Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5018 articles
Browse latest View live

οι SNAILS (και) σε βινύλιο

$
0
0
Ψάχνοντας το πράγμα λίγο παραπάνω διαπίστωσα πως για τους αθηναίους γκαραζιέρηδες Snailsδεν πρέπει να έχω γράψει ποτέ (ούτε στο Jazz& Τζαζπαλαιότερα, ούτε στο δισκορυχείον). Τούτο το θεωρώ ανεπίτρεπτο –ναι– για δυο-τρεις λόγους, αλλά κι επειδή έχω και ακούω το CDτους TheSnails [ActionRecordsAR 412] σχεδόν από τότε που κυκλοφόρησε, τον Μάιο του 2012 (και όχι το 2011 όπως αναφέρεται στο discogs). Τώρα, όπως διάβασα στο facebook, οι Snailsκυκλοφορούν εκείνο το προ διετίας CDσε βινύλιο (στην σουηδική εταιρεία BelugaMusic), ενώ πληροφορίες αναφέρουν πως ετοιμάζουν και καινούριο. Ευκαιρία λοιπόν να… επανορθώσω, γράφοντας λίγα λόγια για ένα από τα καλύτερα garage-punkσυγκροτήματα του καιρού μας (να πω του… ελληνικού καιρού μας; – έστω), που το γνωρίζει εξάλλου καλώς και η συναυλιακή Αθήνα. Αν και η σημερινή σύνθεση του γκρουπ (Chrisφωνή, κιθάρα, LamprosK. κιθάρα, φωνητικά, Dimitrisμπάσο, Anestisντραμς, φωνητικά) είναι λίγο διαφορετική από εκείνην του CD/LP (ντράμερ στην ηχογράφηση είναι ο VassiliosL., ενώ υπάρχει και ο Kostasπου παίζει φυσαρμόνικα – οι υπόλοιποι τρεις είναι οι ίδιοι) η ουσία, φρονώ, πως δεν αλλάζει. Οι Snailsείναι μια μπάντα που μόνο να την απολαύσεις μπορείς· στο σπίτι σου από τον δίσκο, ή στο κλαμπ από το live
Κρίνοντας, λοιπόν, απ’ αυτό που ακούω λέω πως το συγκρότημα δεν πράττει τίποτ’ άλλο από το να… επιβάλλεται δια του ήχου του. Χωρίς φιοριτούρες, χωρίς ανέξοδες καινοτομίες, και με προσήλωση στις μεγάλες μπάντες των αμερικανικών sixtiesπου «έφτιαξαν» το είδος (TheSeeds, TheSonics, TheMusicMachine, CountFive… για να ονομάσω τις πιο γνωστές και σίγουρα τις πιο σημαντικές), καθώς και σ’ εκείνες που το επανατοποθέτησαν στα eightiesπια (οι LastDriveπ.χ. είναι μιαν αναφορά για κάθε ελληνικό garagepunkσχήμα – όχι πως δεν είναι οι Fuzztonesδηλαδή ή οι VietnamVeterans, που δεν ήταν ακριβώς garage), οι Snailsαποδεικνύονται «μανούλες» στα rockτραγούδια των τριών ακόρντων. Καθώς, μάλιστα, διαθέτουν και επιπλέον βοήθειες σε φωνές και κρουστά (AngelLoVerde, DimitrisBeleniotis– από Cardinals, WalkingScreamsκ.λπ.), οι φίλοι μας παρουσιάζονται υπερπλήρεις σ’ ένα άλμπουμ που κερδίζει πολλά και από την παρουσία της φυσαρμόνικας, που προσφέρει τα μέγιστα στο… screaminandshoutin’.
Ξεκινώντας από τα δικά τους κομμάτια θα έλεγα πως tracksόπως τα “Sidewalks”, “Haifanights” (με τις orientalαναφορές), “Tide”, “Dancingwithzombies” και “Universalsoldier” (δίχως να υστερεί κανένα, μα κανένα, από τα υπόλοιπα) είναι από ’κείνα που τ’ ακούς και τα ξανακούς δίχως να το σκέφτεσαι, ενώ και οι τρεις διασκευές –οι garageύμνοι “Imfiveyearsaheadofmytime” των ThirdBardoκαι “Satisfactionguaranteed” των Mourning Reign, καθώς και το φοβερό “Gypsywoman” του RickyNelson– αποδίδονται με θαυμαστή πληρότητα και ενάργεια, από μια μπάντα που ξέρει που πατάει και τι ζητάει.
Άιντε λοιπόν να τους ακούσουμε σιγά-σιγά και στην δεύτερη (δηλαδή την τρίτη, καθότι έχει προηγηθεί κι ένα 45άρι) προσπάθειά τους…

GÜNTER WALLRAFF αλυσοδεμένος στην Αθήνα

$
0
0
Αναζητώντας, βρίσκοντας και γράφοντας-αντιγράφοντας κάτι για το οποίον θα διαβάσετε τις επόμενες ημέρες (πάντα εδώ στο δισκορυχείον), είπα να κάνω μια… παράκαμψη επαναφέροντας στη μνήμη ορισμένων (ή κάνοντάς το γνωστό σε άλλους) ένα γεγονός ξεχωριστής (ουσιαστικής και συμβολικής) σημασίας, που συνέβη στο κέντρο της Αθήνας πριν 40 χρόνια. 
Οι περισσότεροι γνωρίζουν, υποθέτω, τον γερμανό συγγραφέα και δημοσιογράφο GünterWallraff (γενν. το 1942), πιθανώς όμως λιγότεροι να έχουν κατά νου τις ελληνικές περιπέτειές του, τον Μάιο του 1974 (επί χούντας Ιωαννίδη), όταν μπαίνει στη χώρα και αποφασίζει να αλυσοδεθεί στην Πλατεία Συντάγματος, διαμαρτυρόμενος βασικά για τις διώξεις, τις φυλακίσεις, τις εκτοπίσεις και τους βασανισμούς των αριστερών (κυρίως αυτοί) που αντιστέκονταν στο καθεστώς. Ο Γκίντερ Βάλραφ αλυσοδέθηκε, λοιπόν, στο κάτω μέρος της πλατείας και άρχισε να μοιράζει προκηρύξεις στους περαστικούς, πριν χτυπηθεί και συλληφθεί από τις αρχές για να οδηγηθεί στη φυλακή, εν συνεχεία σε δίκη και μετά ξανά στη φυλακή (αφού καταδικάσθηκε). Όπως έγραψε και ο Τύπος: «Ο Γερμανός κατηγορείτο ότι την 2.30 μ.μ. της 15ης Μαΐου 1974 κατελήφθη εις την Πλατείαν Συντάγματος να έχη προσδεθή επί στύλου της ΔΕΗ δια χονδρής αλύσεως και να διανέμη εις τους συγκεντρωθέντας προκηρύξεις αντεθνικού περιεχομένου. Δια της ενέργειάς του αυτής ο Βάλλφαμ(σ.σ. τον γράφουν λάθος), κατά το κατηγορητήριον, προέβη εις αντεθνικήν προπαγάνδα, προκάλεσε φόβον και ανησυχίαν εις τους πολίτας, καθώς και διατάραξιν της δημοσίας τάξεως» (Μακεδονίατης 24/5/1974).
Ο GünterWallraff καθώς αλυσοδένεται στο Σύνταγμα...
Παρά την συνηγορία υπεράσπισης του Γεωργίου Αλεξ. Μαγκάκη, oWallraffθα καταδικαστεί σε 14 μήνες φυλακή από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών (23/5/1974) «δια αναρχικήν δράσην(και)διανομήν προκηρύξεων ανθελληνικού-αντεθνικού περιεχομένου». Να ένα απόσπασμα από την απολογία του, έτσι όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ε(Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία) στον Ιό της Κυριακής, την 29/6/1997. Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο-συλλογή περιπετειών του WallraffEnthüllungen [Steidl, Göttingen 1992], που μεταφράστηκε αργότερα και στην Ελλάδα ως Αποκαλύψεις/ Κείμενα ενός ανεπιθύμητου δημοσιογράφου[Μαύρη Λίστα, Αθήνα 1999]:
«Όταν εργαζόμουν στη γερμανική βιομηχανία γνώρισα έλληνες εργάτες. Έμαθα να εκτιμώ το ταμπεραμέντο τους, τη μεγαλόκαρδη φιλοξενία τους, τις μορφές έκφρασης με το χορό και το τραγούδι, το θαυμασμό τους για τον Θεοδωράκη, που η χούντα έχει κάθε λόγο να απαγορεύει τη μουσική του. Έμαθα να αγαπώ την Ελλάδα, χωρίς να την έχω ποτέ επισκεφθεί. Έμαθα ταυτόχρονα και το φόβο των Ελλήνων εργατών – ακόμα και στη Γερμανία. Το φόβο από τους χαφιέδες της χούντας που τους κατέδιδαν όταν οργανώνονταν στα συνδικάτα ή επέκριναν το καθεστώς.(…) Για την κατηγορία ότι αναμίχθηκα ως ξένος σε “εσωτερικές υποθέσεις του ελληνικού κράτους” υποστηρίζω ότι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να ακυρωθεί από εθνικά σύνορα, είτε μέσω διαταγμάτων, είτε με την τρομοκρατία.(…) Με βασάνισαν. Ήθελαν να τους πω με ποιους Έλληνες ήρθα σε επαφή. Δυο ειδικοί με πολιτική περιβολή –μάλλον της ΕΣΑ, δεν μου συστήθηκαν– χτύπησαν το κεφάλι μου στην κόχη του τραπεζιού και στο πάτωμα μέχρι που μάτωσε. Με χτύπησαν και με την αλυσίδα που είχα δεθεί. Με χτύπησαν στο στομάχι και τη σπλήνα. Με χτύπησαν με μια σιδερένια ράβδο στα δάχτυλα του ποδιού. Τα σημάδια στο κεφάλι και τα δάχτυλα είναι ακόμα ορατά. Από τότε έχω συνεχώς πονοκεφάλους. Γνωρίζω ότι ως πολίτης ξένης χώρας και μετά από διάβημα της πρεσβείας μου είχα διακριτική μεταχείριση. Αν ήμουν Έλληνας θα είχα παραδοθεί στην ΕΣΑ, όπου θα είχα βασανιστεί μέχρι θανάτου, και δεν θα είχα τη δυνατότητα να παρουσιαστώ ενώπιόν σας». Το άρθρο του Ιούκλείνει με φωτογραφία του Wallraffκατά την απελευθέρωσή του από τις ελληνικές φυλακές μετά από 77 ημέρες κράτησης, κάτι που συνέβη στις αρχές Αυγούστου του ’74 – λίγο μετά την πτώση της δικτατορίας δηλαδή.
...μοιράζοντας προκηρύξεις (πηγή: DasErste.de)
Επιστρέφοντας στην Δυτική Γερμανία ο GünterWallraffθα συνεργαστεί με τον συνάδελφό του EckartSpooστη συγγραφή του βιβλίου UnserFaschismusnebenan/ Griechenlandgestern - einLehrstückfürmorgen [Kiepenheuer& Witsch, Köln1975], δηλ. «Ο Φασισμός της διπλανής πόρτας / H Ελλάδα του χθες - ένα Μάθημα για το αύριο», το οποίο, αν και προφανούς ελληνικού ενδιαφέροντος, δεν μεταφράστηκε ποτέ στην χώρα μας. Αν… παρ’ ελπίδα, με ενημερώνετε…
Στο εξώφυλλο ο Wallraff πεσμένος μπρούμυτα στις πλάκες του Συντάγματος καθώς συλλαμβάνεται από αστυνομικούς με πολιτικά...
Στα χρόνια που ακολουθούν η φήμη του Wallraffεξαπλώνεται, αφού ο προσωπικός τρόπος που αντιμετωπίζει την δημοσιογραφία (αλλάζοντας ταυτότητα, υποδυόμενος ρόλους μπαίνοντας στο πετσί τους, αλλά ταυτοχρόνως και στο… στόμα του λύκου, δηλαδή των γερμανών αφεντικών του, ξεσκεπάζοντας τον διαχρονικό εργασιακό μεσαίωνα της πατρίδας του) δημιουργεί ένα «μύθο» γύρω από το όνομά του. Η συνέντευξή του στο αμερικανικό περιοδικό MotherJones (Feb./March 1979) και στον… επαναστάτη για την πλάκα της AbbieHoffmanτο αποδεικνύει.
Πάντως, στην δεκαετία του ’80 ο γερμανός ακτιβιστής έγινε αρκετά γνωστός και ως συγγραφέας πια στην χώρα μας, καθώς τυπώθηκε το πολύ επιτυχημένο βιβλίο του Στο Περιθώριο…[Στάχυ, Αθήνα 1986], εκεί όπου περιγράφονται οι απίστευτες περιπέτειές του, όταν μεταμφιεσμένος σε τούρκο εργάτη βρίσκεται να δουλεύει για διάφορες εταιρείες, αποκαλύπτοντας τοιουτοτρόπως (και για ακόμη μία φορά) την βρωμιά της γερμανικής παραγωγικής μηχανής. Κάτι που είχε συμβεί εξάλλου και με παλαιότερα βιβλία του (Der Aufmacher, 1977), όπως θα συνέβαινε και με μεταγενέστερα (Από τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο/ Η αθέατη πλευρά του γερμανικού θαύματος, εκδόσεις Τόπος 2011).

GREY MOUSE δελτίο (ελληνορωσικού) τύπου

$
0
0
Ρωσικό neo-psychσυγκρότημα με στοιχεία heavyrockείναι οι GreyMouse– ένα συγκρότημα που υφίσταται από δεκαετίας (τουλάχιστον). Μέσα σ’ αυτό το διάστημα οι Ρώσοι κατόρθωσαν να ηχογραφήσουν τρία ολοκληρωμένα άλμπουμ, το “NoMasks!” [JagiJagi, 2005], το “Blind& Ugly” [BRP, 2008], καθώς και το Trip[Mylodon, 2012], με το τελευταίο εξ’ αυτών να τυπώνεται τώρα και στην Ελλάδα για πρώτη φορά σε 180άρι βινύλιο (και 300 συνολικώς αντίτυπα) από την παράλληλη ετικέτα της AnazitisiRecords, την 69Watt. Μέλη των GreyMouseείναι η VictoriaBarsukovaφωνή, ο AndrewBatalinκιθάρα, ο AlexChunikhinμπάσο, ο KirillChunikhinντραμς, κρουστά και ο MaximShutikovσιτάρ, ντιτζερίντου, jamharp, ενώ δίπλα τους παρατάσσεται και ο AndrewBochkoεπίσης σιτάρ (σε τρία κομμάτια). Το “Trip” περιέχει έξι μέσης διάρκειας tracks (τρία ανά πλευρά) κι ας τ’ ακούσουμε ένα-ένα…
ToUltimaThule” που ανοίγει το άλμπουμ είναι ένα heavy-sitartrack, που χρωστά πολλά στους Creamόσον αφορά στο heavyμέρος (λέω για τους Creamκαι όχι, προς ώρας, για τα δεκάδες ανάλογα σχήματα που ακολούθησαν), βεβαίως στα φωνητικά της Barsukovaπου… οριενταλίζουν (κατά τα διάφορα ψυχεδελικά και progressiveπρότυπα) και βεβαίως στο σιτάρ του Bochko, που χρωματίζει με διακριτικότητα την όλη σύνθεση. Το “Asylum” που ακολουθεί «στονάρει» ακόμη περισσότερο (ανακαλώ στη μνήμη μου το “Mahesha” των ThreeManArmyόσον αφορά στην… riff-ολογία), ενώ και τα φωνητικά της Barsukovaμου θύμισαν –όχι περισσότερο από κάθε άλλη φορά– την Silvana Aliotta των Ιταλών Circus 2000. (Άσχετο. Η Aliottaείχε ελληνική καριέρα και κάποια στιγμή θα γράψω περισσότερα). Η SideOneθα κλείσει με το “Lullaby” εκεί όπου ντιτζερίντου και jamharpμάς εισάγουν στο να-το-πούμε παραμυθένιο περιβάλλον, το οποίον σταδιακώς αποκτά βαρυμεταλλικά χαρακτηριστικά (με τις κιθάρες του Batalinνα… καταπλακώνουν οτιδήποτε και με το rhythmsectionνα βομβαρδίζει). Ένα πρώτο συμπέρασμα; Οι GreyMouseέχουν «ήχο» και «υλικό». Σημαντικό.
Το 8λεπτο “Whitenoiseradio” που ανοίγει την SideTwoδεν μας αποκαρδιώνει – τουναντίον. Το συγκρότημα εξακολουθεί να κινείται στο γνωστό και αναμενόμενο heavyπεριβάλλον, με την Barsukovaνα ίπταται πάνω από τα κιθαριστικά riffsμε τα… τριπάτα και τρυπάτα φωνητικά της, και με την σύνθεση να αποκτά άλλα χαρακτηριστικά στην εξέλιξή της (εκεί όπου οι ψυχεδελικοί PinkFloydφαίνεται να έχουν έναν κάποιο, υπόγειο, ρόλο). Αλλά και το “Snow(Spiralwalk)” είναι ένα κομμάτι που συνδυάζει τα καλύτερα στοιχεία της heavy-psych (τύπου AmonDüülIIπ.χ. και “Tanz DerLemminge” ή και BevisFrondακόμη-ακόμη) με τους ανηλεείς κιθαρισμούς και τα… σιταριστικά breaks. Το έσχατο “Theway” απλώς επιβεβαιώνει τη βάση όλων αυτών που δεν είναι άλλο από το heavyblues(των Cream), έτσι όπως εκείνο απέκτησε στην πορεία τα πιο «κοσμικά» χαρακτηριστικά του.
Ένα δεύτερο και οριστικό συμπέρασμα. Οι GreyMouseείναι ένα εξαιρετικό συγκρότημα. Και το κυριότερο; Ο δίσκος τους έχει έξι κομμάτια που κινούνται σε υψηλό επίπεδο. Πυκνότητα στην αφήγηση, παιξίματα παθιασμένα και συνθέσεις που μένουν – όχι πασαλείμματα. Τέτοια άλμπουμ μόνο να τα ευχαριστηθείς μπορείς.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ αντιτουριστικό μανιφέστο

