Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5018 articles
Browse latest View live

το ethnic-punk των SLEEPIN PILLOW

$
0
0
Μία πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση ελληνικού συγκροτήματος. Το λέω τώρα, με την αφορμή, επειδή δεν έχω ασχοληθεί ξανά (και σε βάθος) με την περίπτωσή τους. Φρόντισα, λοιπόν και άκουσα τις προηγούμενες δουλειές των Θεσσαλονικέων SleepinPillow (το “ApplesonanΟrangeΤree” του 2008 και το “Supermansblues” του 2010) κι έτσι… και με τοworldisoveritstimeforanewoneστο πλατώ… νομίζω πως έχω μια πιο ολοκληρωμένη γνώμη σε σχέση με το τι έχουν καταφέρει μέχρι τώρα. Εδώ, βεβαίως, θα γράψω λίγα λόγια για το τελευταίο πόνημά τους στηνSmash, αλλά όσα έχω συμπεράνει από τις γενικότερες ακροάσεις των ημερών δεν θα μ’ αφήσουν ανεπηρέαστο.
Οι SleepinPillowείναι ένα εξαμελές συγκρότημα αποτελούμενο εκ των Nomikφωνή, AishaSamaμπάσο, Rispaκιθάρες, Antoineπλήκτρα, κιθάρες, NickJacquelineγκάιντες, κρουστά, μπουζούκι και TheSkinmanντραμς… και δεν το κρύβω πως με παραξενεύει το γεγονός των αγγλικών παρωνυμιών, όταν το σχήμα έχει πολλά και καλοβαλμένα ethnicστοιχεία στις μουσικές του (και ελληνικά μεταξύ άλλων). Δεν πρόκειται δηλαδή για κάποιο γκρουπ, που θα μπορούσες να το μπερδέψεις, σώνει και καλά, με εγγλέζικο ή αμερικάνικο. Τέλος πάντων, αυτά δεν έχουν και τόσο σημασία, από τη στιγμή κατά την οποίαν το υλικό του… βαρέως βινυλίου, είναι εντυπωσιακό. Και είναι εντυπωσιακό κατά πρώτον από τεχνικής πλευράς. Η ηχογράφηση σκίζει, με τα κομμάτια (στούντιο, demoκαι live) να κρατούν πολύ ψηλά τον πήχυ. Το λέω, καθότι δεν μπορώ να σκεφθώ άλλο ελληνικό γκρουπ, που να ενώνει με τόσο δημιουργικό τρόπο το rockτης μονοτονίας και της ψυχεδελικής αποκοπής, με τις παραδοσιακές νύξεις και τα ανάλογα ηχοχρώματα. (Ναι, ήταν κάποτε οι Εν Πλώ, μόνο που εκείνοι μας έχουν αφήσει από 25ετίας, τραγουδούσαν στην ελληνική και ήταν λιγότερο περιπετειώδεις στις ενοργανώσεις τους).
