Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5023 articles
Browse latest View live

ΣΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ η ποίηση των δίσκων

$
0
0
Αν γινόταν λόγος για έναν μουσικό που ηχογραφεί ανελλιπώς τα τελευταία 50 χρόνια δεν ξεχνάμε, εννοείται, πως ο Σάκης Παπαδημητρίουείναι και μουσικός, τότε θα το γιορτάζαμε αλλιώς. Κάποιοι, δηλαδή, θα εύρισκαν την αφορμή για να γράψουν και να ξαναγράψουν, υπενθυμίζοντάς μας όλα εκείνα που… δεν θα είχαμε αναγκαστικώς ξεχάσει. Παρότι κάτι τέτοιο συμβαίνει κυρίως με τα λεγόμενα «ποπ είδωλα» δεν θα ήταν άστοχο αν λέγαμε πως και τα… λιγότερο «ποπ είδωλα» έχουν κι αυτά τα ιωβηλαία τους. Με τους συγγραφείς, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο. Τα «χρυσά γενέθλιά» τους είναι αλήθεια πως περνάνε λιγάκι στο ντούκου. Και ίσως καλύτερα. Ο συγγραφέας, από τη φύση του, από τον τρόπο που δουλεύει, από το πώς επιχειρεί να κάνει γνωστό το έργο του αφού το ολοκληρώσει, φαίνεται πως ανθίσταται στην ευρεία έκθεση και την πολλή συνάφεια. Κι είναι έτσι, δίχως τούτο να σημαίνει πως δεν υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Πιάνοντας στα χέρια μου το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα, πιανίστα της jazzκαι αυτοσχεδιαστή Σάκη Παπαδημητρίου, που έχει τίτλο Η Ποίηση των Δίσκων [Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2014] συνειδητοποίησα πως από την εποχή του πρώτου-πρώτου βιβλίου του (την Εισαγωγή στην Τζαζστις Εκδόσεις Διαγωνίου του Ντίνου Χριστιανόπουλου) έχουν περάσει 51 ολόκληρα χρόνια! Μέσα σ’ αυτόν τον μισόν αιώνα ο Παπαδημητρίου έχει εκδώσει 22 βιβλία, έχει κυκλοφορήσει 18 δίσκους (LPκαι CD), υπογράφοντας συγχρόνως εκατοντάδες άρθρα σε πάμπολλα περιοδικά κι εφημερίδες. Όλοι θυμόμαστε, ας πούμε, την 20χρονη στήλη του στο περιοδικό Jazz& Τζαζ, που είχε τίτλο Τζαζ & Λογοτεχνία
Τον Παπαδημητρίου τον απασχολεί από πολύ παλαιά η σχέση ανάμεσα στον λόγο (ποιητικό, λογοτεχνικό) και τη μουσική. Αν θέλετε, για να το εξειδικεύσω περισσότερο, η σχέση ανάμεσα στον λόγο και την τέχνη της jazz, και βεβαίως του αυτοσχεδιασμού. Κάτι που φαίνεται όχι μόνον από την σχετική και πυκνότατη αρθρογραφία του, αλλά και από το ίδιο το προσωπικό μουσικό και λογοτεχνικό έργο του. Ο Παπαδημητρίου, συχνά, όταν γράφει γράφει σαν μουσικός της jazz, ενώ όταν συνθέτει συνθέτει σαν λογοτέχνης. Οι δύο ιδιότητές του μοιάζουν, πολλάκις, αδιαχώριστες, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα σχετικά θέματα που αρέσκεται να αναπτύσσει στον περιοδικό Τύπο (κυρίως). Έτσι, από τα περιοδικά Jazz& Τζαζ(πρωτίστως), Ένεκεν, Μπιλιέτοκαι Η Παρέμβασηαντλεί την πρώτη ύλη του νέου βιβλίου του, την οποίαν αφού την επανεπεξεργαστεί την παραδίδει σε μιαν ωραία έκδοση 111 σελίδων γεμάτη, εν προκειμένω, από τζαζκαι ποίηση.
Στην Ποίηση των Δίσκωνδιαβάζουμε κείμενα για τις διακριτικές ή… καθόλου διακριτικές σχέσεις μουσικών/αυτοσχεδιαστών και ποιητών, έτσι όπως εκείνες αποκρυσταλλώθηκαν στα αυλάκια και τα ένθετα των άλμπουμ στο πέρασμα του χρόνου. Μερικές τέτοιες σχέσεις αφορούν στους SimonNabatov - JosephBrodsky, LeonardFeather/ CharlesMingus - LangstonHughes, SteveLacy - GeorgesBraque/ BlagaDimitrova, ChristophGallio- RobertFilliou, PhilMinton/ VeryanWeston - Χο Τσι Μινχ, SteveSwallow/ SteveLacy - RobertCreeley, JacquesDemierre- Guillevic, MichaelMantler - ErnstMeisterκ.ά. Τα κείμενα, γραμμένα με το γνωστό λιτό και… αντιδραματικό στυλ του Σάκη Παπαδημητρίου διαβάζονται τάχιστα και με μεγάλη άνεση σε μια διαδρομή με λεωφορείο π.χ. (όχι με μετρό…) στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, ενώ, την ίδιαν ώρα, αναγνώστες από άλλες πόλεις μπορούν να τα διαβάσουν, και αυτοί, στα πάρκα ή τις πλατείες… (Προτιμάται και προτείνεται, με άλλα λόγια, το διάβασμα τού συγκεκριμένου βιβλίου σε δημόσιους χώρους από την ανάγνωση οίκαδε).

INGRID SCHMOLINER προετοιμάζοντας το πιάνο

$
0
0
Το όνομα τής IngridSchmolinerαναφέρθηκε μόλις το προηγούμενο Σάββατο με αφορμή το άλμπουμ “PARAphore” των Para, ενός avantσχήματος το οποίο αποτελούν υπενθυμίζω (πλην της Schmoliner) η Έλενα Κακαλιάγκου και ο ThomasStempkowski. Τώρα, ένα προσωπικό LPτης αυστριακής πιανίστα έρχεται να μας απασχολήσει, ένα LPγια προετοιμασμένο πιάνο αποτελούμενο από έξι συνθέσεις – τρεις ανά πλευρά. (Να πω, με την ευκαιρία, πως οι vinyl-issuesξανακαλύπτουν σιγά-σιγά κ α ι το τοπίο της σύγχρονηςηχητικής γκάμας, με τα «δύσκολα» longplaysνα παρατάσσονται, πια, δίπλα στις πιο δημοφιλείς και εμπορικές κυκλοφορίες).
Το “Kарлицы Cюита” [Corvo, 2014] –δεν γνωρίζω ποια μπορεί να είναι η αναγκαιότητα του κυριλλικού τίτλου– ανοίγει με το 5λεπτο “Stampa”, ένα ρυθμικό track, που ακούγεται κάπως σαν δοκιμαστικό των CAN (“Mothersky” και τα λοιπά). Είναι άξιον απορίας –πάντα οι ήχοι που προέρχονται από ένα preparedpianoθα είναι άξιοι απορίας– με ποιον ακριβώς τρόπο η Schmolinerδημιουργεί αυτήν την αίσθηση του «καμπανωτού» μπάσου και κυρίως πώς κατορθώνει να αναπαραστήσει ένα τοιούτο rhythmsection (μπάσο-ντραμς) μόνο με το πιάνο της. Το 8λεπτο “Grul” μοιάζει κάπως… παραμυθένιο. Σαν soundtrackενός παραμυθιού για μεγάλους, πάντως, καθότι υπάρχει εντός του και μιαν αίσθηση ιεροτελεστίας. Ναι, είναι οι… καμπάνες που σκάνε από παντού και οι οποίες, με τις συμβολές τους, δημιουργούν αυτήν την κάπως «μυστική» ατμόσφαιρα. Στο επίσης 8λεπτο “Balaenamysticetus” η Schmolinerμάς μεταφέρει στους… μακρινούς ωκεανούς, σ’ ένα περιβάλλον στο οποίο ζει η φάλαινα… Balaenamysticetus. Ό,τι ακούμε –ένα κάπως υπόκωφο σύστημα… βόμβων και αναδράσεων (όλα από το πιάνο προέρχονται)– έχει συμβεί προφανώς για να κινητοποιήσει, στο μέτρο του δυνατού, οικολογικώς. Το κάπως aggressiveκαι θορυβωδώς εκστατικό “BabaJaga” υποτίθεται πως εκφράζει κάτι από το… απολλώνιο σκότος τής φερώνυμης θεότητας των αλπικών ορέων. Αλλά γιατί «υποτίθεται» και γιατί «κάτι»; Η δομή του κομματιού είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την μετατροπή της υπόθεσης σε βεβαιότητα. Το 12λεπτο “Teadin” είναι το μοναδικό κομμάτι του άλμπουμ στο οποίο εκτός από το πιάνο, χρησιμοποιείται και e-bow. Σε κανένα άλλο trackδεν υπάρχει ηλεκτρονική επεξεργασία ή παρέμβαση, ούτε overdubs, αφού όλα τα κομμάτια είναι γραμμένα σε πραγματικό χρόνο. Εδώ, λοιπόν, η ηλεκτρονική-ambientεπέκταση είναι προφανής, όπως προφανής είναι και η οριοθέτηση ενός χώρου, στον οποίον κυριαρχεί το… αέναον μέσω της εκφραστικής λιτότητας. Το έσχατο “Zampamuatta” είναι μία επιστροφή στο “Stampa” (το leadtrackτου LP). Η αρχική ρυθμική γραμμή υποσκάπτεται από διαρκή θορυβώδη («εσωτερικά» του πιάνου) patterns, απαιτητικής, φρονώ, «προετοιμασίας».
Το γεγονός ότι το “Kарлицы Cюита” κλείνει (σχεδόν) με τον τρόπο που ανοίγει σημαίνει πως η Schmolinerείχε κάτι πολύ συγκεκριμένο στο νου της, έναν «κύκλο» τον οποίο εξύφανε με τρόπο απολύτως προσωπικό και, οπωσδήποτε, αισθητικώς αυτάρκη. Τι ακριβώς ήταν/συμβόλιζε αυτός ο «κύκλος» μένει, ίσως, να διευκρινιστεί… αν και, πιθανώς, να μην είναι αυτό το σημαντικότερο…

XYSM μεθανόλη

$
0
0
Ήταν Απρίλιος του 2011 όταν έγραψα πρώτη φορά για τους XYSM(Χρίστος/ Yiannis/ Sébastien/ Manolis). Τώρα, τρεισήμισι χρόνια μετά, το επιχειρώ και πάλι παίρνοντας αφορμή από την πρόσφατη παρθενική-κανονική κυκλοφορία τους, ένα… ωραία και απλά πακεταρισμένο CD, τυπωμένο για την εταιρεία Phase!. Ηχογραφημένο τον Ιούνιο του 2013 από τους ίδιους μουσικούς που ξεκίνησαν το γκρουπ (Χρίστος Χονδρόπουλος κρουστά, Γιάννης Σαξώνης ηλεκτρονικά, SébastienMarteauπνευστά, Μανώλης Χατζηδάκης ενισχυμένο zither) το CHO (σ.σ. ο μοριακός τύπος της μεθανόλης) είναι ένα μικρής διάρκειας άλμπουμ (λιγότερο της μισής ώρας) αποτελούμενο από έξι tracks(1:56 το μικρότερο, 8:12 το μεγαλύτερο), τα οποία, γενικώς και ειδικώς, κινούνται στο χώρο του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού.
Το 2λεπτο “Oxethane” είναι μια εισαγωγή για κρουστά, σαξόφωνο και ηλεκτρονικά (φυσικά). Οι XYSMκαθορίζουν ένα πρώτο, βασικό, επίπεδο, μια πλατφόρμα πάνω στην οποία εναποθέτονται ανερμάτιστοι ήχοι κρουστών (και zither), «γεμίσματα» σαξοφώνου και «ήσυχα» ηλεκτρονικά. Στο “5145 Pholus” η κατάσταση αποκτά πιο ισχυρό παλμό, με τα συνεχή breaksτου σαξοφώνου, να «κάθονται» πάνω στα «χαλιά» των κρουστών και των ηλεκτρονικών, προβάλλοντας, πάντα, ένα freeformσκηνικό. (Οι XYSM–για τους οποίους έχω την αίσθηση πως βρίσκονται, συχνότερα, πλησίον του rockκαι όχι της jazz–, δημιουργούν, αυτοσχεδιάζοντας, νέους «κόσμους»). Το “MrBurdon” που ακολουθεί ξεκινά να αχνοφέγγει μέσω της ευφάνταστης κρουστής διαχείρισης, πριν εκτονωθεί κι αυτό προς ένα space-jazzπεριβάλλον. Στο πρώτο 5λεπτο κομμάτι του CD, που έχει τίτλο “Pseudomonas” οι ακουστικές εκπλήξεις διαδέχονται η μία την άλλη. Κατ’ αρχάς υπάρχει μία προφανής… άρρυθμη γραμμή, η οποία εμπλουτίζεται από τις διαρκείς παρεμβολές των κρουστών και φυσικά την διαβρωτική ένταξη, στο κυρίως σώμα, των πνευστών, του zitherκαι των ηλεκτρονικών. Το άκουσμα με την… κάπως διακεκομμένη αγχωτική ανάπτυξή του, ανοίγει και κλείνει μέσα σ’ ένα… άχρονο πλαίσιο. Λίγο λιγότερο από 6 λεπτά διαρκεί το “C-stoff”, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του “CHO”, με την έντονη παρουσία του φλάουτου, τις αυξομειώσεις στην ένταση, τις noisyπαρεμβάσεις και το «ελεύθερο» κλείσιμο (όχι μακριά από την προβληματική συγκροτημάτων όπως οι NihilistSpasmBandή οι Borbetomagus). Το τελευταίο trackτου CDέχει τίτλο “Formicacid” και ξεπερνά τα 8 λεπτά. Τα κρουστά, στην αρχή, με τους κύριους ήχους και τις παρηχήσεις τους δημιουργούν μιαν αίσθηση ήπιου japanoise, προεξοφλώντας ένα ανέβασμα του volume, που έρχεται προς το τέλος, όταν το γκρουπ αναλαμβάνει ομαδικώς να φέρει εις πέρας την… λειτουργία.
Τριακόσια αντίτυπα… για την ιστορία.
Επαφή: www.phasejunk.com

οι 1982 είναι Νορβηγοί

$
0
0
Ένα σχήμα, ένα συγκρότημα από την Νορβηγία που έχει για όνομά του μια χρονιά, 1982... Δεν ξέρω αν είναι πρωτότυπο (μπορεί ναι, μπορεί και όχι), εκείνο που ξέρω (και ακούω) είναι πως οι 1982 είναι ένα πολύ ενδιαφέρον τρίο, που φθάνει στο τέταρτο άλμπουμ του (κυκλοφορεί σε LPκαι CD) μετά από μια πορεία, η οποία, χονδρικώς, περιλαμβάνει έργα από το χώρο του… λυρικού αυτοσχεδιασμού.
Στο παρόν A/B [Hubro, 2014], που δημιουργείται εξ αρχής με τη λογική του LP, οι βασικοί συμμετέχοντες NilsØklandβιολιά, φωνή, SigbjørnApelandαρμόνιο, πιάνο και ØyvindSkarbø ντραμς, κρουστά, συνεργάζονται στην πρώτη πλευρά του δίσκου και στο track“18:16” (τίτλος του trackείναι η διάρκειά του) με μιαν ομάδα πνευστών μουσικών (κλαρινέτο, φλάουτο, μπασούν, τρομπόνι, κόρνο) υπό την διεύθυνση του Stian Omenås (γνωστός, ίσως, από τις συνεργασίες του με τον KennyWheelerκαι άλλους διαφόρους). Το αποτέλεσμα έχει να κάνει με μία κάπως ιδιόμορφη ηχητική κατάσταση, η οποία επιβάλλεται, βασικά, λόγω του αργού tempoτης. Η ανάπτυξη θυμίζει ηλεκτρονικές συνθέσεις, χωρίς όμως, εδώ, να υπάρχει έστω και ίχνος από τη σχετική επεξεργασία. Απεναντίας, εκείνο που ακούμε είναι ένα παράξενα αρθρωμένο συνεχές από διαρκή breaks πνευστών, βιολιού και αρμονίου (συμβατικών οργάνων δηλαδή), που οικοδομούν εν τέλει μία στοχαστική ατμόσφαιρα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως ένας «ήχος ECM» είναι διακριτός στο “18:16” και πως η έντονη αφηγηματικότητα της σύνθεσης έχει τη λογική του soundtrack, όντας ικανή να περιγράψει πρόδηλες ποιητικές εικόνες. Τα πέντε κομμάτια της δεύτερης πλευράς (με διάρκειες που κυμαίνονται από δύο έως πέντε λεπτά) δεν είναι εντελώς «άλλης» λογικής. Αν και αφορούν στο βασικό τρίο (Økland, Apeland, Skarbø), αν και εμφανίζουν, ενίοτε, μία ρυθμική ακολουθία που δεν αντιβαίνει, απαραιτήτως, στην δημιουργία μιας «κενής» ατμόσφαιρας, το συνολικό αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Οι 1982 είναι ένα σχήμα nordicjazz, με έντονα στοιχεία αυτοσχεδιασμού, ενσωματωμένα όμως σ’ ένα ευρύτερο, και κάπως «ταρκοφσκικό», πλάνο.
Επαφή: www.hubromusic.com