$
0
0
Δεν χρειάζεται να πω ποιος ήταν ο Θεσσαλονικιός Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) –ένας από τους σημαντικότερους έλληνες λογοτέχνες της μεταπολεμικής περιόδου–, ούτε χρειάζεται να υπενθυμίσω την δεινή στιχουργική δουλειά του στο άλμπουμ «Κέντρο Διερχομένων» (1982) με τις μουσικές του Νίκου Μαμαγκάκη. Να πω μόνον πως το… αντιτουριστικό κείμενο, που θα διαβάσετε παρακάτω, προέρχεται από τον τόμο ΧΡΟΝΙΚΟ ’74/ καλλιτεχνική πνευματική ζωή [Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα, Αθήνα 11/1974] και πως αν δημοσιευόταν σήμερα (προσανατολισμένο ας πούμε και προς έτερες αλητείες, που προέκυψαν εν τω μεταξύ) θα γινόταν της κακομοίρας στα socialmediaκαι στις φυλλάδες. Όσα έχουμε δει/ ακούσει/ διαβάσει, κατά καιρούς, εναντίον δηλώσεων ανθρώπων του πνεύματοςθα ωχριούσαν μπροστά σ’ εκείνα που θα έσερναν οι «διάφοροι γελοίοι» στον… ανελέητο Γιώργου Ιωάννου… Να προσθέσω μόνον πως οι εμφάσεις είναι δικές μου και πως αφορούν σε σημεία με χιούμορ (έτσι νομίζω) αλλά όχι πάντα…

Ο Γιώργος Ιωάννου στην Πατησίων. Τη φωτογραφία την απέσπασα από την προ δεκαετίας εκπομπή της ΕΤ-1 Ιχνηλάτες.
Η ΑΝΑΓΟΥΛΑ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ «ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ»
Παρόλη την απέχθεια που με κυριεύει ακόμα και στο άκουσμα της λέξης «τουρισμός», είμαι υποχρεωμένος να αναγνωρίσω ότι από το τέρας αυτό δεν είναι δυνατό πια να γλιτώσουμε ολότελα.
Μπορούμε όμως, πιστεύω, ν’ αρχίσουμε μια προσπάθεια για να περιορίσουμε τη συμφορά. Να δημιουργήσουμε π.χ. «διαδρόμους» και χώρους όσο γίνεται πιο στεγανούς, όπου θα μπορούν οι τουρίστες –όσοι θα επιμένουν ακόμα να έρχονται– να επιδίδονται στα «τουριστικά» έργα τους, χωρίς να παραδειγματίζουν ολέθρια το σύνολο του εντόπιου πληθυσμού. Ή να πάρουμε άλλα, πιο πρακτικά, μέτρα. Δεν επιμένω. 
Πάντως, από τώρα μπορούμε ν’ αρχίσουμε να διαφωτίζουμε με κάθε τρόπο το λαό για το μέχρι που φτάνει σήμερα η φιλοξενία κι από πού και πέρα αρχίζει η δουλοπρέπεια και ο αφανισμός. Ιδιαίτερα, πρέπει να κόψουμε τη γλώσσα των δασκάλων εκείνων, που εξακολουθούν να μιλούν για «Ξένιο Δία», σα να είμαστε ακόμα στην αρχαιότητα. Άλλο που δε θέλουν και οι τουρίστες. 
Εφόσον οι ξένοι ισχυρίζονται ότι θέλουν τον ήλιο και τη θάλασσά μας, θα τα έχουν. Τις αρχαιότητές μας, θα τις έχουν. Όχι όμως και τον λαό, τις ψυχές μας, τα παιδιά και τα κορίτσια μας. Αυτά δεν πρέπει να τα έχουν, γιατί θα μας διαλύσουν.
Δεν μισώ τα ξένα ήθη, ούτε κατέχομαι από καμιά φυλετική προκατάληψη. Ορισμένοι απ’ τους ξένους λαούς, τους μικρούς ιδιαίτερα, είναι συμπαθέστατοι και ίσως-ίσως καλύτεροι από μας. Δεν μπορώ να ανεχθώ όμως αυτή τη διεθνική λαίλαπα, αυτό το πνεύμα της λεηλασίας, που έχει οργανωθεί με όλους τους κανόνες της εμπορικής στρατηγικής εις βάρος μας.Οι τουρίστες δεν έχουν εθνικότητα· είναι σαν τις πολυεθνικές εταιρίες.Πρέπει να αντιδράσουμε σκληρά και εν ανάγκη να ξεσηκωθούμε.
Βέβαια δεν περιλαμβάνω όλους τους ξένους μας μέσα στις παραπάνω βαρύτατες κατηγορίες. Και δεν το λέω αυτό, για να δημιουργήσω ένα χώρο καταφυγής για μένα, αλλά γιατί έτσι είναι. Ούτε νομίζω ότι ο ελληνικός λαός αποτελείται από αθώες περιστερές – κάθε άλλο. Αυτό όμως αφορά εμάς και όχι όλους αυτούς, που έρχονται γυρεύοντας. Πάντως, γεγονός είναι ότι αρκετοί ξένοι έρχονται πραγματικά για να ξεκουραστούν και να θαυμάσουν. Πιστεύω όμως ότι οι ξένοι αυτής της ποιότητας εγκρίνουν τα όσα λέω. Άλλωστε, κατ’ επανάληψη μου έχει τύχει ξένοι φίλοι μου ν’ αγανακτούν, όταν τους αποκαλώ δοκιμαστικά «τουρίστες». Είναι γενικότερα δυσφημισμένο το όνομα. 
Άλλο «ξένοι» λοιπόν και άλλο «τουρίστες». Οι ξένοι έχουν όνομα, έχουν εθνικότητα, αίσθημα ευθύνης βέβαια· και ανάμεσα στους «ξένους» παρουσιάζονται παρεκτροπές, αλλά δεν είναι η παρεκτροπή και το βρώμισμα το έμβλημά τους. Στους «τουρίστες», μπερδεύονται καμιά φορά και μερικοί καλοί, αλλά κυρίως περιλαμβάνονται όλα τα ξετσίπωτα εκείνα όντα, που παίρνουν κάθε χρόνο μπάλα τους δρόμους για «περιπέτεια», ναρκωτικά, ασκήμια, και γενικά «κουλτούρα» όπως τη λένε. Ο λαός μας όμως κάπως αλλιώς αντιλαμβάνεται όλες αυτές τις πνευματικές ανησυχίες· «της πουτανιάς το φλάμπουρο συμμαζεμό δεν έχει» λέει ορθά η παροιμία μας. Μόνο που ο λαός πρέπει να ενθαρρυνθεί και να δείχνει έμπρακτα τη γνώμη του αυτή.

Όποτε ξεχαστώ και περάσω από την πλατεία Συντάγματος, η μέρα μου πηγαίνει στραβά. Τόσο πολύ συγχύζομαι. Δεν μπορώ να τους βλέπω να κάθονται σα ναυαγισμένοι εκεί πέρα, έχοντας συχνά εξωφρενικές επιγραφές μπροστά τους, με τις οποίες προτείνουν σε όποιον θέλει να τους πάρει με το αυτοκίνητό του για το βοριά ή το νοτιά. Άλλες διαστάσεις, ευτυχώς, δεν έχει η χώρα μας. Μα πιο πολύ δεν μπορώ να βλέπω τους δικούς μας «ζιγκολό» να ψωνίζονται , να κορδακίζονται ή να χαϊδολογούνται με διάφορες γριές, αμφοτέρων των φύλων. Βέβαια, εκεί στο Σύνταγμα είναι που αλυσοδέθηκε επί χουντοκρατίας ο λεβέντης εκείνος γερμανός συγγραφέας· για ν’ αναφέρω και κάτι το δροσερό και παρήγορο. (σ.σ. ο Ιωάννου αναφέρεται στην περίπτωση του Günter Wallraff, που διαμαρτυρήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο στο Σύνταγμα, την 15/5/1974, διανέμοντας προκηρύξεις «αντεθνικού περιεχομένου», όπως διαβάσατε προχθές). Αλλά ο σκοπός δεν είναι να διορθώσουμε εμείς τους τουρίστες. Ούτε μπορούμε, ούτε και μας ενδιαφέρει αυτό. Εμάς μας ενδιαφέρει να τους κάνουμε ανίκανους να μας βλάφτουν. Να τους απομονώσουμε ή να τους απομακρύνουμε.
Η Εκκλησία μας, που μας έχει πικράνει πολύ τα τελευταία χρόνια, υπήρξε σε μια τουλάχιστο ενέργειά της ιδιαίτερα σοβαρή. Εννοώ τη δέηση που έστειλε να διαβαστεί στους ναούς, για να μας προστατέψει και να μας γλιτώσει ο Θεός από την τουριστική επιδρομή. Λυπάμαι που δεν έχω αυτό το κείμενο, κι ακόμα πιο πολύ λυπάμαι που δεν είχα το σθένος να βγω να το υπερασπιστώ, όταν διάφοροι γελοίοιτο χτύπησαν και το διέσυραν με τους ετοιματζήδικους εκείνους χαρακτηρισμούς: «μεσαιωνικό», «καλογερίστικο», «ανήκουστο» και τέτοια. Και φυσικά, η Εκκλησία περίτρομη έσπευσε να το καταχωνιάσει. Αυτά παθαίνεις, άμα έχεις τη φωλιά σου λερωμένη. Καλά θα κάνουν όμως να κυκλοφορήσουν και πάλι τη δέηση. Και να ορίσουν να διαβάζεται κάθε Κυριακή στους ναούς όλης της χώρας. Είναι ένα καλό μέτρο αυτό. Βέβαια, θα την ενστερνιστούν τα διάφορα λαδικά και τα γερόντια, που συχνάζουν στις εκκλησίες, θα το πληροφορηθούν όμως και πολλοί σοβαροί άνθρωποι και θα χαρούν.
Η Εκκλησία δεν επιτρέπεται να υποχωρεί τόσο εύκολα στις φωνές των προαγωγώνκαι των διαφόρων ύποπτων λογίων, γιατί έχει βαριές ευθύνες. Όμως τις πιο πολλές ευθύνες τις έχει το Κράτος.
Αλλά μέχρι τώρα η κρατική πολιτική βαδίζει εντελώς αντίθετα. Μέσα στα δολώματα που ρίχνει για να μαζέψει τουρίστες χρησιμοποιεί ψυχρά και υπολογισμένα και τον ελληνικό λαό. Όλοι μας έχουμε δει –και όχι μόνο κατά την επταετία– φωτογραφίες ή ταινίες, όπου τουρίστριες χορεύουν χέρι χέρι με ναύτες και ψαράδες ή «συναδελφώνονται» με καλοφτιαγμένους λαϊκούς τύπους μπρος στα βαρέλια της γιορτής του κρασιού. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Δεν σημαίνουν αυτό που λέει η λογική;
Ο τουρισμός ξέρει τι κάνει. Προβάλλει τις αρσενικές ομορφιές του τόπου, γιατί στους τουρίστες επικρατεί το θηλυκό στοιχείο, υπάρχει αναζήτηση και δίψα του αρσενικού και μάλιστα του πρωτόγονου. Κάτι τέτοιο, και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, συμβαίνει, φαίνεται, και με την Τουρκία… 
Κατά την δικτατορία, όπου κάτω από τη στέγη του αλλοπρόσαλλου συνθήματος «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» συνέβησαν τα πιο αντιχριστιανικά πράγματα,το ξεπούλημα της αλκής του ελληνικού λαού είχε λάβει διαστάσεις βιομηχανίας. Αρκεί να ήταν οι ξένοι ευχαριστημένοι και όλα τα άλλα θεωρούνταν δευτερεύοντα. Το αίσχος της Πλάκας με τα «ψωνιστήρια» για κάθε γούστο έφτασε τότε στο αποκορύφωμά του. Και οι παροικίες των ναρκομανών τότε είναι που φούντωσαν. Όλοι μας έχουμε ακούσει ιστορίες φοβερές για τα μεγάλα ξενοδοχεία.
Έχω φυλάξει ένα απόκομμα από μια απογευματινή εφημερίδα της 21-12-1972. Το ’κοψα γιατί το θεώρησα ότι ξεπερνούσε σε ξετσιπωσιά κάθε τι που ήξερα ως τότε για τις «πλάτες» του κράτους προς τους τουρίστες.(σ.σ. Το δημοσίευμα αναφερόταν σε 108 Ροδίτες, οι οποίοι θα ταξίδευαν με αεροπλάνο από την Ρόδο με προορισμό την Κοπενχάγκη και την Στοκχόλμη, για να συναντήσουν τα αμόρε τους και να περνούσαν μαζί τους τις γιορτές των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους. Ήταν, κατά έναν τρόπο, η ανταπόδοση της «φιλοξενίας» που είχαν τύχει οι Σκανδιναυές το καλοκαίρι του ’72 στην Ρόδο).
Τι φτήνια, Θεέ μου! Τι ρουφιανιά!
Ποιος άραγε είχε δώσει διαβατήρια σ’ όλους αυτούς τους αδιάντροπους νεαρούς; Και τι να είχαν γράψει ως σκοπό του ταξιδιού τους; Και να σκεφτεί κανείς ότι την εποχή εκείνη δεν μπορούσαν να φύγουν για έξω επιστήμονες ολκής, καλλιτέχνες αξίας ή βαρειά άρρωστοι άνθρωποι. Κι όμως! έφευγαν με τόση ευκολία –ίσως και με «εθνική υπερηφάνεια»– όλα αυτά τα αποκτηνωμένα όντα.
Τι άλλο να πω πια;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

yesterday my life…

$
0
0
Είμαστε όλοι εδώ (έτσι λέω) για ακόμη ένα γύρο…
ΚΑΛΟ ΧΕΙΜΩΝΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ

