Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5090 articles
Browse latest View live

ΗΝΟΡΟ – PNOETICA

$
0
0
Όπως διαβάζω στο σχετικό ένθετο, το Ήνορο«δημιουργήθηκε το 2001 από έμπειρους μουσικούς ως ανάγκη γνωριμίας και μάθησης του Ηπειρώτικου πολυφωνικού τραγουδιού, αρχαϊκό μουσικό φαινόμενο με σύγχρονο ενδιαφέρον». Με ρεπερτόριο που περιλαμβάνει την πολυφωνία όχι μόνον της Ηπείρου, αλλά και των γειτονικών λαών (Αλβανία, Κάτω Ιταλία, Σερβία, Βουλγαρία), το 9μελές συγκρότημα έχει εμφανιστεί σε διάφορα φεστιβάλ για την διάδοση του πολυφωνικού τραγουδιού ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό, έχοντας ως γνώμονα «την πατροπαράδοτη ερμηνεία, την αυθεντικότητα και την λεβεντιά της τοπικής μουσικής παράδοσης».
Για τις ανάγκες του CD«Ηπειρώτικα Πολυφωνικά Τραγούδια» [Σύλλογος Ηπειρώτικου Πολυφωνικού Τραγουδιού Ήνορο], το Ήνορο, μέσα από ένα σύνολο 14 κομματιών (τρίφωνα, τετράφωνα, αλλά και ομοφωνικά), επιχειρεί να συνδέσει το παραδοσιακό ηπειρώτικο τραγούδι με το σήμερα, υπό την έννοια ότι οι τραγουδιστές που συμμετέχουν στην ηχογράφηση δεν έχουν (δεν θα μπορούσε να έχουν), ως ομάδα, την άμεση βιωματική σύνδεση με το μέλος. Είναι το ενδιαφέρον ορισμένων ανθρώπων που ζουν στη σημερινή κατακερματισμένη κοινωνία, και που προσπαθούν να προσεγγίσουν εκείνο που τους ενδιαφέρει μέσα από το αναντίρρητο πάθος και τη μελέτη. Το αποτέλεσμα είναι εκείνο που πρέπει να είναι και, σε κάθε περίπτωση, ως άκουσμα απολαυστικό. Η σύγχρονη τεχνολογία δεν μπορεί να αναπαραστήσει το κλίμα των παλαιών ηχογραφήσεων, ούτε να μεταφέρει την αύρα των καθημερινών στιγμών μέσα στις οποίες «ζυμώθηκαν» τα συγκεκριμένα άσματα, μπορεί όμως να δώσει μία «σωστή» εικόνα τους, που να είναι λειτουργική στο τώρα. Και αυτό έχει νόημα. Η έκδοση είναι απολύτως χρηστική με ωραίες επεξηγηματικές (μουσικολογικές και άλλες τινές) σημειώσεις από τους Κώστα Λώλη και Παναγιώτη Τέλλη, μέλη αμφότεροι του Ήνορο.
Επαφή: toinoro@yahoo.gr
Ο Παναγιώτης Τέλλης, βασικός μοχλός πίσω από το πολυφωνικό αυτό σχήμα, είναι επίσης μέλος και των Pnoetica, μιας τετραμελούς ομάδας που κινείται στον ευρύτερο χώρο της ethnic-jazzή σκέτο jazz. Αποτελούμενοι εκ των Αδάμ Σωτηρόπουλο ηλεκτρική κιθάρα, Ευθύμη Σφαιρόπουλο μπάσο, Κώστα Δημητρίου ντραμς, Παναγιώτη Τέλλη φλάουτο, τενόρο, σοπράνο σαξόφωνο, φωνή και με extraβοήθειες σε σύνθια, τρομπόνι, τρομπέτα, ακορντεόν και φωνές, οι Pnoeticaέχουν έτοιμο το άλμπουμ «Η Νυχτερινή Μάζωξη των Μουσικών»ήANightCallforMusicians”, [PnoeticaProductions]που σε κερδίζει αμέσως με τα ωραία παιξίματα, τη δροσιά και τις αναφορές του, που εκκινούν από το χώρο της παράδοσης (ελληνικής και κατω-ιταλικής) και φθάνουν έως τηνbossaκαι το εγχώριο λαϊκό τραγούδι. Φυσικά, το ethnic-jazzπλάνο είναι το κυρίαρχο – και εντός αυτού μετασχηματίζεται ό,τι μετασχηματίζεται. Το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς και μόνον ευχάριστο, εμφανίζοντας, περαιτέρω, στοιχεία, αυθόρμητης κατάδειξης και πρωτοτυπίας. Να πω λοιπόν πως ο «Κοφτός χορός» τους είναι απολαυστικός (μου θύμισαν τους Σουηδούς ArbeteochFritidαπό τα early 70sκαι βεβαίως τους ModePlagal), ενώ κομμάτια όπως ο «Κύκλος», το «Χασαποσέρβικο», αλλά και το μεγαλόπνοο πολυφωνικό «Ξενιτεμένο μου πουλί», δείχνουν τη δουλειά που έχουν τραβήξειοι Pnoeticaστην προσπάθεια να υποτάξουν ποικίλα παραδοσιακά και λαϊκά θέματα μέσω μιας fusionηλεκτρικής προσέγγισης. Σ’ αυτό τον τομέα και η εκδοχή της επιτυχίας του Μανώλη Αγγελόπουλου «Τα μαύρα μάτια σου» (ενορχήστρωση για τενόρο, τρομπόνι, τρομπέτα, κιθάρα, μπάσο, ντραμς, κρουστά) και ακόμη το συγκινητικό “Enapoeta”, με την απαγγελία του CossiminoSurdoστη διάλεκτο των ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας.
Επαφή: pnoetica@yahoo.com

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΛΤΕΚΑΣ Vienna in May

ΣΥΝΤΑΓΗ ΑΝΤΙ-ΘΑΝΑΤΟΥ

$
0
0
Η «Συνταγή Αντι-Θανάτου»είναι μία ιστορική συλλογή του ελληνικού ροκ που πρωτοκυκλοφόρησε το 1986 στην FamousMusic (η μετέπειτα FMRecords) και που τώρα επανατυπώνεται σε 500 συνολικώς αριθμημένα αντίτυπα από τα LostArchivesτης Β-OtherSide. Προσωπικώς, και για κάποια κομμάτια, νομίζω πως είναι μία από τις πιο σημαντικές της δεκαετίας.
Το άλμπουμ ανοίγει με τους Clown, ένα από τα γκρουπ που επιχείρησαν να συνδέσουν το electro-waveτης εποχής με τον ελληνικό στίχο. Τα είχαν καταφέρει μια χαρά στο 45άρι «Λευκά κελλιά/ Κλόουν» [Creep, 1983], αλλά εδώ επιφυλάσσουν κάτι άλλο. Η «Πρόβα ορχήστρας» είναι πιο… πρωτόλεια από ηχητικής πλευράς. Δεν είναι μόνον το μουσικό της κάλυμμα, είναι και ο τρόπος που αντιμετωπίζεται ο λόγος – ένα συνονθύλευμα γλωσσών και κατ’ επέκτασιν φωνητικών που επέχουν, περισσότερο, ρόλο οργάνου. Ένα κάπως πειραματικό κομμάτι (ας το πω έτσι) που έχει το ενδιαφέρον του. Στους Εναλλάξσυμμετείχαν oι Γιώργος Κοντραφούρης και Χρήστος Ανδριανός, παίζοντας μπάσο και ντραμς αντιστοίχως, χρόνια πριν ξεκινήσουν την τζαζ καριέρα τους. Η «Κόντρα» είναι ένα τυπικό trackελληνόφωνου ροκ, με ιδιαίτερη ερμηνεία από τον Νίκο Καλλίνη (αργότερα στους Εκείνος + Εκείνος). Οι Κουμπότρυπες Α.Ε.του Μιχάλη Κουμπιού είχαν ήδη δύο 45άρια όταν εμφανίστηκαν στη «Συνταγή Αντι-Θανάτου». Τo«Σύμβολα και» είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια τους, παρότι τα λόγια δεν ακούγονται πάντοτε ξεκάθαρα. Πολύ ωραίο το ρεφρέν και άψογη η κιμπορντική συνοδεία. Οι Κουμπότρυπες Α.Ε. είχαν «προχωρήσει», αλλά παρά ταύτα διέλυσαν λίγο μετά τη συγκεκριμένη εγγραφή (όταν ξαναφτιάχτηκαν το 1998 ήταν πλέον κάτι άλλο). Ίσως το ωραιότερο κομμάτι της συλλογής να είναι η «Σκουριασμένη μονωδία» των Scoria. Πάνω σ’ ένα στιβαρό electro-rockυπόβαθρο το συγκρότημα (δηλαδή ο Άγγελος Κακουράτος) απαγγέλει μερικούς στίχους από το πρώτο στάσιμο της Αντιγόνηςτου Σοφοκλή (Πολλτδεινκοδν νθρπου δειντερον πλει… και τα λοιπά, και τα λοιπά). Το εγχείρημα είναι πλήρως επιτυχημένο, κάτι που επαναβεβαιώνει εντός μου την γενικότερη αξία των Scoria. Ευκαιρία λοιπόν να ξανακούσω τα βινύλια και το CDτους. Διάβασα μάλιστα στο 4σέλιδο ένθετο, που συνοδεύει την έκδοση, ότι ο Άγγελος Κακουράτος πέθανε τον Απρίλιο του 2012. Τον ήξερα τον Κακουράτο. Είχαμε συζητήσει παλαιότερα με αφορμή το CD«Ζωής Ένεκεν». Λυπάμαι αληθινά. Η πρώτη πλευρά της «Συνταγής…» θα κλείσει με την «Καλυψώ» των Mess. Ακόμη ένα ενδιαφέρον «νοσταλγικό» electrotrack, αν και κάπως παλιομοδίτικο για τα 80sδεδομένα (αλλά γι’ αυτό μ’ αρέσει). Τα Αρνάκιαήταν ένα από τα καλύτερα γκρουπ της εποχής. Τους είχα δει στον Πήγασο και θυμάμαι να λέμε (τότε) πως… θα μπορούσε να κοντράρουν ακόμη και τους Jam. Δύναμη, drive, ωραίος ελληνικός στίχος. Δυστυχώς, όμως, εκείνη η περίοδος δράσης του γκρουπ δεν καταγράφηκε επαρκώς· και όπου καταγράφηκε τα ηχογραφικά αποτελέσματα υπήρξαν μέτρια. Ίσως το πιο αδικημένο ελληνικό συγκρότημα της δεκαετίας του ’80. Το… κιμπορντικό punkτων Αντίφθάνει στα όριά του με το «Σταμάτα να μιλάς για θάνατο» (το λέω, γνωρίζοντας πως ηχογράφησαν και μετά απ’ αυτό). Ιδιαίτερο συγκρότημα οι Αντί (δύο πλήκτρα, μπάσο, ντραμς) είχαν το χάρισμα να πλέκουν με φαντασία τις στοιχειώδεις μελωδικές γραμμές των κίμπορντ, συνδυάζοντάς τες άψογα (τις περισσότερες φορές δηλαδή – κι εδώ, πάντως, σίγουρα) με το rhythmsection. Το κομμάτι που κλείνει την πλευρά και τον δίσκο είναι το «Ένα μυστικό στο τέλος» του συγκροτήματος Παρανυχίδες. Δεν τους θυμάμαι. Δεν τους είχα δει live, ούτε έχω ακούσει τις κασέτες τους. Το συγκεκριμένο πάνκικοtrackείναι κάπως artistic, κινείται σε αργό tempo (έως και λίγο πριν το τέλος, όπου ακούγεται ένα μάλλον ξεκάρφωτο κρεσέντο), με τα όργανα και το παίξιμο να δείχνει επαρκές και με τη δραματικήερμηνεία του τραγουδιστή (Παντελής Κούκης) να το χαρακτηρίζει απ’ άκρη σ’ άκρη.
Στα συν της έκδοσης (που ως επανέκδοση έχει μία αυταπόδεικτη αξία), ανήκει οπωσδήποτε, η ωραία αναπαραγωγή και το 4σέλιδο ένθετο με τις πολλές και χρήσιμες πληροφορίες για τους μουσικούς και τα συγκροτήματα (ένθετο, που απουσίαζε στην originalέκδοση).
Επαφή: www.b-otherside.gr

SPYROS CHARMANIS progressive απ’ τον τόπο μας κι ας είναι και… αριστούργημα

$
0
0
O Σπύρος Χαρμάνηςαπό τον Βόλο είναι ένας νέος άνθρωπος (δεν έχει περάσει ακόμη τα 30), ο οποίος πράττει με το “Wound” (το δεύτερο ανεξάρτητο CD του, που κυκλοφόρησε πέρυσι) κάτι το εντυπωσιακό (έτσι νομίζω δηλαδή). Ολοκληρώνει ένα progressive rock άλμπουμ 72 λεπτών(!), σύγχρονο, σημερινό, διόλου αυτάρεσκο ή αθεραπεύτως… μουσικοφιλικό.
Δεν είναι, δηλαδή, προφανείς οι αναφορές του (ok, όλοι μπορεί να θυμηθούν κάποια ονόματα από το παρελθόν – εγώ θυμήθηκα τόπους-τόπους τους Queen ας πούμε, τους Genesis, τους Yesή ακόμη-ακόμη και κάποιες μεταγενέστερες επικές ή space ομάδες…), κάτι που σημαίνει πως ο Χαρμάνης έχει δουλέψει εις βάθος προκειμένου να παρουσιάσει συνθέσεις-τραγούδια όπως το “Sub-con-scious”, το “Our time expires” ή το “Hinder”. Σ’ ένα μικρό χαρτί που συνόδευε το CD του ο ίδιος ο συνθέτης γράφει:«Το ‘Wound’ είναι ένας concept δίσκος χωρισμένος σε τρία μέρη που περιγράφει το ταξίδι ενός ανώνυμου χαρακτήρα μεταξύ ειλικρινών προθέσεων, κακών επιλογών, ρήξης και συμφιλίωσης με την ιδέα ότι προκειμένου να προχωρήσει μπροστά πρέπει το ταξίδι να το αποδεχτεί ως αναπόσπαστο πλέον μέρος του εαυτού του».Το «θέμα» είναι βαρύ και ο Χαρμάνης, όλος μέσα σε μια σύμπλοκη δραματικότητα καταφέρνει να αποδώσει πλήρως άπασες τις μεταλλαγές του ήρωά του, δίχως να ξεπέφτει στην επανάληψη ή την ευκολία. Το επίσης εντυπωσιακό είναι και το γεγονός πως ηχογράφηση, παραγωγή και μίξη έγιναν στο home-studio του βολιώτη μουσικού, και πως ο ίδιος έχει γράψει στίχους και συνθέσεις, παίζοντας σχεδόν όλα τα όργανα μόνος του (υπάρχουν κάποιες λίγες βοήθειες σε κρουστά, τσέλο και φωνές). Σπάνια περίπτωση μεμονωμένης και ιδιωτικής προσπάθειας, που ολοκληρώνεται στο πιο υψηλό επίπεδο με απολύτως περφεξιονιστικούς όρους. Τα καλά της τεχνολογίας είναι αυτά· που δεν θα έπιαναν φράγκο, βεβαίως, δίχως την παρουσία του ανθρώπινου ταλέντου.

RON OSWANSKI – KEN HATFIELD

$
0
0
Τo “December’s Moon” [Tames, Palmetto] τουRonOswanski–να το πω από την αρχή– είναι ένα από τα ωραιότερα organ άλμπουμ, που άκουσα τον τελευταίο καιρό· ίδιας αξίας μ’ εκείνα του Tony Monaco ή του Γιώργου Κοντραφούρη ας πούμε, αλλά εντελώς διαφορετικής λογικής. Η αρχή για τον Oswanski δεν είναι αναγκαστικώς το blues και ο Jimmy Smith, αλλά κάτι άλλο, κάτι το οποίον, πιθανώς, να συμβολίζει ο κιθαρίστας τού πιο καινούριου άλμπουμ του, που δεν είναι άλλος από τον John Abercrombie.
Υπάρχει λοιπόν ένας ECM ήχος, διάσπαρτος και όχι συνεχής, σε πολλά από τα tracks του “December’s Moon”, ένας ήχος που γίνεται αισθητός όχι μόνο μέσω των παιξιμάτων (ο Oswanski χειρίζεται επίσης πιάνο και ακορντεόν), αλλά και του ρεπερτορίου (πρωτότυπα κομμάτια, αλλά και διασκευές σε συνθέσεις των Verne Meisner, ενός master της αμερικανικής πόλκας, Led Zeppelin, Kenny Wheeler και Fred Hersch). Το αποτέλεσμα καταγράφεται και στα 12 tracks του CD, και στα 70 σχεδόν λεπτά του. Έχοντας ως «ήρωές» του τους Keith Jarrett, Jan Garbarek, Kenny Wheeler και βεβαίως δίπλα του, ζωντανό, τον ίδιο τον Abercrombie, ο Oswanski ετοιμάζει ένα άλμπουμ με εναλλάξ λυρικές και ρυθμικές εξάρσεις, εμμένοντας στην μελωδική αποτύπωση και την αρμονική επεξεργασία των κομματιών που παρουσιάζει, δίνοντας την ευκαιρία σε όλους τους συμπαίκτες του –βασικά στους κιθαρίστες και στον σαξοφωνίστα– να αποτυπώσουν επαρκώς το δικό τους ίχνος. Έτσι, και χωρίς να απουσιάζει ή να εγκαταλείπεται το groove, o οργανίστας από το Toledo του Ohio κατορθώνει να φέρει εις γάμου κοινωνίαν δύο, ας τις πούμε, αντιδιαμετρικές jazz εκφάνσεις· από τη μια μεριά το στιβαρό, «πλακωμένο» fusion (το lead track “White meadow” και η “Ukrania polka” είναι δύο καλά δείγματα) και από την άλλη την λυρική, «απλωμένη» αφήγηση του “December’s moon” και του “Milk of the moon”. Έχοντας στη δούλεψή του ένα κάτι σαν super-group –Clarence Penn ντραμς, κρουστά, Ian Froman ντραμς, Jay Azzolina ακουστική, ηλεκτρική κιθάρα, John Abercrombie ηλεκτρική κιθάρα, John Pattitucci κοντραμπάσο, bass guitar, Tim Ries σοπράνο, τενόρο– ο Ron Oswanski προσφέρει ένα CD με γοητεία αναμφισβήτητη, αλλά όχι, πάντα, προφανή. Απαιτούνται αναγνώσεις, αλλά στο τέλος υπάρχει και το «αζημίωτο», η ανταμοιβή.
Ο LangstonHughes(1902-1967) είναι ένας ποιητής που απασχολεί την jazzκαι την bluesδισκογραφία από δεκαετίες (ως γνωστόν). ΑςθυμηθούμεανάμεσασεάλλατοάλμπουμTheWearyBlueswithLangstonHughes” [MGM, 1958] μεLeonard Feather, CharlesMingus, HoraceParlan κ.ά., τοAfro-Percussion/ UhuruAfrika” [Roulette, 1960] τουRandyWeston, τοDid you Ever Hear the Blues?” [United Artists, 1959] τουBig MillerμεJimmy Jones, Phil Woods, Zoot Sims κ.ά. καιακόμητο“Mule Bone” [Gramavision, 1991] του Taj Mahal ήτηνπρόσφατησυλλογή“Harlem in Vogue/ The Poetry and Jazz of Langston Hughes” [Fingertips, 2011], πουπεριέχειτιςεγγραφέςμεLeonard Feather καιCharles Mingus, τονίδιοντονHughes νααπαγγέλει, αλλάκαιtracks μετο Bob Dorough Quintet απόταlate fifties. Ισχυρός πόλος εκείνου που ονομάστηκε HarlemRenaissanceστη δεκαετία του ’20 και που περιλαμβάνει εκτός από (μαύρους) συγγραφείς, ποιητές, διανοητές, πολιτικούς και όλη τη βάση της jazz, oLangstonHughesπαραμένει μία ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης (για την jazzπρωτίστως) όχι μόνο για τους μαύρους, αλλά και για τους λευκούς (εννοείται) δημιουργούς. Όπως λευκός είναι ο κλασικός κιθαρίστας KenHatfield(εννοώ πως χειρίζεται κλασική κιθάρα), όπως λευκό είναι περαιτέρω και όλο το σεξτέτο του (HilaryGardnerφωνή, JamieBaumάλτο φλάουτο, HansGlawischnigμπάσο, JeffHirshfieldντραμς, StevenKroonκρουστά).
Εκείνο που είναι ευκόλως παρατηρήσιμο, ακόμη και με την πρώτη ακρόαση τουForLangston[ArthurCircleMusic], είναι το ιδιαίτερο ηχόχρωμα των μουσικών του Hatfield· ιδιαίτερο εν σχέσει με το τι, ενδεχομένως, αναμένει ο καθείς ακούγοντας το ονοματεπώνυμο LangstonHughes. Ο Hatfieldετοιμάζει μία jazz-να-την-πούμε-δωματίου, με πρωταγωνιστικά όργανα την κιθάρα και το φλάουτο, και βεβαίως τη φωνή (της Gardner), δίνοντας στην ποίηση τού αφροαμερικανού δημιουργού μιαν άλλη διάσταση. Μπορεί να παραξενεύει σε πρώτο άκουσμα το “ForLangston”, όμως με την πάροδο του χρόνου αντιλαμβάνεσαι την μέθοδο και τον τρόπο του Hatfield, ο οποίος, στηριζόμενος στο… αρμονικό κουαρτέτο του (κιθάρα, φωνητικά, άλτο φλάουτο, μπάσο) και το ρυθμικό του ντούο (ντραμς, κρουστά), επιλέγει ποιήματα (ή συνδυασμούς ποιημάτων), τα οποία ταιριάζουν περισσότερο στη δική του αίσθηση για την ποίηση του Hughes. Κι ενώ στα οργανικά passagesτο πράγμα ρέει άνευ ιδιαιτέρων δυσκολιών (ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες όπου η jazzσυναντά το folk), η sopranoφωνή της HilaryGardnerείναι ένα ζήτημα...