Και τα οκτώ κομμάτια του άλμπουμ, ηχογραφημένα σε διαφορετικές sessions (3-8/2013 τα στούντιο, 9/2013 τα liveστη Μονή Λαζαριστών, ενώ δεν αναφέρονται στοιχεία για τo demo) είναι το ένα καλύτερο από τ’ άλλο, με τα στιχάκια να περιγράφουν ποικίλες εκφάνσεις του έρωτα, μέσα σ’ ένα κλίμα κάπως υπερβατικό και μυστικιστικό. Με τα μπάσα να βροντάνε και τις dub-ιές των ντραμς να δίνουν και να παίρνουν στο εναρκτήριο “Bringthesunback”, με την μετρονομημένη καταιγίδα του “DigitalBabylon” να ξεσηκώνει, με την πάνκικη στοναρισμένη ορμή του “December” να σε καρφώνει στο πάτωμα και με το αισθησιακό “Worldisover” να ψάχνει την popμέσα από τους… νταϊρέδες, η πρώτη πλευρά δεν μπορεί να είναι κάτι λιγότερο από άριστη. Ακόμη… πιο άριστη είναι όμως η SideB, με το γνωστό σε όποιους από το “ApplesonanΟrangeΤree” του 2008Instrumentoftime” ν’ ακούγεται εντελώς προχωρημένο ανακαλώντας στην μνήμη μου το ethnic-punkτων Embryoή του RomanBunka, και με το καταπληκτικό “Tunaloon” να ρίχνει στ’ αυτιά στους BabaZulaκαι σε όλο το σύγχρονο anadolurock. Το “TheBlackSea (live)” αναπτυγμένο στο ίδιο… οθωμανικό περιβάλλον είναι φοβερό, με τις κιθάρες και το νέι(;) να οδηγούν το τραγούδι σε μαγικές ψυχεδελικές κατευθύνσεις, λίγο πριν το έσχατο “Holymonster” κλείσει όπως πρέπει τούτη τη… δισκογραφική γιορτή. Τι άλλο;
Ελπίζω οι 320 κόπιες να αποδειχθούν πολύ λίγες για μια γκρουπάρα σαν κι αυτή.

WHAT THE FUNK… τέλος πάντων;

$
0
0
Η μαύρη μουσική στα πολλά και διαφορετικά πρόσωπά της (funk, reggae, hip-hop, afro, blues…) είναι το ζητούμενο στο πρώτο LPτων WhattheFunkπου έχει τίτλο InI [JustBands.gr/ Gorilla 11/ StudioPazl, 2014], μιας μπάντας που θέλει να αποτελέσει ένα κάποιο αντίπαλο δέος στο –λέω εγώ– «είμαι ωραίος, περνάω καλά» τού... αριστεροτάχα-χαβαλέ (εγχώριου και ξένου). Γκρουπ πακτωμένο στα της αθηναϊκής πραγματικότητας, με καθημερινό ελληνικό (και αγγλικό) λόγο που άγεται από την πολιτική-κοινωνική κατάσταση (και που καλό θα ήταν να τον διαβάζαμε τυπωμένο σ’ ένα ένθετο, επειδή δεν αποκρυπτογραφείται πάντα και στην ολότητά του κατά την διάρκεια της ακρόασης), οι WhattheFunkείναι η μπάντα που μπορεί να ταρακουνήσει δια του ήχου και –γιατί όχι;– δια του στίχου της την εγχώρια σκηνή. Αποδίδοντας μια (μαύρη) μουσική, που πάντα θα διατηρεί γύρω της και εντός της τα στοιχεία της εξωστρέφειας, του χορού και του κεφιού, τούτοι οι τύποι δεν μένουν μόνο στα όποια «εύκολα» επιφανειακά χαρακτηριστικά, αλλά επιχειρούν να βγάλουν στoφως (καμμιά φορά και στο σκοτάδι…) έναν λόγο… ρομαντικά επαναστατικό, παίζοντας με τους ρυθμούς και τις μελωδίες, φτιάχνοντας κομμάτια που θα μπορούσε να αφορούν σε μια μεγάλη γκάμα ακροατών – από ’κείνους που γούσταραν ή γουστάρουν τους παλιούς καλούς Φατμέ π.χ. («Πουτάνα Αθήνα») ή το groovyhip-hopτων BeastieBoysκαι των ErikB. & Rakim (“Whatthefunk”), μέχρι όσους... αντιλαμβάνονται την δημιουργική τρέλα καλλιτεχνών όπως ο Τζαμαϊκανός Dillingerή ο Ζωρζ Πιλαλί (ο οποίος παρευρίσκεται και στο έσχατο βαρύ και θορυβώδες hip-hopw/enoiz”). Υπάρχουν τραγούδια σκληρά στο ρεπερτόριο των WhattheFunk (όπως το drugsongJoy”), αλλά και θεραπευτικά tracksόπως το “Afro” (με τις ωραία τοποθετημένες afrobeatαναφορές) ή το αργόσυρτο και κάπως dub-οειδές «Τα ομορφότερα όνειρα», τα οποία καλύπτουν διαφορετικά γούστα (όπως προείπα) που μπορεί να ενωθούν, όμως, κάτω από μία γενική αισθητική γραμμή (η οποία υπάρχει και είναι σαφής).