ROTEM SIVAN ένα ταλέντο της τζαζ κιθάρας

$
0
0
Ο RotemSivan(γεννημένος στην Χάιφα του Ισραήλ, αλλά εγκατεστημένος στην Νέα Υόρκη) είναι ένα από τα ανερχόμενα ονόματα της τζαζ κιθάρας. Τούτο διαπίστωσα ρίχνοντας μια ματιά στο δίκτυο και διαβάζοντας όσα έχουν γραφεί για ’κείνον στο AllAboutJazz, στο Jazzmanκαι αλλού, ή όσα έχουν ειπωθεί από συναδέλφους του (τον κιθαρίστα PeterBernsteinπ.χ. ή τον ντράμερ AriHoenig). Αποτέλεσμααυτώνήτανναρίξωτο“For Emotional Use Only” [Fresh Sound New Talent Records, 2014]
στο playerμε μια κάποια προσμονή – ν’ ακούσω, δηλαδή, κάτι ξεχωριστό από ένα τζαζ σχήμα, εν πάση περιπτώσει, που δεν μπορείς να το πεις… καθημερινό. Εννοώ πως τα jazztriosμε κιθάρα, μπάσο, ντραμς, δεν είναι και τόσο συνήθη όσο τα ανάλογα triosμε πιάνο, μπάσο, ντραμς… κι οι λόγοι είναι πολλοί. Λόγοι που άπτονται της… ιδιοσυστασίας των οργάνων (πιάνο, κιθάρα), του πώς διαχύθηκαν αυτά μέσα στην τζαζ ιστορία και δισκογραφία κ.λπ. Έτσι, ενώ εσχάτως (τα τελευταία 10-15 χρόνια εννοώ) παρατηρείται ένας καταιγισμός pianotrios, τα guitartriosείναι σίγουρα πιο δυσεύρετα. Κιθαριστικό τρίο είναι λοιπόν το RotemSivanTrioαποτελούμενο εκ των HaggaiCohenMiloμπάσο, MarkMcLeanντραμς και RotemSivanκιθάρα, με το “ForEmotionalUseOnly” να αποτελεί το δεύτερο CDτού ισραηλινού παίκτη (είχε προηγηθεί το “EnchantedSun” πέρυσι στην SteepleChaseμε διαφορετικό, όμως, rhythmsection).
Το άλμπουμ ανοίγει με απρόσμενο τρόπο. Για δύο σχεδόν λεπτά ακούμε τον CohenMiloνα μελωδεί (à la Charlie Haden) στο “Intro to spirals” σε σόλο μπάσο. Μια εντυπωσιακή εισαγωγή, που δίνει την σκυτάλη στο περίπου 6λεπτο “Spirals”, που και αυτό είναι ένα εντελώς παράξενο στην δομή του track, στηριγμένο σε μιαν… ακανόνιστη ρυθμολογία (31/16!), με φοβερή δουλειά στα ντραμς από τον McLean, στο μπάσο φυσικά, και οπωσδήποτε στην κιθάρα, εκεί όπου ο Sivan επιχειρεί πάνω σ’ αυτό το ρυθμό, και σ’ ένα μάλλον γρήγορο τέμπο, να παρουσιάσει ολοκληρωμένες μελωδίες. Το “A dream is a wish your heart makes” είναι τραγούδι τωνMackDavid, AlHoffmanκαι JerryLivingstonκαι ακούστηκε για πρώτη φορά στην Cinderella (1950) του WaltDisney. Πρόκειται για ένα στάνταρντ δηλαδή, το οποίον οι RotemSivanTrioτο μετατρέπουν σε… coolblues, με κιθαριστική φρασιολογία που παραπέμπει στα fiftiesκαι σε μουσικούς όπως ο JohnnySmith. Το φερώνυμο “Foremotionaluseonly” διατηρεί και αυτό την coolαίσθηση καθώς εξελίσσεται μέσα σ’ ένα… αισθητικό περιβάλλον, εν αντιθέσει, ας πούμε, με το “Sefisblues”, τα bopχαρακτηριστικά του οποίου τού παρέχουν μία πιο δυναμική εκφραστική. Η δεύτερη διασκευή του άλμπουμ αφορά στο “Uselesslandscape” του A.C. Jobim. Το τραγούδι στα πορτουγκέζικα είχε τίτλο “Inútil paisagem” κι είχε ακουστεί για πρώτη φορά (νομίζω) στο ιστορικό άλμπουμ της Wanda Sá “Wanda Vagamente” το 1964. Φυσικά έγινε στάνταρντ με δεκάδες εκτελέσεις (είτε ως instro, είτε ως τραγούδια στην αγγλική ή την πορτουγκέζικη). Η εκδοχή των RotemSivanTrioέχει την χάρη των συνθέσεων του Jobim, παρότι η ρυθμική ακολουθία δίνει την δυνατότητα στον Sivanνα συνοδεύσει με περισσότερη σπιρτάδα. Πολύ ωραία, και μάλλον απρόσμενη διασκευή, την οποίαν προτιμώ ασυζητητί από εκείνη (την τραγουδιστική) των Esperanza Spalding και Gretchen Parlato, που άκουσα στο YouTubeκαι η οποία παραείναι smooth (σχεδόν σε παίρνει ο ύπνος…). Το 9λεπτο “Passiton” έχει και αυτό κάπως παράξενη δομή και παρότι είναι bluesδεν έχει σχέση με οτιδήποτε άλλο στο CD– ίσως γιατί, εδώ, ο Monkείναι μια προφανής επιρροή. Πρόκειται, δε, για την ωραιότερη σύνθεση του άλμπουμ με τον… υπερηχητικό RotemSivanνα παίζει ενίοτε soliσε κατάσταση… εκτός εαυτού. Το έσχατο “Blossom” είναι ένα ακόμη… απροσάρμοστο track, που φανερώνει το ταλέντο, την διάθεση και τον τρόπο του trio, και καθενός μέλους ξεχωριστά, να υπερβούν προφανείς και προβλέψιμες συνταγές. Εδώ, κατά βάση, έχουμε ένα afrotrack, με την κιθάρα να παίζει το ρόλο της kora(!) και το όλον πράγμα να παραπέμπει σε μαλινέζικη μουσική.
Θα περιμένω, εναγωνίως όπως λέμε, την εξέλιξη αυτού του trio

δύο κανάλια τον Αύγουστο

$
0
0
Τον Αύγουστο, στις διακοπές, ακούω ραδιόφωνο. Μόνο ραδιόφωνο. Όση ώρα είμαι στο πατρικό μου, και όχι σε κάποια παραλία ή καφενείο, κάτι παίζει. Συνήθως συντονίζομαι στις γνωστές κρατικές και… προκρατικές συχνότητες, αν και μερικές φορές «πιάνω» και άλλους σταθμούς στους οποίους μπορεί ν’ ακούσω κάτι διαφορετικό ή μη προφανές (ας πούμε ένα ιταλικό τραγούδι με τον VascoRossiή την IreneGrandi). Ραδιόφωνο δεν ακούω άλλο μήνα του χρόνου. Δεν ακούω, μάλιστα, ούτε στο αυτοκίνητο (κανένα μήνα του χρόνου), αφού το ψάξιμο και κυρίως ο χαώδης λόγος με αποσυντονίζουν κι εκνευρίζομαι. Αυτός είναι ο κανόνας, γιατί εξαιρέσεις υπάρχουν. Όταν κάποιος φίλος με πληροφορήσει για μιαν εκπομπή του σ’ ένα κανάλι το σημειώνω και την/τον ακούω (κυρίως online). Γιατί, αν δεν το σημειώσω… πάει… έφυγε… Το ραδιόφωνο δηλαδή, αυτό το μαγικό πράγμα με το οποίο μεγάλωσα, κατέληξε να είναι το τελευταίο μέσο ψυχαγωγίας και ενημέρωσής μου· και λυπάμαι πολύ γι’ αυτό. Θυμάμαι πως κάποτε, στα χρόνια του ’80, εγκατέλειπα παρέες για ν’ ακούσω αγαπημένες ραδιοφωνικές εκπομπές, ενώ ακόμη παλαιότερα, στα seventies, οι πειρατικοί σταθμοί των μεσαίων ήταν ένα παράλληλο σχολείο, στο οποίο τυγχάνω μαθητής ακόμη. Εννοώ πως εκείνα τα προγράμματα τα αναπαράγω ακόμη και σήμερα για πάρτη μου, και τα απολαμβάνω (στο YouTubeας πούμε) όχι με νοσταλγία και συγκίνηση αλλά επειδή με «εκφράζουν». Τα κανάλια που άκουσα αυτό το καλοκαίρι ήταν κυρίως το Πρώτο Πρόγραμμα της ΝΕΡΙΤ (είπα… να το πάρει το ποτάμι) και βεβαίως η ΕΡΑ (ertopenκλπ.), δηλαδή το ραδιόφωνο των απολυμένων της πάλαι ποτέ ΕΡΤ. Ας το σημειώσω από την αρχή λοιπόν και χωρίς περιστροφές. Και τα δύο κανάλια (τον Αύγουστο) με απογοήτευσαν. Κοινώς, ήταν για κλάματα.
Ο σταθμός της ΝΕΡΙΤ έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός κλασικού ελληνικού κρατικού (και όχι δημοσίου) ραδιοφώνου (δεν περιμέναμε, φυσικά, να μας το πει αυτό η EBU…). Και αναφέρομαι στις εκνευριστικές ειδήσεις (προσέξτε, μάγκες μου, μην κόψει η σούπα) κεντραρισμένες στο κυβερνητικό «έργο» (ή μάλλον πάρεργο) που σου δίνουν την εντύπωση ότι αφορούν σε ηλιθίους, στην απουσία σοβαρού αντιπολιτευτικού λόγου (ούτε για τα μάτια του κόσμου), στην εμμονή σε «νέα» αρνητικού περιεχομένου (εγκλήματα κ.λπ.) –δεν εννοώ το έγκλημα που διαπράττεται στην Γάζα και που αντιμετωπιζόταν κάπως… απ’ έξω-απ’ έξω–, και ακόμη στην εκνευριστική αναπαραγωγή όλων τούτων ανά ημίωρο (κάτι που εφαρμόζεται όχι μόνον από κρατικούς, αλλά και από ιδιωτικούς, αθηναϊκούς σταθμούς). Αλλά και στο ψυχαγωγικό κομμάτι το πράγμα δεν ήταν καλύτερο – μάλλον ήταν πολύ χειρότερο. Υπήρχαν ελάχιστες στιγμές (κυρίως τα βράδια) που είχαν κάτι να προτείνουν –μην φανταστείτε τίποτα παράξενα πράγματα, τραγούδια του... γάμου από την Χώρα των Βάσκων π.χ., ή ψαράδικα τραγούδια της Ισλανδίας– και βεβαίως πολύ ελληνικό ρεπερτόριο, όπως και ελάχιστο και βεβαίως ανεπαρκέστατο ξένο (βαρέθηκα να μετράω πόσες φορές άκουσα, μέσα σε 20 μέρες, το “Onthebeach” του ChrisRea). Εν αντιθέσει, όμως, με τους… απολυμένους οι… επαναπροσληφθέντες έχουν κάπως εκσυγχρονίσει τις επιλογές τους (μπορείς ν’ ακούσεις, ας πούμε, μέχρι και… Ευσταθία), δίχως να λησμονούνται τα «κιλά» από Χατζιδάκι, κάτι ελάχιστο από Θεοδωράκη, καθώς και όλα τα υπόλοιπα (και πιο καινούρια) έντεχνα. Δεν χρειάζεται να πω πως ένα κρατικό (ελληνικό) ραδιόφωνο οφείλει να προβάλλει το άπαν της ελληνικής μουσικής (παλαιότερης και καινούριας) δίχως αποκλεισμούς και προκαταλήψεις. Το πολλάκις εκνευριστικό πρόγραμμα του Δεκαπενταύγουστου με τις πανηγυρτζίδικες επιλογές ήταν, μάλιστα, το κερασάκι στην τούρτα. Ορισμένοι αδαείς νομίζουν πως αν αναπαράγουν κάτι από την μουσική αθλιότητα των τουριστοπανηγυριών του ελληνικού καλοκαιριού θα μας κάνουν να ευθυμήσουμε. Μα καλά, τόσο βλάκες είναι; Κακές ήταν επίσης και οι πρωινές «ενημερωτικές» εκπομπές με τις εκφωνήτριες, που δημοσιογραφούν επιπλέον και σε… αντικαθεστωτικές φυλλάδες (συνάδει; – συνάδει…), να εμφανίζονται απροετοίμαστες (με κομπιάσματα και χάσματα στο λόγο τους) εμμένοντας σε (ξενέρωτες) αυτοσχέδιες εξυπνάδες, ξερογλείφοντας στα μικρόφωνα. Α παράτα μας κυρά μου… Για ακόμη μια φορά τζάμπα πληρώνουμε, αυτό είναι το πιο σίγουρο.
Αλλά και η παλαιά ΕΡΑ δεν είναι καλύτερη. Μπορεί να ξαφνιάζει ευχαρίστως (ναι!) εκείνο το περί… φασιστικής κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου που ακούγεται τακτικώς (και ως «ουρά) στα δελτία ειδήσεων, όπως και ο εν γένει αντιμνημονιακός σοβαρός (όταν είναι σοβαρός) λόγος, όμως το πράγμα μπάζει – κι ας είναι εν μέρει αιτιολογημένο. Θέλω να πω πως το σπικάζ π.χ. στην ΕΡΑ είναι χειρότερο από εκείνο της ΝΕΡΙΤ. Φίλτατοι θέλει προσοχή. Όσο και αν ένα κανάλι προβάλλει τον δικό του… αντι-σαμαροβενιζελικό αγώνα δεν πρέπει να χαλαρώνουν ορισμένα από τα απαράβατα ραδιοφωνικά στάνταρντ. Αλλά, εδώ, θα μου πεις πως βραδύγλωσσους σπίκερ (κυριολεκτώ) έχει και η ΝΕΡΙΤ, οπότε… κλαφ’ τα Χαράλαμπε. Και πρέπει να ήταν στην ΕΡΑ και όχι στην ΝΕΡΙΤ ένα μεσημέρι (δεν κρατούσα, όπως αντιλαμβάνεστε, λεπτομερείς σημειώσεις αφού σε διακοπές βρισκόμουν), όταν ακούστηκε πως το Woodstockσυνέβη… 40 χρόνια πριν–κάθε Αύγουστο όσοι δεν έχουν τι να κάνουν θυμούνται το Woodstock, τον Presley, και την Ικαρία...–, δηλαδή το καλοκαίρι του ’74 (ε ρε βρεγμένη σανίδα που ήθελε η απολυμένη, γιατί γυναίκα ήταν).
Τώρα, από ενημερωτικής πλευράς (και πάντα συγκριτικώς), τα πράγματα ήταν καλύτερα στην ΕΡΑ, αφού υπήρχαν εκπομπές που μπορούσες ν’ ακούσεις έναν λόγο που να μην σε υποτιμά (θυμάμαι μία συζήτηση με Γιάννη Βαρουφάκη, Αντώνη Παπαγιαννίδη και κάποιον τρίτο ένα μεσημέρι), ενώ και στον ψυχαγωγικό τομέα άνθρωποι όπως ο Θόδωρος Σαραντής μπορούν (ακόμη) να κρατήσουν το ενδιαφέρον τόσο με τις επιλογές τους όσο και μ’ εκείνα που λένε. Γενικότερα, όμως, το μουσικό οπλοστάσιο της ΕΡΑ ήταν ακόμη πιο προφανές από εκείνο της ΝΕΡΙΤ και ώρες-ώρες εκνευριστικά… εμμονικό. Χατζιδάκις και ξανά μανά Χατζιδάκις (έχω την βεβαιότητα πως η «απο-χατζιδακικοποίηση» του ραδιοφώνου καθίσταται πλέον επιτακτική) και από κοντά Μάλαμας, Θ. Παπακωνσταντίνου, Θαλασσινός, Πορτοκάλογλου, Τσακνής, Αρβανιτάκη, Δεληβοριάς, Μαχαιρίτσας κ.λπ. Η playlistτού Μελωδία δηλαδή. Χάθηκε ένας Τόλης ρε παιδιά («δεν μου κάνει αίσθηση καμμία…»), ένας Κωστής Χρήστου («τι παράπονα είχε κι έφυγες από μένα…») ή έστω ένας Αντώνης Ρεπάνης («τα βράδια που περάσαμε μαζί, δεν είχανε του έρωτα το χρώμα…»). Τι διάολο έγιναν οι 100 χιλιάδες δίσκοι της ΕΡΑ –απορώ– για τους οποίους ακούμε και ξανακούμε στη σχετική διαφήμιση; Πήγαν παρακαταθήκη στη ΝΕΡΙΤ και ξέμεινε η ΕΡΤ με τα λιμά (τα CDτων εφημερίδων);
Κάποτε ο Πανούσης τραγουδούσε… «όχι άλλο Νταλάρα, Πάριο κι Αλεξίου»… Αν εξαιρέσεις την Αλεξίου, την οποίαν άπαντες θα την θυμηθούν (θέλουν δεν θέλουν) στην αυγουστιάτικη πανσέληνο, από Πάριο και Νταλάρα φαίνεται πως κλείνει σιγά-σιγά το μαγαζί. Κρίμα, γιατί αντί να μας τα πρήζουν με τον Χαρούλη, που όταν ανακαλεί στην μνήμη μου τον Ξυλούρη δεν αντέχεται με τίποτα, ένας αγωνιστικός Νταλάρας θα ήταν ό,τι πρέπει. Ιδίως αυτό το καλοκαίρι… Του ’76... 

