικού Ρετιρέ – το πρώτο τεύχος, έτσι το αποκαλούσαν, του ηχητικού περιοδικού Περιοδικόαπό το 2002. Μέσα σε τέσσερα χρόνια (2002-2006) το Δ.Ρ. «τύπωσε» εννέα τεύχη του Περιοδικού, όλα σε πολύ περιποιημένα, από πάσης απόψεως, σιντάκια, πράγμα που σημαίνει πως αν μπει το πρόγραμμα του εταιρικού συνασπισμού (AAR, orila, REKEM) σε σταδιακή υλοποίηση θα έχουμε να λέμε… Όπως λέγαμε και πριν 10-15 χρόνια στο Jazz& Τζαζ, όταν το ένα μετά το άλλο τα CD-Rτου Δ.Ρ. φιλοξενούνταν στις σελίδες του.
Έχει νόημα, νομίζω, να μεταφέρω τι είχα γράψει τότε, τον Ιούνιο του 2003, γι’ αυτό άλμπουμ των Δ.Ρ., που τώρα το απολαμβάνουμε σ’ έναν περιποιημένο δίσκο (με ωραίο innersleeve), επειδή εκείνο το κείμενο με εκφράζει εντελώς. Από το 123 τεύχος του Jazz& Τζαζλοιπόν:
«Μοναδική περίπτωση για την ελληνική free/ avant/ improvσκηνή (πείτε την όπως θέλετε – αν υπάρχει τέτοια) οι Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ επανεμφανίζονται μ’ ένα καινούριο CD-R, το οποίο, όπως και οι ίδιοι θέλουν, επέχει ρόλο περιοδικού. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς με εκατό λέξεις αυτό που παρουσιάζουν οι Αλεξάνδρα Κατσιάνη, Ντάνης Τραγόπουλος και Θανάσης Χονδρός. Υπάρχει, οπωσδήποτε, ένα έντονο προκλητικό στοιχείο στους στίχους και τις αφηγήσεις, το οποίο, είτε μέσα από το σουρεαλιστικό πνεύμα του (“Τα μάρμαρα του Παρθενώνα”), είτε μέσα από μιαν αέναη επαναληπτικότητα (“Όταν θα βγω στη σύνταξη”), είτε εξαιτίας ενός ενεργητικού χιούμορ (“Ο στραγγαλιστής”) επιχειρεί να πει πράγματα, να περιγράψει αλήθειες. Από την άλλη, οι μουσικές δεν έχουν τίποτα το επιλήψιμο. “Ζαππισμοί” της ύστερης εποχής, οι οποίοι, ως σύνολο, στέκονται άψογα, συχνά και με το παραπάνω (“Καταλήψεις”).
Το περιοδικό των Δ.Ρ. δεν σκίζεται. Τεντώνεται, για να το ακούσει ο γείτονας…».
Ναι, αυτό το τελευταίο, αυτή η τελευταία πρόταση είναι που μου αρέσει ακόμη. Έβαλα το volumeστο 5 και άκουσα ξανά τις «Σημειώσεις για τη διαχείριση του πανικού» πεπεισμένος πως βρισκόμουν στο κέντρο ενός προκλητικού ηχητικού installation
Το χρειαζόμουν... σε σχέση και με τις αηδίες που φθάνουν στ’ αυτιά μου από τους περιοίκους. 

οι APHRODITE’S CHILD και ο ανεκδιήγητος ψευτοϊστορικός της ψυχεδελονεολαίας Μανώλης Νταλούκας

$
0
0
Πριν λίγες ημέρες (11/1) κάποια LanaTurnerάφησε ένα σχόλιο (στην αγγλική), εδώ στο δισκορυχείον, στο οποίο μας παρέπεμπε σ’ ένα ντοκουμέντο. Στη φωτογραφία του διαβατηρίου του Ντέμη Ρούσσου, στην οποία (φωτογραφία) φαινόταν πως ο τραγουδιστής και μπασίστας τωνAphroditesChildείχε εισέλθει στη Γαλλία την 23/3/1968. Ευχαρίστησα, φυσικά, την… LanaTurnerγια το ντοκουμέντο, δίχως να ενδιαφερθώ να το σχολιάσω περαιτέρω, επειδή η συγκεκριμένη πληροφορία δεν έχει για μένα, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, ουδεμία ευρύτερη αξία. Δεν λέω ότι είναι ασήμαντη, αλλά δεν λέω πως είναι και σημαντική. Είναι μια πληροφορία που καλώς υπάρχει, ώστε όταν κάποιος σοβαρός άνθρωπος, στο μέλλον, κάτσει να γράψει, με λεπτομέρειες, την ιστορία του θρυλικού γκρουπ να την έχει, και αυτήν, υπ’ όψιν του.
Ο γνωστός σαχλαμαρογράφος Μανώλης Νταλούκας πληροφορήθηκε τα καθέκαστα (από το δισκορυχείονπιθανώς ή προφανώς) συντάσσοντας ψευτοκείμενο το οποίον επιγράφει…«Ένας μύθος για τους Aphrodite’s Child, τελικά, καταρρίπτεται!»!! Αυτός μπορεί να βάζει ένα θαυμαστικό μετά το «καταρρίπτεται», αλλά εγώ θα βάλω δύο έξω από τα εισαγωγικά (τρία ή και περισσότερα θαυμαστικά είναι μαλακία και να μην τα βάζει κανείς).

Για να γελάσουμε. Το ogdoo.grέχει πάρει τη φωτογραφία του διαβατηρίου του Ντέμη Ρούσσου από το facebook, όντας «καθαρή», κι έχει κοτσάρει πάνω υδατογράφημα. Φοβούνται μην τους την κλέψουμε… Γυφτιές. (Εδώ, φυσικά, τη βλέπουμε όπως πρέπει).
Για ποιο «μύθο» μιλάει ο λεμέγκουρας; Και τι ακριβώς καταρρίφθηκε; Για να δούμε τι γράφει:
«Επί μισό σχεδόν αιώνα, αναπαραγόταν ο μύθος πως οι Aphrodite’s Child, ταξιδεύοντας για Λονδίνο, εγκλωβίστηκαν στο Παρίσι από τα επαναστατικά γεγονότα του Μάη του '68.Ο μύθος που άρχισε να δημιουργείται από ανεύθυνα ρεπορτάζ του 1968, αναπαραγόταν μέχρι και σήμερα, από αυτοσχέδιους αρθρογράφους, σαν τον Φώντα Τρούσα».
Κατ’ αρχάς να πούμε πως η λέξη «μύθος» είναι εντελώς βαριά (σε σχέση και με το συγκεκριμένο θέμα), καθώς χρησιμοποιείται εσκεμμένα από τον προχειρογράφο Νταλούκα για να προκαλέσει εντυπώσεις. Κανένας «μύθος» δεν υπάρχει επί του προκειμένου, εκείνο που υπάρχει είναι μιαν αναντίρρητη πραγματικότητα!
Όπως είχε πει σε συνέντευξή του ο ίδιος ο Βαγγέλης Παπαθανασίου στο πρώτο τεύχος του περιοδικούΟ Κόσμος του Τραγουδιού(1969):
«Στο ξεκίνημά μας γνωρίσαμε δύο, αν μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε έτσι, ατυχίες. Συγκεκριμένα, ενώ κατευθυνόμαστε μέσω Παρισίων για το Λονδίνο, προκειμένου να ηχογραφήσουμε το ‘Ραίην εντ τήαρς’, η απεργία (δεν λειτουργούσε κανένα μεταφορικό μέσον) μας εξηνάγκασε να παραμείνουμε στη Γαλλία… Επειδή όμως η απεργία συνεχιζόταν και σχεδόν μας είχαν τελειώσει όλα τα χρήματά μας, αποφασίσαμε να ηχογραφήσουμε τον δίσκο μας στα εκεί στούντιο της φωνογραφικής εταιρίας ‘Μέρκιουρυ’. Ήταν η δεύτερη ατυχία μας, γιατί δεν έμεινα απολύτως ικανοποιημένος από την ηχογράφηση. Στις ημέρες που ακολούθησαν και ενώ το Παρίσι ομοίαζε με πόλη της Αποκαλύψεως, ο δίσκος μας, πράγμα παράξενο, πωλούσε τις πρώτες ημέρες 200 χιλιάδες αντίτυπα και κατελάμβανε την τέταρτη θέσι στο TOP της χώρας αυτής».
Αυτά τα λόγια ειπώθηκαν μόλις μερικούς μήνες μετά την ηχογράφηση του “Rainandtears” και όποιος θέλει να βγάλει τον Παπαθανασίου ψεύτη θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ηλίθιος. Ο Νταλούκας το έχει αυτό το προσόν…
Το συγκρότημα όντως ήθελε να πάει στο Λονδίνο, όντως αποκλείστηκε στο Παρίσι λόγω των γεγονότων, όντως ηχογράφησε το “Rainandtears” μάνι-μάνι στη γαλλική πρωτεύουσα και όντως φυσικά ο δίσκος «κόπηκε» στο τάκα-τάκα, αρχίζοντας να κάνει την επιτυχία που έκανε (μέσα στον Μάη). Θα βγάλουμε, τώρα, ψεύτη τον Παπαθανασίου που μιλάει το 1969 (τόσο παλιά), προβάλλοντας ως «αλήθεια» τις σημερινές μπαρούφες του Νταλούκα; Αν είναι δυνατόν…
Προσέξτε τι γράφει ο άνθρωπας (ο Νταλούκας ντε) στοogdoo.gr (13/1/2017):
«Ήταν αναμενόμενο. Πρώτα πρώτα, η ιστορία του αποκλεισμού τους, λόγω του Γαλλικού Μάη, φαινόταν αμέσως πως ήταν ψεύτικη: Αν τα Παιδιά της Αφροδίτης, είχαν φθάσει τον Μάιο, πώς ήταν δυνατόν να κυκλοφορήσουν τον δίσκο μέσα στον ίδιο μήνα;».
Ελπίζω να μην τον πληρώνει κανείς για να γράφει τέτοιες αρλούμπες.

Ο αποκλεισμός των AphroditesChildστο Παρίσι λόγω Μάη δεν ήταν καθόλου ψεύτικος. Τον επιβεβαιώνει ο Παπαθανασίου ήδη από το 1969! Το πότε έφθασαν οι AphroditesChildστο Παρίσι δεν έχει καμμία βαρύνουσα σημασία. Είναι μια λεπτομέρεια, απλώς, που μπορεί να αφορά σε μιαν (λεπτομερή) εξιστόρηση των γεγονότων, και που, σε καμμία περίπτωση, δεν σχετίζεται με την ουσία.
Ο Νταλούκας όντας άσχετος με τη δισκογραφία, εν γένει, δεν ξέρει πως ένα δισκάκι μπορεί να ηχογραφηθεί σε μια μέρα, δηλαδή σε μία ώρα, πως μπορεί να κοπεί τάχιστα και πως μπορεί μετά από 2-3 μέρες να παίζεται στα ραδιόφωνα. Είναι τόσο βλάκας, καθώς αφήνει υπονοούμενα πως το “Rainandtears” μπορεί να ηχογραφήθηκε και τέλη Μάρτη ή μέσα στον Απρίλη του ’68!!
Φυσικά το “Rainandtears” γράφτηκε, κόπηκε και ακούστηκε μέσα στον Μάη του ’68 και κάποιος θα πρέπει να πει ξεκάθαρα στον Νταλούκα πως λέει ανεπανόρθωτες μαλακίες! Ο «μύθος» λοιπόν παραμένει εν ισχύι, όπως εν ισχύι παραμένει και η πρωτιά του… ψυχεδελονεολαίου στην αρλούμπα.
(Κάνετε κλικ στη φωτογραφία, για να διαβαστεί όπως πρέπει)
Προσέξτε τι γράφουν οι άνθρωποι από το facebookτού DemisRoussosMuseum (10/7/2015):
“Demis Roussos Museum:according to Studio files they recorded/mixed the two tracks on two days, the 10th and 14th of May and it was released the 22nd of May. Released as a promo to radiostations the 20th of May. Probably the singles were pressed up just before the strikes of the 17th. (…)”.
Κιέναςσχολιαστής:
Adriano Rossi: So we can say that it was recorded on 2 days and 'just pressed' the 15th, at least the day after (one more day is left , the 16th,but surely 'before' and not 'after' the strike, as the facts are told) ...the making of - birthday was the final 14th, as for the creation of the song itself, which matters in a biography... the 20th too... the 22th is the 'public' edit-date, the one that matters in a discography.
Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία πως το “Rainandtears” ηχογραφήθηκε, κόπηκε, κυκλοφόρησε και έγινε επιτυχία μέσα σ’ ένα μήνα. Τον Μάη του ’68. Το ακούς Νταλούκα αυτό; Άκουσέ το και κρύψου.
Και σταμάτα ν’ ασχολείσαι με τους AphroditesChild– δεν σε παίρνει. Όπως είχα γράψει και σε σχόλιο, εδώ στο δισκορυχείον, την 21/11/2012:
«Μανώλη Νταλούκα, κοίταξα τι γράφεις στο βιβλίο σου για τους Aphrodite’s Child, στις σελίδες 283-287, και σού λέω πως έχεις άγρια μεσάνυχτα. Κάθεσαι και ασχολείσαι με ανούσια ζητήματα (ιστορικά συγκροτήματα), μπερδεύοντας τον αναγνώστη σου με ακατανόητα θέματα. Γράφεις: “Με αυστηρά κριτήρια ελληνικής ψυχεδέλειας[sic], το σύνολο των ‘ιστορικών γκρουπ’ τίθεται υπό αμφισβήτηση[sic]”. Ποιος έθεσε τι σε αμφισβήτηση μωρέ; Δημιουργείς ζητήματα από το πουθενά, τα απαντάς μόνο σου, και, το χειρότερο, κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα το ουσιώδες απ’ όσα γράφεις. Επινοείς όρους (“ελληνική ψυχεδέλεια”, “ιστορικά συγκροτήματα”), μιλάς για “ζηλωτές”, που δεν παραδέχονται τους Νοστράδαμος (έσταξε η ουρά του γαϊδάρου!), μιλάς για τους “αδικημένους” Morca[sic] (ποιος τους αδίκησε; – μόνο εσύ το ξέρεις!), μιλάς για “παραδόσεις” που είναι ισχυρότερες από τις “αναλύσεις”, για “συλλογικά αισθητήρια” που δεν “κρίνουν” γιατί “ζουν” και άλλες τινές φαιδρότητες ων ουκ έστιν αριθμός.
Και τι μας λες για τους Aphrodite’s Child; Άλλα αντί άλλων. Ότι σχηματίστηκαν στην Ελλάδα – σιγά την είδηση. Το θέμα ήταν να μας πεις που και πώς ονομάστηκαν Aphrodite’s Child (εγώ σου λέω στην Αμερική ερήμην τους). Λες ότι ο Κουλούρης τέλη ’67 πήγε φαντάρος, ενώ εκείνη την εποχή (λίγο αργότερα) παίζει με τους υπολοίπους ηχογραφώντας τα πρώτα δύο τραγούδια τους, τα “Plastics nevermore” και “The other people”. (Μη μας πεις τώρα πως τα ηχογράφησε στην άδεια ορκωμοσίας του, γιατί θα φλιπάρω). Λες πως τον Ιανουάριο του ’68 φθάνουν στα σύνορα[sic] της Αγγλίας o Λουκάς Σιδεράς με τον Ντέμη Ρούσσο, όταν τα στοιχεία από τους Μ.Ρ. σε διαψεύδουν. Ο Ρούσσος έπαιζε εκείνη την εποχή με τον Γεράσιμο Λαβράνο (ενώ μόνον ο Παπαθανασίου φαίνεται να πηγαίνει στο Λονδίνο).
Στη συνέχεια μιλάς για κάποιον “Νίκο Αντύπα”… Ξέρεις άραγε για ποιον πρόκειται; Και αν ξέρεις, γιατί δεν το γράφεις να ενημερώσεις τους αναγνώστες σου, που μπορεί να νομίζουν πως είναι ο ντράμερ των Socrates κ.λπ.; Γράφεις πως οι Γάλλοι τους βαφτίζουν Aphrodite’s Child, όταν το όνομα αυτό έχει εμφανιστεί για πρώτη φορά στο αμερικανικό single, γράφεις για την “κλασική μελωδία Canon de Pachelbell”, αγνοώντας πως ο Johann Pachelbel είναι γερμανός οργανίστας του μπαρόκ από τον 17ον αιώνα (τον περνάς για κομμάτι!) και άλλα διάφορα, από τα οποία προκαλείται μόνο σύγχυση και παραπληροφόρηση.
Για τις “χουντικές κατηγορίες” θα πω τη γνώμη μου σε άλλο σχόλιο, αν υπάρχει λόγος…»
.
(Κλικ κι εδώ για μεγαλύτερη... απόλαυση)
Ο άνθρωπος που έχει βγάλει «ξαδέλφια»(!!) τους Ντέμη Ρούσσο και Βαγγέλη Παπαθανασίου (στο blogτης ψευτοϊστορίας την 25/10/2015) δεν δικαιούται δια να ομιλεί!