JAZZ + ΠΡΑΞΕΙΣ στην Πάτρα 27-29/6

$
0
0
Το Φεστιβάλ Jazz + Πράξειςστην Πάτρα συμπληρώνει εφέτος μια δεκαετία. Πρόκειται για ένα ουσιαστικό και αθόρυβο γεγονός, από τις εκδηλώσεις του οποίου έχουν περάσει μέγιστα ονόματα τής σύγχρονης και παλαιότερης jazz (Renaud Garcia Fons, Tomasz Stanko, Louis Sclavis, Aldo Romano, Nik Bartsch Ronin, Lars Danielsson, Chico Freeman, Barbara Dennerlein, Nicky Skopelitis, Sheila Jordan, Günter Sommer, Μilcho Leviev, Rick Margitza, Fritz Pauer, Trilok Gurtu, Furio Di Castri, Alexi Tuomarila, Olivier Gatto, Milo Kurtis κ.ά.) και βεβαίως ουκ ολίγα επίλεκτα στελέχη της ελληνικής σκηνής (Βασίλης Τσαμπρόπουλος, Γιώργος Τρανταλίδης, Σάκης Παπαδημητρίου, Γεωργία Συλλαίου, Γιώργος Κοντραφούρης, David Lynch, Κώστας Θεοδώρου, Τάκης Φαραζής, Σαβίνα Γιαννάτου, Σοφία Νοητή,  Φλώρος  Φλωρίδης, Λάκης Τζήμκας, Ανδρέας Γεωργίου, Γιώργος Μεταξάς, Μπάμπης Παπαδόπουλος, Παντελής Στόικος κ.ά.). Έχοντας λοιπόν τη συγκεκριμένη παρακαταθήκη οι άνθρωποι του φεστιβάλ –ο Γιάννης Μουγγολιάς (φίλος παλαιόθεν και συντάκτης στο Jazz& Τζαζ) και οι συνεργάτες του από το Διεθνές Φεστιβάλ Πάτραςκαι τον Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου Πατρέων– ετοίμασαν μια τριήμερη γιορτή, που κι εφέτος έχει πράγματα να δώσει. Με εισιτήριο λαϊκό (22 ευρώ και για τις τρεις ημέρες, ή 10 ευρώ για κάποιον που θέλει να παρακολουθήσει μία ημέρα) και με πρόγραμμα που ανταποκρίνεται στην ιστορία του θεσμού, το Jazz + Πράξειςπροτείνει εφέτος τους GroovinHighκαι το τρίο του Νικόλα Αναδολή την 27/6, τον Σταύρο Λάντσια με τα Κρόταλα την 28/6 και τους MichelPortalκαι VincentPeiraniτην 29/6. Μερικά στοιχεία για τους καλλιτέχνες, έτσι όπως καταγράφηκαν στο τρέχον τεύχος του Jazz& Τζαζαπό τον Γιάννη Μουγγολιά…
Αρχή λοιπόν σήμερα, 27/6, με τους Groovin’ High, ένα συγκρότημα από την Πάτρα, η βασική επιρροή του οποίου είναι η gypsy jazz, μια μουσική επίκαιρη και ενδιαφέρουσα με φανατικό κοινό στην Ευρώπη, αλλά και ανερχόμενο είδος τελευταία στη χώρα μας. Το ρεπερτόριο των GroovinHighείναι ένα μουσικό ταξίδι που ξεκινά από τα jazz clubsτου Μεσοπολέμου και καταλήγει στο σήμερα. Στο ρεπερτόριό τους υπάρχουν βασικά διασκευές κυρίως jazz standards, με αναφορές και σε άλλα σύγχρονα μουσικά ρεύματα σε ύφος πάντα gypsy jazz. Οι Groovin’ Ηigh αποτελούνται από τους: Δήμητρα Θεοφανίδη φωνή, Διονύσιο Μουζάκη σαξόφωνα, Γιώργο Παπαβασιλείου και Κωνσταντίνο Γκολφινόπουλο manouche guitarsκαι Γιώργο Κατσίκα κοντραμπάσο. Την ίδια βραδιά τη σκυτάλη θα πάρει  το τρίο του 22χρονου πιανίστα Νικόλα Αναδολή, αποτελούμενο από τον ίδιο και τους Δημήτρη Γουμπερίτση κοντραμπάσο και Σωτήρη Αναδολή ντραμς, δυο μουσικούς που τους γνωρίζουμε ως ιδρυτικά μέλη των A Priori. Η περίπτωση του Νικόλα Αναδολή είναι πραγματικά μοναδική και μας κάνει περήφανους με τη θυελλώδη πορεία του στο εξωτερικό και ειδικότερα στην Αμερική, στην καρδιά της τζαζ. Βραβευμένος με το Grand Prix de la Ville de Parisστο μεγάλο Διεθνή Διαγωνισμό piano-jazz Martial Solalτον Οκτώβριο του 2010, ο Αναδολής έχει κερδίσει την «προεδρική» υποτροφία για τζαζ πιάνο στο Βerklee CollegeofMusicστη Βοστώνη (2008), όπου και σπουδάζει από τότε. Έχει εμφανιστεί σόλο ή με γκρουπ σε σημαντικούς χώρους του εξωτερικού κι είναι από τους ελάχιστους Έλληνες που έπαιξε στο Blue Note, στη Νέα Υόρκη. Με το αμερικανικό τρίο του έχει ηχογραφήσει στην δισκογραφική εταιρεία Jazz Revelation Records. Έχει συνθέσει κομμάτια για σόλο πιάνο, ντουέτα για πιάνο και σαξόφωνο, για πιάνο τρίο και σύνολα πνευστών και εγχόρδων, ενώ πρόσφατα συνέθεσε για big band.
Την Παρασκευή 28 Ιουνίου στη σκηνή θα ανέβει ο διακεκριμένος συνθέτης και πολυοργανίστας (πιάνο, κρουστά) Σταύρος Λάντσιας, που πλαισιωμένος από το συγκρότημά του (Δημήτρης Χουντής σοπράνο σαξόφωνο, Alfredo Shtuni βιολί , Αλέξανδρος Μποτίνης τσέλο και Μιχάλης Καλκάνης κοντραμπάσο) θα συμπράξει με τα Κρόταλα (Πέτρο Κούρτη, Ανδρέα Παπά και Γιάννη Παπαγιαννούλη) συνομιλώντας με την πληθωρική ρυθμική έκφραση των κρουστών απογειώνοντας τις αισθήσεις. Εξέχουσα μορφή της σύγχρονης τζαζ (ως μέλος των Human Touch και με σπουδαία προσωπική συναυλιακή και δισκογραφική παραγωγή), αλλά και με ηχηρές συνεργασίες (Διονύσης Σαββόπουλος, Ελένη Καραΐνδρου, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Έλλη Πασπαλά, Ορφέας Περίδης, Κώστας Τουρνάς κ.ά.), ο Σταύρος Λάντσιας αποτελεί «καλλιτεχνικό μέγεθος». Τα Κρόταλα, τρεις κρουστοί με πάθος, ένταση και ιδιαίτερο χρώμα, με επιρροές από την Ανατολή, τα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο και τη Δύση και μ’ ένα αστείρευτο λεξιλόγιο νέων εκφραστικών δυνατοτήτων πάνω στις παραδοσιακές φόρμες δημιουργούν ένα νέο μουσικό ιδίωμα μέσα από τις ιδιαιτερότητες του κάθε κρουστού, μετατρέποντας την ίδια στιγμή σε κρουστά τα πιο απίθανα αντικείμενα. Τα συγκρότημα επιλέχτηκε να ηχογραφήσει με την Loreena McKennitt, στο Ancient Muse, ενώ απέσπασαν εγκωμιαστικά σχόλια από το διεθνή Τύπο (TheGuardian κ.λπ.).
Η αυλαία του τριήμερου «Jazz + Πράξεις» θα πέσει το Σάββατο 29 Ιουνίου με την έλευση ενός κορυφαίου διεθνούς ντουέτου. Ένας θεμελιωτής της σύγχρονης ευρωπαϊκής τζαζ, ο γάλλος συνθέτης και βιρτουόζος μουσικός Michel Portal (σαξόφωνα, κλαρινέτο, μπαντονεόν) θα συναντήσει ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά της σύγχρονης σκηνής που βρίσκεται στην αιχμή της δημιουργικής του πορείας, τον ακορντεονίστα Vincent Peirani.  Ό,τι και να πει κανείς για τον Michel Portal είναι λίγο και ο ασφαλής οδηγός στην τέχνη του είναι μια γενναία βουτιά στην τεράστια δισκογραφία του και στα αναρίθμητα πρότζεκτ και συνεργασίες του με κάθε ανήσυχη συνιστώσα του τζαζ στερεώματος. Η ευρύτητα της στυλιστικής πολυμορφίας του δεν περιχαρακώνεται, αλλά, απεναντίας, απλώνεται στην τζαζ, την κλασική, τη σύγχρονη αβαντ-γκάρντ, το σάουντρακ, τη γαλλική ποπ. Ένας ζωντανός θρύλος λοιπόν στην Πάτρα, που θα έχει στο πλευρό του τον Vincent Peirani σ’ ένα μουσικό διάλογο υψηλής ενέργειας, φωτίζοντας μοναδικές πτυχές της τζαζ και της world music, εμπλουτισμένες με έντονη μεσογειακή διάσταση και τάνγκο νύξεις. Ο Peirani με εξαιρετικούς δίσκους στο ενεργητικό του –και με πιο πρόσφατο το υπέροχο “Thrill Box” στην ACT Music+ Visionμε τους Michael Wollny πιάνο, Michel Benita κοντραμπάσο και guests τον Michel Portal και τον σαξοφωνίστα Emile Parisien–, θα είναι ο ιδανικός μουσικός συνοδοιπόρος στην πολλά υποσχόμενη αυτή συναυλία, που θα κλείσει την ωραία τζαζ γιορτή, στο Αίθριο του Παλαιού Δημοτικού Νοσοκομείου της Πάτρας.

GOODIEPAL διπλό LP με δυο πλευρές

$
0
0
Το NarcBeacon/ NagNagBacon [Fonal, 2012] του Goodiepalείναι ένα πολύ παράξενο από κάθε άποψη 2LP, που έχει όμως πίσω του και μία το ίδιο παράξενη ιστορία. Ο Goodiepalή GæoudjiparlvandenDobbelsteen (πραγματικό όνομα ParlKristianBjørnVester) είναι ένας δανός μουσικός από τα νησιά Φερόες. Αναγνωρισμένος στο σύγχρονο, electro, psychκαι pagan-folkκύκλωμα την τελευταία δεκαετία μέσα από συνεχείς βινυλιακές και CDκυκλοφορίες, ο τύπος έγινε «όνομα» με το πρώτο(;) του κιόλας πλήρες CDπου είχε τίτλο “NarcBeacon”, τυπωμένο για τη γαλλική Ski-pp, το 2001. Δύο χρόνια αργότερα (2003) το άλμπουμ επανεκδίδεται σε 2LPαπό την ίδιαν εταιρεία, έχοντας μόνο δύο ηχογραφημένες πλευρές (την πρώτη και την τρίτη – η δεύτερη και η τέταρτη δεν… έπαιζαν, είχαν μόνον εικαστικό ενδιαφέρον), αρχίζοντας ν’ αποκτά φήμη σιγά-σιγά (το άλμπουμ), παρότι στη Δανία θεωρήθηκε εξ αρχής ως κάτι το ξεχωριστό. Το 2011 επανεμφανίζεται μάλιστα (βάσει των στοιχείων που δίνει το discogs) από έναν συνασπισμό δανέζικων labels, για να ακολουθήσει μία ακόμη επανέκδοση (στην ουσία δεν πρόκειται για επανέκδοση) από την φινλανδική Fonal, προς το τέλος του 2012. Τι είχε συμβεί ; Σε μια παριζιάνικη αποθήκη είχαν βρεθεί κάμποσες originalκόπιες και απ’ αυτό το stockέγιναν τόσο η έκδοση του ’11, όσο κι εκείνη του ’12. Η Fonalέκανε μάλιστα το καλύτερο δυνατό τυπώνοντας νέο ψυχεδελικό artcover (δια χειρός PauliinaMäkelä), καθώς και το σχετικό insertμε τα στοιχεία και τις πληροφορίες.
Το “NarcBeacon/ NagNagBacon” είναι ένα παράξενο, όπως προείπα άλμπουμ. Δεν έχει κάποιο «μόνιμο» χαρακτήρα, και είναι αλήθεια πως θυμίζει πάμπολλα διαφορετικά πράγματα. Ξεκινά σ’ ένα freakyfolkστυλ, με κάποια ηλεκτρονικά να δίνουν βάθος, συνεχίζει σε πιο poppyκατευθύνσεις (με στοιχεία από την tropicáliaή σε κάτι από “Sgt. Pepper’s…”), μετά θυμίζει… ελληνικά παιδικά ή και σατιρικά άλμπουμ με moogακρότητες (ένας συνδυασμός… θείας Λένας και «Παρατράγουδων» του Νίκου Αντωνιάδη), μετά γίνεται πιο ελεύθεροelectro-experimentalα λα Bruce Haack (“The Way-Out Record for Children”), φλερτάροντας με το ethnic-trance, για να καταλήξει (όλα αυτά στην πρώτη πλευρά) σε… indiandrumnbassκαταστάσεις. Μα και η δεύτερη πλευρά (δηλαδή η τρίτη) δεν είναι λιγότερο… εκπληκτική. Το πρώτο κομμάτι έχει ethnic(ανατολικο-ευρωπαϊκή, γιατί όχι και βαλκανική) όψη, για να μεταφερθούμε «καπάκι» σε πιο αφηρημένα electroπεριβάλλοντα. Το folkστοιχειώνει γενικώς το “NarcBeacon / NagNagBacon”, κάτι που φαίνεται σε κομμάτια όπως το “CarlBergstrøm ~ NielsenIMaskinur'æ” (με το φλάουτο να πρωταγωνιστεί), ενώ στο “DetKomAltSjammenFraOli'enSomDuLystigtPumpede” η jazzανακατεύεται εν τάχει με τις μουσικές του κόσμουκαι τα ηλεκτρονικά σ’ ένα απίστευτο λατινο-βραζιλοκράμα (χάρμα!). Τα δύο τελευταία tracksείναι πιο… ομφαλοσκοπικά, δίχως να χάνουν το ενδιαφέρον τους, καθώς αναδεικνύουν και προβάλλουν στη διαδρομή τον… folktronicaχαρακτήρα τους.
Αλήθεια, πώς να ηχεί σήμερα ο Goodiepal; Πρέπει ν’ ακούσω…

MELENTINI ερημικά άσματα

$
0
0
Η Melentini, ή και Μελεντίνη, υπήρξε ιδρυτικό μέλος και δημιουργός της μουσικής του ανεξάρτητου ηλεκτρονικού σχήματος SequenceTheoryProject, όπως διαβάζω στο δίκτυο, οι οποίοι έχουν δύο digitalάλμπουμ στο ενεργητικό τους (“Toyland” το 2010 και “TheCollapseofCivilization” το 2012). Το explosionsaround, thedesertinside[RestlessWind, 2013] είναι το πρώτο προσωπικό CDτής Melentini, ένα 42 λεπτών τραγουδιστικό άλμπουμ κλεισμένο σ’ ένα περιποιημένο hardbackcover.
Τα (αγγλόφωνα) άσματα της ελληνίδας τραγουδοποιού έχουν άποψη και χρώμα. Είναι κάπως ερμητικά και περίκλειστα, μεταφέροντας μία ποιητική απόγνωση που αφορά στις σχέσεις (γενικώς), δημιουργώντας ένα «σκοτεινό» περιβάλλον που οφείλεται (πέραν του λόγου και των μελωδιών) και στις ενορχηστρώσεις. Αν ρίξει κάποιος μια ματιά στα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν για την ηχογράφηση κάθε τραγουδιού θα διαπιστώσει πως το πιάνο κυριαρχεί (χειρίζεται η ίδια η Melentini), ενώ δίπλα του στοιχίζονται κόρνο, τσέλο, βιολί, βιόλα, τρομπόνι, σαξόφωνα, θερεμίνη, βεβαίως μπάσο, όπως ντραμς και κρουστά σε κάποια tracks… Το άκουσμα δηλαδή έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που παραπέμπουν σε «Velvet-ικές» (Nico και John Cale ας πούμε και όχι Lou Reed αναγκαστικώς) ή «μετα-Velvet-ικές» καταστάσεις, σε μια minimalδιαχείριση του σκότους εν ολίγοις –ή μήπως το «σκότος» δημιουργείται και εξ αιτίας της συγκεκριμένης minimalδιαχείρισης;–, που σε συνδυασμό με τις θεατρικού τύπου ερμηνείες, τις απλωμένες μελωδίες και τα αργά tempi, ολοκληρώνουν ένα «κλίμα». Υπάρχουν τραγούδια που συνεπαίρνουν στο “explosionsaround, thedesertinside”, όπως ας πούμε το “Aira (Theclowngirl)”, ένα trackαπό την εποχή των SequenceTheoryProject, ή το “Gonearethedays”, που ακούγεται σαν θρηνητικό κατευόδιο και άλλα που τ’ ακούς σαν ιντερμέτζα, ανάμεσα στις… δύο εκρήξεις· το έσχατο “Thequestion” φερ’ ειπείν, που είναι ό,τι χρειάζεται πριν ξεκινήσει η δεύτερη ή η τρίτη φορά…

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ ένα «αντί-» ποίημα

$
0
0
Ο Γιώργος Μαρκόπουλοςείναι από τους πιο σημαντικούς, εν δράσει, έλληνες ποιητές. Πριν μερικούς μήνες (16/12/2012) είχα αναδημοσιεύσει στο Δισκορυχείοντην Ωδή για τον παίκτη της Α.Ε.Κ. και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου. Το ποίημα που θα διαβάσετε παρακάτω προέρχεται από την παλαιά ποιητική συλλογή του Οχτώ και Ένα Εύκολα Κομμάτια και Η Κλεφτουριά του Κάτω Κόσμου [Κούρος, Αθήνα 1972 ή ’73] και όπως θα διαπιστώσετε έχει ευρύτερο beat(ή μάλλον… αντι-beat) ενδιαφέρον. Στο εν λόγω τεύχος του Κούρου υπάρχει κι ένα (πρώιμο) βιογραφικό του ποιητή (συνταγμένο προφανώς από τον Λεωνίδα Χρηστάκη), το οποίον και παραθέτω: «Ο Γιώργος Μαρκόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσηνία το 1952 (σ.σ. βάσει άλλων, ας πούμε πιο επίσημων, βιογραφικών που υπάρχουν στο δίκτυο έχει γεννηθεί το 1951). Ζει από χρόνια στην Αθήνα με την οικογένειά του και εργάζεται σαν τεχνίτης ασανσέρ για το μεροκάματο. Ο πατέρας του είναι θυρωρός πολυκατοικίας. Παράλληλα σπουδάζει στη Βιομηχανική Σχολή του Πειραιά Οικονομικά-Στατιστική. Τα πιο πολλά του ποιήματα είναι γραμμένα το 1972 και είναι αυτοτελή και ανεξάρτητα μεταξύ τους, αποτελούν όμως ένα εκφραστικό σύνολο με τον τρόπο που παρουσιάζονται».
Κόσμε Γλυκέ Κόσμε Βιομηχανικέ 

Ο παρδαλός Τζακ Νίκολσον που αγόρασε μοτοσυκλέττα
να γυρίζει την Αμερική κι ο ποιητής Γκίνσμπεργκ
πούχε το πείσμα του διαβόλου, έβαλαν βουλή την
πορεία της μηχανής ν’ αλλάξουν κι έπεσαν θύματα κακοδαιμονίας
Οι μηχανές στοιβαγμένες σε βαπόρια ταξίδευαν σε χώρες
τα χέρια μηδένιζαν ή τα χέρια μετρούσαν
αν ήξεραν να φτιάξουν μια μηχανή.

Όλα έπαιρναν πια την πορεία τους
κι εγώ Ματίνα πόσο σ’ αγαπούσα.
Απόψε μεθύσαμε ξανά σκαλίζοντας πάλι και πάλι τα παλιά
Απόψε κρύψε τα δόντια σου
δυο παφιλένια κομματάκια στο σκοτάδι απόψε
κρυψ’ το πρόσωπό σου ασβεστωμένο
σαν μαρμάρινο άγαλμα τη νύχτα.
Θα διασκεδάσουμε μαζί την τόλμη των πρωτοπλάστων
και των νεκρών της Χιροσίμα
φωνές και χέρια στον αέρα… λίγο νερό παρακαλώ…
… λίγο νερό παρακαλώ… φωνές εφιάλτες και φωτιές
… φωνές εφιάλτες και φωτιές… κι αυτοί που ’χουν
τα μάτια… κι αυτοί που ’χουν τα μάτια από μπακίρι…
… δύστροπο αγόρι… Βοζνεζένσκυ*… Βοζνεζένσκυ…
… δύστροπο αγόρι… Γκίνσμπεργκ… δύστροπο αγόρι
Γκίνσμπεργκ… η παγκόσμια γενιά τους στη βρωμιά
στην εκμετάλλευση και την αρρώστια
αφόρμησε η μάνα τους την αγωνία της μετρώντας
και η πατρίδα τους χάνεται αγνοώντας τους
τρακτέρ αριθμομηχανές σελφ σέρβις και πλυντήρια
τρακτέρ αριθμομηχανές σελφ σέρβις και πλυντήρια
και κανένα σιδερένιο αστέρι και κανένα σιδερένιο αστέρι
τις βραδιές… το κράτος με πυραύλους το κράτος με πυραύλους
και κάπου κάπου και κανένα και κανένα τανκ
στους δρόμους που βολτάρει…
στους δρόμους που βολτάρει κάποτε κάνει λάθος…
… κάποτε κάνει λάθος χάνει το δρόμο μπαίνει
σε ξένα αμπέλια… μπαίνει σε ξένα αμπέλια
σπέρνει ταπείνωση και μπόμπες
σπέρνει ταπείνωση και μπόμπες
κι ύστερα φεύγει πάλι… κι ύστερα φεύγει πάλι…
σκεπάζει το κακό σαν τη γάτα την κοπριά της
σαν τη γάτα την κοπριά της
κι ο θόρυβος κοπάζει.