Οι WhattheFunk(DimitrakisRamoneφωνή, κιθάρα, Βαγγέλης Πούλος κιθάρα, φωνή, Γρηγόρης Ζαμπέλης μπάσο φωνή, Δημήτρης Κογιάννης κιθάρα, κρουστά, Νίκος Κουτάντος ντραμς) και οι φίλοι τους (Ζωρζ Πιλαλί, Νικήτας Κλιντ, Felipe, WorldtheMouth) που συμμετείχαν στην ηχογράφηση δημιούργησαν ένα πολύ ζωντανό, όπως και ουσιαστικό συνάμα, LPκαταφέρνοντας να ισορροπήσουν ανάμεσα σε μιαν εξωτερική εκφραστική τραχύτητα και στη «δουλεμένη» εσωτερική ευαισθησία τους.

τζαζ των δύο, των τριών και των τεσσάρων

$
0
0
Ένα ντουέτο, ένα τρίο κι ένα κουαρτέτο σε τωρινές και κυρίως ιδιαίτερες (αμερικανικές) τζαζ εγγραφές.
JEFF COLELLA, PUTTER SMITH: Lotus Blossom [American Jazz Institute/ Capri, 2014]
Τζαζ μουσική από ή για… πιάνο και μπάσο είναι το περιεχόμενο του CDLotusBlossom”, που δανείζεται τον τίτλο του από την φερώνυμη σύνθεση του BillyStrayhorn. Ο πιανίστας είναι ο JeffColella (γνωστός, ίσως, από την μακρόχρονη συνεργασία του με τον LouRawls, αλλά και από τις εμφανίσεις του δίπλα στις DianeSchurr, DollyParton, ShielaJordanόπως και σε πάμπολλες άλλες και άλλους), ενώ ο μπασίστας είναι ο 73χρονος PutterSmithπεριστασιακός ηθοποιός (οι φίλοι των πρακτορικών ταινιών θα τον θυμούνται ως… δολοφόνο Mr. Kiddστο τζεϊμσμποντικό Diamonds Are Forever του 1971) και βεβαίως μουσικός, που στάθηκε δίπλα στους AlanBroadbent, MoseAllisonκ.ά. Οι δυο τους θα συνεργαστούν με κλειστά μάτια στο παρόν δισκάκι, το οποίον, ως ατμόσφαιρα, χρωστά πολλά θα έλεγα στον BillEvans. Δεν είναι μόνον το “Timeremembered” (του Evans) που απλώς προοιωνίζει κάτι τέτοιο, είναι και τα κομμάτια (άλλων) που υποστήριζε στα liveκαι την δισκογραφία ο θρύλος-πιανίστας –όπως το “Youmustbelieveinspring” του MichelLegrandή το “Allblues” του MilesDavis (ως γνωστόν ο Evansήταν ο πρώτος πιανιστικός διδάξας του ιστορικού κομματιού)–, τα οποία και καθορίζουν την συνολικότερη ατμόσφαιρα της ηχογράφησης.
