Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5018 articles
Browse latest View live

δύο electro άλμπουμ, που τα διανέμει η ελληνική KinetiK

$
0
0
SLEEP MUSEUM: Camouflage Discipline [Preset/ KinetiΚ, 2016]
Οι SleepMuseumδεν είναι Έλληνες, είναι Αμερικανοί (το λέω γιατί τα labelsPreset/ KinetiKείναι ελληνικά). Και βασικά δεν είναι… πολλοί Αμερικανοί παρά ένας, ο RobertAnthony. Δισκογραφικά, βάσει των στοιχείων του discogs, οι SleepMuseumυπάρχουν από το 2006 έχοντας κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα κάμποσα LP, CDr, onlineαρχεία, κασέτες και δεν ξέρω τι άλλο ακόμη, με τον χαρακτηρισμό που τους συνοδεύει να είναι εκείνος του synth-wave (με τις όποιες δεξιά κι αριστερά παραφυάδες του). Το “CamouflageDiscipline” είναι το τελευταίο CDrτους και κυκλοφορεί σε μόλις 50 αντίτυπα. Λίγα λόγια…
Κατ’ αρχάς να πούμε πως δεν πρόκειται για κάποιο δύστροπο, electro-αβαντγκαρνίστικο άκουσμα που να μπορούσε να αιτιολογήσει μια μικρή ποσότητα – αν και δεν χρειάζονται πλέον αιτιολογίες ούτε για τις μικρές ποσότητες… Το άκουσμα στα περισσότερα τουλάχιστον tracksείναι... νορμάλ και σίγουρα μιας δυνατής έμπνευσης, πράγμα που σημαίνει πως το “CamouflageDiscipline” θα μπορούσε άνετα να συναγωνιστεί με τα άλλα ανάλογα, και πάντως πρωτότυπα, των eighties. Το άλμπουμ αρχίζει πιο ρυθμικά, πιο χορευτικά αν θέλετε (synth-popφάση), για να περάσει από το κομμάτι 6 και μετά σε περισσότερο «ψαγμένα» και «χαμένα» electroπάντα (και πάντα ενδιαφέροντα) περιβάλλοντα, πριν σκάσει εκείνος ο δυναμίτης, το “True”, στη θέση 8. Κομματάρα, για γερό ξεσάλωμα. Από το 9 και κάτω το synth-basedκατασκεύασμα τού Anthonyγίνεται πιο συστημικό θα έλεγα (πάει λίγο προς Δυτικογερμανία μεριά – SkyRecordsκαι τέτοια) για να καταλήξει με το μεγαλύτερο σε διάρκεια trackτου άλμπουμ, το “Auf wiedersehen (Longversion)”, που πλησιάζει τα 8 λεπτά, και που ηχεί ακόμη πιο δυτικογερμανικό (σαν eightiesKlausSchulzeκαι τα τοιαύτα).
Συνολικά… πολύ καλό, μα πάρα πολύ καλό!
SAVA.GEO: Zeitgeist [In Fact Recordings/ KinetiΚ, 2016]
Έλληνας είναι ο Sava.Geoκαι δεν είναι άλλος από τον Σάββα Γεωργιάδη, γνωστός στην εγχώρια electroσκηνή, εδώ και πολλά χρόνια, μέσα από διάφορα projects (Neural Network, Neuro-D, Novatek κ.λπ. – για κάποια εξ αυτών, θυμάμαι, να έχω γράψει πριν πολύ καιρό στο Jazz& Τζαζ). Στο “ZeitgeistCDο Γεωργιάδης απλώνει 17 μέσης και μικρής διάρκειας συνθέσεις του, οι οποίες κινούνται σ’ ένα μάλλον βαρύ, ενίοτε επικό, αλλά και κάπως δυσοίωνο κλίμα. Θα μπορούσε να είχαμε να κάνουμε με μουσική για θρίλερ δηλαδή (μουσικές, εννοώ, που χωρίς να είναι OSTτις αποκαλούμε cinematic), καθώς αυτά τα hauntedbreaks, με το υπόκωφο backgroundκαι τις ξαφνικές «μπροστά» εντάσεις δρουν άψογα στο επίπεδο του υπαινιγμού.
Κι αυτό πολύ ωραίο άλμπουμ.

ΣΩΤΗΡΕΣ

$
0
0
Η κυπριακή LouvanaRecordsαπό καιρού εις καιρόν μας φιλοδωρεί με πολύ ενδιαφέροντα άλμπουμ κι ένα τέτοιο είναι και το«Σωτήρες», για το οποίον εύχομαι να… δοξαστεί από το συγκρότημα με τον ίδιο τίτλο. Ο Φώτης Σιώτας φωνή, βιολί, κιθάρα (από Ευοί Εαύν, Λαϊκεδέλικα, Επισκέπτες, Sancho 003…), ο Λευτέρης Μουμτζής μπάσο, πλήκτρα, κιθάρες, φωνητικά, drummachine[J. Kriste (MasterOfDisguise), Τρίο Τεκκέ, Stelafi…], ο Κώστας Παντέλης κιθάρες (κι αυτός από την ίδια παρέα, με συμμετοχές σε Ξύλινα Σπαθιά κ.λπ.) και ο Βασίλης Μπαχαρίδης ντραμς, κρουστά (Επισκέπτες κ.λπ.) είναι οι τέσσερις Σωτήρες, οι άνθρωποι τέλος πάντων που ευθύνονται, γενικώς, για το ρεπερτόριο του γκρουπ και περαιτέρω για τη διευθέτησή του.
Πώς να περιγράψεις αυτό που ακούς; Δεν είναι εντελώς εύκολο. Φυσικά υπάρχουν αναφορές στο σύγχρονο rock, βεβαίως ανιχνεύονται υπαινιγμοί στην τραγουδοποιία του Θανάση Παπακωνσταντίνου, αλλά και μελετημένοι, εγώ θα πω, πειραματισμοί, που βοηθούν το άλμπουμ ν’ ακούγεται απ’ όλους αφ’ ενός, αλλά και από… λιγότερους αφ’ ετέρου. Μέσα σ’ αυτό το σύστημα, το ορθά μελετημένο, εμφιλοχωρεί περαιτέρω η παράδοση (ή μάλλον οι παραδόσεις), αλλά κυρίως η διάθεση των μουσικών να περάσουν σε μιαν όχθη εκεί όπου όλοι θα συνομιλούν με όλους, μέσα από ένα πνεύμα σαρκασμού (της καθημερινής ζωής, που προβάλλει ενίοτε σκληρή και αδυσώπητη), αλλά και μιας διαπεραστικής ιλαρότητας, που φέρνει τη «ζυγαριά» στα ίσια.
Το αποτέλεσμα έχει πολύ ενδιαφέρον, ιδίως αν έχουμε να κάνουμε με τραγούδια όπως το «Κοστίζει» (με το afro-funkυπόστρωμα, τις σκληρές, αλλά εντέχνως «πίσω» τοποθετημένες κιθάρες, τη φωνή σωστά «μπροστά» και τη φευγάτη κατάληξη), το «Παράδοξο» (με πιο straight-aheadστοιχεία κιθαριστικής ποπ), το εισαγωγικό «Τελώνιο» (με τη βαρβάτη μπασογραμμή, την tradπροσήλωση, αλλά και την πληθώρα των παράλληλων breaks), την «Κοκκινοσκουφίτσα» (που αφηγείται μια ιστορία μ’ έναν τρόπο ανατρεπτικό και όσον αφορά στη μουσική εξέλιξη), τη «Λυπημένη νύφη» (που μοιάζει κάπως με το… hitτου δίσκου, αλλά «χάνεται» μέσα σ’ ένα σύστημα από εναλλασσόμενα tempi, κάπως σαν κουπλέ-ρεφραίν, και πάντα με προτεταμένη μια σκωπτική διάθεση) και ακόμη το «Βλαχομπαρόκ» (εκεί όπου η ιδιοφυής ταπετσαρία τού Μιχάλη Σιγανίδη, θα μπορούσε να συνομιλεί με τους «ζαππισμούς» των ZoolixoΛίγο).
Δεν είναι το πιο εύκολο άκουσμα το άλμπουμ των Σωτήρων, θα βρει όμως, εδώ, ο ακροατής που την ψάχνει μερικά πολύ ιδιότροπα (και σίγουρα ενδιαφέροντα) τραγούδια.
Επαφή: www.louvanarecords.com
  

ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ οι δύο πρώτες κασέτες του από το 1978-79 τώρα σε βινύλιο