Κόσμε γλυκέ κόσμε βιομηχανικέ
και συ παλιό νταούλι πώς χτυπάς
πάνω στις χορδές της νέας μας ηλεκτρικής κιθάρας
και πώς γεννάς παιδιά που βγαίνουν απ’ την πείνα
μέσα απ’ τα τραγούδια της Μπαέζ
κόσμε γλυκέ κόσμε βιομηχανικέ
και του Ζακ Ωντιμπερτί** κι εγώ τα λόγια λέγοντας
στης ειρωνείας μου την κάψα
σιγανή βροχή του 1815 πώς αντηχείς ακόμα
πάνω στις λαμαρίνες των καινούργιων μας αυτοκινήτων
στα χωράφια στις βίλες στη δημοσιά στους κήπους.
Την πυρηνική αγωνία μάθαμε
την απρόσωπη ανεργία μάθαμε
την ανασφάλεια μάθαμε
όμως το σκάκι χάνεται, το σκάκι χάθηκ’ απ’ το πλήθος.

Και συ γκρινιάρικο ζουλάπι Γκίνσμπεργκ
τράβα να σκίζεις έναν έναν από τις αστικές
βιβλιοθήκες όλους τους χρυσοδεμένους τόμους
των επαναστατικών σου ποιημάτων. 

*AndreiVoznesensky(1933-2010): ρώσος ποιητής, που βρέθηκε στην Αμερική στα 60sσυμπορευόμενος με την counterculture. Ιστορική, ανάμεσα σε άλλες, είναι η εμφάνισή του στο FillmoreAuditoriumτου SanFranciscoτην 7/4/1966, μαζί με τον LawrenceFerlinghettiκαι τους JeffersonAirplane. Δες κι εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2011/12/blog-post_18.html.

**JacquesAudiberti(1899-1965): γάλλος θεατρικός συγγραφέας του «παραλόγου» και ποιητής.

της πουτανιάς το φλάμπουρο συμμαζεμό δεν έχει (λαϊκή ρήση)

$
0
0
Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί με συκοφαντεί διαρκώς αυτός ο τύπος που λέγεται Μανώλης Νταλούκας. Εγώ ποτέ δεν ασχολήθηκα στο Δισκορυχείονμε την πάρτη του.Αν και ως συγγραφέα τον είχα σε μιαν υπόληψη (το έχω γράψει αυτό στο blog) από μερικά βιβλία που είχε βγάλει στα 80s, αλλά και από το Ελληνικό Ροκ, αναφορικώς με την αξιοποίηση του αρχείου του Σίμου Τσαπνίδη (και μόνο γι’ αυτό) στην πορεία το πράγμα άλλαξε· κύλησε πολύ… θολό νερό στο ποτάμι. Τα στοιχεία που είχα διαθέσιμα, παλαιά, για το άτομό του ήταν, φυσικά, παρμένα μέσα από τα βιβλία του. (Έτσι «γνωρίζουμε» τους συγγραφείς, από τα βιβλία τους). Δεν υπήρχε η διαπροσωπική (διαδικτυακή) επαφή, που απέδειξε περιτράνως με τι άνθρωπο είχα στην πραγματικότητα να κάνω. Ο τύπος αυτός επέδειξε, και επιδεικνύει εδώ και κάποιο καιρό, σφόδρα εχθρική συμπεριφορά προς το άτομό μου· συμπεριφορά, που αγγίζει τα όρια της ψυχοπαθολογίας, αφού μοιάζει να με μισεί μόνο και μόνο επειδή γράφω (κάτι το οποίον ήταν, είναι και παραμένει ανεξήγητο για μένα). Λες και δεν θέλει δίπλα του κανέναν, στον τομέα με τον οποίον ασχολείται. Λες και του παίρνω τη δουλειά. Λες και του τρώω το ψωμί. Αν μπορούσε να με εξαφανίσει από προσώπου γης ευχαρίστως θα το έπραττε…

Έχοντας αντιληφθεί από τότε (2006) που κυκλοφόρησε το κατά βάσιν… παραμύθι Ελληνικό Ροκότι ο άνθρωπος αυτός –παρόλο το κοινό μας ενδιαφέρον για τα θέματα της ελληνικής νεολαίας, του ελληνικού ροκ και τα λοιπά (εμένα δεν με απασχολούν, φυσικά, μόνον αυτά)– έχει στρεβλή και εν τέλει ασυνάρτητη και ανιστόρητη αντίληψη για την πορεία των πραγμάτων τον είχα διαγράψει από τα κατάστιχα (λυπάμαι που το λέω). Δηλαδή είχα αποφασίσει, πως… καλός-χρυσός να τον διαβάζω σαν παραμυθά (τότε, το 2006 – γιατί, τώρα, δεν ενδιαφέρομαι ούτε αυτό να κάνω), κι ας μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι, αλλά μέχρι εκεί. Δεν μειώνω, ούτε απαξιώνω τα όποια πράγματα, στοιχεία κ.λπ. ανασύρει στην επιφάνεια (όποιος ανασύρει και μοιράζεται στοιχεία με άλλους είναι καλοδεχούμενος), τα οποία στοιχεία και «εκμεταλλεύομαι» για να βγάλω τα δικά μου συμπεράσματα, τα οποία κινούνται, συνήθως, σε αντιδιαμετρική κατεύθυνση από τη δική του· όπως κι εκείνος «εκμεταλλεύεται» τις αναρτήσεις μου, όχι για να συμπεράνει εμφανώς (αυτό το κάνει, κρυφά, για πάρτη του), αλλά για να με μειώσει και να με απαξιώσει.
Θέλω να πω πως είχα αποφασίσει από τότε (2006) πως μ’ αυτόν τον άνθρωπο δεν υπήρχε περίπτωση να συνεννοηθώ εις τον αιώνα τον άπαντα. Αν εξαιρέσεις παλαιά (επί EricClapton), που τον προκάλεσε στο Δισκορυχείονο ManwolfLouieκαι απάντησε φλομώνοντάς μας στις ασυναρτησίες, όλες τις άλλες φορές –απ’ όσο θυμάμαι δηλαδή– δεν αναφέρθηκε ποτέ κανείς σ’ αυτόν, και πολύ περισσότερο εγώ. Δηλαδή, όσες φορές συνέβη να «πλακωθώ» μαζί του είναι γιατί ο ίδιος έμπαινε και σχολίαζε στις αναρτήσεις μου, λέγοντας άρες μάρες κουκουνάρες.Ενώ λοιπόν εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει η περίπτωσή του εδώ και χρόνια, δεν μ’ ενδιαφέρει ο διάλογος μαζί του, εκείνος μου έχει γίνει κολλιτσίδα.Ασχολείται συνέχεια μαζί μουελεεινολογώντας εις βάρος μου πότε στο Δισκορυχείονκαι πότε στο δικό του blog– αφού πρώτα βεβαίως κάθεται και ξεκοκαλίζει ό,τι γράφω. Επειδή ήμουν «καλό παιδί» και τον άφηνα να λερώνει τις αναρτήσεις μου (μέγα λάθος), εκμεταλλεύτηκε την περίσταση κι άρχισε να οικοδομεί σιγά-σιγά προφίλ. Ο άνθρωπος αυτός φαίνεται, ουκ ολίγες φορές, να υπάρχει μέσω εμού. Τρέφεται από τα αποφάγια μου. Ζει διαδικτυακώς μέσω του Δισκορυχείου. Κόσμος τον επισκέπτεται επειδή έχει καταφερθεί εναντίον τού blogμου, και τα ψαχτήρια (τόσα καταλαβαίνουν κι αυτά…) του «σπρώχνουν» αναγνώστες. Μιλάμε για παράσιτο κανονικό.

Μερικοί φίλοι και διαδικτυακοί γνωστοί με πληροφόρησαν τον τελευταίο καιρό (μόλις τον τελευταίο καιρό) για την νεότερη νταλουκικήεπίθεση που δέχτηκα λόγω μιας περυσινής αναφοράς στον μουσικό Γιάννη Μπελτέκα – σ’ ένα σχόλιο του Δισκορυχείου, στην ανάρτηση για τους Παρθενογένεσις. Λέω «φίλοι με πληροφόρησαν», καθότι είχα να μπω στο συγκεκριμένο blogπολύ καιρό. Όπως έχω ξαναγράψει… δεν έχω χρόνο για πέταμα. (Τούτο, βεβαίως, μπορεί να ισχύει για τον καθένα μας, αν και δεν ξέρω τι νόημα δίδει ο καθείς σ’ αυτό). Δεν σερφάρω στο βρόντο. Δεν έχω facebook, δεν έχω twitter– δεν είμαι πουθενά αλλού δικτυωμένος (LinkedIn, Instagram κ.ά.). Για να είμαι ακριβής, σερφάρω μάλλον λίγο και πάντως προς πολύ συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Προτιμώ στον ελεύθερο χρόνο μου να ασχολιέμαι με τα βιβλία, τα περιοδικά, τις ακροάσεις και ό,τι άλλο απαιτεί η κατάστρωση των κειμένων μου. Εκείνος ξημεροβραδιάζεται στο Δισκορυχείον (έχει γνώμη για Τζέσσικες, για Χατζιδάκιδες και για όλα τα υπόλοιπα), αλλά εγώ, εδώ και 3-4 μήνες, δεν είχα περάσει από το δικό του blogούτε για… κατούρημα. Αυτή είναι η αλήθεια. Ο κύριος αυτός νομίζει ότι είμαι στημένοςκαι καθώς ξεφουρνίζει τις παπαρδέλες του τρέχω εγώ να τις διαβάσω. Μα καλά, είναι εντελώς βλάκας; Ακόμη και αν με αφορούν (παρότι στην πραγματικότητα αφορούν στην ψυχιατρική επιστήμη) δεν τις παίρνω χαμπάρι. Άλλοι, συνήθως, με πληροφορούν (μα και για ’κείνους δεν φαίνεται να ’ναι πρώτη προτεραιότητα – σιγά τώρα). Ούτε μ’ ενδιαφέρει, εννοείται, να σχολιάζω στο Δισκορυχείον, ό,τι κατά καιρούς δημοσιεύει (θα το ήθελε, θα πέταγε από τη χαρά του!). Έχω δική μου ύλη να προβάλλω (δεκάδες κείμενα περιμένουν). Τι συνέβη λοιπόν;

Ανήρτησα, πέρυσι το καλοκαίρι (18/6/2012), ένα βίντεο των Παρθενογένεσις με το “Houseoftherisingsun” που υπήρχε στο YouTubeκι επειδή αναγραφόταν σ’ αυτό (στο βίντεο) «RIPΓιάννης Μπελτέκας» (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων) βρήκα το μπελά μου από τον ανεκδιήγητο Νταλούκα. Ούτε καν θυμόμουν τι έγραφε το βίντεο. Πήγα να το δω πριν λίγες ημέρες, αλλά εκείνος που το ανέβασε το είχε κατεβάσει.
Κατ’ αρχάς να πω πως τα βίντεο που ανεβάζω από το YouTubeσχεδόν ποτέ δεν τα βλέπω. Τι να δω; Αν μπορούσα, μάλιστα, να τα μεταφέρω στο blogμου μόνον ως ήχο, όπως παλαιότερα –επειδή η εικονοποίηση των τραγουδιών είναι συνήθως βλακώδης–, ευχαρίστως θα το έκανα. (Γινόταν αυτό, αλλά τώρα δεν ξέρω αν γίνεται, δεν το έχω ψάξει). Ξαναλέω, λοιπόν, πως δεν έχω καιρό για χάσιμο. Τα τραγούδια τα ξέρω. Τι ν’ ακούσω; Τα τοποθετώ, απλώς, κάτω από τις αναρτήσεις για να τις «υποστηρίξω», δίνοντας ένα κλιπάκι στους αναγνώστες. Τώρα, άμα βγει 5 δευτερόλεπτα πριν το τέλος του βίντεο μια ταμπέλα που να γράφει «Χίτλερ ζεις, την ΑΕΚ οδηγείς»ή «ένα δύο τρία… μπιπ… η διαιτησία» το πιο πιθανό θα είναι να μην το έχω δει. Ε, όποιος το δει ας μου το υποδείξει και θα το κατεβάσω. Δεν θυμάμαι λοιπόν να είδα βίντεο που να γράφει «RIPΓιάννης Μπελτέκας». Δηλαδή και να το έβλεπα… μηδέν εις το πηλίκον και θα πω γιατί.

Βγαίνει, λοιπόν, κάποιος ανώνυμος(;) στην ανάρτηση για τους Παρθενογένεσις (http://diskoryxeion.blogspot.gr/2012/06/punk.html) και σχολιάζει: «που κολλαει ο μπελτεκας στο βιντεο φώντα?»(10:01). Πριν εγώ προλάβω να καταλάβω τι είδους ερώτηση είναι αυτή (υπάρχουν οι χρόνοι των σχολίων στην ανάρτηση για τους Παρθενογένεσις), απαντά ο MimisG: «Το βιντεο εφτιαξε ο Λουης (Stress) και φτιαχτηκε την εποχη που "εφυγε" ο Μπελτεκας.Εκτος των αλλων, ο Μπελτεκας μαζι με τον Bill Lod ειχαν κανει στα μεσα του 70 τους Κενταυρους και το ΄78 τους Trash, απο τους οποιους πηρε μεταγραφη για τους Παρθενογενεσις» (10:19). Βλέποντας, ίσως, το βίντεο αμέσως μετά (αλλά μπορεί και να μην το είδα – που να θυμάμαι;) γράφω: «Απάντησε καλύτερα ο Mimis G. Εγώ ήξερα μόνο ότι ο Lod ήταν πριν στους Trash (το γράφουν και οι σημειώσεις του άλμπουμ εξάλλου)»(10:27). Και καπάκι: «Ώστε έχει πεθάνει ο Μπελτέκας ε; Έτσι κάπως ήταν στο μυαλό μου, αλλά δεν ήμουν σίγουρος» (10:28). Αυτά ήταν τα βασικά επίμαχα σχόλια, που με αφορούν.
Να πω λοιπόν του χοντρονταλούκα πως, εγώ, δεν καταπιάστηκα ποτέ με την περίπτωση Μπελτέκα σε ανάρτηση του Δισκορυχείου (κάπου αλλού καταπιάστηκα και θα το πω στην πορεία – δεν αναφέρομαι φυσικά στο “ViennainMay”), και δεν βρίσκομαι εδώ για να διαψεύδω ή να επιβεβαιώνω και πολύ περισσότερο να ψάχνω εκείνο που υποστηρίζει ο κάθε αναγνώστης, που στέλνει το οποιοδήποτε σχόλιο (λογικοφανές ή όχι). Δουλειά δεν είχε ο διάολος… Νομίζουν ορισμένοι πως το Δισκορυχείονείναι το άπαν για μένα –μπας και νομίζουν πως αμείβομαι κιόλας απ’ αυτό;– και πως ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορώ να παρατάω ό,τι πράττω για να ζήσω, ν’ αναβάλλω ή να μεταθέτω τις υποχρεώσεις μου προκειμένου ν’ ασχολούμαι με το ένα και το άλλο που ανακύπτει. Αυτό το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος ο Γιάννης Μπελτέκας (και είναι προς τιμήν του) στη συνέντευξή του στο χαϊβάνι, γιατί ο άνθρωπος είναι καθαρός (ο Μπελτέκας) και σκέφτεται λογικώς, δεν είναι κομπλέξας σαν τον Νταλούκα, που με εγκαλεί και με συκοφαντεί επειδή δέχθηκα, λέει, στο Δισκορυχείονκάποια συγκεκριμένα σχόλια. Τι λέει λοιπόν ο Μπελτέκας; «Δεν συμφωνώ» (σ.σ. δεν συμφωνεί με τον Νταλούκα που με κατηγορεί) και πως «δεν είδα καμιά υστεροβουλία του Τρούσα».Φυσικά. Τι υστεροβουλία να υπάρχει; Αν είναι δυνατόν. Αντί λοιπόν το άτομο να ζητήσει συγγνώμη, και να σβήσει όσα γράφει στο blogτου για το Δισκορυχείονεν σχέσει με τον Μπελτέκα το περνάει στο ντούκου. Αλλά κάπως έτσι δεν βγήκε κι εκείνο το… «αλήτες-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι»; Για τους πάσης φύσεως μαρκουτσοφόρους ο λόγος, που δεν σέβονται τίποτα και που, όταν πρόκειται να μάθουν κάτι, κάνουν απρεπείς και σκανδαλοθηρικές ερωτήσεις στους συνεντευξιαζόμενους, ζηλώσαντες, λες, την μεσημεριανή ζώνη. Ακούστε ερώτηση δημοσιογράφου προς καλλιτέχνη για να φρίξετε (την έκανε ο Νταλούκας στον Μπελτέκα): «υπήρχε διάστημα στη ζωή σου που νοσηλεύτηκες σε κάποια κλινική;» (σ.σ. εννοεί ψυχιατρική, κοινώς τρελάδικο, δεν εννοεί κλινική που πας για να σου βγάλουν τις αμυγδαλές – και πάλι δηλαδή). Αν είναι δυνατόν να ρωτά ποτέ σοβαρός άνθρωπος τέτοια πράγματα έναν καλλιτέχνη· μόνον ο χοντρονταλούκας και διάφοροι άλλοι απόπατοι της δημοσιογραφίας. 

Ενώ λοιπόν αυτά γράφονταν πέρυσι τον Ιούνιο έρχεται μετά από ένα χρόνοο άνθρωπος αυτός και λέει ό,τι του κατέβει, επειδή υπήρξε (τότε) σχόλιο (στο Δισκορυχείον) πως ο Μπελτέκας δεν βρισκόταν εν ζωή. Μα τι λέει ο βλαμμένος; Εδώ, μας είχε σκοτίσει τα ούμπαλα, μ’ ένα κάρο ηλίθια σχόλια που μας πέταγε κάθε λίγο και λιγάκι σε διάφορες αναρτήσεις, και δεν μπήκε να σχολιάσει ο υστερόβουλος, τότε, πέρυσι τον Ιούνιο, στο… παρθενογεννητικό post, πως «ξέρετε μάγκες, ο Μπελτέκας ζει και βασιλεύει». Και γιατί δεν μας το είπε, πέρυσι; Απλούστατα γιατί κι εκείνος νόμιζε κατά βάθος πως ο Μπελτέκας μπορεί και να ήταν στον… άλλο κόσμο. Και γιατί δεν μπήκε να σχολιάσει αργότερα (την 12/5/2013 ή και πιο πριν), όταν πληροφορήθηκε πως ο Μπελτέκας είναι ζωντανός; Να μπει στην ανάρτηση για τους Παρθενογένεσις και να πει: «Μάγκες είμαι ο Μανώλης Νταλούκας. Ο Γιάννης Μπελτέκας είναι ζωντανός, μίλησα μαζί του»ή «μου έστειλε e-mail». Δεν το έκανε. Και πότε το έκανε; Εδώ σας θέλω. Μόλις την 26/6/2013, μετά από ενάμισι μήνα, την προηγούμενη Τετάρτη δηλαδή (σ’ ένα σχόλιό του που δεν δημοσίευσα) –και αφού, προηγουμένως, είχε ασελγήσει επί των γραπτών μου–, όταν κατάλαβε, ως φανατικός αναγνώστης του Δισκορυχείουπου είναι, πως δεν κάνω την πάπια, αφού, μόλις πληροφορήθηκα τα καθέκαστα (το ξανατονίζω, «μόλις πληροφορήθηκα τα καθέκαστα») έκανα ανάρτηση τραγουδιού του Μπελτέκα την 23/6 (εκεί έριξε το σχόλιο και όχι στην ανάρτηση για τους Παρθενογένεσις) και εκ νέου στο cboxτην 25/6. Σαν να του έλεγα δηλαδή πως είμαι εδώ και, κυρίως, πως δεν μασάω. Άρχισε να του κόβονται τα ήπατα… Τάχα μου-τάχα μου πως δεν τον ένοιαξε… Αντέδρασε σπασμωδικά και με μισόλογα, τα οποία και ψέλλισε στο blogτου. 