Οι χαμηλοί τόνοι, ο λυρισμός, ο συγκρατημένος αυτοσχεδιασμός και περαιτέρω η οικοδόμηση μιας χαλαρής, αλλά όχι υποτονικής, ατμόσφαιρας που αναδύεται μέσα από τα ποικίλα στάνταρντ και τις πρωτότυπες συνθέσεις είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας των δύο μουσικών, οι οποίοι δίνουν ξανά ζωή σ’ ένα οργανικό σχήμα, που αν και δεν είναι καθημερινό, έχει γράψει κι αυτό την ιστορία του – θυμάμαι το πρόσφατο “Jasmine” (2010) των KeithJarrett/ CharlieHadenστην ECMή το λίγο παλαιότερο “StealAway” [Verve, 1995] των CharlieHaden(ξανά) και HankJones. Κάπως έτσι απολαμβάνουμε τις «καθαρές» μελωδικές γραμμές τού “Theverythoughtofyou” (RayNoble) και βεβαίως το πολυαγαπημένο “Youmustbelieveinspring”, σε τούτη την κάπως «ανοιγμένη» 9λεπτη, αλλά, σε κάθε περίπτωση, συναρπαστική εκδοχή του.
ADAMSCHROEDER: Lets [Capri, 2014]
Παρότι ο βαρυτονίστας AdamSchroederέχει μια εικοσαετία στα μουσικά πράγματα, έχοντας σταθεί δίπλα στους RayCharles, ClarkTerry, DianaKrall, Sting, ChrisBottiκ.ά., εντούτοις δεν έχει ακόμη εκείνη την προσωπική δισκογραφία που θα τον ανεδείκνυε σε σταρ (του οργάνου) – ο χρόνος, όμως, κυλάει για πάρτη του. Το “Lets” [Capri, 2014] είναι μόλις το δεύτερο προσωπικό CDτου (είχε προϋπάρξει το “AHandfulofStars” επίσης στην Capriτο 2010) κι εκείνο που θα διατρανώσει το ταλέντο του στο φύσημα της μεγάλης κόρνας!
Το βαρύτονο σαξόφωνο, ένα όργανο το οποίον ανέδειξαν μουσικοί της κλάσης ενός GerryMulligan, ενός PepperAdamsκαι ενός GarySmulyan(τα πιο πρόσφατα χρόνια) βρίσκει στο πρόσωπο του Schroederέναν καινούριο παικταρά, τον άνθρωπο που μεταφέρει τα heavysaxvibesστο τώρα. Ο Schroederδεν είναι απλώς και μόνον ένας βιρτουόζος του οργάνου, είναι κι ένας δυναμικός συνθέτης αν κρίνω από τα πρωτότυπα θέματα που υπάρχουν στο CDτου – το groovyJustclapyourhands”, το postbopAhawkeye, ahoosier, & twocalicats”, την μπαλάντα “Patientendurance, steadyhope” και το “TheSmulyanspectacles” (κομμάτι αφιερωμένο στον GarySmulyanπροφανώς). Επίσης είναι γνώστης της jazzκαι popπαράδοσης –κάτι που συμβαίνει με κάθε Αμερικανό εξάλλου–, έχοντας ξεσκονίσει συνθέσεις του BennyCarterκαι του StevieWonder, του ThadJonesκαι του SamCoslow. Το αποτέλεσμα το οσμίζεσαι και το νοιώθεις στο “Lets”, εκεί όπου ο Schroederθα βρεθεί δίπλα σε τρεις σύγχρονες τζαζ προσωπικότητες, τον κιθαρίστα AnthonyWilson, τον μπασίστα JohnClaytonκαι τον ντράμερ JeffHamilton, διατρανώνοντας τα συνθετικά και εκτελεστικά πιστεύω του. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό (και) επειδή ο αμερικανός μουσικός αντιλαμβάνεται την σύγχρονη jazzως ένα ιστορικό-αισθητικό σύνολο, ικανό να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες funkyκαι groovyανάγκες, αλλά και γιατί οι συνομιλίες του με την κιθάρα του Wilson (και όχι με κάποιον πιανίστα, όπως θα ήταν πιο φυσικό) ξανανοίγουν δρόμους σχετικούς (πάντα) με τις δυνατότητες του οργάνου.
