Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5086 articles
Browse latest View live

JAZZ & TZAZ 244/245

$
0
0
Στο Jazz& Τζαζπου κυκλοφορεί μπορείτε να διαβάσετε εντυπώσεις τόσο από τη γιορτή του περιοδικού στο Γκάζι (για τα 20 χρόνια του), όσο και από το AthensTechnopolisJazzFestival 2013.
Περαιτέρω, ο Γιώργος Χαρωνίτης γράφει για την MyriamAlter(πιανίστα και συνθέτιδα της jazz/worldσκηνής από το rosterτης Enja), ο Γιάννης Μουγγολιάς επικεντρώνεται στην περίπτωση του αυστριακού πνευστού MaxNaglκαι σε μια συνάντησή του με τον προσφάτως εκλιπόντα βρετανό σαξοφωνίστα LolCoxhill, εγώ γράφω για μερικές περιπτώσεις του εγχώριου μουσικού underground, ενώ oΔημήτρης Κατσουρίνης συζητά με μία από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης βρετανικής soul, τον Omar. Το κεντρικό θέμα του περιοδικού αφορά στον σαξοφωνίστα Θοδωρή Ρέλλο (στο εξώφυλλο)· καταγράφεται μια συνέντευξή του στον Γιώργο Χαρωνίτη, αλλά και η δισκογραφική του παρουσία (μέσα κι έξω απ’ τους ModePlagal) από εμένα. Παρούσα, φυσικά, και όλη η σταθερή ύλη του περιοδικού. JazzEye (SmallBluesTrap, Φλώρος Φλωρίδης, SpiralVortexTrio, Κόρε.Ύδρο., Δημήτρης Καλαντζής…), Ο Ήχος των Εκπλήξεων, Live, Jazz& Λογοτεχνία (Εικαστικά και Αυτοσχεδιασμοί), Δισκοκριτικές, Auditorium, Δισκορυχείον, Πράξεις Λόγιας Μουσικής, AllthatArt
Στο CDOrganJazzπου συνοδεύει το παρόν τεύχος 244/245 (Ιούλιος/ Αύγουστος) ακούμε ηχογραφήσεις του θρύλου JimmySmithαπό το 1956 έως το 1962, στις οποίες πρωταγωνιστεί φυσικά το hammondorgan, αλλά και διάφοροι μουσικοί κλάσης (OliverNelson, PhilWoods, GeorgeDuvivier, QuentinWarren, DonaldBaileyκ.ά.).

ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ και η Παρέα

$
0
0
Θυμάμαι τον Σταύρο Παπασταύρουπριν από την «πρώτη επίσημη» εμφάνισή του στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού, στην Κέρκυρα, το 1981 – τον θυμάμαι στην κρατική τηλεόραση, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80, να συνοδεύει σε μπαλάντες και «τραγούδια του κόσμου» την Ευγενία Συριώτη (η εκπομπή, αν θυμάμαι καλώς, λεγόταν έτσι ακριβώς… Τα Τραγούδια του Κόσμου). Στην Κέρκυρα, ο Παπασταύρου είχε ακουστεί στις δικές του συνθέσεις «Απ’ την αρχή» και «Θολός καθρέπτης», ενώ την επόμενη χρονιά είχε κυκλοφορήσει και το... δήθεν πρώτο –όπως διαβάζαμε τότε (1982) κι εξακολουθούμε να διαβάζουμε και σήμερα σε κάποια sites–, προσωπικό LPτου «Το Πίσω Δωμάτιο». Στην πραγματικότητα ο Παπασταύρου είχε ξεκινήσει τη μουσική διαδρομή του τουλάχιστον μια δεκαετία νωρίτερα, όταν συμμετείχε στο συγκρότημα Παρέα, ένα από τα γκρουπ που είχαν πάρει μέρος στο PopFestival’73, που είχε διοργανωθεί από την Columbiaκαι το περιοδικό Φαντάζιο, με κύριο υπεύθυνο τον Κώστα Γιαννίκο. (Αυτό το είχα πρωτοδιαβάσει στη Μουσική, εκεί γύρω στο 1984, σ’ ένα σχετικό άρθρο του Κώστα Αρβανίτη). Η Παρέα δεν είχε συμμετάσχει στο φερώνυμο LP [EMI/ ColumbiaSCXG99] που είχε προκύψει από τον διαγωνισμό, αλλά είδε τις ηχογραφήσεις της να κυκλοφορούν σε δίσκο πέντε χρόνια αργότερα (1978). Όπως έχει γράψει ο ίδιος ο Σταύρος Παπασταύρου στο προσωπικό του blogPlaytimeτην 10/11/2009:
«Ο πρώτος μου δίσκος ετοιμάστηκε το 1973, αλλά τελικώς κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 1978, ως έκπληξη για τη γιορτή μου (sic!), με εξώφυλλο και σειρά τραγουδιών επιλεγμένα από την εταιρία παραγωγής. Ήμασταν τότε γκρουπάκι: εγώ έγραφα τα τραγούδια, έπαιζα ακουστική και κλασική κιθάρα και τραγουδούσα. Ο κολλητός μου ο Γιώργος Καλατζής, που έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα, έγραψε επίσης τη μουσική σε δύο από τα τραγούδια. Η Ρίτα Δανοπούλου τραγουδούσε σόλο και δεύτερες φωνές. Πιάνο στο δίσκο αυτό έπαιξαν ο Γιώργος Στεφανάκης και ο Δημήτρης Πολύτιμος, ντραμς ο Τάκης Μαρινάκης, μπάσο ο μακαρίτης Γιώργος Φιλιππίδης, κρουστά ο Δημήτρης Πουλικάκος. Την ενορχήστρωση στα πνευστά έκανε ο Γιώργος Μανίκας. Γενικώς... όποιος περνούσε από το ΕΡΑ της Σταδίου όπου γράφαμε και “γούσταρε” έπαιζε κι από κάτι. Θυμάμαι και το Φίλιππο Τσεμπερούλη. Μέχρι και ο Μάνος Χατζιδάκις είχε περάσει από ’κει κάποια στιγμή. “Νεανικές ανησυχίες!”... ήταν το σχόλιό του».
Οι πληροφορίες αυτές έχουν ξεχωριστή σημασία όχι μόνον επειδή προέρχονται από «πρώτο χέρι», αλλά και γιατί στο συγκεκριμένο (πρώτο) LPτού τραγουδοποιού δεν αναφέρεται το παραμικρό. Φυσικά, μιλάμε για την «Ξάγρυπνη Πόλη», που ηχογραφήθηκε το 1973, πήρε αριθμό έγκρισης το 1975, για να τυπωθεί σε βινύλιο το 1978 στη Seagullτου Γιαννίκου [Seagull/ Ελληνική Εταιρία Επικοινωνιών 33/3Ε-LOC-308]. Στην πράξη, δηλαδή, έχουμε ένα δίσκο της Παρέας, του συγκροτήματος του Σταύρου Παπασταύρου, στην ηχογράφηση του οποίου συμμετείχαν όλοι οι προαναφερθέντες. Μάλιστα, επ’ αυτών, υπάρχει κι ένα σχετικό και μάλλον… απίστευτο ντοκουμέντο. Στο βιβλίο/λεύκωμα Πολυτεχνείο: Από την κατάληψη στην εισβολή[Ερμείας, Αθήνα 1974] με τις σχεδόν 200 φωτογραφίες από τα γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα του Νοέμβρη του ’73 καταχωρίζεται μια φωτογραφία της εποχής «τραβηγμένη» πέριξ του Πολυτεχνείου, στην οποίαν βλέπουμε, κολλημένες σε διαφημιστικό ταμπλώ, αφίσες σχετικές με την εμφάνιση των συγκροτημάτων Συγκρότημα, Παρέα, Δοκησίσοφοι, αλλά και του Χρήστου Κυριαζή στο κλαμπ Cin-Cin (Ζωοδόχου Πηγής 3)! Μάλιστα, και όπως παρατηρούμε, κάποιοι –φοιτητές προφανώς– ζωγράφισαν πάνω στις αφίσες ένα… αστυνομικό χέρι που κραδαίνει ένα ρόπαλο, συμπληρώνοντας δίπλα το αμίμητο… ΕΧΕ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΕΡΙΑ!!
Η «Ξάγρυπνη Πόλη» ήταν ένα πολύ συμπαθητικό LP. Περιείχε όμορφες, λιτές, ροκ μπαλάντες συνδυασμένες με ουκ ολίγα βραζιλο-λάτιν στοιχεία, οι οποίες διακρίνονταν για τις πηγαίες μελωδίες, τους απλούς, νεανικούς και ισορροπημένους στίχους και βεβαίως τις «δροσερές» ερμηνείες των τραγουδιστών, του Σταύρου Παπασταύρου βασικά, αλλά και της Ρίτας Δανοπούλου (το όνομα της οποίας διασώζει στο blogτου ο Παπασταύρου, αφού δεν αναφέρεται πουθενά στον δίσκο!). Από τα τραγούδια της «Ξάγρυπνης Πόλης» θα ξεχώριζα το «Άδειοι δρόμοι» από την πρώτη πλευρά με την «βαθειά» μπασογραμμή του Γιώργου Φιλιππίδη, την jazzyπιανιστική συνοδεία του Στεφανάκη ή του Πολύτιμου, αλλά και τις κιθάρες του Καλατζή («… μπουκάλια ουίσκι στο τραπέζι/ τσιγάρα μισοσβησμένα/ ανάμεσα σ’ εσένα κι εμένα/ ο καιρός περνάει…») και από τη δεύτερη πλευρά το «Πες την αλήθεια», που είναι ένα εξαιρετικό trackμε latin αποχρώσεις, δυναμικό rhythmsection, ωραία κρουστά (μάλλον από τον Πουλικάκο) και στίχους σαν και τούτους: «Απλώθηκαν γέφυρες ανάμεσα στ’ αστέρια/ και χρώματα φύτρωσαν πάνω στη γη/ τα λόγια μας ρίζωσαν στο άγονο χωράφι/ όταν ο πόνος έγινε κραυγή. Πιάσε την ιστορία απ’ την αρχή/ πες την αλήθεια/ πες τα ονόματα σωστά/ και στο παιδί που σε ρωτά μη λες παραμύθια». Το άλμπουμ κυκλοφόρησε σ’ ένα… ουράνιο-τόξο-εξώφυλλο, το οποίο το έχω δει κάμποσες φορές ως κοινό cover (με τρύπα στη μέση) σε εισαγωγής χορευτικά 12ιντσα. Ποιος το… δανείστηκε από ποιον δεν μπορώ να το πω με σιγουριά… Να προσθέσω ακόμη πως η «Ξάγρυπνη Πόλη» επανεκδόθηκε το 1986 σε βινύλιο, με διαφορετικό τίτλο και εξώφυλλο, ως «Πέρασαν οι Μέρες» σε μιαν άλλη ετικέτα συμφερόντων Γιαννίκου, την United [UR-110].
Από ’κει και πέρα τα πράγματα είναι κάπως περισσότερο γνωστά εν σχέσει με τη δισκογραφική διαδρομή του Σταύρου Παπασταύρου. Υπάρχει το 2LP«Κέρκυρα ’81/ Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού» [Κέρκυρα ΝΕΔ 001/002, 1981], «Το Πίσω Δωμάτιο» [Κέρκυρα ΝΕΔ 003, 1982], το πολύ γνωστό «Μίλα μου για Μήλα» [Σείριος SMH85.022, 1985] σε στίχους Ευγένιου Τριβιζά με τον Σπύρο Σακκά, την Κρίστη Στασινοπούλου και την Σαβίνα Γιαννάτου, η «Μικρή Οθόνη» [RCA 32915, 1995] soundtrackτης παιδικής τηλεοπτικής σειράς της Έρσης Δοξακοπούλου με τον Μάκη Δελαπόρτα, το CD-συνεργασία του Σταύρου Παπασταύρου με τον Γιώργη Χριστοδούλου «Γιαπωνέζικοι Κήποι» [Ankh 1926-2, 1998] – θυμάμαι πως τους είχα δει (τον Παπασταύρου με τον Χριστοδούλου), τότε (στα τέλη των 90s), σ’ ένα μαγαζί που δεν υπάρχει πλέον, στην Πινακοθήκη στου Ψυρρή. Πιθανώς να υπάρχει και κάτι ακόμη, που τώρα μου διαφεύγει…
Φυσικά, οι συνεργασίες και οι παρουσίες σε χώρους και eventsτου Σταύρου Παπασταύρου είναι απείρως περισσότερες και γι’ όλα τούτα υπάρχουν πάμπολλες πληροφορίες στο blogτου: www.ubudplaytime.blogspot.gr

…προκεχωρημένα ελληνικά

$
0
0
Συγκρότημα σύγχρονης μουσικής–ας το αποκαλέσω έτσι– τοdissonArtensembleσχηματίστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2005 και σήμερα αποτελείται από τους Γιάννη Ανισέγκο φλάουτο, Αλέξανδρο Σταυρίδη κλαρινέτο, Θοδωρή Πατσαλίδη βιολί, Δημήτρη Πολυζωίδη βιόλα, Βασίλη Σαΐτη τσέλο, Λενιώ Λιάτσου πιάνο, Γιάννη Χατζή κοντραμπάσο και Μαργαρίτα Κουρτπαρασίδου κρουστά. Το “Live in Köln” [DissonanceRecords, 2012]πρέπει να είναι το πρώτο του CD κι εκείνο που θα καταγράψει με απροκάλυπτη σαφήνεια τις προθέσεις και τα ενδιαφέροντα του εν λόγω γκρουπ –που δεν είναι άλλα από την ερμηνεία (κυρίως) έργων συγχρόνωνελλήνων συνθετών (του περασμένου και του τωρινού αιώνα). Έτσι, έργα των Ιάννη Ξενάκη, Παναγιώτη Κόκορα, Γιώργου Απέργη, Βάσου Νικολάου, αλλά κι ένα του Αυστριακού Beat Furrer συμπληρώνουν ένα ωριαίο άλμπουμ, το οποίον ηχογραφήθηκε ζωντανά για το γερμανικό ραδιόφωνο (σταθμός WDR 3, εκπομπή Ensembl[:E]uropa) στην Κολωνία, τον Οκτώβριο του 2008.
Το “Plekto” (1993) είναι ένα από τα ώριμα έργα του Ξενάκη και κατά βάσιν αφορά σε μία σύνθεση σύγχρονης μουσικής δωματίου, μέσα στην οποίαν οι αντιστίξεις των ηχητικών γραμμών (εγχόρδων, πνευστών και πιάνου) παραλληλίζονται στη διαδρομή μ’ εκείνη των κρουστών, δημιουργώντας ένα είδος… wall of sound. To “Braided fractures” του Κόκορα, γραμμένο για φλάουτο, κλαρινέτο, πιάνο, βιολί, βιόλα και τσέλο είναι ένα έργο το οποίον αναπτύσσεται στη βάση της επικοινωνίας διαφορετικών ηχητικών όγκων, οι οποίοι συντελούν στη διαμόρφωση ενός «αγχωτικού» περιβάλλοντος. Θα μπορούσε να είναι ένα «βιομηχανικό» ηλεκτρακουστικό κομμάτι, με έντονη improv διαχείριση, αν ο Κόκορας δεν «επέμενε» στο (πλήρες σε κάθε περίπτωση) ακουστικό πλάνο του. Το “La nuit en tête” (2000) του Γιώργου Απέργη για βιολί, βιολοντσέλο, φλάουτο, κλαρινέτο, πιάνο, κρουστά και φωνή (σοπράνο) είναι κατ’ ουσίαν η καταγραφή μιας επικοινωνίας ανάμεσα στη φωνή και σε διάφορα ηχητικά συμπλέγματα. Το αρμονικό περίγραμμα οδηγεί, θα έλεγα, σε μιαν εκστατική εμπειρία. Στο “Nodes” του Βάσου Νικολάου (έργο που πρωτοπαρουσίασε, μάλλον, το dissonArt ensemble) οι ηχητικές αυξομειώσεις και η συνομιλίες του πιάνου με τα έγχορδα θα μπορούσε να αφορούν σε μια σύγχρονη σύνδεση της jazz με τη μουσική δωματίου· και τούτο λίγο πριν το όγδοο λεπτό της 14λεπτης σύνθεσης, που εξελίσσεται κινηματογραφικώ τω τρόπω. Το έσχατο “Aria” του Beat Furrer είναι ένα έργο που κινείται στα όρια του… ακουστικού trip-hop. Μέσα από μία συγκοπτόμενη και διαρκώς υπό αναζήτηση ακολουθία, ο αυστριακός συνθέτης «παίζει» με το ανολοκλήρωτο και το «εν τω γεννάσθαι», επικαλούμενος φωνητικές και οργανικές «εκπλήξεις». Περιττό να πω πως οι ερμηνείες-αποδόσεις του dissonArt ensemble τιμούν (και τιμώνται από) τα έργα με το παραπάνω.
Επαφή: www.dissonance.gr
Amourστη γαλλική σημαίνει «αγάπη», «έρως» και στην αγγλική «ερωτοδουλειά», armourστην αγγλική σημαίνει «οπλισμός», «πανοπλία». A(r)mour, με το πρώτο “r” μέσα σε παρένθεση… δεν σημαίνει τίποτα· είναι ένα λογοπαίγνιο προφανώς του Στυλιανού Τζιρίτα, ο οποίος, μ’ αυτόν τον τρόπο, κάτι θέλει να πει, κάτι να δηλώσει. Δυστυχώς, δεν διαφωτίζει ούτε το ακαταλαβίστικο «βελτσικό» κείμενο, που είναι τυπωμένο στο… ξεδιπλωμένο cover (ο έρως ως κινητήρια δύναμη της ζωής… αυτό είναι το ζουμί). Περνώντας στα της μουσικής θα έλεγα πως το τριών ιντσών (120 κόπιες) CD-R“A(r)mour”[moremars, 2013]του Στυλιανού Τζιρίτα (η συνολική διάρκειά του αγγίζει τα 20 λεπτά) παρουσιάζει ενδιαφέρον. Οι συνθέσεις, που είναι… συνθέσεις υποτυπωδών (συνήθως) οργανικών μονολόγων και σπανίως διαλόγων, φωνών και ηλεκτροπαρασίτων –και που εκκινούν από την ησυχία και την ambianceγια να φθάσουν έως τον παροξυσμό και τον θόρυβο–, υποτίθεται ότι οριοθετούν ένα είδος ερωτικού περιβάλλοντος. Λέω «υποτίθεται» γιατί δύσκολα μπορείς να ανακαλέσεις κάτι προφανές, όσο και αν κάποιοι τίτλοι κομματιών όπως «Μπαλτίς» (δηλαδή Balthus, από το όνομα του φημισμένου γαλλοπολωνού ζωγράφου της παιδικής-εφηβικής σεξουαλικότητας) και «Σημείο αποχωρισμού ζεύγους στο Στάλινγκραντ» (το τέλος ενός έρωτα μέσα σ’ ένα σκηνικό πολέμου) μπορεί να σε… τοποθετήσουν κάπου. Το τελευταίο κομμάτι που έχει τίτλο «Σπίτι» είναι και το πιο ενδιαφέρον (δηλαδή είναι πολύ καλό). Ίσως γιατί ως κείμενο-αφήγηση έχει κάτι το απολύτως ρεαλιστικό, αλλά και γιατί από πλευράς μουσικής ροκάρει άνευ συστολής.
Επαφή: www.moremars.org