Απ’ όλα τούτα είναι ολοφάνερο πως τον Νταλούκα δεν τον ένοιαζε αυτό κάθε αυτό το γεγονός – πως ο Γιάννης Μπελτέκας ζούσε. Δεν τον ενδιέφερε, πρωτίστως, ο Μπελτέκας. Πιο πολύ τον ένοιαζε να θίξει εμένα και το Δισκορυχείον. Έτσι, βλακωδώς σκεπτόμενος και παρασυρόμενος από την απέχθειά του προς εμένα, υποτίμησε κατ’ ουσίαν και την δημοσιογραφική του ανακάλυψη. Χρησιμοποίησε δηλαδή με τον πιο απρεπή τρόπο τον καλλιτέχνη, κυρίως για να μου τη βγει. (Αυτή είναι η… αγάπη που τρέφει ο ίδιος για τη μουσική και τους μουσικούς). Πρόκειται για αδιανοήτως υστερόβουλη συμπεριφορά. Κανένας όμως δεν του έδωσε δίκιο.Και πρώτα-πρώτα ο ίδιος ο Μπελτέκας (όπως προανέφερα), ο οποίος στο απόσπασμα της συνέντευξης κατ’ ουσίαν τον εγκαλεί (τον Νταλούκα) και πολύ σωστά κατά τη γνώμη μου, για ατυχή χειρισμό της υπόθεσης (δεν μίλησε τηλεφωνικώς με τα άτομα που διέδιδαν τις σχετικές πληροφορίες, ενώ τα ήξερε κ.λπ.). Η κακεντρέχεια του Νταλούκα έναντι εμού είναι μνημειώδης, όταν δεν ασχολείται με τον μουσικό που έφτιαξε το βίντεο με το «RIPΓιάννης Μπελτέκας»λέγοντας πως «οΛούης απαλλάσσεται, είναι μουσικός, δεν είναι δημοσιογράφος»(16/5/2013) και πως, απεναντίας, ο δημοσιογράφος (υπονοώντας εμένα!) είναι εκείνος που οφείλει να διασταυρώνει από δυο και τρεις μεριές, ώστε να είναι απολύτως σίγουρος… κ.λπ., κ.λπ. Ποιος τα λέει αυτά; Ο πάπας των… ΜΑΔ – των Μαρκουτσοφόρων Αδιασταύρωτων Δημοσιογράφων! Ο Μανώλης Νταλούκας, που ανοίγει τα μικρόφωνα και όποιον πάρει ο χάρος, αντιγράφοντας σαν χαζός ό,τι του λένε, δίχως να ελέγχει ποτέ τίποτα. Οι πληροφορίες του είναι πάντα από συνεντεύξεις (γιατί έχει μηδαμινό αρχείο) και ό,τι του ξεφουρνίζει ο καθείς το αναμεταδίδει σαν παπαγάλος. Μιλάει με τους μουσικούς των Juniorsγια τον EricClaptonστην Ελλάδα του ’65, και χωρίς να διασταυρώσει τίποτα μάς γράφει «για σκοτεινή ιστορία και ακόμη ανεξακρίβωτη». Τι «σκοτεινή και ανεξακρίβωτη»ρε βλαμμένε, όταν δημοσιεύονται φωτογραφίες του Claptonμε τους Juniorsήδη από το 1965; Ακούει να του λένε για… ΤΖΑΒΑΔΑΜΑΣΚΟΥΚΑ και το αντιγράφει σαν χάνος, δίχως να έχει δει πουθενά γραμμένο αυτό το όνομα (αντιθέτως υπάρχουν γραμμένες κάμποσες διαφορετικές εκδοχές του). Μιλάει με τον Λουκά Σιδερά για τους Meltκι επειδή του λέει ο Σιδεράς πως δεν θυμάται να συμμετείχε ποτέ σε γκρουπ με το όνομα Melt, εγκαλεί εμένα(!) που δείχνω φωτογραφία ενός singleτων Meltμε συνθέσεις του Σιδερά, στην εταιρεία του Σιδερά, την γαλλική Polydor (όχι όποια κι όποια)! Γράφει για το ποίημα Ζινώντας αποβίδονο σαβίνιμιλώντας με τον σκηνοθέτη Ανδρέα Θωμόπουλο, και αντί να μας πει για τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, το υπερλεξιστικό σονέτο του οποίου το μετέτρεψε κάποιος Άγνωστος σε καρακατσουλιό (σαν καρακατσουλιό το αναπαράγει στο βιβλίο του Ελληνικό Ροκκαι ο Νταλούκας), μας μιλάει για τον… Άγνωστο! Πόσο βλάκας, ρε παιδί μου, μπορεί να είναι κάποιος; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Εδώ, ακόμη και ο Θανάσης Γιαννόπουλος (akaΛευκός Θόρυβος) κατά βάση τού την έπεσε, που πίνει… ακουαφόρτε στ’ όνομά μου και που συνεχίζει όπου βρεθεί κι όπου σταθεί να καταφέρεται κι αυτός εναντίον μου, δίχως να κοιτάζει, το στουρνάρι, τα δικά του χάλια· θυμόσαστε, δεν είχε ιδέα περί sixtiesgaragepunk– γνωστός χαρακτηρισμός από το αμερικανικό 1971 τουλάχιστον, και στην Ελλάδα από το 1979 τουλάχιστον! Παρένθεση. Ο Γιαννόπουλος νομίζει ακόμη πως η λέξη punkπρωτακούστηκε το ’76 (έτσι μας είχε πει την 12/2/2013 στο Δισκορυχείον!). Μην ακούτε τον DaveMarshκαι τον Lenny Kaye μάγκες μου, ν’ ακούτε τον μεγάλο πανκολόγο-εϊτολόγο Γιαννόπουλο… Κλείνει η παρένθεση. 
Αφήνω, τώρα, το… αντιγεγονός πως όλος ο κόσμος που κινείται γύρω από το ελληνικό ροκ νόμιζε ότι ο Μπελτέκας δεν ζούσε.Το νόμιζε ο μουσικός που ανέβασε το βίντεο (ο Λούης των Stress), το νόμιζε ο MimisG (έτσι του είχαν πει του ανθρώπου ο BillLodκαι ο παραγωγός τού Μπελτέκα), το νόμιζε και ο Γιαννόπουλος, που κάνει και ταινία για τα ελληνικά μουσικά 80s. Την ίδιαν εντύπωση δε (ας γράψω για «εντύπωση») είχαν όλοι όσοι ασχολούνται με το ελληνικό ροκ της εποχής – αν τύχαινε και το έφερνε η κουβέντα υποθέτω· γιατί, εντάξει, δεν νομίζω να ξημεροβραδιάζονταν όλοι και επί μονίμου βάσεως συζητώντας για τον Γιάννη Μπελτέκα. Έτσι κάπως ήταν τα πράγματα και στο δικό μου μυαλό – αν και είχε παύσει το συγκεκριμένο ζήτημα να με απασχολεί από χρόνια. Τώρα, από πού μπορεί να είχε προέλθει αυτό; Δεν ξέρω. Φαντάζομαι μόνον. Και το τι μπορεί να υποθέτω εγώ ή να φαντάζομαι δεν έχει κανένα ευρύτερο ενδιαφέρον. Είναι άλλο όμως αυτό, και άλλο να νομίζουν κάποιοι (όποιοι) πως υπήρχαν συμφέροντα που «πέθαναν» τον Μπελτέκα. Δεν φαίνεται λογικό κάτι τέτοιο – παρά ταύτα αν μπορεί ν’ αποδειχθεί, ok.

Και ο Μπελτέκας ζει. Να ’ναι πάντα καλά ο άνθρωπος, και να τον χαίρονται (όπως τον χαίρονταν όλα αυτά τα χρόνια) η οικογένειά του και οι φίλοι του πρώτα-πρώτα. Αλλά για μια στιγμή. Μιλάμε για τον Γιάννη Μπελτέκα, λες και μιλάμε για τον JimiHendrixή για τον JimMorrison. Τι εστί Μπελτέκας; Και δεν αναφέρομαι στο πρόσωπο του ανθρώπου, γιατί ως… προσώπατα έχουμε όλοι μας την ίδιαν αξία. Αναφέρομαι στον καλλιτέχνη Μπελτέκα. Για όσους δεν γνωρίζουν να πω δυο λόγια. Ο άνθρωπος έβγαλε δύο συμπαθητικούς δίσκους τη τριετία 1981-83 κοντά σ’ ένα LouReedκαι TomVerlaineύφος –το πρώτο LPμου αρέσει περισσότερο– για να χαθεί έκτοτε από το προσκήνιο και το παρασκήνιο. Πόσοι ασχολούνταν φερ’ ειπείν, με τον Γιάννη Μπελτέκα πριν δυο δεκαετίες; Υπήρχαν δυο-τρία άτομα; Εγώ ήμουν εκείνος που είχα γράψει στο Ραντεβού στο Κύτταρο, το 1996 το ακόλουθο: «Που άραγε να βρίσκεται σήμερα ο Γιάννης Μπελτέκας;» (σελ. 150 του βιβλίου μου, για όποιον το έχει).Για ποιον άλλον είχα αναρωτηθεί; Γιατί και ο Σωτήρης Κοματσιούλης π.χ. είχε βγάλει ένα 45άρι κι είχε εξαφανιστεί και μάλιστα μια δεκαετία πριν τον Μπελτέκα (στην πραγματικότητα ούτε αυτός ήταν εξαφανισμένος, αλλά αυτό το μάθαμε πριν 3-4 χρόνια), αλλά για ’κείνον δεν είχα αναρωτηθεί «που άραγε να βρίσκεται;», ούτε, βεβαίως, για κανέναν άλλον. (Και μετρείστε το αυτό). Είχαν αναρωτηθεί πολλοί άλλοι το 1996, για το που μπορεί να βρισκόταν ο Γιάννης Μπελτέκας; Έψαχνε κανείς τότε να τον βρει; Το βιβλίο μου είχε πουλήσει αρκετά, είχε πάνω από 50 δημοσιεύσεις σε όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής. Διάφοροι μουσικοί είχαν επικοινωνήσει μαζί μου απ’ ευθείας, και μέσω του εκδοτικού οίκου, για να προσθέσουν, να διορθώσουν στοιχεία ή ακόμη και να με επιπλήξουν. Ο Μπελτέκας δεν επικοινώνησε. Ok, μπορεί να μην είχε πάρει χαμπάρι το βιβλίο. Μα ακόμη και αν το είχε πάρει χαμπάρι, μπορεί να μην ήθελε ο άνθρωπος να δώσει σημεία ζωής. Δικαίωμά του. Όλα δικαίωμά του είναι. Άλλο αν εγώ περίμενα να βγει και να πει: «Ποιος με ψάχνει; Εδώ είμαι». Και λέω «περίμενα», γιατί –το επαναλαμβάνω– δεν είχα αναρωτηθεί για κανέναν άλλον «που άραγε να βρίσκεται;» μέσα σ’ ένα ολόκληρο βιβλίο, με πάμπολλα «ξεχασμένα» ονόματα.
Για να κλείσω το θέμα «Γιάννης Μπελτέκας» σε ό,τι με αφορά. Σέβομαι τον τραγουδοποιό Γιάννη Μπελτέκα. Έχω καλή (έως και πολύ καλή) γνώμη για τον πρώτο δίσκο του και από τον δεύτερο, το “ViennainMay” το έβαζα συχνά παλαιά στο πικάπ (φυσικά έχω ακόμη και τους δύο δίσκους του στο δισκοθήκη μου). Χαίρομαι που ζει (όπως και ο καθένας μας θα χαίρεται δηλαδή) και αν εξακολουθεί να ασχολείται με τη μουσική περιμένω από ’κείνον να ξαναγράψει (αν ενδιαφέρεται) και πάλι ωραία τραγούδια.

Πάμε όμως ξανά στον χοντρονταλούκα. Αυτός λοιπόν βρίζει, κράζει –πείτε το όπως θέλετε– το Δισκορυχείον(κι εμένα) ένα χρόνο μετά, με αφορμές ποικίλες (και πιο πρόσφατες). Σε σχόλιό του της 17/6/2013 λέει: «Δεν έχω εμμονή να κράζω ειδικά τον Τρούσα(σ.σ. σώπα καημένε). Αλλά έχω υποχρέωση, να κράζω όλους τους άσχετους που παρεπιδημούν στον χώρο(σ.σ. κρατάτε με, θα λιποθυμήσω από τα γέλια! – τη μάπα του στον καθρέφτη τα έχει δει ποτέ ο Νταλούκας;). Εδώ, μας γράφει ο Τρούσας, πως ένα από τα τραγούδια του Χατζιδάκι, ήταν ‘ο σκιώδης ύμνος της χούντας’. Να μην τον κράξω; Εδώ μας παρουσιάζει την Τζέσικα με μαγιό να τραγουδά το Πάτα μου μια τσιμπιά στον κώλο/Έλα τώρα που δεν θες, και γράφει πως είναι από τα ωραιότερα ροκ τραγούδια. ΝΑ ΜΗΝ ΚΡΑΞΩ;».
Θέλει και να κράξει ο αστοιχείωτος! Δεν κοιτάει την τραγική κατάστασή του, που έχει… PhDστην Aσχετοσύνη, με «άριστα» και «εύφημη μνεία». Όποιος έχει διαβάσει την ανάρτησή μου «Μάνος Κατράκης – Μάνος Χατζιδάκις» για το «Δεν ήταν νησί» (το τραγούδι του Χατζιδάκι από τον «Καπετάν Μιχάλη») θα καταλάβει τι λέω. Μόνον ο κεφάλας δεν κατάλαβε. Η χούντα είχε πάρει το τραγούδι του Χατζιδάκι και του είχε προσδώσει εθνικόφρον περιεχόμενο, μετατρέποντάς το σε σκιώδη ύμνο της (το τραγουδούσαν επί 7ετίας οι Κλειώ Δενάρδου, Λίτσα Σακελλαρίου, Μαρίνα, Πάνος Κόκκινος, Νάνα Μούσχουρη κι ένα σωρό κι ακόμη). Όσον αφορά στην Τζέσσικα – και πάλι λέει ό,τι του κατέβει, διαστρεβλώνοντας όσα γράφω. Για το «Έλα τώρα… που δε θες…» έγραψα πως το συγκεκριμένο τραγούδι «δεν λέει πολλά πράγματα», ενώ για το «Μια αγάπη καινούργια» (Σταύρος Λαδάς & Σώβερ Μεταξάς) έγραψα πως πρόκειται για «το ωραιότερο ελληνόφωνο popτραγούδι εκείνης της περιόδου και οπωσδήποτε ένα από τα ωραιότερα της δεκαετίας». Χοντρονταλούκα έγραψα για «popτραγούδι», και για «ελαφροροκιά» πιο κάτω (εξαιτίας των φοβερών φαζαριστών κιθαρών). Δεν έγραψα για «ροκ». Και πριν μας πεις τις σαχλαμάρες σου άκουσέ το πρώτα… και μετά έλα με τον κηδεμόνα σου.
Περαιτέρω, ο χοντρονταλούκας καταφέρεται απρεπώς, εντελώς απρεπώς, και κατά του MimiG· ένα εξαιρετικό παιδί –το ίδιο θα πουν όσοι τον γνωρίζουν, από κοντά, από τηλεφώνου ή οτιδήποτε– που, αν και συλλέκτης, δεν είναι μοναχοφάης, αφού μέσω της εταιρείας του «μοιράζεται» πράγματα μαζί μας. (Δεν κατάλαβα… Θ’ ακούγαμε τα τραγούδια του Κοματσιούλη ή των SunofGreeceαν δεν υπήρχε ο Μίμης; Όποιοι πιάνουν στο στόμα τους εκείνους που προσφέρουν, να μας πουν, πρώτα, τι έχουν προσφέρει οι ίδιοι –άλλο η κριτική και άλλο η απαξίωση– αλλιώς… τουμπέκα). Έρχεται λοιπόν ο παρλαπίπας και, ανάμεσα σε άλλα, γράφει για τον Mimi: «Εγώ δεν σε είδα ποτέ να τον κράζεις(σ.σ. ο Mimisνα κράξει εμένα!).ΓΙΑΤΙ ΑΡΑΓΕ; Να σου πω γιατί. Γιατί κάνεις δημόσιες σχέσεις (σ.σ.!!). Εγώ δεν κάνω δημόσιες σχέσεις. Ρε δεν πα να είναι ο άλλος ο Φον-Πάπας, αν καβαλήσει καλάμι και λέει μαλακίες, θα κράζω».
Τι λέει ρε παιδιά ο αθεόφοβος; Ποιος να με κράξει και για ποιο λόγο; Πάει καλά ο άνθρωπος; Έχει μπερδέψει στο χοντροκεφάλι του το κράξιμο, τη διαστρέβλωση και τη συκοφαντία με την κριτική; Ψάχνει να βρει συνοδοιπόρους στον κατήφορο που έχει πάρει; Και για τι «δημόσιες σχέσεις» μας τσαμπουνάει; Αυτή την κακεντρέχεια την είχε πει και παλαιότερα στο Δισκορυχείον (σε σχέση με τον MimiG), είχε καταλάβει τη μαλακία που είχε διαπράξει κι είχε μαζευτεί. Ήταν στα σχόλια της ανάρτησης «Εξάρχεια-Κυψέλη με διόδια στον Πανελλήνιο» της 8/2/2013. Κάποια στιγμή είχε έλθει ο λόγος για το “GreeceGoesModern” του Μίμη Πλέσσα, δισκάκι (δηλαδή δισκάρα!) που επανεξέδωσε ο MimisGκαι η B-OtherSideRecords, για να ακολουθήσει ο εξής διάλογος: 

Manolis Daloukas 9 Φεβρουαρίου 2013 - 10:18 μ.μ. 
«Α μα αν είναι τόσο σπουδαίος ο δίσκος του Πλέσσα, να τον πάρω. Που θα τον βρω; Μήπως τον έχει επανακυκλοφορήσει κανένας... φίλος σου. (σ.σ. πουλάει και πνεύμα ο σαχλαμάρας).
Φώντας Τρούσας10 Φεβρουαρίου 2013 - 12:01 π.μ. 
«Έως ώρας ήξερα ότι ήσουν ανόητος. Δυστυχώς, τώρα, έμαθα και κάτι άλλο πολύ χειρότερο. Πως είσαι κακεντρεχής, για να μην πω και συκοφάντης. Τι υπονοείς Μανώλη Νταλούκα; Ότι κάνω ‘πλάτες’ σε εταιρειάρχες; Πρέπει να αισχύνεσαι γι’ αυτό. ΑΝΑΣΚΕΥΑΣΕ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΠΑΙΤΗΣΩ ΚΑΙ «ΣΥΓΓΝΩΜΗ», αν θες να ξαναδείς σχόλιό σου στο δισκορυχείον. Για ποιον με πέρασες; Γι’ αυτούς που τα τσεπώνουν (ή τα τσέπωναν στις καλές εποχές) από 30 μεριές (ραδιόφωνα, περιοδικά, τηλεοράσεις, εφημερίδες…) κάνοντάς μας κατάπλασμα τις σαβούρες; Ντροπή σου. Δεν έχω να πω τίποτ’ άλλο». 
Manolis Daloukas 10 Φεβρουαρίου 2013 - 1:30 π.μ. 
«Έλα ρε Φώντα, μη τσιμπάς τόσο(σ.σ. δηλαδή ‘Ρε Φώντα μαλακίες λέω, μην με παρεξηγείς’). Εντάξει, σε καμία περίπτωση, δεν υπονοούσα κάτι για το ήθος σου.Φυσικά και δεν πιστεύω ότι είσαι τύπος που μπορεί να τ’ αρπάζει από εταιρείες. ΟΧΙ, και τώρα μιλάω πολύ σοβαρά, σε αυτό το θέμα, ξέρω ότι είσαι ΟΚ. Αλλά ρε Φώντα, νομίζω ότι επηρεάζεσαι λίγο από φιλίες. Δηλαδή, αν για παράδειγμα, εγώ ήμουν φίλος σου και σούστελνα το βιβλίο, έχω την αίσθηση πως θα έγραφες ΠΟΛΎ καλά λόγια. Δεν λέω λοιπόν ότι είσαι λαμόγιο, αλλά ότι είσαι συναισθηματικά ευάλωτος σε φιλίες».
 Φώντας Τρούσας 10 Φεβρουαρίου 2013 - 2:07 π.μ. 
«Ρε Μανώλη, γιατί λες συνέχεια κοτσάνες; Δεν μπορώ να σε καταλάβω. Δηλαδή όταν εγώ στην ανάρτηση της 14/9/2012… έγραψα για τα μουσικά βιβλία που αξίζει να διαβαστούν βάζοντας ανάμεσα και το δικό σου ‘Ωλεσίοικον’ το έκανα επειδή ήμουν… ευάλωτος στη φιλία μας; Τι είναι αυτά που λες; Γιατί δεν σκέφτεσαι πιο πριν;(…)».

Με τον MimiGέχω μια σχέση επαγγελματική. Τι δημόσιες σχέσεις και βλακείες; Για ποιους μας πέρασε oΝταλούκας; Για τους… Λάτσιο & Λιάτσο; Ο άνθρωπος έχει εταιρεία δίσκων και στέλνει δίσκους στο Jazz& Τζαζ, για τις σχετικές κριτικές, οι οποίες δημοσιεύονται και στο Δισκορυχείον. Το ίδιο πράττουν όλες οι ελληνικές εταιρείες και ουκ ολίγες ξένες από αρχαιοτάτων χρόνων. Που είναι το πρόβλημα; Με τον MimiGεπικοινωνούμε μέσω e-mail, έχουμε μιλήσει μόλις δύο φορές στο τηλέφωνο και πιθανώς να συναντηθήκαμε και μια φορά στο BIOSστη συναυλία του Σωτήρη Κοματσιούλη. Λέω «πιθανώς», γιατί δεν το θυμάμαι καλά (μάλλον δεν το θυμάται και ο Mimis– οπότε μπορεί και να μην έγινε). Ορισμένα βράδια, όταν βγαίνω έξω, ασθενεί η μνήμη μου…
Γράφω κριτικές από την εποχή του fanzineMaryJane (1990) και από το 1996 στο Jazz& Τζαζ. Δεν έχει βγει έως ώρας κάποιος –ένας αναγνώστης π.χ.– που να υπονοήσει, όχι να ισχυριστεί, το παραμικρό για μένα (ότι μετέτρεψα «σαβούρες» σε «αριστουργήματα»).Λέω πάντα ευθαρσώς τη γνώμη μου (θετική, λιγότερο θετική ή αρνητική), χωρίς να θάβω (σπανίως το κάνω αυτό και μόνον όταν υπάρχει πολύ σοβαρός λόγος). Εκθείασα τους Κόρε.Υδρο. και τον KUστην InnerEar, αλλά είχα αρνητική γνώμη για το δίσκο της Λένας Πλάτωνος εκεί, όπως και για το δεύτερο του Λόλεκ· όχι «θάψιμο», αλλά αρνητικές κριτικές – δεν είναι το ίδιο. (Υπάρχουν όλα τα κείμενα στο Δισκορυχείον). Τέτοια παραδείγματα, με άλμπουμ διαφορετικών εταιρειών, υπάρχουν άπειρα. Δηλαδή για να ικανοποιούσα τον χοντρονταλούκα, εγώ θα έπρεπε να θάψω το “GreeceGoesModern”; Δεν είμαστε καλά! Τέλος πάντων. Ο κάθε αναγνώστης ας βγάλει τα συμπεράσματά του. Πάμε όμως και στα χειρότερα. Γιατί υπάρχουν και χειρότερα.