$
0
0
Όλοι γνωρίζουν, πλέον, τις κασέτες τού Νικόλα Άσιμου. Τις κασέτες που ηχογραφούσε όσο πιο καλά μπορούσε ο αείμνηστος τραγουδοποιός και τις οποίες πωλούσε μόνος του για την επιβίωση – ανάμεσα, θα πω, στις παρουσίες του στην… κατεστημένη δισκογραφία (Zodiac, MINOS). Οι δύο πρώτες από εκείνες τις κασέτες τυπώθηκαν, τώρα, σε δίσκους βινυλίου από την B-otherSideRecordsμε την καλύτερη δυνατή τεχνική/ ηχητική επεξεργασία και σε 800 συνολικώς αντίτυπα (400 η καθεμία).
«Με Το Βαρέλι Που Για Να Βγει Το Σπάει»
Η πρώτη κασέτα είχε τίτλο «Με Το Βαρέλι Που Για Να Βγει Το Σπάει» κι είχε κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο του 1978. Περιείχε 14 τραγούδια – με τον δίσκο όμως να περιλαμβάνει 15, καθώς ακούγεται και το «Φανάρι του Διογένη», που δεν είχε χωρέσει στην 60άρα MCκαι που αφορούσε, βεβαίως, στο ίδιο session.
Είναι προφανές πως αναφερόμαστε στην πρώτη συνολική δουλειά τού Άσιμου και άρα σ’ εκείνη που είχε την ευκαιρία να δείξει για πρώτη φορά τις ευρύτερες τραγουδοποιητικές δυνατότητές του, αποτελώντας συγχρόνως (η κασέτα) κι ένα πρώιμο ντοκουμεντάρισμα των πολιτικοκοινωνικών αντιλήψεών του (εκείνης της περιόδου).
Γιατί ο Άσιμος δεν έγραφε τραγούδια, για να περνάει καλά ο κόσμος, καθώς η σύνθεση ήταν ο μόνος, επί της ουσίας, τρόπος που γνώριζε όχι για να κάνει Τέχνη (ασχέτως αν έκανε – και συχνά υψηλή), αλλά για να καταγράφει με ακρίβεια την ιδεολογική πάλη που συνέβαινε στο μυαλό και τη συνείδησή του, ελέγχοντας πάντα με πνεύμα καυστικό άπασες τις εξουσίες (και όχι τις ίδιες κάθε φορά).
Έτσι, λοιπόν, σ’ αυτή την πρώτη κασέτα, συναντάμε έναν Άσιμο που έρχεται από τα παλιά. Που είναι ποτισμένος από τις ιδέες (ας το πούμε έτσι) της επαναστατικής και αγωνιστικής εργατικής αριστεράς (των αριστεριστών κ.λπ.), έτσι όπως εκείνες είχαν αναπτυχθεί και διογκωθεί μετά τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο και στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Το θέμα ήταν βεβαίως πώς θα συνδύαζες όλα εκείνα τα διάφορα κοινωνικοπολιτικά με ωραίες μουσικές, ώστε να προέκυπταν δυνατά τραγούδια – και όχι συνθηματολογία χωρίς μέτρο. Ο Άσιμος όμως υπήρξε τεχνίτης, και στις μεγάλες στιγμές του, στις εμπνευσμένες στιγμές του, ήξερε να φτιάχνει σπουδαία τραγούδια.

Η συνέχεια εδώ…

CLUB D'ELF το live στο Club Helsinki είναι ο «δίσκος της χρονιάς»

$
0
0
Έκπληξη δισκογραφική στο τέλος της χρονιάς. Για το 2CDτων Club D'Elf λέμε, ηχογραφημένο «ζωντανά» στο κλαμπ Helsinki, στο Hudsonτης Νέας Υόρκης, τον Νοέμβριο του ’12. Ok, έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε, αλλά, πιστέψτε με, δεν τρέχει απολύτως τίποτα. Το δισκάκι… τα δισκάκια δηλαδή είναι εκπληκτικά, αφού περιέχουν φοβερή και εν τω γεννάσθαι ethnic-trance-groovyjazz, βγαλμένη όχι από τίποτα χθεσινούς, αλλά από ένα μεγάλο γκρουπ με ιστορία (που τυγχάνει επί του παρόντος να έχει στην line-upτου και μια τρανή «μορφή», τον οργανίστα JohnMedeski, που οργιάζει).
Σχεδόν 20 χρόνια στη σκηνή οι Club D'Elf σχηματίστηκαν στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ από τον μπασίστα MikeRivard, που κατόρθωσε να προσελκύσει προς το μέρος του δυνατά ονόματα από τα jazz, DJ, rockκαι ethnicκυκλώματα της Νέας Υόρκης και της Βοστώνης παίζοντας σ’ ένα στυλ με στοιχεία από early 70sMilesDavis, afrobeat, μαροκινό tranceκαι γκρουβάτη ethnic-jazz, γκρεμίζοντας τοίχους αισθητικούς και σπάζοντας αλυσίδες. Το πράγμα φάνηκε ήδη από τις πρώτες δουλειές τους, το “AsAbove: LiveattheLizardLounge” του 2000 π.χ., για να καταλήξει, μετά από άλλα 8 δισκάκια (το πράγμα) στο παρόν “LiveatClubHelsinki” [FacePelt, 2016].
Πριν πούμε τα ελάχιστα γι’ αυτό το άπιαστης δύναμης και ομορφιάς άλμπουμ, ας δώσουμε τη σύνθεση του γκρουπ στο συγκεκριμένο live: JohnMedeskihammondB3, πιάνο, clavinet, mellotron, μελόντικα, BrahimFribganeούτι, φωνή, κρουστά, DukeLevineκιθάρες, MisterRourkedj-ικά, MikeRivardμπάσο, sintir, μπάσο καλίμπα, DeanJohnstonντραμς και ThomasWorkmanφλάουτο σε κάποια tracks. Από τα δώδεκα κομμάτια του 2CD(έξι σε κάθε δισκάκι) τα έντεκα είναι πρωτότυπα, ενώ υπάρχει και μια διασκευή σ’ έναν παλιό βερβέρικο σκοπό (“Berbersong”), που ξεπερνά τα 12 λεπτά και είναι «θάνατος». Σαν να τζαμάρουν οι late 70sEmbryo, με τους Xalamκαι τους MissusBeastly(δεν τα λέμε έτσι για να τα λέμε).
Δύσκολο και ίσως αχρείαστο, λοιπόν, να μείνει κανείς σ’ ένα προς ένα τα κομμάτια των CD, αφού, εδώ, δεν υπάρχει ούτε μισή αδιάφορη στιγμή. Κάθε track, κάθε σύνθεση είναι τέλεια μελετημένη (δεν φαντάζομαι να μπορούσε να προσφέρει κάτι περισσότερο το στούντιο), με τα παιξίματα και τα soliνα εντυπωσιάζουν, όπως φυσικά εντυπωσιακές είναι και οι αναπτύξεις των θεμάτων, καθώς συναισθηματικό δόσιμο και δεξιοτεχνία συναγωνίζονται στον αυτό βαθμό. Το «χάσιμο», η έκσταση και εν τέλει η ψυχεδελική διαύγεια προσφέρονται σε… κιλά κατά την εκτέλεση των κομματιών, με τους μουσικαράδες να ίπτανται, και με το κοινό, από κάτω, φαντάζομαι, να ταξιδεύει σε «άλλους κόσμους πρώτη θέση και με εισιτήριο διαρκείας.
Χίλια «εύγε» σε όλους και ειδικά στον JohnMedeski, που το γλεντάει όσο λίγες άλλες φορές στην τεράστια καριέρα του.
Επαφή: www.clubdelf.com
  

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΜΠΑΚΗΣ ViewPoint

$
0
0
Κλασικός κιθαρίστας είναι ο Γιώργος Ταμπάκης και σ’ αυτό το άλμπουμ του, που έχει τίτλο “ViewPoint” [ekfrassisproductions, 2016], χειρίζεται 7χορδη κιθάρα ερμηνεύοντας ο ίδιος τις επτά συνθέσεις του (σε δύο, μάλιστα, τον συνοδεύει ο Τάκης Πατερέλης στο σοπράνο σαξόφωνο).
Ο Ταμπάκης μπορεί να έχει κλασικές σπουδές (το υποθέτω δηλαδή – πώς αλλιώς;), δίχως, όμως, να εμφανίζεται προς εμάς ως ο «τυπικός» κλασικός κιθαριστής. Του αρέσουν και ενδιαφέρεται και γι’ άλλες μουσικές, που μπορεί να σχετίζονται με την jazzή την πρωτοπορία, και στοιχεία απ’ όλα τούτα διοχετεύονται στις συνθέσεις του. Οι δακτυλισμοί του είναι, βεβαίως, περίτεχνοι «κτίζοντας», συχνά, μια ρομαντική ατμόσφαιρα – αν και στα πιο μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια του, όπως στο έσχατο 13λεπτο “Intermundos”, δημιουργείται ένα παράξενο ταξιδιάρικο πλαίσιο, φέρνοντας στη μνήμη μου, κάποιες συγκεκριμένες τουλάχιστον στιγμές, τους «άλλους» κιθαρίστες και βασικά τον JohnFahey(μπορεί να είναι τυχαίο). Υπέρ του, επίσης, λειτουργεί και η αντήχηση σε ορισμένα tracks, που προσφέρει στο άκουσμα μια κλασική ινδική αύρα.
Το “ViewPoint”, που εμφανίζει πλέρια στοιχεία λυρισμού, δεν υπολείπεται και σε πιο δυναμικές στιγμές, συστήνοντάς μας έναν νέο κιθαριστή με όρεξη για (ηχογραφικό) ψάξιμο.