οι 180 ήταν Ούγγροι

$
0
0
Το πρώτο LP των Ούγγρων 180, που κυκλοφόρησε στην Hungaroton [SLPX 12545] το 1983, είναι ένα από τα σημαντικότερα άλμπουμ του ευρωπαϊκού μινιμαλισμού. Περιελάμβανε τέσσερις (ή μάλλον πέντε) συνθέσεις, πρωτότυπες και μη, ερμηνευμένες με σθένος από μιαν ομάδα 15 μουσικών, που είχε επικεφαλής τον περκασιονίστα και φλαουτίστα Tibor Szemző (γνωστότερος, σε όσους, από τα μεταγενέστερα CD του στην βρετανική Leo Records). Τα πέντε έργα που αποδίδονται, εδώ, από τους 180 είναι τo “Water-Wonder” του ιδίου του Szemző (συντεθειμένο το 1982, διάρκειας 5:50), το “Music for Pieces of Wood” (1973, 8:40) του Steve Reich, το “Etude for Three Mirrors” (1982, 7:30) του László Melis, του περκασιονίστα, πιανίστα και βιολιστή των 180 και το “Coming Together/ Attica” (1972, 24:24) του Frederic Rzewski (track που καταλαμβάνει ολόκληρη την δεύτερη πλευρά του δίσκου). Ας πούμε λίγα λόγια παραπάνω για κάθε ένα από τα κομμάτια…
Στο “Water-Wonder” συνυπάρχουν τρία είδη φλάουτου και tape-feedback. Τόσο το προηχογραφημένο τμήμα, όσο και οι συνακολουθίες των πνευστών υπηρετούν το ίδιο βασικό μουσικό μοντέλο μέσα από παράλληλες διαδρομές. Προς το τέλος της σύνθεσης, όταν οι παράλληλες αυτές διαδρομές συμβάλλουν («σταγόνες νερού», που όσο κυλά ο χρόνος πυκνώνουν και μαζεύονται προς ένα σημείο), το παραγόμενο ακουστικό μίγμα δημιουργεί, με τρόπο αξιοπρόσεκτο θα έλεγα, την αίσθηση της αντήχησης της επιφάνειας του νερού, καθώς εκείνο μετατρέπεται σιγά-σιγά σε... ποτάμι. Το ίδιο θέμα, λίγα χρόνια αργότερα, ο Szemző θα το επανεπεξεργαστεί και θα το συμπεριλάβει σε μια 15λεπτη σχεδόν εκδοχή στο προσωπικό άλμπουμ του “Snapshot from the Island” [Leo Records, 1987].
Από την κλασική εποχή του μινιμαλισμού έρχεται το “Music for Pieces of Wood” του Steve Reich. Το έργο είναι γραμμένο αυστηρώς για απλά ξύλινα κρουστά και είναι χωρισμένο σε τρία μέρη (των έξι, των τεσσάρων και των τριών τετάρτων). Κάθε μέρος, δε, είναι χωρισμένο σε πέντε… υπομέρη, το πρώτο εκ των οποίων ακολουθεί τον βασικό ρυθμό, τα επόμενα τρία περιστρέφονται ελαφρώς μετατοπισμένα γύρω απ’ αυτόν, ενώ το τελευταίο τον διπλασιάζει. Η ιστορία της μουσικής έχει κατατάξει το “Music for Pieces of Wood” μεταξύ των σπουδαιότερων έργων του SteveReich από τις αρχές των seventies μαζί με το “Drumming” και το “Clapping Music”.
Λαμπερή σύνθεση το “Etude for Three Mirrors” του László Melis ανήκει στην πιο πρόσφατη περίοδο της… επαναληπτικής μουσικής. Τέσσερις πιανίστες σε δύο πιάνα παίζουν, εναλλάσσοντας με περιπλεγμένο τρόπο, τονικές, τροπικές και δωδεκαφθογγικές κλίμακες. Από ’κει και πέρα έρχονται να προστεθούν στη βασική δομή όλα τα υπόλοιπα όργανα (φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο, φαγκότο, βιόλα, τσέλο τρομπόνι, ηλεκτρικό μπάσο) δίνοντας έμφαση σε συγχρονισμένα παράλληλα επίπεδα, που κινούνται πλησίον μιας κάποιας «τζαζ δωματίου» αισθητικής.
Η μεγάλη στιγμή, πάντως, του άλμπουμ των 180 (ή 180-AsCsoportόπως αναφέρονται στο οπισθόφυλλο), και για λόγους που δεν άπτονται μόνον του μουσικού περιεχομένου, είναι η σύνθεση του FredericRzewski (γνωστότερος ως ιδρυτικό μέλος των Musica Elettronica Viva) “Coming Together/ Attica”. Και τα δύο έργα είναι εμπνευσμένα από την εξέγερση των κρατουμένων στις φυλακές Attica (στην ομώνυμη πόλη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης) τον Σεπτέμβριο του 1971, που είχε ως αποτέλεσμα 43 άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους (33 κρατούμενοι και 10 προσωπικό), μεταξύ των οποίων και ο SamMelville(ένας λευκός της ριζοσπαστικής Αριστεράς που είχε αρνηθεί να πολεμήσει στο Βιετνάμ, καταφερόμενος εναντίον του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και ακολουθώντας στην πορεία τον λεγόμενο «ένοπλο αγώνα»). Ένα από τα γράμματα που έγραψε από την φυλακή ο Melvilleόλα μαζί εκδόθηκαν σε βιβλίο ως LettersfromAttica [WilliamMorrow& Company, Inc.] το 1972 με πρόλογο του αγωνιστή δικηγόρου William Kunstler–, αποτέλεσε τη βασική επιρροή για τον επίσης Αριστερό Rzewskiστη σύνθεσή του “ComingTogether”, η πρώτη δισκογράφηση της οποίας (όπως και της “Attica” εξάλλου) συνέβη για το αμερικανικό LPτής OpusOneAttica/ ComingTogether/ LesMoutonsDePanurge” το 1974. Έτσι, μια επιστολή του Melvilleαπό την άνοιξη του ’71, γεμάτη ένταση, πάθος και αισιοδοξία για την αποφυλάκιση που ποτέ, εν τω μεταξύ, δεν ήρθε, θα αποτελέσει τη βάση πάνω από την οποία η μουσική του “Coming Together” απλώς θα υπάρξει. Τα λόγια του Melville, καθώς επαναλαμβάνονται... επ’ άπειρον –από «βαριά»έως συγκλονιστική η ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι 180– αρκούν για να τοποθετήσουν τη σύνθεση αυτή του Rzewski στις μεγάλες στιγμές της παγκόσμιας political music. Εμπλουτισμένη ορχηστρικώς η σύνθεση “Attica” στηρίζεται, και αυτή, στο ίδιο γεγονός, που συντάραξε την προοδευτική Αμερική εκείνα τα χρόνια (να μη θυμηθούμε τώρα το “AtticaState” των JohnLennon/ YokoOno, το “Remember Rockefeller at Attica” του CharlesMingusή το “AtticaBlues” του ArchieShepp…). Ο Richard X Clark, ένας από τους ηγέτες της εξέγερσης, αποφυλακιζόμενος την 8/2/1972 ερωτάται στο δρόμο προς το Buffalo… πώς αισθάνεται τώρα που αφήνει, πλέον, την Attica πίσω του. Ο Rzewski δανείζεται την συνταρακτική απάντηση του μαύρου RichardXClark και την απλώνει στο διηνεκές: “Attica is in front of me”

ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ – ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ – ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ ένα σίδερο αναμμένο…

$
0
0
Είναι γνωστό πως υπάρχουν αρκετά ελληνικά τραγούδια που έχουν κατά καιρούς ακουστεί στο εξωτερικό – είτε έγιναν, είτε δεν έγιναν παγκόσμια hits. Κάποια μπορεί να τραγουδήθηκαν πριν πολλά-πολλά χρόνια, αλλά σήμερα να είναι ξεχασμένα (οι «Ντιρλαντάδες»), ενώ κάποια άλλα μπορεί να τραγουδήθηκαν και πιο πρόσφατα, δίχως να απασχόλησαν το πλατύ κοινό, αφορώντας περισσότερο στους «μυημένους» (η διασκευή των ιταλών «μεταλλάδων» Holy Martyr στα «Δειλινά» του Ζαμπέτα). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν είναι πολλά εκείνα τα ελληνικά τραγούδια που εξακολουθούν να μεταδίδονται σε κάθε μήκος και πλάτος τα τελευταία 50 χρόνια. Να ακούγονται και σήμερα σε Ανατολή και Δύση εννοώ, και να γίνονται συνεχώς «επιτυχίες». Ένα απ’ αυτά τα τραγούδια, που… δεν το πιάνει αναγκαστικά το μάτι και το αυτί πολλών, είναι το «Έφυγε έφυγε», που συνέθεσε ο Βασίλης Βασιλειάδης σε στίχους Πυθαγόρα και τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης (με την Λίτσα Διαμάντη στη δεύτερη φωνή). Το τραγούδι αυτό, σχεδόν μισόν αιώνα τώρα, εξακολουθεί να ακούγεται όχι μόνο στην Ελλάδα (βασική… συρτή απόλαυση σε κάθε λαϊκό γλέντι) αλλά και πέραν αυτής, να «χώνεται» πάντα μέσα στα οριενταλικά DJ sets, να μεταφράζεται σε ξένες γλώσσες και να αποτελεί ένα εκτός λογικής hit σε ποικίλα και αντιδιαμετρικά κυκλώματα. 
Καζαντζίδης - Πυθαγόρας
Το «Έφυγε έφυγε» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα περί τα μέσα του 1966 σ’ ένα 45άρι του Στέλιου Καζαντζίδη στην Odeonως… δεύτερη πλευρά (στην πρώτη ήταν το «Δεν σε πιστεύω»). Και τα δύο κομμάτια εκείνου του μικρού δίσκου, περιττό να το πω, έκαναν πάταγο και ακούστηκαν αμέσως σε όλη τη χώρα. Σε μεγάλη φόρμα οι δύο συντελεστές (Βασιλειάδης, Πυθαγόρας) έγραψαν δύο λαϊκά «διαμάντια», στηριγμένα στην ασυναγώνιστη φωνή του Στέλιου, στις μοντέρνες λαϊκές απόψεις στην ενορχήστρωση που κόμιζε η Farfisa (έπαιζε ο ίδιος ο Βας Βας) και φυσικά στους πολύ μελετημένους στίχους ενός τεχνίτη του λόγου (όπως ήταν ο Πυθαγόρας Παπασταματίου), που είχαν, ως είθισται, το χάρισμα της άμεσης απομνημόνευσης. Κατά το τυπικό της εποχής ο κινηματογράφος θα αναλάμβανε αμέσως τα ηνία, με το «Έφυγε έφυγε» να ακούγεται στην ταινία του Κώστα Καραγιάννη «Σαπίλα και Αριστοκρατία» –όπου η Δέσποινα Στυλιανοπούλου έκανε σεγόντο, υποτίθεται, στον Στέλιο–, ενώ το «Δεν σε πιστεύω» στον «Γεροντοκόρο» του Ορέστη Λάσκου. Έτσι, ο δίσκος 45 στροφών από τη μια μεριά και ο κινηματογράφος από την άλλη έφεραν τα δύο αυτά τραγούδια στο στόμα όλου του κόσμου, με τη «δεύτερη» πλευρά (και όχι την πρώτη) να κάνει σύντομα το πιο μεγάλο άλμα…

Η συνέχεια εδώ… http://www.lifo.gr/team/music/51898

π. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ οι Beatles ως… σκοτεινές δυνάμεις (καθώς μας βλέπει και ο Lennon από δίπλα...)

$
0
0
Μέσα σ’ αυτά τα πέντε χρόνια του δισκορυχείουέχω αναφερθεί ελάχιστες φορές στις σχέσεις Εκκλησίας και rock. Εννοώ στις σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το rock. Κι αυτό όχι τυχαίως. Έχω τη γνώμη πως το συγκεκριμένο αντικείμενο δεν παρουσιάζει σχεδόν κανένα ενδιαφέρον. Ούτε επιστημονικό, ούτε δημοσιογραφικό, ούτε τίποτ’ άλλο – εννοώντας πως είναι γνωστή η γενικότερη στάση της Εκκλησίας γύρω απ’ αυτά τα θέματα. (Βεβαίως, όσοι φάγανε τα νειάτα τους στα κατηχητικά και τις χριστιανικές κατασκηνώσεις, γνωρίζοντας το rockστην ύστερη εφηβεία τους, μπορεί να βγάζουν τώρα στα γεράματα τα απωθημένα τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα ευρύτερο).
Περαιτέρω δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως η Εκκλησία έχει αποδεχτεί κατά μίαν έννοια το «χριστιανικό ροκ», χωρίς κανένα πρόβλημα (πολύ πριν τους Ελεύθερους, κοινώς γνωστούς ωςΠαπαροκάδες). Οι ενστάσεις της δηλαδή φθάνουν πλέον έως ενός ορισμένου σημείου. Όταν το rockυπηρετεί το δόγμα ή το προφίλ της Εκκλησίας, τότε το αποδέχεται (η Εκκλησία) και πάει παρακάτω… Έτσι συμβαίνει με το rock. Πάντα θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή «έτσι» ή «αλλιώς».
Συναναστρέφομαι με ροκάδες (να τους πω έτσι) φίλους και γνωστούς εδώ και δεκαετίες. Ποτέ κανείς, ποτέ και σε καμμία συζήτηση, δεν ανακάτεψε στη μέση την Εκκλησία. Οι (γνωστές) απόψεις της ήταν πάντοτε, και παντελώς, αδιάφορες. Τόσο μα τόσο αδιάφορες, ώστε ακόμη και η επίσημη πολιτεία, που ήταν πάντα (και θα είναι και στον αιώνα τον άπαντα, ως φαίνεται…) «κώλος και βρακί» με την Εκκλησία, να μην τις λαμβάνει ποτέ υπ’ όψιν της. Ας... φώναζε η Εκκλησία για τους Beatles, στα μέσα του ’60. Οι δισκογραφικές εταιρείες, με την άδεια της πολιτείας εννοείται, «έκοβαν» χιλιάδες δίσκους, φισκάροντας την αγορά και σπρώχνοντας τα Ελληνόπουλα προς τις… σκοτεινές δυνάμεις. Ακόμη και οι Συνταγματάρχες που ταυτίζονταν, υποτίθεται, χριστιανο-ιδεολογικώς με την Εκκλησία, αδιαφορούσαν για τη γνώμη της, ακολουθώντας το δικό τους δρόμο. Mην ξεχνάμε π.χ. πως στο πρώτο καλοκαίρι της χούντας, το «βρωμοκαλόκαιρο της αγάπης» του 1967, οι Beatlesαλώνιζαν στην Ελλάδα, σίγουρα με την ανοχή, αν όχι με τις κρυφές ευλογίες του καθεστώτος. Έτσι το rock, ως ένα προϊόν που πατούσε πάνω στα φράγκα μιας τεράστιας «δυτικής» βιομηχανίας (δίσκοι, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, Τύπος κ.λπ.), θα κατάπινε οσονούπω (και) την Ελλάδα μαζί με την κοκακόλα! Το λέω, γιατί και εναντίον της κοκακόλας καταφερόταν, τότε, η Εκκλησία, ή εν πάση περιπτώσει ορισμένα επίλεκτα στελέχη της.