σκληρές improv και jazz εγγραφές της Be Coq

$
0
0
Γαλλικό labelμε στόχευση στον απαιτητικό δημιουργικό αυτοσχεδιασμό, το BeCoqεισάγεται στην Ελλάδα από την Recordisc. Τρειςπιοκαινούριεςκυκλοφορίεςτου (LP, 45άρικαι CD), τώρα, εδώ...
YES DEER: Get your Glitter Jacket [Be Coq, Gaffer Records, Insula Music, 2015]
Σκληροπυρηνικό σχήμα του λεγόμενου «δημιουργικού αυτοσχεδιασμού», οι YesDeerέχουν σχετικά καινούριο άλμπουμ-LP (αφού κυκλοφόρησε το 2015) στη γαλλική BeCoq(σε συνεργασία και με κάποιες ακόμη ετικέτες).
Τρίο είναι οι YesDeer, τρίο σκανδιναβικό, καθώς αποτελούνται εκ των SigneDahlgreenτενόρο σαξόφωνο, AndersVestergaardντραμς και KarlBjoråκιθάρες και... εντελώς εκρηκτική και βεβαίως εικονοκλαστική η μουσική που μας προτείνουν. Είναι ν’ απορείς; Ίσως. Αν σκεφτείς πως πρόκειται για ένα σχήμα νέων ανθρώπων, που μπαίνει σ’ ένα χώρο «δύσκολο». Σ’ ένα χώρο, εννοούμε, που δεν υπήρξε ποτέ δημοφιλής, ακόμη και στη μεγάλη εποχή τού euro-improv, στα seventies, και που, παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να τροφοδοτεί τους fansμε αγέρωχα άλμπουμ.
Τέσσερα κομμάτια είναι καταγραμμένα στη μια πλευρά και άλλα τρία στην άλλη – αν και κάτι τέτοιο δεν σημαίνει και πολλά. Η μπάντα παίζει κάπως… αέναα, με… μέση, χωρίς αρχή και τέλος, κρατώντας θα έλεγα ίσες αποστάσεις από τις μεγάλες στιγμές της FMPστα μέσα του ’70, συμπληρώνοντας με hintsαπό GuruGuru(περιόδου“UFO”). Ωραίοςσυνδυασμός, δελέω
AVA MENDOZA, MAXIME PETIT, WILL GUTHRIE: S/T [Be Coq, Ranch, 2016]
Ελεύθερο τρίο, όχι όμως τόσο όσο οι YesDeer, που αυτοσχεδιάζει επίσης με την κιθάρα μπροστά – αλλά όχι χωρίς αρχή και τέλος, καθώς εδώ υπάρχει μια Fripp-οειδής βάση. Ποιοι αποτελούν το σχήμα; Η κιθαρίστρια AvaMendoza, ο μπασίστας MaximePetitκαι ο ντράμερ WillGuthrie. Απ’ αυτούς τους μουσικούς, απ’ όσο το ’ψαξα, η Mendozaέχει μια κάποια παρουσία στη σκηνή, αλλά εκείνος που διαθέτει το πιο βαρύ βιογραφικό είναι σίγουρα ο Αυστραλός Guthrie, καθώς η παρουσία του καταγράφεται σε τουλάχιστον 21 κυκλοφορίες (πηγή: discogs).
Το τρίο παίζει μεν πανικόβλητο (ξεκινάμε από την πρώτη πλευρά του singleμε τα δύο tracks), διαθέτει… συνειρμικό ηχητικό οπλοστάσιο, όμως η γενική εικόνα δεν είναι εσωστρεφής και «δύσκολη». Η πρώτη πλευρά ακούγεται «μια χαρά», θέλω να πω, χωρίς ιδιαίτερες ακρότητες, αφού ακόμη και κάτι υποτυπώδεις μελωδίες σκαρώνονται στο πι και φι, πριν διαλυθούν, βεβαίως, την ακριβώς επόμενη στιγμή. Το rhythmsectionείναι σε φάση, ενώ και η κιθαρίστρια έχει και προσωπικό ήχο και τα χώνει αγρίως.
Και τα δύο επόμενα κομμάτια (στη δεύτερη πλέον πλευρά) χοντρικά κινούνται στο αυτό ύφος τού improv/jazz-rock. Θα έλεγα, μάλιστα, πως ακούγονται κάπως πιο δυναμικά, καθώς εμφανίζουν ψιλο-αναπτυγμένη riff-ολογία, ροκάροντας ακόμη πιο πολύ.
Καλοί.
F.A.T.: Animal [Be Coq, 2016]
Πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ροκάδικου και τζαζωτού improvγκρουπ, που, χωρίς πολλά λόγια, μπορώ να πω πως δημιουργεί μιαν «έκπληξη». Δεν γνωρίζω τίποτα για τους F.A.T. πέραν εκείνων που αναγράφονται στο οπισθόφυλλο του “Animal”. Ήτοι… πως είναι τρεις (PaulMénardκιθάρες, ThomasCoqueletμπάσο, PierrePasquisντραμς) και πως αυτό το μίνι-άλμπουμ τους, που διαρκεί λίγο πάνω από 20 λεπτά, είναι ηχογραφημένο τον Φλεβάρη του 2015, στο Lockgroovestudio, κάπου στη Γαλλία.
Η μπάντα παίζει εξαιρετικά και με έμπνευση, έχοντας επιρροές από πολλούς και διαφορετικούς χώρους. Βασικά συνδυάζει το avant-rockτου παρελθόντος, με τον αυτοσχεδιασμό και το αυθόρμητο, δημιουργώντας άλλοτε δυναμικές και άλλοτε περισσότερο spaceκαταστάσεις [στο “Espoirmonopoly(Part 2)” κυρίως, που κλείνει το άλμπουμ, μ’ έναν έξοχο τρόπο].
Αυτά τα συγκροτήματα τα παραδέχομαι. Κινούνται έξω από τα βασικά κυρίαρχα ρεύματα (γιατί, πια, αυτά είναι πολλά, δεν είναι ένα), αποφασίζουν να παίξουν «δύσκολες» μουσικές, αλλά, ταυτοχρόνως, έχουν και το ταλέντο να προτείνουν αληθινά ενδιαφέροντα κομμάτια, δίχως να χάνουν το μέτρο.

RICARDO GRILLI - 1954

$
0
0
Βραζιλιάνος κιθαρίστας, γεννημένος στο Σάο Πάολο και με καριέρα στην Αμερική (Νέα Υόρκη), ο RicardoGrilliείναι ένας παίκτης με φινέτσα – και με ενδιαφέροντα που ξεπερνούν αυτόν καθ’ αυτόν τον καλλιτεχνικό χώρο, αγγίζοντας τον της επιστήμης. Με πρόδηλο ενδιαφέρον για την αστρονομία-κοσμολογία, ο Grilliέχει ονοματίσει τα tracksτου δεύτερου προσωπικού CDτου “1954”(η χρονιά γέννησης τού πατέρα του) αναλόγως. Ήτοι: “Arcturus”, “Pog056”, “Cosmonauts”, “Vertigo” κ.λπ.
Πέραν αυτών η jazzτου Βραζιλιάνου δεν είναι αμιγώς βραζιλιάνικη – παρότι ως κιθαρίστας ο ίδιος θα μπορούσε άνετα να πάει κατά ’κει... και να μείνει. Το στυλ του, θέλω να πω, είναι περισσότερο contemporary, και μόνο σε κάποιες στιγμές εκφρασμένο μέσα από ελαφρές latinρυθμολογίες. Παρά ταύτα δεν είναι… βαρετός. Δεν πρόκειται δηλαδή για τζαζ… εστιατορίου, αλλά για μια μουσική με ποικίλα στοιχεία προσωπικού γούστου, κοντά στο ύφος ενός Kurt Rosenwinkel ας πούμε.
Δίπλα στον Grilliτρεις ακόμη μουσικοί έρχονται να υπηρετήσουν τις συνθέσεις του. Είναι ο άσσος πιανίστας AaronParks, ο μπασίστας JohnMartinκαι ο ντράμερ EricHarland. Και οι τέσσερις τα «χώνουν» σε διάφορα tracks, αλλά στο σχεδόν 7λεπτο “Radiance” θα έλεγα πως ξεπερνούν εαυτούς, με τον Grilliνα παρουσιάζει θαυμάσιες αναπτύξεις στο βασικό θέμα, και με τους υπόλοιπους τρεις να ροκάρουν περισσότερο απ’ ό,τι άλλο. Επίσης ενδιαφέρον έχει το ήπιο “Breath”, που είναι cha-chaστη βάση του, με την (κιθαριστική) μελωδία να ρέει και ακόμη το επίσης 7λεπτο “Cosmonauts” με την ωραία μελωδική γραμμή και με τον Parksνα δείχνει τις ικανότητες του τόσο στο σόλο, όσο και στα breaks.
Γενικώς, το “1954” [ToneRogueRecords, 2016] είναι ένα άλμπουμ, που διαπνέεται από μιαν ισχυρή, θα την χαρακτήριζα, εσωτερική δύναμη. Πράγμα που σημαίνει πως δεν είναι, αναγκαστικώς, από ’κείνα που μπορεί να σε κερδίσουν με την πρώτη ακρόαση. Απαιτεί τις... ευκαιρίες του.

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 1

$
0
0
Από τις 27 Νοεμβρίου (2016) είμαστε και στοfacebook. Γράφουμε κι εκεί σύντομα κείμενα, παραλλήλως με αυτά που δημοσιεύονται καθημερινώς στο δισκορυχείον. Επειδή τα κείμενα από το facebookχάνονται με τον καιρό για μερικά απ’ αυτά, που έχουν κάτι γενικότερο να πουν, θα τους φυλάω κι εδώ μια θέση… 

18/1/2017 
ΦΑΡΜΑΚΩΜΕΝΑ ΧΕΙΛΗ (να τριτώσει το καλό)
Το «Φαρμακωμένα χείλη» είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του Τσιτσάνη. Εγώ το βάζω στα δέκα καλύτερα. Το είπε ο Χατζηαντωνίου πρώτος στα σίξτις, αλλά κανείς δεν το είπε ποτέ σαν την Έλενα Γιαννακάκη – μία μεγάλη λαϊκή φωνή, που έγινε γνωστή στους κουλτουριάρηδες μέσω Σαββόπουλου («Στο Χωριό στο Πανηγύρι»). Έχω δει τη Γιαννακάκη λάιβ, στην πολύ καλή εποχή της, και βεβαιώνω πως όλοι ρίχναμε άγκυρα στην πίστα – κατεβαίναμε μόνο με κατεστραμμένες σπλήνες. Ιέρεια! Ιδίως σ’ αυτό το αριστουργηματικό συρτοτσιφτετέλι… καπάκι με «Είσαι νινί ακόμα» και «Εσένα θέλω μόνο»… 

16/1/2017 
ΤΟ ΡΟΚ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΑ
«Η κρίσιμη καμπή στη διαδικασία γνωριμίας της σοβιετικής νεολαίας με το "καινούριο"ήταν το 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Νεολαίας και Φοιτητών που οργανώθηκε στη Μόσχα το καλοκαίρι του 1957. Χιλιάδες νέοι, από διάφορες χώρες, πλημμύρισαν τη Μόσχα, μεταξύ των οποίων μουσικοί της τζαζ, μπήτνικ ποιητές, πρωτοποριακοί καλλιτέχνες, ακόμα και πολιτικοί ακτιβιστές από το εξωτερικό, που ήταν μοντέρνα ντυμένοι και ήξεραν πώς να χορεύουν το rock n’ roll – ανάμεσά τους και ο κολομβιανός δημοσιογράφος Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, αργότερα βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας».