FRED HERSCH TRIO: Floating [Palmetto, 2014]
Για την αξία των ηχογραφήσεων του πιανίστα FredHerschέχω γράψει κι άλλες φορές στο δισκορυχείον. Μπορώ να θυμηθώ τις περυσινές δύο, τις σχετικές με το άλμπουμ του “FreeFlying” στην Palmetto (την συνεργασία του δηλαδή με τον κιθαρίστα JulianLage), καθώς και το “AliveatTheVanguard” (επίσης στην Palmetto) με τους John Hébert μπάσο και EricMcPhersonντραμς. Μία άλλη εξέλιξη του τελευταίου τρίο (Hersch, Hébert, McPherson) αποτελεί και το παρόν “Floating”, αποτυπωμένο σ’ ένα στούντιο της Yonkers(πόλη στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης). Γράφω για «άλλη εξέλιξη» επειδή, όπως και να το κάνουμε, η λογική μιας στούντιο εγγραφής δεν έχει σχέση μ’ εκείνην ενός live· κι είναι τούτο ακριβώς το γεγονός που οδηγεί τον Herschστο “Floating”. Επιδιώκεται, δηλαδή, να καταγραφεί ένα πολύ συγκεκριμένο ηχόχρωμα, που περνά κυρίως πάνω από τις jazzballadsκαι το οποίον συχνά αφορά σε νοσταλγικές ή και θλιβερές καταστάσεις. Έτσι, από την μια μεριά οι… γενικώς αργές στροφές και από την άλλη ορισμένα συγκεκριμένα περιστατικά που εντείνουν ένα κλίμα «απώλειας», είναι εκείνα που δίνουν νόημα στην ηχογράφηση. Παίρνω για παράδειγμα το στάνταρντ “IfeverIwouldleaveyou”, το οποίον οι jazzheadsμπορεί να το θυμούνται από την φουριόζα εκτέλεση του SonnyRollinsστο “WhatsNew?” [RCAVictor, 1962]. Ο Hersch«ανοίγει» την μελωδία, κατεβάζει το τέμπο και δίνει, εν τέλει, μία πολύ «κομψή» version, που ταιριάζει, αν θέλετε, και με την ουσία του κομματιού. Επικεντρώνομαι στην συνέχεια στο “Faraway”, μια σύνθεση αφιερωμένη στην πιανίστα ShimritShoshan, που πέθανε πρόπερσι στα 29 της. Εδώ, απολαμβάνουμε το συγκρατημένο παίξιμο τού Herschσε συνδυασμό με την απέριττη συνοδεία των Hébert και McPherson (υποδειγματικό track, ικανό να περιγράψει δύσκολες και ψυχοφθόρες καταστάσεις). Ένα άλλο κομμάτι, το “WestVirginiarose” (αφιερωμένο στην μητέρα και την γιαγιά του πιανίστα), διαθέτει μιαν ισορροπημένη νοσταλγική χροιά, και βεβαίως μία ωραία (τραγουδιστική) μελωδία.
Στο “Floating”, όμως, υπάρχουν και δυναμικά θέματα, που παρεμβάλλονται με τρόπο ανάμεσα σ’ εκείνα των χαμηλών τόνων. Ένα τέτοιο είναι το “Homefries” (αφιερωμένο στον μπασίστα John Hébert) κι ένα άλλο το “Arcata” (γραμμένο για την EsperanzaSpalding), με τον Herschνα δημιουργεί έντονες, groovyσχεδόν καταστάσεις, με την βοήθεια τού πάντα στη θέση του rhythmsection. Και βεβαίως από το “Floating” δεν θα μπορούσε να απουσιάζει (και) το πνεύμα του TheloniousMonk, αφού ο Herschδηλώνει παλαιόθεν θαυμαστής του (με θέματα του Monkνα καταγράφονται σε πάμπολλα άλμπουμ του). Το “Letscoolone” που ολοκληρώνει το CDείναι συν τοις άλλοις κι ένα κατατοπιστικότατο μάθημα συγχορδιακής ανάλυσης και τεκμηρίωσης.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΚΥΠΕΛΛΟ ’74

$
0
0
Μια σειρά από «χαρτάκια» γκοφρέτας με… φάσεις και γκολ από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, που είχε διεξαχθεί το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς στην τότε Δυτική Γερμανία. Τα αναζήτησα προσφάτως και τα βρήκα «θαμμένα» στη μαθητική βιβλιοθήκη μου. Σκανάρω μερικά και τα μοιράζομαι μαζί σας, επειδή μου αρέσει να θυμάμαι.