BAŞAK YAVUZ ένα παράξενο CD

$
0
0
Ηχογραφημένο στην Αμερική κατά την διάρκεια των φοιτητικών χρόνων της στο ManhattanSchoolofMusic, το things…” [ZMüzikYapım, 2012]της τουρκάλας ερμηνεύτριας και τραγουδοποιού Başak Yavuz είναι ένα σχεδόν 70λεπτο CD, στο οποίον ανασκαλεύονται εντελώς διαφορετικές, τραγουδιστικές, αισθητικές περιοχές – με άξονα πάντα την jazz, την παράδοση και τον αυτοσχεδιασμό. Μαρτυρά, δε, προς αυτό όχι μόνον το ρεπερτόριο, που αποτελείται από τρία στάνταρντ (“AtimelessplaceJimmyRowles/ NormaWinstone, “HewastoogoodtomeRichardRodgers/ LorenzHart, “HowdeepistheoceanIrvingBerlin) και εννέα συνθέσεις της Yavuz, αλλά και η πληθώρα των μουσικών –δέκα οκτώ ζωή να ’χουν– με μερικά πολύ γνωστά ονόματα ανάμεσά τους (DavidLiebman, MattHolman, PeterEldridge…), που χειρίζονται από πιάνο και σαξόφωνο, μέχρι kora, βιμπράφωνο και pandeiro.
Με ηχητικές-μελωδικές μνήμες από την πατρίδα της (“Buaralar”), τις οποίες διαδέχονται tracksμε δυτικοαφρικανικές ρυθμικές αναφορές (“Senveben”) και στοιχεία φωνητικού πειραματισμού πάνω σε jazz-rock/avantενορχηστρώσεις (“Hezarfen”, “Mymoment”), η Başak Yavuz κατορθώνει να δημιουργήσει και να προτείνει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές –ιδίως στις μεγαλύτερης διάρκειας συνθέσεις της– δίνοντας, ταυτοχρόνως, και αποκαλυπτικές διασκευές (όπως στο “Atimelessplace” π.χ. που αρχικώς εμφανίζεται ως μελωδία της… Ανατολίας, πριν μεταμορφωθεί σ’ ένα δυναμικό σύγχρονο blues, ή στο “Hewastoogoodtome” με τους απίθανους φωνητικούς ακροβατισμούς και το scatsinging). Γενικώς, υπάρχει διασκορπισμένη πολλή «άλλη άποψη» στα κομμάτια του “things…” (με τον Liebmanνα πρωτοστατεί, όσον αφορά στα soli), πράγμα που μετατρέπει την ακρόαση του εκτεταμένου στο χρόνο CD–γιατί όχι;– σε μία ενδιαφέρουσα διαδικασία.
Επαφή: www.basakyavuz.com

ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΡΑΠΙΠΕΡΗΣ fthia blues

$
0
0
Ο Παύλος Καραπιπέρηςείναι ο τραγουδιστής/ κιθαρίστας κ.λπ. των SmallBluesTrap, ενός από τα καλύτερα ελληνικά bluesσυγκροτήματα της τελευταίας δεκαετίας. Οι ηχογραφήσεις του, ομαδικές (με το συγκρότημα) ή προσωπικές (στις οποίες συμμετέχουν και μέλη του γκρουπ), έχουν πάντα ενδιαφέρον (δηλαδή μεγάλο ενδιαφέρον), γιατί κατορθώνουν να συνδυάσουν στοιχεία αρχέγονου blues (του Mississippiας πούμε ή του νεο-ορλεανικού) με rockκαι folkκαταστάσεις, δημιουργώντας ένα κάπως σκοτεινό, μυστικιστικό κλίμα. Υπό αυτήν την έννοια οι SmallBluesTrapκαι ξεχωριστά ο Καραπιπέρης βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του σύγχρονου bluesresearchingκαι αν η αξία τους/του δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί όσο και όπως πρέπει στο εξωτερικό (στην Ελλάδα είναι πλέον αρκετά γνωστοί στο κύκλωμα) είναι γιατί λίγοι θα σκύψουν να δουν τι (σχετικό) συμβαίνει σε μια μικρή χώρα του ευρωπαϊκού νότου, χιλιάδες μίλια μακριά από την πηγή των γεγονότων (ας το πούμε φυσικό, ως ένα βαθμό). Παρά ταύτα οι άνθρωποι αυτοί, που έχουν ως έδρα τους την Μαλεσίνα της Φθιώτιδας, συνεχίζουν να πράττουν εκείνο που θέλουν και γουστάρουν, όντας απερίσπαστοι στο έργο τους και ανεπηρέαστοι από τις πάσης φύσεως Σειρήνες.
Το OneSininSevenParts[ShelterHomeStudio, 2014]είναι το τρίτο προσωπικό άλμπουμ του Παύλου Καραπιπέρη (είχαν προηγηθεί τα “FifteenRaindropsinanOceanofBluesTales” το 2009 και Somethin'LikeBluesorHauntedBallads” το 2012), αλλά δυστυχώς δεν είναι τυπωμένο (ακόμη) σε CDή LP. Πρόκειται για ένα (άψογο από πάσης απόψεως) CD-R, για το οποίον ελπίζω να περάσει κάποια στιγμή και στο… επόμενο στάδιο. Και τούτο γιατί πρόκειται για ένα συναρπαστικό άλμπουμ bluesταξιδιού, προσεγμένο μέχρι κεραίας στην ενοργάνωσή του (ακούγονται, εκτός από τις πάσης φύσεως κιθάρες, το μπάσο και τα ντραμς, σαντούρι, άλτο σαξόφωνο, πολίτικη λύρα, φυσαρμόνικα, όργανο και μπαγλαμάς), κάτι που του παρέχει, εξάλλου, και την συγκεκριμένη, ξεχωριστή χροιά. Εννοώ πως τα «άλλα» όργανα είναι ενταγμένα με πολύ ωραίο τρόπο στο συνολικό άκουσμα, δίχως να τα παίρνεις και τόοσο πολύ χαμπάρι. Γιατί αυτό είναι το κρίσιμο σημείο. Να μπορείς να εντάξεις δηλαδή ένα σαντούρι ή έναν μπαγλαμά σε μια bluesηχογράφηση, δίχως να την μετατρέπεις σε… νησιώτικη, λαϊκή ή… ρεμπετο-μπλουζική. 
Επτά κομμάτια λοιπόν, με κάπως προγραμματικούς τίτλους (“Welcomeboy”, “Intheworldofmadness”, “Yourtickettoadventure”, “Acallindowntheriverside”, “Asecretplace”, “Diginyoursoul”, “Thedreamlandsdoor”), που αφηγούνται μιαν ιστορία σε χρόνο λίγο πάνω από την μισή ώρα. Επτά τραγούδια, που δεν είναι επτά αλλά περισσότερα αφού υπάρχουν tracksμε εκτεταμένες εισαγωγές και «αλλαγές», και τα οποία διαχέονται κατά μίαν έννοια το ένα μέσα στο άλλο. Οι παίκτες που συμμετέχουν (Παναγιώτης Δάρας, Λευτέρης Μπέσιος, Στάθης Ευαγγελίου, Σωτήρης Κουρούτης, Τέρης Μαρτίνος, Γιάννης Καραστάθης, Παύλος Καραπιπέρης), τα όργανα που ακούγονται και κυρίως ο τρόπος που «δένονται» μεταξύ τους, οι «αλλαγές» στα “Intheworldofmadness” και “Asecretplace” (στην καλύτερη παράδοση του βρετανικού ψυχεδελικού bluesτων latesixties), η ψυχεδελική και κάπως freaky-noisyδιαχείριση στο “Acallindowntheriverside”, το όργανο έτσι όπως «ζωγραφίζει» στην αρχή του “Diginyoursoul” καθώς και η εξέλιξή του με τα γεμίσματα της φυσαρμόνικας, το έσχατο “ Thedreamlandsdoor”, που ανακάλεσε στη μνήμη μου την πενιά του RoyBuchanan, όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως με οδηγούν στο εξής ερώτημα: πού πρέπει να αποταθεί ο Παύλος Καραπιπέρης, για να δει την δουλειά του να κυκλοφορεί όπως πρέπει;

η γελοιότητα με τα εισιτήρια

$
0
0
Ζούμε και κινούμαστε στην μεγάλη πόλη που λέγεται Αθήνα, και απαιτούμε να μεταφερόμαστε με τις δημόσιες συγκοινωνίες φθηνά, με ασφάλεια και με αξιοπρέπεια. Δεν ισχύει τίποτα από τα τρία. Και εξηγούμαι.
Είναι γελοίο να κορδώνεται ο υπουργός Χρυσοχοΐδης για την μείωση, τάχα, των τιμών των εισιτηρίων (εκτός και αν του σφύριξαν έτσι να πει, αφού συνήθως δεν προλαβαίνει να διαβάζει όσα υπογράφει ή ψηφίζει). Οι κάρτες για όλα τα μέσα από 45 ευρώ το μήνα, πάνε στα 30… μας λένε, ενώ καταργείται, ταυτοχρόνως η λαϊκή κάρτα των 20 ευρώ, που αφορούσε σε λεωφορεία, τρόλεϊ και τραμ. Επίσης, θα υπάρχει ένα εισιτήριο των 1,20 ευρώ (το παλιό 1,40) που θα ισχύει για 70 λεπτά της ώρας (αντί για 90). Αυτά είναι τα βασικά, και είναι για… γέλια.
Από την στιγμή κατά την οποίαν δεν υπάρχουν αναλυτικά στοιχεία από τον ΟΑΣΑ, που να μας πληροφορούν πόσες χιλιάδες κάρτες των 20 και των 45 ευρώ αγοράζονταν από τους επιβάτες κάθε μήνα, πόσες μετακινήσεις γίνονται με το λεωφορείο και πόσες με το μετρό (οι πρώτες μπορεί να είναι ακόμη και διπλάσιες από τις δεύτερες), εγώ θα υποστηρίξω (γιατί δεν εμπιστεύομαι κανέναν υπουργό) πως δεν υπάρχει ουδεμία μείωση, παρά μόνον αύξηση, καθαρή αύξηση, και μάλιστα υπέρογκη (εννοώ διψήφια). Και κάθε αύξηση (οσηδήποτε-οπουδήποτε) μια τέτοιαν εποχή ισοδυναμεί με επέλαση επί της ψυχικής μας αντοχής (αφήνω την τρύπια τσέπη μας).
Η κοινή λογική λέει πως η πλειονότητα των αγοραστών καρτών (φτωχαδάκια, άνεργοι, αλλοδαποί…) χρησιμοποιούσε την φθηνή κάρτα επιχειρώντας να βολευτεί μ’ αυτήν. (Έκανα και… ρεπορτάζ ρωτώντας φίλους, γνωστούς, γείτονες μετανάστες κ.λπ., το οποίον και επιβεβαίωσε το προφανές). Πώς αναγκάζεις λοιπόν τους περισσότερους να πληρώσουν 50% παραπάνω(!) και τούτο να το πλασάρεις σαν μείωση; Πρέπει να είσαι το λιγότερο θρασύς. Και γιατί, αφού θέλεις να ασκήσεις… φιλολαϊκή πολιτική (ώπα της) δεν προσφέρεις ούτε μία πραγματική μείωση στο ίδιο, το τονίζω «στο ίδιο», προϊόν; Όταν υπάρχει το εισιτήριο του 1,40, που διαρκεί 90 λεπτά, μείωση σημαίνει να το πας στο 1,20 και να διαρκεί πάλι 90 λεπτά. Όταν κόβεις 20 λεπτά διάρκεια είσαι θεομπαίχτης. Και τούτο γιατί οι καθυστερήσεις των μέσων μεταφοράς είναι πλέον… μνημονιακή υποχρέωση. Εκεί που έκανες μια ψιλοδουλειά σε 60 λεπτά πήγαινε-έλα, τώρα θέλεις 70 και 80. Τα έχουν υπολογίσει όλα. Σου λέει, μέσα σε 70 λεπτά προλαβαίνεις-δεν-προλαβαίνεις να ρίξεις ένα κατούρημα στο Σύνταγμα ερχόμενος από την Κυψέλη και να επιστρέψεις, οπότε ή θα αναγκαστείς ν’ αγοράσεις κι άλλο εισιτήριο ή θα κινδυνεύεις να πιαστείς με ληγμένο χαρτάκι από την… εξουσία. Προβλέπω, λοιπόν πως τα σχετικά επεισόδια θα αυξηθούν, δεδομένου του διαρκούς στριμώγματος του κόσμου (αφού το διαθέσιμο εισόδημα συνεχίζει να μειούται) και πολύ φοβάμαι πως μπορεί να ξαναζήσουμε θλιβερές καταστάσεις, όπως με το παιδί πέρυσι στο Περιστέρι, που στερήθηκε τη γλυκιά ζωή του δι’ ασήμαντον αφορμήν.

Υπάρχουν ελεγκτές, πολλοί, που συμπεριφέρονται σαν κάτι γιδοξούρια λοχίες στο στρατό, διεκδικώντας πλέον την πρωτιά, στην μήνιν και στο σιχτίρισμα της κοινωνίας, από τους ματατζήδες. Και εις ανώτερα! Τους βλέπεις, ας πούμε, επειδή τους παρατηρώ το σημειώνω, να στέκονται σαν κύριοι στις στάσεις δίχως τα διακριτικά τους, να επιβιβάζονται στο λεωφορείο, να μην τους παίρνει κανείς χαμπάρι, να κάθονται στις θέσεις πάλι σαν κύριοι, και ξαφνικά –μετά από μια-δυο στάσεις– να σηκώνονται, να εμφανίζουν τις ταυτότητές τους, αρχίζοντας να κόβουν πρόστιμα (όχι σαν… κύριοι, αλλά σαν τους χαρατζήδες επί Τουρκοκρατίας). Τι θέλουν να παραστήσουν με όλο αυτό το θέατρο; Να τους πούμε και «πονηρούς»; Να τους δώσουμε και κανένα… BAFTA; Δηλαδή, πρέπει να είσαι ξεδιάντροπος (και κάτι από τραμπαρίφας) για να ενεργείς μ’ αυτόν τον τρόπο. Μας θεωρούν, ως επιβάτες, εν δυνάμει κλέφτες και απατεώνες, επιχειρώντας να μας «πιάσουν» με… παρακρατικές μεθόδους. Σαν τους χαφιέδες κινούνται ανάμεσά μας, και ξαφνικά αποκαλύπτονται. Πότε στο διάολο γινόντουσαν αυτά τα πράγματα; Θυμάμαι τους ελεγκτές στην δεκαετία του ’70 και του ’80 να φορούν ξεχωριστές γκρι στολές, με κασκέτο, να επιβιβάζονται πάντα στις στάσεις και όχι στα φανάρια (όπως συχνά πράττουν τούτοι εδώ οι νέοι… μασκοφόροι, που ψοφάνε για αίμα) να είναι χαλαροί και άνετοι. Ήσουν μέσα στο λεωφορείο και έβλεπες τον ελεγκτή στη στάση… ok… Ούτε έκλειναν οι πόρτες, για να μην αποδράσει ο… εγκληματίας, ούτε τίποτα. Κι εν πάση περιπτώσει ο ελεγκτής, τις πιο πολλές φορές, σε ανάγκαζε να αγοράσεις εισιτήριο και να το ακυρώσεις (οι περισσότεροι απ’ όσους «συλλαμβάνονταν» είχαν πάνω τους το αντίτιμο), αφού τα 60πλάσια πρόστιμα ήταν μόνο για τα χαρτιά, ενώ σ’ «έκοβε» κιόλας (με το «κόψιμο» της παλαιάς κοινωνικής ματιάς, που πλέον αγνοείται από τους μπαστουνόβλαχους) και αναλόγως σε αντιμετώπιζε. Φαίνεται ο αναιδής τζαμπατζής, που έχει iPhoneπ.χ. αλλά όχι το 1,20 και που θέλει να βγει κι από πάνω, όπως φαίνεται και ο φουκαράς που είναι ταπί ή ο ξεχασιάρης.
Αγόραζα κάρτα, από πάντα, 11 μήνες το χρόνο (πλην Αυγούστου) και πλέον δεν ξέρω τι θα κάνω. Κάρτα των 20 ευρώ εννοώ και όχι των 45, επειδή, ανάμεσα σε άλλα, δεν πολυγουστάρω να κυκλοφορώ σαν… τυφλοπόντικας. Προτιμώ δηλαδή τις υπέργειες και ανθρώπινες ταχύτητες των τρόλεϊ, εκεί όπου μπορείς να διαβάσεις και 4-5 κεφάλαια από το Η Γιαγιά μου η Αθήνατου Ταχτσή σε μια διαδρομή Παγκράτι-Κυψέλη ας πούμε, ή να κάθεσαι «ανάποδα» ρε παιδί μου παρατηρώντας, χαλαρά, τις φάτσες των ανθρώπων, παρά τις… ταχύτητες φωτός του μετρό, όπου δεν προλαβαίνεις ούτε τ’ όνομά σου να πεις. Έτσι, προχθές, όταν υπήρξε λόγος για να κατεβώ στο κέντρο, αγόρασα εισιτήριο (αφού δεν είχα κάρτα του Αυγούστου) το έβαλα στην κωλότσεπη για να μη ζαρώσει από τον ιδρώτα, και περίμενα το λεωφορείο… που κάποια στιγμή, και μετά από τα σχετικά …σταυρίδια, δέησε κι έφθασε. Μπήκα, ξέχασα να ακυρώσω και κάθισα. Είχα άλλα στο μυαλό μου, σκεφτόμουν ένα χαράτσι 2300 ευρά που πρέπει να καλύψω μέχρι αύριο, κι επειδή το να ακυρώνω εισιτήρια, ως κίνηση, δεν μου λέει τίποτα (δεν είναι αυτοματοποιημένη εντός μου δηλαδή, αφού κυκλοφορώ με κάρτα), μου διέφυγε. Το αποτέλεσμα ήταν να θυμηθώ τι έπρεπε να κάνω μόνο μετά από τρεις στάσεις, όταν μπήκε στο λεωφορείο μια επιβάτισσα «χτυπώντας» το εισιτήριό της μπροστά στα μάτια μου. «Ωχ Παναΐα μου» είπα –και όχι… ουάου– «ξεχάστηκα, που να πάρει…», σπεύδοντας κι εγώ να ακυρώσω.
Αν πριν την επιβάτισσα έμπαινε ελεγκτής, ούτε κι εγώ ξέρω που θα καταλήγαμε… Το πιθανότερο είναι πως θα μας γράφανε οι εφημερίδες…