15/1/2017 
Διαβάζω για τις προωθούμενες αλλαγές στην παιδεία και γελάω.
Το πρόβλημα στην παιδεία δεν είναι ούτε τα συστήματα, ούτε οι πιστώσεις (εκ των προτέρων), ούτε οι φουκαράδες οι μαθητές. Το πρόβλημα είναι οι… γονείς και οι καθηγητές. Οι πρώτοι, γιατί νομίζουν ότι ανατρέφουν μικρούς Αϊνστάιν (στην πλειονότητά τους) και οι δεύτεροι γιατί είναι κουμπούρες (στην πλειονότητά τους).
Για τους πρώτους δεν υπάρχει λύση, για τους δεύτερους υπάρχει. Βάλτε όλους τους καθηγητές (όλων των τάξεων) να εξετάζονται μαζί με τους μαθητές (στα ίδια θέματα) στις Πανελλήνιες. Όποιοι καθηγητές γράφουν 20 να συνεχίσουν να κάνουν τη δουλειά τους, όποιοι όχι να πάνε να φυτέψουν ντομάτες. Μπορεί να είναι πιο εύκολο… 

15/1/2017 
Να σταματήσουν οι άσχετοι να χρησιμοποιούν για ψύλλου πήδημα και για τελείως ξεκάρφωτους λόγους τη λέξη «ψυχεδέλεια». Άμα δεν ξέρουν τι είναι «ψυχεδέλεια» δεν πειράζει. Όταν όμως τη χρησιμοποιούν σαν… αλατοπίπερο σε ό,τι να ’ναι, για να πουλήσουν μούρη σε πιο άσχετους από ’κείνους, τότε, ναι, πειράζει.
Η ψυχεδελική μουσική (αν μιλάμε για μουσική) είναι οριοθετημένη γεωγραφικά, χρονικά, ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ και αισθητικά, δημιουργήθηκε, δηλαδή, κάτω από πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και δεν ξαναδημιουργείται. Όπως δεν ξαναδημιουργείται το φουτουριστικό ή το σουρεαλιστικό κίνημα.
Μουσική με τα αισθητικά χαρακτηριστικά της ψυχεδέλειας, του acid rock δηλαδή, μπορεί να γραφτεί οποτεδήποτε, αλλά αυτό δεν λέει κάτι. Το acid rock δεν υπήρξε εργαστηριακό είδος, όπως το progressive π.χ. Είχε πολύ ισχυρή κοινωνική βάση (στην Αμερική πρωτίστως και δευτερευόντως στην Αγγλία) στο δεύτερο μισό των sixties και αυτή (η βάση) ΔΕΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΕΤΑΙ. Ο δε όρος «ελληνική ψυχεδέλεια» είναι απλώς ΓΕΛΟΙΟΣ. 

15/1/2017
ΠΕΘΑΝΕ Ο… ΕΞΟΡΚΙΣΤΗΣ 
Δεν ξέρω πόσοι το πήραν χαμπάρι αλλά πριν λίγες μέρες (12/1) πέθανε ο συγγραφέας του «Εξορκιστή», ο William Peter Blatty. Ο Blatty είχε σκηνοθετήσει και ο ίδιος ταινίες – μόλις δύο, αλλά ήταν και οι δύο εξαιρετικές. Τον φοβερό «Ένατο Σχηματισμό» (1980), ένα από τα καλύτερα φιλμ που διαπραγματεύτηκαν την παράνοια, την τρέλα, στο σελιλόιντ (μόνο με το “Shock Corridor” του Samuel Fuller μπορεί να συγκριθεί), αλλά και τον «Εξορκιστή» το «τρία» (1990), που είχε μερικές πολύ δυνατές σκηνές γκραν γκινιόλ.
Δεν ήταν μικρός… 89 ήταν. 

12/1/2017 
ΠΑΟΚΑΡΑ ΡΕΕΕ
Χθες κατά έναν απρογραμμάτιστο, όπως συνήθως συμβαίνει, τρόπο, θυμήθηκα τις ραδιοφωνικές ποδοσφαιρικές μεταδόσεις τα μεσημέρια της Κυριακής στα seventies. Και θυμήθηκα, λοιπόν, έναν σπήκερ της ΕΡΑ από τη Θεσσαλονίκη, που μετέδιδε ΠΑΟΚ – τον Πάνο Θεοδώνη. Ποιος Μίνος τώρα, και ποιος Τραπεζανίδης! Θρύλος μιλάμε! Είχε βγει η μπάλα άουτ και άκουγες, το θυμάμαι σαν τώρα, το εξής τρομερό: Μαζεύει ο Φορτούλα (σ.σ. ο τερματζής του ΠΑΟΚ), κάνει δυο-τρία γκελάκια, την παίζει στην περιοχή του… 
(Τώρα; Τώρα έχουμε τους ψευτοπροπονητές-σπήκερ, με τα στατιστικά του κώλου).

11/1/2017
Ας τελειώσω μέσα στο πνεύμα της ημέρας, γιατί δε θέλω να φανεί πως σνομπάρω…
Καμμία μελοποίηση Καββαδία δεν άγγιξε τον «ιδανικό και ανάξιο εραστή» του Σπανού (ούτε Μικρούτσικος, ούτε κανένας άλλος). Ο πρώτος διδάξας, ο μεγάλος κιθαρίστας Κώστας Καράλης σε μια σπάνια ζωντανή εμφάνιση, με το χρόνο να κάθεται ευγενικά πάνω στη φωνή του…
Μια μέγιστη στιγμή του ελληνικού τραγουδιού. 

8/1/2017 
Αυτή η φάση με τους σιξτάδες DJs (ορισμένοι είναι φίλοι και γνωστοί μου και τους αγαπώ) έχει καταντήσει αστεία. Ο άλλος παίζει μόνο mod, ο άλλος μόνο british r&b, ο άλλος μόνο garage, ο άλλος μόνο ska… κι έτσι δεν τολμά να ρίξει κι ένα seventies dub στο πρόγραμμά του. Η πλάκα είναι πως οι περισσότεροι απ’ αυτούς αγνοούν το τι σήμαινε “sixties” στην Ελλάδα, στο μοντέρνο τραγούδι, κι έτσι κανένας δεν θα παίξει έναν Adamo ή έναν Gianni Morandi. Ο ΕΛΛΗΝΑΣ DJ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΚΑΙ ΣΑΝ ΕΛΛΗΝΑΣ, ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΣΑΝ ΕΓΓΛΕΖΟΣ Ή ΣΑΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ. Πάνε και βρίσκουν, λοιπόν, εκείνους που δεν τους ήξερε ούτε η μάνα τους, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για τα φοβερά και βασικά. Μικροί είναι σιγά-σιγά θα μάθουν… Κι εμείς στην πορεία μάθαμε (αλλά μάθαμε), δεν γεννηθήκαμε δα και το 1945...

3/1/2017 
ΤΑ ΠΑΡΤΥ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ. ΤΩΡΑ ΞΕΚΙΝΑΝΕ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ…
Δεν ξέρω πόσοι έχουν συνειδητοποιήσει πως οι Les Humphries Singers υπήρξαν μια γαμάτη χορευτική μπάντα. Μάλλον λίγοι, καθώς λίγοι τους έχουν κατά νου. Εγώ το έμαθα πριν καμμιά 20αριά χρόνια, όταν αγόρασα ένα LP τους (λόγω “Ela ela” και Axis) έξω από τη Νομική από τους γέροντες που πουλάγανε βιβλία (κάπου-κάπου και δίσκους), ακριβώς στη γωνία Σόλωνος & Μασσαλίας. Τώρα οι γέροι πεθάνανε, οι υπαίθριες βιβλιοθήκες μεταφερθήκανε σε τινά περίπτερα, οι δίσκοι όμως των Les Humphries Singers εξακολουθούν να σείουν το δωμάτιο...

29/12/2016 
Το καλλιτεχνικό περιοδικό Panderma το τύπωνε στη Βασιλεία της Ελβετίας ο ουγγροελβετός έμπορος έργων τέχνης, συλλέκτης και συγγραφέας Carl Laszlo ήδη από τα τέλη του ’50. Τυπώθηκαν 13 νούμερα ανάμεσα στα χρόνια 1958-1977. Κάποια στιγμή, κάποιο τεύχος πρέπει να έπεσε στα χέρια τού επίσης φιλότεχνου Λεωνίδα Χρηστάκη και αποφάσισε να το… κάνει δικό του. Ο Λεό δεν πήρε μόνον τον τίτλο φτιάχνοντας το ελληνικό Panderma τον Νοέμβρη του 1972 (η λέξη, έλεγε ο μακαρίτης, σήμαινε «παντός τέρμα ή παντός δέρμα» – τρέχα γύρευε δηλαδή), βούτηξε ακόμη και τη γραμματοσειρά του τίτλου!
Αυτά τα ωραία συνέβαιναν εκείνα τα προϊστορικά χρόνια… 

27/12/2016 
ΒΠήδες ΣΕ ΡΟΛΟ «ΛΑΟΥ» ΣΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗΣ
(Η ΠΑΟΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΧΑΤΖΙΔΑΚI) 
Όσοι με ξέρουν από το «δισκορυχείον» και οι πιο παλιοί από το «Jazz & Τζαζ» κ.λπ. ξέρουν ότι δεν κωλώνω να υποστηρίξω με πείσμα τις απόψεις μου. Κι έχω λοιδορηθεί γι’ αυτό – όταν έγραψα π.χ. υπέρ του Κοινούση και του Καφάση, υπέρ του σκυλάδικου (του λαϊκού τρίτης εθνικής εννοώ), κατά του σύγχρονου αχαΐρευτου τραγουδιού της λεβεντογέννας κ.ο.κ.
Όταν, όμως, ακούω την Πάολα να δολοφονεί τον «Ευαίσθητοληστή» των Χατζιδάκι-Γκάτσου-Ρωμανού στην μπακαλοταβέρνα του Σπύρου Παπαδόπουλου στον Alpha δεν θα πω «μπράβο στο κορίτσι», για να μη φανεί πως ζορίζομαι να αποδεχτώ αυτή την… κατάβαση στο πόπολο.
Η συγκεκριμένη απόδοση σε στυλ «γκαρίζω, επειδή μου είπαν πως έχω φωνούλα» υπήρξε απαράδεκτη και σε συνδυασμό, μάλιστα, με το γενικότερο σκηνικό (ο Παπαδόπουλος γιατί χειροκροτεί πρώτος απ’ όλους, για να πει «μπράβο» στον εαυτό του, ή μήπως νομίζει πως ανατρέπει την ιστορία;) θα με αναγκάσει να μιλήσω για ένα... περίλαμπρο ΑΙΣΘΗΤΙΚΟ ΣΟΚ, που αρμόζει μόνο στο αθλιότερο κωλάδικο.
Το πρόβλημα με το γούστο είναι το εξής ένα – όπως το έχουμε πει κι άλλες φορές. Μπορούν να το επικαλούνται και όσοι δεν το έχουν. 

26/12/2016 
Ακούγοντας από το πρωί τραγούδια των Wham! και του George Michael, που προτείνουν φίλοι ή που χτυπάω με κλειστά μάτια στο YouTube σκέφτομαι, συν τοις άλλοις, πως όλοι εμείς, που έχουμε πάνω-κάτω την ηλικία του μακαρίτη, μεγαλώσαμε στα early 80s με τραγουδάρες –είχαμε αυτό το προνόμιο!– που είχαν γερές μελωδίες, καλούς στίχους και ερμηνείες από ανθρώπους με αληθινές φωνές. Ακόμη κι αν δεν αγοράζαμε Wham! το ’83, γιατί αγοράζαμε Mecano και Robert Wyatt…
Το λέω, καθώς λυπάμαι για τα σημερινά παιδιά που είναι αναγκασμένα ν’ ακούνε όλες αυτές τις χιπχοπάδικες μαλακίες που κατακλύζουν τα τοπ…
Ποιος, άραγε, απ’ αυτούς τους άχρηστους μπορεί να γράψει, σήμερα, ένα τραγούδι σαν το “Careless whisper”;

26/12/2016 
Με δένουν διάφορα με τα τραγούδια των Wham! και με τον George Michael, ήδη από τα καλοκαίρια των early eighties στο νησί, αλλά τώρα δεν θέλω να πιάσω την ιστορία από την αρχή, γιατί μπορεί και να με πάρουν τα κλάματα. Σοβαρά το λέω.
Πάνω στο γύρισμα του αιώνα ακούω τον Τζωρτζ σε μια δισκάρα, που λεγόταν “Songs from the Last Century” (1999) και παθαίνω (και αναθεωρώ πολλά). Από ’κει και ο κοινωνικός Ύμνος τής περιόδου τής Ύφεσης “Brother can you spare a dime?”, που, τώρα, τον ξανακούω με ακουστικά και με τα μάτια κλειστά… Και δεν θέλω να τ’ ανοίξω… 

25/12/2016 
ΦΑΣΜΠΙΝΤΕΡ ΚΑΙ ΞΕΡΟ ΨΩΜΙ ΚΑΙ AMON DÜÜL II
Πολύς ντόρος έγινε τον τελευταίο καιρό για τον Φασμπίντερ. Και καλώς δηλαδή, γιατί ο Γερμανός πρόλαβε να σκηνοθετήσει και μερικά αριστουργήματα στη σύντομη διαδρομή του, όπως το «Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά» (ταινιάρα) ή τον «Καυγατζή» (τα καλύτερα χρώματα, που έχω δει ποτέ στο σινεμά). Δεν ξέρω πόσοι έχουν κατά νου πως σε μια ταινία του, την “Die Niklashauser Fart” από το 1970, εμφανίζονται οι Amon Düül II σ’ ένα χαοτικό τζαμάρισμα. Ο Φασμπίντερ στα πρώτα έργα του περιέγραψε την σε αναβρασμό γερμανική νεολαία των late sixties, εκείνη από την οποίαν ξεπήδησαν πολλά: από το kraut rock, μέχρι την τρομοκρατία. 