Μου αρέσει να θυμάμαι τους παικταράδες με τους οποίους μεγάλωσα (το μουντιάλ του ’74 ήταν το πρώτο που είδα «ζωντανό» στην τηλεόραση) και κυρίως μου αρέσει να θυμάμαι το… ανθρώπινο ποδόσφαιρο που γούσταρα να βλέπω στην TV (μαζεύοντας ακόμη και τις... χάρτινες φάσεις του). Με αθλητές που έτρεχαν όσο μπορούσαν και όσο άντεχαν, αφήνοντας ακάλυπτους χώρους τους οποίους εκμεταλλεύονταν τα εξτρέμ «σαΐτες», με ψηλούς (συνήθως) φορ που «κατασκήνωναν» στις περιοχές καρφώνοντάς τα με την πρώτη ευκαιρία, με ντριμπλέρ-ζογκλέρ που αναστάτωναν άμυνες και κερκίδες, με κόφτες «δρεπανηφόρα» που σου έδιναν τα πόδια στο χέρι (τι να κάνουμε, το ποδόσφαιρο είχε και τέτοια – δεν ασφαλίζονταν τα «καλάμια» με εκατομμύρια, ούτε στήριζαν, ακόμη τότε, τραστ και κολοσσούς) με... με... με...
Εις ανάμνησιν λοιπόν, γιατί αλλιώς τι... ορυχείον θα ήμασταν;
Φοβερός «ανασταλτικός»και «μηχανάκι»ο Ρομέο Μπενέττι, αν και είχε σακατέψει πολύ κόσμο...

BOB DYLAN ελληνική διάσταση

$
0
0
Το κείμενο BobDylan: η ελληνική διάστασηδημοσιεύτηκε κατά πρώτον στην LiFO–τόσο στηνέντυπη (#390, 12/6/2014) όσο και στο sitehttp://www.lifo.gr/mag/features/4344. Εδώ το αναδημοσιεύω στην πλήρη μορφή του, όπως το έγραψα αρχικώς, πριν ξεκινήσω να το περικόβω για να φθάσω στις 800-1000 λέξεις που μου είχαν ζητηθεί. Επέλεξα να μεταφέρω κάτι για τον BobDylan(αυτό το περί της… ελληνικής διάστασής του δηλαδή), που να μην είναι προφανές, που να μην αναπαράγει τα ίδια και τα ίδια (απ’ αυτά που διαβάζουμε κατά κόρον στον Τύπο), που να μην αναλώνεται σε φιλολογικούρες και φαντασιοπληξίες, έχοντας μονίμως στο νου μου πως γράφω ως Έλληνας και όχι ως Αμερικάνος…
Η πρώτη φορά που αναφέρθηκε το όνομα του Bob Dylanστον ελληνικό Τύπο φαίνεται πως ήταν στην εφημερίδα Αυγή (φύλλο της 12/7/1964), σ’ ένα άρθρο με τίτλο «Μια συνείδηση που τραγουδά/ Μπομπ Ντάιλαν/ ο νεαρός Αμερικανός τροβαδούρος τραγουδά τους καημούς των νέγρων» (τούτο αναφέρεται στο βιβλίο του Κώστα Κατσάπη Το «Πρόβλημα Νεολαία»στις εκδόσεις Απρόβλεπτες, το 2013). Από εκείνο το άρθρο στην Αυγή, πάντως, έμαθε τον Dylan ο Διονύσης Σαββόπουλος (οργανωμένος τότε στην ΕΔΑ). Όπως είχε γράψει και ο ίδιος (ο Σαββόπουλος) στην LiFO (#183, 10/12/2009):«Εκείνη την άνοιξη (σ.