Ο χοντρονταλούκας λασπολογεί ακόμη και εναντίον κάποιου σχολιαστή του ονόματι Γ.Α., λέγοντάς του πως δεν είναι εκείνος που είναι και πως είμαι… εγώ! Οποία παράνοια!! Ο άνθρωπος –αναγκάζομαι να το πω, και θλίβομαι που το λέω– χρειάζεται επειγόντως γιατρό. Γράφει δε το ακόλουθο:«Τρούσα αγόρι μου σε κατάλαβα και σ’ εκείνα τα ‘σχόλια’ ότι είσαι εσύ(σ.σ. το φάντασμά μου φαίνεται πως έχει αφήσει και αλλού σχόλια, πολύ θα ήθελα να τα δω!). Πλάκα έχεις δεν λέω , που βγαίνεις σαν ‘θαυμαστής’ σου, αλλά τώρα δεν ασχολούμαστε με τον αυτοθαυμασμό σου- ο λόγος είναι ότι πρέπει να κατεβάσεις το βίντεο...». Πόσο γρόθος μπορεί να είναι κάποιος, αν δεν είναι άρρωστος; Προσωπικώς, σηκώνω τα χέρια. Τον λόγο έχει πλέον η επιστήμη… Για να μην πω ο Θεός… 
Σε ό,τι με αφορά. Ποτέ δεν έχω αφήσει σχόλιο στο blogτου χοντρονταλούκα. Ούτε επωνύμως, ούτε ανωνύμως. Τα σχόλια που έχω αφήσει σε άλλα blogsείναι ελάχιστα και γι’ αυτό τα θυμάμαι σχεδόν όλα (bluebeatinmysoul, nakedsides, άσματα και μιάσματα, rocknrollcircus, λάρυγγας…) είναι πάντα επώνυμα, ως Δισκορυχείον/ Φώντας Τρούσας, ενώ συνοδεύονται και από το σχετικό avatar. Νταλουκικές πουτανιές δεν κάνω. Ούτε ποτέ έβαλα τον κολλητό μου, τον ξάδελφό μου ή τον ανιψιό μου να μπει και να γράψει στο blogτου, για να με υποστηρίξει ή για να τον φτύσει. Σε ό,τι ιερότερο έχω. Στην υγεία των αγαπημένων μελών της οικογένειάς μου. Δεν μπορώ να πω κάτι άλλο. Και αυτό που είπα είναι το μέγιστο. Όλα αυτά τα θεωρώ κατινιές του κερατά, αήθεις συμπεριφορές και δεν καταδέχομαι ούτε από τη σκέψη μου να περάσουν. Αυτός, όμως, ο κρετίνος, παίρνοντας παράδειγμα από τον εαυτό του, που έχει γεμίσει το Δισκορυχείονμε ανώνυμα και ψευδώνυμα μπουρδοσχόλια, υποστηρίζει ότι μπήκα με ψευδώνυμο και σχολίασα στο blogτου. Αν έχει το θάρρος να το ψάξουμε.Να δούμε από πού είχαν προέλθει εκείνα τα σχόλια του Γ.Α. και αν αποδειχτεί ότι τα είχα στείλει εγώ (εδώ γελάμε!) θα κλείσω το blogκαι θα αυτομαστιγωθώ στο Σύνταγμα, φωνάζοντας όλα τα κανάλια. Αν όμως αποδειχτεί ότι το σχόλιο δεν είναι δικό μου, ούτε κανενός φίλου μου (ο μόνος φίλος μου από Γ.Α. είναι πεθαμένος από τον Νοέμβριο, ενώ μ’ έναν άλλο Γ.Α. έχω να επικοινωνήσω τουλάχιστον μια δεκαετία) τότε θα τον φτύσω μεσ’ στα μούτρα και θα του πω τόσα, που δεν θα μπορεί να τον ξεπλύνει ούτε ο Γάγγης ποταμός. Κι επειδή είναι έτσι όπως τα λέω (δεν έχω απολύτως καμμία σχέση με τον Γ.Α., που μπορεί να είναι, όπως φαίνεται από το σχόλιο, κάποιος αναγνώστης του Δισκορυχείου, που του αρέσει η γραφή μου και ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα) του τα σέρνω από τώρα του βλακόμετρου· αλλά από μέσα μου, γιατί καιροφυλαχτεί και το… ραδιοτηλεοπτικό.

Ο άνθρωπος αυτός, ο χοντρονταλούκας ντε, πρέπει να είναι πια εκτός εαυτού. Ψάχνει με το μικροσκόπιο στο Δισκορυχείον να βρει μια τρίχα για να με ειρωνευτεί και να με διαβάλλει. Τη μία δεν του κάνει η Τζέσσικα, την άλλη δεν του κάνει ο Καφάσης, την τρίτη δεν του κάνει ο Χατζιδάκις, την τετάρτη δεν του κάνουν… τα κέρατά του τα τράγια... Τι κάθεται και τρώγεται μαζί μου ο… τράβα- μου-μία-φωτογραφία, δεν μπορώ να καταλάβω. Τον είχα και τον έχω κατά βάθος για… τέλος πάντων… αλλά δεν ευθύνομαι εγώ γι’ αυτό. Δεν τον είχα όμως για κακό, για μοχθηρό και υστερόβουλο. Συμπεριφέρεται απέναντί μου λες και του σκότωσα τη μάνα, λες και του έφαγα καμμιά γκόμενα. Ο άνθρωπος αυτός μου δείχνει πως είναι έτοιμος να χαρεί, αν πάθω κάτι. Να ξέρει, όμως, πως αν πάθω κάτι και σταματήσω να γράφω στο Δισκορυχείον, ή σταματήσω για κάποιον άλλο λόγο, ο ίδιος θα έχει χάσει και το έσχατο νόημα της ζωής του… Ας προσέξει.

Και κάτι ακόμη. Νταλουκικά σχόλια δεν πρόκειται να δεχθώ. Δεν υπάρχει περίπτωση, ποτέ, να ξανακάνω διάλογο στο Δισκορυχείον (ούτε αλλού εννοείται) μ’ αυτό το άτομο. (Εκτός αν ζητήσει συγγνώμη ή κατεβάσει ή αλλάξει την υβριστική ανάρτηση για το blogμου – θα είναι κι αυτό ένα είδος συγγνώμης. Τότε θα το σκεφθώ). Επίσης, δεν θα δεχθώ υβριστικά σχόλια που ν’ απευθύνονται σ’ εκείνον από ανωνύμους (χωρίς avatarή οποιοδήποτε άλλο ηλεκτρονικό ίχνος). Όποιος θέλει να καταφερθεί εναντίον μου, με στοιχεία, είναι ελεύθερος να το κάνει, αλλά όποιος θέλει να τα χώσει στον… ιστορικό της ελληνικής νεολαίας θα πρέπει να λάβει και για ’κείνον τα μέτρα του (επωνυμία που να έχει νόημα, ή γνωστή παρωνυμία, παράθεση στοιχείων, ύφος που να αιτιολογείται από συγκεκριμένα ζητήματα). Το Δισκορυχείονδεν διατίθεται για χουλιγκανισμούς και αλητείες.

o Ernst Fischer στα ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ και το ροκ των Λαμπράκηδων

$
0
0
Την προηγούμενη Κυριακή (30/6) μοιράστηκε με την εφημερίδα Η Αυγή της Κυριακής, σε συνεργασία με την Εταιρεία Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας (ΕΜΙΑΝ), ως προσφορά, το τρίτο τεύχος του περιοδικού Τετράδια Δημοκρατίας / Μηνιαία Επιθεώρηση της Νεολαίας Λαμπράκη, που είχε πρωτοκυκλοφορήσει, τον Σεπτέμβριο του 1964 – ένα περιοδικό το οποίον διηύθυνε ο Μίκης Θεοδωράκης. Δεν συνηθίζεται οι εφημερίδες της Κυριακής να ανατυπώνουν και να προσφέρουν τέτοιου τύπου αρχειακό υλικό· και το λέω τούτο ελπίζοντας πως η συγκεκριμένη πρωτοβουλία της Αυγήςδεν θα σταματήσει εδώ. Το άρθρο εκείνο από τα Τετράδια Δημοκρατίαςπου μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση (κυρίως για τη διαχρονική αξία του) ήταν το Νεολαία και Ελευθερίατου ErnstFischer(1899-1972), μέλους, τότε, της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστρίας. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν το πρώτο κείμενο του Fischerπου είδε ποτέ το φως σε ελληνικό περιοδικό, εκείνο που ξέρω είναι πως η κίνηση αυτή –το να μεταφραστεί ένα τέτοιο άρθρο σ’ ένα ελληνικό αριστερό περιοδικό του 1964– έχει τη δική της ξεχωριστή σημασία. Κι εκεί θα επικεντρωθώ…
Ο Fischerείναι γνωστός στην Ελλάδα βασικά από το βιβλίο του Η Αναγκαιότητα της Τέχνης [Μπουκουμάνης, Αθήνα 1972], ένα από τα πιο σημαντικά περί Τέχνης βιβλία, που έχουν μεταφραστεί ποτέ στη χώρα. (Κυκλοφορεί και από το Θεμέλιοσε διαφορετική μετάφραση, ως έκδοση του 2000). Επίσης, πολύ ενδιαφέρον (και σε σχέση με τη μουσική) παρουσιάζει και το βιβλίο του Η Επανάσταση Είναι Αλλιώς [Γλάρος, Αθήνα 1975], στο οποίο εξετάζονται, ανάμεσα σε άλλα, το beat (δηλαδή το rock) και η jazzως μορφές μουσικής διαμαρτυρίας. (Το συγκεκριμένο κείμενο είχε δημοσιευτεί για πρώτη φορά, σε διαφορετική μετάφραση, ως “Beat- Jazzy - Drive” στο περιοδικό Ηριδανός/ Δίμηνη Έκδοση Ενημέρωσης και Προβληματισμού, Τεύχος 2-3, τον Ιανουάριο του 1973). 
Στο Η Επανάσταση Είναι Αλλιώςυπάρχει ένα βιογραφικό του Έρνστ Φίσερ, το οποίον αξίζει να παραθέσω. «Ο Έρνστ Φίσερ γεννήθηκε στο Κομοτάου της Βοημίας το 1899. Το 1918 πηγαίνει στο ιταλικό μέτωπο. Εγκαταλείπει τις σπουδές της Φιλοσοφίας και για να θρέψει τη οικογένειά του γίνεται ανειδίκευτος εργάτης. Το 1924 δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή, ενώ το πρώτο θεατρικό έργο του ανεβαίνει στο Burgtheaterτης Βιέννης. Γίνεται δημοσιογράφος και το 1934 καταφεύγει πολιτικός πρόσφυγας στην Πράγα και αργότερα στη Μόσχα. Ιδρυτής και προσωρινός αρχισυντάκτης της εφημερίδας ‘Νέα Αυστρία’. Από το 1945 έως το 1959 είναι βουλευτής του Κ.Κ. Αυστρίας (ΚΚΑ). Από το 1945 έως τη διαγραφή του από το ΚΚΑ το 1970 –εξαιτίας της αγωνιστικής στράτευσής του υπέρ των τσεχοσλοβάκων μεταρρυθμιστών–, είναι μέλος του ΠΓ του ΚΚΑ. Μετά τη διάσπαση του κόμματος είναι διευθυντής του μηνιάτικου περιοδικού DasWienerTagebuch (Βιεννέζικο Ημερολόγιο). Δημοσίευσε μεταξύ άλλων το θεατρικό έργο ‘Λένιν’ (1918) και τα βιβλία ‘Προβλήματα της Νέας Γενιάς’ (1963), ‘Τι Είπε πραγματικά ο Μαρξ’ (1969), ‘Τέχνη και Συνύπαρξη’ (1966), ‘Αναμνήσεις και Στοχασμοί’ (1970). Ο Έρνστ Φίσερ πέθανε τον Αύγουστο του 1972».
Γράφει λοιπόν ο Φίσερ, στα Τετράδια Δημοκρατίαςτης Νεολαίας Λαμπράκη, τον Σεπτέμβριο του 1964:
«(…) Η νεολαία θέλει να ’ναι μοντέρνα, αυτό δεν είναι ούτε αξιοκατάκριτο ούτε αξιέπαινο, είναι μόνο αυτονόητο.(…) Θα πρέπει π.χ. να πάψουμε να συγκρίνουμε τους ‘ωραίους’ χορούς του παληού καιρού με τους ‘ανήθικους’ μοντέρνους. Όταν παληότερα ήταν μοντέρνο το βαλς, αυτός ο πρώτος αστικός χορός, δυσανασχέτησαν οι τότε ηλικιωμένοι άνθρωποι ακριβώς όπως γίνεται σήμερα με το ροκ εντ ρολλ και το καλύψο. Στιγμάτισαν τότε το βαλς σαν αισθησιακό, πρόστυχο, αναξιοπρεπές, ανήθικο, δηλαδή του έδωσαν ακριβώς τους ίδιους χαρακτηρισμούς που δίνουν και σήμερα στους μοντέρνους χορούς. Εγώ ο ίδιος δεν χορεύω κανένα μοντέρνο χορό, δεν θα μπορέσω όμως να καταλάβω ποτέ γιατί οι μοντέρνοι χοροί είναι πρωτόγονοι και παρακμιακοί. Ίσως να μην είναι κανένας το άκρον άωτον της ομορφιάς, είμαστε όμως υποχρεωμένοι ν’ αφήσουμε τη νεολαία να χορεύει ό,τι της αρέσει· αυτά τα πράγματα δεν έχουν καμμιά σχέση με την αξιοπρέπεια και την ιμπεριαλιστική παρακμή. Γιατί δηλαδή η δική μας λαϊκή μουσική είναι ηθική, ενώ η τζαζ ενοχλητική; Γιατί πρέπει να μας ενθουσιάζει το ‘Βιέννη, Βιέννη μόνο εσύ…’ ενώ ένα εξ ίσου βλακώδες μοντέρνο τραγούδι πρέπει να μας κάνει να φρικιούμε; Από πάντα υπήρχε καλή και κακή μουσική και μια καλή μουσική τζαζ είναι εξ ίσου άξια της παραδοχής μας, όσο και μια άλλη καλή μουσική.(…) Δεν έχω τη διάθεση να παραδεχτώ αντιανθρωπιστικές τάσεις στην τέχνη και τάσεις που ξεφτίζουνε την πραγματικότητα, αλλά το θεωρώ απαράδεχτο να απορρίπτεται σαν παρακμιακή κάθε αναζήτηση για καινούργιους τρόπους έκφρασης στην τέχνη, κάθε πειραματισμός.(…) Δεν επιτρέπεται να παρουσιαζόμαστε μπροστά στη νεολαία σαν οπισθοδρομικοί καθηγητές και να κηρύχνουμε ότι όλα τα μοντέρνα απ’ το πέτσινο σακάκι έως την τζαζ, απ’ την αγάπη για τ’ αυτοκίνητα έως το ενδιαφέρον για τα καλλιτεχνικά πειράματα, είναι κακά, παρακμιακά, ασυμβίβαστα με τον αγώνα της εργατικής τάξης. Πρέπει επιτέλους να εξετάσουμε κριτικά ποια είναι εκείνα που έρχονται σε αντίθεση με τον αγώνα της εργατικής τάξης, και οπωσδήποτε τότε μόνο θα βρούμε κατανόηση στους νέους, όταν σταθούμε με κατανόηση μπροστά στο μοντέρνο. Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι πολλά σοβιετικά φιλμ από το ‘Θωρηκτό Ποτέμκιν’ έως το ‘Δρόμο για τη Ζωή’ δεν ήταν μόνον επαναστατικά, αλλά και πολύ μοντέρνα, και ότι ο σύγχρονος κινηματογράφος έχει τις ρίζες του στους σοβιετικούς σκηνοθέτες και τον Τσάρλι Τσάπλιν. Ακόμα, ότι μοντέρνος ήτανε και ο Μαγιακόφσκυ και ο Μπρεχτ. Και κάθε φορά αποδείχνεται, ότι η μοντέρνα επαναστατική τέχνη, επιδρά όχι μόνο επάνω στους εργάτες, αλλά κι επάνω στους νεαρούς διανοούμενους».
Όταν το επίσημο όργανο της Νεολαίας Λαμπράκη δημοσίευε, το 1964, ένα τόσο «ανοιχτό» κείμενο, είναι φαιδρό να υποστηρίζεται από κύκλους (και από κώνους και από ελλείψεις…) πως η Αριστερά κυνηγούσε το ροκ, την τζαζ, το μοντέρνο και δεν ξέρω εγώ τι άλλο εκείνη την περίοδο.
Να τι είχε πει ο Θεόδωρος Πάγκαλος (ιδρυτικό στέλεχος των Λαμπράκηδων, μέλος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος του παρανόμου μηχανισμού του ΚΚΕ, αλλά και μέλος της παρέας των ελλήνων μπήτνικ – όλα αυτά στο πρώτο μισό του ’60) στον Μανώλη Νταλούκα σε μια συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στο Mediasoupτην 30/7/2010 (όπως είπα και στην προηγούμενη ανάρτηση, προσωπικώς δεν ζορίζομαι να πάρω στοιχεία από οπουδήποτε, προκειμένου να βγάλω τα δικά μου συμπεράσματα). Ο δημοσιογράφος επιχειρεί να εκμαιεύσει απαντήσεις από το στόμα του Πάγκαλου, οι οποίες να συνάδουν με την εικόνα που έχει εκείνος (ο δημοσιογράφος) στο μυαλό του για την Αριστερά της εποχής. Ο Πάγκαλος, όμως, δεν μασάει και βάζει κάθε… κατεργάρη στον πάγκο του. Αντιγράφω λίγες ερωτήσεις-απαντήσεις… 
Έχω ακούσει ότι σας απαγόρευαν διάφορα, για παράδειγμα να διαβάζετε Τσίρκα ή ν’ ακούτε ρεμπέτικα… 
Αυτό κάποιος βλάκας θα στο έχει πει… (σ.σ. εδώ γέλασα πολύ!).Τσίρκα διαβάζαμε μετά μανίας, Καζαντζάκη διαβάζαμε, τα πάντα διαβάζαμε… 
Εσείς μπορεί να διαβάζατε, αλλά η επίσημη γραμμή τι έλεγε; Για την επίσημη άποψη της ΕΔΑ τι ήταν ο Τσίρκας; 
Τίποτα δεν ήταν απαγορευμένο… αυτά είναι σαχλαμάρες… τίποτα δεν μας απαγόρευαν… 
Και για τις παρέες των μπητνίκων; Τι σας έλεγαν στην ΕΔΑ; Συμφωνούσαν; 
Πάντως δεν απαγόρευαν. Αυτά είναι κνίτικα πράγματα που δεν υπήρχαν στη νοοτροπία εκείνης της εποχής… 
(Το «κνίτικο» δεν θα το σχολιάσω, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή ΚΝΕ δεν υπήρχε τη συγκεκριμένη περίοδο – η ΚΝΕ ιδρύθηκε το 1968. Για τις σχέσεις ροκ και ΚΚΕ/ΚΝΕ και τις απόψεις που είχε το συγκεκριμένο κόμμα για το ροκ, στη Μεταπολίτευση πια, υπάρχει υλικό διαθέσιμο στο Δισκορυχείον, όχι κουτσομπολιά, και κάποια στιγμή θα πω περισσότερα).
Και επιμένει ο δημοσιογράφος. Εκεί… σώνει και καλά, να πάρει την απάντηση περί απαγόρευσης, για να επιβεβαιώσει εκείνο το στραβό που έχει στο κεφάλι του. 
Εσείς λέτε ότι δεν υπήρχε απαγόρευση… μήπως η απαγόρευση διατυπωνόταν με έναν έμμεσο τρόπο; Θέλω να πω μήπως η «καθοδηγητική γραμμή» απαγόρευε δια της απαξίωσης; Η αποδοκιμασία ουσιαστικά λειτουργεί σαν απαγόρευση… 
Υπήρχε αποδοκιμασία… ναι… αλλά όχι απαγόρευση… τους μπητνίκους βέβαια τους αποδοκίμαζαν… μερικές φορές είχαν γίνει και αστεία επεισόδια… 
Η ΕΔΑ λοιπόν, που εξέφραζε τον μεγάλο όγκο της ελληνικής Αριστεράς της εποχής, δεν εκινείτο με «απαγορεύσεις», αυτό έχει την πιο μεγάλη σημασία απ’ όλη την προηγούμενη κουβέντα και αυτό ας κρατήσουμε.
Το ελληνικό δυστύχημαήταν μόνον ένα. Αυτό που ονομάζουμε μοντέρνο τραγούδιτο διαχειρίστηκε στη χώρα μας, στα μέσα του ’60, η μαύρη αντίδραση (όσοι, δηλαδή, συνασπίστηκαν πίσω από το περιοδικό Μοντέρνοι Ρυθμοί). Έτσι, η Αριστερά είχε κάθε λόγο, όπως έχω ξαναγράψει, να είναι επιφυλακτική με την κατάσταση που διαμορφώθηκε στην πορεία, πράγμα που ξεκαθάρισε εντελώς (όχι πως δεν ήταν ξεκαθαρισμένο από την αρχή) μετά την επιβολή της δικτατορίας, όταν συντάκτες τού εν λόγω εντύπου ύμνησαν την «εθνοσωτήριο». Αφήνω δε το γεγονός πως η Αριστερά είχε τις δικές της… μοντέρνεςμουσικές (τι ήταν δηλαδή το 1964 το «Άξιον Εστί», ή τα πρώτα δισκάκια του Διονύση Σαββόπουλου, τίποτα παλιατζαρίες;), μπροστά στις οποίες δεν έπιαναν μία τα τουίστ και οι γιάνκες (αν το δεις καλλιτεχνικώς δηλαδή – αλλά, ok, δεν το βλέπεις μόνον έτσι). Ας μην μας διαφεύγουν εξάλλου και τα σχετικά λόγια του Σαββόπουλου (οργανωμένος επίσης στην ΕΔΑ) στη LiFO (#183, 10/12/2009): «Εκείνη την άνοιξη ενόψει της πορείας Ειρήνης, διάβασα στην Αυγή ένα δίστηλο με τη φωτογραφία ενός νέου αμερικανού τροβαδούρου (σ.σ. ίσως να μην θυμάται καλώς, αν αναφέρεται στο ‘ντυλανικό’ δημοσίευμα της Αυγής, της 12/7/1964).Τον παρουσίαζε σαν ένα τραγουδιστή της εργατικής τάξης. Αυτό μου κίνησε την περιέργεια και θυμάμαι ότι πήγα την άλλη μέρα στα καταστήματα δίσκων για να τον βρω, αλλά ήταν παντελώς άγνωστος». Και πιο κάτω:«Με ενδιέφερε πολύ η μουσική που έκαναν οι Stones ή τα μεγάλα συγκροτήματα, τα οποία τα άκουγα και τα παρακολουθούσα. Με έχουν επηρεάσει πάρα πολύ. Βέβαια, οι ειδικοί, που ασχολούνταν με αυτήν τη μουσική την ξένη, ο Μαστοράκης, ο Πετρίδης, ο Κογκαλίδης, την παρουσίαζαν ως χορευτική νεανική μόδα, δεν αντιλαμβάνονταν τότε τι πραγματικά ήταν. Έκαναν εκπομπές με top, ποιο έρχεται πρώτο, ποιο έρχεται δεύτερο. Σαν να είναι μια ιπποδρομία».
Καμμία ΕΔΑ και καμμία Αριστερά δεν εμπόδισε τον Σαββόπουλο ν’ ακούει Dylanκαι RollingStones(δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν και αριστεροί της εποχής, οι οποίοι μπορεί να μη γούσταραν το rockκ.λπ.). Το ζήτημα όμως δεν είναι αυτό. Το ζήτημα είναι αν υπήρχε από την ΕΔΑ κεντρική γραμμή απαξίωσης της λεγόμενης μοντέρνας μουσικής. Και κάτι τέτοιο δεν υπήρχε. Αν υπήρχε, κείμενα όπως το προηγούμενο του ErnstFischerθα ρίχνονταν στην πυρά – σε καμμία περίπτωση δεν θα δημοσιεύονταν σε περιοδικό της Νεολαίας Λαμπράκη. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως ένας Λαμπράκηςθα ήταν εκείνος που θα έκανε το τολμηρότερο έως τότε βήμα – να ενώσει τη λαϊκή μουσική με το rockεις σάρκαν μία στο τέλος του 1966. Και φυσικά αναφέρομαι στον Μάνο Λοΐζο και τα «Νέγρικα». Όπως είχε πει και ο ίδιος: «Για μένα η μουσική είναι μέσον. Τα εκφραστικά μέσα πηγάζουν από αυτό που θέλω να πω. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των ‘Νέγρικων’ χρησιμοποίησα για πρώτη φορά ηλεκτρικές κιθάρες και όργανο στην ορχήστρα μου, όπως και ρυθμό σέικ, μποστέλα κ.ά. Για μένα το φαινόμενο γε-γε είναι φαινόμενο που καθρεφτίζει την εποχή μας. Το σέικ δεν έχει καμμιά σχέση με το τσα-τσα ή το μάμπο – ρυθμούς μάλλον αισθησιακούς. Οι σύγχρονοι ρυθμοί (σέικ) είναι ρυθμοί διαμαρτυρίας, μοναξιάς και αυτοβασανισμού. Και η ποίηση των ‘Νέγρικων’ με οδήγησε σ’ αυτούς γιατί τα θέματά τους μιλάνε για αδικία και εκμετάλλευση – προβλήματα που έχουν απήχηση σε όλο τον κόσμο. Δεν επεδίωξα να κάνω σέικ. Έχοντας όμως μέσα μου αυτή την παγκόσμια φωνή διαμαρτυρίας που εκφράζει, το σέικ ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο» (Δημοκρατική Αλλαγή, 27/12/1966).
Αφήνω δε το πανέμορφο pop/hippiesoundtrack, που ετοίμασε και υπέγραψε μέσα στο ’67 ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης(!), που δεν ήταν άλλο από το “TheDaytheFishCameOut” [UK. Stateside] – OSTτης φερώνυμης ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη. Πώς υπέκυψε στην… ιμπεριαλιστική υποκουλτούρα ο αρχηγός των Λαμπράκηδωνμπορεί να μου το εξηγήσει κάποιος;