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΑΘΑΣ μια παράξενη ιστορία πίσω από ένα θρυλικό τραγούδι του Ζαμπέτα, που συνδέεται με τον Νίκο Σπάνια, τον Κώστα Ταχτσή κ.ά.

$
0
0
Το μοναδικό βινύλιο του Γιώργου Ζαμπέτα που έχω στη δισκοθήκη μου είναι το LP«Περιπέτειες» [Olympic] από το 1972. Μπορεί να έχω και μερικά CDαπό περιοδικά κι εφημερίδες –αν δεν τα έχω πετάξει εν τω μεταξύ ή αν δεν τα χάρισα– ανάμεσα στα οποία, εξ όσων θυμάμαι, κι ένα σχετικό από το πάλαι ποτέ «Δίφωνο».
Θεοδόσης Άθας
Γενικά, τον Ζαμπέτα τον εκτιμώ σαν δημιουργό λαϊκών τραγουδιών όπως τον εκτιμά όλος ο κόσμος. Έχει γράψει κάμποσα αθάνατα τραγούδια, ενώ ήταν σπουδαίος μελωδιστής, οργανοπαίκτης και βεβαίως… τρελός εισαγωγέας. Οι εισαγωγές του εννοώ ήταν/είναι αχτύπητες. Ακόμη και ο δύστροπος Άκης Πάνου, που δεν έλεγε εύκολα καλή κουβέντα για άλλους, έμενε με ανοιχτό το στόμα μπροστά στις διπλοπενιές του. Ένα από τα ωραιότερα και πιο παράξενα τραγούδια του Ζαμπέτα που έτυχε ποτέ ν’ ακούσω (εγώ κι όλος ο κόσμος) είναι «Ο Τζακ» ή “Jack” ή «Τζακ Ο’ Χάρα».
Το συγκεκριμένο άσμα, που ακούγεται στις «Περιπέτειες» (ένα άλμπουμ με τραγούδια του Ζαμπέτα, τα οποία απέδιδαν ο ίδιος και η Βίκυ Μοσχολιού), είναι μια ζαμπετο-μπλουζο-καντάδα που ξεχωρίζει κυρίως λόγω στίχων – εμένα, δηλαδή, οι στίχοι με παραξένευσαν όταν άκουσα για πρώτη φορά, μικρός, το τραγούδι στα ραδιόφωνα.
Ποιος ήταν δηλαδή εκείνος που έγραφε… 

«Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ
και βγήκαν οι γειτόνοι
για να φτυαρίσουν το πρωί
και βρήκαν μεσ’ στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο
τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο»;

Η συνέχεια εδώ…

BILLY HART & THE WDR BIG BAND

$
0
0
Ο BillyHartείναι φυσικά ο τεράστιος τζαζ ντράμερ (με τις άπειρες συνεργασίες και την εκτεταμένη δισκογραφία), η WDRBigBandείναι η εξίσου θρυλική (δυτικο)γερμανική μεγάλη τζαζ ορχήστρα, που ιδρύθηκε λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Κολωνία και η οποία εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει και βεβαίως το TheBroaderPicture[enja/yellowbird, 2016] ένα ξεχωριστό CD, που γίνεται με συνεργασία των… δύο – του BillyHartκαι της ορχήστρας. Oδιευθυντής τής WDRChristopheSchweizer, που είναι ο ίδιος mega-fanτων μουσικών τού Hart, διάλεξε γι’ αυτό το πολύ ειδικό tributeμια σειρά συνθέσεων του τιμωμένου – επιλεγμένων από ιστορικούς δίσκους του. Πιο συγκεκριμένα τα tracksπου διασκευάζονται στο “TheBroaderPicture” και ενορχηστρώνονται από τον Schweizerπροέρχονται από τα άλμπουμ τού BillyHart“Enchance” [Horizon Records & Tapes, 1977], “Rah” [Gramavision, 1988], “OceansofTime” [Arabesque, 1997] και “AllOurReasons” [ECM, 2012].
Το άλμπουμ, που είναι άριστα πλαισιωμένο από το bookletήδη –καθώς ο Schweizerαναλύει, ένα προς ένα, κάθε trackτου CD, αναφερόμενος στην ιστορία του και στο πώς το αντιμετωπίζει από ενορχηστρωτικής απόψεως– πυκνώνει καθώς αναπτύσσεται στο χρόνο, με τον ενορχηστρωτή και διευθυντή ορχήστρας να αναδεικνύει στη διαδρομή όλες τις ποιότητες των μουσικών του Hart(τις αλλεπάλληλες μελωδικές στρώσεις, την έξοχη αρμονική δουλειά, τη ρυθμική ποικιλία, τη φαντασία στις ενορχηστρώσεις, τις οποίες ο Schweizerεπεκτείνει).
Μεγάλη συμβολή στο ακρόαμα δεν έχει μόνον ο ίδιος ο BillyHart, που παίζει ντραμς φυσικά, ελέγχοντας το «όλον», μα ακόμη ο κιθαρίστας PaulShigihara, που προσφέρει στα tracksροκ-αβαντγκαρντίστικες χροιές και επίσης ο τενορίστας και μπασοκλαρινετίστας PaulHeller (που επίσης αναφέρει τον Hartως μία από τις πιο βασικές επιρροές του).
Εξαιρετικό άλμπουμ, με μεγάλες δόσεις ηχητικής περιπέτειας.
Επαφή: www.fullyaltered.com 

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!  

GEORGE MICHAEL (1963-2016)

$
0
0
Με δένουν διάφορα με τα τραγούδια των Wham! και με τον GeorgeMichael, ήδη από τα καλοκαίρια των earlyeighties στο νησί, αλλά τώρα δεν θέλω να πιάσω την ιστορία από την αρχή, γιατί μπορεί και να με πάρουν τα κλάματα. Σοβαρά το λέω.
Ο Τζωρτζ πάνω στο γύρισμα του αιώνα έβγαλε τέλος πάντων μια δισκάρα, που λεγόταν “SongsfromtheLastCentury” (1999). Από ’κει και ο κοινωνικός Ύμνος τής περιόδου τής Ύφεσης “Brother can you spare adime?”, που, τώρα, τον ξανακούω με ακουστικά και με τα μάτια κλειστά… Και δεν θέλω να τ’ ανοίξω…
Ακούγοντας, λοιπόν, από το πρωί τραγούδια των Wham! και του George Michael, που προτείνουν φίλοι ή που χτυπάω με κλειστά μάτια στο YouTube σκέφτομαι, συν τοις άλλοις, πως όλοι εμείς, που έχουμε πάνω-κάτω την ηλικία του μακαρίτη, μεγαλώσαμε στα early 80s με τραγουδάρες –είχαμε αυτό το προνόμιο!– που είχαν γερές μελωδίες, καλούς στίχους και ερμηνείες από ανθρώπους με αληθινές φωνές. Ακόμη κι αν δεν αγοράζαμε Wham! το ’83, γιατί αγοράζαμε Mecano και Robert Wyatt…
Το λέω, καθώς λυπάμαι για τα σημερινά παιδιά που είναι αναγκασμένα ν’ ακούνε όλες αυτές τις χιπχοπάδικες μαλακίες που κατακλύζουν τα τοπ…
Ποιος, άραγε, απ’ αυτούς τους άχρηστους μπορεί να γράψει, σήμερα, ένα τραγούδι σαν το “Careless whisper”;