COPERNICUS άμεση αιωνιότητα

$
0
0
Πριν λίγο καιρό (12/3/2014) στην ανάρτηση «COPERNICUS rock και ποίηση… κβαντική και αντιιμπεριαλιστική» είχα αναφερθεί στο CD“L'Étérnité Immédiate” σημειώνοντας τα εξής: «Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας (00s) ο Copernicusείχε έτοιμο ένα project, το οποίον τιτλοφορούσε ‘Άμεση Αιωνιότητα’. Το projectαυτό ηχογραφήθηκε στην αγγλική (το 2001 και το 2003), στην ισπανική (ως “LaEternidadInmediata” το 2001 και το 2003), στην γερμανική (ως “DieSofortigeEwigkeit” το 2003) και στην γαλλική (ως “L'Étérnité Immédiate”το 2003). Η ιστορία, γενικώς, έχει ως εξής: Το 2001 στην πόλη Guayaquilτου Ισημερινού ηχογραφείται η ‘Άμεση Αιωνιότητα’ με την βοήθεια τεσσάρων εντόπιων μουσικών στην ισπανική και την αγγλική γλώσσα. Το ισπανόφωνο άλμπουμ κυκλοφορεί στην Νότια Αμερική, με την μπάντα να πραγματοποιεί 25 συναυλίες στον Ισημερινό, το 2003, πριν μπει ξανά στο στούντιο. Εκεί, ηχογραφείται εκ νέου το έργο στην ισπανική, με τον Copernicusνα τοποθετεί πάνω στην ήδη υπάρχουσα μουσική τη γαλλική μετάφραση των στίχων του, έχοντας έτσι και μία γαλλική versionτης ‘Άμεσης Αιωνιότητας’».
Εδώ, τώρα, έχουμε μία ανέκδοτη versionτου έργου –“Immediate Eternity II” [Nevermore, Inc./ MoonJune, 2014]– γραμμένη και αυτή στην Guayaquil (πρόκειται για την αγγλόφωνη του 2003, για την οποία γίνεται λόγος παραπάνω) ακριβώς από τους ίδιους μουσικούς (César Aragundiκιθάρα, NewtonVelasquezπλήκτρα, FreddyAuzμπάσο, JuanCarlos Zúñiga López ντραμς), με μία διαφορά όμως. Όπως αναφέρει ο Copernicusστις σημειώσεις του άλμπουμ… η παρούσα ηχογράφηση είναι ίσως η ωριμότερη όλων, αφού συνέβη σε καλύτερο στούντιο και μάλιστα μετά από 25 συναυλίες που έδωσε το γκρουπ στον Ισημερινό… πράγμα που σημαίνει (λέω εγώ) πως το «δέσιμο» και το «δόσιμο» θα είναι επί του προκειμένου το πυκνότερο όλων (και όντως). Να τονίσω λοιπόν ξανά πως το συγκεκριμένο projectείναι ένα από τα πιο ροκάδικα και ταυτοχρόνως πιο διεισδυτικά του Copernicus (με τους πολιτικο-κοινωνικο-φιλοσοφικούς στίχους να γεμίζουν κάθε μικρό ή μεγαλύτερο οργανικό κενό) και με τους… ινδιάνους μουσικούς να τα δίνουν όλα, βγάζοντας φοβερό «αίσθημα» με τα παιξίματα και τις επινοήσεις τους. Άλμπουμ για progfansείναι το “ImmediateEternityIIγια να γίνω απολύτως σαφής.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΟΠΟΥΛΟΣ οι Αρηανοί

$
0
0
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΦΛΕΡ
2. ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ (ΦΡΑΝΣΟΥΑΖ)
Κι ωστόσο ο Κ. έφυγε. Πήγε στην Κρήτη. Μόνος του. Χωρίς σλήπινγκ-μπαγκ. Με το καράβι και το λεωφορείο. Στον ήλιο και τη θάλασσα. Στην άμμο, στα βράχια, στις σπηλιές, στα Μάταλα. Γυναίκες, τσαντήρια, χίππηδες πορείες στα λαγκάδια μέχρι να βγει κανείς απέναντι σε κόλπους ερημικούς κι ανθρώπους γυμνούς στον ήλιο.
Όταν γύρισε, (μετά από δύο ημέρες), είχε πίσω του την εξής θλιβερή ιστορία:
Στο καράβι, (τηλεοράσεις, καφέδες, χαρτιά, σκουπίδια), περπατούσε με την καθαρή άσπρη φανέλλα του και το καινούργιο του παντελόνι, και κοιτούσε γύρω του. Δεν ανακάλυψε τίποτα. Ένοιωθε άβολα και εκτός περιβάλλοντοςδεν ήξερε και τι γύρευε κει πέρα. Ένοιωσε μόνος του (βέβαια ήτανε μόνος του). Κάπου τον πήγαιναν μακρυά απ’ το σπίτι του –αυτό ήξερε– και για ποιο λόγο; Αλλά και ποιο σπίτι του; (…)
Στα Μάταλα τον πήγαν κάτι Γερμανοί με τ’ αυτοκίνητό τους. Στο δρόμο έμαθε τα ονόματα των δέντρων στα γερμανικά, καθώς και ότι η επιφάνεια της θάλασσας στην Κρήτη ανεβαίνει διαρκώς. Έμαθε ακόμη ότι ορισμένα φαγητά στην Ελλάδα δεν τα τρώνε ο καθένας σε ξεχωριστό πιάτο, αλλά όλοι μαζί από το ίδιο.
Ύστερα τον άφησαν κάπου στο δρόμο. Ύστερα πέρασ’ ένα φορτηγό. Πάλι αμπέλια και λαγκάδια, ώσπου στα Μάταλα, στην κεντρική, ας πούμε, πλατεία του χωριού, πηδάει κάτω απ’ την καρότσα, με τη βαλίτσα στο χέρι, δίπλα στο περίπτερο, κι ήταν εκεί μία Ολλανδέζα. Ύστερα η Ολλανδέζα έφυγε.
Ο Κ. έμεινε. Άλλωστε μόλις είχε φτάσει.
Βρήκε δωμάτιο.
Αργότερα βρήκε και τη Φρανσουάζ. Αντάλλαξαν απόψεις: Ο Μάης του ’68 πέρασε, χίππηδες δεν υπάρχουν πια, (αν και υπήρχαν εκεί γύρω κάτι με γένεια), τα Μάταλα δεν είν’ όπως και πρώτα, στις σπηλιές δεν μένει πια κανείς, γίνανε όλοι μάνατζερ ή γυρίσανε σπίτια τους (ε, βέβαια γυρίσανε, σκέφτηκ’ ο Κ.).(...)
Ήταν ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Λαζόπουλου Οι Αρηανοί [Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα α.χ., μάλλον πρόκειται για έκδοση του 1976]. Περιέχονται τα διηγήματα: Αλέξανδρος Κόφλερ ο Γκρίζος Άνθρωπος, Λούις ο Μαρκήσιος του Λερουά, Καθημερινότητες (Μαρία), Κοντά στη Φύση (Φρανσουάζ) και Οι Αρηανοί. Το εξώφυλλο, όπως και όλο το βιβλίο (που είναι τυπωμένο σε υποκίτρινες, θαλασσιές και άσπρες σελίδες) είναι στολισμένο με σκίτσα του Ηλία Πολίτη.

LISA HILTON καλειδοσκόπιο

$
0
0
Τα τελευταία χρόνια πληροφορήθηκα για την συνθέτιδα και πιανίστα της jazzLisaHilton. Το λέω γιατί η Hiltonβρίσκεται στη σκηνή σχεδόν 20 χρόνια, έχοντας ηχογραφήσει 18 προσωπικά CD. Ανακαλώ, μάλιστα, με αφορμή την πιο πρόσφατη δουλειά της που έχει τίτλοKaleidoscope [RubySlippersProductions, 2014] και που είναι, για ακόμη μια φορά, τυπωμένη σε δική της ανεξάρτητη παραγωγή, το προηγούμενο άλμπουμ της “Getaway” (2013), ένα σπάνιας ομορφιάς έργο για το οποίον είχα γράψει πέρυσι τα καλύτερα («ένα πολύ σημαντικό piano-trio άλμπουμ, που ρέει με την αίσθηση του soundtrack») κι εδώ στο δισκορυχείον.
Η Hiltonφαίνεται λοιπόν πως θα συνεχίζει να μας εκπλήσσει, αφού κάθε νέα δουλειά της, όπως διαπιστώνω τον τελευταίο καιρό, έρχεται άλλοτε να προσθέσει και άλλοτε να... αφαιρέσει τινές διαστάσεις, προτείνοντας πάντα κάτι νέο. Στο “Kaleidoscope” ας πούμε το νέο, ή καλύτερα το ένα από τα «νέα», ακούει στο όνομα του τενορίστα J.D. Allen, ενός παίκτη με βαθειά και «σκληρά» φυσήματα, που προσφέρει ξεχωριστές bopαισθήσεις στα κομμάτια που ακούγεται (το επισημαίνω επειδή στο “Getaway” η Hiltonεμφανιζόταν σε σχήμα τρίο με τους Larry Grenadier και Nasheet Waits σε μπάσο και ντραμς αντιστοίχως). Η line-upτου “Kaleidoscope” λοιπόν είναι LisaHiltonπιάνο, LarryGrenadierμπάσο, MarcusGilmoreντραμς, J.D. Allenτενόρο… και δεν χρειάζεται να γράψω για το τι ακριβώς σημαίνουν αυτά τα ονόματα που παρατάσσονται δίπλα της σ’ αυτήν την νεοϋορκέζικη εγγραφή. Πρόκειται απλώς για τρεις σημαντικές προσωπικότητες της σύγχρονης jazz, αν σκεφθούμε πως ο Grenadierείναι κολλητός του BradMehldau, πως ο Gilmoreέχει παίξει με ChickCorea, VijayIyerκ.ά. και πως ο Allenέχει σταθεί δίπλα στους LesterBowie, BettyCarter, RonCarter, JackDeJohnette, DavidMurray, WallaceRoneyκαι πάει λέγοντας.
Και στο παρόν CDμερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της τέχνης/τεχνοτροπίας της LisaHiltonείναι όσο πρέπει εμφανή. Κατ’ αρχάς το ιμπρεσιονιστικό περιβάλλον που οικοδομεί η συνθέτιδα. Έπειτα η διάχυσή της σ’ ένα μεγάλο κομμάτι τής τζαζ ιστορίας, που μπορεί να ξεκινά από το bebop, να περνά από την (groovy) soul-jazzτων late50s/early 60s, για να καταλήξει, μέσω του Monk, στον μινιμαλισμό και την πρωτοπορία (γιατί όχι και στην pop, όπως διαπιστώνεται στην πορεία). Έπειτα, αυτή η τάση της Hiltonνα συνθέτει συχνά έχοντας στο νου της το τραγούδι. Φωνή δεν υπάρχει στο “Kaleidoscope”, αλλά κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως μελωδίες όπως εκείνη του “Whisperedconfessions” ή του “Steppingintoparadise” δεν θα μπορούσε να τραγουδηθούν. Ακούγοντας, έτσι, και με κάποια σειρά τα tracksτου CD είναι εύκολο να διαπιστωθεί αυτό το «ξερό», βαθύ grooveστο “Simmer”, που παραπέμπει στον καλύτερο Hancockτων sixties, είναι εύκολο να δει κανείς την άψογη δουλειά στις διασκευές (τόσο στο κλασικό “WhenIfallinlove”, όσο και στο “Oneandonly” της Adele), ή να επιβεβαιώσει τις διαφορετικές επιδράσεις στο “Bach/ Basie/ Birdboogiebluesbop”. Γενικώς, κάθε trackτου “Kaleidoscope” είναι και μια διαφυγή προς κάτι άλλο – ένα γεγονός που φανερώνει, από την μια μεριά, την συνθετική μαεστρία της Hiltonκαι από την άλλη την συμβολή στο οριστικό αποτέλεσμα μιας ομάδας άψογων οργανοπαικτών.

Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΟΥ ΡΟΚ ΕΝΤ ΡΟΛ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ 50s