ο STEPHAN MICUS με νέο CD στην Πάτρα

$
0
0
Είναι γνωστή σε όλους μας η μουσική διαδρομή του StephanMicus, είναι γνωστή σε όλους μας η δημιουργική προσήλωσή του σ’ έναν τύπο μουσικής με σαφή, έντονα και επίμονα χαρακτηριστικά. Τα άλμπουμ του (22 στον αριθμό, αν μέτρησα καλά – τα 20 εξ αυτών στην ECMκαι το παράλληλο labelJAPO)  εμφανίζουν άπαντα μία τέτοιαν ενότητα, την οποίαν πολύ δύσκολα συναντάς στο έργο οποιουδήποτε συνθέτη της γενιάς του (ας σταθούμε σ’ αυτούς δηλαδή). Τα βασικά χαρακτηριστικά της τέχνης τού γερμανού μουσικο-ερευνητή και performerείναι η ολιγάρκεια (συχνά ασκητικής εμπνεύσεως), η αρχαιοπρέπεια (με την διαρκή ανάτμηση των παλαιών παραδόσεων, που προβάλλονται μέσα από ένα προσωπικής εμπνεύσεως πρόσωπο) και η θρησκευτικότητα (με το μυστικιστικό της κλίμα). Γύρω απ’ αυτό το τρίπτυχο ο Micusοικοδομεί, κάθε φορά, ή έστω συνήθως, ένα σύστημα από… παρασπονδίες, το οποίο (σύστημα) εδράζεται πλήρως στην πρωταρχική «τριγωνική» του βάση. Τον Γερμανό δεν τον ενδιαφέρει μία στείρα «απομαγνητοφώνηση» των μουσικών του κόσμου (θρησκευτικών ή κοσμικών). Δεν είναι μεταπράτης (μιας new-ageψευτο-εγκαρτέρησης φερ’ ειπείν), αλλά ένας (εντελώς αυτοδύναμος και πρωτότυπος) δημιουργός. Πράγμα που σημαίνει πως έχει ανακαλύψει-επινοήσει έναν τρόπο αισθητικής παρέμβασης-επέμβασης στο πρωταρχικό υλικό του, που να είναι συμβατός (ο τρόπος) με την προαιώνια αισθητική, όντας, συγχρόνως, κάτι «άλλο». Είναι δύσκολο αυτό που επιχειρεί κάθε φορά ο Micus. Είναι δύσκολο, επειδή μπορεί να τον εκθέσει ανεπανόρθωτα στα μάτια (και στ’ αυτιά) των καθαρολόγων, των στριφνών μελετητών των παραδόσεων. Ίσως, ακόμη περισσότερο και από πολλούς ατάλαντους new-agersτων 80sπ.χ., που διέστρεψαν τους παγκόσμιουςήχους προς μιαν κάλπικη πνευματικότητα. Το αν κερδίζει, κάθε φορά, το στοίχημα ο Micus–γιατί, προσωπικώς, νομίζω πως το κερδίζει αναφανδόν– τούτον οφείλεται στο ταλέντο του και περαιτέρω στη βαθιά γνώση και σεβασμό των παραδόσεων επί των οποίων επιχειρεί· μία γνώση κι ένας σεβασμός που δεν είναι θεωρητικός, αλλά συνδεδεμένος, κάθε φορά, και με την εμπειρία.
Ας πούμε στο τελευταίο άλμπουμ του που τιτλοφορείται “Panagia”[ECM, 2013] –μία δοξαστική, βυζαντινής βάσης, πρόταση του Micusπρος την Θεοτόκο– ο άνθρωπος πέφτει εντελώς στα βαθειά βγαίνοντας ατσαλάκωτος στην επιφάνεια. Οι αποκοτιές του είναι πολλές. Πρώτον ψέλνει-τραγουδά στη γλώσσα μας! Αδιαφορεί δηλαδή για το αν θα βγει ο έλλην κριτικός ή ακροατής και πει το μακρύ του και το κοντό του (όσον αφορά στο αξάν, στο αίσθημα, στο αν αντιλαμβάνεται εκείνο που υψώνει δια της φωνής του). Ο Micus έχει την απάντηση στο τσεπάκι του – και αυτή είναι σοβαρή. Δεν τον ενδιαφέρει να εμφανιστεί ως ορθόδοξος ιεροψάλτης, αλλά ως κάποιος που έρχεται από αλλού και που χρησιμοποιεί τη γλώσσα, πρωταρχικώς, ως ήχο. Δεν αναπαριστά δια της προσέγγισής του στο θείο μιαν ακολουθία Χαιρετισμών, αλλά επιχειρεί να μεταφέρει αυτή την ακολουθία σ’ έναν άλλο χώρο/χρόνο. Γι’ αυτό, δεύτερον, αδιαφορεί και για το γεγονός πως η ορθόδοξη υμνωδία δεν συνοδεύεται από μουσικά όργανα, μπολιάζοντας το τραγούδισμά του με βαυαρικό zither, ινδική dilruba, πακιστανικό σιτάρ, sattar του Τουρκμενιστάν, 14χορδη κιθάρα και νέι. Δηλαδή ο αθεόφοβος (αλλά επί της ουσίας θεοφοβούμενος) δεν χρησιμοποιεί ούτε καν εκείνα τα όργανα που θα μπορούσε να αποδίδουν ένα βυζαντινό ηχόχρωμα, που να σχετίζονται δηλαδή με την βυζαντινή κοσμική μουσική (λαούτο, κανονάκι, ταμπουράς, λύρα, σήμαντρα, σείστρα και λοιπά κρουστά).Τρίτον, με το να χρησιμοποιεί συχνά chorusvocals (δίχως ν’ αποφεύγει μια πολυφωνία), ο StephanMicusέρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το βυζαντινό μονοφωνικό μέλος. Παρά ταύτα το αποτέλεσμα δικαιώνει τον γερμανό μουσικό, υπό την έννοια πως αυτό που παρουσιάζεται στο “Panagia” είναι «δικό του», δεν είναι αναπαραγωγή, ή επενεπεξεργασία ενός μουσικού σώματος που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Μπορεί ο καμβάς να είναι παλαιικός, αλλά τα χρώματα είναι σύγχρονα. Και πάνω σ’ αυτή τη βάση κομμάτια όπως το “You are the life-giving rain” ή το “You are full of grace” μπορεί να χαρακτηριστούν μόνον ως «αριστουργήματα».
Ο StephanMicusεμφανίζεται αύριο βράδυ στην Πάτρα, στο Ρωμαϊκό Ωδείο, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας.

VILLY PARASKEVOPOULOS jazz από την Κεντρική Ευρώπη

$
0
0
Προσφάτως έλαβα από την Βιένη το CDενός αγνώστου προς εμένα τζαζ σχήματος, των HypnoticZone, βασικό μέλος του οποίου είναι ο έλληνας πιανίστας VillyParaskevopoulos. Ο Παρασκευόπουλος ξεκίνησε σπουδές στο πιάνο, στο Linzτης Αυστρίας, το 2001 και το 2005 τελείωσε το Bachelorμε Άριστακαι Διάκριση, συνεχίζοντας για Masterστη Βιένη, τελειώνοντάς το και αυτό με Διάκριση. Έκτοτε (2006) είναι διορισμένος σε μουσικά σχολεία της αυστριακής πρωτεύουσας, διδάσκοντας τζαζ πιάνο, ενώ έχει συνεργαστεί με πολλούς νέους μουσικούς της ακμάζουσας αυστριακής σκηνής. Τον Ιούλιο του 2010 ηχογραφεί (μαζί με τους Michael Kullick και Stefan Thaler) το άλμπουμ “Chopin in Jazz” γιατον πολιτιστικό σύλλογο της γερμανικής πόλης Lüneburg (το άλμπουμ κυκλοφόρησε πέρυσι), ενώ τελευταίως ασχολείται με τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, παίζοντας με άλλους μουσικούς ή κατά μόνας χειριζόμενος προετοιμασμένο πιάνο. Οι HypnoticZoneείναι το πιο καινούριο τρίο του, με τον StefanThalerστο κοντραμπάσο και τον NikiDolpστα ντραμς. Μου είπε σχετικώς ο Βίλλυ Παρασκευόπουλος επ’ αφορμής του προσφάτου άλμπουμ Lajustice, lesfillesetl'éternité” [ListenClosely, 2012]: «Οι HypnoticZoneσχηματίστηκαν πριν δύο χρόνια και το CDείναι ένα μείγμα από πολυεθνικές συνθέσεις με έντονο λυρικό χαρακτήρα και αυτοσχεδιαστικά ξεσπάσματα. Είναι δε εμπνευσμένο από τα κείμενα του γάλλου πολιτικού φιλοσόφου και συγγραφέα Yves Le Manach, που έχουν κυκλοφορήσει και στην Ελλάδα υπό τον τίτλο ‘Ο Κήπος/ Η δικαιοσύνη, τα κορίτσια και η αιωνιότητα’ στις εκδόσεις Αλήστου Μνήμης το 2001. Η αυστριακή εταιρεία ListenCloselyπου το εξέδωσε δημιουργήθηκε πριν από λίγους μήνες στοχεύοντας στη δημιουργική μουσική, την τζαζ και τον αυτοσχεδιασμό. Οι μουσικοί που παίζουν μαζί μου είναι ο πολυβραβευμένος κοντραμπασίστας StefanThalerκαι ίσως ο πιο ώριμος νεοφερμένος ντράμερ NikiDolp».
Το “La justice, les filles et l'éternité” είναι ένα πολύ ενδιαφέρον άλμπουμ σύγχρονης jazz. Πραγματικά σύγχρονης δηλαδή. Η μουσική των Hypnotic Zone έχει οπωσδήποτε ευρωπαϊκό χρώμα, υπάρχει ένας λυρισμός ούτως ειπείν, που μπορεί να είναι και… νοτιο-ευρωπαϊκός, αλλά υπάρχει και σφοδρή improv δυναμική. Καταγράφεται λοιπόν μία περιπετειώδης αφήγηση, δίχως τις ευκολίες μου θα μπορούσε να προσφέρει, ενδεχομένως, η τεχνολογία, κάτι που οφείλεται στο πλουραλιστικό παίξιμο του Παρασκευόπουλου στο πιάνο (κανονικά και από μέσα), στο κοντραμπάσο του Thaler, που ώρες-ώρες, έχεις την αίσθηση πως ακούς κάτι πάνκικο (με τις νότες να πέφτουνσαν βροχή) και βεβαίως στα ντραμς του Dolp που συμβάλλουν προσέτι προς το… ακαλαίσθητο (άκου π.χ. το “Nocturne” ή το “Return of the mask”). Φυσικά, υπάρχουν και κομμάτια που ηχούν περισσότερο κοντά στην jazz των συγχρόνων euro-trios (οι e.s.t. π.χ. θα μπορούσε να βρίσκονται πίσω από το “Bo-ba” ή το “Semira’s dream”) και άλλα που είναι έτσι τοποθετημένα ώστε να εμφανίζουν τις δυνατότητες των παικτών (και κατ’ επέκτασιν των οργάνων) ή να προσθέτουν ένα περαιτέρω νόημα. Σ’ αυτήν την κατηγορία εντάσσονται τα “Interlude #1” (με το προετοιμασμένο πιάνο να χαρακτηρίζει πέρα ως πέρα το κομμάτι), το… για σόλο μπάσο “Interlude #3”, καθώς και το ελληνικό “Transierunt” με τον Παρασκευόπουλο να απαγγέλει: «Έχω μία φουρτούνα στην ψυχή μου/ που δεν λέει να κατευνάσει…/ Κλεισμένοι μέσα της/ οι άνθρωποι που γνώρισα/ τα μέρη που μεγάλωσα/ οι μυρωδιές της λήθης…»με συνοδεία λίγων νοτών στο πιάνο, κάποιων «θορύβων» και δεύτερης back φωνής.

FABRIZIO SAVINO “aram” σημαίνει… γαλήνη

$
0
0
Νέος ιταλός κιθαρίστας (γεννημένος στο Bariτο 1981), ο FabrizioSavino, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, πως συνεχίζει την παράδοση του τρανού FrancoCerri (του κορυφαίου ιταλού jazzguitarist), αν η προσέγγισή του δεν ήταν συχνά περισσότερο διεθνική και δη αμερικανική. Με καλές σπουδές στην πατρίδα του, παρακολουθώντας τα περίφημα σεμινάρια του TusciainJazz (ίσως το δεύτερο σημαντικότερο ιταλικό jazzfestivalμετά από εκείνο της Umbria) και παίζοντας (όπως διαβάζω στο soundcloud) με τους KurtRosenwinkel, DadoMoroni, AntonioSanchez, TonyMonaco, DavidLiebman, EddieGomezκαι FlavioBoltro, ο Savinoθα σχηματίσει, πριν τέσσερα χρόνια, το δικό του κουιντέτο ηχογραφώντας ένα πρώτο προσωπικό CDγια την εταιρεία AlfaMusic. Το “MetropolitanPrints” (2009), που έγινε σε συνεργασία με τους LucaAquinoτρομπέτα, φλούγκελχορν, ηλεκτρονικά, RaffaeleCasaranoάλτο/σοπράνο σαξόφωνο, ηλεκτρονικά, MikeMinervaκοντραμπάσο, bassguitarκαι DarioCongedoντραμς, υπήρξε η δουλειά που θα τον κάνει αυτομάτως «γνωστόν», πρώτα στην πατρίδα του, φέρνοντάς τον ακόμη πιο κοντά στο τζαζόφιλο κοινό, αλλά και στα σχετικά βραβεία (φιναλίστ για το JimmyWoodAwardστο TusciainJazz 2010, νικητής του ιδίου βραβείου στο TusciainJazz2011).
Προς το τέλος του 2012 κυκλοφορεί μάλιστα και το δεύτερο προσωπικό CDτου, πάλι από την AlfaMusic(και με διανομή από την EGEA)· ένα άλμπουμ που φανερώνει όχι απλώς το ταλέντο του Savinoστην διευθέτηση μιας διακριτής/ νωχελικής (συναισθηματικής) κατάστασης, αλλά και τον τρόπο μέσω του οποίου συνδέονται οι καλοεπεξεργασμένες μελωδίες του με την (φανταστική, ok) τραγουδιστική αφήγηση. Βεβαίως και δεν υπάρχει τραγούδι στο Aram(στην περσική γλώσσα η λέξη –όπως διαβάζω στο ένθετο– σημαίνει «γαλήνη», «ηρεμία», «ειρήνη»), είναι όμως έτσι δομημένες οι συνθέσεις του Savino, που εξαναγκάζεσαι, όπως τις ακούς, να παραστήσεις τις μελωδίες τους με τις… γνωστές μονοσύλλαβες λέξεις. Πρώτο τη τάξει, εδώ, το φερώνυμο “Aram” που πάει προς Ανατολάς, αλλά και το bluesWaitingforyou (foralifetime)” – ένα κομμάτι που δείχνει την αγάπη του Savino, για τον ήχο του JohnScofield. Ιδιαίτερη η εκτέλεση της “Naima” του JohnColtrane(η μόνη versionτου 52λεπτου CD) και πολύ ωραία (στο ίδιο κλίμα) η μπαλάντα “Itoldyouso”. Αλλά κι εκεί όπου απαιτούνται ταχείς δακτυλισμοί και κίνηση… μαέστρου πάνω στα τάστα, ο Savinoδεν μένει πίσω. Έξοχο το bopBlackhat” (με ωραίο παίξιμο και από τον EnricoZanisiστο fenderrhodes) και… εξοχότερο όλων το “Thewayofnature”, με τους LucaAlemannoκαι DarioCongedo(κοντραμπάσο και ντραμς αντιστοίχως) να κάνουν πολύ καλή δουλειά στο ρυθμικό τμήμα.

Γυάρος, Ζάτουνα, «Αβέρωφ»…

$
0
0
Διάβασα στην τελευταία AthensVoice (#443, 3/7/2013) το κείμενο του Γιάννη Παναγόπουλου Μάταλα, Εξάρχεια, San Francisco – Από τους hippies στους hipsters, τότε και τώρακαι βγήκα από τα ρούχα μου. «Καλοκαίρι είναι» θα μου πείτε, οπότε γιατί όχι…
Δεν μπορώ να καταλάβω –τρόπος του λέγειν δηλαδή– γιατί ασχολούνται ορισμένοι άνθρωποι με θέματα που δεν κατέχουν, λέγοντας αρλούμπες. Και όχι απλώς λένε αρλούμπες, αλλά προβάλλουν ταυτοχρόνως και τη σιγουριά του ειδήμονα (υιοθετώντας ύφος) σε τέτοιο βαθμό ώστε είναι σαν να σου λένε: «κοίταξε μην πεις τίποτα διαφορετικό, γιατί είσαι χαμένος από χέρι». Τον Παναγόπουλο τον είχα τσεκάρει από το άρθρο του Πώς ρόκαρε η Αθήνα στα 80s (Athens Voice #422, 6/2/2013), μία προχειράντζα που δεν περιγράφεται και για την οποίαν είχα πει τα σχετικά σε παλαιότερη ανάρτηση. Τώρα, έχουμε ένα νέο… κατόρθωμα. Δεν θα πω πολλά. Θα μείνω μόνον στην πρώτη παράγραφο του άρθρου, την οποίαν και μεταφέρω, αυτούσια, εδώ… Γράφει ο Παναγόπουλος: 
«Είναι τέλη του 1960, αρχές του 1970. Η Ελλάδα έχει Χούντα. Έχει ‘δεξιά’ που δεν χαμπαριάζει πολλά από τέχνη. Έχει ‘αριστερά’ που θεωρεί οτιδήποτε αμερικάνικο, όχι μόνο στην τέχνη, εν γένει ύποπτο, συντηρητικό, διεφθαρμένο. Εννοείται... αλλάζει θέμα όταν η κουβέντα πιάνει το νεοϋορκέζικο κίνημα των Μπίτνικς, το αμερικάνικο αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στο Βιετνάμ. Ο αριστερός γνωρίζει. Έχει διδαχθεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια κακή χώρα. Και οι Αμερικάνοι διανοούμενοι είναι ναρκομανείς και εν δυνάμει πράκτορες ενός άθλιου, υπόγειου, προσηλυτισμού της αριστεράς (της κατόχου της πολιτικής και ηθικής αλήθειας, δηλαδή) στον καπιταλισμό».
Μέσα σε τούτες τις λίγες αράδες αποδεικνύεται πως ο άνθρωπος αυτός είναι εντελώς σκράπας στα σχετικά ζητήματα. Έχει αρπάξει πράγματα από ’δω κι από ’κει (διάφορες μπούρδες που ακούγονται), και δίχως να έχει ψάξει ο ίδιος τίποτα λέει ό,τι του κατέβει. Απορώ δηλαδή πώς τον αφήνουν, πώς του επιτρέπουν σ’ ένα περιοδικό/ εφημερίδα του εκδοτικού κύρους της AthensVoiceνα λέει τέτοιες μπαρούφες. Γιατί, για μένα, τίθεται κι έτσι το θέμα. Δεν βρέθηκε δηλαδή ένας να του πει: «Τι είναι αυτά που γράφεις ρε φίλε; Για σπάσ’ τα και ξαναρίχ’ τα».