SHE TAMES CHAOS το νέο συγκρότημα/ άλμπουμ της Εύης Χασαπίδου-Watson

$
0
0
Καινούριο συγκρότημα είναι οι SheTamesChaosή, για να είμαστε πιο ακριβείς, οι SheTamesChaosείναι το καινούριο συγκρότημα της Εύης Χασαπίδου-Watson (της παλαιάς τραγουδίστριας των NoMansLand, των EchoTattooκ.λπ.). Η Χασαπίδου κάνει από καιρού εις καιρόν τις εμφανίσεις της στη δισκογραφία, αλλά εδώ, στην περίπτωση του OhFairFatherWhereArtThou?”[G.O.D. Records, 2016], έχουμε κάτι περισσότερο συνολικό και ολοκληρωμένο – ώστε να μπορεί να βγουν και κάποια γενικότερα συμπεράσματα.
Τα τραγούδια της Χασαπίδου είναι γερά δομημένα, δεν υπάρχει αμφιβολία γιαυτό. Ξεκινώντας από την πρώτη πλευρά θα έλεγα πως ξεχωρίζουν, αρχικώς, για την απλότητά τους. Φυσικά, πάντα θα στηρίζονται στη φωνή της, στην ωραιότερη γυναικεία ροκ φωνή που ακούστηκε ποτέ στον τόπο μας (δεν μπορώ να θυμηθώ, τώρα τουλάχιστον, πού αλλού μπορεί να εντοπίζονται το βάθος και η εκφραστικότητα τής Χασαπίδου), βεβαίως στους απλούς, κατανοητούς και καθημερινούς στίχους της, μα ακόμη, εδώ, και στην πολύ καλή μπάντα που βρίσκεται στο background, στους SheTamesChaos, δηλαδή στον RobertSinκιθάρες, τον Διονύση Στεφανόπουλoντραμς, τον Νίκο Καμπουρούδη μπάσο, τον Τεό Καράμπαλη πλήκτρα και τον Αλφόνσο Μιγδάνη κιθάρες.
Πάνω, λοιπόν, σε δυνατές κιθαριστικές βάσεις (όχι δυνατά κιθαριστικά παιξίματα) αναπτύσσονται τα κομμάτια (γράφονται προφανώς στις ακουστικές), τα οποία, στην πορεία γεμίζουν όχι μόνο από τη φωνή, αλλά και από το σεμνό-λειτουργικό παίξιμο του γκρουπ, καθώς και από την «βαθειά» ηχογράφηση-παραγωγή, που δίνει ένα hauntedηχόχρωμα στις συνθέσεις. Ξεχωρίζω λοιπόν από την SideA, και ως χαρακτηριστικό αν θέλετε της πλευράς, το “Toyland” (με τους γλυκούς και ανθρώπινους στίχους… “son of mine/ take me to your world/ make me smile/ like a little girl/ bending the rules/ and having my way/ but most of all living for today”) καιακόμητο“Dagger” – μαρέσειέτσιόπωςεξελίσσεταιαπόακουστικήσεηλεκτρικήμπαλάντα, που«γεμίζει» σιγά-σιγά. Γενικώς τα τραγούδια της Χασαπίδου (σχεδόν όλα είναι αποκλειστικώς δικά της) είναι μπαλάντες στη βάση τους (ας τις πούμε folk), που, στην πορεία, αποκτούν περισσότερα ηλεκτρικά χρώματα (χωρίς να γίνονται progressiveή… ψυχεδελικά).
Αυτά για την πρώτη πλευρά, καθώς στη δεύτερη το πράγμα αλλάζει.
Το “Birthday”, ας πούμε, που ανοίγει την SideBμού θύμισε στην αρχή τον τρόπο αφήγησης της μεγάλης νορβηγίδας jazz-womanKarinKrog. Βεβαίως στην πορεία το κομμάτι μεταπίπτει σε κάτι περισσότερο «ψυχεδελικό» (σίγουρα πρόκειται για το ωραιότερο τραγούδι του LP), με πολύ ωραίες και κάπως «υποχθόνιες» κιθάρες, πλήκτρα, και βεβαίως με τα φωνητικά να σκίζουν. Ισχυρά creditsκαι στο έσχατο trackτο “Supernatural” (μη νομίσετε, εφτά κομμάτια έχει το άλμπουμ), που χαρακτηρίζεται από μια κάπως ελεγειακή διαδρομή, οδεύοντας προς ένα δραματικό και απότομο κρεσέντο.
Άψογη η έκδοση της G.O.D. (300 αντίτυπα) με πολύ ωραίο εξώφυλλο και ένθετο με στίχους.

THE WIRE ένα περιοδικό που μ’ έφτιαξε σαν ακροατή στα mid 80s και που τώρα πια δεν μ’ ενδιαφέρει

$
0
0
Πρέπει να ήταν αρχές του 1986 όταν έπεσαν για πρώτη φορά στα χέρια μου τεύχη του περιοδικού TheWire. Μου τα είχε δώσει φίλος, που είχε μάθει το περιοδικό στην Αγγλία και που, μάλλον, είχε γίνει εκείνη την εποχή συνδρομητής. Φυσικά, από την Ελλάδα, δεν ήταν εύκολο να συμβεί κάτι τέτοιο (να γίνεις συνδρομητής σε αγγλικό περιοδικό), καθώς τα πράγματα με τις τράπεζες ήταν τότε πολύ δύσκολα. Ή θα έπρεπε να βγάλεις κάποιο ποσό «έξω» λαθραία (μέσα σε γράμμα π.χ.) ή θα έπρεπε να περιμένεις με καθυστέρηση στα περίπτερα (αν και νομίζω πως στα mid-80sτο Wireδεν ερχόταν στην Ελλάδα). Τέλος πάντων ο φίλος είχε ξεφορτωθεί κάποια τζαζ τεύχη τού Wire, που του φαίνονταν προφανώς βαρετά.
The Wire #6 spring 1984
Δεν ξέρω τη θεματολογία κάθε τεύχους του Wireεκείνης της περιόδου (και βαριέμαι τώρα να το ψάξω στο net), όμως εκείνα τα περιοδικά αποδείχτηκαν πολύ καθοριστικά για τα μουσικά γούστα μου στην πορεία, καθώς από ’κει και κάτω άρχισα ν’ ακούω jazzπιο συστηματικά.
Μέχρι τότε jazzγια μένα ήταν οι SoftMachineκαι ο FrankZappa(του “TheGrandWazoo” π.χ.), το jazz-rockτου JohnMcLaughlinκαι του LarryCoryellή κάτι progressivefusionγκρουπ σαν τους Gongτου “Gazeuse!” ας πούμε. Δεν είχα στα mid-80s, ως 20χρονος να πούμε, ουδεμία ουσιαστική επαφή με JohnColtrane, SonnyRollins, AlbertAylerκαι τέτοια πράγματα. Άκουγα, όμως, όποτε μου δινόταν ευκαιρία από το ραδιόφωνο. Δεν αγόραζα δίσκους όμως…
Με το Wireάρχισα να ξανοίγομαι. Άρχισα να διαβάζω δηλαδή, πράγμα που το κρίνω πάντα απαραίτητο (και σε σχέση με τη μουσική) και συνεπώς να αναζητώ τις ανάλογες ηχογραφήσεις.
Ποια ήταν εκείνα τα τεύχη;
To“4” από το καλοκαίρι του ’83, με φοβερή τζαζ ύλη. JoeHarriott (χρόνια αργότερα θα έγραφα ένα κείμενο στο Jazz& Τζαζ, έχοντας εκείνο το Wireσαν μια πηγή), GeorgeRussell, BlueNote, UrbanSax (και για τους UrbanSaxθα έγραφα αργότερα στο Jazz& Tζαζ), DonCherry (από ’κει έπαθα) κ.λπ.
Το “6” από την άνοιξη του ’84, με SunRa(!), FredFrith (αυτόν τον ήξερα, είχα ηχογραφήσεις του δηλαδή), LesterYoungκ.λπ.
Το“8” απότονΟκτώβριοτου’84 μεMiles Davis (τότεσταmid-80s αγόρασατο“Bitches Brew”), Dollar Brand, Count Basie, John Coltrane (“A Love Supreme”) κ.λπ.
Το “11” από το Γενάρη του ’85 με WayneShorter, EricDolphyκ.λπ. και τέλος… το “22” από τον Δεκέμβρη του ’85 με το μεγάλο αφιέρωμα στον JohnColtrane.
The Wire #4 summer 1983
Το Wireθέλω να πω ήταν, τότε, ένα τζαζ περιοδικό. Ένα περιοδικό μέσα στο οποίο θα μπορούσες να διαβάσεις θέματα για τα οποία δεν έγραφαν, τότε, τα περιοδικά στην Ελλάδα –κι αν έγραφαν… αντέγραφαν όπως-όπως, δεν υπήρχε δηλαδή η πρωτογενής πληροφορία– και ακόμη να ενημερωθείς για θέματα που περιτριγύριζαν το avant-rockκαι που μπορεί να αφορούσαν τους καλλιτέχνες του R.I.O., τους AMMκ.ά. ή ακόμη να πληροφορηθείς και για το blues, που πάντα μ’ ενδιέφερε (το bluesτων μικρών ανεξάρτητων labelsκ.λπ.).
Το Wireστην πορεία άλλαξε – όπως συμβαίνει με κάθε ζωντανό οργανισμό. Δεν υπήρξα ποτέ συνδρομητής του, αλλά ανά περιόδους το αγόραζα (και για να διαβάζω τις επιφυλλίδες του DavidToopκαι άλλα διάφορα). Έχω τεύχη του από τα early 90s, από τα late 90sαπό τα early 00sκαι κάποια σκόρπια από ’δω κι από ’κει, ενώ το τελευταίο τεύχος του που αγόρασα ήταν το #230 από τον Αύγουστο του ’11 (το είχα πάρει στην Κέρκυρα, στις διακοπές).
Δεν με ικανοποιεί πια το Wire. Έχει γίνει πολύ εξεζητημένο για τα δικά μου γούστα, γράφει για μουσικές που δεν μ’ ενδιαφέρουν τόσο ή καθόλου (ακραία «πειραματικά», σύγχρονα χιπχοπάδικα, διάφορα μαυρέικα κ.λπ. που δεν τα κατανοώ) και γενικώς προβάλλει έναν εστετισμό, που εμένα μ’ ενοχλεί.
Όταν το πρωτοδιάβασα ήταν ένα απλό, λαϊκό περιοδικό και έτσι θα ήθελα να ξαναγίνει, αλλά είναι μάλλον δύσκολο…

ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΜΑ πανέμορφα εξώφυλλα από τα early sixties

$
0
0
Η εβδομαδιαία εικονογραφημένη επιθεώρηση «Φαντασία και Αίσθημα» κυκλοφορούσε από το 1959 έως και το 1964. Μέσα σ’ αυτά τα έξι χρόνια πρέπει να τυπώθηκαν 308 τεύχη –κάτι που δεν το λέω με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά με αρκετή– πολλά εκ των οποίων είναι σήμερα άφαντα από τα γιουσουρούμ και τα παλαιοβιβλιοπωλεία.
Το περιοδικό ασχολιόταν φυσικά με τα ελληνικά και ξένα καλλιτεχνικά (του προσκηνίου και του παρασκηνίου), ενώ φιλοξενούσε ακόμη διηγήματα διαφόρων ειδών, φωτορομάντζα (τους «Ζαβολιάρηδες» του μεγάλου σκηνοθέτη Μαρσέλ Καρνέ, που ως ταινία φαίνεται πως είχε επηρεάσει τον Δαλιανίδη στον «Κατήφορο»), γελοιογραφίες και άλλα διάφορα. Ήταν ένα λαϊκό περιοδικό δηλαδή.
Διευθυντής στο «Φαντασία και Αίσθημα» ήταν ο Νίκος Μόσχος – ένα όχι τυχαίο πρόσωπο. Γεννημένος το 1912, ο Μόσχος υπήρξε ένας από τους πιο αναγνωρισμένους pulpμυθιστοριογράφους της εποχής του (δεκαετία του ’50), τυπώνοντας βιβλία που διαβάστηκαν από τα λαϊκά στρώματα.
Μερικοί τίτλοι: «Βαρυχειμωνιά… κι άλλα διηγήματα» [Μορφωτική Εταιρεία, 1952], «Στη σκιά της Ακρόπολης» [Μέλισσα, 1954], «Χαρούμενη Στράτα» [Μέλισσα, 195;]…, αν και το πιο γνωστό βιβλίο του είναι μάλλον η μυθιστορηματική βιογραφία του «Π. Καρατζάς ο αγνοημένος Παλαιών Πατρών ο τιμημένος», που είχε πρωτοβγεί στη Μέλισσα το ’61 και για τρίτη φορά στον Κέδρο, το 1978. Ο Μόσχος υπήρξε επίσης δεινός μεταφραστής αστυνομικών ιστοριών, που τυπώνονταν για τις εκδόσεις KabanasHellasστις αρχές του ’70.
Αν κάτι εντυπωσιάζει, τώρα, σ’ αυτό το παλιό περιοδικό είναι τα χρώματα των εξωφύλλων του, που είναι καταπληκτικά και αγέραστα. Δεν ξέρω αν «έφταιγε» το χαρτί αυτό καθ’ αυτό, που είχε τους σωστούς πόρους ώστε να ρουφάει το χρώμα, δίνοντάς του μια «ζέστη» μέσα στα χρόνια, ή ήταν οι τυπογραφικές μέθοδοι της εποχής, εκείνο που ξέρω είναι πως το glossyκατέστρεψε, εν πολλοίς, αυτή τη σπάνια υφή.
Στα εξώφυλλα από το «Φαντασία και Αίσθημα», που θα δείτε στη συνέχεια εικονίζονται πασίγνωστοι πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες των αρχών του ’60. 

Η συνέχεια εδώ… 
http://www.lifo.gr/articles/retronaut_articles/127154

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΕΦ (1929-2016)

$
0
0
Πέθανε ο… Τάκης Ζέριγκας (κατά κόσμον Θεόδωρος Δημήτριεφ). Είναι ο άνθρωπος που έδειξε από οθόνης στους Έλληνες και τις Ελληνίδες πώς χορεύεται το ροκ εντ ρολ, ήδη από το 1957. Εντάξει. Μπορεί να το είχαν δει κάποιοι και από τις ξένες ταινίες, αλλά από τον Δημήτριεφ και την Γκέλυ Μαυροπούλου το είδαν όλοι. «Η Θεία από το Σικάγο» γαρ…
Τώρα, το ότι τραγούδησε και στο «Άξιον Εστί» ο Δημήτριεφ είναι μια… πολλαπλή λεπτομέρεια!

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ "ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ"ΤΗΣ ΚΟΥΝΕΒΑ

$
0
0
Τελικά η δημοσιοποίηση του «πόθεν έσχες» των βουλευτών, στην Ελλάδα, κάνει κακό. Και ρίχνει στάχτη στα μάτια του κόσμου. Ότι έχουμε τάχα διαφάνεια, ότι λειτουργούν οι θεσμοί και τρίχες κατσαρές… Τίποτα δε λειτουργεί. Όλα είναι μπουρδέλο. Γιατί αν λειτουργούσαν σωστά τα πράγματα δεν θα υπήρχε ουσιαστικός λόγος για τη δημοσιοποίηση τού «πόθεν έσχες». Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, εννοώ, θα έκαναν σωστά τη δουλειά τους κι αν έπρεπε να μάθουμε κάτι, σώνει και καλά, αυτό θα έπρεπε να ήταν το «πρόβλημα» και μόνο το «πρόβλημα». Όχι το ό,τι να ’ναι. Τώρα σκορποχώρι. Βρήκαμε μαλλί να ξάνουμε…
Βγαίνει ο κάθε σκουπιδογράφος, που κάνει βρώμικη σπέκουλα (και δεν μιλάω, εδώ, για τον απλό κόσμο) και αρχίζει να γκαρίζει... Πού βρήκε το χωράφι ο ένας, πού βρήκε το διαμέρισμα ο άλλος, πού βρήκε τα φράγκα ο παράλλος. Ε, κάπου τα βρήκε ρε. Δουλειά δικιά μας είναι να ψάξουμε το πού τα βρήκε; Άλλων είναι δουλειά. Και αν εκείνη η δουλειά (και του «πόθεν» και του «έσχες») γινόταν σωστά και όχι υπό το φως των προβολέων, και όχι μόνο για τους βουλευτές, για τους πάντες, θα είχαν λυθεί προ πολλού πολλά προβλήματα. Όχι όλα. Αλλά, τέλος πάντων, πολλά…
Τώρα, το μόνο που κάνουμε είναι να μασουλάμε «διαφάνεια» και να φτύνουμε ανέξοδα επί δικαίων και αδίκων…
Στη Δανία του Νότου… Στη Ζιμπάμπουε του Βορρά…

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΕΦ ο άνθρωπος που έμαθε την Ελλάδα να χορεύει ροκ εντ ρολ