QUEEN ELEPHANTINE scarab

$
0
0
Συνεχίζοντας στο δικό της αχαρτογράφητο spaceμονοπάτι, η ελληνική CosmicEyeπροσέφερε τελευταίως κι έναν δίσκο των QueenElephantine. Το συγκρότημα σχηματίστηκε στο Χονγκ-Κονγκ το 2006, έχει κυκλοφορήσει κάμποσα CD, CD-R, κασέτες, 7ιντσα και e-albumsέως σήμερα, με το Scarabνα αποτελεί, μάλλον, την παρθενική LP-κυκλοφορία του. Με έδρα, πλέον, το Providenceτου RhodeIsland, οι MattBeckerμπάσο, IndrayudhShomeκιθάρες, IanSimsντραμς, NathanaelTotushekντραμς, BrettZweimanslideκιθάρα και SrinivasReddytanpura, οι QueenElephantineδηλαδή, εμφανίζουν στο “Scarab” πλείστα όσα στοιχεία, τα οποία θα μπορούσε να τους παρεκκλίνουν από μια κάποια διαστημικήτροχιά (όχι πως υπήρξαν ποτέ ένα προφανές κοσμικόσχήμα). Δεν έχουμε να κάνουμε δηλαδή μ’ ένα τυπικό lostinspaceσυγκρότημα, αλλά με μιαν ομάδα μουσικών που χειρίζεται εξ ίσου καλώς το βαρύγδουπο stoner, με το... δυσοίωνο επίχρισμα.
Πάρε τε για παράδειγμα το εισαγωγικό κομμάτι, που έχει τίτλο “Veil” και που μοιάζει με κάτι σαν… alap, με μιαν ragaεισαγωγή δηλαδή που παίρνει γραμμή από την tanpuraκαι βεβαίως από το rhythmsection, που είναι όσο βαρύ και ασήκωτο χρειάζεται – με την «καμπανωτή» κιθάρα στην πορεία να προσθέτει στην «βομβοποίηση» του ήχου παρά να αφαιρεί, και με την γενικότερη τελετουργική αφήγηση να είναι προφανής. Όχι, δεν πρόκειται για ένα κλασικό droneκομμάτι, διατηρεί όμως έναν τέτοιον απόηχο. Το 18λεπτο “Crone” που ακολουθεί και ολοκληρώνει την πρώτη πλευρά συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο. Αργό τέμπο, στιβαρή bassline, ιεράφωνητικά, αλλά και ποικίλοι μετασχηματισμοί στην διαδρομή, με τις κιθάρες να παίρνουν τα πρωτεία προδιαγράφοντας άλλοτε έναν τύπο γερμανικού rock (από τα earlyseventies) με… AmonDüülIIκαι Janeστοιχεία και άλλοτε να κινούνται σε πιο improvπεριβάλλοντα, φέρνοντας στο νου εγγραφές τις Metalanguage (HenryKaiserκαι τέτοια). Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με το 11λεπτο “Snake”. Οι QueenElephantineδείχνουν χαρακτήρα. Τελετουργική σύνθεση με προφανή(;) αυτοσχεδιαστικά στοιχεία, κοντά στην παράδοση (σε κάποιες ηχογραφήσεις δηλαδή) των AcidMothersTemple. Βομβαρδιστικό μπάσο, άκομψα φωνητικά και πολύ καλή «πίσω» δουλειά από τις κιθάρες. Το “Scarab” θα ολοκληρωθεί με το 13λεπτο “Clearlightoftheunborn”, που κινείται σε σκληρά krautπλαίσια (ανακάλεσα κάτι από το “UFO” των GuruGuru), με το rhythmsectionκαι βασικά τα διπλά ντραμς να καθορίζουν το χώρο, μέσα στον οποίο κιθάρες και tanpuraβρίσκονται σε διαλεκτική επικοινωνία. Ωραία, deluxe, gatefoldέκδοση από την CosmicEyeμόλις 320 αντιτύπων.

διατάραξη κοινής ησυχίας

$
0
0
Ήταν προς τα τέλη του 1984, όταν είχα αγοράσει τη συλλογή «Διατάραξη Κοινής Ησυχίας», που είχε κυκλοφορήσει στην EnigmaRecordsτου Σπύρου Περιστέρη. (OΠεριστέρης πρέπει να είναι εγγονός του φημισμένου μικρασιάτη λαϊκού τραγουδοποιού με το ίδιο ονοματεπώνυμο. Τούτο, δε, πρέπει να μου το είχε πει ο ίδιος ο Περιστέρης της Enigma–αν δεν τα λέω σωστά, ως προς τη συγγενική σχέση, ας με διορθώσει κάποιος– όταν είχαμε συναντηθεί πριν 16-17 χρόνια, με αφορμή τους African Rhythm, το μοναδικό γκρουπ που δίδασκε afro στην Αθήνα των 90s). Είχε προηγηθεί, βεβαίως, η κυκλοφορία του άλμπουμ των ExHumans«Ανώφελη Επιβίωση», κι επειδή είχα καλή γνώμη για ’κείνους (τους είχα δει liveτην ίδιαν εποχή – τους Stressπρέπει να τους είδα λίγο αργότερα) δεν κιότεψα μπροστά στη «Διατάραξη…» (εξάλλου, τότε, τέλη ’84, δεν πρέπει να είχα ακούσει τίποτα περί Γκρόβερ, ενώ κάτι πρέπει να είχε πάρει τ’ αυτί μου για τους Αδιέξοδο, τη Γενιά του Χάους και τους PanxRomana, τους οποίους, πάντως, είχα δει «ζωντανούς» μετά το ’85). Θυμάμαι λοιπόν πως είχα ψιλο-κολλήσει με τη Γενιά του Χάους, τους Stressκαι τους ExHumans (με την έννοια πως άκουγα και ξανάκουγα τα τραγούδια τους), ενώ οι Αδιέξοδο μου φαίνονταν εντελώς «χύμα» και για τα γούστα μου… εντελώς προφανείς, ενώ τους Γκρόβερ δεν τους άκουγα και τόσο για punk, όσο για κάτι άλλο· punkabillyμού το είπαν αργότερα. Πάνω-κάτω τα ίδια σκέπτομαι και σήμερα, σχεδόν 30 χρόνια μετά, με αφορμή την επανακυκλοφορία της «Διατάραξης…» [B-OtherSide/ LostArchives] σε βινύλιο 700 αριθμημένων αντιτύπων (με νέο masteringόπως μαθαίνω, ένθετο με τους στίχους και τη μεγάλη αφίσα με τις φωτογραφίες).
Ας πω, λοιπόν, απ’ την αρχή, δηλαδή να ξαναπώ, πως ανεξαρτήτως της γνώμης που μπορεί να έχει ο καθένας από εμάς για κάθε άλμπουμ εκείνης της περιόδου, θα πρέπει να δεχθούμε πως οι επανεκδόσεις είναι και χρήσιμες και απαραίτητες· και γι’ αυτό καλοδεχούμενες. Είναι καλό δηλαδή να υπάρχει πρόσβαση στο υλικό και μάλιστα στην πιο «σωστή» φόρμα, ώστε και να το ακούν οι νεότεροι, και να μπορεί ν’ αποκτηθεί με τις τρέχουσες τιμές της αγοράς και όχι με τις τιμές των originals(που έχουν ξεπεράσει, εν προκειμένω, την… κατοστάρα). Έτσι, όπως ακούω σήμερα –το ξανατονίζω «σήμερα»–, κι ύστερα από πάρα πολλά χρόνια αυτή τη συλλογή θα έγραφα για τον πρωτογενή αυθορμητισμό των Αδιέξοδο, την… punkβιρτουοζιτέ των ExHumans, τόσο στο μεγάλο (σε διάρκεια) «Εκτυφλωτική λάμψη», όσο και στο μικρό (ιδίως στο μικρό) «Αυτοκτονία σε αργή κίνηση», την προσωπικότητα της Γενιάς τους Χάουςστον «Επιθανάτιο ρόγχο» (με διαφορά το ωραιότερο κομμάτι της συλλογής, αν και εδώ δεν πρόκειται περί… καλλιστείων), τις ροκάδικες ανταύγειες των Γκρόβερ (οι οποίοι θα μπορούσε να είχαν επηρεάσει ακόμη και τις Τρύπες), τη σήμα κατατεθέν φωνή του ελληνικού πανκ, τη φωνή των PanxRomana(Φρανκ Νίνος) και βεβαίως τους Stressμε τις μεστές συνθέσεις («Δικαίωμα στη ζωή», «Άγχος») και τις καλύτερες κιθάρες του χώρου (Λούης Κοντούλης). Συλλογή, που περιγράφει με αρτιότητα τις earlydaysτου ελληνικού πανκ είναι η «Διατάραξη Κοινής Ησυχίας»· κάτι ήδη γνωστό απ’ το ’84…
Επαφή: www.b-otherside.gr

MAY ROOSEVELT μουσική σε ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου

$
0
0
Το… αιώνιο ερώτημα (και όχι… παράπονο) παραμένει. Τι σχέση μπορεί να έχει η ποίηση (όταν δεν είναι μελοποιημένη) με τη μουσική; Τι σημαίνει, δηλαδή, απαγγελία ποίησης με συνοδεία μουσικής; Και κυρίως τι σημαίνει «μουσική σε ποίηση…», όταν η ποίηση παύει να υφίσταται; Πώς είναι δυνατόν ένα ποίημα, η απαγγελία του οποίου διαρκεί ολίγα δευτερόλεπτα, να επενδύεται με μουσικές τεσσάρων και πλέον λεπτών; Υπάρχουν, τέλος πάντων, κάποιοι κανόνες που να διατρέχουν μια τέτοια σχέση; Ποιες είναι οι δυνάμεις συνάφειας ανάμεσα στη μουσική και σε μια ποίηση που γράφεται ερήμην της μουσικής και των κανόνων της (ή της ανατροπής των κανόνων της); Για την επικοινωνία beatποίησης και jazzπ.χ. έχει χυθεί πολύ μελάνι – και όσον αφορά στην περίπτωση του JackKerouac, και άλλων ενδεχομένως, έχουν διατυπωθεί ικανοποιητικότατες προσεγγίσεις-απαντήσεις. Για πλείστες άλλες, όμως, περιπτώσεις απαγγελίας ποίησης και μουσικής τα ερωτήματα παραμένουν· και πάντα θα παραμένουν, και διαρκώς θα τίθενται σε νέα… διαβούλευση.
Είναι γνωστή σε όλους η ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Είναι γνωστός ο λιτός, αφαιρετικός, σχεδόν επιγραμματικός χαρακτήρας της. Επίσης είναι γνωστή και η θεματολογία τoυ συγκεκριμένου ποιητή, ή ακόμη και το ειρωνικό-χλευαστικό ύφος του (όταν είναι τέτοιο). Γνωστή είναι επίσης η σχέση του Χριστιανόπουλου με τις λαϊκές μουσικές, και κυρίως η αγάπη και το πάθος του για την τραγουδοποιία του Τσιτσάνη· κάτι, εν πάση περιπτώσει, που θα πρέπει να το έχουμε διαρκώς υπ’ όψιν μας. Ο Τσιτσάνης, καθώς και άλλα τινά –άλλες εκφάνσεις της λαϊκής Θεσσαλονίκης του ’40 και του ’50 (κυρίως) εννοώ–, συναποτελούν έναν κώδικα, μία γραμμή, η οποία στοιχειώνει την ποίηση του Χριστιανόπουλου (έτσι φρονώ). Σε ποιο βαθμό, λοιπόν, μπορεί μία ενδεχόμενη μουσική επένδυση να τα υπερβεί όλα τούτα ή ακόμη και να τα παραβλέψει;
Το άλμπουμ της MayRoosevelt«Μουσική σε Ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου» [IANOS, 2013] τοποθετεί την εν λόγω ποίηση, σ’ ένα άλλο, σ’ ένα εντελώς διαφορετικό βάθρο. Και η αλήθεια είναι πως η αντίστιξη ανάμεσα στον λόγο αυτόν καθ’ αυτόν –αλλά και στον λόγο έτσι όπως απαγγέλλεται από τον ίδιον τον ποιητή– και τη μουσική είναι και σαφής και υπαρκτή· όσο και αν η συνθέτιδα (συντοπίτισσα του Χριστιανόπουλου να υπενθυμίσω), έχει τον τρόπο να υπερβαίνει τους σκοπέλους. Βασικά, τα όργανα που χρησιμοποιούνται για την επένδυση των στίχων είναι το πιάνο και η θερεμίνη – για να μην πω κυρίως το πιάνο. Και το λέω τούτο υπό την έννοια πως σε επτά από τις δέκα συνοδείες, ήτοι στα ποιήματα «Βγάλε τη στολή σου», «Όταν σε περιμένω», «Στάξε μου το σάλιο σου», «Το έγκλημα της μοναξιάς», «Ρήμαγμα», «Καινούριο χιόνι πέφτει», καθώς και στο... αχώνευτο τετράστιχο «Καημένε Μακρυγιάννη να ’ξερες/ γιατί το τζάκισες το χέρι σου/ το τζάκισες για να χορεύουν σέικ/ τα κωλόπαιδα»το πιάνο είναι εκείνο που έχει τα πρωτεία στην «ένδυση» της φωνής του ποιητή, για ν’ ακολουθήσει η θερεμίνη (μαζί με το πιάνο) στον απομένοντα (πέραν του λόγου) χρόνο. Είναι οπωσδήποτε μία αποδεκτή «λύση» το πιάνο, κυρίως γιατί ακολουθεί τον λόγο του ποιητή, άγεται και διαμορφώνεται συχνά από την προσωδία του. Απεναντίας, στο δεύτερο μέρος (ας το πω έτσι) των μελοποιήσεων, εκεί όπου ο λόγος δεν υπάρχει, με την μουσική να παίρνει αφορμή από εκείνον αναπτυσσόμενη ερήμην του (ή, έστω, με την αύρα του), η MayRooseveltδείχνει για μιαν ακόμη φορά πως γνωρίζει να χειρίζεται τους «όγκους» της θερεμίνης, δημιουργώντας αυτοδύναμα downtempoπεριβάλλοντα
Πάντως, αν είναι αλήθεια πως η θεσσαλονικιά μουσικός συγκινήθηκε από την ποίηση, όπως και από τη γενικότερη κοσμοθεωρία του Ντίνου Χριστιανόπουλου (πώς αλλιώς θα προέβαινε σε μια τέτοια κίνηση;), τότε θα πρέπει να είναι άλλο τόσο αλήθεια το γεγονός πως, στον ίδιο βαθμό ή και περισσότερο, πρέπει να συγκινήθηκε και ο Χριστιανόπουλος από τoπιάνο και ιδίως από τη θερεμίνη της. Και αυτό ακριβώς είναι, για μένα, το απροσδόκητο.
Επαφή: www.ianos.gr