Τι εννοεί λοιπόν ο Παναγόπουλος όταν γράφει πως η Ελλάδα έχει Δεξιά, που δεν «χαμπαριάζει πολλά από τέχνη»; Σε ποια Δεξιά αναφέρεται; Στη Δεξιά του Χατζιδάκι, του Χορν, του Ελύτη, του Ζαμπέτα ή του Σεφέρη; Ή, μήπως, αναφέρεται στη Δεξιά που πρωταγωνιστούσε στις γιορτές και τα ταρατζούμ της χούντας; Όπως έγραφε και το Έθνος της 19/4/1969: «Επ’ ευκαιρία της επετείου της 21ης Απριλίου, το Εθνικό Θέατρο, δίνει αύριο (20.4.1969) πανηγυρική παράσταση(σ.σ.!!).Το πρόγραμμα περιλαμβάνει απαγγελίας ποιημάτων με τους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου Στέλιον Βόκοβιτς, Κάκια Παναγιώτου, Βασίλην Κανάκη, Όλγαν Τουρνάκη, Γρηγόρι Βαφιάν, Ελένη Νενεδάκη και Νίκον Παπακωνσταντίνου». (Τα ποιήματα, αγαπητοί αναγνώστες, δεν τα απήγγειλαν ούτε ο Αλεξανδράκης, ούτε ο Κατράκης, ούτε η Ζωζώ Ζάρπα… για να ξέρουμε και τι μας γίνεται). Η Δεξιά χαμπάριαζε από Τέχνη, χαμπάριαζε από Αρχαίο Θέατρο, από μουσικές, από ποίηση, χαμπάριαζε από τα πάντα και θυμιάτιζε, στα τέλη του ’60 και τις αρχές του ’70, την «εθνοσωτήριο», πανηγυρίζοντας στις επετείους της, φθάνοντας ακόμη και σε δοσοληψίες ταγών του τραγουδιού μας με χουντοϋπουργούς. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται, εξάλλου, να υπενθυμίσω πως μερικά από τα τραγούδια «κατάπλασμα» της εποχής ήταν ας πούμε χατζιδακικά(«Δεν ήταν νησί», «Ο μύθος», «Μίλησέ μου», «Κυκλαδίτικο» κ.λπ.). Κι «εντάξει» δηλαδή, γιατί ακόμη και το «Μίλησέ μου» ακουγόταν σαν θεσπέσιο άσμα μπροστά σε κάτι άλλες… δεξιόστροφες βλακείες.

Και τι άλλο είχε η Ελλάδα εκτός από… απολίτιστη Δεξιά; – για να δούμε τι λέει ο Παναγόπουλος.... Είχε και«αριστερά» λέει«που θεωρεί οτιδήποτε αμερικάνικο, όχι μόνο στην τέχνη, εν γένει ύποπτο, συντηρητικό, διεφθαρμένο». Τι λέει ο άνθρωπος; Που τα είδε αυτά γραμμένα; Για ποιαν Αριστερά μιλά στα τέλη του ’60 και στις αρχές του ’70; Η Αριστερά ήταν παράνομη, και η παράνομη Αριστερά ήταν ή στα ξερονήσια, ή εκτοπισμένη, ή κυνηγημένη και σε κάθε περίπτωση μονίμως κατασυκοφαντημένη από τη χουντική και τη δεξιά προπαγάνδα.Τι βλακείες είναι αυτές; Αλλοίμονο αν περίμενε κανείς εκείνη την Αριστερά, που παιζόταν ανά πάσα ώρα και στιγμή η ίδια της η ύπαρξη, η ζωή των στελεχών της δηλαδή, να ασχολείται με το rock, με τα Μάταλα και με όλες τις υπόλοιπες… αηδίες (γιατί όλα τούτα είναι «αηδίες», όταν είσαι στην παρανομία και παίζεται κορώνα-γράμματα η ζωή σου).
Και από πού θα πληροφορηθεί κάποιος, σήμερα, τις απόψεις της Αριστεράς στα τέλη του ’60 και τις αρχές του ’70; Πώς θα βγάλει τα συμπεράσματά του; Μήπως θα ψάξει Τα Νέακαι τον Ελεύθερο Κόσμο; Μα ο συγκεκριμένος αρθρογράφος ούτε αυτό δεν κάνει. Αρπάζει τις μπούρδες που πετάει ο καθείς, αναπαράγοντάς τες δίχως καμμία ευθύνη. Ενδιαφέρθηκε, μήπως, να βρει και να διαβάσει τον παράνομο αντιδικτατορικό αριστερό Τύπο, και να δει, μέσω εκείνου, τη στάση της Αριστεράς εν σχέσει με… οτιδήποτε αμερικανικό; Ή μήπως περίμενε, ο Παναγόπουλος, να ευλογεί η Αριστερά τους Αμερικανούς για τις ναπάλμ που είχε ρίξει ο Εθνικός Στρατός στο Γράμμο, για την ανοχή που επέδειξαν (οι Αμερικανοί) έναντι των ακραίων δεξιών κυβερνήσεων Καραμανλή (1955-1963) της βίας και της νοθείας, και για την αμέριστη στήριξη στη χούντα;

Ρίχνοντας μια ματιά λοιπόν στον παράνομο αντιδικτατορικό αριστερό Τύπο της εποχής θα δούμε ουκ ολίγες αναφορές στην αμερικανική Αριστερά (σε τι άλλο;), που αγωνιζόταν απέναντι στην πολεμοκάπηλη κυβέρνηση Nixon. Π.χ. Θούριος, αριθμός φύλλου 11, Μάης 1969 («Περισσότερα από 250 φοιτητικά στελέχη των ΗΠΑ απεύθυναν ανοιχτή επιστολή στον Πρόεδρο Νίξον, διακηρύσσοντας ότι αρνούνται να υπηρετήσουν την στρατιωτική τους θητεία, όσο διαρκεί ο πόλεμος του Βιετνάμ»), ή και Ριζοσπάστης (Μαχητής), αρ. φύλλου 59-60, Μάρτης-Απρίλης 1973 («Η Εθνική Ένωση Φοιτητών των ΗΠΑ με μήνυμά της προς του Έλληνες συναδέλφους της καταδικάζει τα καταπιεστικά μέτρα της Χούντας, ζητάει να αφεθούν ελεύθεροι όλοι οι συλληφθέντες και να αποκαταστηθούν οι ακαδημαϊκές ελευθερίες. Τέλος, στο μήνυμά τους ζητούν από τον αμερικανικό λαό να κάνει το παν ώστε να σταματήσει κάθε βοήθεια προς την Χούντα και καλεί την αμερικανική κυβέρνηση να σταματήσει να υποστηρίζει ένα φασιστικό καθεστώς στην κοιτίδα της Δημοκρατίας»). Ακόμη και μέσα από τις φυλακές Κορυδαλλού(!) με το περιοδικό Τετράδια 70η αριστερά της εποχής δεν ξεχνούσε τον αμερικανικό Μάη («Μάης 1970: έξη αμερικανοί φοιτητές πέφτουν μαχόμενοι κατά του ιμπεριαλισμού και του πολέμου. ‘Τα λουλούδια είναι πιο όμορφα από τις σφαίρες’»– να και το χίπικο τσιτάτο, όρμα ψυχεδελονεολαίε!).
Με αυτή λοιπόν την Αμερική, την Αμερική της αμφισβήτησης και της αντιπολεμικής διαμαρτυρίας ασχολιόταν η παράνομη («η παράνομη» το ξαναλέω, για να το συνειδητοποιήσουν μερικοί αδαείς) ελληνική Αριστερά των late 60s-early 70sκαι δεν θεωρούσε…οτιδήποτε αμερικάνικο, όχι μόνο στην τέχνη, εν γένει ύποπτο, συντηρητικό και διεφθαρμένο.Όταν λοιπόν ο Παναγόπουλος γράφει πως η Αριστερά… αλλάζει θέμα όταν η κουβέντα πιάνει το νεοϋορκέζικο κίνημα των Μπίτνικς, το αμερικάνικο αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στο Βιετνάμ… θα πρέπει κάποιος να του πει πως είναι εκτός τόπου και χρόνου. Να πάει πρώτα ν’ ανοίξει κανα βιβλίο και μετά να πιάσει πληκτρολόγιο ή μολύβι και χαρτί. Και τι ανακατεύει στη μέση τους beatniks; Είναι γνωστό πως ο Kerouac, ας πούμε, στο δεύτερο μισό του ’60 εξέφραζε κάργα συντηρητικές θέσεις, θεωρώντας πως το κίνημα των hippies ήταν κομμουνιστικός δάκτυλος και πως πήγαινε κόντρα στην πατριωτική Αμερική (γι’ αυτό και υποστήριζε τον πόλεμο στο Βιετνάμ). «Εντάξει» θα μου πείτε «άσε τον Κέρουακ, υπήρχε ο Φερλινγκέτι, υπήρχε ο Γκίνσμπεργκ»… Να απαντήσω λοιπόν: οι αριστεροί και οι προοδευτικοί ποιητές της γενιάς του ’70 δεν ήταν εκείνοι που επηρεάστηκαν από τον Ginsberg; Ποιοι επηρεάστηκαν από τον Ginsberg, μήπως η Κική Δημουλά; («Δεύτερο Κρατικό Βραβείο Ποίησης» το 1972, να υπενθυμίσω).

Και αν πάμε στα περιοδικά και τα βιβλία, ποιοι ήταν εκείνοι που έγραφαν για τις Κοινωνικές επαναστατικές ομάδες στις Ηνωμένες Πολιτείες, ποιοι έγραφαν για BlackPowerκαι Weathermen, για SDS, Hippiesκαι Yippies (περιοδικό Νέοι Στόχοι #4, 10/1971); Αριστεροί δεν ήταν εκείνοι, που επιχειρούσαν να δουν πέραν από ’κει όπου έφθανε το μάτι; Να μην αναφέρω, τώρα, άλλα δεκάδες τέτοια παραδείγματα – αριστερών εκδόσεων της εποχής με πρόδηλο αμερικανικό ενδιαφέρον.
Για να συνεχίσει ακάθεκτος ο Παναγόπουλος: «Ο αριστερός γνωρίζει. Έχει διδαχθεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια κακή χώρα. Και οι Αμερικάνοι διανοούμενοι είναι ναρκομανείς και εν δυνάμει πράκτορες ενός άθλιου, υπόγειου, προσηλυτισμού της αριστεράς (της κατόχου της πολιτικής και ηθικής αλήθειας, δηλαδή) στον καπιταλισμό».
Οι τροτσκιστές των εκδόσεων Νέοι Στόχοιμεταξύ των τριών πρώτων βιβλίων που εκδίδουν το 1970-71 είναι και οι δύο τόμοι του πολύκροτου ΟιΣτρατιές της Νύχταςτου Νόρμαν Μέηλερ. Ξέρει ο Παναγόπουλος τι εστί Νorman Mailer, ξέρει τι εστί Στρατιές της Νύχτας; Όχι και πως να το ξέρει κάποιος σημαίνει τίποτα ευρύτερο αν δεν μπορεί σωστά να αξιολογήσει – αλλά, εν πάση περιπτώσει, ο εν λόγω συντάκτης ξέρει; Έχει αρπάξει τίποτα τ' αυτί του; Ή νομίζει (αν το νομίζει κι αυτό) πως το βιβλίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τον Καστανιώτη το 2003; Ο Γιώργος Χατζόπουλος (μέλος της Νεολαίας της ΕΔΑ από το ’58 έως το ’63) δεν ήταν εκείνος που εξέδωσε στις εκδόσεις του Κάλβος το μνημειώδες Της Γης οι Κολασμένοι (1971) του FrantzFanon, ένα από τα «επαναστατικά ευαγγέλια» των sixties(και πέραν αυτών) και… pillowbookτων Μαύρων Πανθήρων; Να μην συνεχίσω. Έγινα, νομίζω, κατανοητός.

Προσφάτως, ο δεξιός νεοφιλελεύθερος Βορίδης (αλλά εσχάτως και πάλι εθνικόφρων λόγω των προκυψασών αναγκών) κατηγόρησε σύμπασα την Αριστερά (δεν μ’ ενδιαφέρει το ΠαΣοΚ) για τα δημοσιονομικά μας χάλια. Οι σιχαμένοι συκοφαντικοί «βοριδισμοί» –που διατυπώνονται με άλλα ή παρόμοια λόγια, και που σκάνε κατά κύματα τον τελευταίο καιρό από ’δω κι από ’κει–, απλώνονται σαν τον… γιγαντιαίο μουσακά κυριεύοντας τα πάντα… Τα χάλια σου «Νέα Ελλάδα»…

MANFRED SCHOOF της γερμανικής τζαζ ιστορίας

$
0
0
Πρωτοπόρος της ευρωπαϊκής freejazz, ο γερμανός τρομπετίστας, κορνετίστας και φλουγκελχορνίστας ManfredSchoof(γεννημένος στο Μαγδεμβούργο το 1936) είναι υπεύθυνος για μερικά από τα σημαντικότερα άλμπουμ του χώρου. Τόσο με τα δικά του γκρουπ (κουιντέτα, σεξτέτα, πιο πολυμελείς ομάδες), όσο και ως μέλος άλλων ορχηστρών, όπως της περιώνυμης GlobeUnityτου AlexandervonSchlippenbach(πρώτος τη τάξει στο φερώνυμο LP, που ηχογραφήθηκε τον Δεκέμβριο του 1966 στην Κολωνία για την MPS), ο ManfredSchoofείναι ένας μουσικός ο οποίος πέρασε, πολύ νωρίς, και από την Ελλάδα, ρίχνοντας τον σπόρο του. Να τι έγραφε ο Σάκης Παπαδημητρίου στο περιοδικό JazzForum (#29, June 1974), που κυκλοφορούσε (στην αγγλική γλώσσα) από τις PolishJazzSocietyκαι EuropeanJazzFederation:
«Η Δευτέρα, 18 Μαρτίου 1974, ήταν μία μεγάλη μέρα για τους φίλους της jazzστη Θεσσαλονίκη. Δύο χρόνια είχαν σχεδόν περάσει από την προηγούμενη τζαζ εμπειρία, όταν το OttoWoltersTrioεμφανίστηκε μπροστά σ’ ένα ακροατήριο 300 ατόμων. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το ManfredSchoofQuintettέπαιξε σ’ ένα πολύ εκδηλωτικό ακροατήριο 800 ατόμων. Ο ManfredSchoofήταν γνωστός στους jazz-fansτης πόλης, επειδή είχε ξαναέλθει στη Θεσσαλονίκη, ως μέλος του συγκροτήματος του GunterHampel, το 1965. Το κουιντέτο αποτελείτο από τους ManfredSchoofτρομπέτα, MichelPilzμπάσο κλαρίνο, ErhardKroegerτρομπόνι, DieterFlimmντραμς και EberhardWeberμπάσο. Αυτό το κοντσέρτο ήταν το σημαντικότερο που είχε συμβεί στην πόλη τα τελευταία 5 χρόνια. Η σύγχρονη jazz, μετά απ’ αυτό το liveκέρδισε πολλούς καινούριους φίλους».
Με δύο επισκέψεις στην Ελλάδα πριν το 1975(!) –νομίζω πως ήλθε πάλι και αργότερα, αλλά δεν είμαι σίγουρος, ενώ θα βρίσκεται και στην Τήνο, στο TinosJazzFestivalτην 1η Σεπτεμβρίου!– ο ManfredSchoofείναι και θα παραμένει πάντα ένα πρόσωπο προς εξερεύνηση…
Ένα πρώτο σημαντικό LPτου ManfredSchoofQuintettείναι οπωσδήποτε το “Voices” [CBS] ηχογραφημένο την 2α Μαΐου του ’66 στο στούντιοWalldorfστην Φρανκφούρτη του Μάιν. Στο γκρουπ; Πέντε από τα μέλη της GlobeUnityΟρχήστρας (AlexandervonSchlippenbachπιάνο, GerdDudekτενόρο, ManfredSchoofκορνέτα, BuschiNiebergallμπάσο, JackieLiebezeitντραμς – αργότερα στους CAN). Επίσης, από την ίδιαν εποχή (Μόναχο, 1966) προέρχεται και το “TheEarlyQuinet”, που πρωτοβγήκε στην FMPτο 1978. Την επόμενη χρονιά (1967) ένα άλλο LP[Wergo] αυτή τη φορά του ManfredSchoofSextett(οι πέντε προηγούμενοι συν τον SvenÅkeJohanssonκρουστά) έρχεται να ενδυναμώσει την «περίπτωση Schoof», μέσα στο αναπτυσσόμενο ευρωπαϊκό freejazz/improvσκηνικό, με το EuropeanEchoes[Δυτική Γερμανία, FMP 0010, 1969] –πρώτο νούμεροτης FMP, της FreeMusicProductionδηλαδή, ηχογραφημένο στη Βρέμη τον Ιούνιο του 1969– να πέφτει σαν βόμβα μέσα στο ελεύθεροκύκλωμα.
Με απίστευτη σύνθεση μπάντας (EnricoRava, ManfredSchoof, HughSteinmetzτρομπέτα, Peter Brötzmann, GerdDudekτενόρο, EvanParkerσοπράνο, PaulRutherfordτρομπόνι, DerekBaileyκιθάρα, FredvanHove, AlexandervonSchlippenbach, Irène Schweizer πιάνο, ArjenGorter, PeterKowald, BuschiNiebergallμπάσο, HanBennink, PierreFavreντραμς) και με τα πάντα να χτυπάνε κόκκινο –είναι ανομολόγητη η ένταση, το πάθος και η δύναμη των παιξιμάτων και βεβαίως της εγγραφής– το “EuropeanEchoes” είναι ένα φλογισμένο, παντελώς αυτοσχεδιαστικό έπος, που αντανακλά οπωσδήποτε τα… διαλυτικά διδάγματα του Μάη του ’68 (και όχι μόνο τα γαλλικά)· την απόπειρα αναδόμησης μιας κοινωνίας μέσω των συντριμμιών της διάλυσής της. Ο Μάης απέτυχε, η μουσική επέτυχε…