Σε γενικές γραμμές η αρθρογραφία που έχει αναπτυχθεί, μέσα στα χρόνια, από εκκλησιαστικούς παράγοντες ή συγγραφείς προσκείμενους στα της Εκκλησίας, εν σχέσει πάντα με το θέμα «Εκκλησία και rock», είναι για γέλια (απροκάλυπτα ή λιγότερο απροκάλυπτα). Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν μπορεί να στηριχθεί ουδεμία σοβαρή κουβέντα γύρω από το θέμα. Όσοι, δε, και παρά ταύτα, επιχειρούν να αρθρώσουν κάποιον επιστημονικοφανή λόγο, πρήζοντάς μας με το τι έλεγαν οι παπάδες, ή οι περί των παπάδων, απλώς δεν έχουν με τι άλλο να ασχοληθούν. Έτσι, αντί να κάτσουν ν’ ακούσουν τα δισκάκια των AdamsBoysκαι των PlayBoys, ξεβουλώνοντας τ’ αυτιά τους και διαπιστώνοντας πως πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά συγκροτήματα, εκείνοι προτιμούν αντί γι’ αυτό να μελετούν τα… «νεανικά ναυάγια» του μακαριστού Χριστόδουλου. Ας είναι…
Για να σας δείξω λοιπόν (κάτι που όλοι το ξέρετε ή το φαντάζεστε) τι σημαίνει εκκλησιαστική αρθρογραφία γύρω από το rock, επιλέγω να σας παρουσιάσω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου Χαραλάμπους Δ. Βασιλοπούλου (ο τόνος στην παραλήγουσα…) Τέρατα και Σημεία των Σκοτεινών Δυνάμεων [εκδόσεις Ορθοδόξου Τύπου, Αθήναι 1968] και ειδικότερα από το κεφάλαιο… Βίμπρασεξ! Διαβάστε λοιπόν και βγάλετε μόνοι τα συμπεράσματά σας (τα κεφαλαία και τα αραιωμένα γράμματα είναι του πρωτότυπου κειμένου)…
«Βίμπρασεξ! Να ένα όπλο, το οποίον καταστρέφει εκατομμύρια νέων στον κόσμο και το οποίον δεν γνωρίζουν καν τα θύματά του. Αλλά ας αρχίσωμεν από την πρώτην… αρχήν δια να μπορέσουν να το καταλάβουν καλλίτερα οι αγαπητοί μας αναγνώσται!
Εις τους ειδικούς επιστήμονας ήταν ανέκαθεν γνωστόν, ότι ωρισμένοι ήχοι είχαν σεξουαλικήν και άλλην επίδρασιν εις τα έντομα και τα ζώα. Έτσι ένας αμερικανός επιστήμων κατεσκεύασε ένα τεράστιον μεγάφωνον, σκεπασμένο με ένα λεπτότατον μεταλλικό δίκτυο. Το μεγάφωνο εξέπεμπε τον βόμβον ενός θηλυκού κουνουπιού, ο οποίος είχε καταγραφεί σε ειδική ταινία και αναμεταδίδετο τώρα δια του μεγαφώνου σε μεγάλη απόστασι. Τα αρσενικά κουνούπια ακούγοντας τον ήχο, έσπευσαν προς συνάντησιν της “νύφης” και φυσικά προσέκρουσαν επί του ηλεκτρισμένου δικτύου του μεγαφώνου.(…).
Αυτά τα δεδομένα έκαναν έναν υγειονομικόν επιθεωρητήν των αγγλικών σχολείων, τον κ. Ρόλαντ Στρέγκερ να εμβαθύνη εις το φαινόμενον  των γνωστών Μπητλς και τα αποτελέσματα της επιδράσεως της “μουσικής” των επί της νεολαίας. Να το πόρισμα: Η μουσική των Μπητλς συμπεριελάμβανεν ήχους, νότες, αι οποίαι επιδρούσαν σ ε ξ ο υ α λ ι κ ώ ς επί των νέων ειδικώς. Και δια να είμεθα σαφέστεροι απεδείχθη ότι οι ήχοι αυτοί προκαλούσαν μίαν έκστασιν κατ’ αρχάς και σε λίγο, αμέσως μετά, σ ε ξ ο υ α λ ι κ ό ν  ο ρ γ α σ μ ό ν!! Τα πορίσματά του έλεγαν καθαρά, ότι η “μουσική”, σαν την “μουσικήν” των Μπητλς “ωδηγούσε εις την απώλειαν της λογικής και εις έλλειψιν ηθικής κρίσεως. Εάν μεταβληθή βραδύτερον ο ρυθμός της μουσικής, τότε αι κραυγάζουσαι νεαραί ησυχάζουν σχεδόν αμέσως, επανερχόμεναι εις την αρχικήν των λογικήν και δεν παρασύρονται υπό των ορμών των…”. Αυταί είναι αι κατά γράμμα λέξεις του κ. Ρόλαντ Στρέγκερ από την έκθεσίν του.
Ποίον όμως το αποτέλεσμα, θα διερωτηθούν ασφαλώς οι αναγνώσται μας; Η απάντησις ασφαλώς θα φανή πολύ αποκαρδιωτική!: ΝΑ ΑΠΟΣΙΩΠΗΘΗ ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ Η ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΣΤΡΕΓΚΕΡ, ΚΑΘΟΣΟΝ ΤΟΥΤΟ ΘΑ ΕΠΕΦΕΡΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΝ! Μάλιστα! Σε κείνες τις δύσκολες ημέρες η Αγγλία είχε κυριολεκτικώς σωθή από τους Μπητλς, διότι η κυκλοφορία των δίσκων των Μπητλς εις το εξωτερικόν είχε γεμίσει το βρεττανικόν θησαυροφυλάκιον από τεράστια έσοδα! Δια αυτήν την αιτίαν, από βαθυτάτην δηλαδή ευγνωμοσύνην οι αρμόδιοι επρότειναν να παρασημοφορηθούν οι Μπητλς και να γίνουν Ι π π ό τ ε ς!. Όπερ και εγένετο!!(…)
Όλοι ασφαλώς θα ενθυμούνται τας πρότινος γενομένας “δηλώσεις” των Μπητλς, ότι αυτοί είναι περισσότερον γνωστοί και αγαπητοί εις τους λαούς της γης και από τον Ιησούν Χριστόν ακόμη! Ταύτα πάντα βεβαίως εγένοντο τη υποδείξει του ήδη αποθανόντος (εκ μεγάλης χρήσεως ναρκωτικών) γνωστού “μανατζέρ” τους Επστάιν.
Τώρα όμως φαίνεται, ότι αι δυναμεις του σκότους απεφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την δημοτικότητά των και προς άλλην κατεύθυνσιν. Ήδη τους παρέλαβον και τους διδάσκουν εντατικώς όλα τα μυστικά της Θεοσοφίας (που είναι η χειρίστη μορφή της Μαύρης Μασσωνίας) οι οπαδοί του Λευκού αδελφάτου εις τους πρόποδας των Ιμαλαΐων! Πρέπει δε να είναι βέβαιος τις άμα τη επιστροφή των εις την Αγγλίαν, θα εξαπλωθή ήδη εις παγκόσμιον κλίμακα και η μόδα της Θεοσοφίας και της Πανθρησκείας της ΜΡΑ’.(…)
Η απαγόρευσις, λοιπόν, της μουσικής του “ΒΙΜΠΡΑΣΕΞ” είναι μια άμεσος και επιτακτική ανάγκη!».

Όσο και να ωρυόταν ο πατήρ Χαράλαμπος Βασιλόπουλος (1910-1982) είναι προφανές πως τα λόγια του έπεσαν σε χώμα ξερό. Το rockπήρε στον τόπο μας την διαδρομή που πήρε, ασχέτως αν στην πορεία μπολιάστηκε με το ίδιο ηλίθιες, αν και… αντιδιαμετρικές απόψεις. Η συσχέτιση του rockδηλαδή με την «εξαρχειώτικη αναρχία», με το «κάνω ό,τι γουστάρω», με το «κάτω τα κόμματα» (ε ρε κατακαημένοι Pink Floyd, Magma, StormySix, Areaκαι τόσοι άλλοι που παίζατε στα Φεστιβάλ των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Γαλλίας, της Ιταλίας και αλλαχού), με τον «ροκ τρόπο ζωής», τα «ροκ μανιφέστα» και με όλες τις υπόλοιπες ηλιθιότητες που άρχισαν να διαδίδονται εκεί προς τα τέλη των 70s (πρώτα στα ελληνικά έντυπα του… undergroundτης πλάκας και από ’κει στον mainstreamΤύπο) δεν διέφερε και πολύ, δηλαδή δεν διέφερε καθόλου, από την συσχέτιση του rockμε τις… σκοτεινές δυνάμεις που προωθούσαν οι παπάδες. Και οι δύο προσεγγίσεις ήταν (και είναι) το ίδιο σωτηριολογικές, αποσκοπώντας στον ευνουχισμό της λογικής, στην επιβολή θεσφάτων και στην αναγκαιότητα της λύτρωσης («ένα φιξάκι φίλεδεν είναι παρά μια στιγμή…»και τα λοιπά και τα λοιπά…). Δεν μπορώ να ξέρω αν οι… αναρχοτέτοιοι των 70sκαι των 80s (και όσοι επέζησαν από τον «ροκ τρόπο ζωής» –ευτυχώς για τους ανθρώπους– ήτοι κάτι σημερινά… γεροντοπαλίκαρα) είχαν προϋπάρξει… κατηχητόπουλα στα νειάτα τους, δεν μπορώ όμως με τίποτα και να το αποκλείσω!

Και για να ολοκληρώσω με τον Αρχιμανδρίτη Βασιλόπουλο, που ειδικώς θεωρείται μία προσωπικότητα της Εκκλησίας (όπως διαπίστωσα) με μεγάλο συγγραφικό-κατηχητικό έργο. Κάπου διάβασα λοιπόν στο δίκτυο πως… «από το 1962 μέχρι το 1968 διετέλεσε Ηγούμενος στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη, απ’ όπου απομακρύνθηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας»και αλλού πως... «το 1971 πέρασε από στρατοδικείο, γιατί το χουντικό καθεστώς θεώρησε επικίνδυνη την κριτική που ασκούσε για πνευματικά θέματα στον τότε αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο μέσω της εφημερίδας του Ορθόδοξος Τύπος».Τι θέλουν να μας πουν με όλα τούτα; Πως ο π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος υπήρξε και… αντιστασιακός; Δεν είμαστε καλά. Ο άνθρωπος υμνούσε τη χούντα στο βιβλίο του. Κάπου γράφει, καταφερόμενος εναντίον της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Παπανούτσου, πως…«εάν δεν ήρχετο Η ΕΘΝΟΣΩΤΗΡΙΟΣ 21-4-67 ήδη θα θερίζαμε ΘΥΕΛΛΑ…», κάπου αλλού λέει για την «φαυλοκρατία»η οποία… «ευτυχώς ετάφη την 21-4-67»και κάπου αλλού μιλώντας για την πορνογραφία καταλήγει… «ελπίζομεν η Εθνική Κυβέρνησις και εις τον τομέα αυτόν να λάβη τα μέτρα της».
«Μαύρος»(και όχι λόγω ράσου) ήταν ο μακαρίτης.

τρεις κυκλοφορίες τής more mars

$
0
0
Η moremarsείναι μία ελληνική εταιρεία avantκαι πειραματικής μουσικής που «κόβει» ήχους σε διάφορες φόρμες (LP, CD, CD-R, CD+book, 3ιντσα CD-R). Οι τελευταίες κυκλοφορίες της αφορούν σε δύο ελληνικά ονόματα κι ένα φινλανδικό…
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΜΑΡΤΙΝΗΣ: Βορράς [moremars, 2014]
Έχω αναφερθεί κι άλλες φορές, στο Δισκορυχείον, στον πειραματιστή Σωκράτη Μαρτίνη. Η πρώτη αφορούσε στο 45άρι του “au seuil de la liberte (diptych)” [absurd, 2009], η δεύτερη σχετιζόταν με την παρουσία του στο LP«Παράξενα Παραμύθια» [Η Λάθος Άκρη του Τηλεσκοπίου, 2012], ενώ η τρίτη είχε να κάνει με την κασέτα του “FusilPhotographique” [noise-below.org, 2014]. Τώρα, έχω μπροστά μου, διαβάζω και ακούω, τον «Βορρά» [moremars, 2014], ένα δίγλωσσο βιβλιαράκι (ελληνικά-αγγλικά) 26 σελίδων με ποιήματα και σχέδια, στο οποίο περιλαμβάνεται κι ένα 3ιντσο CD-R/EP 14λεπτης διάρκειας με τα tracksBang” 13 μόλις δευτερολέπτων, “Thewedding” τρεισήμισι λεπτών και “Signandafterwords” που… ξεφεύγει στο χρόνο, ξεπερνώντας τα δέκα λεπτά. Ήχοι, κείμενα και σχέδια συναποτελούν, όπως αντιλαμβάνεστε, το όλον πακέτο, που έχει… παράξενα ερωτική κατεύθυνση –για το… «δράμα της ερωτικής επιθυμίας»διαβάζουμε στο siteτης moremars– κάτι που το αντιλαμβάνεσαι από τα ποιήματα και τα σχέδια περισσότερο, παρά από την μουσική, που είναι αρκούντως εικονοκλαστική. Ο πειραματικός και αυθόρμητος χαρακτήρας της μουσικής τού Μαρτίνη συνίσταται σε μιαν επεξεργασία φυσικών και λιγότερο φυσικών ήχων, οι οποίοι, ως fieldrecordings, μπορεί ν’ ακούγονται συνεχώς δίπλα μας, παρότι, μέσω του μετασχηματισμού τους, μοιάζει να απομακρύνονται από το χειροπιαστό και το καταληπτό. Τούτο, μπορεί να δημιουργεί μιαν αντιπαράθεση με τον λόγο ή και με τα σκίτσα, που είναι εύκολο εν πολλοίς να αποκρυπτογραφηθούν, από την άλλη, όμως, φαίνεται πως υπογραμμίζει και το «μη ελέγξιμο», και εν τέλει το «ανεξιχνίαστο» μιας… ερωτικής καταγραφής (που μπορεί να ξεκινά από την επιθυμία και να καταλήγει στην τελετή).
MECHA / ORGA (Yiorgis Sakellariou): 41:38 [more mars]
Σε 100 CD-R«κόπηκε» το τελευταίο πόνημα των Mecha / Orga– προσωπικό «όχημα», επί της ουσίας, του Γιώργη Σακελλαρίου. Projectμε δεκαετή, ήδη, ιστορία το Mecha / Orgaκινείται στο χώρο του πειράματος, της ηλεκτρονικής επεξεργασίας και του θορύβου, κάτι το οποίον επιβεβαιώνει και με το παρόν «41:38». Όπως γίνεται αντιληπτό… 41:38 είναι ο συνολικός χρόνος διάρκειας των δύο κομματιών, του track 01 και του track 02 δηλαδή, τα οποία αποτελούν συνθέσεις του 2009 και του 2011 αντιστοίχως, που ξαναδουλεύτηκαν πέρυσι από τον Σακελλαρίου. Στο πρώτο, ένας διακεκομμένος θόρυβος μέσης έντασης που επιτρέπει την… αναμονή, μετατρέπεται σιγά-σιγά σε κυρίαρχη ηχητική συνιστώσα, καλύπτοντας τα πάντα, λίγο πριν εξασθενήσει – τούτα στα πρώτα επτά λεπτά τού σχεδόν 20λεπτου κομματιού. Εν συνεχεία ένα υπόκωφο, βομβοειδές υπόστρωμα αυξάνει κι αυτό σε ένταση, καθώς πολλαπλασιάζεται μέσα σ’ ένα ανάλογο περιβάλλον, πριν την «κομπρεσερ-οειδή» έκρηξη, και βεβαίως πριν τον σταδιακό εκφυλισμό προς την (ξανά υπόκωφη) σιωπή. Το δεύτερο κομμάτι ξεκινά από χαμηλή στάθμη, μέσα σ’ ένα κάπως ambientπεριβάλλον, για να εξελιχθεί συν των χρόνω προς ένα καθαρό noisytrack, στο οποίο παρεισφρέουν ποικίλες fieldrecordings, μικροφωνισμοί, βόμβοι και επί μέρους θόρυβοι, δημιουργώντας άλλοτε ένα περισσότερο φυσικό και άλλοτε ένα περισσότερο βιομηχανικό ανάλογο. Η «περιπέτεια» που εσωκλείεται εδώ παρουσιάζει, εν ολίγοις, εξαιρετικό ενδιαφέρον… και γιατί σε επιμέρους φάσεις ή στιγμές της θα μπορούσες να ανακαλέσεις στη μνήμη σου ποικίλες… well-knownκαταστάσεις. Ακόμη και τους PinkFloyd
UTON: Kähe+ [moremars]
Δεν ξέρω αν είναι το πρώτο φινλανδικό weird, που τυπώνεται σε ελληνικό label (πιθανώς), αν και τούτο μικρή σημασία έχει… Όπως διαβάζω στο siteτής moremars:«Utonαποκαλείται το μουσικό projectτου Φινλανδού JaniHirvonen. Μέχρι σήμερα ο Hirvonenέχει συνεργαστεί με πολλούς καλλιτέχνες της πειραματικής σκηνής, όπως τους Tomutonttu, AlanCourtis (Reynols), Ø+ynκ.ά. Οι εγγραφές του έχουν τυπωθεί από διάφορα ανεξάρτητα labels (Dekorder, Digitalis, Ikuisuusκ.λπ.), συνήθως σε μικροποσότητες. Το “Kähe+” είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά σε κασέτα από το μεξικάνικο labelDeptTapes, τον Οκτώβριο του ’13». Και από την κασέτα στο CD… Διακόσιες πενήντα κόπιες του “Kähe+” τυπώθηκαν από την moremars (οι πρώτες εκατό συνοδεύονται από βιβλίο) σε ωραία all-paperσυσκευασία και με artcoverπου με παραπέμπει στις εκδόσεις της Fonal– εξάλλου και οι μουσικές του Utonπαραπέμπουν σφόδρα στο ρεπερτόριο της φινλανδικής εταιρείας. Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Ένα άλμπουμ που αποτελείται από 30 σύντομα στο χρόνο κομμάτια (το μεγαλύτερο διαρκεί 2:07) τα οποία, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Hirvonenστο innersleeve, είναι αφιερωμένα σε 30 αντίστοιχες φινλανδικές λέξεις, που ακόμη δεν υπάρχουν. Λέξεις, οι οποίες μπορεί κάτι να θυμίζουν (στους Φινλανδούς προφανώς, γιατί σ’ εμάς τους Έλληνες μόνο το… “Kyrto” λέει κάτι, και ενδεχομένως το… “Kyrpos” και ουχί… Κύπρος), και που σε κάθε περίπτωση (πάντα κατά τα γραφόμενα του Hirvonen) προκαλούν και κάποιους αντίστοιχους(;) ήχους. Πέραν του… θεωρητικού backgroundπου δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία, εκείνο που πρέπει να ειπωθεί είναι πως οι μινιατούρες του Φινλανδού είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Και γιατί διαρκούν ελάχιστα, και γιατί τα κενά μεταξύ τους είναι ανεπαίσθητα, και γιατί συνδυάζουν παλαιο-ηλεκτρονικά και ψυχεδελικά στοιχεία, μαζί με πειραματισμούς, θορύβους, fieldrecordingsκ.λπ. ερχόμενα, ως αίσθηση, από πολύ παλαιά, από τις ένδοξες μέρες του ’60 και τις ανάλογες εγγραφές των M.A. Numminen, ErkkiKurenniemi, TheSperm, PekkaAiraksinenκ.λπ.
Ο JaniHirvonen, όμως, ξέρει να διαπρέπει και στην μεγάλη φόρμα, καθώς αποδεικνύεται… μεγάλος μάστορας στα δύο bonustracks, που κλείνουν το CD, τα “Näkymättömässä Elämässä 1” (13:58) και “Näkymättömässä Elämässä 2” (14:38). Τα κομμάτια αυτά είναι ηχογραφημένα σε μια κωμόπολη της Βρετάνης (ΒΔ Γαλλία) τον Νοέμβριο του 2013, προέρχονται από… ανακυκλωμένο υλικό παλαιότερων εγγραφών του φινλανδού πειραματιστή, και επειδή έχουν εκτεταμένη διάρκεια δεν φείδονται καθόλου στην… ηχητική αποπλάνηση και το «χάσιμο». Έτσι, κι ενώ σ’ ένα πρώτο επίπεδο οι ήχοι φαίνεται να διαδέχονται ο ένας τον άλλον μέσα από ένα καθεστώς… ανύπαρκτης συνάφειας, στην πράξη εκείνο που ακούμε είναι ένα αποκαλυπτικότατο ψυχεδελικό ταξίδι, που θα μπορούσε να συγκριθεί στην ουσία και τη σημασία του με τα μεγάλα «ψυχεδελοχαμένα» άλμπουμ μιας άλλης εποχής… Τους BeatoftheEarthας πούμε, και άλλο τίποτα δεν λέω…
Επαφή: www.moremars.org