$
0
0
Πέθανε ανήμερα τα Χριστούγεννα, αλλά ανακοινώθηκε χθες ο ηθοποιός και τραγουδιστής Θέοδωρος Δημήτριεφ. Ο Δημήτριεφ ήταν γεννημένος το 1929 (ήταν δηλαδή 87 ετών) και είχε μακριά καριέρα τόσο στο θέατρο, όσο στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Το βιογραφικό του είναι πλούσιο, όπως φαίνεται και από το σχετικό λήμμα της Wiki, όμως υπάρχουν δύο tipsσ’ αυτό, που είναι αρκετά ώστε να περάσει το όνομα τού Δημήτριεφ στην Ιστορία με χρυσά γράμματα.
Ο Θέοδωρος Δημήτριεφ ήταν ο πολιτικός μηχανικός Τάκης Ζέριγκας στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Η Θεία από το Σικάγο» (1957). Ήταν ο άνθρωπος που έφαγε την πρώτη κανατιά της Βασιλειάδου στα πόδια, εκείνος δηλαδή που γνωρίστηκε, χόρεψε και παντρεύτηκε με την ανιψιά της (στην ταινία πάντα), την Γκέλυ Μαυροπούλου.
Το 1957 το ροκ εντ ρολ έχει έρθει φυσικά στην Ελλάδα, έχει ξεσηκώσει το πρώτο κύμα της νεολαίας και ο ελληνικός κινηματογράφος όφειλε να στηρίξει τον νέο (αμερικάνικο) χορό και τα νέα ήθη.
Η ταινία «Η Θεία από το Σικάγο» υπήρξε κομβική σ’ αυτόν τον τομέα. Γιατί, ως ελληνική ταινία, και ως επιτυχημένη ελληνική ταινία, την είδαν τότε όλοι οι Έλληνες (και οι Ελληνίδες).
Είδαν δηλαδή των ωραίο ροκεντρολά Θεόδωρο Δημήτριεφ να χορεύει το ανατρεπτικό ροκ εντ ρολ (του Τάκη Μωράκη;!) με την ντάμα του, μπρος στα εμβρόντητα μάτια τού ηλικιωμένου πατέρα (Ορέστης Μακρής) και της περιχαρούς μαμάς (Ελένη Ζαφειρίου), που έκανε τα «στραβά μάτια» για να παντρέψει το κορίτσι της, γουστάροντας κιόλας!

BUSELLI-WALLARAB JAZZ ORCHESTRA

$
0
0
ΟDavid Nathaniel Baker Jr. (1931 – 26/3/2016) ή απλώς DavidBakerυπήρξε ένας από τους διασημότερους αμερικανούς τζαζ δασκάλους τον τελευταίο μισόν αιώνα. Και μουσικός υπήρξε φυσικά (και μάλιστα διακεκριμένος τρομπονίστας και αργότερα τσελίστας) «κομμάτι» της σκηνής της Ινδιανάπολης, αλλά βασικά υπήρξε δάσκαλος και συνθέτης. Από τα χέρια του πέρασε κόσμος και κοσμάκης (η wikiμεταξύ των μαθητών του αναφέρει τους MichaelBrecker, RandyBrecker, PeterErskine, JimBeard, ChrisBotti, JeffHamiltonκαι JameyAebersold), με το έργο του ν’ αποτελεί διαχρονικό «ανοιχτό τετράδιο» για παλαιούς και νέους jazzmen.
Πριν μερικά χρόνια μια bigμπάντα που συνέστησαν παλαιοί συνεργάτες και μαθητές τού DavidBaker, και βασικά ο τρομπετίστας MarkBuselliκαι ο διευθυντής της ορχήστρας (εδώ) BrentWallarab (ο λόγος για τηνBuselli-WallarabJazzOrchestra), τύπωσε ένα άλμπουμ διασκευάζοντας συνθέσεις του (το “Basically Baker”), γεγονός το οποίον έχει τώρα την πρέπουσα συνέχεια με τον δεύτερο τόμο, τοBasicallyBakerVol.2”, ένα 2CDπου κυκλοφορεί από την PatoisRecords. Στο team, επίσης, μουσικοί που «μεγάλωσαν δίπλα στον Baker, και βεβαίως σε πρώτο πλάνο οι δικές του συνθέσεις.
Μεγαλωμένος καλλιτεχνικά με τις (θεωρητικές) αρχές τού GeorgeRussell (συνεργάστηκαν μάλιστα και στο περίφημο “Ezz-thetics” το 1961), ο Bakerθα αναπτύξει στη διαδρομή τις δικές του απόψεις για έναν συνολικό τζαζ ήχο, που να άρχεται από το swingφυσικά, αλλά που να διαμορφώνεται συγχρόνως μέσα σ’ ένα σύγχρονο, σημερινό πλαίσιο. Αυτές τις διδαχές ακολουθούν και οι συνεργάτες του, εδώ στον δεύτερο τόμο, προτείνοντας μια σειρά συνθέσεων που διακρίνονται για την ενορχηστρωτική καθαρότητά τους, τα μετρημένα αλλά απολύτως δημιουργικά παιξίματα, τις «παράξενες» αβαντιγκαρντίστικες παρεκκλίσεις, τις μη προφανείς εναλλαγές (που πιθανώς να υποδηλώνουν κι ένα είδος παιγνιδιού), τις σοφιστικέ μελωδικές γραμμές, που δεν είναι ό,τι πιο εύκολο να αποκρυπτογραφήσεις, τα επάλληλα ρυθμικά στοιχεία, που δηλώνουν πίστη στο «εσωτερικό» των κομματιών, με την ύφανση απολύτως συμπαγών γραμμών (“Waltsbarbershop”).
Άψογη η παραγωγή, το packagingκαι το όλο στήσιμο της Patois.

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ!

DAVID MELTZER (1937-2016)

$
0
0
Την τελευταία μέρα του χρόνου (31/12) πέθανε ο αμερικανός ποιητής και μουσικός David Meltzer. Από τις διακεκριμένες φιγούρες της ψυχεδελικής σκηνής του Σαν Φρανσίσκο (μαζί με τους Serpent Power) στο δεύτερο μισό των sixties. Το σκανάρισμα είναι από το πρώτο τεύχος του φάνζιν Psychagogos (από τα μέσα των eighties). 
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ! 

ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ σε πεδία επιστημονικής φαντασίας