ΣΤΑΥΡΟΣ ΡΩΣΣΟΠΟΥΛΟΣ εις μνήμην

$
0
0
Με καθυστέρηση έμαθα για τον πρόωρο θάνατο (ήταν 54 ετών) του κιθαρίστα Σταύρου Ρωσσόπουλου· συνέβη πριν δέκα μέρες. Γνωστός ως… oκιθαρίστας των Ξύλινων Σπαθιών στην «Ξεσσαλονίκη» [ΑnoΚato, 1993], αλλά και από τις συνεργασίες του με τις Μάσκες [AnoKato, 1995], τον Σούλη Λιάκο και τον Δημήτρη Ζερβουδάκη στο «Μέσα μου Βουνό» [e-terramusic, 2003/4], τους Ερασιτέχνες Εραστές στις «Ανταύγειες» [AnoKato, 2007] και άλλα διάφορα, ο Ρωσσόπουλος πρόλαβε να ετοιμάσει και δύο δικά του άλμπουμ, για τα οποία είχα γράψει γνώμες, παλαιά, στο Jazz& Tζαζ. Έψαξα στο αρχείο, βρήκα εκείνες τις κριτικές και σας τις παρουσιάζω, για να θυμηθούμε αυτόν τον καλλιτέχνη, αυτόν τον εξαιρετικό κιθαρίστα…
Σταύρος Ρωσσόπουλος: Kαι Οι Αβάφτυστοι Μικροί Πιτσιλωτοί Δρυοκολάπτες [AnoKatoAK 029, 1998; – δεν αναφέρεται χρονιά στο άλμπουμ]
Θα αναγκαστώ να πω πάλι πως οτιδήποτε προωθεί ένα βηματάκι μπροστά τα τελευταία χρόνια αυτή την υπόθεση που λέμε «ελληνικό ροκ», αυτό ακριβώς το οτιδήποτε μάς έρχεται εννέα στις δέκα φορές από συγκροτήματα και μουσικούς που δρουν εκτός των «τειχών». Ο λόγος για τον Θεσσαλονικιό (υποθέτω) Σταύρο Ρωσσόπουλο. Κατ’ αρχάς να πω τούτο. Οι «δρυοκολάπτες» μου θύμισαν πάρα πολύ δύο ένδοξα ελληνικά γκρουπ του παρελθόντος, τους Εν Πλω και τους Χωρίς Περιδέραιο· και μου τα θύμισαν με τέτοιο τρόπο, που και με ευχαρίστησε, αλλά κυρίως μ’ έκανε γι’ άλλη μια φορά να νοιώσω τι σημαίνει το να βλέπει κανείς με ανοιχτά μάτια εκείνο που λέμε «παράδοση», εκείνο που λέμε «απόλυτη σύγχρονη δημιουργία». Ο Ρωσσόπουλος είναι κιθαρίστας σκληροτράχηλος, αλλά όχι εφετζής. Είναι επίσης συνθέτης, συν-στιχουργός των τραγουδιών του (μαζί με τον Γιώργο Κοσμίδη) και κυρίως μουσικός με ιδέες και απόψεις. Για παράδειγμα τα κομμάτια «Από μικρό παιδί», «Τι είναι αυτό που πονάει» και «Έρημη Ελλάδα ξύπνα» έχω την εντύπωση, ή μάλλον τη βεβαιότητα, ότι δεν ακούγονται απλώς πρωτότυπα, αλλά κυρίως κοντά σε μιαν αντίληψη που επανατοποθετεί στιχουργικώς το rockστον τόπο μας σε ολοδικές του βάσεις. Τα νοήματα πολλές φορές είναι ξεκάθαρα, άλλοτε πάλι υπάρχει αυτός ο ελλειπτικός και μεταφορικός λόγος, που μπορεί να έχει τη βάση του στον Σαββόπουλο, θα θυμίσει όμως, σε όσους το έχουν ακούσει, το εξαιρετικό «Χορός για Μουσική» των Χωρίς Περιδέραιο από το 1985 (σ.σ. το 1998, όταν γραφόταν το παρόν κείμενο, οι Χωρίς Περιδέραιο δεν ήταν… πολύ γνωστή ποσότητα), εκεί όπου οι λέξεις «απλώνονται» πολλές φορές για να προκαλέσουν με τον ήχο τους, και όχι αναγκαστικώς με το νόημά τους. Ο Ρωσσόπουλος τα «χώνει» και στη μουσική. Στιβαρό rhythmsection, δυνατές κιθάρες, καταιγιστικοί ρυθμοί, άψογη και με ηχητική οικονομία χρήση των keyboards, αυτοσχεδιαστική διάθεση και κυρίως μία εντελώς προσωπική χρήση παραδοσιακών ηχοχρωμάτων, που –όπως προείπα– από την εποχή των Εν Πλω είχα ν’ ακούσω σε rockελληνικό δίσκο. Στους «δρυοκολάπτες» συμμετέχουν εκτός του Ρωσσόπουλου και οι Απόστολος Δεληγιάννης, Στέλιος Λέκκας και Νίκος Φουντουκίδης. Η παραγωγή είναι… βαριά και δυσκίνητη, αλλά κυρίως η πρέπουσα, ενώ, τέλος, θα ’λεγα πως λείπουν από το συνοδευτικό φυλλάδιο οι στίχοι.
Jazz& Τζαζ, #62, Μάιος 1998
Σταύρος Ρωσσόπουλος και οι αβά-φτυστοι μικροί πιτσιλωτοί δρυοκολάπτες: Τρέχα… [AnoKatoAK062, 2005 – κι ας μην αναφέρεται χρονιά στο άλμπουμ]
Το «Τρέχα…» δεν έχει την ορμή, τη δύναμη, τον ηχητικό τσαμπουκά του προηγούμενου άλμπουμ του Σταύρου Ρωσσόπουλου – σίγουρα ενός εκ των καλυτέρων ελληνορόκ δίσκων της δεκαετίας του ’90. Τούτο οφείλεται σε διαφόρους λόγους. Πρώτον, στη χρήση των keyboards, που εδώ ακούγονται συχνά εντελώς ξεκομμένα, ενίοτε δε και κακόηχα. Δεύτερον, στην εγγραφή κάποιων οργάνων, κυρίως των ντραμς, που μοιάζουν «ξερά» δίχως κανένα «βάθος» (αν ήταν θέληση της παραγωγής πάω πάσο). Τρίτον, στην ερμηνευτική τακτική (Πάνος Μουζουράκης, Βαγγέλης Νωτόπουλος), που τουλάχιστον σ’ εμένα ανακαλεί, όχι σπανίως, ένα μίγμα Σιδηρόπουλου/ Β. Παπακωνσταντίνου (μπορεί να είναι τυχαίο, αλλά η ουσία παραμένει). Από ’κει και κάτω μόνο καλά λόγια για τον Σταύρο Ρωσσόπουλο. Κιθαρίστας με ρώμη, στιχουργός που έχει πράγματα να πει, ροκ συνθέτης που απέχει παρασάγγας από την πεπατημένη. Αυτά είναι τα ουσιώδη. Τα υπόλοιπα διορθώνονται.

MONICA ZETTERLUND Monica Z

$
0
0
Εξ όσων έχω αντιληφθεί επιχειρώντας, μέσα στα χρόνια, να συνθέσω το δικό μου πορτρέτο για μία από τις μεγαλύτερες τραγουδίστριες της jazzπου ανέδειξε ποτέ η Ευρώπη, την Σουηδή MonicaZetterlund(1937-2005), έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως η εντυπωσιακή αυτή γυναίκα θα πρέπει να απετέλεσε μία από τις μεγαλύτερες pop-iconsτης Σουηδίας στα χρόνια του ’60· ένα θεσπέσιο πλάσμα, που λάτρεψαν το ίδιο το μικρόφωνο και η κάμερα.
Προσωπικώς «γνώρισα» τη MonicaZetterlundμέσω του κινηματογράφου. Την είχα θαυμάσει στην ταινία Nattlek (1966) της MaiZetterling, να πρωταγωνιστεί δίπλα στην IngridThulin· ταινία που μετέδιδε και ξαναμετέδιδε, παλαιά, η κρατική τηλεόραση (την είχα πρωτοδεί στη δεκαετία του ’80, και για και τελευταία φορά τον Σεπτέμβριο του 2002). Έμαθα δε ότι τραγουδούσε επιπλέον, έχοντας ξεχωριστή και μεγάλη δισκογραφία, στις αρχές των nineties, όταν είχε πέσει στα χέρια μου το δεύτερο LP, για το οποίο θα κάνω λόγο πιο κάτω. Ψάχνοντας στην πορεία περισσότερο τα πράγματα, και μάλιστα σε μιαν εποχή όπου το internetήταν ακόμη στα σπάργανα, έμαθα πως η MonicaZetterlundείχε ηχογραφήσει ένα άλμπουμ με τον μέγα πιανίστα της jazzBillEvans (1929-1980), άλμπουμ που εθεωρείτο «πρώτης γραμμής» από τους σχετικούς κύκλους– αναφέρομαι φυσικά στο WaltzforDebby[SW. Philips 08222 PL, 1964]. Αν και οι originalκόπιες του συγκεκριμένου LPήταν και είναι ακριβές (κάποτε έφθασε να πουληθεί ακόμη και 1000 δολάρια, αλλά τώρα με καμμιά 300άρα το βουτάς) μπόρεσα κάποια στιγμή να εντοπίσω μια φθηνή βινυλιακή επανέκδοσή του από το 1973, επίσης στην σουηδική Philips [6378 508], που μ’ έκανε να τα χάσω. Τόσο συναρπαστικό ήταν. Αργότερα, φυσικά, το άλμπουμ κυκλοφόρησε και σε CD, ενώ ακούγεται και στις completeηχογραφήσεις του BillEvansστην Verve, που εκδόθηκαν κι αυτές το 1997 σε πακέτο.
Το “WaltzforDebby” είναι ένας πανέμορφος δίσκος. Κατ’ αρχάς είναι ένα από τα ελάχιστα άλμπουμ με τραγούδια που έχει κάνει ο BillEvans(έχω την εντύπωση πως έχει κάνει μόνο άλλα δύο, με τον TonyBennett), ενώ είναι ακόμη μία εντυπωσιακή μεταγραφή για trio(ChuckIsraelsμπάσο, LarryBunkerντραμς) αγαπημένων jazz-standards, αλλά και σουηδικών παραδοσιακών τραγουδιών, τα οποία αποτελούν (αυτά τα σουηδικά) απόλυτα «αριστουργήματα»! Όχι πως η Zetterlundδεν ερμηνεύει υπέροχα το “Onceuponasummertime” (MichelLegrand) και το “Luckytobeme” (LeonardBernstein), είναι όμως άλλο πράγμα στα τρία σουηδικά τραγούδια (“Jagvetendejligrosa”, “Vindarnasucka”, “Omnatten”), όπως και στη μοναδική σύνθεση του BillEvansMonicasvals” (το γνωστό “WaltzforDebby” από το 1956), κομμάτι που διέπρεψε ως στάνταρντ όλα τα επόμενα χρόνια.
Εννοείται πως η MonicaZetterlundηχογράφησε εκτενώς στα χρόνια του ’60 και του ’70, αφού συνεργάστηκε με την αφρόκρεμα των σουηδών jazzmen (ArneDomnérus, RuneGustafsson, BengtHallberg, JanJohanssonκ.ά.), έπαιξε σε αρκετές ταινίες, κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές (οimdbαναφέρει συνολικώς 26 τίτλους), υποστηρίζοντας ποικίλες καταστάσεις. Ερμήνευσε, ας πούμε, αγωνιστικά τραγούδια απ’ όλον τον κόσμο σ’ ένα άλμπουμ το “Folk Som Har Sånger Kan Inte Dö” [SW. YTFGrammofon-50300, 1976], κάτι που δεν ήταν παράξενο για τα σουηδικά… σοσιαλδημοκρατικά χρόνια του ’70. Μαζί με τον ThorsteinBergmanαπέδωσαν κοινωνικά θέματα του συμπατριώτη τους JoeHill, των Χιλιανών Quilapayún, ανώνυμα ρωσικά, ισπανικά και ιταλικά (“Bandierarossa”) και ακόμη τον «Καϋμό» των Μίκη Θεοδωράκη - Δημήτρη Χριστοδούλου, μεταγραμμένο στη σουηδική ως “Smärta” από τον γνωστό πεζογράφο και τότε (και τώρα) σουηδό πολίτη Θοδωρή Καλλιφατίδη…
Και κάτι ακόμη σημαντικό. Τον προσεχή Σπετέμβριο θα κάνει ντεμπούτο στη Σουηδία ένα φιλμ σχετικό με τη ζωή της MonicaZetterlund· πώς, δηλαδή, ένα κορίτσι μεταμορφώθηκε από απλή τηλεφωνήτρια σε μια τραγουδίστρια πρώτης κλάσης. Το φιλμ, το οποίο σκηνοθέτησε ο PerFly (στην Ελλάδα προβλήθηκε πριν ένα-δυο χρόνια η ταινία του Η Γυναίκα που Ονειρεύτηκε Έναν Άνδρα) έχει τίτλο MonicaZ, με την EddaMagnasonνα κρατά τον κεντρικό ρόλο. Είδα το trailerστο YouTube. Έπαθα. Η Magnasonείναι ίδια η Zetterlund!
Ακούμε τον «Καϋμό» (με ύψιλον και διαλυτικά, όχι με ήτα – όπως είναι γραμμένος ο τίτλος στο original«θεοδωρακικό» δισκάκι), ενώ βλέπουμε και το απόσπασμα από το MonicaZ

ΣΩΤΗΡΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ δύο άγνωστα άλμπουμ του ’80