ο KALLE KALIMA και ο Luis Buñuel

$
0
0
Παίζοντας με τον τίτλο της ταινίας τού LuisBuñuelΗ Ωραία της Ημέρας(BelledeJour) ο φινλανδός κιθαρίστας KalleKalima (γενν. το 1973) ηχογραφεί ένα άλμπουμ, το BuñueldeJour [TUM, 2014], επηρεασμένο από τις ταινίες του φημισμένου ισπανού σκηνοθέτη. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο (η σύνδεση μουσικής και σινεμά στα άλμπουμ του Kalima). Ο Φινλανδός έχει ήδη δώσει τα CDSomeKubricksofBlood” (2009) και “OuttoLynch” (2011), τα αντίστοιχα tributesδηλαδή για τους StanleyKubrickκαι DavidLynch, συνεχίζοντας, τώρα, μ’ έναν σκηνοθέτη που είχε μάλλον… κακή σχέση με το soundtrack. Όπως είχε πει ο ίδιος ο LuisBuñuelσε μια συνέντευξή του, που αναδημοσιεύεται στο βιβλίο Πρόσωπα/ Ιδέες, Κινηματογράφος, Μπουνιουέλ [Πλέθρον, Αθήνα 1984]:
«Είμαι πεπεισμένος ότι ο κινηματογράφος μπορεί να τα καταφέρει χωρίς μουσική ή σχεδόν χωρίς μουσική. Στο ‘Κορίτσι’ ο Τραίηβερ, ο μαύρος, παίζει κλαρινέτο· ο Μίλλερ ο αγροφύλακας τραγουδάει με τη συνοδεία κιθάρας. Αυτό είναι όλο. Αυτή η μουσική αποτελεί σχεδόν μέρος του διαλόγου. Στη ‘Βιριδιάνα’ επίσης το Αλληλούια του Χαίντελ έχει μια δραματική αξία, που αφορά την υπόθεση·  η μουσική ροκ-εν-ρολ στο τέλος αποτελεί ένα σχόλιο, που θα μπορούσε να προέρχεται από ένα ραδιόφωνο· στις τελευταίες σκηνές του ‘Ναζαρέν’ ακούγονται τα τύμπανα, όπως τα χτυπάμε στην Καλάντα, το χωριό μου, τη Μεγάλη Εβδομάδα. Στον ‘Εξολοθρευτή Άγγελο’ δεν υπάρχει καθόλου μουσική, αν εξαιρέσει κανείς δυο αναπόφευκτα κομμάτια για τσέμπαλο και όργανο. Πιστεύω ότι η μουσική καθεαυτή έχει κάτι το προδοτικό. Μπορεί να κρυώσει αδυναμίες, που ίσως υπάρχουν στη σύνθεση της εικόνας μιας σκηνής. Καμιά φορά υπογραμμίζει τη δραματική ένταση περισσότερο από την ίδια την εικόνα».
Και όντως. Αν θυμηθεί κάποιος τις ταινίες του Buñuelπου έχει δει, μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του πολλά και διάφορα, αλλά πάντως όχι… νότες και κινηματογραφικά θέματα. Και αυτό είναι μάλλον περίεργο για έναν σκηνοθέτη αυτής της κλάσης (αλλά και της όποιας κλάσης…), το γεγονός, εννοώ, πως δεν υπάρχει διαθέσιμο/τυπωμένο ούτε ένα OSTαπό ταινία του (αν υπάρχει κάτι πληροφορείστε με – και αναφέρομαι σε originalsoundtrackκαι όχι σε μουσικές επιμέλειες). Έτσι, για τον KalleKalimaπροκύπτει, εδώ, ένα ηθικής (ας το πω έτσι – αν και είναι «βαριά» η λέξη) όσο και αισθητικής φύσεως ζήτημα. Πόσο θεμιτό μπορεί να είναι, θέλω να πω (για να το απαλύνω κάπως), το να προτείνεις μουσικές εμπνεόμενος από τις ταινίες ενός δημιουργού, ο οποίος αδιαφορούσε τόσο φανερά για τα OSTs; Χάθηκαν τόσοι άλλοι;
Επιχειρώντας, λοιπόν, να ξεπεράσω αυτό το (προσωπικό) εμπόδιο και μένοντας στις μουσικές αυτές-καθαυτές του Φινλανδού και της παρέας του (MikkoInnanenάλτο σαξόφωνο και λοιπά πνευστά, VeliKujalaακορντεόν, TeppoHauta-ahoκοντραμπάσο, κρουστά) διαπιστώνω μία προσπάθεια να αρθρωθούν συνθέσεις, θέματα και αυτοσχεδιασμοί που να μπορεί να «κολλήσουν» σε συγκεκριμένες «μπουνιουελικές» ταινίες. Για την Ωραία της Ημέραςεπιφυλάσσεται ένα θέμα περίπου 6 λεπτών, στο οποίο πρωταγωνιστούν το ακορντεόν και το σαξόφωνο, και το οποίο κυλά κάπως σαν… παγερή ρομάντζα. Μπορεί να έχω πάρα πολλά χρόνια να δω την ταινία, νοιώθω όμως το… προς τα πού το πάει ο Kalima. Απεναντίας, για την σουρεαλιστική σάτιρα Το Φάντασμα της Ελευθερίαςο φινλανδός μουσικός έχει κάτι περισσότερο βαρύ και abstract, με την κιθάρα και το σαξόφωνο να στριγγλίζουν και την γενικότερη ανατρεπτική διάθεση να επιχειρεί (υποθέτω) να προσεγγίσει το κλίμα του έργου. Από την άλλη στον αγαπημένο Σίμωνα της Ερήμουμια… κάπως ψυχεδελική προσέγγιση μοιάζει ικανή να περιγράψει το αλλοπρόσαλλο του «μπουνιουελικού» μύθου (ok), ενώ στους αρκετά παλαιούς βίαιους και νεορεαλιστικούς Ξεχασμένους (1950), η ηλεκτρική κιθάρα αποκτά ροκάδικα χαρακτηριστικά σαν να θέλει να περιγράψει σκληρές λαϊκές καταστάσεις (εδώ, ακόμη και τα ξαφνικά «γεμίσματα» του ακορντεόν ακούγονται σαν riffs).
Ολοκληρώνοντας θα έλεγα πως ο KalleKalimaκαι το συγκρότημα που τον συνοδεύει, οι K-18, έδωσαν ένα σίγουρα ενδιαφέρον και ηχητικώς περιπετειώδες άλμπουμ, το οποίον ακούγεται οπωσδήποτε καλύτερα… σκεπάζοντας τίτλο και tracklist.
Επαφή: www.tumrecords.com

ΧΑΡΗΣ ΠΕΡΣΙΔΗΣ λαϊκά… από παλιό ροκά

$
0
0
Χαμηλού, αλλά όχι αδιάφορου προφίλ ανεξάρτητη, λαϊκή παραγωγή, που περιλαμβάνει τραγούδια του Χάρη Περσίδη, σε στίχουςΘωμά Τόλη, είναι το «Όλα Φόρα… Κατηφόρα». Αποδίδουν ο πάντα μεστός Κώστας Μάντζιος και η άγνωστη προς εμένα (ή... όχι μόνον προς εμένα) Ντόρα Μάλλιαρη. Δεν ξέρω αν κάποια από αυτά τα τέσσερα ονόματα «λένε κάτι» στους αναγνώστες του δισκορυχείουκανονικά, όμως, θα έπρεπε… Ή, μάλλον, θα μπορούσε... Και δεν αναφέρομαι στον Μάντζιο, που είναι ένας γνωστός και γιατί όχι καταξιωμένος λαϊκός ερμηνευτής, αλλά στον συνθέτη Περσίδη, που είναι παλαιός ροκάς με ιστορία στο χώρο. Ο Περσίδης υπήρξε μέλος των Spidersτης Βέροιας στα τέλη του ’60 (μαζί με τους Νίκο Ζιώγαλα και Κώστα Γεωργίου, αμφότεροι αργότερα στα Ανάκαρα), άλλων σχημάτων που επίσης δεν δισκογράφησαν στα seventies, ενώ στα πρώτα χρόνια του ’80 τον συναντάμε πίσω από τους Cooκαι τους BoobyTrap (με τα συγκεκριμένα γκρουπ να αφήνουν από ένα ανεξάρτητο LP). Γενικώς, ο Περσίδης κάνει κατά καιρούς... εμφανή ή αισθητή την παρουσία του (καθώς αγωνίζεται και στην μη rockδισκογραφία), οπότε και αυτή η... συνολική εμφάνισή του δεν έρχεται από το πουθενά, έχοντας, συγχρόνως, σκοπό και νόημα.
Αν υπάρχει ένα ζήτημα στο «Όλα Φόρα… Κατηφόρα» τούτο έχει να κάνει, βασικά, με την παραγωγή που είναι στοιχειώδης. Ακούγεται πάντα και παντού, βεβαίως, το μπουζούκι του Δημήτρη Μαριολά, αλλά από ’κει και κάτω είναι ο προγραμματισμός που μπαίνει εμπρός. Κατανοώ, προφανώς, τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει (σήμερα ειδικώς) ο ανεξάρτητος παραγωγός, αλλά, από την άλλη, η ενορχήστρωση, η ηχογράφηση και η γενικότερη «τοποθέτηση» ενός άλμπουμ δεν μπορεί να είναι αμελητέες ποσότητες – πόσω μάλλον όταν το υλικό τού συγκεκριμένου CDείναι καλό και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο θα έπρεπε ν’ αναδειχθεί ακόμη περισσότερο.
Τα τραγούδια του Περσίδη κινούνται στους κλασικούς λαϊκούς ρυθμούς, με τα ζεϊμπέκικα και τις λαϊκές μπαλάντες του Μάντζιου να έχουν την τιμητική τους. Από τα τραγούδια ξεχωρίζω το «Όνειρο» (που είναι ίσως και το πιο εν δυνάμει… ροκάδικο τραγούδι του άλμπουμ), τη «Λάθος εντολή» (με την ωραία στροφή του Τόλη… «ένα κράτος πονηρό/ που τελειώνει κάπου εδώ/ κατά λάθος σε σκοτώνει/ κι ύστερα το διορθώνει») που μου θύμισε το δίδυμο Νικολόπουλος-Ρασούλης, την «Αθώα απαγόρευση» και το «Κρεμάστε τον ανάποδα» (τα δύο τελευταία με τη φωνή της Μάλλιαρη), που, και αυτά, ως τραγούδια φτιάχνουν ένα «σκληρό» κλίμα, χωρίς να είναι ροκ, και με τους στίχους να φαίνονται επηρεασμένοι (στο δεύτερο) από την ποίηση του Βάρναλη.
Η συμπάθεια είναι προφανής, αλλά φρονώ πως δεν είναι αρκετή (θα ήθελα να πω κάτι περισσότερο δηλαδή) για ένα άλμπουμ που περιέχει, όντως, μερικά καλά ή και πολύ καλά τραγούδια.