23/12/2016 
Παρατηρώ πως τα ποσταρίσματα τραγουδιών του Bob Dylan (τραγουδισμένα από άλλους – γιατί από τον ίδιο δεν υπάρχουν) συνεχίζονται με απτόητο ρυθμό. Φυσικά πουθενά δεν βάζω like, για να μη δίνω θάρρος, αλλά, τέλος πάντων, έλεος μ’ αυτό το “Knockin’ οn heaven’s door”, που έχει κι ένα από τα πιο ανέμπνευστα ρεφραίν όλων των εποχών. 

22/12/2016 
ΒΓΑΛΤΕ ΛΙΓΗ ΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ
Τι λέγαμε; To Book Press... «βουτάει στη θάλασσα με τα ποιητικά βιβλία που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2016 στη χώρα μας» και επιλέγει… 31 συλλογές. Ούτε καν 30! Σιγά ρε παιδιά μη βουτάτε τόσο, θα πονέσουν τ’ αυτιά σας.

21/12/2016 
ΟΙ ΛΙΣΤΕΣ ΜΕ «ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ» ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΥ Ή ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥ ΒΕΛΗΝΕΚΟΥΣ; ΡΩΤΑΩ, ΜΗΠΩΣ ΚΑΙ ΜΑΘΩ…
Όπως έγραψα πριν σ’ ένα σχόλιο αξία, για μένα, στο θέμα των «καλυτέρων» (δίσκων, ταινιών, βιβλίων κ.λπ.), που μας κατακλύζουν στο τέλος κάθε χρονιάς, έχει η ΑΦΑΙΡΕΣΗ και όχι η πρόσθεση. Θέλω ν’ ακούσω από τους επαΐοντες έναν τίτλο (ένα δίσκο, μια ταινία, ένα βιβλίο…) και όχι τριάντα. Είναι αστειότητα αυτό το πράγμα. Να προσπαθούμε να βολέψουμε τα πάντα… και τους πάντες με κάτι μακρινάρια (που δημοσιεύονται από κάποιους μέχρι και σε συνέχειες). Πείτε ένα-δυο ονόματα… μέχρι εκεί, αλλιώς δεν πείθετε.

RAYMOND SCOTT ο «πατέρας» του home studio

$
0
0
Κλασική περίπτωση. Ενόσω ζούσε ο Raymond Scott (1908-1994) κανένας DJ, κανένας αρθρογράφος, σε κανένα έντυπο (λες;) δεν ασχολήθηκε σοβαρά μαζί του. Άπαξ και… αναχώρησε, όλοι άρχισαν να μιλούν για τον πατέρα του home studio, τον άρχοντα της electronica. Είναι έτσι ακριβώς.
Πρωτοδιάβασα για τον Raymond Scott στο βρετανικό περιοδικό Mojo, issue 61, τον Δεκέμβριο του 1998. Ήταν η εποχή όπου τ’ όνομά του άρχιζε να γίνεται γνωστό στην Ευρώπη (στην Αμερική τον ήξεραν, όσοι τον ήξεραν) απασχολώντας ευρύτατα το χώρο της dance culture. Λεπτομέρειες δε γνωρίζω, κι ούτε έχει ιδιαίτερη αξία να το ψάξουμε τώρα, αφού τα πιο σημαντικά απ’ όλα, στην ιστορία αυτή της «ανακάλυψης», υπήρξαν πρόδηλα. Η χώρα που επανέφερε στην επικαιρότητα το έργο του πιονιέρου της εφηρμοσμένης ηλεκτρονικής ήταν η Ολλανδία, το όνομα του ανθρώπου που κίνησε τα νήματα ήταν Gert-Jan Blom και η εταιρεία που πρωτοστάτησε στην επανέκδοση αυτού του έργου ήταν η, επίσης ολλανδική, Basta. Τέλος, από την Ολλανδία, ως ένθετο στο περιοδικό-βιβλίο Badaboom Gramophone (issue number 5/2001) προβλήθηκε κάποια στιγμή και το σχετικό, ανάλογο tribute από νέα ονόματα του χώρου. Όλα, λοιπόν, μπήκαν στη σειρά…
Οι φίλοι της προπολεμικής τζαζ, του σουίνγκ ούτως ειπείν, πιθανώς να γνωρίζουν το όνομα του Raymond Scott, μέσω του συγκροτήματός του Quintette, το οποίο διέπρεψε στην τριετία 1937-1939. Επρόκειτο για ένα σχήμα, που παρουσίαζε ένα λίγο… αλλόκοτο σουίνγκ, κατανοητό, όσο είναι δυνατόν, από τους τίτλους των συνθέσεων (“Powerhouse”, “Toy trumpet”, “Dinner music for a pack of hungry cannibals”, “New year’s eve in a haunted house” κ.λπ.). Τίτλοι που παρέπεμπαν άλλοτε σε καρτούν (δείχνοντας την μόνιμη αγάπη του Scott για το είδος, το οποίο θα υπηρετούσε στην πορεία δεόντως) και άλλοτε σε θρίλερ του κιλού, που είχαν πάντα ιδιαίτερη πέραση στην Αμερική του ’30, του ’40 και του ’50. Οι Quintette δεν διαμόρφωσαν μόνο, στο πλαίσιο του δυνατού, καινούρια ακροατήρια, αλλά επέδρασαν καταλυτικά και στην ψυχοσύνθεση διαφόρων μουσικών, προσανατολίζοντάς τους προς μία τζαζ περιπαικτική, σφόδρα προσανατολισμένη προς την εφαρμογή.
Όχι, τυχαία, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Down Beat και σε ανύποπτο χρόνο (18/3/1971) ο Art Blakey (αυτός ο μεγάλος τζαζ ντράμερ) είχε αποκαλύψει πως συνθέσεις του Raymond Scott, όπως το “Powerhouse”, είχαν επιδράσει αποφασιστικά στα γούστα του, ώστε ν’ αφήσει το πιάνο με το οποίο ασχολείτο μέχρι τότε (late thirties) προκειμένου να καταπιαστεί με τα τύμπανα.
Ο Scott, από ’κείνη την εποχή ήδη, είχε αρχίσει ν’ αναπτύσσει την ιδιαίτερη σχέση του με την τεχνολογία, κυρίως γιατί τον απασχολούσε το… πώς ήταν δυνατόν να καταγράφονται κάποιοι ήχοι από τα μικρόφωνα, δίχως ν’ ακούγονται ταυτοχρόνως από το ανθρώπινο αυτί. Οι εμμονές του πάνω στην τιθάσευση της ηχογράφησης είχαν γίνει ένα με τη ζωή του, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τον κάνουν αντικοινωνικό. Όπως ανακαλεί ο ντράμερ του Κουιντέτου Johnny Williams: «μόνον εμείς είχαμε ονόματα – όλα τ’ άλλα για ’κείνον ήταν μηχανές».

Η συνέχεια εδώ…

MUSIC SOUP γκρουβιά ημεδαπή

$
0
0
Αθηναϊκό organ-trioείναι οι MusicSoup, αποτελούμενοι από την Ευγενία Καρλαύτη όργανο, πιάνο, ηλεκτρικό πιάνο, φωνή, τον Νέστορα Δημόπουλο κιθάρες και τον Βαγγέλη Κοτζάμπαση ντραμς. Ασυνήθιστο; Ναι, γιατί το χάμοντ το χειρίζεται γυναίκα (δεν θυμάμαι, αυτή τη στιγμή, να έχει υπάρξει κάτι άλλο ελληνικό ανάλογο). Περαιτέρω, το CuttotheChase, που είναι το παρθενικό CDτους, είναι τυπωμένο για την εταιρεία του οργανίστα TonyMonaco, την αμερικανική ChickenCoup. Ασυνήθιστο; Δεν θα το ’λεγα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την παγκοσμιοποίηση της δισκογραφίας – αφήνω δε το γεγονός πως στην ChickenCoupέχει ηχογραφήσει προσωπικό CDκαι ο Γιώργος Κοντραφούρης (το “LittleDaddysBlues” το 2007). Αυτά για αρχή. Πάμε, όμως, και πιο κάτω…
Είναι διάφορα πράγματα (όλα θετικά) που μου κάνουν εντύπωση σ’ αυτό το άλμπουμ. Ας ξεκινήσω από τα πιο πίσω ή τα, εν πάση περιπτώσει, προφανή. Πολύ ωραίο εξώφυλλο, που ανοίγει στα τέσσερα, περιέχον στοιχεία, κείμενα (του φίλτατου Νίκου Φωτάκη) και φωτογραφίες, ενώ creditπρέπει να αποδοθεί και για την άψογη επαγγελματική παραγωγή (για αμερικανικό CDπρόκειται… θα πει κανείς). Από ’κει κάτω…
Οι MusicSoupαποδίδουν δικά τους κομμάτια – καθώς και τα εννέα τού “CuttotheChase” τούς ανήκουν. Αυτό είναι κάπως περίεργο, αλλά, τέλος πάντων, μπράβο τους. Θέλω να πω πως… ενώ με μια-δυο versionsθα μπορούσε να κερδίσουν αμαχητί τις εντυπώσεις εκείνοι επιχειρούν να «πολεμήσουν» στηριγμένοι στις δικές τους δυνάμεις. Απ’ αυτή τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση ανταμείβονται. Όλα τα tracksέχουν μια συνοχή, δίχως να εμφανίζουν πρόδηλα στοιχεία εντυπωσιασμού, προβάλλοντας μιαν originality. Όχι πως δεν υπάρχουν «αναφορές», χάνονται όμως κάτω από την απλότητα των δικών τους θεμάτων και βεβαίως την μεστότητα των παιξιμάτων.
Το blues, στην τζαζωτή μορφή του, είναι εδώ πανταχού παρόν, με την Καρλαύτη να επιτείνει τη γενικότερη σιγουριά του γκρουπ και με τη φωνή της – που χωρίς να είναι η «φωνάρα» είναι κάτι παραπάνω από σωστή και πρέπουσα, και μάλιστα τραγουδώντας στην αγγλική όχι μόνο πρωτότυπα τραγούδια, αλλά κάνοντας και ξέφρενο σκατ! Δεν γίνονται κάθε μέρα αυτά, αν σκεφθούμε πως μ’ ένα στανταράκι π.χ. μπορείς να τη βγάλεις καθαρή.
Από κοντά και ο Δημόπουλος, βεβαίως, με την εξ ίσου γκρουβάτη φρασεολογία του, απλός και μεστός συγχρόνως είναι πάντα εκεί για να επεκτείνει την ορμή του γκρουπ, με τον ντράμερ Κοτζάμπαση να ακολουθεί το ίδιο λιτά και ουσιαστικά… και με κάποια ακόμη όργανα σε επιμέρους tracks (τρομπέτα, τενόρο και τρομπόνι από τους Παπαδόπουλο, Βασιλάκη και Ανδρέου αντιστοίχως) να προσφέρουν στο τελικό άκουσμα ένα ακόμη πιο πλούσιο χρώμα.
Δεν υπάρχει λόγος να επιμείνουμε σε συγκεκριμένα θέματα (αν και 2-3 πιθανώς ξεχωρίζουν), καθότι εκείνο που προβάλλεται εδώ είναι η ενότητα ενός απλού και δουλεμένου άλμπουμ.
Μπράβο στα παιδιά!

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΙΚΙΑ μια πολύ βασική πτυχή του ελληνικού κοινωνικού-οικονομικού δράματος

$
0
0
«Στις 12 Ιουνίου 1969 ο Γκάμπριελ Βαλντές, ο Υπουργός Εξωτερικών της Χιλής, έκανε την ακόλουθη δήλωση στον Πρόεδρο των ΗΠΑ Νίξον:
“Είναι γενικά πιστευτό ότι η ήπειρός μας δέχεται πραγματική οικονομική βοήθεια. Τα στοιχεία όμως αποδεικνύουν το αντίθετο. Μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι η Λατινική Αμερική συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ, όπως και των άλλων βιομηχανικών χωρών. Οι ιδιωτικές επενδύσεις εσήμαιναν και σημαίνουν για τη Λατινική Αμερική πως τα ποσά που βγαίνουν απ’ την ήπειρό μας είναι μερικές φορές υψηλότερα απ’ αυτά που επενδύονται. Το δυνάμενο κεφάλαιό μας φθίνει. Τα οφέλη του επενδυμένου κεφαλαίου αναπτύσσονται και πολλαπλασιάζονται σε τεράστια μεγέθη, όχι στις χώρες μας αλλά στο εξωτερικό. Η αποκαλούμενη βοήθεια μ’ όλους τους γνωστούς της όρους, σημαίνει αγορές και μεγαλύτερη ανάπτυξη για τις αναπτυγμένες χώρες, αλλά δεν έχει στην πραγματικότητα αποζημιώσει τα ποσά που φεύγουν απ’ τη Λατινική Αμερική σαν πληρωμή του εξωτερικού χρέους και σαν το αποτέλεσμα των κερδών που δημιουργούνται από την άμεση ιδιωτική επένδυση. Με μια λέξη. Ξέρουμε πως η λατινική Αμερική δίνει περισσότερα απ’ όσα δέχεται.Πάνω σ’ αυτή την πραγματικότητα δεν είναι δυνατό να βασιστεί καμμιά αλληλεγγύη ή ακόμα οποιαδήποτε σταθερή ή θετική συνεργασία”».
Από το βιβλίο του Αντρέα Πατερναλιστικός Καπιταλισμός, που τυπώθηκε επί χούντας Ιωαννίδη (Μάρτιος 1974) από τον Καρανάση. Το βιβλίο είναι εξαιρετικό (είχε βγει πρώτα στο εξωτερικό, για να έλθει μεταφρασμένο στην Ελλάδα), με αναφορές, που ρίχνουν φως εν πολλοίς και στη σημερινή ελληνική κατάντια (όπως αυτή που αντέγραψα), δείχνοντας πως το μυαλό τού καθηγητή Αντρέα έκοβε ξυράφι, ασχέτως αν ο ίδιος κατάφερε να τα σκατώσει στην πράξη λίγα χρόνια αργότερα.