$
0
0
Ο Σωτήρης Ρεμπάπηςείναι ένας συνθέτης-μουσικός, που δραστηριοποιήθηκε, βασικά, στη δεκαετία του ’80 (αν υποθέσουμε πως «δραστηριοποίηση» σημαίνει και «δισκογραφία»). Θυμόμουν το όνομά του από τότε –πρέπει να είχα διαβάσει κάτι σχετικό σε περιοδικό της εποχής– όπως μου είχε μείνει στο μυαλό και ο τίτλος ενός από τους δίσκου του, το όνομα «Νταηλιάνα». Πριν λίγο καιρό έφθασαν στα χέρια μου, μέσω του Δημήτρη Βασιλειάδη της B-OtherSideRecords (τον ευχαριστώ και από εδώ), δύο ανεξάρτητες κασέτες (manufacturedbyEMIGreeceS.A.), κατά βάση οι δύο μοναδικές τυπωμένες δουλειές του Σωτήρη Ρεμπάπη. Η «Νταηλιάνα» από το 1984 και «Τα Παλληκάρια» από το 1986. Έβαλα στο deckν’ ακούσω τις δύο κασέτες με πραγματική «αγωνία» (είμαι και fanτων κασετών) και κυρίως με την υποψία –ναι– πως θα βρισκόμουν μπροστά σε κάτι διαφορετικό. Σ’ εκείνο το είδος του «εντέχνου» τραγουδιού, που συνομιλούσε (ακόμη τότε) με την ποίηση και με την ανάλογη υψηλή μουσική δημιουργία. Γιατί εκείνο που μου έκανε εντύπωση στις μελοποιήσεις του Ρεμπάπη –και ας το πω από την αρχή– είναι ο δωρικός τρόπος προσέγγισης του ποιητικού λόγου. Οι λέξεις μπροστά καθαρές και ευδιάκριτες και δίπλα τους τα όργανα (μπουζούκι, πιάνο, βιολί…), σ’ έναν βαρύ, επικό ρόλο.
Η «Νταηλιάνα» [Ανεξάρτητη Παραγωγή TC-SPR 274] ανοίγει με το «Αρχή Σοφίας…» του Κώστα Βάρναλη. Μελοποείται ένα μέρος του ποιήματος («Λίγη δροσιά, ουρανέ μου,/ και χάιδεμα τ’ ανέμου,/ κελάηδημα πουλιού,/ ξανάνιωμ’ Απριλιού! Ανάσ’, ανάσα λίγη!/ Χρόνια η θελιά μάς πνίγει.(…)») και αποδίδει ο στεντόρειος τραγουδιστής Πασχάλης Μωραϊτίδης (συνεργάτης εκείνη την εποχή και του Πάνου Τζαβέλλα). Βαρύ, αργό, ζεϊμπέκικο με το μπουζούκι αγέρωχο μπροστά, πηγαίνοντας παραλλήλως με την παλληκαρίσια ερμηνεία. Το «Τραγούδι της Αναπνοής» είναι ένα ποίημα της Ελένης Βακαλό. Η Βασιλική Βιρουράκη και ο Πασχάλης Μωραϊτίδης με τη συνοδεία πιάνου, αποδίδουν ένα κομμάτι, που μοιάζει να έρχεται απ’ αλλού (από το «προχωρημένο» πολιτικό τραγούδι των late 70s– Θάνος Μικρούτσικος και Μιχάλης Γρηγορίου βασικά). Η «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» του Κώστα Βάρναλη είναι ένα συγκλονιστικό, αγωνιστικό, ποίημα, το οποίον απογείωσε, ως γνωστόν, ο Νίκος Ξυλούρης στο «Σάλπισμα [EMI/ Columbia] του Λουκά Θάνου. Ακούστηκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία το 1975, στη μελοποίηση της Μαίρης Δαλάκου (LP«Τα Σατυρικά» στην εταιρεία Sonora), για ν’ ακολουθήσει η μελοποίηση του Θάνου το 1978 (είναι το έτος έκδοσης του άλμπουμ – το λέω, γιατί, όπως διαβάζω στο innersleeve, η μελοποίηση συνέβη στο διάστημα 1969-1972). Έξι χρόνια αργότερα (1984) ο Σωτήρης Ρεμπάπης επιχειρεί μία τρίτη μελοποίηση του εν λόγω ποιήματος, την οποία και συμπεριλαμβάνει στην «Νταηλιάνα»· άγνωστη μεν, αλλά εξαιρετική. Ο Ρεμπάπης δεν είχε μόνον να αναμετρηθεί με τους στίχους του Βάρναλη, αλλά και με την προϋπάρχουσα σύνθεση του Θάνου, η οποία ήταν, είναι και θα είναι διαρκώς στ’ αυτιά μας. Παρά ταύτα κατόρθωσε να δώσει μία άλλη εκδοχή του ποιήματος, στηριγμένος φυσικά στην έμπνευσή του, αλλά και στη φωνή του Γιώργου Υδραίου (συνεργάτης τότε και του Θωμά Μπακαλάκου). Έχοντας ως βασικό όργανο το βιολί και δευτερευόντως το μπουζούκι, σ’ έναν πολύ ιδιαίτερο κάπως κιθαριστικό ρόλο, ο Ρεμπάπης επιχειρεί μία κάπως… ασθμαίνουσα μελοποίηση του ποιήματος, την οποίαν όσο πιο πολλές φορές ακούω τόσο σβήνεται από το μυαλό μου η μελοποίηση του Θάνου και η ερμηνεία του Ξυλούρη! Έχω την εντύπωση, δηλαδή, πως ο Ρεμπάπης έχει στοχεύσει διάνα όσον αφορά στην λαϊκά στοιχεία του ποιήματος, και βεβαίως στην ιδιότυπη γλώσσα του Βάρναλη. Είναι μια μελοποίηση που πρέπει ν’ ακουστεί από περισσότερους έστω και μετά από 30 χρόνια… Στο «Τραγούδι του Ποταμού» της Ελένης Βακαλό, ο Ρεμπάπης συνταιριάζει βυζαντινά και δημοτικά μελοποιητικά στοιχεία, χρησιμοποιώντας ελάχιστη οργανική συνοδεία (πέραν του εισαγωγικού κιθαριστικού μπουζουκιού, ό,τι άλλο ακούγεται είναι… σφύριγμα με το στόμα), εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την άπλετη φωνή του Πασχάλη Μωραϊτίδη. Μοναδικό ακρόαμα! Σαν ν’ ακούς δημοτικό τραγουδιστή να τραγουδά σε διάσελο! Η πλευρά θα κλείσει με το ορχηστρικό «Μορφές Ι». Το μπουζούκι στον δικό του ιδιαίτερο ρόλο, πότε με στακάτο και πότε με συγχορδίες, όχι μακριά από μιαν αυτοσχεδιαστική λογική. Η σύντομες (μόλις ενάμισι λεπτό) «Μορφές ΙΙ» για σόλο πιάνο ανοίγουν την δεύτερη πλευρά, για ν’ ακολουθήσει η μελοποίηση του ποιήματος «Λεμονιά» της Ελένης Βακαλό, με ερμηνεύτρια την άγνωστη προς εμένα Δήμητρα Μιγδάνη. Η κάπως «δωματίου» εισαγωγή είναι ό,τι πρέπει για ένα folkκατά βάση κομμάτι, επί του οποίου κυριαρχούν τα έγχορδα και κάποια ιδιόφωνα κρουστά. Το «Άκου τη Μουσική του Λιόφυλλου» σε ποίηση Δημήτρη Κατσαγάνη είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του άλμπουμ. Εντυπωσιακός για ακόμη μία φορά ο Μωραϊτίδης, είναι ο «τέλειος» ερμηνευτής ενός εξαιρετικού ποιήματος με σαφείς «δημοτικές» αναφορές, τις οποίες και εξωτερικεύει πλήρως η μελοποίηση του Ρεμπάπη. Θ’ ακολουθήσει ένα ακόμη ιντερμέτζο («Μορφές ΙΙΙ»), με πρωταγωνιστές τα έγχορδα, για να ολοκληρωθεί το άλμπουμ με το «Η Μικρή Θεατρίνα στο Σινικό Τοίχος» της Ελένης Βακαλό, με τον Μωραϊτίδη σε ρόλο… ιεροψάλτη – ίσο οργανικό, καμπάνες, και στην πορεία «KurtWeill-ική» διαχείριση.
Η «Νταηλιάνα» είναι ένα ξεχωριστό άλμπουμ της ελληνικής «έντεχνης» δισκογραφίας, κι ας είναι σχεδόν 30 χρόνια αγνοημένο.
Το επόμενο και τελευταίο(;) άλμπουμ του Σωτήρη Ρεμπάπη, «Τα Παλληκάρια» [Ανεξάρτητη Παραγωγή TC-SPR369], κυκλοφόρησε το 1986, όπως έγραψα και στην αρχή. Και σ’ αυτό μελοποιούνται έλληνες, κυρίως, ποιητές (Ελένη Βακαλό, Κώστας Βάρναλης, Νίκος Εγγονόπουλος, Γιώργος Σαραντάρης, Στέλιος Τσαγκάς, αλλά και Ναζίμ Χικμέτ), ενώ ερμηνεύει η Βασιλική Βιρουράκη (συμμετέχει σ’ ένα τραγούδι και ο Γιώργος Υδραίος). Διαφόρων ειδών ποιήματα, με τα «αγωνιστικά» (ας τα χαρακτηρίσω έτσι) να έχουν τη μερίδα του λέοντος, αλλά και με το «Είταν Μια Μέρα Γελαστή» του Γιώργου Σαραντάρη («Είταν μια μέρα γελαστή/ Που τη χορεύαν όλοι/(…) Είταν καιρός που άνοιγε η καρδιά/ Και μπαίναν τα λουλούδια(…)») να κερδίζει εξ αρχής τις εντυπώσεις. Η μελοποιητική «αγωνία» του συνθέτη να αποδοθούν με ακρίβεια τα ποιητικά νοήματα, οι προσεγμένες ενορχηστρώσεις, και βεβαίως η φωνή της Βιρουράκη (ξεκίνησε από κάποιο ροκ συγκρότημα το 1971 ονόματι Εντελβάις –όπως διάβασα στο δίκτυο–, αλλά στ’ αυτιά μου μεταφέρει κάτι από την ερμηνευτική αύρα της Μαρίας Φαραντούρη), άπαντα συντελούν στο ένα και μοναδικό ερώτημα…
Γιατί χάθηκε από τη δισκογραφία ο Σωτήρης Ρεμπάπης;

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ & B-MOVIES λυρισμός, αλλά με ανοιχτά μάτια

$
0
0
Τι προηγείται του τραγουδιού; Ο στίχος ή η μουσική; Ο Παύλος Παυλίδηςεδώ και μια δεκαετία περίπου έχει αποφασίσει (για τον εαυτό του). Χωρίς δικό του στιχουργικό υλικό δεν κουνιέται ρούπι. Όλη η προσπάθειά του συμπυκνώνεται στο πώς θα πει εκείνα που θέλει να πει, με ποιον τρόπο θα γράψει εκείνα που θέλει να γράψει, πώς ακριβώς θα τα διατυπώσει. Πώς θα μετρήσει το βάρος των λέξεων, ώστε εκείνο που θα προκύψει να μπορεί να σταθεί αρχικώς με μιαν αυτονομία και εν συνεχεία με τη βοήθεια της μουσικής. Γι’ αυτό και οι επενδύσεις των στίχων του δεν είναι πάντοτε «σαφείς». Κάποιες φορές επιχειρεί μόνος του να μελοποιήσει τα στιχάκια του, αλλά τις περισσότερες –στα δέκα από τα δεκαπέντε κομμάτια του νέου άλμπουμ του «Ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί» [InnerEar, 2013]– μόνο μαζί με τους συνεργάτες του (τους B-Movies και τους καλεσμένους) θα τις ολοκληρώσει.
Ο Παυλίδης πλέει, όπως έχω γράψει και παλαιότερα, σ’ έναν ωκεανό «συμβόλων». Οι στίχοι του προβάλλουν μια μελαγχολία, ακόμη και όταν αναφέρονται σε ό,τι φωτεινότερο (στον έρωτα π.χ.), επηρεασμένοι από το νεο-ρομαντικό κλίμα των (ελλήνων) ποιητών του Μεσοπολέμου. Δείγμα: «Μπήκε ο ήλιος στη ψυχή μου πριν προλάβω/ όσα μου έλεγε η βροχή να καταλάβω/ για ένα δρόμο, που επιτέλους έπρεπε να βρω./ Έφυγε όπως ήρθε ξαφνικά η μπόρα/ έξω ο ήλιος περιμένει από ώρα/ παίζει και το φως στον τοίχο τρέμει σαν νερό». Αυτή η επιμονή στη διατύπωση, δεν δηλώνει οπωσδήποτε αδιαφορία για τη μουσική (ο Παυλίδης είναι τραγουδοποιός εξάλλου, δεν είναι ποιητής – δεν είναι πρωτίστως και κυρίως ποιητής). Απλώς προδιαγράφει, τις περισσότερες φορές, και κατά έναν τρόπο, τα ηχητικά του «περιβάλλοντα». Ηλεκτρική μουσική, που αναπτύσσεται σε χαμηλούς τόνους, με ωραία χρήση εγχόρδων (βιόλα-βιολί), πνευστών (κλαρινέτο, τρομπέτα, φλάουτο), γυναικείων φωνητικών, αλλά και ηλεκτρονικών (μέχρι και ήχους από κάτι σαν mellotronπήρε τ’ αυτί μου σ’ ένα κομμάτι), η οποία (μουσική) αξιοποιεί πλήρως το λεκτικό του οπλοστάσιο. Μια σειρά από χαμηλά tempiανασύρονται λοιπόν, και τα οποία (tempi) σπανίως ξεφεύγουν προς κάτι εντονότερο, βαρύτερο… rock-ικό να το πω· όποτε, όμως, συμβαίνει κάτι τέτοιο (κανα-δυο φορές προς το τέλος, στο «Θα ’ρθει μια μέρα» ας πούμε ή στο «Τόσο κοντά») τα αποτελέσματα είναι το ίδιο αξιοπρόσεκτα.
Και το εξής. Δεν ξέρω πόσους τραγουδοποιούς απασχολεί, σήμερα, στιχουργικώς η έννοια… Ελλάδα. Υποθέτω πως οι περισσότεροι θα σκέπτονται την… Ελλάδα της κρίσης, και θα γράφουν γι’ αυτήν αναλόγως. Πιθανώς ορισμένοι να βρίζουν, να σιχτιρίζουν, να καταφέρονται επί δικαίων ή αδίκων. Άλλοι, πάλι, μπορεί να καταπιάνονται με τα ίδια θέματα, μέσω άλλων, ευγενέστερων διατυπώσεων. Δεν κρίνω αυτή τη στιγμή… υποθέτω, και ίσως να πέφτω έξω. Τον Παυλίδη, πάντως, τον απασχολεί μιαν άλλη Ελλάδα. Είναι η Ελλάδα του μύθου, της ιστορίας, του φωτός, της ομορφιάς του φυσικού τοπίου... Η προσέγγισή του αν και είναι λυρική, και βεβαίως βαθιά συναισθηματική, δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου. Ο Παυλίδης δεν είναι ο… Ιωάννης Πολέμης του 1900. Δεν είναι όμως και ο άνθρωπος που θα προβάλλει την λαϊκιστική καταγγελία ή τον τεχνοκρατικό κυνισμό, ως συστατικά στοιχεία της «λύσης» του νέου εγχώριου δράματος. Το λέει καθαρά στις δύο τελευταίες στροφές της δικής του «Ελλάδας»: «(…)Κατά τη δόξα όπως τραβά/ παραπατάει πληγωμένη/ δεν ανασταίνεται ποτέ/ γιατί ποτέ της δεν πεθαίνει. Ορίζοντες και ουρανοί/ κι αυτή η απόκοσμη λιακάδα/ μι’ άγνωστη χώρα/ μυθική/ κι αυτό που όλοι λέμε Ελλάδα»
Επαφή: www.inner-ear.gr

ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ 1929-2013

$
0
0
Το… σχολείο του «Ερωτόκριτου»
Εγώ ξεκίνησα από αυτό το πολύ μεγάλο σχολείο του «Ερωτόκριτου»… Και είχα την τύχη να σκύψω νωρίς σε αυτό το κείμενο… Τον οποίο παραδοσιακό «Ερωτόκριτο», τον έλεγαν και οι λαϊκοί μουσικοί και οι απλοί άνθρωποι. Έντεχνου μουσικού-συνθέτη δημιουργία πάνω στον «Ερωτόκριτο» είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει. Η υποτυπώδης επαναλαμβανόμενη ρυθμική μελωδία των λυράρηδων είναι αποτέλεσμα της αέναης επανάληψης του 15σύλλαβου. Έχουν παρεισφρήσει βέβαια και πολλά ξένα ως προς την κρητική παράδοση μουσικά στοιχεία, όπως σε όλες τις περιπτώσεις συμβαίνει στα μεγάλα έπη. Ο «Ερωτόκριτος», είναι κατά τον Κωστή Παλαμά, αλλά και για μένα, το «μέγα των Ελλήνων ποίημα»και λέει ο ποιητής ότι «είναι ντροπή στο έθνος που δεν έχει καταλάβει ύστερα από τέσσερις αιώνες ότι ο εθνικός των Ελλήνων  ποιητής είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος». Ο «Ερωτόκριτος» δεν είναι ένα κρητικό ποίημα, όπως λάθος θεωρείται. Είναι απλώς γραμμένο από έναν Κρητικό στο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα. Είναι όμως πανελλήνιο ποίημα, επειδή αναφέρεται στον βασιλιά της Αθήνας Ηράκλη, και το σημαντικότερο συμβάν δεν είναι μόνο ο έρωτας της Αρετούσας με τον Ερωτόκριτο, αλλά η περίφημη «κιόστρα» (γιορτή) όπου στην Αθήνα γίνεται η περίφημη σύναξη όλων των βασιλιάδων της Ελλάδας, και τελικά η μόνη σχέση που έχει με την Κρήτη, είναι ότι μετέχει και ένας Κρητικός μονομάχος.
Εγώ μελοποιώ τον «Ερωτόκριτο» πάνω από μισό αιώνα. Στο σχολειό του έμαθα τι θα πει «προσωδία» και πώς πρέπει κανείς να μελοποιεί. Και επειδή είχα και μια σχετική ιδέα πάνω σε λογοτεχνία και σε ποίηση, προσπάθησα να είμαι τουλάχιστον ακριβής όσον αφορά στη συνοχή των κειμένων μεταξύ τους. Επομένως, θεωρώ ότι ωφελήθηκα μεν από τη λαϊκή σοφία, αλλά όπου υπήρχε περίπτωση να επέμβω, επενέβην… Γιατί, ναι μεν μπορεί να εκστασιάζεσαι μπρος στη λαϊκή παράδοση, αλλά όμως πρέπει να έχεις μια κάποια κριτική στάση απέναντι σ’ αυτά τα πράγματα. Και πιστεύω εντέλει ότι μελοποίησα σωστά τον «Ερωτόκριτο»… Εγώ, έκανα αυτό το πράγμα με έναν τρόπο που δεν χωρούσε καμιά άλλη συζήτηση. Και δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο εκτός από αυτό. Το θεωρούσα ένα είδος αυτονόητης εξέλιξης, και αυτονόητης πράξης από μένα. Όπως και να το μελοποιήσω την «Ερωφίλη». Η οποία είναι από τα κείμενα του μεγάλου Ρεθύμνιου ποιητή Γεωργίου Χορτάτζη. Που ίσως για μένα να είναι ένας από τους μεγαλύτερους των αιώνων. Ο οποίος, να σκεφτείς, ότι το 1608 γράφει την «Ερωφίλη», πριν από τετρακόσια χρόνια δηλαδή! Και τη γράφει με τη γλώσσα που μιλάμε σήμερα! Η ουσία είναι ίδια! «Την πόρτα της παράδεισος μου άνοιξες και από εκείνη στην κόλαση με πέρασες». Μια τέτοια ροή του λόγου, πριν από τετρακόσια χρόνια; Μίλαγαν έτσι; Αυτό και μόνο το ντοκουμέντο, σε κάνει να σκέφτεσαι ότι αυτός ο λαός ίσως έχει μια ενότητα. Γιατί αν πριν από τετρακόσια χρόνια ήταν όπως είναι σήμερα, μάλλον και πριν από οχτακόσια χρόνια το ίδιο θα ήταν! Και τετρακόσια χρόνια μετά από σήμερα, πάλι αυτή η γλώσσα θα έχει μια γλυκύτητα, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Αυτό λοιπόν δεν μπορεί να σ’ το αλλάξει καμιά τεχνολογία, κανένας εξωγενής παράγοντας. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε, να σκεφτούμε γιατί εκστασιαζόμαστε ακούγοντας αυτούς τους μαγικούς ήχους. Του κυρίου Γεωργίου Χορτάτζη… Γιατί εκστασιάζονται ακούγοντας έναν φοβερό εκκλησιαστικό ύμνο; Κι ένα λαϊκό τραγούδι; Πάει να πει λοιπόν, ότι αυτά είναι συνυφασμένα με την ανθρώπινη ύπαρξη και διαχρονικά. Και αυτά τα διαχρονικά δημιουργήματα είναι που γεμίζουν πάντα τους ανθρώπους, γιατί χωρίς αυτά δεν υπάρχει ζωή. Και μετά από τόσα χρόνια γεννήθηκαν ξανά πολύ μεγάλοι ποιητές! Εγώ πιστεύω ότι η «Εαρινή Συμφωνία» του Ρίτσου είναι το ίδιο μεγάλο ποίημα σαν αυτά του Χορτάτζη…
Προσπαθεί να καλλιεργηθεί η άποψη ότι σιγά-σιγά θα σταματήσουν αυτά, διότι η τέχνη θα σταματήσει και άλλα τινά, όμως τέχνη είναι η ίδια η ζωή. Σκέψου ότι όχι μόνο συνυφασμένη, όχι μόνο σύμφυτη, αλλά άρρηκτα δεμένη με τη ζωή μας είναι η τέχνη. Και ποιος λοιπόν μπορεί να την σταματήσει; Βγήκαν κάτι εστέτ κάποιες φορές και είπαν: «Τέλος. Η τέχνη έχει πεθάνει!». Μα ποιος έχει πεθάνει; Και τι γίνεται όταν η ψυχή σου βρίσκεται στα ερέβη; Αυτό που μπορεί να σε σώσει είναι μόνο η τέχνη… «Τότε είπα τραγούδι»λέει ο Μακρυγιάννης, «που μας λύτρωσε όλους». Αμέσως λοιπόν βλέπεις την επενέργεια που είχε και τότε το τραγούδι σε αυτούς τους ανθρώπους. Όπως θα την έχει πάντοτε…
«Τι είν’ ένας στίχος, μάτια μου; Μιας αναπνιάς η άχνα. Μα μπορεί να ’ναι φωτιά που καίει της γης τα σπλάχνα…» (Παντελής Πρεβελάκης).
«…βοηθάει και το τραγούδι, θα το δεις…» (λέει ο Γιάννης Ρίτσος).
Απόσπασμα από το βιβλίο του Πάνου Χυσοστόμου Νίκος Μαμαγκάκης Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω, Βιογραφία [Άγκυρα, Αθήνα 2006]

ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ δύο «άγνωστα» EP

$
0
0
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 το ελληνικό τραγούδι όδευε προς μια διελκυστίνδα ανάμεσα στον «χατζιδακικό» και τον «θεοδωρακικό» τρόπο – αν και μέχρι το ’61 υπερτερούσε ποσοτικά ο «χατζιδακικός», καθότι η… ελαφρότης έδινε κι έπαιρνε μεταξύ των «συμμετοχών» που ακούγονταν στα τρία Φεστιβάλ Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. (1959-1961) και ακολούθως στη συνέχειά τους, στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιούτης Θεσσαλονίκης. Παρότι ο Χατζιδάκις συμμετείχε με συνθέσεις του, κατακτώντας απανωτά βραβεία, και στα τρία εκείνα φεστιβάλ (στο τρίτο συμμετείχε και ο… ελαφρύς Θεοδωράκης, ο οποίος θα βραβευόταν, κι εκείνος, για την «Απαγωγή» του), φρόντιζε ταυτοχρόνως να διαχωρίζει τη θέση του (ο Χατζιδάκις) από το ελαφρύστυλ, ηχογραφώντας και πιο προσωπικά έργα (τα οποία ερμήνευε συνήθως, για να μην πω πάντα, ο Γιώργος Μούτσιος). Η αλλαγή που θα επιφέρει ο Θεοδωράκης το 1959 με τους κύκλους λαϊκώντραγουδιών (διάβαζε «Επιτάφιος») «κατεβάζοντας» την ποίηση στο πλατύ κοινό –αν και δύο χρόνια αργότερα, το 1961, με την ερμηνεία του Μπιθικώτση και το μπουζούκι του Χιώτη, το έργο θ’ αποκτήσει την μορφή που θα καθορίσει ό,τι ονομάστηκε αργότερα «έντεχνο τραγούδι»–, δεν άφησε ασυγκίνητο κι έναν νέο συνθέτη από την Κρήτη (ήταν 32 ετών), τον Νίκο Μαμαγκάκη, ο οποίος αρχίζει να ηχογραφεί εκεί γύρω στο ’61 διαφόρους δίσκους 45 στροφών (με δύο ή τέσσερα τραγούδια), μελοποιώντας, άλλοτε περισσότερο «θεοδωρακικά» και άλλοτε περισσότερο «χατζιδακικά», ποικίλα ελληνικά ποιήματα (ποιήματα των Κωστή Παλαμά, Κώστα Καρυωτάκη, Μαρίας Πολυδούρη, Γιώργου Θέμελη, Τεύκρου Ανθία κ.ά.). Τα τραγούδια που προέκυπταν απέδιδαν γνωστοί ερμηνευτές της εποχής, όπως ο Γιάννης Βογιατζής («Ο Μιχαλιός» του Κ. Καρυωτάκη), ή η Λένα Παμέλα («Ω! χαμηλώστε αυτό το φως» της Μ. Πολυδούρη).
Δύο δίσκοι 45 στροφών, EP (με τέσσερα τραγούδια δηλαδή), που κυκλοφόρησαν το 1961 (μάλλον) είναι πολύ χαρακτηριστικοί του πρώιμου ύφους του Νίκου Μαμαγκάκη. Στον πρώτο, που έχει τίτλο… Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΝΑΡΙΔΗΣ σε 4 λαϊκά τραγούδια του ΝΙΚΟΥ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗ [Fidelity8038] ακούγονται τα «Αλαργινό καράβι (Κ. Καρυωτάκης), Δώδεκα χτύπησαν οι δείχτες (Γ. Θέμελης)/ Είναι μια πέτρα στην καρδιά (Γ. Θέμελης), Όταν μεθώ (Γ. Θέμελης)», ενώ στον δεύτερο που τιτλοφορείται… ΝΙΚΟΥ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗ 4 ελληνικά τραγούδια με την ΓΙΟΒΑΝΝΑ [Fidelity8915] περιλαμβάνονται «Ο τάφος (Κ. Παλαμάς) και το «Θαλασσάκι» (Ν. Μαμαγκάκης) στην πρώτη πλευρά, και τα «Ω! μη με βλέπετε που κλαίω» (Μ. Πολυδούρη) και «Μαντινάδες» (Ν. Μαμαγκάκης) στη δεύτερη.
Ακόμη και από τους τίτλους των EPείναι ολοφάνερη μια βασική διαφορά, αφού τα πρώτα κομμάτια περιγράφονται ως «λαϊκά» (αν και, προσωπικώς, θα τα χαρακτήριζα περισσότερο… ελαφρολαϊκά), ενώ τα δεύτερα ως απλώς «ελληνικά». Μία από τις καλές φωνές της εποχής, ο Μανώλης Καναρίδης (που είχε ήδη τραγουδήσει το «Όταν θα λάβης αυτό το γράμμα» των Ζαμπέτα-Μητσάκη) θα ανελάμβανε να μεταφέρει κάτι από την «θεοδωρακική» αύρα στα τέσσερα εκείνα κομμάτια, παρότι οι ενορχηστρώσεις του Μαμαγκάκη, αλλά και η φωνή του Καναρίδη ακουμπούσαν και στο ελαφρύστυλ. Αντιθέτως, πιο σαφή ήταν τα πράγματα στα τέσσερα τραγούδια με την Γιοβάννα, αφού τόσο το ηχόχρωμα όσο και η έκταση της συγκεκριμένης φωνής έδιναν άλλη κατεύθυνση. Και οι μελοποιήσεις του Μαμαγκάκη, δηλαδή, ήταν πιο επιτυχείς. Το «Ω! μη με βλέπετε που κλαίω» για παράδειγμα ήταν, και είναι, ένα πράγματι ωραίο τραγούδι.

J.KRISTE, MASTER of DISGUISE - MONSIEUR DOUMANI δύο δίσκοι από την Κύπρο

$
0
0
Όπως είχα γράψει και παλαιότερα, με αφορμή το προηγούμενο άλμπουμ τού J.KristeoJ.Kriste ή Master of Disguise είναι Κύπριος και το πραγματικό του όνομα είναι Λευτέρης Μουμτζής. Είναι τραγουδοποιός, γράφει μουσικές, στιχουργεί στην αγγλική, ερμηνεύει και ενορχηστρώνει, έχοντας δίπλα του τους… Ανδρέα Τραχωνίτη κρουστά, Φώτη Σιώτα βιολί, Στέλιο Ρωμαλιάδη φλάουτο, ColinSomervellκοντραμπάσο, Σοφία Ευκλείδου τσέλο κ.ά. Στο TheAgeofNow [LouvanaDiskoi], που είναι περυσινή κυκλοφορία, κάνει ένα βήμα μπροστά (εν σχέσει με το “Girls, GhostsandGods” του 2009), παρουσιάζοντας μια σειρά από ιδιαίτερα (και σε κάθε περίπτωση όμορφα) τραγούδια, τα οποία δημιουργούν ένα ακόμη πιο στιβαρό και προσωπικό σύνολο.
Οι αρχές της τραγουδοποιίας του Μουμτζή μπορεί να εντοπισθούν στην αγγλόφωνη μπαλάντα, στον SydBarrettκαι τον KevinAyers (οι συγκεκριμένοι «ήρωες» πάνε συχνά μαζί), στο… krautfolk, στο progressiverockτων VanderGraafGenerator (ο Hammillσυνήθως είναι μιαν αφορμή, προκειμένου να πας πιο κάτω…) και των KingCrimson. Αν και μπορεί να εντοπίσεις κι άλλες αναφορές, ακόμη και μεταγενέστερες, όπως φερ’ ειπείν την αβαντ-γκαρντίστικη romanceτης 4ADή την αφηγηματικότητα της μουσικής του DavidSylvianστα πιο ηλεκτρονικά κομμάτια, εκείνο που έχει σημασία να ειπωθεί είναι πως ο Μουμτζής γνωρίζει τον τρόπο να δημιουργεί καταστάσεις, μέσα από τις οποίες προβάλλεται, σχεδόν πάντα, ένας «παλιομοδίτικος» λυρισμός μερικές φορές αυτός ακριβώς ο λυρισμός οδεύει και προς φιλοσοφικές/ στιχουργικές ατραπούς, όπως στην περίπτωση του “Poems” ή του “Atwar” (ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του άλμπουμ). Και λέω «ένα από τα ωραιότερα», καθότι το “TheAgeofNow” βρίθει τραγουδιών που μπορεί να ικανοποιήσουν στο έπακρο διαφορετικές ποιότητες ακροατών, όπως, ας πούμε το “Thecitythatrulesourmind”, που είναι από μόνο του κορυφαίο, με άπαντα τα συστατικά του να λειτουργούν στην εντέλεια, ή ofolk-ψυχεδελικός ύμνος “Starseed”, που δείχνει τι σημαίνει fusion, ανακάτεμα και επικοινωνία «αντιθετικών» στοιχείων. 
Για ακόμη μία φορά ένα εξαιρετικό άλμπουμ από τον κύπριο μουσικό.

Κάτι σημαίνει το να σκύβεις σήμερα στην παράδοση. Δεν είναι το ίδιο με ό,τι συνέβαινε πριν δέκα, είκοσι ή και τριάντα χρόνια. Οι σύγχρονες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες έχουν διαμορφώσει ένα σκηνικό «επιστροφής στο παρελθόν», μέσω του οποίου επιχειρείται να αναδυθούν όλα εκείνα τα στοιχεία, που συναποτελούσαν, κάποτε, τις πιο υγιείς κοινωνίες. Ήταν-δεν ήταν (πιο υγιείς οι κοινωνίες), σημασία έχει πως η παράδοση, από τη φύση της, εκφράζει τις πιο δημιουργικές διαστάσεις των παλαιών κοινωνιών, εκείνες (τις διαστάσεις) για τις οποίες υπάρχει πάνδημη αποδοχή, και μηδενική αμφισβήτηση. Τι να πει κανείς για τα δημοτικά τραγούδια ενός τόπου – και εν προκειμένω της Κύπρου; Μιας σύγχρονης βασανισμένης χώρας, που βλέπει από τους λαϊκούς σκοπούς της να αναβλύζουν όλα εκείνα τα γνωρίσματα, που έπρεπε και σήμερα να ευδοκιμούν στην κοινωνία; Χαρά, ξεγνοιασιά, αδελφοσύνη, αλλά και σπινθηροβόλο πνεύμα, λόγος και γλώσσα που τσακίζει. Δείτε π.χ. το «Σύστημαν» (τραγούδι που γράφτηκε το 1833, όταν ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι της Κύπρου επαναστάτησαν ενωμένοι εναντίον πασάδων και τσιφλικάδων)έτσι όπως το μεταφέρουν στο τώρα οι MonsieurDoumani, στο άλμπουμ τους GrippyGrappa[Ανεξάρτητη Παραγωγή]. Προσέξτε στίχους: «Έννα γυρίσουν οι τροσιοί τζι’έννα γελάσουν τζι’οι φτωσιοί/ εφτάσαμεν εις το αμήν, εν σας ακούμε πιόν κανεί/ Αμάν κάτω τούντο σύστημα, του πασσιά το σύστημα/ κλέφκει ούλλον το ψουμίν, το σιτάριν, το μαλλίν/ Έππεσεν ξηρασιά φέτι εν έβρεξεν πιον τίποτις/ ο σπόρος εν έπιασεν, ο σπόρος εν εβλάστησεν/ Μα ο πασσιάς θέλει ππαράν, εν βλέπει το χωρκόν πεινά/ Τζι’οι χωρκανοί πιάνουν κουσπίν, φκιάρκα, σωλήνες τζιαι σφυρίν/ Τζιαι στου πασσιά παν την αυλή τζιαι κόφκουν του την τζιεφαλήν». Έχοντας λοιπόν ένα τέτοιας αξίας ρεπερτόριο (ανάμεσα το πασίγνωστο, ελέω Μιχάλη Βιολάρη, «Τυλληρκώτισσα», αλλά και το ακόμη πιο… πασίγνωστο «Η βράκα»), οι MonsieurDoumani(Άγγελος Ιωνάς κιθάρα, φωνή, Δημήτρης Γιασεμίδης πνευστά, Αντώνης Αντωνίου –μέλος και των TrioTekke– τζουράς, φωνή) κατορθώνουν να κάνουν την έκπληξη όχι μόνο με τις γεμάτες ζωντάνια ερμηνείες τους, αλλά και με τον τρόπο που «σκέφτηκαν» πάνω στα συγκεκριμένα τραγούδια, στον τρόπο που τα εναρμόνισαν για ένα, όπως και να το κάνουμε, ιδιότυπο τρίο (τρομπόνι, τζουράς, κιθάρα π.χ., ή φλάουτο, τζουράς, κιθάρα…). Μα ακόμη κι εκεί όπου χρειάστηκε να δείξουν προσωπικό χαρακτήρα δεν ήταν λιγότερο εφευρετικοί. Ας πούμε με το εξαιρετικό trad-funk«Παιάκιν μυρωάτον» (σύνθεση του Αντωνίου) απέδειξαν πόσο μπροστά, ή μάλλον αλλού», μπορούν να πάνε στον επόμενο δίσκο τους. Τώρα που οι Annabouboula έχουν ψιλοχαθεί (αν και έβγαλαν ένα πολύ καλό δισκάκι πριν τρία χρόνια) οι MonsieurDoumaniμπορούν να… ξαναχώσουν το deepστο funky, έχοντας πάντα ως ατού και πλατφόρμα –εννοείται– την κυπριακή τους διάλεκτο.