οι ATLANTICS αύριο στην Αθήνα

$
0
0
TheAtlantics! Αυστραλιανό συγκρότημα που σχηματίστηκε το 1961! Θεωρούνται και είναι ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα στην ιστορία του surf. ΤoBombora” –ένα θρυλικό instro– ακούστηκε σε όλο τον κόσμο (και στην Ελλάδα) το 1963-64. Δύο ελληνικής καταγωγής μουσικοί, ο TheoPenglisκαι ο JimSkiathitisβρίσκονταν στην κλασική τους line-up. Απ’ αυτούς ο δεύτερος εξακολουθεί να ηγείται του γκρουπ. Με αφορμή την παρουσία των Atlantics (JimSkiathitisκιθάρα, MartinCiliaκιθάρα, HaydnPickersgillμπάσο, LloydGyiντραμς) στην Αθήνα, στο BatCity, αύριο 11/7, οJimSkiathitisμίλησε στους DirtyFuse– ένα δικό μας άψογο surfγκρουπ, που θα εμφανιστεί μαζί τους ως support. Η συνέντευξη είναι στην αγγλική, ενώ μεταφρασμένη στην ελληνική υπάρχει στο προηγούμενο (#243) τεύχος του Jazz& Tζαζ 
You are Greek but you were born in Egypt. How was life there in the greek community? How old were you when you left Egypt? 
I was 7 years old and I really don’t remember all that much. I think life was pretty goodthere and I remember we lived near the beach and the De Lesseps promontory in Port Saidand we used to go swimming in the Suez Canal. But really too long ago to remember toomuch.
Which part of Greece do you hail from? Do you have any relatives there today? Have you been visiting Egypt or Greece since you moved to Australia? 
My mother’s family came from Amorgos and my father’s from Skiathos.Very very few (if any) relatives left in Greece. Have never been back to Egypt and have only visited Greece once, for the first time in 2003. Stayed in Athens for 2 weeks. 
Are there any influences from greek music in your tunes? Had you been exposed to greek music as kids? Any specific greek artists that you listened to? 
Strange to say that as a kid I always disliked greek music and never really followed any of it. To me it was just depressing crying, wingingtype of music where «όλοικλαίνετημοίρατους». Ha ha…Yet there are definitely greek, european, and eastern influences in the music that I write, but it’s just something that comes out when I’m composing. Still I wouldn’t know a Greek artist if I fell over one. 
Have you been exposed to egyptian music as well? Any influences there of? 
No not much of that I don’t think. Not that I can remember anyway. 
How did you learn to play the guitar? Did you have any schooling or are you self-taught? 
I was self taught. I just a cheap little acoustic and a lesson book and started playing. I was this fat little greek kid who used to go to parties and sing all the current hit songs in a high nasal voice. I knew all the other Atlantics from school and used to follow them around like a groupie. Then one of the guitarists left and Peter Hood the drummer said “If you can learn to play bar chords in 3 weeks you can join the band”. So I did and joined them around 1961. Boy am I ancient or what. 
What were your main musical influences? 
I would have to say the main one was Hank Marvin and The Shadows and just about every other band that existed. In those days it was all so new and you liked everyone. But Hank was the best. Later of course as the British invasion started I started to get more idols. Such as Eric Clapton, Jimmy Page and many more. Eric is still one of my favorites.
Your sound was quite punkish for 60s standards… 
Yeah I guess it was. We were not just an instro band. We did vocals as well. And we were influenced a lot by those sixties british bands. Especially, The Animals. We loved them and I think we tried to emulate their music a bit. 
Atlantics is one of the most experimental bands within the surf genre. It is quite different from the classic bands like Ventures and Shadows, having much more effects and experimentation. How did this happen? 
We just wanted to be different and to create something new and unusual.  But I do remember that we were always experimenting with things and sounds and trying to come up with something that wasdifferent and exciting and away from the normal everyday guitar sounds. We tried using anything and everything we could lay our hands on  trying to achieve or capture a sound or a sound effect. 
The Atlantics had a change in the mid 60s and turned to more “rock” standards adding Johnny Rebb on vocals and having Theo Penglis switch to keyboards, what was the reason? 
No particular reason. We always had a vocalist. We lost our vocalist at the time and teamed up with Johnny Rebb who was a rock singer so it was natural that we did lot’s of rock, but we did much more than that. We wrote and recorded our own vocals and as I said before we tried to capture or create our own sort of garage punk sound. Theo could always play piano. In fact he learnt to play piano first but he just never played it in the band. It just seemed natural at the time for Theo to also play keyboards to give us another dimension in our sound. He still played guitar too. 
From the early 70s ’till the late 90s The Atlantics did some touring and live performances. In 1999 Martin Cilia came aboard and the great ausi surfboards were out again! Would you like to tell us how this happened? 
Look to cut a very long story short, we had virtually retired by early nineties and Martin one day met Bosco, our original bass player and they got talking and Martin mentioned to Bosco that he had written a heap of Surf type instrumentals that he would love to record. Then he asked Bosco if The Atlantics would be interested in reforming again with Martin as one of the guitarists and to record Martin’s songs and release a new CD. We discussed it and three of us decided we wanted to do it so we went ahead and reformed with Martin as the other guitarist along with me and we recorded “Flight Of The Surf Guitar” which was released very early in 2000.
Which are your favorite instruments, amplifiers and pedals? 
Well for me it’s Vox amps and Fender Strats and although no longer in use, Klempt Echolettes. I’ve had to learn to use a Roland SD 555which is not too bad, and also use various pedals, but the pedals don’t really supply the kind of echo that we require. I am currently trying a Zoom RFX 2000. That’s not too bad. Better than the pedals. 
What are your thoughts on the following “dilemmas”? Fender amps or Vox amps? Echo/delay or fender tube reverb? Bridge pickup or neck pickup? 
Really no dilemma for me. It’s Vox, although I do like Fender as well, but prefer Vox. Echo wins hands down. I never use reverb and mainly for most of our songs I use the bridge pick up and the middle pick up. 
Was playing the Fender Stratocaster a conscious choice? Did you try playing Telecasters, Jazzmasters, Jaguars, other brands, and chose the Strat over the others? 
Actually no, I have never tried any of the others. I wasn’t interested in trying them. My idol at the time, well I would think everybody’s idol at that time, Hank Marvin played a Strat so that’s all I ever wanted to play. Then I just got used to it. I vaguely remember maybe trying a jag and a jazz but they were just too mellow a guitar for what we wanted. They were nowhere near aggressive enough, if that makes sense. 
What gauge of strings are you using? 
Well in the old days I used Gibson Sonomatics which I swear must have been something like 16 to 60. But they are no longer available so when we reformed I came down to 12-16-24W-36-42-52 but more recently as I am getting older and my hands are starting to suffer from rheumatics I tried using 11-14-21W-28-38-49 for a few years but they are not really heavy enough on the bottom end so I am just in the process of reverting back to heavy lower strings and I am now going to be using 11 -14- 24W- 36- 42-52. Oh by the way I have always used a wound 3rd(G) string. So obviously lots of bending is not in my list of tricks. Thank god for the Vibrato handle… 
What were the recording techniques used during the days when the first three LPs were recorded? How many channels did you use? Did you do overdubs? 
Ha ha... that’s a good one Duda (Duda Victor: the brazilian guitarist of Dirty Fuse)....Overdubs hey? They would have been a real luxury. Not only were they unheard of in the early sixties but I think an 8 channel recorder was top of the range. I think most were around 4 or 8 track. Of course it was all recorder live, that is everyone playing together and we had one session of 4 hours in which to record the whole album. Four hours to do 12- 15 songs, so let me tell you that recording back then was extremely stressful and very demanding. But hey it was still exciting. 
On “Cherry pink and apple blossom white” what instrument did you use for rythm and how did you record it? Any effects? 
The only thing I can guess is the use of a volume pedal for the swells. Aha that one has fooled everybody for years, but seeing as you are my good friends I will divulge my secret. There was no rhythm guitar as such on that song, I got that sound by actually blowing on the strings of my Strat. Don’t ask me how or why it worked, but it did.I blew really hard over the strings and across the pickup, obviously with a lot of volume, and it made this weird and ghostly sort of breathing sound. So as I was doing that I was changing the chords at the same time. Let me tell you it was hard work. That’s why it’s in that sort of cha cha beat so I could do short blows and take quick breaths. I have a feeling it was the neck pick up, but not sure. Peter would know. 
1958 was the year when Link Wray, Duane Eddy and the Fireballs released their first albums/singles. It’s the year when the Shadows and the Ventures were formed. What do you think happened then that made guitar instrumentals bloom simultaneously around ’58? What do you think these first instrumental guiatrists were listening to and influenced by? 
Look I might skip that one if you don’t mind, it’s just too complicated. I put it all down to the Shadows, but obviously it was more than that. 
In the 60s surf music was very popular, everyone played it and had shows, sold LPs. Did you make your living exclusively by playing and selling LPs? Nowdays thing have changed, surf music is a forgotten genre. Are you still able to make your living from music? 
Yes we did it professionally for about 10 years then we broke up and went our own ways. Even by then it was getting to be too hard to make a living at it.  We reformed a few times in the eighties but nothing lasting or serious. Then when we reformed in 2000, it was quite good for the first 4 or 5 years but then started getting harder and harder again. Now days I am retired and I am not relying on music to survive on. If I was relying on it, I think I would be in a lot of trouble. We still get royalties which are not huge but sometimes they are quite good. When we play, the money we get is usually pretty good and it comes in handy, but it’s not what you could call enough to live on. 
Do you listen to any of the new surf music bands? Did any of them draw your attention? 
What you mean other than Dirty Fuse… Ha ha. Look I have to be really honest and say that I don’t really listen to any other surf bands that much. I don’t know if I am just lazy or they just don’t interest me. I love lots of other music and have many bands that I like but they are not surf bands. The only surf type bands that I have listened to and become acquainted with in recent times are you guys, (Dirty Fuse) and I love your sax sound cause it adds another dimension to your style. Also there is a band in the States called The Madeira who I am familiar with and also have contact with as their guitarist Ivan Pongracic and I correspond regularly, and a band who I only first heard in the last 6 months, when you guys sent me all those cds and that is a band called Speedball JR. I thought they were pretty good too, and I liked their sound as it was not that really bubbly reverb sound. In fact I think they did one of the best covers of “Bombora” that I have ever heard. 
Do you have any advice for the new Surf music bands which are just starting? 
Yeah Don’t. Sorry I had to get that in. Look I don’t know what to say except try and be original and come up with your own sound. Don’t be the same as everybody else. That won’t get you anywhere. And lastly write as much of your own material as you can. You won’t get rich doing covers.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΣ το τζαζ ρεπερτόριο των… Pink Floyd

$
0
0
Σε μία πρώτη φάση θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως αυτό που πράττει στο “Heart of the Sun/ The Music of Pink Floyd” [Puzzlemusik, 2013], ο τρομπετίστας Ανδρέας Πολυζωγόπουλοςεμπεριέχει τρανές ποσότητες ρίσκου και κινδύνου. Ένας νέος μουσικός, ένας μουσικός της νεότερης γενιάς, μαζί με ορισμένους συνομηλίκους συνοδοιπόρους του, αποφασίζει να διασκευάσει για jazz, κοντά στην jazz, περί την jazz (αλλά και περί το rock και το funk) συνθέσεις των Pink Floyd, ή, μάλλον, του… Roger Waters. Κομμάτια από τα κλασικά 70s-άλμπουμ τού ιστορικού βρετανικού γκρουπ (“The Dark Side of the Moon”, “Wish you Were Here”, “Animals”, “The Wall”), αλλά κι ένα track από την psych-era (το “Set the controls for the heart of the sun”, από το “A Saucerful of Secrets” του 1968) είναι το υλικό που «χρησιμοποιεί» ο Πολυζωγόπουλος για το δικό του tribute στις μουσικές των Floyds. Μια προσπάθεια –το ξαναλέω–, που μπορεί να εκθέσει τον οποιονδήποτε, νέο ή καταξιωμένο, μουσικό, οπουδήποτε στον κόσμο.
Ο Πολυζωγόπουλος, θέλετε λόγω εγγενούς ταλέντου, θέλετε λόγω άγνοιας κινδύνου, ή λόγω καιτων δύο, υπερβαίνει τον τρισμέγιστο σκόπελο, κατορθώνοντας με λίγα μέσα, με πολύ λίγα μέσα –αλλά με περισσό μεράκι και αστείρευτη αγάπη– να πραγματοποιήσει το (σχεδόν) ακατόρθωτο. Να δώσει μία άλλα διάσταση των μουσικών του ιστορικού γκρουπ, παίζοντας ένα διαρκές κρυφτό ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι». Δίχως να αλλοιώνει της φλοϋντικές μελωδίες, δίχως να διασπά, πειραματιζόμενος άνευ λόγου και αιτίας, τις αρμονίες (τουλάχιστον δεν το πράττει εκεί όπου δεν υπάρχει λόγος), ο νεαρός τρομπετίστας καταφέρνει να βάλει τη δική του υπογραφή σ’ αυτό το τόσο γνωστό και συνάμα θρυλικό songbook, υιοθετώντας έναν προσωπικό (σε μεγάλο βαθμό) τρόπο αφήγησης. Βεβαίως, κάποιες «τρομπετικές» αναφορές θα είναι πάντα προφανείς, αλλά δεν νομίζω πως είναι αυτό το πρόβλημα. Όταν στα πιο ατμοσφαιρικά patterns παραμονεύει ο Paolo Fresu και στα πιο ροκ και φάνκικα ο Ιάπων Toshinori Kondo (οι έξοχοι δίσκοι του με τους IMA, το “Brain War” και το “Red City Smoke”, αμφότεροι στην JARO, τη διετία 1992-93), τότε δεν νομίζω πως θα βρεθεί κάποιος να κατηγορήσει τον Πολυζωγόπουλο για… λοξοκοιτάγματα. Με ναυαρχίδα το jazz-funk του “Have a cigar” και από κοντά με το υπογείως groovy “Pigs”, το γοητευτικό “Hey you” (χωρισμένο σ’ ένα νωχελικό και σ’ ένα εκρηκτικό μέρος, αμφότερα κινούμενα εντός των πλαισίων της electro-jazz), το κολοσσιαίο “Shine on you crazy diamond”, εκεί όπου το γκρουπ προς στιγμήν μοιάζει να μας… παραπλανά (μπράβο στα παιδιά!), το ανατριχιαστικό “Set the controls…” (με την πάντα στοιχειωτική bass-line), αλλά και το space “Money” με τα ηλεκτρονικά, το fender rhodes και τη γενικότερη deep-funk ανάλυση, ένα είναι προφανές. Ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος με το κουαρτέτο του (Κωστής Χριστοδούλου fender rhodes, hammond, πλήκτρα, πιάνο, Βασίλης Στεφανόπουλος κοντραμπάσο, ηλεκτρονικά, Srdjan Ivanovic ντραμς, κρουστά, Ανδρέας Πολυζωγόπουλος τρομπέτα, φλούγκελχορν, ηλεκτρονικά) εκκινώντας από μια βαθιά συναισθηματική βάση (οι μουσικές των Floyds «γράφουν» στη συνείδησή τους), επιχειρούν να οικοδομήσουν ένα νέο έργο, μια νέα πρόταση. Το καταφέρνουν, καθότι έχουν όλα τα προσόντα. Είναι και ταλαντούχοι, είναι και παικταράδες. Το “Heart of the Sun” είναι ένα ultra απολαυστικό άλμπουμ.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΑΝΤΙΛΑΣ λίγα λόγια για το CD του

$
0
0
Γνωρίζω τον blogger Μιχάλη Τσαντίλα (τον γνωρίζω, εννοώ, μέσω του blogτου Δέντρο Μοναχό), δεν γνώριζα όμως πως έγραφε τραγούδια και δη στο ύφος της ροκ μπαλάντας. Έτσι εξεπλάγην, όταν έφθασε ένα δικό του CD στα χέρια μου. Ο Τσαντίλας είναι ένας καθαρός, ένας αγνός τραγουδοποιός. Εννοώ πως είναι ένας άνθρωπος ευγενής, καλών τρόπων, χαμηλών τόνων, «ήσυχος» (όλα αυτά τα συμπεραίνω –δεν ξέρω αν κάνω λάθος– διαβάζοντας τα κείμενά του) και αυτή ακριβώς ηευγένειακαι ηαγνότηταχαρακτηρίζει και τα τραγούδια του. Είναι αρκετό όμως αυτό, για να περάσουμε από την συμπάθεια π.χ. σε κάτι περισσότερο; Όχι βεβαίως και… από ’δω αρχίζουν τα δύσκολα, ή, έστω, τα πιο δύσκολα.
Αυτό το κάπως παράξενο που διαπίστωσα στο CD «Σκιά στο Μυαλό» [Μετρονόμος] είναι πως ο αγγλικός στίχος ταιριάζει καλύτερα στα τραγούδια του Τσαντίλα. (Το λέω τούτο ακούγοντας τα δύο αγγλόφωνα κομμάτια του “Forgive me” και “Take me away”). Συνάδει και η φωνή του μ’ αυτόν (τον αγγλικό στίχο), που μοιάζει με παιδική και ανεβαίνει κάπως ψηλά. Δεν ξέρω αν πρέπει ο Τσαντίλας να εγκαταλείψει τα ελληνικά λόγια ασχολούμενος με τ’ αγγλικά –τούτο θα το αποφασίσει ο ίδιος– εκείνο που ξέρω είναι πως πρέπει να γίνει κάπως περισσότερο… αγενής. Η τραγουδοποιία του έχει μιαν αίσθηση… ηθικο-χριστιανική (δεν θέλω να παρεξηγηθεί αυτό που έγραψα). «Προδίδεται» δε κι από εκείνους τους στίχους του Καββαδία, που μελοποιεί:«ήθελα πάντα να ’μενα μικρό κι αγνό παιδί/ που απ’ το ψυχρό δωμάτιό του έξω ποτέ δε βγαίνει». Αυτό το περίκλειστο της σκέψης τού Τσαντίλα χρειάζεται συγκεκριμένη φόρμα για να αποδώσει. Δεν γράφω για να του υποδείξω τι θα κάνει, αλλά, αν το επιθυμεί, ας μελετήσει τους loner αμερικανούς songwriters των seventies (ή έστω τον Σταμάτη Σπανουδάκη της ιδίας εποχής) κι ας ψάξει στα τραγούδια τους ένα κομμάτι του εαυτού του· κάτι τέτοιο μπορεί να του δώσει ενδεχομένως και κάποιες ιδέες εν σχέσει με το ένδυμα των δικών του τραγουδιών. Από τα ελληνόφωνα κομμάτια του –που κι αυτά έχουν τη σημασία τους– θα ξεχώριζα το «Μετά τη βροχή» και κυρίως τη «Δεύτερη ευκαιρία».

NORBERT STEIN όταν η… pata music συναντά την jazz

$
0
0
Έχω αναφερθεί κι άλλες φορές στο παρελθόν στον NorbertStein, έναν γερμανό σαξοφωνίστα που εμπνεόμενος από τις παραδοξότητες της παταφυσικής, επιχειρεί να καταγράψει, από καιρού εις καιρόν, μία το ίδιο παράδοξη και ανορθόδοξη jazz· αν και, κατά το κοινώς λεχθέν, τίποτα στην jazzδεν μπορεί να λογιστεί ως ανορθόδοξο. Όπως είχα γράψει και παλαιότερα: «Μπορεί η Παταφυσικήτου Alfred Jary (1873-1907) να πρέσβευε ασυναρτησίες –π.χ. ότι κάθε συμβάν είναι εντελώς μοναδικό, καθοδηγούμενο από τους δικούς του ιδιαίτερους φυσικούς νόμους– όμως στάθηκε στο πλευρό του ντανταϊστικού και σουρεαλιστικού κινήματος, ή και του Θεάτρου του Παραλόγου, όσον αφορά σε μια ‘τρελή’ θεώρηση του επέκεινα. Ακόμη και ο Borges έγραψε αριστουργήματα της λογοτεχνίας του φανταστικού, επηρεασμένος από τις παλαβομάρες της». Με αυτό κατά βάση πορεύεται και ο Stein, έχοντας ηχογραφήσει έως σήμερα 21(!) προσωπικά CD, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο… πατα-τζαζικά. Έχω γράψει, μάλιστα, για κάποια απ’ αυτά στο παρελθόν, όπως για το “GraffitiSuite” (2006), για το “DirectSpeech” (2008) και για το “SilentSittingBulls” (2010). Τώρα, έχω στη διάθεσή μου το ακόμη πιο πρόσφατο CDτου NorbertStein, που έχει τίτλο PataontheCadillac[PataMusic, 2012] και το οποίο δείχνει, για ακόμη μία φορά, την αγάπη του γερμανού πνευστού για την μεσαίας έκτασης ορχήστρα. Ως μέλος οκτέτου κατεβαίνει στον στουντιακό στίβο ο Stein (MichaelHeupelφλάουτα, NicolaoValiensiευφώνιο, RyanCarniauxτρομπέτα, GeorgWisselάλτο σαξόφωνο, AlbrechtMaurerβιολί, JoschaOetzκοντραμπάσο, ChristophHabererντραμς), προσφέροντάς μας ένα 67λεπτο άλμπουμ – μία ηχητική περιπέτεια, ίσως όχι στο βαθμό της “GraffitiSuite”, αλλά πάντως έμπλεα αυθορμητισμού και ανατροπών.
Το άλμπουμ ανοίγει με το σύντομο στο χρόνο (2:22) “Allisnothing”. Πρόκειται για μια δωματίουεισαγωγή, με εμφανές μελωδικό χάρισμα και με τα πνευστά να πρωταγωνιστούν (από την αρχή), όπως και σε ολόκληρο το άλμπουμ. Το “OntheCadillac” είναι περιπλεγμένο με… ζαππισμούς. Σ’ ένα πιο… κεντροευρωπαϊκό πλαίσιο, εν πάση περιπτώσει, και με τα όργανα (τρομπέτα, ευφώνιο) να βρίσκουν χώρο για δυναμικά soli, πριν το τελειωτικό… άναρχο κλείσιμο. Η στιβαρή πλατφόρμα που επιτυγχάνεται δια του μπάσου (καταιγισμός από νότες) και των ντραμς (με συνεχείς ρούλους) είναι το παν. Στο “Catwalk” εξελίσσεται ένα κάποιο bopσκηνικό, το οποίον ολοκληρώνεται θα έλεγα με την ωραία παρουσία του φλάουτου, αλλά και του βιολιού (αυτοσχεδιαστικό… διακεκομμένο σόλο). Το “Inamansmind” είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια trackτου CD (10:10). Η freeεισαγωγή, με τον Steinνα εκμεταλλεύεται όλο το σώμα του τενόρου (απίθανο το σόλο με τις τάπες), η σεμνή μελωδική ανακωχή (με τρία και τέσσερα πνευστά να ευθυγραμμίζονται) και η συνεχόμενη όσο και μακροσκελής ελεύθερηκατάδυση, με το φλάουτο πρωταγωνιστή, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του κομματιού. Το πέμπτο κομμάτι που συμπληρώνει την πρώτη πλευρά, ας το πω έτσι, του CDέχει τίτλο “Drifting”. Πρόκειται περί μπαλάντας, με την τρομπέτα να μελωδεί, αλλά και με το rhythmsectionνα υποσκάπτει το περιβάλλον, προκαλώντας απανωτά «γεμίσματα» απ’ όλα σχεδόν τα όργανα. Στιβαρή ρυθμική βάση, «ζαππικές» επαναλαμβανόμενες μελωδικές φράσεις (έξοχο σόλο στο ευφώνιο) και το... “Nondualaction” να μοιάζει με κάποιο outtakeαπό το “TheGrandWazoo”. Στο “Thegap” πρωταγωνιστικό ρόλο έχει αρχικώς το βιολί, αλλά το κομμάτι είναι σκέτη περιπέτεια, αφού περνάει ακόμη και από balkanμονοπάτια. Παρομοίως και στο “Dinkamood” που χωρίζεται, θα έλεγα, σε δύο μέρη, ένα περισσότερο αφηγηματικό κι ένα ας το πω… ελαφρώς εικονοκλαστικό. Στο προτελευταίο “Seeyou, Mara” το μπάσο έχει ακρογωνιαίο ρόλο. Πάνω του στηρίζεται όλο το κομμάτι. Οι ρυθμικές αλλαγές είναι συνεχείς, αλλά το freeξέσπασμα περί τη μέση είναι απογειωτικό. Το κλείσιμο με το “Rotermund, verrücktesfest” φέρνει τον NorbertSteinσε ρόλο πρώτο. Και το κομμάτι δηλαδή δεν είναι τίποτ’ άλλο από μία ακόμη απόπειρα στην προσπάθεια να επικοινωνήσουν η πρωτοπορίαμε την παράδοση.
Το “PataontheCadillac” είναι ηχογραφημένο στη Βόνη τον Ιούνιο του ’12, αλλά η έδρα της PataMusicείναι η Κολωνία. Στην Κολωνία, την περίοδο 1973-79 ξεκίνησε να σπουδάζει μουσική/ σαξόφωνο και ο NorbertStein, ενώ από το 1978 έως το 1992 ο γερμανός μουσικός υπήρξε ενεργό μέλος της κολεκτίβας Initiative Koelner Jazzhaus. Περαιτέρω, ο Steinεμφανίστηκε σε άλμπουμ των LandesJugendJazzOrchesterNRW, JazzHausBigband, KlausLenzJazz& RockMachineκαι KarlheinzStockhausen (στο “DerJahreslauf” του 1981), ενώ υπήρξε μέλος των Headband(1979-82), των Nonett (1981-83), των Boury (1982-84) –το άλμπουμ των οποίων “Für Herrn Keupert” από το 1984 δεν μπορώ να θυμηθώ πώς έφθασε στα χέρια μου, το έχω πάντως από τις αρχές του ’90–, των Koelner Saxophon Mafia (1984-87) και ορισμένων ακόμη. Όμως από το 1987 και το πρώτο… Pataάλμπουμ, όλα θα πάρουν μια διαφορετική τροπή. Την γνωστή.
Επαφή: www.patamusic.de
Viewing all 5090 articles
Browse latest View live