$
0
0
Όταν ένας φίλος με πληροφόρησε, πριν τις διακοπές του Αυγούστου, πως πρόκειται να προβληθεί στην ΝΕΡΙΤ, στη σειρά Τα Στέκια/ Ιστορίες Αγοραίου Πολιτισμού, ένα επεισόδιο για την… εισβολή του rocknrollστην Αθήνα του ’56 και του ’57 (έτσι υπέθεσα ο άμοιρος) είπα κατ’ ευθείαν… ποιος ο λόγος, από τη στιγμή που υπάρχει το ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου Η Αθήνα Χορεύει Ροκ Εντ Ρολγυρισμένο το 1957, την εποχή που έβραζε το πράμα; Εννοώντας πως με βάση την ταινία τού Μάρου θα μπορούσε να ειπωθεί μια σημερινή ιστορία, που να μην ακυρώνει εκείνο που πραγματικά συνέβη και δείχνει το φιλμ του ’57– να μην ανακατευτεί δηλαδή το rocknroll(στην Ελλάδα) με την νεανική ανυπακοή και κατ’ επέκταση με την παραβατική συμπεριφορά.
Υπάρχουν ορισμένοι, ήδη από την εποχή της ταινίας του Νίκου Νικολαΐδη Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα… (1979), που θέλουν να το παίζουν «βαριά πεπόνια», συνδέοντας το rocknrollστη χώρα μας με την βία και την εγκληματικότητα. Ευτυχώς, όμως, και για καλή μας τύχη, εδώ δεν ήταν ούτε Αμερική, ούτε Βρετανία, με αποτέλεσμα ο ελληνικός τεντυμποϊσμός των latefifties(που δεν είχε ουδεμία σχέση με τον εγγλέζικο ή τον αμερικανικό) να διατηρεί από ελάχιστη έως ανύπαρκτη (και άρα αμελητέα) σχέση με το rocknroll. Και βεβαίως δεν αρκούν τα αρθρίδια των συντηρητικότερων φυλλάδων της εποχής, ούτε φυσικά οι κραυγές της Εκκλησίας για να περιγράψουν την ροκεντρολάδικη επικινδυνότητα, όταν ακόμη και η κεχαριτωμένη Θεία από το Σικάγο (Γεωργία Βασιλειάδου), στην φερώνυμη ταινία του Αλέκου Σακελάριου από το 1957, κερνά ένα… rocknrollτον μέλλοντα γαμπρό τής ανιψιάς της πολιτικό μηχανικό Τάκη Ζέριγκα (ο Θεόδωρος Δημήτριεφ, που αργότερα τραγούδησε στο «Άξιον Εστί» των Θεοδωράκη-Ελύτη). Θέλω να πω –και τούτο φαίνεται ακόμη περισσότερο στην ταινία του Μάρου– πως το rocknroll, όταν εισήλθε στην Ελλάδα, έγινε μέσα σε λίγους μήνες mainstream, περνώντας τόσο στον εμπορικό κινηματογράφο όσο και στο θέατρο («τα φινάλε των επιθεωρήσεων στηρίζονται πάνω σε πόδια που χορεύουν ροκ εντ ρολ»ακούμε να λέει ο αφηγητής Σταύρος Ξενίδης στην ταινία του Μάρου), ενώ το στήριξαν με δηλώσεις τους διάφοροι επιφανείς της εποχής, όπως ο Παύλος Παλαιολόγος, ο Φωκίων Δημητριάδης, μα ακόμη και ο Σπύρος Μελάς (αν και με μια κάπως διφορούμενη δήλωση). Ακόμη και στο εξώφυλλο των συντηρητικών Εικόνωντης Ελένης Βλάχου βρήκε χώρο για να τρυπώσει το rocknroll («η αθηναϊκή νεολαία χορεύει τώρα ροκ ν’ ρολλ»διαβάζουμε στο τεύχος 70, της 25/2/1957), για να μην παραλείψουμε και τα πρώτα ελληνικά rocknrollτραγούδια που παρουσίασε το συγκρότημα του Γιώργου Μουζάκη στον Καρυστινό (με τον Γεράσιμο Λαβράνο στο πιάνο), ένα τουλάχιστον εκ των οποίων πέρασε και στην δισκογραφία – και αναφέρομαι στο «Ροκ εν ρολλ» με το Τρίο Μπελ-Κάντο και την ορχήστρα του Γιώργου Μουζάκη στο τεσσαράκι της Columbiaμε τα στοιχεία SEGG 2531. (Ως γνωστόν το rocknrollείχε να κάνει με το ρεπερτόριο των ορχηστρών και ουχί με των, ανύπαρκτων ακόμη τότε, νεανικών συγκροτημάτων).
Έχοντας όλα τούτα κατά νου έπεσα από τα σύννεφα όταν στα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας του Νίκου Τριανταφυλλίδη Η Εισβολή του Ροκ Εντ Ρολ–προβλήθηκε από την ΝΕΡΙΤ την 7/8/2014, αλλά εγώ την είδα χθες στο δίκτυο–, ακούω τον ιστορικό Κώστα Κατσάπη (Πάντειος) να μιλάει για «ηθικό πανικό» και τον καθηγητή Κοινωνικής Ψυχολογίας Νικόλαο Χρηστάκη (Πανεπιστήμιο Αθηνών) να είναι επί της ουσίας εκτός θέματος μιλώντας μας για το rocknrollστην Αμερική και όχι στην Ελλάδα. (Αναφέρεται σ’ εκείνους που δεν ταυτίζονταν με τα υπάρχοντα μοντέλα επιτυχίας κ.λπ. – «επιτυχία» στην Ελλάδα του ’50, δεν είμαστε καλά…). Οι πανεπιστημιακοί όταν ασχολούνται με το rockείναι γεγονός πως λένε ό,τι τους κατέβει.
Έχοντας λοιπόν μια πρώτη γεύση από το επεισόδιο Η Εισβολή του Ροκ Εντ Ρολ είπα πως θα δω άλλη μια «σούπα» γαρνιρισμένη με τους γνωστούς ελληνικούς μύθους, δίχως να μπορώ να προβλέψω, πάντως, και την πλήρη λοξοδρόμησή της μετά το τριακοστό λεπτό. Κάπως έτσι και τα άσχετα με το θέμα μας περιστατικά, που διηγούνται ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και ο μακαρίτης Οδυσσέας Χατζόπουλος, έρχονται απλώς να επιβεβαιώσουν τον κανόνα. Να λέμε ό,τι θέμε και τούτο να το αποκαλούμε rock
Κολλημένος με την Εκκλησία, τους παπάδες (μέχρι κι ένας αρχιμανδρίτης από τα Βίλλια έσκασε μύτη, που δεν μας είπε απολύτως τίποτα!), την μαύρη κριτική στην Αριστερά, τις υποτιθέμενες ακρότητες και παραβατικότητες ο Κατσάπης, και σε πλήρη αντιδιαστολή μ’ εκείνο που συνέβαινε στα κλαμπ και τα μαγαζιά, στο θέατρο και τον κινηματογράφο, παραπλανά κατά βάσιν τους θεατές της εκπομπής εμμένοντας στο ανύπαρκτο μέρος, αγνοώντας συγχρόνως ή υποτιμώντας το όλον. Εμφανίζει δηλαδή το rocknrollσαν να ήταν υπό διωγμό, όταν μέσω αυτού ξεσάλωνε ολόκληρη η Αθήνα!Τούτο, πράγματι, μου κάνει τεράστια εντύπωση και για έναν ακόμη λόγο. Στο βιβλίο του Ήχοι και Απόηχοι/ Κοινωνική Ιστορία του Ροκ Εν Ρολ Φαινομένου στην Ελλάδα 1956-1967 [ΙΑΕΝ/ΙΝΕ, Αθήνα 2007] ο Κατσάπης γράφει πολύ σωστά πως… «δίχως ίχνος υπερβολής, στα τέλη του 1956 το ροκ εν ρολ (σ.σ. στην Αθήνα)είχε μεταβληθεί σε απόλυτη μόδα και βρισκόταν παντού»και λίγο πιο κάτω πως… «σε αυτήν την πρώτη περίοδο, το ροκ εν ρολ στην Ελλάδα υπήρξε περισσότερο μία μόδα, που ακολουθούσε την παράδοση των προηγουμένων μουσικών, οι οποίες κατά καιρούς είχαν κυριαρχήσει στις αθηναϊκές νύχτες, παρά μία μουσική που απευθυνόταν αποκλειστικά στους τηνέιτζερ. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει η παρουσία του σε ένα πλήθος κοσμικών ή εμπορικών εκδηλώσεων…». Τι μεσολάβησε από τότε και δεν λέγεται, σήμερα, η αλήθεια; Μήπως η τρόικα και τα μνημόνια; Δεν κάνω πλάκα. Μήπως μια γλειψιματική ταύτιση με τους σύγχρονους (ευρωπαίους) διαφωτιστές, και τα σαμαροβενιζελικά υποκατάστατά τους, που θέλουν να μας εκσυγχρονίσουν με τη βίτσα βάζοντάς μας στον ίσιο δρόμο, έχοντας ως ένα από τα πιο βασικά μελήματά τους την κατασυκοφάντηση της Αριστεράς; Λέω, μήπως…
Με τα μέλη των LastDriveνα λένε ακατανόητα πράγματα (στην κυριολεξία) και με το φιλμικό μέρος να αποτελείται από νεανικές ταινίες των earlysixties (Τα Παλιόπαιδατου Νέστορα Μάτσα, Αμαρτωλά Χέριατου Δημήτρη Γαλάτη, Αυτό το Κάτι Άλλοτου Γρηγόρη Γρηγορίου κ.λπ.), που δεν είχαν καμμία σχέση με την εισβολή του rocknroll, δεν είναι ν’ απορεί κανείς γιατί απουσιάζει από τα «καρέ» της ταινίας του Τριανταφυλλίδη η Θεία από το Σικάγο– μία πρωτότυπη ελληνική… rocknrollταινία των fiftiesτην οποίαν απόλαυσε όλος ο κόσμος. Θα χάλαγε η σούπα. Θα αποδεικνυόταν δηλαδή πως το rocknrollστην Αθήνα του ’57 υπήρχε σε πάμπολλα σπίτια στα οποία ζούσαν παιδιά-έφηβοι, και που το χόρευαν (τα παιδιά-έφηβοι) ξετρελαμένα δίχως να οδηγούνται σώνει και καλά σε παραβατικές συμπεριφορές (όπως θα ήθελε ο Κατσάπης, ο Τριανταφυλλίδης και πριν απ’ αυτούς ο αμερικανόπληκτος Νικολαΐδης). Χρειάζεται να επισημάνω το γεγονός ή όχι –ερωτώ– πως ο Κατσάπης στο βιβλίο του γράφει ότι… «ηπρώτη κινηματογραφική ταινία στην οποία είναι εμφανής ο απόηχος του ροκ ενρολ στην Ελλάδα είναι η ταινία Η θεία από το Σικάγο που προβλήθηκε το 1957 (σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελλάριου, με πρωταγωνιστές τους Ορέστη Μακρή και Γεωργία Βασιλειάδου)»; Και όμως στο ντοκιμαντέρ του Τριανταφυλλίδη δεν υπάρχει ουδεμία αναφορά σ’ αυτήν την ακρογωνιαία για το θέμα μας ταινία, επειδή δεν συνάδει, προφανώς, με την αποφοράκαι την παραβατικότηταπου έχει σφηνωθεί στα κεφάλια ορισμένων. Αυτός ο μύθος του «καταραμένου» είναι η μεγαλύτερη ηλιθιότητα που ακούγεται στην Ελλάδα εν σχέσει με το rockτα τελευταία 40 χρόνια.
Ο Κατσάπης βρίσκει ξανά την ευκαιρία να χύσει κατράμι στην Αριστερά της εποχής, όταν το rocknrollτο είχε αποκηρύξει η Αριστερά τόσο στην Μεγάλη Βρετανία (EwanMacColl), όσο και στην Αμερική (Irwin Silber, PeteSeeger), αφού έπρεπε να ’ρθει ο BobDylanβασικά, καμμιά δεκαριά χρόνια αργότερα, για να αποδείξει πως μπορεί να γραφτεί προοδευτικό τραγούδι που να συνοδεύεται από ηλεκτρικές κιθάρες. Κάποιοι, μάλιστα, όπως ο MacColl, ούτε και τότε πείστηκαν. Γενικώς, τόσο στην Αγγλία, όσο κυρίως στην Αμερική εκείνο που ήταν κατά βάθος επικίνδυνο δεν ήταν το rocknroll, αλλά η folk, που εκρατείτο υπό των κομμουνιστών – mineenemy, thefolksingerανέκραζε ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής KennethB. Keatingτον Σεπτέμβριο του ’63 (δες το ξεχωριστό κεφάλαιο στο βιβλίο “TheAmericanFolkScene: Dimensionsofthefolksongrevival” των εκδόσεων Dellαπό τον Ιούλιο του ’67, ανάμεσα σε άλλα διάφορα). Έτσι, είναι παντελώς ανεδαφικό (εγώ θα πω και ύποπτο, αν δεν είναι ανόητο) όταν η Αριστερά στην Αγγλία και την Αμερική αντιμετώπιζε το rocknrollαπό θέσεις αρνητικές έως καχύποπτες (και ως προϊόν του αμερικανικού ιμπεριαλισμού αν μιλάμε για την Αγγλία), να κάνει κάποιος κριτική στην ελληνική Αριστερά της εποχής (εν σχέσει με το rocknroll), που μόλις είχε βγει από τις (αμερικανικές) ναπάλμ του Γράμμου. Σε τελευταία ανάλυση τι θέλει να μας πει ο Τριανταφυλλίδης όταν φιλμάρει άρθρο της Αυγήςστο οποίο διαβάζουμε για τον… «τεντυμποϋσμό», που «απειλεί την νεολαία μας»; Έπρεπε η Αριστερά να ήταν υπέρ εκείνων που έκλεβαν αυτοκίνητα π.χ.; Δεν είμαστε καλά. Και το λέω τούτο παραβλέποντας το γεγονός πως η σχέση τους με το rocknrollπαραμένει για μένα επί της ουσίας ανύπαρκτη. Τούτο το υποστηρίζει κάποια στιγμή στην ταινία της ΝΕΡΙΤ και ο Νίκος Μαστοράκης, πως οι τεντυμπόυδες δηλαδή δεν είχαν ουδεμία σχέση «μ’ εκείνους που πήγαιναν στα κλαμπάκια και χόρευαν ροκ εν ρoλ»– πράγμα που το βρίσκω πολύ σωστό. Το αν ο Πουλικάκος ήταν αστός/ροκεντρολάς, αλλά πέταγε και γιαούρτια (όπως είπε και ο Πολύτιμος στην εκπομπή), αυτή ήταν η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Τούτον εδώ τον ροκεντρολά τον «κόβω»περισσότερο να τρώει μόνος του μια... τσανάκα γιαούρτι, παρά να την πετάει...
Ο ελληνικός τεντυμποϊσμός κατασκευάστηκε και μεγεθύνθηκε από τον Τύπο (το λέει και ο Κατσάπης στο βιβλίο του αυτό και μπράβο του δηλαδή) για ευνόητους λόγους θα πω εγώ. Για να προκαλέσει βασικά μία νομοθετική ρύθμιση (Νόμος 4000), η οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια ποικιλία παραβατικών συμπεριφορών, που θα στόχευαν βασικά όχι στο κυνήγι των... ροκεντρολάδων (θα έκανε ποτέ ο Καραμανλής τέτοιο χουνέρι στους Αμερικάνους; – έλα Παναγία μου!), αλλά στο αγωνιστικό φρόνημα της Νεολαίας της ΕΔΑ (η οποία ήταν ήδη από το 1958 αξιωματική αντιπολίτευση). Η ΕΔΑ μπορεί να ψήφισε το Νόμο 4000, επειδή πήρε διαβεβαιώσεις πως δεν θα αφορούσε σε πολιτικής φύσεως... παραβατικότητες, αλλά επί της ουσίας έσκαψε το λάκκο της με τα ίδια της τα χέρια, αφού το συγκεκριμένο νομοθέτημα χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές εναντίον της στο μέλλον.
Στην Ελλάδα το rocknrollστηρίχθηκε από την αμερικανόδουλη Δεξιά, ως πρόδηλο αμερικανικό προϊόν (με ποιανού άδεια… κατασκήνωσαν οι ναύτες του Έκτου Στόλου στο Ζάππειον τον Οκτώβριο του ’56;), ενώ του δόθηκαν άπασες οι δυνατότητες ώστε να αναπτυχθεί μέσα από τον κινηματογράφο, το θέατρο, τα κλαμπ, και τα έντυπα της εποχής. Έτσι, εκείνο που ακούγεται στην εκπομπή του Τριανταφυλλίδη (πάλι από τον Κατσάπη) πως η Δεξιά κυνήγησε το rocknrollείναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου. Το τι προέβαλλε η Εκκλησία και το τι έγραφαν οι φασιστοφυλλάδες δεν είχε καμμία αξία – για να μην πω πως με την αρνητική «κριτική» τους βοηθούσαν, απλώς, στην εδραίωση του φαινομένου. Τούτο αποδεικνύεται εξάλλου και από την ταινία του Μάρου. Ο ευφυής και πρωτοπόρος ντοκιμαντερίστας, το 1957, δεν κωλώνει να εμφανίσει τα κατάπτυστα δημοσιεύματα ως ατού, κατ’ ουσίαν της πάνδημης προβολής του rocknroll, βάζοντας τον Ξενίδη να λέει το σαφές πως… «τα πρακτορεία ειδήσεων όλου του κόσμου τηλεγραφούν τις απίθανες ειδήσεις τους…» («Που αλλού; Εις την Αγγλία/ Διεγερτικά για τα πάρτυ ροκ εντ ρολ», «Ειδικές αίθουσες-κελλιά για τους πιστούς του ‘ροκ’»και άλλα τέτοια). Κι ενώ στην ταινία του Μάρου αυτές οι αηδίες χρησιμοποιούνται «σωστά» ως μέρος της προσπάθειας για να φανεί το περιβάλλον μέσα από το οποίον εδραιώθηκε το rocknroll, στην ταινία του Τριανταφυλλίδη, 57χρόνια μετά, (οι ίδιες αηδίες) επέχουν ρόλο… διαφωτιστικής προπαγάνδας! Το rocknrollήταν επικίνδυνο, το λέγαν κι οι παπάδες! Πάμε μίλια πίσω, και όχι μπροστά…
Από κείνο το σημείο και μετά (το τριακοστό λεπτό της ταινίας) η μπάλα χάνεται. Για τα υπόλοιπα 19 λεπτά το «θέμα» μεταφέρεται στα μέσα των sixtiesκαι από ’κει στον Νίκο Νικολαΐδη με την… Εισβολή του Ροκ Εντ Ρολστην Ελλάδα των mid-fifties να μένει, απλώς, στα χαρτιά. Ολέθριο αφηγηματικό-σεναριακό λάθος (μάλλον ο Κατσάπης πήρε στον λαιμό του τον Τριανταφυλλίδη, αν κρίνω και από τα χρονικά όρια του βιβλίου του Ήχοι και Απόηχοι) που παραμένει ως τέτοιο (ολέθριο) παρ’ όλη την προσπάθεια να εντοπιστεί κάποια σύνδεση ανάμεσα στις δύο εποχές. Δεν θ’ ασχοληθώ. Τα έχουμε πει εξάλλου – και θα τα ξαναπούμε και στο μέλλον με άλλες πιο σοβαρές αφορμές. Όπως δεν θ’ ασχοληθώ και με τις διάφορες ανακρίβειες (το rocknrollπροηγήθηκε του JazzClubτης Ελληνοαμερικανικής Ένωσης επί της Ηρώδου Αττικού 25, κ. Πολύτιμε, και όχι το αντίθετο) ή τις υπερβολές που ακούστηκαν (μόνον οι Juniorsκαι οι MGCέπαιζαν rockστην Ελλάδα των sixtiesκατά τον Αλέκο Καρακαντά – αχ κατακαημένε Μάικ Ροζάκη)…
Όταν η βάση είναι σαθρή δεν έχει κανένα νόημα ν’ ασχολείσαι με το εποικοδόμημα.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΡΔΗΣ μια μεγάλη τομή