ο EDDIE BOYD στην Ευρώπη

$
0
0
Ο EddieBoyd(1914-1994) υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς αφροαμερικανούς πιανίστες, συνθέτες και τραγουδιστές των blues, με το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του να εξελίσσεται στην Ευρώπη.
Λογικώς επισκέπτεται για πρώτη φορά τη Γηραιά Ήπειρο τον Οκτώβριο του 1965, όταν και ηχογραφεί στο Αμβούργο (7/10/1965), στο πλαίσιο του AmericanFolkBluesFestival, τα κομμάτια “Fivelongyears” (η μεγάλη επιτυχία του στην εταιρεία J.O.B. από το 1952) και “Thebigquestion”, τα οποία ακούγονται στο σχετικό LPπου κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά από την δυτικογερμανική Fontana [885.422TY]. Λίγες μέρες αργότερα, στο πλαίσιο της σχετικής περιοδείας, ο EddieBoydθα βρεθεί στο Λονδίνο, γράφοντας το πρώτο(!) longplayτης καριέρας του (με τους BuddyGuy, JimmyLeeRobinsonκαι FredBelowστο team), που είχε τίτλο “FiveLongYears” [Fontana883.905JC], λίγο πριν εγκατασταθεί για κάποιο διάστημα στην Αμβέρσα (Antwerp) του Βελγίου.
Η Ολλανδία δίπλα ήταν, έτσι δεν θ’ αργήσει να τον δουν κάποια στιγμή οι Cuby + Blizzards, το κορυφαίο, όπως απεδείχθη στο χρόνο, bluesσυγκρότημα στις Κάτω Χώρες, το οποίο ήδη είχε κάνει ένα πρώτο LP. Η πρόταση θα γίνει και, πολύ γρήγορα, τρεις νεαροί Ολλανδοί, με ηλικίες από 18 έως 21 ετών, ο κιθαρίστας EelcoGelling, ο μπασίστας WillyMiddelκαι ο ντράμερ HansWaterman, θα βρεθούν να συνοδεύουν έναν 53χρονο μαύρο bluesman, ηχογραφώντας μάλιστα μαζί του και το σχετικό δισκάκι που είχε τίτλο PraisetheBlues[NL. PhilipsXPL 655033, 1967]. Το συγκεκριμένο LP, που ήταν το δεύτερο άλμπουμ και για τους δύο (και για τους Cuby και για τον Eddie) αφορά σε μια σεμνή καταγραφή συνθέσεων του Boyd, με γλαφυρό πιανιστικό παίξιμο και... στρωτή συνοδεία από τους ολλανδούς μουσικούς (με τον Gellingνα προσφέρει ωραία, απέριττα soli). Δυνατή η απόδοση του δεύτερου πιο γνωστού, ίσως, τραγουδιού του EddieBoyd, του “Twenty-fourhours” και πολλάκις ενδιαφέρουσα η hammondπροσέγγιση στο… Thehammondsingstheblues.
Τα δύο επόμενα LPτου EddieBoydυπήρξαν «θρυλικά» (έτσι συνήθως αποκαλούνται). Ήταν ηχογραφημένα στο Λονδίνο κι έδωσαν ακόμη περισσότερη ώθηση στην «λευκή» bluesομήγυρη, που ήδη βρισκόταν, τότε, στα πολύ επάνω της. Ο τίτλος του πρώτου LPείναι προφανής… EddieBoydandhisBluesBandfeaturingPeterGreen[DeccaSKL 4872, 1967] –αν και δεν είναι προφανείς όλες οι «λευκές» συμμετοχές που ξεπερνούσαν κάθε προηγούμενο (JohnMayall, AynsleyDunbar, JohnMcVie, TonyMcPheeκ.ά.)–, ενώ και το δεύτερο άλμπουμ, το “7936 SouthRhodes” [BlueHorizon 7-63202, 1968], δεν υπήρξε λιγότερο σημαντικό, παρουσιάζοντας επίσης κορυφαία παιξίματα (PeterGreen, JohnMcVie, MickFleetwood).
Ένα… μεθεπόμενο άλμπουμ του EddieBoyd, το PraisetoHelsinki [FIN. LoveLRLP-25], ήταν ηχογραφημένο στο Ελσίνκι τον Μάρτιο του 1970, σηματοδοτώντας, πλην των άλλων, και την ταυτόχρονη εγκατάσταση του αφροαμερικανού μουσικού στην σκανδιναυική χώρα, στην οποία θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Έχοντας δίπλα του δύο sessionμουσικούς που είχαν παίξει και με τον ChuckBerry, τον WillyDonnieστο μπάσο και τον EddieHuntonστα ντραμς, ο EddieBoydεμφανίζει κυρίως πρωτότυπο υλικό, χειριζόμενος πιάνο και όργανο και βεβαίως τραγουδώντας με όρεξη κομμάτια όπως το φερώνυμο με τον τίτλο του δίσκου (“PraisetoHelsinki”)· τιμή και δόξα στην πόλη που τον δέχτηκε και τον αγάπησε σαν δικό της άνθρωπο.
Πολλές από τις επόμενες εγγραφές του EddieBoydσυνέβησαν στην Σκανδιναυία, αν και ανάμεσα ξεχωρίζουν δύο «παράξενα» γερμανικά άλμπουμ με την μπάντα του κιθαρίστα, αρμονικίστα και τραγουδιστή Ulli Köhsel, τους UllisBluesBand, που ετοιμάστηκαν τη διετία 1978-79 στην Κολωνία και το Hennef (πόλη κοντά στην Κολωνία). Αλλά γι’ αυτά θα γράψω άλλη φορά, καθότι έχω να τ’ ακούσω πολλά χρόνια και πρέπει να τα ξανακούσω…

AMIRANI RECORDS improv από την Ιταλία

$
0
0
Λίγα λόγια για κάποιες νεότερες κυκλοφορίες της ιταλικής AmiraniRecords– μια εταιρεία που μας έχει απασχολήσει, ξανά, στο παρελθόν.
Τρίο είναι οι MAGIMCαποτελούμενοι εκ των EdoardoMarraffaτενόρο, σοπρανίνο, ThollemMcDonasπιάνο και StefanoGiustντραμς, κρουστά. Το 41λεπτο CDτους έχει τίτλο PolishingtheMirror[AmiraniAMRN031, 2012], είναι «ζωντανά» ηχογραφημένο στο ScuolaPopolarediMusicaIvanIllichτης Μπολώνια την 14/5/2011 και αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον δείγμα συγχρόνου, ελεύθερου και αυθόρμητου αυτοσχεδιασμού, προϊόν τριών μουσικών που δεν είναι απλώς «έτοιμοι» να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της στιγμής, αλλά, την ίδιαν ώρα, και απόλυτοι κύριοι των οργάνων τους (γι’ αυτό το λόγο ανταπεξέρχονται δηλαδή). Και τα πέντε κομμάτια (το μεγαλύτερο διαρκεί 16 λεπτά, ενώ το συντομότερο δυόμισι) είναι προϊόντα μιας εξω-μουσικής, προφανώς και κατά πρώτον, επικοινωνίας και περαιτέρω μιας… έκλυτης φαντασίας, μέσω της οποίας καθίσταται εκμεταλλεύσιμο το άπαν των οργάνων. Σαξόφωνα που ηχούν όχι μόνον ως πνευστά αλλά και ως κρουστά, πιάνο… μέσα-έξω, ντραμς και λοιπά percussions (κύμβαλα και πλήθος αντικειμένων) που εκλύουν «πύρινους μύδρους» προς πάσα κατεύθυνση. Μια μουσική με εικονοκλαστική αφετηρία, αλλά, ταυτοχρόνως, πλούσια σε εντάσεις και δονήσεις, όχι όμως και αισθητικώς… ανεξέλεγκτη, κάτι που πιστώνεται στην δημιουργική ικανότητα των τριών μουσικών και βεβαίως στις κεντρομόλες δυνάμεις που κρατούν τους MAGIMCσε «σώμα».
Στο TurbulentFlow[AmiraniAMRN032/ TeriyakiTRK3, 2012] οι GianniMimmoσοπράνο και DanielLevinτσέλο αυτοσχεδιάζουν, «ζωντανοί» επίσης, στην Εκκλησία της S. MariaGualtieri, στην Pavia, την 16/10/2011. Με δύο όργανα «ασύμβατα» μεταξύ τους –υπό την έννοια ότι δεν πρόκειται αναγκαστικώς για δύο «τζαζ» όργανα, ούτε για δύο «δωματίου»– οι Mimmoκαι Levinδιαμορφώνουν ένα ιδιόμορφο ηχητικό περιβάλλον, το οποίο είναι καταγραμμένο για αμφότερα τα όργανα, αλλά οριοθετείται από ένα… τρίτο. Τον χώρο, την Εκκλησία. Έτσι, το προαιώνιο… στούντιο, είναι εκείνο που δίνει μία υπόγεια ταυτότητα στο άκουσμα, μέσα από τα στρώματα των αντηχήσεων και τα ποικίλα βάθη πεδίου. Η μουσική, ρέουσα, συναισθηματικώς φορτισμένη και με πρόδηλη πνευματικότητα αναδύεται και αναβλύζει από κάθε δευτερόλεπτο της ηχογράφησης.
Οι AWindySeasonείναι ένα κουαρτέτο που το απαρτίζουν οι AngeloContiniτρομπόνι, ντιτζερίντου, κρουστά, jewsharp, κοχύλια, MirioCosottiniτρομπέτα, φλούγκελχορν, GianniMimmoσοπράνο και AlessioPisaniμπασούν, κοντραμπασούν. Στο Tidal/ AmphidromicCotidal[AMRN033/ GRIM 006/ TRK004] που είναι μια συμπαραγωγή της AmiraniRecords, του GRIM (MusicalImprovisationResearchGroup) και της TeriyakiRecords, το «πνευστό» κουαρτέτο προσφέρει μία πλήρη, ηχητικώς και συναισθηματικώς, μουσική, οι οποίοι δανείζεται στοιχεία από την ελεύθερηjazz, τον αυτοσχεδιασμό, τη μουσική δωματίουκαι τους ήχους του κόσμου, δημιουργώντας ένα ωριαίο έργο, με συνθέσεις μέσης διάρκειας – πλην του εσχάτου 18λεπτου “Westerliestale”, που αποτυπώνει στην εντέλεια το ευμετάβλητο πνεύμα των συνθέσεων των AWindySeason. Ολοκληρωμένες μελωδίες, κάθε φορά και από διαφορετικό όργανο, που καλύπτουν οτιδήποτε, απρόσμενες συνηχήσεις, μπασογραμμές (από το κοντραμπασούν) από άλλο πλανήτη, μια μουσική ρέουσα, απρόβλεπτη, πληθωρική και τελετουργική, με μιαν αίσθηση soundtrackτης «επόμενης μέρας».

5η ΟΛΥΜΠΙΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ

$
0
0
Οι Ολυμπιάδες Τραγουδιούυπήρξαν… έμπνευση της δικτατορίας (διοργανώθηκαν έξι, από το 1968 έως το 1973) στην προσπάθειά της να ασκήσει πολιτιστική πολιτική, ποντάροντας, ταυτοχρόνως, και στην έξωθεν καλή μαρτυρία. Κάπως σαν μία επιβεβαίωση του καθεστώτος (το ήθελαν – το επεδίωξαν), το οποίον καθεστώς στρέφοντας τα όμματα της διεθνούς κοινής γνώμης (κάποιας κοινής γνώμης, τέλος πάντων) προς τις γιορτές και τα πανηγύρια, θα μπορούσε να συνεχίσει ανενόχλητο την… αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς επί της χειρουργικής κλίνης. Εκείνο, πάντως, που πρέπει να ειπωθεί είναι πως στις Ολυμπιάδεςέδωσαν το παρόν διακεκριμένοι καλλιτέχνες και συγκροτήματα (δεν αναφέρομαι μόνο στους εκτός συναγωνισμού) και, βεβαίως, ακούστηκαν κάμποσα καλά τραγούδια, τα οποία δεν είχαν ουδεμία σχέση με ό,τι θα χαρακτηρίζαμε, επιτιμητικώς ή υποτιμητικώς, ωςχουντοτράγουδα.
Οι Ολυμπιάδες Τραγουδιού, όπως διαβάζω στο καθεστωτικό περιοδικό Θέσεις και Ιδέαι (τόμος Α, τεύχος 4, Απρίλιος 1969), εθεωρούντο από τη γέννησή τους προϊόν της «Πνευματικής Ελλάδος», μαζί με το Φεστιβάλ Αθηνών (που είχε ξεκινήσει πολύ πριν τη δικτατορία βεβαίως, αλλά παρουσίασε αύξηση θεατών, το 1968, της τάξεως του… 298% εν σχέσει με το ’67, πράγμα που σημαίνει πως οι συνταγματάρχες το στήριξαν και το προώθησαν), την Πολεμική Έκθεσητου Ζαππείου (1968), τους επαίνουςτης Ακαδημίας Αθηνών, τα λογοτεχνικά βραβείατου (χουντικού) Υπουργείου Παιδείας (με την συντριπτική πλειονότητα των βραβευθέντων να τα αποδέχονται…) κ.λπ., κ.λπ.
Στην πέμπτη Ολυμπιάδα, που διεξήχθη στο Παναθηναϊκό Στάδιο στο διάστημα 7-9/7/1972 και τελούσε υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών (ένα χουντικής εμπνεύσεως υπουργείο που ιδρύθηκε το 1971 και που πηγαινοέρχεται μέχρι σήμερα – πότε τού κολλάνε τους… τουρίστες, πότε τους αθλητές, πότε αμφότεροι ξεκολλάνε, πότε του κολλάνε και την παιδεία μαζί με τις θρησκείες, μετά τα ξεκολλάνε κι αυτά και δωσ’ του πάλι απ’ την αρχή)… στην 5η Ολυμπιάδα λοιπόν έλαβαν μέρος 40 χώρες, παρουσιάζοντας αντίστοιχα τραγούδια. Συμμετείχαν η Ορχήστρα του Φεστιβάλ (την αποτελούσαν η Ορχήστρα Ελαφράς Μουσικής του ΕΙΡΤ, αλλά και σολίστ ελαφράς μουσικής) υπό την διεύθυνση των Κώστα Κλάββα, Τάκη Αθηναίου και Αλέκου Γεωργιάδη, ο Πειραματικός Όμιλος Χορού του Μανώλη Καστρινού, χορωδία, αλλά και το συγκρότημα Babylon(!), όπως διαβάζω στο πρόγραμμα (μάλλον επρόκειτο για τους… σολίστ ελαφράς μουσικής). Θυμάμαι, κάποτε, σε μια κουβέντα, έναν γνωστό να μου λέει πως οι Babylon (Αλέκος Γλύκας, Εύρης Παρίτσης, Λευτέρης Τζήμας) ήταν… undergroundσυγκρότημα. Μπορεί να ήταν πολύ καλοί οι Babylon, αλλά είχαν τόσο σχέση με το underground, όσο η Ολυμπιάδα Τραγουδιούμε το HumanBe-In.
Οι... Shoking Blue στην Αθήνα - Ιούλιος '72
Φυσικά, και κατά το σύνηθες, στην 5η Ολυμπιάδαυπήρχαν και οι εκτός συναγωνισμού συμμετοχές, που προσέθεταν κύρος στη διοργάνωση και vibesστην εξέδρα. Έτσι λοιπόν την πρώτη μέρα (7/9/1972) εμφανίστηκαν ο Nicola Di Bari (νικητής των Sanremo 1971 και ’72) και ο Βρετανός LallyStottμε τους BlackJacks(ο Stottείχε γράψει το “Chirpychirpycheepcheep” –μεγάλη επιτυχία και για τους MiddleoftheRoad– ενώ οι BlackJacksήταν το συγκρότημά του στην Ιταλία, οι οποίοι έκαναν καριέρα βασικά ως Motowns, πριν ξαναγυρίσουν σε BlackJacks), την 8/7 έδωσαν συναυλίες ο Ντέμης Ρούσσος και ο ArisSan, ενώ την Κυριακή 9/7 ανέβηκαν στη σκηνή του Παναθηναϊκού Σταδίου οι Ολλανδοί ShockingBlueκαι η VickyLeandros.
Jeff Phillips
Στην 5η Ολυμπιάδααπονεμήθηκαν τρία βραβεία (το κάθε ένα για συνθέτη, στιχουργό και ερμηνευτή), επτά τιμητικές διακρίσεις (για τα τραγούδια από την τετάρτη έως την δεκάτη θέση), καθώς και διάφορα ειδικά βραβεία… ώστε, τελικώς, να μην μείνει κανένας παραπονούμενος. Το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στο αυστραλέζικο τραγούδι “Gloria” που απέδωσε ο JeffPhillips, δεύτερο ήταν το πολωνικό “Wierzę drzewom” (Πιστεύω στα δέντρα) που είπε ο StanBorys (από τα συγκροτήματα Blackoutκαι Bizonyτων sixties) και τρίτο το «Τώρα είναι αργά» (Γιώργος Θεοδοσιάδης - Ρέττη Ζαλοκώστα), που τραγούδησε η Μαίρη Αλεξοπούλου.
Stan Borys
Στην τετάρτη θέση είχε καταταγεί το “Heyyouaremysunshine” με τον RockyShahanαπό το Πακιστάν (πήρε τα βραβεία Δημοφιλέστερου Τραγουδιστούκαι Καλύτερης Ερμηνείας) για τον οποίον έχω αφιερώσει ξεχωριστή ανάρτηση στο παρελθόν, στην πέμπτη το “Byebyecountrypie” με την EllenCaron (Καναδάς), στην έκτη το “Atoi” με τον ArtSullivan (Λουξεμβούργο) που τότε περίπου κι αυτός ξεκινούσε την καριέρα του, στην εβδόμη το “Youonlyyou” με την ChungHunhi (Κορέα), στην ογδόη το “Strangerintown” με τον JosephWard (Μεγάλη Βρετανία), στην ενάτη το “Yotedaré” με τον DanielVelasquez(Ισπανία) και στην δεκάτη το “Gitare, gitare” με τον Kićo Slabinac(Γιουγκοσλαβία). Από τις υπόλοιπες συμμετοχές αξίζει να αναφερθεί εκείνη του Sérgio Ricardo (σημαντική μορφή της βραζιλιάνικης μουσικής), του Γάλλου Didier Marouani (αργότερα στους Space κ.λπ.), αλλά και της Τουρκάλας Ayşen Erdoğan.
Μαίρη Αλεξοπούλου
Από πλευράς ηχογραφήσεων τώρα… Δεν είμαι σίγουρος αν το πρώτο βραβείο, η “Gloria” με τον JeffPhillipsτυπώθηκε στην Ελλάδα – τυπώθηκε πάντως στην πατρίδα του νικητή την Αυστραλία ως “Gloria/ Comegowithme” [HavocH 1013, 1972]. Το “Wierzę drzewom” με τον StanBorysακούγεται στο… beatορατόριο “To Pejzaż Mojej Ziemi” [MuzaSXL0938, 1973], στο οποίο συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, και οι MarekGrechuta, Czesław Niemen, Mira Kubasińska και Skaldowie, αλλά και στο προσωπικό LPτου “SzukamPrzyjaciela” [MuzaSXL 0956, 1974].
Το «Τώρα είναι αργά» με την Μαίρη Αλεξοπούλου καταγράφηκε στο 45άρι «Τώρα είν’ αργά/ Εσύ που γελάς» [OlympicOE74044, 1972], το “Atoi” με τον ArtSullivanστο ελληνικό 45άρι “Atoi (Adieu, sois heureuse)/ Joelle” [Carrere ?] –φωτογραφία του εξωφύλλου του, με την ένδειξη «5η Ολυμπιάς Τραγουδιού», είδα σ’ ένα βίντεο του YouTube–, το “Yotedaré” με τον DanielVelasquezστο δισκάκι “Temadeamor/ Yotedaré” [Philips6029 138, 1972], που είχε κυκλοφορήσει σίγουρα στην Ισπανία και την Ολλανδία (πιθανώς και στην Ελλάδα;), ενώ σε άλλες χώρες μπορεί να βγήκαν και κάποια ακόμη τραγούδια… Δεν υπάρχει λόγος να το ψάξω περισσότερο…
Εδώ, οι προηγούμενες αναρτήσεις για τις Ολυμπιάδες Τραγουδιού…
… εδώ η Mariska Veres (ShockingBlue), που βρήκε την ευκαιρία ν’ ανεβεί και στην Ακρόπολη…
κι εδώ τρία από τα τραγούδια της 5ης Ολυμπιάδος…