ΤΑΚΗΣ ΠΑΣΒΑΝΤΗΣ (1935-2017) – μια συνέντευξη του μεγάλου λαϊκού τρομπετίστα στους Νίκο Μητρογιαννόπουλο και Γιώργο Αθητάκη, που δημοσιεύτηκε στο Jazz &Τζαζ τον Μάιο του 2012

$
0
0
Έφυγε πριν τρεις μέρες από τη ζωή (19/1) ο Τάκης Πασβάντης – θρύλος τρομπετίστας που βρέθηκε δίπλα σε μεγάλες μορφές του ελληνικού τραγουδιού, ήδη από τα χρόνια του ’50.
Ο Πασβάντης γεννήθηκε το 1935 στην Κοκκινιά, το τρίτο παιδί μιας οικογένειας προσφύγων από τα βάθη της Μικράς Ασίας, τη Σπάρτα. Έκανε τα πρώτα του βήματα στη Φιλαρμονική του Δήμου Νικαίας, σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο και το Ωδείο Αθηνών, ενώ συνεργάστηκε με πολλά σπουδαία ονόματα της εποχής. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η συνεργασία με τον Μανώλη Χιώτη το καλοκαίρι του 1958, στα Ηλιοβασιλέματα.
Το μαγαζί ξεσκέπαστο, το παλκοσένικο απέναντι απ’ τον μπουφέ, ο Χιώτης είναι ζοχαδιασμένος γιατί ένα από τα πνευστά αργεί να μπει στο κομμάτι –παίζουν τη «Μαντουμπάλα»– μέχρι που ακούγεται το σόλο του Τάκη Πασβάντη. Ο Χιώτης γυρίζει στον Βαγγέλη Κυριαζή και του κάνει ένα νεύμα ικανοποίησης. Αυτή ήταν η άτυπη οντισιόν, για να περάσει ο Τάκης Πασβάντης στην ορχήστρα. Και η πρώτη φορά που μπήκε  τρομπέτα σε λαϊκό τραγούδι. Τα υπόλοιπα τα διηγείται ο ίδιος, με την πολύτιμη βοήθεια  της συζύγου του, της συριανής στιχουργού Πόπης Πασβάντη.
Ν.Μ.: Κύριε Πασβάντη πώς ξεκίνησε  η διαδρομή σας στη μουσική;
Τ.Π:Ο πατέρας μου, ο Αλέξανδρος, έπαιζε ούτι. Κι έπαιζε ωραίο ούτι. Η αδερφή μου η μεγάλη, η Πολυξένη, έπαιζε μαντολίνο. Η δεύτερη αδερφή μου, η Βασιλική, κιθάρα. Εγώ ήμουνα ο άμουσος της οικογένειας, πιτσιρίκος. Και η μικρή αδελφή, η Ευλαμπία, δεν ήθελε να μάθει μουσική. Το 1946, αλητεία, χειμώνας, βροχή… Και μαθαίνουμε στη γειτονιά ότι ένας γέρος στο Δημοτικό που πηγαίναμε μαθαίνει μουσική τα Κοκκινιωτάκια. Τζάμπα, για να κάνει μπάντα. Εμείς ήμαστε τα παιδιά του τζάμπα. Πήγαμε καμιά δεκαπενταριά, όλη η πιτσιρικαρία. Έντεκα χρονών ήμουνα. 
Ν.Μ: Ο δάσκαλος πώς λεγόταν;
Τ.Π:Αλέξανδρος Μαυρίδης. Ήταν αρχιμουσικός στη Φιλαρμονική του Δήμου Αθηναίων. Ήρθε από την Κωνσταντινούπολη. Δεν είχε παιδιά. Αυτός επέμενε να μάθω τρομπέτα, τρομπέτα έπαιζε κι αυτός. Εγώ δεν ήθελα, προτιμούσα κλαρίνο ή σαξόφωνο. Αυτός έφτιαξε και τη μπάντα του Δήμου Νικαίας και μ’ έβαλε μέσα, και με έστειλε μετά να κάνω και Θεωρητικά. 
Ν.Μ: Θεωρητικά σε ποιον;
Τ.Π:Στον Μιχάλη Βούρτση, τον πατέρα της Μάρθας Βούρτση, στο Εθνικό Ωδείο. Μ’ έστειλε ο δάσκαλός μου με δικά του λεφτά, γιατί δεν υπήρχε μία. Όταν τελείωσα, ο Βούρτσης μου έδωσε μια επιστολή και για να πάω στον Ευάγγελο Ευαγγελίου, να κάνω μαθήματα τρομπέτας στο Ωδείο Αθηνών. Και από εκεί  ξαναγύρισα στο Εθνικό, για να δώσω εξετάσεις και να πάρω το πτυχίο.

Η μπάντα του Δήμου Νικαίας. Ο Τάκης Πασβάντης στη δεύτερη σειρά (από κάτω), δεύτερος από δεξιά. Στο κέντρο με το μουστάκι ο δάσκαλός του στην τρομπέτα –και αυτός που τον παρακίνησε να γίνει τρομπετίστας– Αλέξανδρος Μαυρίδης.
Γ.Α: Η πρώτη εμφάνιση σε κέντρο πότε έγινε; 
Τ. Π:Το 1949, ήτανε. Μια Κυριακή έχουμε βρεθεί στου Γάλλου, οι αδελφές μου, ξαδέλφια, φίλοι, σ’ ένα χορευτικό κέντρο στην Κοκκινιά, στα Γερμανικά. Η ορχήστρα ήτανε ένα βιολί, ο Αρπαζόπουλος, ένα ακορντεόν, ο Νίκος Πατεράκης,  ήτανε ένας κουτσός ντράμερ, ο Τσουμπαριώτης και δυο τραγουδιστές, ο Αθανάσιος Ρουτσάκης και ο Γρηγόρης. Κι ακούω τον Ρουτσάκη να λέει «μεταξύ μας υπάρχει ένα ταλέντο στην τρομπέτα, τον λένε Τάκη Πασβάντη και θα ’ρθει να μας παίξει».Ο ξάδελφός μου είχε πάρει ζούλα την τρομπέτα από το σπίτι, και αυτός το είχε σκαρώσει να με φωνάξουνε. Τι να κάνω, ανεβαίνω. Τότε θυμάμαι υπήρχε ένα τραγούδι που το λέγανε «Μανιάνα». Και μία σάμπα του Μουζάκη «Μ’ αυτό τον καινούριο χορό». Σουξέ μεγάλα. Ε, ανεβαίνω πάνω, ο βιολίστας ξεκινάει τη «Μανιάνα», παίζω, και χαλάει ο κόσμος με το πιτσιρίκι με το κοντό βρακί και την τρομπέτα… Τελείωσα, παλαμάκια, δε ’θέλαν να κατέβω. Έπαιξα και τη σάμπα. Δε θυμάμαι τι άλλο έπαιξα. 
Γ.Α: Με τον Γάλλο υπήρξε κάποια συνέχεια; 
Τ.Π:Τη Δευτέρα μου ’ρχεται ο Γάλλος στο σπίτι. Και τον ακούω που συζητάει με τη μάνα μου. Η συχωρεμένη η μάνα μου… μη γίνει μουζικάντης ο γιος της. Γιατρό με ήθελε. Και ακούω που της λέει «κυρία Πασβάντη, εγώ θα σας τον φέρνω το βράδυ, μετά τη δουλειά σπίτι. Αφήστε. Θα παίρνει 40 δραχμές την Τετάρτη και 110 δραχμές το Σαββατοκύριακο».Κι άρχισα εκεί στου Γάλλου το μαγαζί. Από εκεί πήγε λέγοντας. Την εποχή εκείνη είχε έρθει ο 6οςαμερικανικός στόλος στον Πειραιά. Ο ακορντεονίστας που δουλεύαμε μαζί στου Γάλλου, ο Νίκος Πατεράκης, μου λέει «ρε μάγκα; Είσαι; 90 φράγκα μεροκάματο, είναι και η χαρτούρα».Πήγαμε Στο Μουλέν Ρουζ, ένα υπόγειο στο Πασαλιμάνι. Αλλά πήγαινα Γυμνάσιο. Αυτοί βγαίνανε στις δύο η ώρα. Κι έφευγα τώρα απ’ τα Γερμανικά με τα πόδια, από τη μια τη τρομπέτα, από την άλλη τα βιβλία. Τραγουδιστής ήταν ένας ανάπηρος, σε αναπηρική καρεκλίτσα, ο Μιχάκας. Ήταν η εποχή του Λουτσιάνο Ταγιόλι, ένας Ιταλός… Στις εννιά μέρες, παιδιά, έχω μαζέψει ή έντεκα ή δώδεκα χιλιάρικα. Λεφτά! Έπαιρνα ένα οικόπεδο στην Κοκκινιά. Μετά, όταν φύγανε οι Αμερικάνοι, έγινα μάγκας στα καμπαρεδάκια της Τρούμπας, με τον Μιχάλη Καλκάνη, στο Αμέρικαν Μπαρ. Εκεί ήταν… τρουμπγουέϊ. Βγήκε το καλοκαιράκι κι ένα εξτρά στην Αίγινα, Σαρωνίς λεγόταν το μαγαζί μού φαίνεται. Και πάλι ο Πατεράκης, εγώ, ένας ντράμερ, ο Βασίλης Γκόγκος κι ένας τραγουδιστής, ο Τζανιώτης, που ήταν του κλασικού ρεπερτορίου. Ε, από εκεί και έπειτα έπαιξα στο θέατρο, στο Κεντρικό στην Κονδύλη, έφαγα το φέσι μου, δεν άντεξα έφυγα. Εκεί ήταν ο Γιώργος Κορολόγος ακορντεόν – είχε γράψει και κάποιες επιτυχίες τότε. Και βρέθηκα στην Πλάκα, στην Παλιά Γειτονιά με τον Μηνά Πορτοκάλη, που ήταν ο μαέστρος, τον Πολυχρόνη Χαλκιά βιολί, το Μάνθο Χαλκιά σαξόφωνο και τον Μάρκο Καράμπελα ντραμς. 
Ν.Μ: Με τον Μουζάκη πότε αρχίσατε να συνεργάζεσθε; 
Τ.Π:Το ’55 στο Ακροπόλ, στο «Γυναίκες και λουλούδια», μια υπερ-επιθεώρηση. Την ίδια χρονιά υπέγραψα στ’ Αστέρια της Γλυφάδας. Μαέστρος εκεί ήτανε ένας Βραζιλιάνος, ο Γκαρσία, ο πρώτος που έφερε χάμοντ στην Αθήνα, ο οποίος υποτίθεται έπαιζε πιάνο. Λεζάντα, χειροφίλημα και έδειχνε το τσα τσα στην αθηναϊκή νύχτα. Κάθισα στ’ Αστέρια δυο χρόνια. Μετά βρέθηκα με τον Μουζάκη ξανά, στο θέατρο, πάλι στο Ακροπόλ, και στου Καρυστινού, ένα κέντρο στις Τρεις Γέφυρες. Μαζί με το Τρίο Μπραζίλ. Ο Κόκοτας, ο «ροκατζής» ο Κώστας στην κιθάρα, και ο Τάκης Τζωής. Ο Κόκοτας ήταν ο πρίμος του τρίο και τότε τον λέγανε Κοκοτό. Δεν είχε φαβορίτες ακόμα. Ξαναπήγα με τον Μουζάκη στο Χρυσό Πέταλο στο Γαλάτσι, με Ρένα Βλαχοπούλου, Μαίρη Ντόλτση και το Τρίο Μπελκάντο. Λίγο αργότερα, το καλοκαίρι του ’58, στη Βάρκιζα, στο Δίχτυ. Ορχήστρα Μουζάκη, χορευτική μουσική, τραγουδίστρια ορχήστρας η Μούσχουρη κι ένας Κρίστιαν, ο οποίος το γύρισε μετά στο λαϊκό. Τα ιταλικά έλεγε αυτός. Το μαγαζί το είχε ο γνωστός Βασίλης Χειλάς, που είχε και την Τριάνα στη Συγγρού. Έβαζε 800 άτομα. Η ορχήστρα έσκιζε, ε; Μια τρομπέτα ο Μουζάκης και δεύτερη εγώ. Ο Μουζάκης δε μ’ άλλαζε με τίποτα, γιατί τον κρατούσα. Είχα την ευχέρεια να παίζω. Τι ήχο είχες; Είχες στενό; Έπαιζα στενά. Είχες παχύ, έντονο; Έπαιζα έντονα. Κολλούσα δηλαδή, κι άκουγες δυο τρομπέτες σε μία. Εκεί, ένα βράδυ παρεξηγήθηκα με τον Μουζάκη, έφυγα και ο Βαγγέλης Κυριαζής μου πρότεινε να πάω στην ορχήστρα του Χιώτη, στα Ηλιοβασιλέματα, στην παλιά Αρζεντίνα, στο Καλαμάκι.

Μπροστά: Μαίρη Λίντα, Μανώλης Χιώτης. Πίσω, όρθιοι (από αριστερά): Τάκης Πασβάντης (τρομπέτα), Μιχάλης Καλκάνης (σαξόφωνο), Γιάννης Δέδες (μπάσο), Στάθης Μωραΐτης (βιολί), Βαγγέλης Κυριαζής (ακορντεόν), Ρεμί (ντραμς). Στο Σενού ή το Μουσείο στις αρχές του ’60
Ν.Μ: Η συνεργασία με τον Χιώτη πώς ήτανε; 
Τ.Π:  Ο Χιώτης ήταν συνάδελφος άριστος. Δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του, να του πειράξεις μουσικό. Και ως μουσικός ήτανε δέκα χρόνια πιο μπροστά απ’ όλους τους άλλους. Ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε πνευστά με τα μπουζούκια. Δεν είχε ξαναγίνει. Ο Μανώλης ο Χιώτης δεν ήτανε μπουζουξής. Ο Μανώλης ο Χιώτης έπαιζε κιθάρα, τρομερή κιθάρα! Ήτανε βιρτουόζος! Εν τω μεταξύ, ήτανε αγαπητός, δεν χάλαγε χατίρι, και προκειμένου να κονομήσουμε έβλεπε ότι καθίσαμε σε παρέα, χαρτούρα, έπαιρνε το μπουζουκάκι του και το ’ριχνε στην πλάκα: «χωράω κι εγώ με τα παιδιά της ορχήστρας μου;».Και φεύγαμε, εκεί που ήτανε 220 το μεροκάματο, φεύγαμε με κανα πεντακοσάρικο καπέλο. Δεν μπορώ να τα ξεχάσω αυτά. Ήμαστε και κουμπάροι. Ο Μανώλης μου πάντρεψε την αδελφή μου και βάφτισε και την ανιψιά μου, τη Μαίρη. 
Ν.Μ: Σε ποια άλλα μαγαζιά παίξατε με τον Χιώτη; 
Τ.Π:Ηλιοβασιλέματα, το ’58. Από τα Ηλιοβασιλέματα πήγαμε στη Σπηλιά του Παρασκευά, στην Καστέλα. Έπειτα στο Μουσείο, στην Πατησίων. Στο Σενού, στο Σκαραμαγκά, ένα στενάκι αδιέξοδο, πάλι στην Πατησίων απέναντι από το Πολυτεχνείο. Στο Σενού είμαστε χειμώνα. Μετά, ξανά στη Σπηλιά του Παρασκευά, παίξαμε τρία-τέσσερα καλοκαίρια εκεί. Μέχρι το ’63-’64 ήμουνα με το Χιώτη. Μετά πήγε στην Πλάκα, στου Μοστρού, ήθελε ν’ αλλάξει μουσικούς απ’ την ορχήστρα, εγώ διαφώνησα, κι έτσι σταμάτησε η συνεργασία μας.