GIANNI MIMMO και ALISON BLUNT

$
0
0
Τριπλήεταιρικήσυνεργασία (Amirani, Long Song, Teriyaki) γιαέναάλμπουμ βινυλίου (“LastingEphemerals”) πουφέρνεικοντάδύοπροσωπικότητεςτηςσύγχρονηςavant καιimprovised music – τονιταλόσοπράνοσαξοφωνίσταGianni MimmoκαιτηνβρετανήβιολίστριαAlison Blunt
Για τον Mimmoέχω γράψει κι άλλες φορές στο δισκορυχείοντονίζοντας την αξία της παρουσίας του σε μια σειρά «προχωρημένων» εγγραφών της δικής του εταιρείας AmiraniRecords, ενώ και η Blunt (γεννημένη στην Μομπάσα της Κένυας το 1971) είναι μία μουσικός με τεράστιο αριθμό συνεργασιών και παρουσία σε δεκάδες avanteventsανά τον κόσμο. Το “LastingEphemerals”, που είναι μία παράσταση των δύο, είναι ηχογραφημένο ζωντανά στην St. LeonardsShoreditchChurchτου Λονδίνου (26/6/2013) και, όπως και να το κάνουμε, περικλείει κάτι (πολύ) από την δυναμική όχι μόνον του duo, αλλά και του συγκεκριμένου χώρου. Τούτο διαπιστώνεται, βασικά, από το «βάθος πεδίου» και την επιστημονικώς μελετημένη ανάδραση της εγγραφής (όσον αφορά στα τεχνικά χαρακτηριστικά), αλλά και από τον τρόπο που παρίστανται οι δύο μουσικοί σ’ έναν ναό, που είναι 270 χρόνια παλαιός. Υποθέτω, δηλαδή, πως ο λυρισμός ορισμένων συνθέσεων, ή μάλλον, καλύτερα, ορισμένων μερών των συνθέσεων, δεν μπορεί να είναι άμοιρος τής εσωτερικής αρχιτεκτονικής ομορφιάς και του περιβάλλοντος χώρου. Αλλιώς, τι νόημα θα είχε να ηχογραφήσει κανείς σ’ έναν τέτοιο τόπο; Θέλω να πω πως αν εύρισκε εκεί ό,τι θα μπορούσε να βρει σ’ ένα στούντιο, τότε δεν θα υπήρχε ουδείς λόγος να κανονιστεί μιαν ηχογράφηση σ’ ένα μνημείο του 18ου αιώνα.
Ξεκινώντας από ’κει θα έλεγα πως και οι τρεις συνθέσεις του LP, το 22λεπτο φερώνυμο κομμάτι, το 12λεπτο “Ellipticalbirds” και το σχεδόν 9λεπτο “Scherzo”, δεν μπορεί παρά να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μιας τόσο «ειδικής» παράστασης, συγκεράζοντας στοιχεία μουσικής δωματίουκαι ελεύθερου αυτοσχεδιασμού με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Τόσο ο Mimmoόσο και η Bluntεπιχειρούν να εκμεταλλευτούν κάθε ηχόχρωμα των οργάνων τους, παίζοντας σε συμφωνία φάσης ή μη, και με ρόλους που μπορεί να δημιουργούν συνεχώς διαβρωτικά περιβάλλοντα (ο ένας δηλαδή να υποσκάπτει την παρουσία του άλλου στην εξέλιξη της «σύνθεσης»). Έτσι παρατηρούμε συχνά, για παράδειγμα, το ένα όργανο ν’ ακούγεται «μπροστά» και το άλλο να δημιουργεί, σ’ ένα «πίσω» επίπεδο, αλλόκοτες γενικώς καταστάσεις. Αυτή η εναλλαγή προσώπων και ηχοχρωμάτων προσφέρει στο “LastingEphemerals” επιπρόσθετους βαθμούς πλαστικότητας, μετατρέποντάς το σ’ ένα συνειδητό άκουσμα για την… μισή οικογένεια.

Στο πλαίσιο των 49ων Δημητρίων, την 7/10/2014 (δηλαδή προχθές), ο GianniMimmo, με τον πιανίστα GianniLenociκαι την ελληνική PlusnMinusCollectiveOrchestraθα εμφανίζονταν στην Αίθουσα δοκιμών της Κ.Ο.Θ (πρώην κινηματογράφος Παλλάς) στη Θεσσαλονίκη. Αν πήγε κάποιος και παρακολούθησε, ας μας πει δυο λόγια…

ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ / KOSTAS LAZARIDES

$
0
0
Το όνομα του Κώστα Λαζαρίδη (Θεσσαλονίκη, 1949) το ξέρω εδώ και 10-12 χρόνια, όταν είχα εντοπίσει ένα ωραίο country/ folk /rock άλμπουμ του από το 1980 (μάλλον το πρώτο LPτου). Μεγάλη μορφή της countrymusic, με τεράστιες επιτυχίες (νούμερο 1 κτλ. – και φαντάζεστε, αν δεν ξέρετε, τι σημαίνει για την Αμερική να ανεβάζεις τραγούδι στην κορυφή του Billboard’s Hot Country Singles…), oKostas, όπως είναι γνωστός στη δεύτερη πατρίδα του, έχει γράψει τραγούδια για όλους (Dwight Yoakam, Patty Loveless, Trisha Yearwood, Dixie Chicks, Emmylou Harris, George Strait, The Mavericks κ.ά.), έχοντας σχεδόν… μισόν αιώνα στην τραγουδοποιία. Έτσι, την 3/8/2011 όταν έκανα την προηγούμενη ανάρτηση για ’κείνον στο δισκορυχείον (δες εδώ… http://diskoryxeion.blogspot.gr/2011/08/blog-post.html) ήταν γιατί παραξενεύτηκα βλέποντάς τον (στο YouTube) να εμφανίζεται, ως άγνωστος σχεδόν, σε μιαν επαρχιακή (αμερικανική) πιτσαρία…
Φυσικά, πριν από εμένα έχουν γράψει χιλιάδες άνθρωποι (στην Αμερική, κυρίως, να υποθέσω) για τον Kostas, όμως εγώ έγραψα πριν από τον… GarageHangover(19/10/2011) και βεβαίως πριν από τον (Έλληνα) PsychSpaniolos (15/6/2014). Το σημειώνω αυτό όχι για να μου πουν κάποιοι «μπράβο», αλλά έτσι... για την ιστορία. (Καθότι υπάρχουν και καλοθελητές ρε παιδί μου, που παραφυλάνε για να πουν τα δικά τους).
Αν και είμαι περιστασιακός αναγνώστης τού πολύ καλού blogGarageHangover (μπαίνω και διαβάζω δηλαδή αραιά και που) δεν είχα προσέξει εκείνη την… καθοριστική ανάρτηση (της 19/10/2011 εννοώ). Έτσι, δεν γνώριζα την ύπαρξη του πολύ καλού τραγουδιού “Somethingwecalllove” που ηχογράφησε ο Kostasπερί τα μέσα του ’60. Και δεν την γνώριζα έως και πριν από λίγες ημέρες, όταν ο ManwolfLouieμού πρότεινε να ψάξω και ν’ ακούσω αυτό το άσμα, που υπήρχε, τώρα, στο YouTube. Ο άξιος PsychSpaniolosήταν εκείνος που το είχε ανεβάσει από τον Ιούνιο στο δίκτυο, ένα τραγούδι που το ακούω συνεχώς τις τελευταίες ημέρες και δεν το χορταίνω. Τόσο καλό! Γραμμένο από τον ChanRomero (τον άνθρωπο που συνέθεσε και απέδωσε τον rocknrollύμνο “Hippyhippyshake” το 1959), το “Somethingwecalllove” είναι ένα moodyγκαραζοψυχεδελικό trackμε… όργανο εποχής και ερμηνεία που εμένα (δεν ξέρω εσάς) με ανατριχιάζει. Κι αυτά τα φωνητικά ρε παιδί μου… τι όνειρο! Ο Κώστας Λαζαρίδης (και μέσω αυτού το… ελληνικό ροκ) έχει ένα «διαμάντι» στην δισκογραφία του, για το οποίον αξίζει να νοιώθει υπερήφανος. Και για το “Timber, I’m falling in love” αξίζει να νοιώθει υπερήφανος φυσικά, όπως και για άλλα πολλά, όμως και τούτο δεν μπορεί να μείνει πίσω… Και δεν έχουμε ακούσει και το flip side, που έχει ένα ολοδικό του τραγούδι (το πρώτο που έγραψε προφανώς) υπό τον τίτλο “Jane”.
Πότε κυκλοφόρησε το 45άρι “Somethingwecalllove/ Jane” [WarriorL-128]; Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Αν και το 1966 δεν είναι μια… κακή χρονιά. Σε μια συνέντευξη του ChanRomeroστο αμερικανικό blogpueblocitylimits.comδιαβάζουμε: Myfirstartistonthelabel(σ.σ. η εταιρεία Warrior)wasmypaperboy. There was this Greek kid named Kostas who used to bug me to teach him to play the guitar, so I did. We went into the studio and recorded ‘Something We Call Love’ and the flip side was ‘Jane’. I think we made about 500 of them, they got a lot of airplay, in Billings (σ.σ. πόλη της Montana). Στο ίδιο blog,επίσης, αναφέρεται πως η Warriorιδρύθηκε το 1962. Εδώ υπάρχει ένα ζήτημα, ή μάλλον περισσότερα...
Το 1962 ο Λαζαρίδης ήταν 13 ετών. Υπάρχει περίπτωση η φωνή που ακούμε στο 45άρι να προέρχεται από 13χρονο; Θα μου πείτε βεβαίως… γιατί, μήπως μοιάζει με 17χρονου; Δεν ξέρω, είναι περισσότερο πιθανόν πάντως. Έπειτα, δεν είναι σύνηθες εταιρείες να ξεκινούν να αριθμούν τα δισκάκια τους από το… L-128. Να μου πει κάποιος πως τα νούμερα της Warriorξεκινούν από το L-110 ή το L-120 να το δεχθώ (φυσικά θα δεχόμουν ακόμη περισσότερο το L-100 ή το L-101), αλλά το L-128 δεν μου κάθεται καλά. Δεν θέλω να πω πως ο ChanRomeroδεν θυμάται, αλλά ίσως κι αυτό να συμβαίνει… Περαιτέρω το «1962» δεν το αναφέρει ο ίδιος ο Romeroστη συνέντευξη (1/11/2011), αλλά η bloggerτού pueblocitylimits.com. Εντάξει, μπορεί να της το είπε ο ίδιος (ο Romero), αλλά είμαστε 100% σίγουροι πως θυμόταν ακριβώς; (Πάντα, και για τον καθένα, θα υπάρχει αυτή η αμφιβολία). Και το σημαντικότερο όλων. Τέτοιος ήχος, στο “Somethingwecalllove” αναφέρομαι, είναι πολύ προχωρημένος για το 1962. Δηλαδή, αν μου έλεγε κάποιος πως το εν λόγω τραγούδι προέρχεται από το 1968 (Texaspsychκ.λπ.) θα το πίστευα, αλλά από το 1962 με τίποτα. Δεν ξέρω… αλλά το 1965 ή και το ’66 μού φαίνεται μια χαρά.
Άλλου τύπου προσέγγιση, και σε σχέση με τις υπόλοιπες γνωστές κυκλοφορίες της Warrior, δεν μπορεί να γίνει, επειδή από τον κατάλογό της απουσιάζουν δεκάδες(;) νούμερα… Έτσι φαίνεται δηλαδή…

EZRA WEISS SEXTET ζωντανοί στο Portland

$
0
0
Γεννημένος πριν 35 χρόνια στο Phoenixτης Arizona, ο πιανίστας Ezra Weissείναι ένα ανερχόμενο «αστέρι» ή απλώς «αστέρι» της jazz σκηνής (με την έννοια που δίνουν οι Αμερικανοί στον χαρακτηρισμό, όταν κάποιος νέος μουσικός επιλέγεται φερ’ ειπείν από τα CriticsPollτου DownBeat). Από το 2002 στη Νέα Υόρκη και με τα άλμπουμ να διαδέχονται το ένα το άλλο (“Five A.M. Strut” 2003, “ Persephone” 2005, “Get Happy” 2007, “AliceinWonderland” 2009, “TheShirleyHornSuite” 2011, “OurPathtothisMoment” 2012), ο EzraWeissδεν έχει παύσει, αυτήν την δεκαετία και κάτι που δραστηριοποιείται στο jazzcircuit, να δοκιμάζει καινούρια πράγματα, μετρώντας τις δυνάμεις του σε πολλαπλά επίπεδα. Έτσι, μετά από μια σειρά έξι στούντιο άλμπουμ φαίνεται πως έφθασε η ώρα και για το πρώτο καταγραμμένο «ζωντανό» του (Portland, Οκτώβριος και Δεκέμβριος 2013), ένα φισκαρισμένο CDυπό τον τίτλο “Before You Know It” [ROARK, 2014] με διάρκεια μεγαλύτερη των 77 λεπτών, αποτελούμενο από οκτώ εκτεταμένες γενικώς συνθέσεις – συνθέσεις δικές του, συν τα δύο απαραίτητα στάνταρντ, το “Afoggyday” των Gershwinsκαι το “Alabama” του JohnColtrane.
Εκείνο που είναι φανερό και από τις προηγούμενες δουλειές τού Weissείναι πως ο συγκεκριμένος συνθέτης, πιανίστας και ενορχηστρωτής αγαπάει τον ήχο των μεγαλύτερων σε όγκο σχημάτων. Μπορεί, εδώ, να μην παρουσιάζεται μέσω μιας bigband, όμως και το σεξτέτο (FarnellNewtonτρομπέτα, JohnNastosάλτο, DevinPhillipsτενόρο, JohnShawμπάσο, ChristopherBrownντραμς, EzraWeissπιάνο) δεν είναι ένα σχήμα, που να μην μπορεί να παράσχει πληροφορίες, όσον αφορά στην διαύγεια και τον όγκο μιας ενορχήστρωσης. Κι είναι αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά της διαχείρισης τού πρώτου τη τάξει… η καθαρότητα των μελωδικών γραμμών, έτσι όπως εκείνες υποστηρίζονται από τα «πρώτα» όργανα, το συγκρατημένο, αλλά μονίμως σε υπόγεια διέγερση rhythmsection, και βεβαίως οι «επικοινωνίες» των πνευστών, τα οποία καλύπτουν συνεχώς χώρους με την σόλο ή ομαδική παρουσία τους. Το αποτέλεσμα όλων τούτων ακούγεται φερ’ ειπείν στη μεγαλύτερη σε διάρκεια σύνθεση του άλμπουμ, το 15λεπτο “ThefiveA.M. strut”, το οποίον κυριαρχεί και λόγω έκτασης και λόγω τοποθέτησης (στη μέση, περίπου, του… δισκογραφικού set). Ένα άλλο trackπου ξεχωρίζει για την «γεμάτη», όσο και funky, ρυθμική βάση του και βεβαίως για την σολιστική ακρίβειά του είναι το “Thecrusher”, με την εκδοχή του “Alabama” να περιλαμβάνεται επίσης στις μεγάλες στιγμές του “BeforeYouKnowIt”. Ο Weissδεν μεταβάλλει το γενικότερο μινόρε της σύνθεσης (το κομμάτι γράφτηκε από τον Coltraneεις μνήμην των θυμάτων της ρατσιστικής βομβιστικής επίθεσης σε μιαν εκκλησία Βαπτιστών στο Birminghamτης Alabama, τον Σεπτέμβριο του ’63), δίνοντας την ευκαιρία στον τενορίστα του (DevinPhillips) να δώσει ένα βαθύ, όσο και εκτεταμένο σόλο, που έρχεται να σκεπάσει με… σάβανο τα θύματα μιας άλλης μαζικής εγκληματικής ενέργειας (είναι η δολοφονία 26 ανθρώπων, παιδιά τα περισσότερα, σ’ ένα σχολείο στο SandyHookτου Connecticut, τον Δεκέμβριο του 2012).
Γενικώς, μέσα από τις σαφείς και μελετημένες ενορχηστρωτικές γραμμές και βεβαίως με την αρωγή των ψυχωμένων παιξιμάτων των μουσικών που στέκονται δίπλα του, ο EzraWeissπαραδίδει ένα ακόμη άλμπουμ συνεπούς τζαζ ενδιαφέροντος.
Επαφή: www.ezraweiss.com