δύο βιβλία

$
0
0
Είναι από παλαιά γνωστή η αγάπη του Θανάση Συλιβούγια το έργο του Μάνου Λοΐζου – από την εποχή (1997) της έκδοσης του βιβλίου του …η δική του ιστορία [Σύγχρονη Εποχή]. Εκδότης του Μετρονόμου, ο Συλιβός έχει αφιερώσει στον Λοΐζο δύο εξώφυλλα του περιοδικού του (#7, 10/2002 και #46, 7/2012), ενώ προσφάτως, προς το τέλος του ’12, κυκλοφόρησε (από τις δικές του εκδόσεις με το ίδιο όνομα) ένα ακόμη βιβλίο για τον σημαντικό τραγουδοποιό. Τίτλος του: Μάνος Λοΐζος / απ’ τη μνήμη στην καρδιά.
Ο Συλιβός χωρίζει την εργασία του σε μέρη. Στο πρώτο, που επιγράφεται Μουσικό Οδοιπορικό(σελ.13-92), περιλαμβάνεται η διαδρομή του έλληνα συνθέτη από την ιδιαίτερη πατρίδα του την Αλεξάνδρεια, έως τον πρόωρο θάνατό του, στα 45 χρόνια του, την 17/9/1982. Γνωστά και λιγότερα γνωστά γεγονότα, τεκμηριωμένα μέσα από μια σειρά ντοκουμέντων (φωτογραφίες, φυλλάδια, προγράμματα, επιστολές, ετικέτες δίσκων…), διανθισμένα με αποσπάσματα συνεντεύξεων τόσο του ιδίου του Λοΐζου, όσο και συνεργατών του. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου που έχει τίτλο Έγραψαν για τον Μάνο Λοΐζο, διαβάζουμε ενδιαφέροντα κείμενα που δημοσίευσαν για τον τραγουδοποιό, μέσα στα χρόνια, οι φίλοι και συνεργάτες του Φώντας Λάδης, Γιάννης Νεγρεπόντης, Κωστούλα Μητροπούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Δημήτρης Χριστοδούλου, Μανώλης Ρασούλης, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Ρίτσος, Χρήστος Λεοντής, Στέλιος Καζαντζίδης, Γιώργος Μέγγουλης, Νότης Μαυρουδής, Δημήτρης Γκιώνης, Γιάννης Κοντός, Δημήτρης Κατοίκος, Ηλίας Κατσούλης και Αγγελική Μητροπούλου. Στο τρίτο μέρος (σελ.177-215) παρουσιάζονται οκτώ συνεντεύξεις του Λοΐζου, που είχαν δοθεί στο διάστημα 1966-1982, και οι οποίες εμπεριέχουν σημαντικές πληροφορίες όχι μόνον για τον δημιουργό, αλλά και, γενικότερα, για το ελληνικό τραγούδι της εποχής. Το βιβλίο θα ολοκληρωθεί με την παράθεση των στίχων (για τραγούδια), που είχε γράψει ο ίδιος ο Λοΐζος και βεβαίως με την εργογραφία (μουσικές για τον κινηματογράφο και το θέατρο) και την (αναλυτική) δισκογραφία του (σε δίσκους 45 στροφών, LPκαι CD). Μία χρήσιμη έκδοση.
Κάτι ακόμη για το βιβλίο εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/01/blog-post_21.html.
Ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκηςείναι ένας μελετητής του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού με σημαντικό συγγραφικό έργο· υπενθυμίζω τα βιβλία του Μάγκες Αλήστου Εποχής [Μετρονόμος, Αθήνα 2005] και Μούσα Πολύτροπος [Μετρονόμος, Αθήνα 2007] – βιβλία που σε κερδίζουν, αμέσως, ως αναγνώστη, εξ αιτίας της γλαφυρής, προκλητικής (ενίοτε) και τεκμηριωμένης γραφής τους. Ένα πιο πρόσφατο ανάγνωσμα του Βολιότη-Καπετανάκη έχει τίτλο Του Κυρίου του η Φωνή, Ιστορία της δισκογραφίας[Μετρονόμος, Αθήνα 2010] και παρότι έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, αξίζει οπωσδήποτε να γραφούν λίγα λόγια. Ο συγγραφέας εξετάζει εκείνο που λέει ο… δεύτερος τίτλος του (Ιστορία της δισκογραφίας), άλλοτε με συνοπτικό τρόπο, και άλλοτε αναλυτικώς επιτυγχάνοντας να δώσει στοιχεία και να ισορροπήσει, όσο είναι αυτό εφικτό, μεταξύ μιας επίτομης απεικόνισης της πορείας της διεθνούς δισκογραφίας και μιας κατά τόπους υπερ-διεξοδικής, όσον αφορά στην ελληνική εκδοχή της. Ένα πρώτο τμήμα του βιβλίου, έως τη σελίδα 73, θα έλεγα πως αφορά σε μια καταγραφή των διεθνών δισκολογικών συμβάντων από τα μέσα του 19ου αιώνα και τις πρώτες απόπειρες καταγραφής (Édouard-Léon Scott de Martinville, Γαλλία 1857) έως τις μέρες μας, με τις onlineψηφιακές πωλήσεις και την καθοριστική (για τις πωλήσεις) παρέμβαση της κινητής τηλεφωνίας. Στην πορεία το βιβλίο αποκτά μία περισσότερο ελληνοκεντρική χροιά. Εξετάζεται η πορεία της ελληνικής δισκογραφίας κατ’ αρχάς στις ανατολικές κοιτίδες του ελληνισμού (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη), αλλά και στα υπερατλαντικά κέντρα τής μετανάστευσης (ΗΠΑ). Με αναλυτικά στοιχεία και φωτογραφίες ο Βολιότης-Καπετανάκης ζωντανεύει στις σελίδες του τη μεγάλη πορεία του ελληνικού τραγουδιού στην Αμερική, πριν επανέλθει στην ημετέρα και μεγεθύνει με αξιοθαύμαστη ενάργεια στο κεφάλαιο Columbia– στην ιστορία του εργοστασίου στη Ριζούπολη, που θεμελιώνεται στα μέσα Φεβρουαρίου του 1930. Όπως διαβάζουμε: «Στις 20 Δεκεμβρίου 1930 εμφανίζονται οι πρώτες από ελληνικά χέρια ‘πλάκες’ 78 στροφών, με την φωνή του τενόρου Μιχάλη Θωμάκου στα τραγούδια ‘Λωτός’ και ‘Μαρούσκα’(…) αριθμός καταλόγου της Columbia, DG-1». Από ’κει και κάτω (από τη σελίδα 131 δηλαδή έως και τη σελίδα 205) το βιβλίο Του Κυρίου του η Φωνή, Ιστορία της δισκογραφίας είναι κατά βάση η ιστορία της Columbia, από τη γέννησή της και τα χρόνια της μεγάλης δόξας, έως τοέγκλημαπου διεπράχθη με τη σύληση και το γκρέμισμα του εργοστασίου (13/5/2006). Ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης καταγράφει όλο το παρασκήνιο και προσκήνιο της εγκατάλειψης του εργοστασίου, το οποίο θα έπρεπε… «με κρατική φροντίδα να μετατραπεί σε Βαλκανικό Μουσείο Ήχου, όπου θα διασώζονταν και θα εκτίθονταν κυλινδρικά και επίπεδα γραμμόφωνα διαφόρων μεγεθών και τύπων, χιλιάδες δίσκοι 78, 45 και 33 στροφών του εγχώριου δημοτικού και λαϊκού αστικού κύκλου, του ελαφρού τραγουδιού και της παγκόσμιας καλσσικής μουσικής, σπάνια μουσικά όργανα, ραδιόφωνα, ηλεκτρόφωνα και άλλα μεγάλης αξίας αντικείμενα ήχου». Αντ’ αυτών; Το περιεχόμενο της Columbia–όσο δεν συλήθηκε– πουλήθηκε για παλιοσίδερα… Το δεύτερο μέρος του πονήματος (σελίδες 209-300) –αποτελούμενο από τα κεφάλαια Τα Πνευματικά Δικαιώματα, Δώρα Δάνεια και Ψευδώνυμα, Παραγωγοί και Προαγωγοί, Μερακλήδες και Παραχαράκτες– θα μπορούσε να είναι ένα άλλο, διαφορετικό βιβλίο. Τα… παρατράγουδα της δισκογραφίας είναι η… παραϊστορία της. «Παρά…», αλλά ταυτοχρόνως και μιαν ευκαιρία να αποκατασταθούν αδικίες και να λάμψουν οι ιστορικές αλήθειες. Η ιστορία του εγχώριου λαϊκού τραγουδιού διαθέτει πλείστα όσα παρατράγουδα και αυτά αναμοχλεύει (προς εξακρίβωση της αλήθειας) ο ερευνητής. Το ενδιαφέρον είναι πρόδηλο. Το βιβλίο θα κλείσει με τα 40 σελίδων παραρτήματα και ευρετήρια και βεβαίως με τη σχετική (συμπληρωματική) βιβλιογραφία.