$
0
0
Υπάρχουν πολλά που μπορεί κανείς να πει και να γράψει για το έργο του Αντώνη Βαρδή, αλλά εγώ θα μείνω στο πιο σημαντικό. Στην «επανάσταση» που έφερε κατά μίαν έννοια ο Βαρδής στο ελληνικό τραγούδι, στην δεκαετία του ’80, ανακατεύοντας ευφυώς το rockμε το λαϊκό (όχι με το λαϊκό της κουλτούρας, αλλά μ’ εκείνο της καψούρας). Δεν ξέρω αν ήταν ο πρώτος –μάλλον όχι– που επιχείρησε κάτι τέτοιο, ήταν όμως εκείνος που το επέβαλλε δουλεύοντας με ακαταπόνητο μεράκι πάνω στη ίδια «συνταγή».
Ροκάς στην εφηβεία του, στα μέσα του ’60 –ως μέλος των Vikingsέγραψε την “Catherine”, που την τραγούδησε κιόλας–, ο Βαρδής θα αναδειχθεί στα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας σ’ έναν από τους κορυφαίους ακουστικούς κιθαρίστες των στούντιο (ποιος ξέρει, π.χ., πως παίζει ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες στην «Τετραλογία» του Δήμου Μούτση;), δοκιμάζοντας σιγά-σιγά και τα πρώτα του τραγούδια, τα οποία περνούν κατά βάση απαρατήρητα. Προς τα τέλη της δεκαετίας αρχίζει να κάνει πιο αισθητή την παρουσία του ως δημιουργός, μέσα από συνθέσεις του που δίνει στις φίρμες της εποχής (Νταλάρας, Πουλόπουλος, Γαλάνη), είναι όμως ο πρώτος δίσκος του Βασίλη Παπακωνσταντίνου (Δεκέμβριος του ’78), εκείνος που δείχνει τις πραγματικές ποιότητες και το ταλέντο του Βαρδή. Το λέω έχοντας κατά νου τα πολύ καλά τραγούδια «Με τον Μπομπ Ντύλαν», «Σακατεμένα τα τραγούδια», «Επαρχία 1978», «Στο Διονύση Σ.», «Θάρθουν στιγμές», «Πάλι βρέχει» και «Φεύγουν καράβια», άπαντα σε στίχους του Πάνου Φαλάρα.
Το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’80 βρίσκει τον Βαρδή να συνεργάζεται με την Χαρούλα Αλεξίου στο «Ξημερώνει», ένα LPπου έβγαλε «επιτυχίες», όπως το φερώνυμο κομμάτι, το «Φεύγω» –με στίχους που έγραψαν από κοινού Βαρδής και Αλεξίου και που ποτέ δεν με εξέφρασε– και άλλα διάφορα. Δεν θυμάμαι κάτι σημαντικό τα επόμενα χρόνια (κάποια κομμάτια για τον Γιάννη Πάριο, την Ελένη Δήμου, την Πίτσα Παπαδοπούλου, την Άννα Βίσση ή τον Μανώλη Λιδάκη δεν έκαναν τη διαφορά), μέχρι τουλάχιστον το 1986, όταν κυκλοφόρησε το «Συγκάτοικοι Είμαστε Όλοι στην Τρέλλα» [CBS]. Το LPαυτό, παρότι τότε το έπαιζα ροκάς ή ήμουν (δεν θυμάμαι ακριβώς…), το αγόρασα με το που έσκασε μύτη επειδή μου άρεσε πάρα πολύ το… ηγετικό τραγούδι του άλμπουμ, που παιζόταν φυσικά και στο ραδιόφωνο – στο «Δεν είχα δύναμη» αναφέρομαι (σε στίχους και πάλι του Φαλάρα). Ανακαλύπτω δηλαδή, ξαφνικά, πώς θα μπορούσε να συνδυαστεί το rockμε το λαϊκό μ’ έναν τρόπο που να με «φτιάχνει», χωρίς να με προσβάλλει.
Επειδή σύχναζα τότε (και ως φοιτητής) σε λαϊκά μαγαζιά, γουστάροντας ας πούμε το... ηλεκτρικό κέφι που δημιουργούσαν Τα Παιδιά απ’ τη Πάτρα με τα τραγούδια του ’60, μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει ένα σύγχρονο λαϊκό με ροκάδικο feeling, που να το ακούω στο Χάραμα (της Πάτρας) ή στο La Notte ας πούμε, και να νομίζω ότι είμαι στο… Roundhouseή έστω και στο Roxy(α ρε IanDury…). Να σηκώνεται ο ηλεκτρικός κιθαρίστας δηλαδή και να σολάρει με την έπαρση ενός RitchieBlackmoreή ενός TommyBolin. Αυτό το ανακάτεμα, αυτό το… νόθο πράγμα με είχε ενθουσιάσει τότε. Το γούσταρα περισσότερο από το πιο «πιστό» ελληνόφωνο rockτης εποχής (για το ’86 μιλάμε – Μπουλάς, Φατμέ, Πανούσης, Γιοκαρίνης και τέτοια… okυπήρχε και η αξιοσέβαστη Γενιά του Χάους ή η φοβερή Λευκή Συμφωνία), βρίσκοντας συγχρόνως κι ένα νέο νόημα σε ό,τι θα αποκαλούσα έκτοτε «ελληνικό, ελληνικότατο ροκ».Rockρε παιδί μου, ok, αλλά να μου θυμίζει και κάτι από Ελλάδα – και όχι μόνο στο στίχο και στη γλώσσα, αλλά ακόμη και στη μελωδία, στο ρεφρέν και τα κουπλέ. Το… «κι όμως δεν είχα δύναμη/ την πόρτα να σου κλείσω/ άνοιξα και τα χέρια μου/ γλυκά να σε κρατήσω»με τις πενιές του Άκη Τουρκογιώργη, το… «Ψυλλιάστηκα τα ζόρικα/ κι’ από μειοψηφία περνώ στην κατανάλωση κι εγώ»(στίχοι Τασούλα Θωμαΐδου), το εξαίρετο αλλά άγνωστο «Τον καιρό μου ηλεκτρίζεις» («Τα πόστα πιάνεις με πολιτικά εφφέ/ τις αντιρρήσεις μου με ροκ τις αφοπλίζεις»… και πάλι της Θωμαΐδου) με την φωνάρα της Χριστίνας Μαραγκόζη (που μου θύμιζε την Αλεξίου, αλλά στο πιο… σκυλέ, και γι’ αυτό την γούσταρα περισσότερο), μα ακόμη και το «Σχήμα λόγου» του Κώστα Τριπολίτη, που το ακούγαμε δίχως να καταλαβαίνουμε ακριβώς τι ήθελε να πει ο ποιητής, αφού «η περσινή μας η κοπέλα», για εμάς, φορούσε… «μαύρο νυχτικό» και όχι «μαύρο νυφικό»… και άλλα διάφορα. Επ, ξέχασα και το «Πάντα δραπέτης απ’ το όνειρο» σε στίχους του Σάκη Μπουλά – τι ωραίο τραγούδι κι αυτό!
Και όμως την μεγαλύτερη έκπληξη δεν την είχα νοιώσει ακόμη. Τούτη θα ερχόταν δύο χρόνια αργότερα (1988) με το LP«Τραγουδάμε Μαζί» (Βαρδής – Μαραγκόζη) και το πυρακτωμένο «Θα εκραγώ» (στίχοι Αντώνης Ανδρικάκης) που άνοιγε την δεύτερη πλευρά. Το κομμάτι αυτό ήταν στάνταρντ όχι μόνο στο κοσμικά λαϊκά μαγαζιά της εποχής, μα ακόμη και στα σκυλάδικα, με τους κιθαρίστες να το παίρνουν πάνω τους (λες και άκουγες τους… λαϊκο-μεταλλάδες Europe… στα πανηγύρια) και με τις τραγουδίστριες (γιατί περισσότερο γυναίκες το έλεγαν παρά άντρες) να το τεντώνουν όσο δεν πήγαινε άλλο με τις θυμιατισμένες αγριοφωνάρες τους. «Σε ποιον να μιλήσω, αλήθεια να πω/ τα μάτια να κλείσω, να ονειρευτώ./ Ανώνυμο θύμα κρυφής μηχανής,/ εκπέμπω ένα σήμα, μ’ ακούει κανείς;».
Ακούγοντας το «Θα εκραγώ» (καλή σου ώρα Αντώνη Βαρδή…), τους συγκεκριμένους στίχους, τις διαλυμένες ερμηνείες από λογιών-λογιών κορίτσια και κυρίως τις πίστες που καίγονταν (στην κυριολεξία) συνειδητοποίησα, τότε, στα 20 και κάτι μου, για πρώτη φορά στη ζωή μου, πως στον Έλληνα αν θέλεις να «μιλήσεις» –να του πεις κάτι βρε αδελφέ και να σκύψει να σ’ ακούσει, και όχι απλώς να γεμίσει το Ηρώδειο κοιτώντας την πανσέληνο ή να στοιβάζεται ο ένας πάνω στον άλλον στα εγχώρια ροκ κιβούρια βρίζοντας το… κατεστημένο– θα το επιχειρήσεις μόνο στον κατάλληλο τόπο με το «σωστό» ελληνικό τραγούδι. Απορώ πως ο… ΣΥΡΙΖΑ και η Monikaδεν το έχουν πάρει ακόμη χαμπάρι…

ΑΔΙΕΞΟΔΟ / ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ ένα split LP

$
0
0
Ήταν Μάιος 1984 όταν κυκλοφορεί σε κασέτα μια μαζεμένη δουλειά δύο αθηναϊκών punkγκρουπ, από ’κείνα που είχαν πρωτοστατήσει στην έκρηξη της σκηνής την διετία 1982-83 – των Αδιέξοδοκαι της Γενιάς του Χάους. Λίγους μήνες δηλαδή πριν την βινυλιακή «Διατάραξη Κοινής Ησυχίας», στην οποίαν ακούγονταν επίσης, τα δύο συγκροτήματα δοκίμαζαν τις δυνατότητές τους στο στούντιο (ηχογραφήσεις από τα τέλη του 1983) δίνοντας μια σειρά τραγουδιών, κάποια εκ των οποίων έμελλε να αποτελέσουν «σήματα κατατεθέντα» σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή τους. Αυτήν την εξαφανισμένη κασέτα, που τιτλοφορήθηκε «Καλή σας Όρεξη», επανεκδίδουν τώρα σε βινύλιο (1000 αντίτυπα) οι εταιρείες B-otherSideκαι Scarecrow, αναζωογονώντας εκείνες τις, όσο να ’ναι, πρωτόγονες ηχογραφήσεις, συμπληρώνοντας τις πλευρές και τα tracklistsμε μερικά ανάλογα κομμάτια από την ίδια πάνω-κάτω εποχή. Έτσι, η πρώτη πλευρά περιλαμβάνει τα πέντε τραγούδια των Αδιέξοδο που υπήρχαν στην κασέτα («Διπρόσωπα συστήματα», «Πόλεμος», «Χωρίς εκλογή», «Η μέρα με τους δύο ήλιους», «Το αδιέξοδο»), συν την «Απάθεια» (demo), συν τρία tracksαπό ένα liveστο Κύτταρο τον Απρίλιο του ’85 («Εξακρίβωση στοιχείων», «Απομόνωση», «Οικογένεια»), ενώ η δεύτερη πλευρά τα έξι τραγούδια της Γενιάς του Χάους («Επιθανάτιος ρόγχος», «Πόλεμος για ποιους;», «Μπασταρδοκρατία», «Εκκλησία-υποκρισία», «Ειρωνεία», «Φόρος αίματος»), συν δύο κομμάτια από ένα liveστα Γιάννενα τον Μάρτιο του ’85 («Πόλεμος για ποιους;», «Άγνωστος στρατιώτης»), συν ένα demoαπό το 1986 («Ξύπνα εργάτη»). Το αποτέλεσμα, όπως αντιλαμβάνεστε, δεν διασώζει απλώς κάτι που υπήρχε και το είχαν λίγοι, αλλά προσφέρει επιπλέον και επτά ανέκδοτα tracks. Όλα τούτα κλεισμένα σ’ έναν Α/Μ φάκελο, που περιέχει και δύο ένθετα με στίχους και φωτογραφίες (ένα 4σέλιδο στη γλώσσα μας κι ένα 2σέλιδο στην αγγλική).
Τόσο για το Αδιέξοδο, όσο και για την Γενιά του Χάους τα έχουμε ξαναπεί σχετικώς πρόσφατα (τον Σεπτέμβρη και τον Μάρτιο του ’13 αντιστοίχως) – και ειδικώς για την περίπτωση των Αδιέξοδο όσα είχα γράψει τότε, κολλάνε μια χαρά κι εδώ. Εκείνο που έχει σημασία δηλαδή ήταν… «η θέληση να ειπωθούν κάποια πράγματα, έξω απ’ τα δόντια, άτεχνα, όσο πια άτεχνα γινόταν, με σκοπό την έκφραση (όχι για την έκφραση). Οι Αδιέξοδο είχαν αγαθές προθέσεις. Δεν έφτυσαν, για να τα μαζέψουν μετά. Δεν καταφέρθηκαν, για να τα πάρουν πίσω. Υπερασπίστηκαν μία αναρχοπάνκ προβληματική χώνοντάς τα στις κοινωνικές τάξεις (αστική και μικροαστική βασικά), στην οικογένεια, στην αστυνομία, στην υψηλή τέχνη, στα κόμματα, στην Εκκλησία, στην διεθνή πολιτική και τις κούρσες των εξοπλισμών λέγοντας τα πράγματα έτσι όπως τα έβλεπαν, δίχως φιοριτούρες και μισόλογα». Το τραγούδι τους «Η μέρα με τους δύο ήλιους» (για την... επόμενη πυρηνική μέρα ο τίτλος), είναι ένα από τα πιο ουσιαστικά των Αδιέξοδο και το γεγονός πως καταγράφεται εδώ (για πρώτη φορά σε βινύλιο) ανεβάζει και την αξία του splitLP. Αλλά και το φερώνυμο «Αδιέξοδο» είναι δυναμίτης, και οπωσδήποτε ένα από τα πιο σπινθηροβόλα της διαδρομής τους.
Τα ίδια ισχύουν και για την Γενιά του Χάους. Έχω γράψει και παλαιότερα στο δισκορυχείονπως το συγκρότημα αυτό (μην λέω συνεχώς… κατά τη γνώμη μου) έδωσε το ένα από τα δύο πιο ώριμα LPτου ελληνικού punk (για ’κείνο του 1986 ο λόγος), αλλά και γενικότερα η Γενιά του Χάους ήταν η μπάντα που δεν μπορούσες εύκολα να την αγνοήσεις – ακόμη και αν δεν ήσουν θιασώτης του punk. Τούτο, δε, το αποδεικνύουν και σ’ αυτές τις πολύ πρώιμες εγγραφές τους (από τον Νοέμβριο του ’83), δείχνοντας χαρακτήρα με τον «Επιθανάτιο ρόγχο» και την «Μπασταρδοκρατία» (κομμάτια που αποτέλεσαν highlightsτου ρεπερτορίου τους). Η πραγματική έκπληξη, όμως, αυτού του LP, είναι το τελευταίο κομμάτι της πλευράς, το «Ξύπνα εργάτη» (ένα demoαπό τον Μάρτιο του ’86), που φανερώνει για ακόμη μία φορά την «άποψη» και το «στυλ» που κόμιζε το συγκεκριμένο γκρουπ. Παρότι το ιδεολογικό κομμάτι του τραγουδιού (σχετικό με την αφύπνιση της εργατικής τάξης) είναι ευάλωτο σε κριτική από τ’ αριστερά (ακόμη και μέσα στο αναρχικό κίνημα – από τον Proudhon ας πούμε, μέχρι τον Μπακούνιν και τον Κροπότκιν υπάρχει μεγάλη απόσταση) το συνολικό αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Το «Ξύπνα εργάτη» είναι σίγουρα ένα από τα… ωραιότερα punkτραγούδια, που ηχογραφήθηκαν ποτέ στον τόπο μας.