VIRGEN SIDERAL λυσεργική παραζάλη

$
0
0
Τετραμελές συγκρότημα από το Περού, οιVirgenSideralαποτελούνται από τους PaulSaavedraφλάουτα, φωνές, ηλεκτρονικά, NagelDiazηλεκτρονικά, Brayanμπάσο, ShaheemSaavedraντραμς, καθώς και από τον κιθαρίστα ChinoBurgaπου συμμετέχει στο σχήμα ως φιλοξενούμενος. Το παρθενικό φερώνυμο CDτους είναι φτιαγμένο, στο πρώτο τμήμα του, με τη λογική ενός δίσκου βινυλίου (και με δύο tracksανά υποτιθέμενη πλευρά), ενώ το δεύτερο περιέχει άλλα τέσσερα tracksως bonus. Σε γενικές γραμμές έχουμε να κάνουμε με μια καταγραφή ενός spaceσυγκροτήματος με ψυχεδελικές και progressiveαναφορές, που βρίσκει δισκογραφική διέξοδο στην μακρινή Ελλάδα. Έτσι, η G.O.D. Records, μετά το LPτων Περουβιανών CholoVisceral (και αφού έχει μεσολαβήσει το άλμπουμ του Twink) επανέρχεται μ’ ένα ακόμη συγκρότημα από την πιο... λυσεργική χώρα της Λατινικής Αμερικής, ίδιας πάνω-κάτω φιλοσοφίας (να πω, απλώς, πως ο ηλεκτρονικάριος NagelDiazείναι μέλος και των δύο συγκροτημάτων).
Το άλμπουμ ανοίγει με το σχεδόν 9λεπτο “Adorativa”. Από την αρχή φαίνεται πως τα ηλεκτρονικά πρωτοστατούν στον ήχο του γκρουπ, τα οποία, σε συνδυασμό με το ενισχυμένο rhythmsectionκαι τα «χαμένα» φωνητικά, φέρνουν τους VirgenSideralκάπως κοντά στον ήχο των Brainticket(των early seventies). Το “Petalosdeflujosolar” που ακολουθεί είναι ακόμη πιο εκτεταμένο στο χρόνο (αγγίζει τα 13 λεπτά) με τα ηλεκτρονικά, το μπάσο και τα ντραμς να πρωταγωνιστούν και πάλι, και με τα φωνητικά ν’ ακούγονται εντελώς «παγερά» και «ξεκομμένα» από το ηχητικό δρώμενο, επιβάλλοντας ένα ψυχεδελικό όραμα. Αν και ο ντράμερ παίζει κάπως μόνος του (δεν παρακολουθεί τους υπόλοιπους μουσικούς, ή εκείνοι δεν «νοιάζονται» και τόσο για το πώς αλλάζει τους ρυθμούς και τα tempi) το αποτέλεσμα εμφανίζει μία παράξενη συνάφεια – κυρίως γιατί τα πάντα ακούγονται «σωστά» κάτω από τους όγκους των ηλεκτρονικών που αποτελούν το κυρίαρχο στοιχείο. Η αίσθηση, εν ολίγοις, του improv-jamείναι φανερή στην ανάπτυξη του “Petalosdeflujosolar”.
Η… δεύτερη πλευρά ξεκινά με το 14λεπτο “Barbelognosis”. Κι εδώ η γενική γραμμή δεν διαφέρει, παρότι τα φλάουτα του PaulSaavedraπροσθέτουν σε ηχοχρώματα και σε εναλλακτικές πηγές «χασίματος». Το συγκρότημα εξακολουθεί να παίζει σαν σε κατάσταση ελαφριάς… μέθης, με την γενικότερη ατμόσφαιρα να μην ξεκολλάει ρούπι από το… στονάρισμα. Στο έσχατο 7λεπτο “…vestidadesol, conlalunabajolospies…” είναι πλέον αργά, για ν’ αλλάξει οτιδήποτε (και καλώς δηλαδή). Η αίσθηση, δε, πως ακούω... σημερινούς Brainticketείναι ισχυρότερη από ποτέ, με τα γυναικεία φωνητικά, τα γεμίσματα από sitar (αληθινό ή sampleμικρή σημασία έχει) και τα αναλογικά ηλεκτρονικά να δίνουν και να παίρνουν.
Τα τέσσερα bonustracksέχουν μικρότερες διάρκειες και αφορούν σε μιαν εναλλακτική versionτου “Barbelognosis” (κάπως καθαρισμένη από τα πολλά τζιριτζίρια και πιο κοντά σ’ έναν τύπου Hawkwindήχο), στο “Elfragmentoyelorigen” (ένα απλό, αλλά ενδιαφέρον trackμε φλάουτο, βιολί, κρουστά και λίγα εφφέ, που ακούγεται στ’ αυτιά μου εντελώς απόκοσμο), στο “Infinitarevolución” (που είναι ζωντανά ηχογραφημένο κάπου στην Λίμα, τον προηγούμενο Ιούνιο, όντας πνιγμένο στα εφφέ και τα ηλεκτρονικά, κινούμενο σ’ ένα cosmicπεριβάλλον) και τέλος στο επίσης ζωντανό και θορυβώδες “Ofrendapalpitanteyelectrónica”, που ολοκληρώνει το άλμπουμ.
Οι VirgenSideralαφιερώνουν το άλμπουμ τους σε διάφορους καλλιτέχνες, διαφόρων χώρων. Συγγραφείς, ποιητές, μουσικούς, ηθοποιούς, καλλιτέχνες γενικώς... Τα ονόματα δεν είναι πολλά, αλλά ανάμεσα σ’ αυτά μου έκαναν εντύπωση εκείνα της Ειρήνης Παππά (το «666» θα την κυνηγάει μια ζωή όσον αφορά στη μουσική) και της Stacia, της χορεύτριας των Hawkwind. 
Επαφή: www.godrecords.blogspot.gr

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ ηλεκτρονική συλλογή

$
0
0
Ένα καινούριο βινύλιο του Βαγγέλη Κατσούλημετά από… 24 χρόνια στο πλατώ; Μάλλον… δηλαδή σίγουρα. Και είναι τούτο, από μόνο του, ένα γεγονός που έχει την αξία του. 
Από τους συνθέτες που γνώρισε η σύγχρονηομήγυρη στα χρόνια του ’80, ο Βαγγέλης Κατσούλης εμφανίστηκε στη… δισκογραφία με την ηλεκτρονική σύνθεσή του «Νύχτα» (στη δεύτερη κασέτα του περιοδικού Νήσοςτον Δεκέμβριο του ’83, υπάρχουν εδώ κάποιες λεπτομέρειες http://diskoryxeion.blogspot.gr/2012/09/blog-post_26.html), για ν’ ακολουθήσουν τα «Τρία Πρελούδια για Πιάνο» σ’ ένα άλμπουμ της Έφης Αγραφιώτου το 1984, πριν η εταιρεία Praxisτου Κώστα Γιαννουλόπουλου δώσει το πρώτο προσωπικό LPτου, το “MinimalSuite- DoubleImage” το 1986. Ανέφερα αυτά τα τρία στοιχεία –τα πρώτα δύο απουσιάζουν και από το discogs– για να δείξω πως ο Βαγγέλης Κατσούλης κινήθηκε και κινείται, από τότε, σε τρεις διαφορετικές διαδρομές (σύγχρονη κλασική, ηλεκτρονική, jazz/improv), οι πορείες των οποίων ενίοτε συμβάλλουν… σε δύο (διαδρομές) ή και μία. (Εννοώ πως ο συνθέτης, στο πέρασμα του χρόνου, συνέδεσε τη σύγχρονη κλασικήμε την ηλεκτρονική, ή την jazz/improvμε την ηλεκτρονική, δίνοντας συχνά, ένα εντελώς δικό του στίγμα). Έτσι, ο δίσκος βινυλίου TheSleepingBeauties, acollectionofearlyandunreleasedworks, που είναι μια παραγωγή του καινούριου αθηναϊκού labelIntotheLight, μας παρέχει την ευκαιρία να σκύψουμε ξανά στο ηλεκτρονικό έργο του Κατσούλη, από τα χρόνια του ’80 έως και σήμερα, να το ακούσουμε εκ νέου και να το επανεκτιμήσουμε.
Όπως λοιπόν αντιλαμβάνεστε από τον τίτλο του δίσκου, στην περίπτωσή μας έχουμε να κάνουμε με μια συλλογή. Μια συλλογή που περιλαμβάνει τέσσερα θέματα του άλμπουμ “TheSlippingBeauty” [Utopia, 1988], τρία θέματα ενός splitLP, με συνθέσεις των Βαγγέλη Κατσούλη και Μιχάλη Γρηγορίου, που είχε κυκλοφορήσει από την ΕΡΤ το 1990 (το έργο του Κατσούλη είχε τίτλο “ThroughtheDoorIntoaDream” κι εδώ ακούμε τα τρία τέταρτά του), δύο ανέκδοτα tracksτου 1988, καθώς και δύο tracks, επίσης ανέκδοτα, του 2012. Το βινύλιο είναι κλεισμένο σε μία λιτή, Α/Μ και καλαίσθητη συσκευασία με λόγια του ιδίου του συνθέτη στο οπισθόφυλλο.
Εκείνο που πρέπει να πω από την αρχή είναι πως το άλμπουμ δεν λειτουργεί απλώς σαν «συλλογή», αλλά ως μία νέα έκδοση στην δισκογραφία του Κατσούλη. Αυτό είναι σημαντικό. Οι compilers (TakoReyenga, Ηλίας Πίτσιος) είχαν κάποιo «θέμα» στο κεφάλι τους. Μιαν αισθητική αντίληψη που να διαπνέει όλο το (ηλεκτρονικό) έργο του συνθέτη. Έτσι, παρότι τα tracksπου επελέγησαν αφορούν σε μιαν 25ετία (1987-2012) τα διακρίνει μιαν ενότητα ύφους, μια λογική σειρά και βεβαίως μία καλλιτεχνική συνέπεια. Τι εννοώ; Το απλό. Αν δεν δει κάποιος τα creditsδύσκολα θα αντιληφθεί πως πρόκειται για κομμάτια διαφορετικών sessions. Έτσι, το άλμπουμ δεν λειτουργεί σαν κοινή συλλογή, αλλά ως ένα αυτόνομο και αυτοδύναμο έργο του συνθέτη.
Οι ηλεκτρονικές προτάσεις του Βαγγέλη Κατσούλη έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες. Κατ’ αρχάς εκείνες των 80s (που είναι και οι περισσότερες) είναι επηρεασμένες από τον μινιμαλισμό. Δεν υπάρχουν οι «ακρότητες» των πρώιμων έργων του PhilipGlassφερ’ ειπείν, αλλά υπάρχει, είναι διακριτό δηλαδή, το πνεύμα της λιτότητας και της επανάληψης. Τα timbreτων keyboardsεπίσης είναι «στρογγυλά», εννοώ πως δεν είναι «δημιουργικά» (δεν πρόκειται για «ζωντανά» ηλεκτρονικά, δεν χρησιμοποιούνται βόμβοι και αναδράσεις π.χ.), ακολουθώντας μία καταγραμμένη (υποθέτω) διαδρομή. Από πλευράς επιρροών πέραν του μινιμαλισμού, υπάρχει το rockφυσικά, το funkή το funk-rock (σε κομμάτια όπως το “Earthbeat” για παράδειγμα), υπάρχουν οι «μουσικές του κόσμου» (οι ήχοι κάποιων «πνευστών» θα μπορούσε να έχουν nativeamericanπροέλευση) και οι «φωνές του κόσμου» (αλλοιωμένες φυσικά – άκου το “Theeternalreturn”), υπάρχει ο Vangelisκαι πάντα η σχολή Glass-Reich (στο 10λεπτο ανέκδοτο “Enigma”, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του LP), υπάρχει το new-age (“Livingcolors”), υπάρχει ο αυτοσχεδιασμός (“Improvisation”)…
Κυρίως, όμως, υπάρχει η συνδετική γραμμή όλων τούτων, ο «ευγενικός» και «φωτεινός» ήχος των keyboardsτου Βαγγέλη Κατσούλη.