για τον MICK FARREN

$
0
0
Την 27η Ιουλίου, πριν λίγες ημέρες  δηλαδή, πέθανε ο MickFarren (ήταν 70 ετών). Μουσικός, τραγουδοποιός, δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο Farrenσυνδέθηκε με το βρετανικό undergroundστο δεύτερο μισό των sixtiesμέσω των Deviants, ένα από τα γκρουπ που καθόρισαν τη συγκεκριμένη μουσική (και όχι μόνο) σκηνή.
Πρέπει να ήταν προς τα τέλη του 1983, όταν είχα διαβάσει για πρώτη φορά κάτι σχετικό με τους Deviantsσ’ ένα άρθρο του Νίκου Κοντογούρη στο ετήσιο Ποπ & Ροκτου ’83-’84, που είχε τίτλο Η Εξέλιξη του Βρετανικού Undergroundστη δεκαετία του ’60. Ο Κοντογούρης κατέγραφε πλείστα όσα γεγονότα της εποχής, ανάμεσά τους δε και τούτο: «Οι Deviantsτραγούδαγαν “Letslootthesupermarket” (ας “γδύσουμε” τα supermarket) και οι οπαδοί τους από κάτω απαντούσαν: “Γιατί να σταματήσουμε όμως εδώ;”». Μπορεί, βεβαίως, αυτή την ίδια παράγραφο, με... ακριβώς τα ίδια λόγια, να την ξαναδιάβασα λίγα χρόνια αργότερα, όταν έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του RichardNevillePlaypower[Paladin, London 1972, πρώτη έκδοση JonathanCapeLtd 1970] –έγραφε ο Neville: TheDeviants, aLondonrockgroup, singLetsLoottheSupermarketandmanyfansaskWhystopthere?’”– όμως εκείνο το κείμενο του Κοντογούρη ήταν η αφορμή για να ψάξω όχι μόνον τους Deviants (που προέβαλλαν, ως γνήσια... αναρχοτέκνα, την απαλλοτρίωσητων σουπερμάρκετ ήδη από το ’67-’68), αλλά και τους PurpleGang, και τους Nirvanaτου Alex Spyropoulos, και τους Tomorrow, ακόμη και τους BlossomToes (που ποτέ δεν κατόρθωσα να τους ακούσω με όρεξη). Ήταν, ακόμη, η περίοδος των επανεκδόσεων των δίσκων του ’60, με την βρετανική Psychoνα ξανατυπώνει το πρώτο LPτων DeviantsPtooff!” από το 1967 [Psycho 16, 1983] και μάλιστα με το ωραίο εξώφυλλο-poster, αλλά και το προσωπικό άλμπουμ του MickFarrenMona/ TheCarnivorousCircus” [Psycho 20, 1984], που είχε πρωτοβγεί στην Transatlanticτο 1970 κι ήταν εγκεκριμένο από τους… HellsAngelsτου Ανατολικού Λονδίνου.
Οι Βρετανοί HellsAngelsήταν γενικώς… καλά παιδιά, παρέχοντας προστασίασε αναρχο-undergroundεκδηλώσεις της εποχής, και κυρίως στο PhunCityrockfestival (24-26/7/1970) που είχε οργανώσει ο Farren–συμμετείχαν, όπως διαβάζω στην Wikipedia, οι MC5, Pretty Things, Kevin Ayers, Steve Took's Shagrat, Edgar Broughton Band, Mungo Jerry(!), Mighty Baby, Pink Fairies, αλλά και ο William Burroughs– όπως και στα freeconcertsστο HydePark (ίσως όχι στο περιώνυμο StonesinthePark, την 5/7/1969, με RollingStones, ThirdEarBand, KingCrimson, Screw, AlexisKorner, Familyκαι BatteredOrnaments, αλλά σ’ ένα επόμενο, την 20/9/1969, με SoftMachine, Deviants, AlStewart, Quintessenceκαι EdgarBroughtonBand). Όπως διαβάζω και στο http://www.ukrockfestivals.com/hyde-park-9-20-69.html: «Οι Deviants εμφανίστηκαν με μαύρaδερμάτινα μπουφάνπροσφέροντας ένα rockσετ που ‘έστειλε’ τον κόσμο, ιδιαίτερα τους HellsAngels. Υπήρχαν πολλές αναφορές στη μαριχουάνα και το LSDκαι ήταν προφανές πως… κάτι ήξερε κι η μπάντα, όπως και οι περισσότεροι από τους θεατές»
Μία μυθιστορηματική εικόνα εκείνων των κονσέρτων παρουσίασε ο MickFarrenστο βιβλίο του TheTalesofWillysRats [Mayflower, London 1975], ένα απόσπασμα του οποίου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό/fanzineτου Νίκου Κοντογούρη Ψυχαγωγός (#7, Οκτώβριος 1989), σε μετάφραση Σπύρου Χυτήρη. Εκείνη την εποχή (1988-89) είχα βρει σε πειρατική unipakέκδοση τόσο το δεύτερο άλμπουμ των Deviants, που είχε τίτλο “Disposable” (είχε πρωτοβγεί σε ετικέτα Stableτο 1968 και σ’ αυτό ακουγόταν το “Letslootthesupermarket”), όσο και το τρίτο, την «Καλόγρια» (όπως το λέγαμε), που ήταν το ωραιότερο όλων (επανέκδοση στην Demon/DropOutτο 1988, πρώτη έκδοση στην Transatlanticτο 1969). Θυμάμαι, μάλιστα, πως με το “BillytheMonster”, leadtrackστην «καλόγρια με το παγωτό», γινόταν χαμός στο στρατό…
Με το… απολελέ και τρελελέ σκάει μύτη και η πραγματεία του MickFarrenγια Το Μαύρο Δερμάτινο Μπουφάν[Στύγα, Αθήνα 1991] και εξ όσων θυμάμαι είχα τρέξει αμέσως να την αγοράσω (το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στην αγγλική το 1985). Οι εκδόσεις Στύγαανήκαν στον Μάκη Μηλάτο (τον ξάδελφο τού συντάκτη τής AthensVoiceμε το ίδιο ονοματεπώνυμο), κατορθώνοντας να τυπώσουν μερικά βιβλιαράκια πριν βάλουν λουκέτο. Το Μαύρο Δερμάτινο Μπουφάνήταν, σίγουρα, το πιο ενδιαφέρον (και η Αυτοκαταστροφική Φύση του Ροκτο πιο αδιάφορο). Ένα πολύ καλό βιβλίο, το οποίον όμως ατύχησε στη μετάφραση και την επιμέλεια. Ο Farrenασχολείται με την πορεία του μαύρου δερμάτινου μπουφάν μέσα στην popκουλτούρα, κάνοντας από την αρχή σχεδόν την πιο σωστή παρατήρηση: «Λυπάμαι που πρέπει να το πω, αλλά οι Ναζί παίζουν δυστυχώς έναν κύριο ρόλο στην όλη ιστορία του μαύρου δερμάτινου τζάκετ». Από ’κει και πέρα… Κόκκινος Βαρόνος, Marlon Brando, Horst Buchholz, Gene Vincent και κάτι λίγο από Vince Taylor, DianaRigg, JimMorrison, punkκ.λπ, κ.λπ., μία πολύ ωραία λαϊκή καταγραφή της διαδρομής του ρούχου, που θα κόλλαγε γάντι, ως επίμετρο να πούμε, στην περισσότερο επιστημονική (σημειολογική) Υποκουλτούρα: Το νόημα του στυλ [Γνώση, Αθήνα 1981] του DickHebdige. Δυστυχώς, όμως, το ξαναλέω, το βιβλίο δεν προσέχθηκε. Υπάρχουν πολλά ορθογραφικά λάθη και πρόχειρες-κακές διατυπώσεις, που δεν δικαιολογούνται από το γεγονός της… πειραματικής έκδοσης (έτσι αναφέρεται στις πρώτες σελίδες). Τι σημαίνει… πειραματική έκδοση; Πειραματική μουσική ή πειραματικός κινηματογράφος το αντιλαμβάνομαι. Αλλά… πειραματική μετάφραση (άσε το έκδοση) αδυνατώ να το καταλάβω. Ή κάθεσαι και ασχολείσαι σοβαρά για να μεταφράσεις ένα βιβλίο, ή το παρατάς· σε τέτοια θέματα δεν νοούνται… πειραματισμοί.
Ξαναδιάβασα εν τάχει το βιβλίο (εκείνο που λέμε… διαγώνια ανάγνωση) και πρόσεξα ουκ ολίγα «μαργαριτάρια» τόσο της μεταφράστριας (Λίλιαν Μπρούζε), όσο και του επιμελητή (Μάκης Μηλάτος). Να μερικά (οι εμφάσεις δικές μου)…
Σελ.16. «Όταν ο Μπομπ Ντύλαν το 1956αποφάσισε να παίξει ηλεκτρική κιθάρα, γλίστρησε ταυτόχρονα μέσα σ’ ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν». Δεν χρειάζεται σχολιασμός.
Σελ. 78. «Έφτασε πάνω στη σκηνή(σ.σ. ο JimMorrison) με μούσι και γυαλιά ηλίου βαστώντας μια μικρή άσπρη λάμπασαν να ήταν κάποιος σκοτεινός προ-Ραφαηλικός μεσσίας». Όλοι, φυσικά, έχουμε δει τη φωτογραφία του Morrisonνα τραγουδά κρατώντας στην αγκαλιά του ένα μικρό άσπρο αρνί. Προφανώς στο originalκείμενο του MickFarrenγίνεται λόγος για lamb (αρνί) και όχι για… lamp (λάμπα).
Σελ. 103. «Κάθε(σ.σ. πανκ)συγκρότημα μέσα σ’ ένα γκαράζ με τρεις χορδέςκαι δυο γιαπωνέζικες κιθάρες ήταν εξίσου καλό με τους Λεντ Ζέππελιν». Εδώ συγχέονται οι χορδές (strings) με τα ακόρντα (chords), ασχέτως αν μιλάμε για (τρία) ακόρντα που παίζονται σε τρεις χορδές.
Σελ.132.«Δε Γουάιλντ Ουάν. Πασίγνωστη κινηματογραφική ταινία του 1953(…) στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο Η Άγρια Συμμορία». Όλοι ξέρουμε πως το TheWildOne, είναι Ο Ατίθασος. TheWildBunch (Η Άγρια Συμμορία) είναι η ταινία του Sam Peckinpah.
Σελ. 138.«Τεντς. Υποκοριστικό της έκφρασης Τέντυ Μπόυς.(…) Το φαινόμενο εμφανίστηκε (καθυστερημένα όπως πάντα)και στην Ελλάδα και για την αντιμετώπισή του ψηφίστηκε ειδικός νόμος (ο περιβόητος 2000. Φυσικά μιλάμε για τον Νόμο 4000, του 1958, που δεν ήταν καθόλου... καθυστερημένος.
Όπου βρείτε το Μαύρο Δερμάτινο Μπουφάντου MickFarrenαγοράστε το. Εγώ λέω πως αξίζει να διαβαστεί παρ’ όλα τα γλωσσικά, γραμματικά, μεταφραστικά και επεξηγηματικά προβλήματά του.

ΓΚΡΟΒΕΡ γέννημα θρέμμα

$
0
0
Τρία χρόνια μετά την CD-έκδοση τού «Σκληρές Λέξεις» (προς το τέλος του ’11 κυκλοφόρησε και το ανάλογο LP), οι Γκρόβερ επανέρχονται με νέο-παλαιό, δυναμικό υλικό (τραγούδια τα οποία γράφτηκαν την περίοδο 1994-98 και που ηχογραφούνται σήμερα).
Όσοι έχουν παρακολουθήσει την πορεία του συγκροτήματος θα γνωρίζουν πως οι Γκρόβερ δεν είναι το σχήμα της συλλογής «Διατάραξη Κοινής Ησυχίας» (1984), ούτε εκείνο της Lazy Dog δέκα χρόνια αργότερα. Είναι ένα γκρουπ του σήμερα, που κινείται περισσότερο προς τις «σκληρές φόρμες», παρά προς το punk (αν και ποτέ δεν υπήρξαν καθ’ ολοκληρίαν punk), χωρίς να απολείπουν από το ρεπερτόριό τους ακόμη και οι μπαλαντικές στιγμές, που μπορεί να ηχούν και κάπως… mainstream (δίχως τούτο να είναι, εκ των προτέρων, αρνητικό).
Τα κομμάτια των Γκρόβερ στο… 500άρι «Γέννημα Θρέμμα» [LabyrinthofThoughts, WipeoutRecords/ B-Otherside] δείχνουν κάτι που σχετίζεται άμεσα με την… ηλικία της μπάντας, και την τριβή της περαιτέρω με το live· είναι δοκιμασμένα, ρέοντας με τον πλέον φυσικό τρόπο. Δεν είναι «δήθεν» και «τραβηγμένα» δηλαδή. Μπορεί το συνολικό αποτέλεσμα να μην εκείνο που θα πήγαινε, ας πούμε, το εγχώριο rock ένα βήμα πιο μπροστά, αλλά δεν το πάει, επουδενί, κι ένα βήμα προς τα πίσω. Ο Πέρτσινος γράφει απλούς, αλλά κάπως «παράξενους» όσον αφορά στη διατύπωσή τους, στίχους, τους οποίους όμως εκείνος ξέρει πώς να τραγουδά, που να «κόβει», ποιες λέξεις να «τραβάει», ποιες να τονίζει κ.ο.κ. Αυτή η άμεση σχέση του τραγουδιστή με το λόγο είναι ό,τι δίνει βάθος στην έννοια «περφόρμερ». Μέσα απ’ αυτή τη σκοπιά, δηλαδή, αν το δει κανείς, πιθανώς να διαπιστώσει εκείνο που διαπίστωσα κι εγώ. Πως ακόμη και τα λεκτικά σκαμπανεβάσματα (ας τα πω έτσι) των Γκρόβερ «κρύβονται», χάνονται πίσω από τη σιγουριά, την ορμή και την αποφασιστικότητα της ερμηνείας. Έχω την εντύπωση, με άλλα λόγια, πως στην περίπτωση του θεσσαλονικιώτικου γκρουπ, είναι αποφασιστικής σημασίας η παρουσία του Πέρτσινου (στίχοι-τραγούδι), δίχως να θέλω να μειώσω τη συμβολή των υπολοίπων (Ηλίας Παπαδόπουλος κιθάρες, Λάζαρος Πλιάμπας τύμπανα, κρουστά, φωνητικά, Νίκος Ευθυμιάδης μπάσο, Στέλιος Τσέλιος κιθάρες). Στο «Γέννημα Θρέμμα» υπάρχουν πολλά κομμάτια με ερμηνευτικό παλμό και παίξιμο βαρβάτο («Φόνισσα τύχη», «Γέννημα θρέμμα», «Ξανά», «Ψέματα σου λένε»…), που δείχνουν για μία εισέτι φορά τη δύναμη του «αγνού», σκληρού, «καθαρού» rocknroll, την οποίαν ελάχιστοι νομίζω πως προβάλλουν πια (χρησιμοποιώντας ελληνικό στίχο). Στα liveτους πρέπει να γίνεται χαμός...

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΑΛΙΚΟΣ η jazz του Αιγαίου

$
0
0
ΤoCDτου Γιάννη Μπαλίκουέφθασε στα χέρια μου με το ταχυδρομείο, με διεύθυνση αποστολέα από την Πάρο· δεν έγραψα «η jazzτου Αιγαίου» γι’ αυτόν το λόγο – άκουσα κιόλας… Ολίγα βιογραφικά γι’ αρχή: «O Γιάννης Μπαλίκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Ξεκίνησε να παίζει μουσική στα δεκαοκτώ του. Σπούδασε keyboards, αρμονία και ανώτερα θεωρητικά στο Απολλώνιο Ωδείο. Ήταν μέλος του rockγκρουπ Finding The Name (1984-1989). Μετά την διάλυση του γκρουπ μελέτησε Τζαζ Αρμονία περίπου για ένα χρόνο. Από το 1991 ζει στην  Πάρο, όπου εργάζεται ως επαγγελματίας μουσικός και καθηγητής μουσικής. Παράλληλα συνθέτει συμφωνική μουσική, σονάτες για πιάνο κ.λπ. Επίσης έχει γράψει μουσική για θεατρικές παραστάσεις. Έχει συνεργαστεί με αρκετούς αξιόλογους, γνωστούς και αγνώστους έλληνες καλλιτέχνες σε συναυλίες και ηχογραφήσεις. Παρόλο που τα μουσικά του πάθη είναι η jazz και η κλασική, του αρέσει να πειραματίζεται και να παντρεύει και άλλα είδη όπως: rock, latin, folk, new age... Τα τελευταία χρόνια γράφει soundtracksγια ταινίες μικρού μήκους και μουσικές επενδύσεις για ντοκυμαντέρ. Το καλοκαίρι του 2012 παρουσιάζει στην Παροικιά της Πάρου την πρώτη του δισκογραφική δουλειά με τίτλο “JohnBalikos Trio” με instrumental συνθέσεις σε ύφος cinematic-soft jazz».
Αν υπάρχει ένα παράξενο στην περίπτωση του JohnBalikosTrioείναι το γεγονός πως ο ίδιος (ο Μπαλίκος) δεν είναι μέλος του τρίο του – του τρίο, που φέρει τ’ όνομά του! Δεν είμαι σίγουρος αν κάτι τέτοιο έχει ξανα-καταγραφεί στην ιστορία της jazz, αλλά, εν πάση περιπτώσει, έτσι συμβαίνει εδώ κι ας προχωρήσω… Τρεις μουσικοί, ο Γιάννης Κυριμκιρίδης πιάνο, ο Πέτρος Βαρθακούρης κοντραμπάσο και ο Γιάννης Αγγελόπουλος ντραμς, αναλαμβάνουν να μεταφέρουν τις συνθέσεις του Μπαλίκου στο CD, προτείνοντας ένα μικρής διάρκειας άλμπουμ (λίγο πάνω από 27 λεπτά), το οποίο περατώνεται δίχως να το καταλάβεις. Οι συνθέσεις του Μπαλίκου είναι αφηγηματικές. Δημιουργούν εικόνες. Μα αν αναφερόμαστε σε… μη οπτικούς τύπους, τότε να πούμε πως σχετίζονται, περαιτέρω, με την αρμονία και την ομορφιά. Μπορεί να υπάρχει αλλού κάτι ελαφρύ, κάτι από KeithJarrettεδώ κι εκεί, αλλά εκείνο που υπάρχει πρωτίστως –και είναι βαρύ– είναι η μελωδία ενός MichelLegrand, είναι το mediterraneanfeeling, το οποίον πιο πολύ το νοιώθουμε (εμείς οι Μεσόγειοι) και λιγότερο το επεξηγούμε. Έχει, δηλαδή, η μουσική του Γιάννη Μπαλίκου κάτι πολύ από τον τόπο (Πάρος), στον οποίο ζει και εργάζεται· κι αυτό, εκ πρώτης, είναι θετικό. Η μουσική δηλαδή να σχετίζεται με το χώρο, από τον οποίον προέρχεται. Άμα ζεις στην Παροικιά δηλαδή δεν μπορεί να είσαι «πάνκης», χώνοντάς τα στην «κακούργα κοινωνία» (τίποτα, φυσικά, δεν αποκλείεται, καταλαβαίνετε όμως πώς το λέω), μπορεί όμως να γράφεις αυτή την υπέροχη, θωπευτική μουσική, που παρουσιάζει, εδώ, ο Γιάννης Μπαλίκος (επίσης… αντιλαμβάνεστε πώς το λέω). Τα έξι κομμάτια είναι, όλα, ένα κι ένα. Με παίξιμο απέριττο, αλλά και με την romanceνα ξεχειλίζει από κάθε μέτρο, το “JohnBalikosTrio” είναι ένα άλμπουμ που στοχεύει κατ’ ευθείαν στην ανάδειξη των μελωδιών και βεβαίως του τελικού αρμονικού επιστεγάσματος. Εν ολίγοις; Ένα ήδη αγαπημένο CD.
Επαφή: g230964@gmail.com 
Viewing all 5086 articles
Browse latest View live