Η ορχήστρα του Κώστα Κλάβα, μάλλον στου «Μοστρού», περί το 1963-64. Από αριστερά: Κρύσταλ τραγούδι, Κώστας Κλάβας πιάνο, Σταύρος Αυγερινός τραγούδι, Θανάσης Αραπίδης τενόρο σαξόφωνο (καθιστός), Κώστας (αγνώστου επωνύμου) μπάσο (στηρίζεται στο πιάνο), Τάκης Πασβάντης τρομπέτα, Μίμης Κλάβας ντραμς (πίσω από τον Πασβάντη), Κυριάκος Καπούκης τενόρο σαξόφωνο, ηλεκτρική κιθάρα (όρθιος, πίσω από τον Μίμη Κλάβα).
Ν.Μ: Μετά τον Χιώτη; 
Τ.Π:Στη Σπηλιά του Παρασκευά έχω κάνει μέχρι το ’65. Γιατί έφυγε ο Χιώτης και  συνεχίσαμε με τον Μπιθικώτση. Εκεί ξαναπήγα και αργότερα, επί χούντας, πάλι με τον Μπιθικώτση και την ορχήστρα του Λυκούργου Μαρκέα. Το ’64 πήγα στου Μοστρού με τον Κώστα Κλάββα. Το ’63 ή το ’65 έφτιαξα την ορχήστρα και πήγα στα Καμένα Βούρλα, στη Γαλήνη, με τον Γιάννη Κανακάκη στο βιολί. Με τον Μαρκέα, το 1966, δουλέψαμε μαζί στο Κάστρο, στην Πλάκα, λίγο πιο κάτω από του Μοστρού. Εκεί, μάλιστα, μ’ έβαλε κι έπαιζα μαντολίνο στη μουσική φαγητού, για να μην κάθομαι εγώ ενώ δουλεύουν οι άλλοι. Τέλη του ’69 αρχές του ’70  έπαιξα στο Κόρονετ με τον Ηρακλή Θεοφανίδη. Δεκαετία του ’60 δούλεψα και στο Μπεν Νουί, στη Βούλα, με τον Νίκο Ιγνατιάδη. Από το 1969 έως το 1976 έκανα τη δική μου ορχήστρα και ταξίδευα με κρουαζιερόπλοια, το Αμερικανίς και το Ρομάντσα. Κατέβηκα για να μπω στη ραδιοφωνία, στην Ποικίλη Ορχήστρα. Και είπε το οκέι ο Χατζιδάκις και μπήκα. Αλλιώς δεν έμπαινα. Παράλληλα ήμουνα με τον Σπύρο Παπαβασιλείου, από το 1976 έως τα μέσα του ’80: Φαντασία, Διογένης, Στορκ, Δειλινά και για σαράντα μέρες στο Λα Σιτέ, στο Σέιχ Σου.  Έφυγα με σύνταξη το 1992. 
Ν.Μ: Τα μεγάλα ονόματα στην τρομπέτα ποια ήταν εκείνη την εποχή; 
Τ.Π:Ο δάσκαλός μου, ο Ευάγγελος Ευαγγελίου, είχε «ξεφτιλίσει» την τρομπέτα. Έπαιξε το «Πέταγμα της μέλισσας» που παίζει ο Χάρυ Τζέημς δυο φορές γρηγορότερα από τον Τζέημς. Το ’παιξε δυο φορές πιο γρήγορα με την Κρατική Ορχήστρα και οι μουσικοί της Κρατικής σήκωσαν τα χέρια, τα βιολιά δεν μπορούσαν να τον προλάβουνε. Κοντραριζότανε με τον Βύρωνα Κολάση, που ο Κολάσης ήτανε ο Κολάσης! Ο Ευαγγελίου ήταν ο αφανής, αλλά γνωστός στον κύκλο. Προηγήθηκε. Πρώτη τρομπέτα στη Συμφωνική Ορχήστρα, πρώτη τρομπέτα στο ραδιόφωνο, και στην Κρατική πρώτη τρομπέτα. Από τη λυρική δεν πέρασε, γιατί εκεί ήτανε ένας Μολτσενίκος, τρομπετίστας. Ο γιος του έγινε σαξοφωνίστας, χωρίς να πάει ωδείο, χωρίς τίποτα. Και έγινε τζαζίστας. Αυτός ήταν ο πρωτοπόρος στο προβιζάρισμα (σ.σ. αυτοσχεδιασμός). Ο Νίκος Ευαγγελίου. Στην περίοδο του Ευαγγελίου ήταν ένας Ρώσος, Γκλίμερ τον λέγανε, κάπως έτσι, για τον οποίο λέγανε –εγώ δεν τον είχα ακούσει, δεν τον ήξερα– ότι ήταν πάρα πολύ καλός τρομπετίστας. Οι άλλοι τρομπετίσται…. Ο Ράνιος που έπαιζε πρώτη τρομπέτα στην Ποικίλη Ορχήστρα τον καιρό εκείνο, Κερκυραίος, είχε έναν ήχο στενό. Ήταν από τους καλούς. Ο Γιούργας, Κερκυραίος κι αυτός, από τις καλές δουλειές, έπαιζε πρώτη τρομπέτα με τον Πρέντα. Ο γιος του έγινε πιανίστας, μάλιστα τον είχα μαζί μου ένα φεγγάρι. Μετά υπήρχε ένας Σαΐτης. Τώρα, αυτή την εποχή, από τους καλούς της πιάτσας είναι ο Νίκος Σακελλαράκης.
Κοίταξε, εμένα μ’ άρεσε ο Μουζάκης, ήμουνα «μουζακικός». Πες ότι μεροληπτώ. Ο Μουζάκης ό,τι έγραφε το εναρμόνιζε, και όταν προβιζάριζε προβιζάριζε σωστά, επάνω σ’ αυτά που ’χε γραμμένα. Το ύφος του Μουζάκη στο προβιζάρισμα ήταν α λα τούρκα. Δηλαδή χρησιμοποιούσε τριημιτόνια και το πήγαινε κάπου αλλού… Αυτός ήτανε, αλλά ήτανε σωστός. Ο Σταύρος Ρουχωτάς είχε τρομερές δυνατότητες σαν τρομπετίστας, είχε τρομερό ήχο, αλλά με ήθελε δίπλα του, πάντα. Να του μετράω τα μέτρα. «Ωρε! Δίπλα μου, ε;».Και παίζαμε, τον κράταγα καλά, και μόλις έφτανε να προβιζάρει του έλεγα «ένα», «δυο», «τρία», του μέτραγα τα μέτρα που ’παιζε. «Εφτά», «τελειώνεις», «κλείσε». Και μπαίναμε στο θέμα που προβιζάριζε. Ωραίος τρομπετίστας. Ένας τρομπετίστας πολύ καλός, Αιγυπτιώτης, ήταν κι ο Γιάννης Θεοδωρίδης. Αυτός προβιζάριζε. Ένας άλλος Κοκκινιώτης ήταν ο Κώστας Καριώτης. Τρομπέτα για πολλά «νταν». Έσκιζε, στο Γκριν Παρκ, στο Άλσος. Μελέτησε, κοιμόταν με την τρομπέτα αγκαλιά, έγινε πάρα πολύ καλός τρομπετίστας. 
Ν.Μ: Εσείς πώς θα περιγράφατε τον δικό σας ήχο;
Τ.Π:Εγώ είχα ένα φυσικό προσόν, το οποίο μου το έλεγαν άλλοι: η τρομπέτα είναι ένα δύσκολο όργανο. Από τα δύσκολα όργανα. Από τις χαμηλές μέχρι τις ψηλές, φυσιολογικά, ο ήχος στενεύει. Γίνεται οξύτερος και στενεύει. Εγώ είχα το προνόμιο, το προσόν ή το χάρισμα όλη μου η γκάμα, μέχρι τις ψηλές που έπαιζα να έχει ομοιογένεια. Και βγαίνοντας έξω απ’ το πεντάγραμμο να μη στενεύει ο ήχος. Ήτανε πάντα γεμάτος. Δηλαδή, όταν έπαιζα με τέσσερις τρομπέτες δέσποζε το παίξιμό μου και έδενε και τους άλλους. Όταν έπαιζε άλλος πρώτη τρομπέτα και παίζαμε οι άλλοι από κάτω, ξέφτιζε. 
Ν.Μ: Ποιοι ήταν οι μαέστροι  εκείνη την εποχή στην Αθήνα; Ποιες ορχήστρες υπήρχαν;
Τ.Π:Ο Γιώργος ο Μουζάκης είχε ορχήστρα. Ήτανε τα βιολιά του Τάκη Μωράκη. Η ορχήστρα του Γιώργου Θεοδοσιάδη. Ο Μίμης ο Πλέσσας, είχε κουιντέτο, σεξτέτο. Έπαιζε στα κλαμπ τα αμερικάνικα. Κάναμε κάτι πρωινά στο Ρεξ. Ο Κώστας Πρέντας έβγαινε με μεγάλη ορχήστρα, τρομπέτα, σαξόφωνο, βιολί. Μάλιστα θυμάμαι είχε τον Σιγκαρέα πιανίστα, τον γιατρό, και είχε και τον αδελφό του, τον Βύρωνα, ο οποίος έπαιζε βιολί και σαξόφωνο. Δεν δούλεψα μαζί του. Ο Μιχάλης Μπαρμπαλιάς, Πειραιώτης, δούλευε συνήθως στην Πλάκα. Και ο Μηνάς Πορτοκάλης επίσης, με τον οποίο κάναμε πολλά εξτρά εμείς. Τότε οι ορχήστρες ήτανε έξι όργανα, εφτά όργανα, πέντε όργανα. Δεν ήτανε πολλά. Οι μεγάλες ήτανε οχτώ-δέκα. Ήταν ακόμη ο Ηρακλής Θεοφανίδης, καλός μουσικός. Δούλευε για χρόνια στην Αμερική, Κάρνεγκι Χολ και σε έτσι μεριά. Πιανίστας, μετρημένο παιδί. Με το Γιώργο Μυρογιάννη συνεργαζόμουνα, κάτι Λουτράκι, κάτι Κόρινθο. Κάποια στιγμή έκανε τον μαέστρο ο Τέλης Αποστολάκος στ’ Αστέρια. Αυτός είχε τον αδελφό τον υπουργό. Υπήρχε και η ορχήστρα Τσίχλα. Οικογενειακή ορχήστρα, ο Γιάννης, ο Ζαχαρίας, η Κρύσταλ, μετά χώρισαν. Ήταν η ορχήστρα Κώστα Κλάββα και η ορχήστρα Κανακάκη-Λεβ. Ο Γιάννης Κανακάκης ήταν ο αγαπητός της αριστοκρατίας των Αθηνών. Κανακάκης-Λεβ, παίζανε στην Αθηναία. Ο Κανακάκης ήταν το όνομα, ο λεζαντίφ, ο Λεβ ήτανε ο εργάτης του πιάνου που το ’σκαβε. Ο Μπάμπης Μπερκέτης συνήθως έπαιζε στην Αίγλη του Ζαππείου. Πολύ καλός σαξοφωνίστας, αλλά δεν ήταν μοντέρνος. Ο Λυκούργος Μαρκέας είχε ορχήστρα, ο Γιώργος ο Κατσαρός, ο Χατζηνάσιος, ο Ιγνατιάδης. Όλοι αυτοί είχανε ορχήστρα. Ο Γεράσιμος Λαβράνος βέβαια… Μαζί του δούλεψα στο 13, στην παραλία. 