η YANKA στην Ελλάδα του 1965

$
0
0
Παρότι μέχρι και σήμερα η yankaπαραμένει δημοφιλής στα παιδικά πάρτυ ή τις τουριστικές ελληνικές βραδιές στα νησιά, δεν παύει να είναι ένας χορός που εμφανίστηκε στη χώρα μας και ολοκληρώθηκε, έτσι κάπως σαν αισθητική πρόταση, μέσα στο 1965. Εννοώ, δηλαδή, πως το 1964 ήταν άγνωστη, ενώ το 1966 είχε περάσει πια η πολύ μεγάλη μπόρα και υπήρχαν μόνον κάτι… λούμπες. Όλα ξεκίνησαν, φυσικά, με το περίφημο “Jeronimoyanka”, που πρέπει να ηχογραφήθηκε από τους Forminxστις πρώτες ημέρες του ’65. Επειδή ορισμένοι… αναλφάβητοι διαδίδουν πως το κομμάτι αυτό ήταν κλεμμένο από τον Παπαθανασίου, θα πρέπει να πω πως το “Jeronimoyanka” ποτέ δεν θεωρήθηκε σύνθεση του Βαγγέλη Παπαθανασίου (και πολύ περισσότερο του Νίκου Μαστοράκη).
Όποιοι έχουν ένα από τα… δεκάδες χιλιάδες 45άρια που τυπώθηκαν σε ετικέτα Decca [48-PL 8049] θα έχουν προσέξει πως στα creditsτου κομματιού αναγράφεται το… “Arr. N. MastorakisW. Papathanassiou”. Εκείνο το… “Arr.”, που σημαίνει “Arrangement” (ψιλά γράμματα για τους… αναλφάβητους), δηλώνει βεβαίως πως το κομμάτι ήταν διασκευή και όχι πρωτότυπο. Ποιος το είχε γράψει όμως; Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα ζήτημα, ok, αλλά να εμφανίζεται από τους… κουμπούρες-σκανδαλοθήρες-κουτσομπόληδες του ελληνικού ροκ σαν κλεψιμέικο από τον Παπαθανασίου πάει πολύ. Τι είχε συμβεί; Υπάρχουν δύο μαρτυρίες από τον Νίκο Μαστοράκη, τον μάνατζερ τότε των Forminx(μία της εποχής, που έχει μεγάλη σημασία) και μία νεότερη. Ας ξεκινήσω από την πρώτη. Γράφει ο Νίκος Μαστοράκης, στενός συνεργάτης των Forminxτο ξαναλέω, στο τεύχος #37 των Μοντέρνων Ρυθμών (1/9/1965) απαντώντας σε ορισμένα ζητήματα που είχαν θέσει οι Juniors:
«(…)Και στο θέμα της ‘γιάνκας’. Δεν ισχυρίσθηκα ποτέ ότι οι Φόρμιγξ δημιούργησαν την γιάνκα. Ούτε ότι ο ‘Τζερόνιμο’ ήταν δική τους σύνθεσι. Πολλές φορές όμως, μια ιδέα εκτιμάται περισσότερο από την δημιουργία. Η ιδέα στην προκειμένη περίπτωση, ήταν να γυρίσουμε με τους Φόρμιγξ σε δίσκο το θέμα και τον χορό. Η φινλανδική μελωδία διασκευάστηκε, και γνώρισε την τεράστια επιτυχία που ξέρετε. Οι άλλες εταιρίες, που μέχρι εκείνη τη στιγμή απέκρουαν τα ελληνικά συγκροτήματα σαν κάτι αποδιοπομπαίο, για να αντιδράσουν εμπορικώς τα δέχτηκαν. Έτσι οι Τζούνιορς γύρισαν την ‘Γιάνκα σπέσιαλ’, οι Τσαρμς την διασκευή τους πάνω στο ‘Τζερόνιμο’, ο Λαυράνος την ίδια γιάνκα. Κι όλοι –από ένα λάθος δικό μας– έμαθαν την γιένκα σαν γιάνκα, γιατί ακριβώς από τους Φόρμιγξ ξεκίνησαν να κάνουν ό,τι έκαναν. Δεν τους κατηγορώ για μίμησι, αλλά απαιτώ απ’ όλους αυτούς που πάνω στις πρωτοτυπίες τις δικές μου και των Φόρμιγξ στηρίζουν την σημερινή τους εργασία, να σέβωνται και αυτούς και εμένα(…)».
Χρόνια αργότερα, σ’ ένα επεισόδιο του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα (του Στέλιου Κούλογλου), που είχε τίτλο «Τα δικά μας 60s - Μέρος Β» και που ανέβηκε στο YouTubeτην 26/4/2013 ακούμε τον Νίκο Μαστοράκη να λέει:
«Κάποια στιγμή, στη Ρέμβη στη Θεσσαλονίκη, όπου έπαιζαν οι Forminxείχε έλθει ένα γκρουπ από Φινλανδούςκαι χόρεψαν αυτό τον περίεργο χορό, δεξιά αριστερά, ο ένας πίσω από τον άλλο. Και καθίσαμε με τον Βαγγέλη τον Παπαθανασίου και με τον αδελφό του τον Νίκο κι είπαμε… δεν φτιάχνουμε την ελληνική έκδοση; Κι η γιάνκα άρχισε να χορεύεται στα μαγαζιά, τα κλαμπ, στα ρεσιτάλ, στα σπίτια… Δεν μπορούσε ποτέ κανείς να πιστέψει ότι ένα 45αράκι, με το “Jeronimoyanka”, θα πούλαγε μέσα σ’ ένα μήνα, όσο πούλαγαν κανονικά σ’ ένα χρόνο τα μεγαλύτερα λαϊκά σουξέ».
Έψαξα στην ψηφιακή Μακεδονίακαι βρήκα στο φύλλο τής 29/12/1964 (ημέρα Τρίτη) καταχώρηση σχετική με μιαν εμφάνιση των Forminxστη Ρέμβη (κέντρο της Θεσσαλονίκης) την Δευτέρα 4/1/1965, σ’ ένα χορό με αφορμή την κοπή της βασιλόπιτας των αποφοίτων του ελληνογαλλικού κολεγίου τού Αγίου Βικεντίου. Αν είναι έτσι τα πράγματα είναι πολύ πιθανόν σ’ εκείνο τον χορό να πληροφορήθηκαν, για πρώτη φορά, την ύπαρξη του φινλανδικού σκοπού (θα διαπίστωσαν προφανώς και το «σώσε» που θα γινόταν), και επιστρέφοντας στην Αθήνα θα μπήκαν μάνι-μάνι στο στούντιο για να τον διασκευάσουν και να τον ρίξουν στην αγορά. Εκείνο που μένει αδιευκρίνιστο είναι το… γκρουπ των Φινλανδών στην Ρέμβη, που χόρεψε αυτόν τον «περίεργο χορό». Τι να εννοεί ο Μαστοράκης; Πώς μαζί με τους Forminxυπήρχε και κάποιο (άλλο) φινλανδικό μουσικό συγκρότημα στην γιορτή κι έπαιξε την… γιάνκα; Δύσκολο αυτό. Πως κάποια παρέα Φινλανδών ήταν προσκεκλημένη στον χορό των αποφοίτων αυτοσχεδιάζοντας την… γιάνκα με τίποτα κιθάρες και κρουστά ή μήπως είχε βρεθεί στα χέρια κάποιου καλεσμένου ένα από τα δισκάκια… γιάνκα, ένα από τα πολλά, εν πάση περιπτώσει, που κυκλοφορούσαν ήδη στην αγορά από το ’63 (και όχι μόνο στην Φινλανδία); Δεν ξέρω… Σε κάθε περίπτωση, πάντως, την 30/1/1965 (τόσο νωρίς!) απονέμεται στους Forminx«ασημένιος δίσκος» για τις πωλήσεις του “Jeronimoyanka” στο Ακροπόλ Παλλάς.
Από το οπισθόφυλλο του σχετικού 45αριού των Forminx. Το σκίτσο του Jeronimo ήταν του Νίκου Παπαθανασίου...
Τώρα, για τι πωλήσεις ακριβώς μιλάμε δεν είναι καθόλου μα καθόλου σίγουρο (πιθανώς η βράβευση να ήταν ένα εμπορικό κόλπο δηλαδή, στο πλαίσιο της γενικότερης προώθησης), καθότι το τραγούδι δεν υπάρχει καν στο Top 30 των Μοντέρνων Ρυθμώντου τεύχους #24 (10/2/1965) –στο τεύχος, δηλαδή, στο οποίο διαβάζουμε για την απονομή–, ενώ στο Top 30 του τεύχους #25 (24/2/1965) εμφανίζεται μόλις στην θέση 17 (με το “Special 65 yanka” των Juniorsνα είναι στο νούμερο 19). Όμως το “Jeronimoyanka” είχε ορμή. Στο επόμενο Top30 τής 10/3/1965 βρίσκεται στο νούμερο 8 (ακολουθεί κατά πόδας το “Special 65 yanka” στο νούμερο 9), ενώ στο Top 30 τής 24/3/1965 πιάνει κορυφή, με δεύτερο το “Alldayandallofthenight” των Kinks, δέκατο το “Special 65 yanka” και δέκατο πέμπτο το “Jenkabeat” (επίσης των Forminx– ίσως η ωραιότερη yankaπου ηχογραφήθηκε ποτέ στην Ελλάδα και όχι μόνο). Η πορεία του “Jeronimo…” από ’κει και πέρα υπήρξε καθοδική, αφού στο Top 30 τής 21/4/1965 βρίσκεται στην θέση 29, ενώ στο επόμενο τής 12/5/1965 είναι πλέον έξω από το Top– είναι όμως μέσα το “Babiesyanka” των Juniors(στη θέση 18), που σημαίνει πως ο χορός είχε ακόμη δυναμική (το συγκεκριμένο trackθα φιγουράρει στο Top 30 μέχρι την 4/8/1965 συμπληρώνοντας εκεί σχεδόν τρεις μήνες).
Μετά τον Αύγουστο του ’65 η τρέλα της yankaείχε οπωσδήποτε υποχωρήσει, παρότι όλην εκείνη την περίοδο φαίνεται πως επωφελήθηκαν ή επιχείρησαν να επωφεληθούν πολλοί (και πολλές εταιρείες), αφού εκτός των Forminxκαι των Juniors… γιάνκες ηχογράφησαν οι Charms (“Yanka” στην Popular– το εμφανίζουν ως traditionalκαι δεν ήταν μακριά από την αλήθεια), οι Γαλαξίες («Γιάνκα για μικρά παιδιά» σε ετικέτα ROL), ο TonyPinelliμε την AthineaOrchestra(“Rosalieyanka” και “Yiovannayanka” και τα δύο μάλλον στην Lyra), οι Spiders (“Penguin, jenka” στην Polydor), οι Dragons (“Acropolisyanka” στην RCAVictor), οι Sea-Gulls (“Safarijenka” στην Pan-Vox), οι OrchestreAris-Alba (“Nicolassayanka” στην RCAVictor), ο Τίνο Ανδροκλής και οι Σολίστες του («Παίξε γιάνκα» στην Simonetta), αλλά και συνθέτες όπως ο Μίμης Πλέσσας (“Greekjenka” στην Lyra, ένα κομμάτι που ακούγεται στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου Μια Τρελλή Τρελλή Οικογένειακαι το οποίο χορεύουν οι Αλέκος Τζανετάκος και Κατερίνα Γώγου) και ο Γεράσιμος Λαβράνος… Αλλά, εδώ, αξίζει να σταθούμε κάπως παραπάνω…
Ο Γεράσιμος Λαβράνος ηχογραφεί κομμάτι υπό τον τίτλο “Jeronimoyanka”(!), διασκευασμένο από τους Ν. Μαστοράκη, Ε. Παπαθανασίου, αλλά και από τον ίδιο τον συνθέτη, σχεδόν ταυτοχρόνως με τους Forminx. Κυκλοφόρησε μάλιστα και σε 45άρι [Philips 6025] με πίσω πλευρά το “Kangarooyanka” (που έμοιαζε κάπως με boogaloo!). Όταν όμως το “Jeronimoyanka” με τους Forminxακολουθούσε τον δρόμο προς την κορυφή, το 45άρι του Λαβράνου αποσύρθηκε από την κυκλοφορία (προφανώς, για να μην μπερδεύει ο κόσμους τους… Τζερώνυμο), για να ξαναβγεί (στην ίδια ετικέτα και με τα ίδια νούμερα) με πρώτη πλευρά ένα… “Dointthejenka” (που ήταν ίδιο ακριβώς με το προηγούμενο… λαβρανικό “Jeronimoyanka”). Δηλαδή –και για να μην σας μπερδεύω– στην δεύτερη έκδοση άλλαξε απλώς ο τίτλος του κομματιού, ενώ προστέθηκε στα creditsκαι το στοιχείο πως το “Dointthejenka” στηριζόταν στην διασκευή κάποιου… JeanRhode(θα πω στην συνέχεια ποιος ήταν αυτός ο… JanRohdeκαι όχι Jean).
Τα δύο 45άρια του Γεράσιμου Λαβράνου, αυτό και το προηγούμενο, έχουν ολόιδιους κωδικούς, αλλά διαφορετικούς τίτλους κομματιών (στην πρώτη, πάντα, πλευρά). Οι μουσικές είναι ίδιες βεβαίως...
Ο Λαβράνος, όμως, επειδή ήταν έξυπνος και παρατηρητικός, πρόσεξε πως ένας παραδοσιακός σκοπός της πατρίδας του της Κέρκυρας, η πασίγνωστη «Πέρδικα» (ένας συρτός σε 2/4), έμοιαζε πολύ με την yanka! Δεν ήταν μόνον ίδιος ο ρυθμός (κομμένος στα τέσσερα – σε δύο ή τέσσερα τέταρτα), αλλά έμοιαζε και η μελωδία, ή εν πάση περιπτώσει προσαρμοζόταν άνετα σ’ εκείνη του φινλανδικού σκοπού. Το μόνο που έπρεπε να γίνει ήταν ν’ ανεβούν κάπως οι στροφές, το μπιτ (το τέμπο εννοώ). Και όντως. Η yankaθα μπορούσε να ήταν εντελώς… κερκυραϊκή (και καθόλου φινλανδική!) με το 45άρι του Λαβράνου “Jerryjenka/ Corfujenka” [Philips 6030] να το αποδεικνύει περίτρανα. Όχι τυχαίως η yankaχορεύεται ακόμη και σήμερα στην Κέρκυρα – βοηθούν και οι τουρίστες, φυσικά, σ’ αυτό.
Να σημειώσω, επίσης, κάτι, που μπορεί να φαίνεται «τρελό», αλλά δεν είναι. Η yanka, μέσα στο 1965, θα περάσει και στην λαϊκή πίστα, ενώ θα τυπωθούν για τις σχετικές ανάγκες και τα ανάλογα λαϊκογιάνκα45άρια. Ανάμεσα σ’ αυτά και η «Λαϊκή γιάνκα» των Θανάση Λώλου - Ηλία Μεγαλούδη με τον Βασίλειο Θεσσαλό στην Ρυθμοφών, το «Τα νειάτα φεύγουν (γιάνκα)» του Γ. Κονιτόπουλου με τον Δημήτρη Κρίτσαλο στην RCAVictor, το «Νιάου νιάου γιάνκα» του Δημήτρη Γκούτη με τους Σπύρο και Ζωή Ζαγοραίου στην Parlophone, το «Το μπουζούκι παίζει γιάνκα» με τον Λέανδρο Μπουρνέλη, το “Oneyankaforyou” πάλι με τον Θεσσαλό και δεν συμμαζεύεται… Ακόμη και οι AtheniansofTorontoστον Καναδά θα ηχογραφήσουν τον χορό στο EPτους «Όλο τον κόσμο γύρισα/ Δεν μπορώ/ Γιάνκα/ Ό,τι σου ’πανε για μένα» [Athenian Company], όπως πληροφορούμαι από την ανάρτηση για τους Ελληνοκαναδούς στο siteτης B-otherSiderecords. Για δε το γεγονός πως ακόμη και οι βασιλόφρονες εφηύραν την δική τους yanka («Γιάνκα χορεύει και η Άννα Μαρία/ Γιάνκα χορεύει και ο βασιλεύς/ Γιάνκα χορεύει και η Αλεξία/ μέσα στις φασκιές») δεν πρέπει να μας παραξενεύει, αφού ο καθένας θα μπορούσε να ταιριάξει στον σκοπό ό,τι στιχάκι του κατέβει.
Η yankaδεν είχε ουσιαστικό πρόβλημα να διεισδύσει και στην νεολαία της Αριστεράς της εποχής, στην Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη (ΔΝΛ) δηλαδή. Ακούμε την τότε «λαμπράκισσα» Άννα Βαγενά να λέει στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα (Τα δικά μας 60s, Mέρος Β):«Θυμάμαι σ’ ένα χορό που έγινε στο Αλκαζάρ. Είχαμε χορέψει σέικ και γιάνκα επίσης, και πιαστήκανε από τη μέση αγόρια και κορίτσια κι είχε γίνει μεγάλο θέμα. Ότι… πώς να πούμε… τα παιδιά τα δικά μας μπορούν να χορεύουν τέτοιους χορούς ξενόφερτους και φοβερούς». Για ν’ ακολουθήσει ο Χρόνης Μίσσιος: «Και λέω… τα παιδιά τραγουδάνε και χορεύουνε Μπητλς, τον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Οπότε γυρίζει ο Μίκης και με κεραυνοβολεί. Μου λέει ‘σε παρακαλώ Χρόνη, έτσι, να μη λέμε και ανοησίες εδώ μέσα’. Και μου τραβάει ένα χέσιμο δικαιολογημένα, για το τι ήταν οι Μπητλς να πούμε…». Το ζήτημα το θέτει στη σωστή του βάση ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης (τότε πρόεδρος της ΔΝΛ), πάντα από το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα: «Εκεί λοιπόν το (ραδιόφωνο) στο λεωφορείο έπαιζε μια μουσική αμερικάνικη, απ’ αυτούς τους ωραίους χορούς τους αμερικάνικους που τα παιδιά χορεύουν απέναντι… ροκ εν ρολ, κάτι τέτοια πράγματα κ.λπ. Τα κορίτσια και τ’ αγόρια ενθουσιασμένα γιατί κάναν τη δουλειά τους… μέσα στο λεωφορείο άρχισαν ζευγάρια να χορεύουν ροκ εν ρολ. Είχαμε λοιπόν στο λεωφορείο μέσα κάποιον από τα παλιά, με άσπρα μαλλιά, ο οποίος ερχόταν για να επιβλέψει κάπως… το ’ξερα εγώ αλλά δεν μ’ ένοιαζε καθόλου. Καθόμουν πίσω-πίσω. Και πάει και το κλείνει αυτό (το ραδιόφωνο). Τα παιδιά λοιπόν μείνανε κατάπληκτα… τι γίνετε το κόμμα μάς απαγορεύει να χορεύουμε; Πάω λοιπόν εκεί… δεν του λέω τίποτα… τι κάνεις… ανοίγω (το ραδιόφωνο) και άρχισα να χορεύω εγώ ροκ εν ρολ που ήμουν πρόεδρος». Αυτά… τα προφανή.
Στο τεύχος #35 των Μοντέρνων Ρυθμών (4/8/1965) ο Λευτέρης Κογκαλίδης πιθανώς να είναι ο πρώτος που γράφει στην Ελλάδα για την… φινλανδική yanka. Διαβάζουμε ακριβώς: «Η ‘γιένκα’ ξεκίνησε πρόπερσι τον Ιανουάριο(σ.σ. του 1963) από την Βόρειο Φινλανδία. ‘Λέτκις’ σημαίνει ρυθμός και όχι ας φιληθούμε». Και όπως γράφει και η Wikipediaγια την Letkajenkka ή απλώς Letkis: «Πρόκειται για φινλανδικό χορό, ένα μουσικό στυλ που έγινε δημοφιλές ανάμεσα στα χρόνια 1963-65. Βασίστηκε στην ιδέα να παρουσιαστεί η jenkkaχωρίς παραδοσιακά όργανα (βιολί, ακορντεόν). Έτσι, στις αρχές των sixties, κάποιοι συνθέτες σκέφτηκαν να γράψουν jenkkaσκοπούς για πιο σύγχρονες μπάντες χρησιμοποιώντας πνευστά, ή ηλεκτρικές κιθάρες, μπάσο και ντραμς. Ο πρώτος που εισήγαγε ένα τέτοιο τραγούδι (“Letkajenkka”) ήταν ο Erik Lindström. Μια σουηδική μπάντα, οι Adventurers, το ηχογράφησαν(σ.σ. ως ορχηστρικό)σπρώχνοντάς το στο φινλανδικό chart. Λίγο αργότερα, ο JanRohde, ένας Νορβηγός που είχε γεννηθεί στις ΗΠΑ, το ηχογράφησε συνοδευόμενος τόσο από τους Adventurers, όσο και από τους WildOnes(σ.σ. με αγγλικά στιχάκια, ως “Doin’ the jenka” με τους μεν και ως “Letkajenka” με τους δε). Η εκτέλεση των WildOnesπέρασε την Βαλτική, μπαίνοντας στο ολλανδικό chart– εκεί όπου έβλεπες κάποια στιγμή τέσσερα letkisνα στριμώχνονται στον κατάλογο των επιτυχιών. Μισό χρόνο αργότερα, ο RaunoLehtinenακολούθησε με το “Letkis”, κομμάτι(σ.σ. ορχηστρικό με πνευστά)που έμελε να αποδειχθεί το δημοφιλέστερο του είδους. Ηχογραφήθηκε με την ορχήστρα του τον Αύγουστο του ’63, για να γίνει ακόμη πιο αγαπητό από την ορχήστρα του Ronnie Kranck, όταν ηχογραφήθηκε ξανά τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς».
Την διετία 1964-65 η yankajenkaκαλύτερα) ακουγόταν και χορευόταν στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και ακόμη στην Λατινική Αμερική και την Ιαπωνία. Έτσι, έχουμε στην Ιταλία, ανάμεσα σε άλλους, τους Barimars (“Cangurojenka”στην Cetra), τους ImperialSeven (“Letkiss-jenka” στην CBS) και τον MarinoMarini (“Letkis-jenka” στην Durium), στο Βέλγιο τον BenAmaury (“Jenka-jenka” στην Selection), στην Νορβηγία τους Saunters(“Jenka-toget” στην Triola), στην Ολλανδία τους DutchSwingCollegeBand (“Letkisjenka” στην Philips) και τους HetCocktailTrio (“Pretka-jenka” στην Imperial), στην Σουηδία την LillBabs (“Letkis-jenka” στην Karusell), στην Τσεχοσλοβακία τους Sláva Kunst se Svým Orchestrem (“Letkiss-Jenka” στην Supraphon), στην Ουγγαρία τους ClubEnsemble (“Atthejenkashow” στην Qualiton), στην Ρουμανία την OrchestraElectrecord (“Jenka, yesmydarling” στην Electrecord), στην Γιουγκοσλαβία τους 4M (“Jenkasong” στην Jugoton), στην Δυτική Γερμανία τον RobertoDelgado(“Letkiss” στην Polydor) και τον JeffJackson (“Baby-jenka” στην International), στην Γαλλία τον GeorgesJouvin(“Letkissjenka”, η εκτέλεση αυτή ακούστηκε και στην Ελλάδα σε δισκάκι της HisMastersVoice), στην Αργεντινή τον PieroSancho (“Letkiss-yenka” στην Odeon) κ.λπ. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, τι γινόταν σ’ ένα παράλληλο, χορευτικό κύκλωμα πίσω από τα τραγούδια των Beatles, των RollingStones, των Kinksκαι όλων των υπολοίπων...
ελληνική έκδοση με φινλανδικές... γιάνκες
Μετά τον Μάρτιο του ’65, όταν το “Jeronimoyanka” είχε πιάσει κορυφή και πουλούσε σαν τρελό, η ελληνική RCAVictorδεν χάνει την ευκαιρία να πλασάρει στην Ελλάδα μία σειρά από «αυθεντικές» φινλανδικές γιάνκες, κόβοντας τα ανάλογα 45άρια. Βασικά το “Letkis/ Sekaletka” [47 g 1116] –το πρώτο από τους FinnishJenkaAll-Starsυπό τον RonnieKranck, ενώ το flip-sideπάλι από τους ίδιους υπό τον RaunoLehtinen–, και ακόμη τα “Letkis - yanka/ Amadomio” από τον RonnieKranck (μάλλον ήταν το πρώτο της σειράς) και “Kanttorinjenka/ Juna - jenka” από τον RaunoLehtinen. Ακόμη μετονόμασε σε… “Java - yanka” το hitJava” του AlHirt, που δεν είχε ουδεμία σχέση με yanka, αλλά θα μπορούσε με λίγη προσπάθεια να χορευτεί στο yankastyleκ.λπ., κ.λπ. Μάλλον μάταιη προσπάθεια, καθότι το ένα μετά το άλλο τα ελληνικά συγκροτήματα ηχογραφούσαν ήδη τις δικές τους (νεανικές) γιάνκες, αφήνοντας τις tradκαι jazzγιάνκες για τις γερουσίες…