$
0
0
Σε παραγωγή του Στυλιανού Τζιρίτα [AManoutofaManLtd, 2016] και με τελικό masteringαπό τον Δημήτρη Παπαδάτο δεκατρείς έλληνες συνθέτες προτείνουν ισάριθμα ηλεκτρονικά tracks, τα οποία, όπως διαβάζουμε στον τίτλο, συνδέονται με την επιστημονική φαντασία. Τώρα και να μη συνδέονταν μικρό το κακό – καθότι εδώ έχουμε μουσική, καλή μουσική, που στέκει το ίδιο καλά και έξω από το οποιοδήποτε concept.
Η κασέτα ανοίγει με το “Fleshandwire” του Αντώνη Λιβιεράτου, το οποίο θα τολμούσα να το χαρακτηρίσω progressiveelectronic– καθώς το αυτί μου πιάνει μέχρι και κάτι από μέλοτρον. Ο Λιβιεράτος δημιουργεί ποικίλα επίπεδα, πίσω βαθειά και υποδόρια, μπροστά πιο φωτεινά και μελωδικά, καθώς διάφορα αναλογικά «γεμίσματα», κρουστά και κιθάρες (έτσι ακούγονται δεν παίρνω όρκο για τις πηγές τους) προσθέτουν σε αφηγήσεις. Δυνατή αρχή.
Το “ProximaCentauri”του Bellorophoneείναι πειραματικό κομμάτι, που λουπάρει ασυστόλως. Στη βάση του, γιατί και εδώ, σ’ ένα πιο μπροστά επίπεδο, διάφοροι ήχοι που συμβάλλουν δημιουργούν οπωσδήποτε ένα κλίμα (ναι, κάπως πιο βιομηχανικό).
Στην ίδια χοντρικά λογική και με εκμετάλλευση μιας κάποιας παρήχησης των βόμβων, το «Άφιξη στην αποικία 73ΜΧ» του YiannisKarrεπιχειρεί να προσομοιώσει στο φανταστικό πεντάγραμμο την άφιξη ενός διαστημοπλοίου π.χ. σ’ έναν εξώκοσμο πλανήτη. Από την εποχή του “Zeit” των TangerineDreamέχουμε το soundtrack, αλλά ακόμη τίποτα…
Στο “FrequenceDeu(x-s)” ο Δημήτρης Καμαρωτός επιχειρεί να καινοτομήσει, ας το πούμε έτσι, δημιουργώντας πνευστούς ήχους, συνδυάζοντας improv-jazzμε ηλεκτρονικά. Το κομμάτι έχει μια ροή, η οποία στη διαδρομή διακόπτεται και από κάποιες παρεμβάσεις θερεμίνης (αληθινής ή όχι μικρή σημασία έχει), που πέφτουν πάνω σ’ ένα ηλεκτροστατικό τελάρο. Στο τέλος μια κοσμική «βροχή» θα σκεπάσει τα πάντα. Ή σχεδόν τα πάντα…
Προτελευταίο κομμάτι της πλευράς το μελαγχολικό “Emotionaldestiny” του ION. Εδώ το ηλεκτρονικό feelingαφορά στο electro, στο eightieselectroαν θέλετε, που δεν είναι κατ’ ανάγκην εικονοκλαστικό, με παράλληλη συνεισφορά από πρωτοποριακά και ποπ στοιχεία. Ο IONείναι «μανούλα» σε κάτι τέτοια, και το κομμάτι εκπέμπει αισθητές δέσμες φωτός, σ’ ένα κατά το μάλλον ή ήττον σκοτεινό περιβάλλον.
Στο “ISM(Theincredibleshrinkingman)” ο SpyrosVJγίνεται ακόμη πιο ποπίστας, καθώς το δικό του electroείναι ακόμη πιο χειροπιαστό, με τις φωνές που παρεμβάλλονται ανάμεσα να σπάνε τη γενικότερη μηχανιστική μοναξιά.
Ηδεύτερηπλευράανοίγειμετο“He was an enigma to earthmen and star beings alike” τουΑχιλλέαΧαρμπίλα. Υποβλητικό οπωσδήποτε trackμε πολλαπλά επίπεδα ήχων και με μιαν αίσθηση “contact” (επαφής εννοώ).
Στο “CarlOpland, MilesSagan” οι Hydraπροτείνουν ένα περιβάλλον, στο οποίο συγκλίνουν στοιχεία αβαντγκάρντιας και cosmicsounds, με πολλά στοιχεία επανάληψης.
Ο/οι RightKniderμε το “Inthesilentrooms” παίζουν κάπως με το trip-hop (κάπως λέω). Το κομμάτι τους είναι καλό, παρά το γεγονός πως δεν διαθέτει κάποιο spaceβάρος/βάθος.
Πολύ διαφορετικούς ακούω τους Joalzστο “Jelo (live)” σε σχέσεις με άλλες παλαιότερες ηχογραφήσεις του. Εδώ έχουμε electro/rockυποβολής με ωραία στρώματα keyboards, σ’ ένα κομμάτι που αρχίζει και τελειώνει στο πι και φι.
Πάνω σε μιαν up-tempoεπινοημένη basslineοι SoneUrbiaαπλώνουν διάφορους «παράξενους» ήχους (και φωνές), δίνοντας στο “Aether” μια ταξιδευτική αίσθηση.
Απεναντίας το “Antitransparency” των BigFatLipsείναι περισσότερο «κομμένο και ραμμένο», με τα breaksαπό πλήκτρα και κιθάρες (τα πάντα μπορεί να προέρχονται από πλήκτρα – κανείς δεν παίρνει όρκο σ’ αυτά τα θέματα) να παρέχουν κι άλλα creditsστη γενικότερη ποπ φόρμα.
Η κασέτα θα κλείσει με τον πιο απρόσμενο τρόπο. Μ’ ένα τραγούδι για ένα… φανταστικό πάρτυ. Το “(themefrom) spacesheriffGavan[remix]” είναι πολύ καλό dance/italo, αλλά δεν κολλάει με τίποτα με τα υπόλοιπα κομμάτια (είτε της sideA, είτε της SideB).
Γενικά θα έλεγα πως η κασέτα είναι αξιόλογη, με τα πιο ενδιαφέροντα tracksνα εντοπίζονται στην πρώτη πλευρά.

η ελληνοανατολική τζαζ του MAGNANIMUS TRIO

$
0
0
Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από την προηγούμενη φορά που μας απασχόλησαν δισκογραφικώς οι MagnanimusTrio. Και να τώρα το πιο καινούριο άλμπουμ (και τρίτο συνολικώς) αυτού του πολύ ιδιαίτερου (τζαζ να το πούμε;) τρίο, που μας έρχεται από τη Θεσσαλονίκη και την ANMusic. Όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα:
«Το Magnanimus Trioδημιουργήθηκε από τρεις φίλους, τον Χρήστο Μπάρμπα πιάνο, καβάλ, φωνή, τον Δημήτρη Τασούδη τύμπανα, πιάνο, φωνή και τον Παύλο Σπυρόπουλο κοντραμπάσο, φωνή, τον Σεπτέμβρη του 2010. Η γνωριμία τους γίνεται ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ήταν συμφοιτητές στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ακολουθώντας ο καθένας το δρόμο του συνδύασαν ποικίλες και εξίσου ενδιαφέρουσες μουσικές διαδρομές και επαγγελματικές ενασχολήσεις».
Διορθώσεις στο άνω σημείωμα; Ο Μπάρμπας χειρίζεται, επιπροσθέτως, νέι και ο Τασούδης καλίμπα.
ΣτοNoTimeτο MagnanimusTrioσυνεχίζει, θα έλεγα, από ’κει όπου σταμάτησε με το “StillTime” του 2012. Συνεχίζει να προσαρμόζει τις αισθητικές αναζητήσεις του πάνω σ’ ένα πλαίσιο το οποίο καθορίζουν η παράδοση, η jazzκαι η πρωτοπορία – αν και όχι, εν προκειμένω, με την αυτήν αναλογία. Εννοώ πως στο “NoTime” η jazz, μοιάζει να διεκδικεί κάποια πρωτεία όσον αφορά στο τελικό ηχητικό οικοδόμημα – παρότι και σ’ αυτή την περίπτωση, πάλι, χρειάζεται να γράψουμε για κάποιο «αστεράκι» (ν’ αφήσουμε μιαν υποσημείωση). Κυρίως γιατί το MagnanimusTrioδεν ακούγεται σαν ένα τυπικό αμερικανικό post-bopή contemporaryσχήμα, αλλά σαν ένα γκρουπ της ευρύτερης περιοχής μας (της Ανατολικής Μεσογείου ας πούμε), που έχει αφομοιώσει τις όποιες τεχνικές του αυτοσχεδιασμού (σε σχέση πάντα με τις τροπικές μελωδίες), παίζοντας μ’ έναν αέρα σιγουριάς και αυτοπεποίθησης. Και τραγουδώντας ακόμη – αν κρίνουμε από τις εύθραυστες αποδόσεις ενός σονέτου του Σαίξπηρ, κι ενός ακόμη κομματιού σε στίχους Χρήστου Μπάρμπα.
Αυτή η μοναδικότητα, ας την πούμε έτσι, φαίνεται πρωτίστως στις συνθέσεις τού γκρουπ, που μέσα στην απλότητά τους εμφανίζονται ισορροπημένες και κυρίως ολοκληρωμένες. Θέλω να πω πως δεν είναι εύκολο να συναντήσεις κάπου αλλού τον ήχο του MagnanimusTrio. Θες γιατί πολλά ευρωπαϊκά τρίο δεν επενδύουν στην τροπικότητα, καταφεύγοντας στις πιο οικείες για ’κείνα romances, θέλεις γιατί σε άλλα «προχωρημένα» (ευρωπαϊκά ή αμερικάνικα) σχήματα η avantπεριπλοκή δεν αφήνει πολλά περιθώρια για συναισθηματικό δόσιμο – η αλήθεια είναι τούτη.
Όσο και αν η λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση» έχει δημιουργήσει μιαν αισθητική ισοπέδωση, με αποτέλεσμα, πολλές φορές, να μην μπορείς να αντιληφθείς αν εκείνο που φθάνει στ’ αυτιά σου έχει ρίζες που να είναι χωμένες, κάπου, μέσα, βαθιά, πάντα θα υπάρχει ένα αντίβαρο. Και η Ανατολική Μεσόγειος είναι από τις περιοχές του πλανήτη που παράγει ακόμη τέτοια αντίβαρα – όσο και αν τούτο δεν αρέσει σε κάποιους.