Καθιστοί (από αριστερά): Στάθης Μωραΐτης (βιολί), ένας πιανίστας αγνώστου ονόματος, Τάκης Πασβάντης (τρομπέτα). Όρθιοι (από αριστερά): Γιάννης Δέδες (μπάσο), Μιχάλης Καλκάνης (σαξόφωνο), Ρεμί (ντραμς), ο γάλλος ηθοποιός Έντι Κονσταντίν, ο ιταλός τραγουδιστής και κομπέρ Πιέρο Λοβάτι, Βαγγέλης Κυριαζής (ακορντεόν). Σπηλιά του Παρασκευά, 1962 ή ’63.
Ν.Μ: Από αμερικάνικη μουσική ακούγατε καθόλου
Τ.Π:Τον Λούι Άρμστρονγκ… Μάλιστα, λένε ότι τα όργανα μιμούνται την ανθρώπινη φωνή. Ο Άρμστρονγκ ήταν αυτός. Όπως τραγουδούσε έπαιζε. Γι’ αυτό είχε αυτό το βραχνό στο τραγούδι και το παίξιμο του. Όταν πάλι είχε έρθει ο Ντίζυ Γκιλέσπι, σε όλες τις συναυλίες που είχε κάνει ήμουνα στα παρασκήνια. Ν’ ακούσω. Ο Γκιλέσπι εκτός από την ταχύτητα που είχε, είχε τρομερή ευχέρεια να ανεβοκατεβαίνει. Έπαιζε ψηλά πολύ και κατέβαινε. Ήτανε τόσο γρήγορος και τόσο ταχύς που δεν προλάβαινα να τον παρακολουθήσω. Ενώ έχω ντικέ καλή, δεν προλάβαινα. Το 1970 σε ένα ταξίδι συνάντησα τον αδελφό τού Αλ Χαρτ. Και με ρώτησε αν ήθελα όταν γυρίσει στην Αμερική να του προτείνει να παίξω κι εγώ στη μπάντα του. Γέλασα, είπα «εγώ με τον Αλ τι θα παίξω; Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να του γυρνάω τα φύλλα απ’ τις παρτιτούρες».Ξέρεις πόσες προτάσεις είχα για Αμερική; Φοβόμουνα το εκτός έδρας. 
Ν.Μ: Κατασκευαστές για τρομπέτες υπήρχαν όταν ξεκίνησες;
Τ.Π:Κατασκευαστές ούτε τώρα υπάρχουν. Επισκευή κάνουνε. Υπάρχουνε ορισμένοι πολύ καλοί τεχνίτες. Εγώ πρόλαβα τον παππού τον Μάγγελ, στη Χαριλάου Τρικούπη. 
Ν.Μ: Ποιες τρομπέτες θεωρείτε πως είναι  καλές; Ποιες προτιμούσατε;
Τ.Π:Οι τρομπέτες οι καλές, οι σωστές, είναι οι βαριές, οι αμερικάνικες. Όλα τα χάλκινα τα αμερικάνικα. Δεν ξέρω οι άλλοι τρομπετίστες πώς νιώθανε, εγώ επειδή φύσαγα έντονα, είχα ορμή στο φύσημα, όταν έπαιζα με ελαφρύ όργανο δεν μπορούσα να ελέγξω απόλυτα τις νότες που έβγαζα. Και μετά από κανένα εικοσάλεπτο, γιατί παλιά παίζαμε σερί, δεν είχε διάλειμμα για τσιγάρο, έβλεπα το όργανο που με πρόδιδε. Στα είκοσι λεπτά απάνω η τρομπέτα άναβε, πώς λέμε ότι ζεσταίνεται το αυτοκίνητο; Άναβε και έβγαινε μουντός ο ήχος. Και γι’ αυτό σώθηκα με τις Κον. Μ’ αυτή την τρομπέτα φυσάς σολ και σου δίνει σολ. Και όταν λέμε βαριά τρομπέτα εννοώ στην ένταση που θέλει για να παίξεις. Δεν έχει σχέση με το πόσο ζυγίζει. Η βαριά τρομπέτα σε αντέχει στο φύσημα στο έντονο. Θέλει αέρα. Σε αντέχει στο φύσημα το πρεσαριστό. Και μπορεί να σου δώσει το πιο χαμηλό παίξιμο. Δεν σε προδίδει ούτε στο ήπιο παίξιμο ούτε στο φορτσάτο. Ενώ οι ελαφριές σε προδίδουν,  και η πρώτη προδοσία είναι στα είκοσι λεπτά που θα παίξεις. Θυμάμαι οι τσεχοσλοβάκικες ήταν ελαφριές στο παίξιμο, ήταν ψιλοφάλτσες. Δεν ήταν καλές τρομπέτες. Εγώ φύσαγα πολύ και θυμάμαι με την Κον έπαιζα απερίσκεπτα. 
Γ.Α:Τα πρώτα τραγούδια- συνθέσεις δικές σας - που γράψατε με ποιον ήταν;
Τ.Π:Στη Μιούζικ Μποξ, με τον συχωρεμένο του Μιχαλόπουλου τον γιο, το Σταύρο. Ήταν ο Τάκης Αθηναίος τότε εκεί, μου είχε εμπιστοσύνη. Μετά με τον Μανώλη Μπαρμπεράκη, με τη Σοφία Σιδέρη, τον Κώστα Καφάση, την Έλενα Ρώμεση, τον Νίκο Λιώκο, τη Βίκυ Παππά, τη Στέλλα Χρυσικοπούλου, τη Ρένα Ντάλμα, τον Τζων Τίκη,  την Έλενα Βασιλάκη και την Καίτη Ντάλη. Πάντως όλα τα τραγούδια που έχω γράψει, καμιά πενηνταριά είναι σε στίχους της Πόπης Πασβάντη, της γυναίκας μου, και όλα κατόπιν καυγά. «Έχω λέει το μουσικό στο σπίτι και φέρνω τον καθένα για να μου γράψει; Δεν ντρέπεσαι;».Της λέω «εγώ είμαι τρομπετίστας, δεν είμαι συνθέτης!». 
Γ.Α. Ως μουσικός πότε μπήκατε στη δισκογραφία;
Τ.Π:Το 1953 με το Μάνο Χατζιδάκι σ’ ένα στούντιο κάπου εκεί στις Τρεις Γέφυρες. Θυμάμαι τη Σούλη Σαμπάχ κι ήτανε να κάνει ένα τραγουδάκι για μία ταινία, ένα βαλσάκι. Μπήκαμε στο στούντιο κάπου τέσσερις το μεσημέρι, έχει πάει εννιά και δεν έχουμε τελειώσει. Γιατί τότε το κομμάτι χρεωνότανε, για την εταιρία, 120 το κομμάτι, ή 150 οι σολίστες. Ο Χατζιδάκις πλήρωνε καλύτερα απ’ όλους, 180 το κομμάτι, πολλές φορές δεν έπαιρνε λεφτά για να πληρώσει τους μουσικούς, για να τα λέμε όπως έχουνε. Και ρωτούσε προτού αρχίσουμε την ηχογράφηση «τώρα με την ώρα ή με το κομμάτι;». Ταχιάτης τσέλο, μεγάλη μουσικομάνα, Ροδουσάκης Ανδρέας, μπάσο, ο Γκίνoς Νίκος μεγάλο κλαρίνο, o Μπάμπης Φαραντάτος, μιλάμε για το ανθόγαλο της ιστορίας. Και τον κοιτάγανε «έλα μωρέ Μάνο, αφού ξέρεις, ότι εμείς δεν πάμε με το κομμάτι, με την ώρα, εντάξει, όσο πάει».Αρχίσαμε την ηχογράφηση παιδιά τέσσερις η ώρα το μεσημέρι, είχε πάει η ώρα εννιά το βράδυ και το κομμάτι δεν έλεγε να τελειώσει. Ε, μετά ο Μάνος όταν έβγαινε κάτι με φώναζε. Θεός σχωρέστονε, αν μ’ ακούει, τον αγαπάω ακόμα. Τον θαύμαζα γιατί μπορούσε να σε βοηθήσει, και σε βοήθαγε χωρίς ανταλλάγματα. Ήτανε άνθρωπος με εκατό άλφα κεφαλαία. 
Ν.Μ: Να περάσουμε σε ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο: κινηματογράφος. Θυμόσαστε σε πόσες ταινίες έχετε παίξει;
Τ.Π:Σαν φιγκεράλ, σαν εικόνα, ή σαν υπόκρουση μουσική; Σαν υπόκρουση έχω παίξει σε πάρα πολλές. Με τον Μίμη Πλέσσα σ’ όλες τις ταινίες της Φίνος Φιλμ έπαιζα εγώ. Άλλοι συνθέτες με τους οποίους συνεργάστηκα, ήταν ο Χατζιδάκις, ο Θεοδοσιάδης, ο Κώστας Καπνίσης, ο Μουζάκης. Με τον Θεοδωράκη κάναμε τον Ζορμπά, δυο τρομπέτες, δε θυμάμαι, ποιος ήταν ο άλλος… Ο Κώστας Καριώτης ήτανε ή ο Γιάννης ο Θεοδωρίδης; Δε θυμάμαι. Με τον Ξαρχάκο έχω δουλέψει στο θέατρο, στο πρώτο μιούζικαλ που ανέβηκε στην Αθήνα, στο Μετροπόλιταν, στο «Μην πατάτε τη χλόη».
Ν.Μ: Από ταινίες μπορείτε να μου πείτε κάποιες, ενδεικτικά, στις οποίες εμφανίζεσθε;
Τ.Π:«Το παιδί και το δελφίνι». Ξένη παραγωγή, στ’ Αστέρια. Η ορχήστρα ήτανε η ορχήστρα των Αστεριών. Άλλες ταινίες «Ένας βλάκας και μισός», «Λαός και Κολωνάκι», «Φτωχαδάκια και λεφτάδες», «Μαριχουάνα στοπ», «Ο ανήφορος», σε όλες έχω παίξει εγώ μέσα. «Το μανούλι, η μανούλα και ο παίδαρος», Μιχαλόπουλος, Βλαχοπούλου, με τον Θεοδοσιάδη. Μάλιστα αν σου πέσει, μπροστά στους τίτλους είμαι εγώ, ξεκινάει με τον Τάκη. 
Ν.Μ: Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παίζατε πρώτη τρομπέτα;
Τ.Π:Εξαρτάται. Όταν είχα έναν τρομπετίστα που δεν ήθελα να τον μειώσω… Λόγου χάριν τον Γιάννη Θεοδωρίδη. Ήταν μεγαλύτερος από μένα, αλλά επειδή τον πίστευα, επειδή προβιζάριζε, μ’ άρεσε το παίξιμό του, όταν πηγαίναμε στούντιο του ’λεγα «Γιάννη παίξε πρώτη τρομπέτα». 
Ν.Μ: Η διαφορά ανάμεσα σε πρώτη και δεύτερη τρομπέτα ποια είναι;
Τ.Π:Καμμία. Μόνο για το ονόρε. Η δυσκολία είναι η ίδια. Υπάρχει μια «τρίτη» διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό που παίζει η πρώτη και η δεύτερη. Αλλά η ταχύτητα, η διαμοίραση του διαβάσματος είναι ίδια. Προβιζάρισμα δεν υπάρχει, εκτός αν είναι τζαζίστικο το κομμάτι. Αυτό δεν το γουστάριζα εγώ, δεν προβιζάριζα. Όταν μου λέγανε να προβιζάρω απαντούσα «εγώ δεν είμαι τζαζίστας, χιτζαζίστας είμαι». 
Ν.Μ: Κύριε Πασβάντη, να σας ευχαριστήσω για το χρόνο που μας διαθέσατε και να ζητήσω μια χάρη: ως μουσικός θα μπορούσατε να κάνετε ένα φινάλε για όλη αυτή τη συζήτηση;
Τ.Π:Να σου πω αυτό που έκανα με την τρομπέτα, όταν τελείωνε το κομμάτι; Έπαιζα «σολ-φα-σολ-λα-σολ» κι έκανα με την τρομπέτα «σκα-τά». Με την τρομπέτα. Ναι ρε παιδί μου! (γέλια). Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. «Ντο ματζόρε», πάλι.
 

δύο άλμπουμ της Edition

$
0
0
Βρετανική εταιρεία με πολύ δυνατό τζαζ κατάλογο (και όχι μόνο), η EditionRecordsεισάγεται στην Ελλάδα από την ANMusic. Μερικά λόγια για δύο πρόσφατα CDτης…
SLOWLYROLLINGCAMERA: AllThings [Edition, 2016]
Θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω, με μιας, κάπως «ασυνήθιστο» αυτό το CD, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει να το κάνω. Το λέω, επειδή δεν είμαι απόλυτος γνώστης του καταλόγου της εταιρείας του DaveStapleton, της EditionRecords.
Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Κατ’ αρχάς ένα κουαρτέτο, τους SlowlyRollingCamera, το οποίο αποτελούν η DionneBennettστίχους, φωνή (είναι η κυρία στο εξώφυλλο; – πιθανώς), ο DaveStapletonδιάφορα πλήκτρα και πιάνο ανάμεσα, ο DeriRobertsηλεκτρονικά κι ένα κάρο κρουστά και τέλος ο ElliotBennettντραμς, κρουστά. Αυτοί οι τέσσερις πλαισιώνονται από μια συστάδα μουσικών (σύνολο δέκα οκτώ!), οι οποίοι εμφανίζονται εδώ κι εκεί, εννοείται, και όχι όλοι μαζί, ορίζοντας έναν ήχο, που δεν είναι εύκολα περιγράψιμος. Ή, μάλλον, δεν είναι εύκολα περιγράψιμος με μια-δυο λέξεις.
Η jazz, σε μια κατά βάση jazzεταιρεία (όπως είναι η Edition) είναι εδώ, ουσιαστικώς απούσα. Το τραγούδι της Bennett, εννοώ, δεν είναι τζαζ τραγούδι, είναι smooth-soulή soulfulγενικότερα, ενώ και ο ευρύτερος ήχος έχει να κάνει με πολλά και διάφορα (πλην της jazz) – από το 90sdowntempo, με τα τριπχοπάδικα ψήγματα, μέχρι τα lushstringsτου ήχου της Φιλαδέλφειας.
Το θέμα είναι, όμως, πως αν και άκουσα το “AllThings” τρεις φορές συνεχώς δεν βρήκα μέσα ένα κομμάτι που να μου «κολλήσει» (ίδιον των σχετικών δίσκων της εποχής). Κι αυτό πάντα θα είναι ένα ζήτημα. Το να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με άψογες παραγωγές, με μουσικαράδες, με πολύ καλές τραγουδίστριες, που γράφουν και ενδιαφέροντες στίχους και παρά ταύτα οι συνθέσεις (Stapleton/ D. Bennett) να μη μένουν.
Δεν είναι αδιάφορο άλμπουμ το “Allthings” και καλά κομμάτια έχει (όπως το “Delusive”, που ξεχωρίζει), απλώς, λόγω εταιρείας, περιμέναμε κάτι δυνατότερο.
STUART McCALLUM/ MIKE WALKER: The Space Between [Edition, 2016]
Άλλο ένα πρόσφατο ιδιόμορφο άλμπουμ από την πάντα εκλεκτική βρετανική Edition. Το “TheSpaceBetween” των StuartMcCallum (ακουστικές κιθάρες, ηλεκτρονικά) και MikeWalker(ηλεκτρικές κιθάρες), είναι ένα απλό μέσα στην επεξεργασία του CD, χαμηλών τόνων οπωσδήποτε (με λιγοστές εξάρσεις), που προπαγανδίζει την ηρεμία και την ηχητική… ασφάλεια. Μπορούν, δε, να το ακούσουν εντελώς διαφορετικής γκάμας ακροατές. Από τζαζόφιλους και εκλεκτικούς (ναι, είναι η λέξη που θα την επαναλάβω 2-3 φορές) ροκάδες, μέχρι κλασικο-αναθρεμμένους και… εραστές της καλής μουσικής, γενικώς, καθώς τα βασικά, μη αιχμηρά, χαρακτηριστικά του έχουν τον τρόπο να δημιουργούν μιαν αποδεκτή, από πολλούς, ατμόσφαιρα.
Μη νομιστεί. Οι McCallumκαι Walkerδεν παίζουν αδιάφορη μουσική. Απεναντίας. Οι συνθέσεις του είναι αφόρητα λεπτολογημένες, προερχόμενες από ανθρώπους που έχουν οπωσδήποτε κλασική παιδεία, και που, βεβαίως, στην πορεία, άκουσαν και άλλα πράγματα (jazz, rockκαι τα λοιπά – αυτά που ακούμε όλοι μας). Δείγμα των προθέσεών τους, εξάλλου, μας παρέχουν και οι λίγες διασκευές που ακούγονται στο “TheSpaceBetween” και αυτές είναι το “Alfie” του BurtBacharach (ως “Bacarach” αναγράφεται στο εξώφυλλο και αυτό είναι απρέπεια για ένα labelτης κλάσης της Edition), κάποιο Κουαρτέτο Εγχόρδων του Debussyκαι ακόμη το “Myideal” του RichardWhiting. Κουαρτέτο εγχόρδων (σχήμα) ακούγεται, μάλιστα, και σε τέσσερα tracks(και όχι στον Debussy) με την παρουσία του στο φερώνυμο “Thespacebetween” να κρίνεται ως αποφασιστικής σημασίας (εξαιρετικό!). Ιδιαίτερο είναι, τέλος, και το έσχατο “Skydancer”, που διαρκεί λίγο πάνω από επτά λεπτά και που εμφανίζει συγκριτικώς τις πιο ηλεκτρονικές και ροκάδικες προεκτάσεις.