Φ78 κ Φ89 ποιήματα για Πόκεμον

$
0
0
Πρόκειται για μία παράξενη πορτοκαλί και πολύ περιποιημένη κασέτα μικρής διάρκειας (δεκατρία λεπτά η πρώτη πλευρά και έντεκα η δεύτερη) της ομάδας Φυτίνη, που περιέχει τραγούδια για φωνή (Ιωάννα Μετζοφόρτη) και πιάνο (Αλεξανδρόσος). Τι τραγούδια; Τραγούδια, που άλλοτε έχουν τη μορφή ενός σύγχρονου lied, ενώ άλλοτε ακούγονται κάπως πιο συμβατικά (έως και pop) και τα οποία σχετίζονται με την κουλτούρα των Πόκεμον – τη γνωστή ιαπωνική σειρά βιντεοπαιχνιδιών και κινουμένων σχεδίων, με τα οποία μεγάλωσε (και) μία γενιά ελληνοπαίδων, εκεί προς τα τέλη των 90s. Τα τραγούδια φανερώνουν κάτι σοβαρό (από την μεριά των εμπνευστών του project), που δεν ξέρω αν είναι αμέσως φανερό (για όποιον ακούσει την κασέτα και διαβάσει τα στιχάκια στις χρωματιστές καρτούλες). Επιχειρείται μια «κλασικοποίηση» των «Ποιημάτων για Πόκεμον». Nα εμφανισθούν δηλαδή μ’ έναν τρόπο συνθετικό, στιχουργικό και ενοργανικό που να παραπέμπει σε έργο κάποιας παλαιότερης δεκαετίας. Πιθανώς, δια αυτού του τρόπου η ομάδα Φυτίνη να θέλει να δηλώσει πως και τα Πόκεμον δεν πρέπει να ιδωθούν ως κάτι ξεχωριστό, ως κάτι «απ’ έξω», που διαφοροποιείται σώνει και καλά από την… Λιλιπούπολη ή από την Θεία Λένα. Και αυτό είναι αλήθεια.
Εγώ, ας πούμε, που δεν έχω την παραμικρή ιδέα της χρήσης και της σημασίας των Πόκεμον, αντιλαμβάνομαι και αποκωδικοποιώ τα συγκεκριμένα τραγούδια με όρους παρελθόντος. Πέφτω στην «παγίδα» δηλαδή της Φυτίνης… να αντιμετωπίσω τα σχιστομάτικα τερατάκια κάπως σαν τα στρουμφάκια (με τα οποία επίσης δεν μεγάλωσα – είμαι παλαιότερος) ή τις φιγούρες του Disney (πέφτουμε στην κλάση μας…). Το αποτέλεσμα ομολογώ πως είναι πάντα ευχάριστο, όταν δεν είναι εκπληκτικό («Η μπάγια ρούμπα της Σανφλώρας», «Φαντασία γύρω από τον Scyther»).

MASSIMILIANO ROLFF κραυγή

$
0
0
Από τους διακεκριμένους ιταλούς κοντραμπασίστες (της jazz) της κάπως νεότερης γενιάς, ο MassimilianoRolff (γενν. το 1973) έχει τέταρτο άλμπουμ ως leader, στην εταιρεία BlueArt. Λέγεται Scream!”, διαθέτει τα επαινετικά λόγια του EnricoRava (γραμμένα στο μέσα μέρος του digipak), όντας απλό, μεστό και… κατανοητό, ενώ το φέρνει εις πέρας μια τετράδα άψογων στη συνεργασία τους μουσικών (FabioGiachinoπιάνο, NicolaAngelucciντραμς, Calderoκρουστά, MassimilianoRolffκοντραμπάσο), με δυναμική και σταθερή παρουσία στα ιταλικά πάλκα.
Με υλικό, βασικά, πρωτότυπο (τα επτά από τα εννέα tracksείναι συνθέσεις του Rolff, ενώ διασκευάζονται και δύο στάνταρντ, το “Bye-ya” του TheloniousMonkκαι το “Someonetowatchoverme” του Gershwin), και κυρίως με την αίσθηση πως ό,τι φθάνει στ’ αυτιά μας αντιπροσωπεύει πλήρως την γενική ιδέα που έχουμε για την jazz, όταν εκείνη αποδίδεται από… αφηγηματικούς Ιταλούς, το “Scream” στηρίζεται σε κλασικές συνταγές, αμέσου αποτελεσματικότητας. Έμφαση στις μελωδίες, αφού ακόμη και οι αυτοσχεδιασμοί είναι, πάντα, πάνω και κοντά σ’ αυτές, προφανές ενδιαφέρον για τον λυρισμό που μπορεί να μεταφέρει μία εγγραφή, ενισχυμένο ρυθμικό τμήμα (με τα κρουστά του Κουβανού να παρέχουν, όπου απαιτείται μία εξωτική πινελιά), πιάνο (και πιανίστα) που μπορεί να απλώσει το παιγνίδι, δίνοντας την ευκαιρία σε όλους να δείξουν και ν’ αποδείξουν τις σολιστικές και ομαδικές ικανότητές τους. Υπάρχουν συνθέσεις στο “Scream!” που σε κερδίζουν με τον τρόπο που είναι αρθρωμένες, αφού η «άνεση χρόνου», το μέσο τέμπο, και η αβίαστη αφήγηση λειτουργούν πάντα προς μια ταύτιση… μεσογειακού τύπου, με τα λίγα σχετικώς ρυθμικά tracks(“Focus”) να δρουν σαν ιντερλούδια, ανάμεσα στις πιο «σύνθετες» και «απαιτητικότερες» στιγμές. Γενικώς ένα άλμπουμ «καθαρό», που μπορεί από τη μια μεριά να μην διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, προσφέρει όμως από την άλλη στιγμές πηγαίου και αληθινού αισθήματος (“Faraway, youreyes”).

EXOTICA MUSIC

$
0
0
Αδιαφιλονίκητη σταθερά στη μουσική κάλυψη και ψυχαγωγία, τουλάχιστον από την δεκαετία του ’50 και μετά, αποτελεί η «εύκολη μουσική» – το λεγόμενο easy listening. Έτσι, και παρόλο τον βομβαρδισμό καινούριων και παλαιότερων όρων που έρχονται και επανέρχονται στο προσκήνιο (exotica, elevator music, muzak, lounge, chill-out, μουσική για σουπερμάρκετ, downtempo, smooth κ.λπ.), η ουσία, γύρω από τον τρόπο που λειτουργεί η συγκεκριμένη ηχητική επένδυση, δεν αλλάζει. Μία παράλληλη και… ανεπαίσθητη συντροφιά, πίσω από την οποία κρύβονταν, ορισμένες φορές, και πολιτικά παιγνίδια... Κυρίαρχη συνιστώσα του easy listening αποτελεί, από τα fifties ήδη, η αμερικανική exotica…
Η exotica ήταν ένα «εύκολο άκουσμα», με κάποιες κοινωνικοπολιτικές άκρες, αφού πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα ήταν εκείνα που, κυρίως, την επέβαλαν. Έτσι, οι αμερικανικές πυρηνικές δοκιμές στην ατόλη Bikini του βορείου Ειρηνικού ανάμεσα στα χρόνια 1946-1958, ο πόλεμος στην Κορέα (1950-1953) και, πίσω απ’ αυτά, τα προγράμματα της Muzak Holdings Corporation, που σχετίζονταν με την αναπτυσσόμενη πολεμική και στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ ήταν ένα πρώτο βάθρο πάνω στο οποίο πάτησε η μουσική exotica – με το όλον «κλίμα» να φουσκώνει και μέσα από την λαϊκή τέχνη της εποχής (θέατρο, κινηματογράφος, λογοτεχνία), καθώς η επίδρασή της στις μάζες υπήρξε, και εδώ, καταλυτική. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, το βιβλίο «Tales of the South Pacific» (1947) του James A. Michener που έγινε αρχικά μιούζικαλ στο Broadway το 1949 από τους Richard Rodgers και Oscar Hammerstein II («South Pacific») και στη συνέχεια ταινία από τον Joshua Logan, στην μεγάλη ακμή, πια, της exotica το 1958. Ακόμη και ο Elvis Presley έπαιξε το ρόλο του στην ανάδειξη της «εξωτικής» κουλτούρας των fifties με τις επισκέψεις, τις συναυλίες και τις ταινίες του στη Χαβάη (από τον Νοέμβριο του ’57 και μετά), που έρχονταν σε συγχρονισμό με την ανάδειξη της νησιωτικής Πολιτείας ως πεντηκοστής των ΗΠΑ, τον Αύγουστο του 1959. Επίσης, ένας εκ των υστέρων αδιάψευστος μάρτυρας τού τι ακριβώς παιζόταν μίλια μακριά από τις δυτικές ακτές των ΗΠΑ είναι τα εξώφυλλα των σχετικών άλμπουμ, στα οποία είναι ολοφάνερο το «άγχος» των Αμερικανών να δώσουν μιαν ειδυλλιακή εικόνα του κόσμου (εκείνου του… Pacific κόσμου), πίσω από τον οποίον διεξάγονταν, συχνά, βρώμικα παιγνίδια. Η exotica, δηλαδή, ερχόταν να καλύψει πολιτικές επιλογές και αποφάσεις που σχετίζονταν με την εδαφική και θαλάσσια κυριαρχία στον Ειρηνικό Ωκεανό, στην ακμή του «ψυχρού πολέμου». Τρεις ήταν οι (βασικοί) μαέστροι πάνω στους οποίους στηρίχτηκε η αμερικανική exotica στη δεκαετία του ’50. Ταονόματάτους: Les Baxter, Martin Denny καιArthur Lyman…

Η συνέχεια εδώ… http://www.lifo.gr/team/music/52196
 

LEON OF ATHENS του κόσμου όλου

$
0
0
Τέσσερα χρόνια μετά το “FutrueoLeón, ή Leon of Athensόπως σήμερα αποκαλείται, επανέρχεται στη δισκογραφία μ’ ένα δεύτερο άλμπουμ. Το Globalκυκλοφόρησε πρώτα σε CDτην προηγούμενη άνοιξη(mimosasdreamrecords), για να τυπωθεί το καλοκαίρι και σε βινύλιο από την InnerEar. Δέκα κομμάτια, σχεδόν όλα συνθέσεις του Λέοντα Βερέμη, και πάμε να πούμε λίγα λόγια…
Ένα αρχικό, που φαίνεται με την πρώτη κιόλας ακρόαση του “Global” και ξεχωρίζει όπως και να το κάνουμε, είναι η παραγωγή… τού Σκωτσέζου TonyDoogan(Mogwai, Belle & Sebastianκ.λπ.). Το popεπικάλυμμα δεν είναι προφανές. Έχει γίνει με οίστρο και γνώση, καθότι εδώ μπορεί να έχουμε μεν ένα πρωτογενές popυλικό (βγάζει μάτι δηλαδή από τις μελωδίες και τους στίχους πως είναι τέτοιο), αλλά από την άλλη υπάρχουν κι ένα κάρο όργανα (ukulele, κιθάρες, κι άλλες κιθάρες, σύνθια, κι άλλα σύνθια, μπάσο, ντραμς, βιολί, πιάνο, τρομπόνι, τρομπέτα…), που θα πρέπει να τοποθετηθούν στα σωστά σημεία, ώστε το συνολικό «πράγμα» να δείξει. Και δείχνει. «Ζεστή» και προικισμένη παραγωγή, χωρίς ακρότητες, και με κατεύθυνση προς το… μεδούλι των τραγουδιών.
Η αλήθεια είναι πως ο LeonofAthensγράφει ενδιαφέροντα κομμάτια – και από πλευράς στίχων και μουσικώς. Τα (αγγλικά) λόγια του είναι απλά, αλλά ουσιαστικά, περικλείοντας κάτι από την αφέλεια (όταν…) των sixties, μεταφέροντας το «χρώμα» και την «ελπίδα» προς πάσα δυνατή κατεύθυνση. Ναι, είναι… ηλιόλουστη η popτου Leon, ακόμη και όταν είναι… συννεφιασμένη, χωρίς να είναι χαζοχαρούμενη. Έχει «αξίες» δηλαδή, οι οποίες προβάλλονται με τον πρέποντα τρόπο. Για παράδειγμα από την sideAτο κάπως πιο ήπιο-ακουστικό “Lifeline” είναι χάρμα, αλλά και το αμέσως επόμενο “Apartment” που κλείνει την πλευρά, παρ’ όλη την πυκνότητα που εμφανίζει στη διαδρομή (συν τα γυναικεία φωνητικά και τις πολλαπλές κιθάρες), ολοκληρώνεται μέσα σ’ ένα χαλαρό και νηφάλιο κλίμα. Από την δεύτερη πλευρά θα ξεχώριζα την μπαλάντα “Leavinghome”, που συνδυάζει τον αέρα μιας σύγχρονης παραγωγής με το… χώμα της ψαγμένης popτων sixties (πολύ ωραία η μελωδία όπως και η ερμηνεία του Leon– πιθανώς το ωραιότερο τραγούδι του άλμπουμ).
Μία γενική παρατήρηση (μετά από τις πρέπουσες επαναλήψεις). Ακούγοντας, ξανά και ξανά, τα τραγούδια του Leonμού δημιουργήθηκε στο τέλος η εντύπωση πως, ίσως, θα τους ταίριαζε περισσότερο ο ακουστικός, ή έστω ο… ημι-ακουστικός ήχος. Εξάλλου, τα περισσότερα κινούνται σε αργά και μεσαία tempi, κάτι που ευνοεί τις πιο νηφάλιες ενορχηστρωτικές γραμμές. Δεν υποδεικνύω τίποτα ούτε στον Leon, ούτε στον Doogan… Απλώς σκέφτομαι, φωναχτά, το καλύτερο…
Επαφή: www.inner-ear.gr
Viewing all 5023 articles
Browse latest View live