δύο άλμπουμ της SATOKO FUJII, που σκάσανε σχεδόν μαζί προς το τέλος της χρονιάς

$
0
0
Οι ορχήστρες τής πιανίστριας SatokoFujiiδεν είναι μία, ούτε δύο, αλλά πέντε! Από το 1997 με την SatokoFujiiOrchestraNewYork, μέχρι το έσχατο Peace / TributetoKellyChurkoμε την SatokoFujiiOrchestraTokyoδεν έχουν μεσολαβήσει μόνον οι… SatokoFujiiOrchestraNagoya, SatokoFujiiOrchestraBerlinκαι SatokoFujiiOrchestraKobe, αλλά και 18 μεγάλοι δίσκοι –τέτοιοι, «μεγάλοι», είναι σίγουρα οι μισοί, και το λέω γιατί τους έχω ακούσει– με τον παρόντα δέκατο ένατο να αφορά στην εν λόγω κυκλοφορία τής LibraRecords.
Να πούμε κατ’ αρχάς πως η συγκεκριμένη ορχήστρα τής Fujiiείναι μεσαία αποτελούμενη από 14 άτομα, συν δύο guests, με το settingνα περιλαμβάνει τα τέσσερα βασικά σαξόφωνα (άλτο, τενόρο, σοπράνο, βαρύτονο) και ακόμη τρομπέτες, τρομπόνια και μπάσο, ντραμς. Δεν υπάρχει πιάνο δηλαδή, ούτε κιθάρες. Έχουμε μια ορχήστρα των κυρίαρχων τζαζ πνευστών, θέλω να πω, που παίζει και αυτοσχεδιάζει στη μνήμη του κιθαρίστα KellyChurko, που έφυγε από τη ζωή μόλις στα 36 του, το 2014. Ο Churkoήταν συνεργάτης της Fujiiκαι μέλος της OrchestraTokyoκαι η απουσία του εδώ είναι, οπωσδήποτε, εμφανής (σε όσους τουλάχιστον έχουν ακούσει και θυμούνται το “Zakopane” τού 2010 φερ’ ειπείν).
Η Fujiiείναι από τις πιο σημαντικές συνθέτριες της σύγχρονης jazzκαι improv-jazzκάτι που δεν παύει να το δείχνει σε κάθε κυκλοφορία της (να σημειώσουμε πως η ιαπωνίδα συνθέτις διατηρεί άριστες σχέσεις με τη δισκογραφία, κυκλοφορώντας ή συμμετέχοντας σε κάμποσα άλμπουμ κάθε χρονιά!). Έτσι λοιπόν και στο “Peace” έχει τέσσερα κομμάτια προς διάθεση, κομμάτια, που άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο φανερώνουν αυτό το αίσθημα θλίψης και ήττας που δημιουργεί ο χαμός ενός δικού σου ανθρώπου, ενός φίλου σου, με την ορχήστρα να τα δίνει όλα και στα τέσσερα, αλλά κυρίως στο φερώνυμο “Peace”, που είναι μια σπάνιας δύναμης αυτοσχεδιαστική ελεγεία – με τον τρόπο κάπως της LiberationMusicOrchestraκαι της CarlaBley, αν και περισσότερο σκοτεινή και διαλυμένη. Φοβερό track, που μόνον αν το ακούσεις δυνατά το αντιλαμβάνεσαι. Τα ίδια θα έλεγα και για τα πρώτα δύο κομμάτια, το “2014” και το “Jasper”, στα οποία η Fujiiδιερευνά όλες τις δυνατότητες της ορχήστρας της (από τις απλές και ουσιώδεις μελωδικές αναπτύξεις, μέχρι το free-improv), με το τέταρτο και τελευταίο track, που έχει τίτλο “Beguinenummereins”, να αποτελεί τη λυρική έκπληξη τού άλμπουμ.
Ένα ακόμη απολαυστικό CD, από ένα κεντρικό πρόσωπο της σύγχρονης τζαζ, που αξίζει να ανακαλυφθεί απ’ όλους.
Το δεύτερο άλμπουμτής SatokoFujiiπου έχουμε στα χέρια μας, και στ’ αυτιά μας, είναι το Duet [LongSongRecords, 2016], το ντουέτο της δηλαδή με τον κοντραμπασίστα-φλαουτίστα JoeFonda (και με guestτον μόνιμο παρτενέρ της, τον τρομπετίστα NatsukiTamura). Εδώ ακούμε, φυσικά, την Fujiiστο πιάνο και βεβαίως τον Fonda (γνωστός μας βασικά από τους ConferenceCall– έχουμε γράψει γι’ αυτούς παλαιότερα στο δισκορυχείον) να επιχειρεί να στήσει ένα ρυθμικό σκηνικό, το οποίο υποσκάπτεται μονίμως από την πιανίστα. Κι αυτό είναι κατόρθωμα από μιαν άποψη, αν σκεφτούμε πως το κομμάτι είναι ηχογραφημένο «ζωντανά» κάπου στο Portland(15/11/2015) και πως διαρκεί σχεδόν 38 λεπτά! Δηλαδή για 38 λεπτά οι δύο μουσικοί επικοινωνούν μέσα σ’ ένα πνεύμα απόλυτης ελευθερίας και με τις ελάχιστες δυνατές συνάφειες. Παρά ταύτα η μουσική τους δεν είναι… ακαταλαβίστικη. Το “PaulBley” (έτσι τιτλοφορείται το κομμάτι – και είναι προφανές σε ποιον αναφέρεται) έχει στιγμές (πολλές) απόλυτα σαφούς και οριοθετημένης μουσικής, σουινγκάροντας «τρελά» ανά φάσεις.
Πιο ακραίο, ας το πούμε έτσι, θα θεωρούσα το 11λεπτο “JSN” – δεύτερο και τελευταίο κομμάτι του CD, με τη συμμετοχή και του Tamuraστην τρομπέτα. Εδώ έχουμε πιο complexκαταστάσεις, με περισσή πάντοτε ενέργεια, με τη Fujiiσε σφοδρό επιθετικό παίξιμο (μέσα-έξω), τον Fondaνα «πολυβολεί» από το βάθος και με τον Tamuraνα παράγει ποικίλα ηχοχρώματα (από θόρυβο, μέχρι μικρομελωδίες) με ακατάπαυστους (προς το τέλος) ρυθμούς.
Διαλέγετε κι ακούτε...

η υψηλή τέχνη του εξωφύλλου στους δίσκους με library recordings

$
0
0
Πιθανώς ν’ ακουγόταν υπερβολικό αν έλεγα πως αυτό που εξακολουθεί και σήμερα να συμβαίνει με τις library recordings δεν έχει προηγούμενο, καθώς οι «ηχοβιβλιοθήκες» πάντα αποτελούν την πιο κρυφή, την πιο απρόσμενη και εν τέλει την πιο cult πηγή του παγκόσμιου DJ-sampling.
Μπορεί στην Ελλάδα η χρήση των libraries να υπήρξε ανύπαρκτη ή μάλλον ασήμαντη –αν και, με την καλή διάθεση που με χαρακτηρίζει, θα μπορούσα να αποκαλέσω “greek libraries” τα τουριστικά άλμπουμ που παρήγαγε ο EOT στα χρόνια του ’70 π.χ.–, όμως στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στην Ιταλία, την τότε Δυτική Γερμανία, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ελβετία, το Βέλγιο κ.ά., όπως και σε κάποιες ανατολικές, αυτού του τύπου οι ηχογραφήσεις υπήρξαν «κοινή λογική» χρησιμεύοντας (είναι η λέξη κλειδί) σε πλήθος διαφορετικών εφαρμογών.
Αυτή ήταν και η ουσία των libraries, εξάλλου.
Να προσφέρουν έτοιμες μουσικές λύσεις για διαφημιστικά jingles, για επενδύσεις εμπορικών ή άλλων εκδηλώσεων, για κάλυψη τηλεοπτικών ή κινηματογραφικών παραγωγών, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ορισμένες φορές δεν προέβαλαν και κάποια συνολικότερη άποψη των εκάστοτε συνθετών, εν είδει μουσικής αυτοδυναμίας.
Τέτοια θρυλικά σχεδόν library άλμπουμ είναι π.χ. το “Rythmes Contemporains” [FR. Montparnasse 2000] του Janko Nilovic απότο 1973, το“Love That” [GER. Selected Sound] των Roland Kovac New Set απότο 1971, το“Moonshade” [UK. De Wolfe] των Roger Webb Sound, από το 1971 επίσης, και δεκάδες άλλα...
Τα τρία αυτά labels που προανέφερα (Montparnasse 2000, Selected Sound, De Wolfe), καθώς επίσης η CAM στην Ιταλία, η Ring Musik στη Δυτική Γερμανία (με τα υπο-labels Golden Ring και Happy), η KPM, η Bruton Music και η Chappell στη Βρετανία υπήρξαν κάποια από τα πιο σημαντικά του χώρου, ενώ και πολυεθνικές εταιρείες, όπως η Polydor π.χ., είχαν συμμετοχή στις εγγραφές βιβλιοθήκης.
Εκείνο που προξενεί εντύπωση, πάντως, και σε πρώτη φάση, είναι τα coversτων LPμε libraryrecordings, τα οποία, γενικώς, είναι απίθανα.

Η συνέχεια εδώ…
Viewing all 5018 articles
Browse latest View live