ΕΞΙ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ όψεις του νέου ροκ... progressive, avant ή όποιου άλλου

$
0
0
NOYADES: Go Fast [Atypeek Music/ S.K. Records, 2016]
ΑπότηΛυώνείναιοι Noyades, έναinstrumental power rock trio αποτελούμενοεκτων Cyril Meysson κιθάρες, Vincent Cuny μπάσοκαιJessy Ensenat ντραμς. Βεβαίως, με το να λέμε σκέτο «ροκ» είναι σαν να μη λέμε απολύτως τίποτα, οπότε ας συμπληρώσουμε και τα παρακάτω…
Όχι οι Cream, αλλά ο Hendrixθα μπορούσε να είναι μια κλασική πρώτη αναφορά των Γάλλων – και λέμε πρώτη, γιατί από ’κει κάτω το… χάος. Με τις κιθάρες ναι μεν στην τσίτα και σε πλήρη θορυβοποιό δράση, αλλά ενίοτε και με μια διάθεση περισσότερο περιγραφική, οι Noyadesέχουν κομμάτια, στο “GoFast”, για το μέσο αυτί, και βεβαίως πιο πολλά για το… εξειδικευμένο. Το track 5 π.χ., που τιτλοφορείται “SidiAbderrahman” (βραχώδες σχεδόν-νησί κοντά στην Καζαμπλάνκα, που «κρατάει») ξεκινά κάπως χαλαρά, με έξυπνη μονοτονία, πριν αρχίζει να «γεμίζει» μετά τη μέση του, με το “Mevlana” να επενδύει στα χοντροκομμένα riffs, όχι μακριά από μια Sabbath-ική λογική. Μνείας χρήζει, τέλος, και το έσχατο 17λεπτο “Reflects”, στο οποίο οι τρεις Noyadesτο πάνε το θέμα και σε πιο κοσμικές, μα πάντα «σκληρές» μεριές (πολύ ενδιαφέρον).
Γενικώς, ένας συνδυασμός «μετάλλου» και noiseείναι ό,τι πιο περιεκτικό μπορείς να πεις γι’ αυτό το ενδιαφέρον γκρουπ.
LABIRINTO: Gehenna [Pelagic, 2016-17]
Μεταλλική κατασκευή… χτισμένη στο SãoPaulo. Βραζιλιάνοι είναι οι Labirinto (RicardoP. Cabralμπάσο, MurielCuriντραμς, ErickCruxenκιθάρες, LuisNaressiπλήκτρα) με το “Gehenna” να μην είναι το ντεμπούτο τους, αλλά το τελευταίο τους 2LP/CD. Εννοούμε πως το συγκρότημα υπάρχει από το 2003, έχοντας κυκλοφορήσει διάφορες δουλειές του είτε σε ψηφιακή, είτε σε υλική μορφή, έχοντας (πάντα και εξ όσων κατάλαβα) καλή σχέση με το έπος. Χωρίς φωνή κι εδώ, και με τέσσερις μουσικούς που ξέρουν πού πατούν και πού πηγαίνουν, οι Labirintoείναι η μπάντα εκείνη που μπορεί να κάνει όνομα και στην Ευρώπη – καθώς το “Gehenna”, που τυπώθηκε στη Βραζιλία πέρυσι από την DissensoRecordsθα κυκλοφορήσει και στη Γερμανία το προσεχές διάστημα από την Pelagic.
Εκείνο που πρέπει να πούμε για τους Labirintoείναι πως έχουν πολύ καλή αίσθηση της μεταλλικής μελωδίας, διαθέτοντας φυσικά και όλη εκείνη τη φαρέτρα με τα riffs, που τους χρειάζεται καθώς ξεδιπλώνουν τα κομμάτια τους. Βεβαίως και τα keyboardsπαίζουν πολύ σημαντικό ρόλο σε κομμάτια όπως το “Locrus” π.χ., που πάει ενίοτε προς μια κατεύθυνση “666” και AphroditesChild(!), με το έπος (πείτε το και stoner) να χαρακτηρίζει κάθε μικρό ή μεγαλύτερο κομμάτι των συνθέσεων. Το ίδιο, δε, θα έλεγα και για ένα άλλο κιμπορντικό track, το “Aludra”.
Περαιτέρω, δεν γίνεται να μείνει ασχολίαστη η παραγωγή του BillyAnderson (έχει δουλέψει με Melvins, Swansκ.ά.), που προσφέρει στους Labirintoέναν διαυγή hard/cosmicήχο.
Πολύ καλό άλμπουμ, που κλείνει με δύο ακόμη, θα τα χαρακτήριζα μεγαλειώδη, θέματα, το 7λεπτο “Qyth-el” και το 12λεπτο, φερώνυμο, “Gehenna”.
APOLLONIUS ABRAHAM SCHWARTZ: S/T [Atypeek Music, 2016]
Δεν το έψαξα και πολύ για πληροφορίες από το δίκτυο, αλλά έχω την εντύπωση πως οι ApOlloniusAbRahamScHwarzείναι καινούριο (γαλλικό) σχήμα. Για τριπλέτα πρόκειται (LaurentWaeberβαρύτονο, DavidDoyonκιθάρες, DominicFreyντραμς), που ασκείται σε προχωρημένα πεδία, εκεί όπου τέμνεται π.χ. η avant-jazzμε το ανάλογο rock. Δηλαδή συγκρότημα τύπου R.I.O. είναι οι Γάλλοι; Ναι, θα έλεγα, μ’ έναν τρόπο, φυσικά, σημερινό. Με κομμάτια μέσης και μικρής διάρκειας (το μεγαλύτερο είναι εννέα λεπτά και το μικρότερο δύο), οι ApOlloniusAbRahamScHwarzέχουν πνευστό μπάσο (όπου το χρειάζονται), κάτι που, οπωσδήποτε, τους κάνει ξεχωριστούς. Βεβαίως, τον περισσότερο χρόνο το βαρύτονο δεν παίζει «πίσω», ενώ και οι κιθάρες θα έλεγα πως ανταποκρίνονται σ’ έναν διπλό ρόλο, καθώς με τα διάφορα εφφέ τις ακούς συχνά και σαν keyboards. Με όλα τούτα θέλω να πω πως οι τύποι, αν και μόλις τρεις, κατορθώνουν ν’ ακούγονται για περισσότεροι, αγγίζοντας στιγμές εμπνευσμένης δημιουργίας στα 7λεπτα “Scum” και “Ilnaquitdunzèbre”, με τα πιο μικρής διάρκειας tracks, όπως το “DanielWeiss”, να φέρνουν στο νου τους HenryCow, με τις «κοντές» συγκοπτόμενες φράσεις στην κιθάρα και τη γενικότερη «μπρεχτική» ατμόσφαιρα. Δεν ξέρω αν λείπει η φωνή από τους Απολλώνιους, όμως κι έτσι όπως παρουσιάζονται διαπρέπουν.
ALFIE RYNER: What’s Wrong? [Atypeek Music, 2016]
Από το 2006 στη γύρα, οι AlfieRynerείναι ένα ακόμη γκρουπ της μεγάλης γαλλικής σχολής τού προχωρημένου ροκ. Του ροκ δηλαδή της δεκαετίας του ’70, που συνδύασε στοιχεία από την freejazz, τη σύγχρονη avantκαι το progressive, προκειμένου να πάει κάπου πέρα… πολύ πιο πέρα – σε άλλη κατεύθυνση από το ιταλικό, το γερμανικό κ.ο.κ. Σ’ αυτή τη «γραμμή», που συνεχίζει να χαράσσεται ακόμη, θέση έχουν, και μάλιστα περίοπτη (ως καινούριο σχήμα), και οι AlfieRyner. Το τέταρτο(;) άλμπουμ των Γάλλων έχει τίτλο “WhatsWrong” είναι ηχογραφημένο τον Μάιο του 2016 και είναι από εκείνα που σε «πιάνουν» με την πρώτη. Οι PacoSerranoσαξόφωνα, φωνή, GuillaumePiqueτρομπόνι, GéraldGimenezκιθάρες, GuillaumeGendreκοντραμπάσο και LorisPertoldiντραμς (σ’ ένα κομμάτι φωνή και η YukoYamada) εμφανίζουν εδώ μια σειρά από συνθέσεις (επτά στον αριθμό) φισκαρισμένες απ’ όλα εκείνα τα στοιχεία που θα σε αναγκάσουν να κολλήσεις. Κοντολογίς; Θαυμάζεις, απλώς, τη μαεστρία και την εφευρετικότητά τους.
Δυναμικά rockpassages, ρυθμοί ατέρμονοι, αλλαγές σε tempiμέσα στο ίδιο track, που προσφέρουν διαδοχικές συγκινήσεις, τέλος πάντων μιαν αλλόκοτη αλληλουχία μελωδιών και ρυθμών, που μπορεί τους μη μυημένους να τους κουράσει, αλλά εκείνους που έχουν εξοικειωθεί με τα ηχοχρώματα της γαλλοβελγικής σχολής (UniversZero, ZNR, Etron Fou Leloublan, ArtZoydκ.λπ.) να τους ενθουσιάσει.
OWLS ARE NOT: isnot [Atypeek Music/ 1000HZ, 2016]
Ακόμη ένα ευρωπαϊκό και κάπως παράξενο σχήμα, οι Πολωνοί OwlsAreNotαποτελούνται από τον Piotr Cichocki ηλεκτρονικά και τον Marcin Suliński ντραμς. Αυτοί οι δύο είναι βασικά, ενώ σ’ ένα trackακούγεται και ο PacoSerranoσαξόφωνα (από τους AlfieRyner). Δεν είναι εύκολο να περιγράψεις εκείνο που ακούς στο “isnot” και το να πεις, τέλος πάντων, “Suicide” μοιάζει το πιο εύκολο. Υπάρχει δηλαδή πού και πού ένας πάνκικος θυμός, πλημμυρισμένος φυσικά στα ηλεκτρονικά, χωρίς, σε καμμία περίπτωση να έχουμε ένα electro/waveσχήμα. Η διάθεση είναι μάλλον ανατρεπτική, καθώς στη μουσική του γκρουπ παρεισφρέουν offήχοι και άλλες παραδοξότητες (φωνές κ.λπ.), που τοποθετούν αυτομάτως το “isnot” στο χώρο του experimental. Υπάρχουν στιγμές, εδώ, στις οποίες «χάνεσαι», όπως συμβαίνει με το προτελευταίο 8λεπτο – ένα πολύ γαμάτο track, που θυμίζει τις σκληρές μέρες των Heldon, πίσω στο δεύτερο μισό των seventies.
Σε γενικές γραμμές το τρίτο αυτό άλμπουμ των OwlsAreNotείναι υπεράνω των όποιων προσδοκιών – με τις τρεις μεγαλύτερες στο χρόνο συνθέσεις όχι απλώς να ξεχωρίζουν, αλλά και να… ενσωματώνονται με άνεση στην αφρόκρεμα του παρελθόντος.
TWINESUNS: The Empire Never Ended [Pelagic, 2017]
Αν υπάρχει ένα πρώτο που διακρίνει τους Twinesunsαπό άλλα συγκροτήματα του improv/ noise/ space/ ambientσκηνικού τούτο είναι η απουσία ντραμς. Περίεργο και ασύνηθες όσο να ’ναι για το χώρο. Παρά ταύτα, εμείς θα πούμε, πως η όλη κατασκευή στέκει και μάλιστα πολύ καλά, μέσα βασικά από τα τείχη των κιθαρών και βεβαίως των εφφέ, που δίνουν στο άκουσμα αυτή την space/cosmicόψη. Υπάρχει, περαιτέρω, και μιαν άλλη ατμόσφαιρα, που κάνει συχνά-πυκνά, για να μην πω μονίμως εμφανή την παρουσία της στο άκουσμα κι αυτή είναι η… δυστοπική. Σαν σάουντρακ ταινίας φουτουριστικού τρόμου ηχεί το “TheEmpireNeverEnded”, με τίτλους όπως οι “SimontheMagus”, “Pneuma”, “Goingthroughlifewitheyesclosed” κ.λπ. να προξενούν από μόνοι τους εντυπώσεις.
Βαρύ και ασήκωτο λοιπόν το άκουσμα, συνήθως χτισμένο πάνω σε μια γραμμή, με πολύ συγκεκριμένες μετακινήσεις ένθεν κι ένθεν. Ρέει, πάντως, καλά.
Viewing all 5013 articles
Browse latest View live