PATOIS RECORDS τρία CD

$
0
0
Αμερικανική εταιρεία από το SanFrancisco, η PatoisRecordsτου αφροαμερικανού τρομπονίστα WayneWallaceαναπτύσσει έναν κατάλογο προσανατολισμένο θα έλεγα προς το γενικότερο latin, χωρίς να απολείπουν και οι «ιδιαιτερότητες». Ας ρίξουμε μια ματιά στις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες της…
MITCHSHINERandtheBLOOMINGTONESBIGBAND: Fly! [Patois, 2014]
Latinλοιπόν, αλλά και κάτι παραπάνω, από την μπάντα του ντράμερ, βιμπραφωνίστα και περκασιονίστα MitchShinerαπό το Milwaukee. Να τι λέει χαρακτηριστικώς ο WayneWallaceγια την περίπτωσή του: «Ο Mitchείναιτο σωστό/τυπικό δείγμα της γενιάς τωννέων μουσικών. Αγκαλιάζειτην παράδοσηκαιμαθαίνει απ’ αυτήν, έχοντας ταυτοχρόνως στενή επαφήμετημουσικήτουσήμερα. Τούτο επιτυγχάνεταιμε κάθε τι που του παρέχεται, διατηρώνταςτηνεπιθυμίαναβελτιώνεταικαι να μαθαίνεινέαπράγματααπ’όλα τα στυλτηςμουσικής. Η συνεργασίαμαζί τουγι’αυτό το έργοήτανμιαχαρά! ΗBloomingTonesείναιμιαταλαντούχαομάδα18ανθρώπων που σουινγκάρει σκληρά. Άκουσαγια πρώτη φορά αυτή την μπάντα τον Αύγουστοτου 2013 καιείχεεντυπωσιαστείμετην μουσικότητακαι τον επαγγελματισμό των μελών της, καθώς αποτελείται από ταλαντούχους σολίστες και οργανοπαίκτες». Δεν έχω να προσθέσω κάτι σε όσα τονίζει ο παραγωγός και τρομπονίστας (σε δύο tracks) της BloomingTonesBigBand, πρέπει όμως να διευκρινίσω ορισμένα ζητήματα, γιατί εδώ έχουμε, πράγματι, κάτι ξεχωριστό.
Από τις δέκα συνθέσεις του CDοι μισές είναι του Shinerκαι οι άλλες μισές περισσότερο ή λιγότερο στάνταρντ (το “When you wish upon a star” των LeighHarlineκαι NedWashingtonαπό τονPinocchioτου WaltDisney, το “Raindropskeepfallingonmyhead” του BurtBacharach, το “Brothertobrother” του GinoVannelli). Εκείνες όμως που εντυπωσιάζουν δεν είναι αναγκαστικώς οι διασκευές (το “Brothertobrother” που παραμένει τραγούδι είναι άπαιχτο, αφού οικοδομεί ένα lounge-crimeκλίμα, όχι μακριά από τα σχετικά OSTsτων sixties), όσο το πρωτότυπο υλικό, που αποδεικνύει το πολύπλευρο ταλέντο του Shinerστη σύνθεση, στο γενικότερο πρόσταγμα, αλλά και στον χειρισμό του drumset. Για παράδειγμα το εισαγωγικό “DragonExpress” έχει κάτι από το driveτου modernswingingτων ανατολικο-ευρωπαϊκών ορχηστρών των 70s, με συνεχή breaks, εναλλαγές στα tempi, στιβαρή ρυθμική γραμμή και «απλωμένο» drumming, που εκμεταλλεύεται ακόμη και την «μπότα». Στο “WreckingballOggunoShiner«διαλύει» το hitτης MileyCyrusμετατρέποντάς το σ’ ένα afro-cubantrackμε πατημένο σόλο στο τενόρο από τον MattRoehrich, ενώ στο φερώνυμο “Fly” το swingingείναι ντελικάτο (με εκρήξεις) και κάποια popχάρη, με ωραία ενταγμένα «στιγμιότυπα» από κιθάρα, τρομπέτα και σοπράνο. Το “6:20 shuffle” δεν χωρά αμφιβολία πως είναι ένα trackδυναμίτης. Χορευτικός δυναμίτης εννοώ, με άπιαστο grooveκαι με τον Shinerνα παίρνει πάνω του ακόμη και τα soli. Αλλά και το “Malibujump” δεν στερείται… κινητικότητας, πόσω μάλλον όταν η… Ellington-ια διαχείριση το μετατρέπει σ’ ένα εξωφρενικό track, με τους BloomingTonesνα τα «χώνουν» σε τρομπέτα, τρομπόνι, πιάνο κ.λπ.
ΤoFly!” είναι ένα θαυμάσιο, ένα απολύτως ευχάριστο CDπου μπορεί να το απολαύσουν απαξάπαντες. Όχι μόνον οι τζαζόφιλοι, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι. 
RITMOS UNIDOS: Ritmos Unidos [Patois, 2014]
Τίτλος γκρουπ και CD, εταιρεία, και ακόμη η ποικιλία κρουστών που χειρίζονται οι μουσικοί που συμμετέχουν στην ηχογράφηση, άπαντα σε οδηγούν να υποθέσεις πως εδώ έχουμε, το λιγότερο, έναlatin-jazzάλμπουμ, από ’κείνα που συνηθίζεται να παράγονται τα τελευταία 60 και βάλε χρόνια στην Δυτική Ακτή (SanFrancisco). Και όντως. Οι RitmosUnidosκαι με το δεύτερο CDτους (είχε προηγηθεί το 2012 το “¡Funklorico!”) φαίνεται πως έχουν όλα εκείνα τα τυπικά προσόντα ώστε σύντομα να αναδειχθούν σ’ ένα toplatin-jazzδεδομένο, σπέρνοντας στο πέρασμά τους μοναδικό χορευτικό πανικό. Οκταμελείς, υπό τον διακεκριμένο περκασιονίστα (congas, batá, handpercussion) MikeSpiro, αλλά και με τριάδα ξεχωριστών guestsπαρά το πλευρό τους (ανάμεσα και ο ιδιοκτήτης της Patois, ο τρομπονίστας WayneWallace), οι RitmosUnidosείναι βασικά μία allaroundlatinμπάντα, αφού οι σχετικές αναφορές τους είναι ποικίλες (και όχι μόνον κουβανικές). Βεβαίως, το cubanκομμάτι είναι και βασικό και ισχυρό, αλλά εξ ίσου φανερά είναι και τα ηχοχρώματα από το Trinidad (calypso) ή τον Άγιο Δομίνικο (merengue). Αν σε όλα αυτά προσθέσεις το κουβανικό πανόραμα, την νεοϋορκέζικη salsa, αλλά και την κλασική ας-την-πω-έτσι jazz (του WesMontgomeryή του WayneShorter) τότε αντιλαμβάνεστε με τι ακριβώς έχουμε, εδώ, να κάνουμε.
Το άλμπουμ ανοίγει με το φερώνυμο “Ritmosunidos” των WayneWallaceκαι MikeSpiros, ένα θαυμάσιο latin-jazztrack, με περιγραφικά πλήκτρα από τον JamaalBaptiste, δυναμικό πνευστό τμήμα και τρεις κρουστούς σε… παραλήρημα. Το επόμενο κομμάτι είναι η τριμερής σουίτα “Ochun”. Ένας διάλογος ανάμεσα στα batá ντραμς και το πιάνο για εισαγωγή, για να ακολουθήσει το κυρίως 9λεπτο «πιάτο» (ένας συνδυασμός latin-jazzκαι salsa) πριν το κλείσιμο σε πιο afro-cubanκαταστάσεις (iyesá). Τα “Roadsong” (Wes) και “Waterbabies” (Wayne) είναι χάρμα –αμφότερα με καθαρό cubanbackground– με τα δύο τελευταία tracks, το “Narivaalamanecer” και το “Panrising” να κινούνται σε καραϊβικά exoticaπεριβάλλοντα και με την marimbaτου KevinBoboνα πρωταγωνιστεί.
Απλώς, ένα έξοχο CD.
VARIOUS: Salsa de la Bahia Vol.2, Hoy Y Ayer [Patois, 2014]
Πέρυσι, περίπου τέτοια εποχή, είχα γράψει για το 2CDSalsadelaBahia/ ACollectionofSFBayAreaSalsaandLatinJazz, Vol.1” [Patois, 2013] σημειώνοντας (το γνωστό τοις πάσι) πως στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ (και όχι μόνο στην Ανατολική) ήδη από τη δεκαετία του ’50 αρχίζει να αναπτύσσεται μία πολύ σοβαρή latinκαι latin-jazzσκηνή. Κυρίως στην SanFranciscoBayArea, που αποτέλεσε ορμητήριο για τον CalTjader, αλλά και για διαφόρους άλλους οργανοπαίκτες που στάθηκαν δίπλα στον διακεκριμένο βιμπραφωνίστα εκείνα τα παλαιά χρόνια (BayardoVelarde, ArmandoPeraza, MongoSantamaria, WillieBoboκ.ά.). Να υπενθυμίσω, και εδώ, πως ένα από τα άλμπουμ-εμβλήματα της latinjazzστα fifties, το περίφημο “MambowithTjader” του CalTjadersModernMamboQuintet, κυκλοφόρησε το 1954 στην Fantasyτου SanFrancisco, και πως δίπλα στον Tjaderείχαν συνταχθεί οι EdgardRosalescongas, ManuelDuranπιάνο, CarlosDuranμπάσο και BayardoVelardetimbales. Γεννημένος εκείνη περίπου την εποχή (1952) στην ίδια πόλη, ο WayneWallaceμεγάλωσε, έζησε και ζει με την latinμουσική, επιχειρώντας να προβάλλει όχι μόνο το σύγχρονο πρόσωπό της αλλά και την ιστορία του ήχου που αγαπάει μέσα από ποικίλες κυκλοφορίες τής PatoisRecords
Προσφάτως, ο Wallaceσυνεργάστηκε με την RitaHargrave, μία φανατική salseraκαι «ψυχή» πίσω από το ντοκυμαντέρ TheLastMambo, επιμελούμενος το σχετικό soundtrack(ένα ντοκιμαντέρ που καθυστέρησε να ολοκληρωθεί, αφού θα είναι έτοιμο μέσα στο 2015). Έτσι, και σε παράλληλη κατεύθυνση με την ταινία, οι δίσκοι, τα CD, έρχονται να προβάλλουν το σημερινό (και λίγο παλαιότερο) latinδυναμικό της περιοχής, μέσω της σειράς “SalsadelaBahia”, που φθάνει αισίως στον δεύτερο τόμος της. Αν στο Vol.1 προβλήθηκαν γκρουπ και καλλιτέχνες που έδρασαν στο διάστημα 2000-2010 (τα κάπως πιο νέα ονόματα δηλαδή), στο Vol.2 καταγράφονται ακόμη πιο καινούριες μπάντες (της τελευταίας τετραετίας δηλαδή), αλλά και ιστορικά σχήματα από τα χρόνια του ’80 και του ’90, που πήραν πρώτα τη σκυτάλη από τους πατέρες του είδους (OrquestaBatachanga, LosKimbos 90’sκ.ά.). Το αποτέλεσμα δεν περιγράφεται. Και το… «δεν περιγράφεται» δεν είναι σχήμα λόγου, αλλά κυριολεξία. Δεν μπορεί να υπάρξει περιγραφή δηλαδή σ’ ένα CD, που δυνητικά πρώτα το χορεύεις, διαλυόμενος στην πίστα (μιαν αληθινή ή έστω του… δωματίου σου), κι ύστερα βάζεις κάτω το κεφάλι σου, ώστε να γράψεις λίγα λόγια. Φοβερά κομμάτια, από γνωστά, λιγότερο γνωστά ή και άγνωστα ονόματα, όπως τα παρακάτω… Pacific Mambo Orchestra, Wayne Wallace Latin Jazz Quintet, Estrellas de la Bahia, Azabache, Bobi Céspedes, Los Kimbos 90’s, Pete Escovedo, Ritmo Y Candela, Rico Pabón, Batachanga, Roger Glenn, Kat Parra, La Mixta Criolla, Tanaora, Carlos Federico... που δεν μπορεί ν’αφήσουν κανέναν ασυγκίνητο.

HARRY SMITH μία προσωπικότητα του underground

$
0
0
Πριν μερικά χρόνια (2010) μου είχε ζητηθεί από το περιοδικό Sonikνα συμμετάσχω στην έκδοση «100 rock icons», γράφοντας λίγα λόγια (150-200 λέξεις) για ένα πρόσωπο της δικής μου επιλογής, που να είχε παίξει όμως ένα σημαντικό ρόλο στην πορεία της rock μουσικής. Είχα σκεφθεί, αυτομάτως σχεδόν, να αναφερθώ σε κάποιον που να μην είναι μουσικός, θέλοντας να συνδέσω το rock και με άλλες καταστάσεις, με την λογοτεχνία ας πούμε, την ποίηση, το σινεμά κ.λπ. Το πρώτο πρόσωπο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ο Allen Ginsberg… Επειδή όμως σκέφθηκα πως κάποιος άλλος θα μπορούσε να γράψει για ’κείνον (τελικά δεν έγραψε κανείς), είπα να συντάξω λίγες λέξεις για τον Harry Smith (1923-1991), έναν επίσης σημαντικό δημιουργό που επηρέασε με το έργο του όχι μόνο το rock, αλλά και ποικίλες άλλες τέχνες.

Η συνέχεια εδώ… http://www.lifo.gr/team/music/51136

τα… απαγορευμένα (μίνι και μακριά μαλλιά)

$
0
0
Βρε βρε τι ανακαλύπτει κανείς στα έγκατα του YouTube... Εκεί που δεν πάει χέρι ανθρώπου… Τραγουδάριον λαϊκοδημοτικόν υπό τον τίτλο «Μίνι μόδα», αποδιδόμενο από κάποιον Σπύρο Παπουτσή και τυπωμένο σε ετικέτα ΑYRA. Πότε; Προφανώς όταν το μίνι έδινε κι έπαιρνε στο ντύσιμο των γυναικών στα τέλη του ’60, στο θέατρο και τον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και τα περιοδικά και πάνω απ’ όλα στις λαϊκές γειτονιές, στους δρόμους, στα κομμωτήρια και τις μπυραρίες της εποχής. «Μίνι μόδα μη μας φύγεις και σε χάσουμε/ μείνε ακόμα, μείνε κι άλλο να σε χορτάσουμε»άδει ο Παπουτσής, εκφράζοντας την… κοινή απαίτηση και το μέσο γούστο.
Το επόμενο τραγουδάκι είναι κι αυτό της ίδιας... ιστορικής περιόδου, και εν αντιθέσει με το «Μίνι μόδα» είναι λαϊκοπόπ, απενοχοποιώντας, τώρα, το μακρύ μαλλί. Έχει τίτλο «Κι’ αν σε φωνάζουνε μακρυμάλλη», τραγουδά η Βίλλυ Κοσμάτου (συνοδεύει ο Απόστολος Καββαδίας) και τυπώθηκε σ’ ένα 45άρι της Pan-Vox [PAN6415] το 1972. Στην εκπομπή της ΝΕΡΙΤ για την Εισβολή του Ροκ Εντ Ρολείχαμε ακούσει τον Δημήτρη Πολύτιμο να λέει πως όταν τον ρωτούσαν (όχι φυσικά το 1956, αλλά το... 1970)… «γιατί έχετε μακριά μαλλιά;», εκείνος απαντούσε… «μα κι ο Χριστός είχε μακριά μαλλιά». Εκτός όμως από την… Θρησκεία και η… Πατρίς θα μπορούσε να δώσει μακρυμάλλικα πρότυπα, καθότι όπως τραγουδά και η Κοσμάτου… «Κι αν σε φωνάζουν μακρυμάλλη, δεν σε αλλάζω μ’ άλλη καρδιά/ και τα παιδιά του ’21 είχαν κι αυτά μαλλιά»
Εν τω μεταξύ γέμισε με λόγια-τρίχες κι η Θεσσαλονίκη. Τέσσερις χιλιάδες ματατζήδες ας βάλουν ένα χεράκι να καθαρίσει η πόλη…
 

GRAND FATILLA ένα παγκόσμιο ανακάτεμα

$
0
0
Δεν ξέρω τι μπορεί να υπονοεί ο τίτλος του άλμπουμ –πιθανώς τα πάντα!– εκείνο που ξέρω είναι πως το GlobalShuffle [GrandFatillaRecords, 2014]των Grand Fatillaείναι ένα τυπικό (και πολύ ενδιαφέρον) ethnicCD, που μοιάζει να βγαίνει κατ’ ευθείαν από την… παλαιά καλή εποχή (εννοώ την δεκαετία του ’90, την δεκαετία του ethnicξεσαλώματος και των «μουσικών του κόσμου» – είναι πρόσφατα τα γεγονότα, τα ζήσαμε και τα θυμόμαστε). Επειδή όμως η μουσική και κυρίως οι μουσικοί δεν… χορεύουν πάντα κατά πώς βαράει το ντέφι, δεν είναι δηλαδή μόνιμα έρμαια των εμπόρων-παραγωγών και των λογής-λογής… γκλομπαλιστών, έχουν τον τρόπο να αποδεικνύουν και να προβάλλουν τις «αγάπες» τους, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου – σήμερα ας πούμε, στην Βοστώνη και την Νέα Υόρκη του 2014. Έτσι, δύο Ιταλοί (RobertoCassanακορντεόν, FabioPirozzoloκρουστά, φωνή), ένας Καναδός με κελτική καταγωγή (MattGloverηλεκτρικό μαντολίνο) κι ένας Αμερικανός (MikeRivardκοντραπάσο και sintir– το sintirείναι τρίχορδο, μαροκινό, μπάσο λαούτο) συνασπίζονται κάτω από το όνομα GrandFatilla, προκειμένου να παρουσιάσουν ένα ρεπερτόριο (πρωτότυπο και παραδοσιακό), που ηχητικώς δεν ακούγεται οικείο μόνον στους Ιταλούς, τους Σκοπιανούς ή τους Βούλγαρους, αλλά και σ’ εμάς τους Έλληνες. Οι χόρες π.χ. από το Sandanskiτης Βουλγαρίας (εκεί λίγο πιο πάνω από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα), ή και το “Ciganskooro”, μοιάζει να βγαίνουν κατ’ ευθείαν από αυθεντικά μακεδονίτικα πανηγύρια (Φλώρινα, Πέλλα και τέτοια, αντιλαμβάνεστε τι λέω). Αφήνω δηλαδή το γεγονός πως το ηλεκτρικό μαντολίνο του Gloverηχεί ενίοτε παραπλήσια προς το κλασικό ηλεκτρικό μπουζούκι – οπότε, και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το… τσιφτετέλι πάει σύννεφο.
Έτσι λοιπόν, από την μια μεριά, μπορεί το “GlobalShuffle” να αποκτά ένα χρώμα μέσω των παραδοσιακών σκοπών, που δεν είναι μόνον ασύμμετροι βουλγαρικοί αλλά και ιταλικοί (“Allacarpinese”, “SouthernItalianmedley”), ή να φανερώνει τα αισθητικά όριά του μέσα από τις versionsστα “Bebe” και “Littlechurch” του HermetoPascoalή στο “Fracanapa” του AstorPiazzolla, θα είναι όμως πάντα οι πρωτότυπες συνθέσεις που θα αποδεικνύουν πως στο γκρουπ γίνεται σοβαρή δουλειά από μουσικούς που δεν είναι χθεσινοί (όποιος ρίξει μια ματιά στην δισκογραφία του MikeRivardπ.χ. θα πάθει πλάκα, αφού έχει συμμετάσχει σε περισσότερα από 100 άλμπουμ από το 1986 και μετά) και που γνωρίζουν τον τρόπο να αποδώσουν τους ήχους του κόσμου (της γειτονιάς μας, της βορείου Αφρικής, αλλά και του ευρύτερου οριενταλισμού) με έμπνευση και πάθος. Προς τούτο μαρτυρούν το “Fiveofswords” με τον Rivardνα παίζει παπάδες στο sintir, αλλά και οι τρεις συνθέσεις του Cassan, το “Domenie” (Κυριακήδηλαδή στην διάλεκτο του Friuli) με το ακορντεόν να πρωταγωνιστεί σε μια σύνθεση… πανηγυρικού χαρακτήρα, το ήπιο… ακουστικό, όσο και μελωδικότατο “MilongaparaLucia” που χρωστά στην αργεντίνικη milonga, αποτίνοντας συγχρόνως φόρο τιμής στoAlle prese con una verde milonga” του PaoloConteκαι βεβαίως το “Corrente” ένα βαλς, που συνταιριάζει ποικίλα τέτοια στοιχεία (γαλλικά, ιταλικά ή και νοτιοαμερικανικά), κατακρατώντας κάτι από την πλεονάζουσα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, νοσταλγία (υπάρχει μέτρο εννοώ και αυτό… μετράει).
Το σίγουρο είναι ένα. Οι GrandFatillaείναι ένα γκρουπ που μπορεί να κάνει την διαφορά, επειδή έχει «ανοικτό», αλλά κατασταλαγμένο ρεπερτόριο, διαθέτοντας, συγχρόνως, μια τετράδα μουσικών ικανή για πολλά πράγματα. Θα τα δούμε και στο μέλλον θέλω να λέω…
Viewing all 5018 articles
Browse latest View live