σ. μάλλον επρόκειτο για καλοκαίρι)ενόψει της πορείας Ειρήνης, διάβασα στην Αυγή ένα δίστηλο με τη φωτογραφία ενός νέου Αμερικανού τροβαδούρου. Τον παρουσίαζε σαν ένα τραγουδιστή της εργατικής τάξης. Αυτό μου κίνησε την περιέργεια και θυμάμαι ότι πήγα την άλλη μέρα στα καταστήματα δίσκων για να τον βρω, αλλά ήταν παντελώς άγνωστος». Έτσι, ο Σαββόπουλος, πριν ακόμη εκδώσει το «Φορτηγό» του (Δεκέμβριος 1966) είχε ήδη σκύψει στην τραγουδοποιία του Αμερικανού. Υπαινιγμοί από το “It ain’t me babe” υπάρχουν στο «Βιετνάμ γιε-γιε», ενώ και στο οπισθόφυλλο του δίσκου διαβάζουμε… «αυτά που θ’ ακούσετε εδώ μέσα, δεν είναι ακριβώς τραγούδια, είναι μάλλον μια σειρά ασκήσεις φυσικής αναπνοής»… φράση δανεισμένη από μία αντίστοιχη που υπήρχε στο οπισθόφυλλο του “Highway 61 Revisited” που είχε κυκλοφορήσει τον Αύγουστο του ’65 (“the songs on this specific record are not so much songs but rather exercises in tonal breath control”). Ίσως πιο πριν από τον Σαββόπουλο –και σίγουρα πριν από εκείνον στην δισκογραφία– να έσκυψε πάνω στα τραγούδια του Bob Dylan η Μαριάννα Τόλη, η οποία το 1966 κυκλοφορεί ένα EP στην Zodiac του Αλέξανδρου Πατσιφά, στο οποίο διασκεύαζε τέσσερα αμερικανικά folk τραγούδια. Το “He was a friend of mine” ήταν/είναι παραδοσιακό, το οποίο η Marianna (έτσι υπέγραφε εκείνο το EP) το απέδιδε στηριγμένη στην ενοργάνωση / διασκευή του Dylan («arr. by Bob Dylan»διαβάζουμε στο δισκάκι της), αν και το τραγούδι πρέπει να το είχε ακούσει από τον DaveVanRonk (υπάρχει στο LPτου “Folksinger” του 1963).
Εκείνη την εποχή, στα μέσα των sixties, το όνομα του Bob Dylan αρχίζει να γίνεται σιγά-σιγά όλο και πιο γνωστό στην Ελλάδα, αφού ακόμη και οι Μοντέρνοι Ρυθμοίαναφέρονταν σ’ αυτόν. Στο τεύχος 32 (23/6/1965) ο Χρήστος Λεβέντης πληροφορούσε τους αναγνώστες του πως… «Ρόμπερτ Ζίμμερμαν, αυτό είναι το αληθινό όνομα του Μπομπ Ντάυλαν (σ.σ. τον Dylan τον έγραφαν ακόμη... Ντάυλαν στην Ελλάδα). Το ψευδώνυμό του το πήρε από τον ουαλλό ποιητή Ντάυλαν Τόμας που θαυμάζει και που τον έχει επηρεάσει τόσο όσο και ο Γούντυ Γκάθρι. Μιλώντας για τον Ντάυλαν αναφέρω ότι σ’ αυτόν οφείλεται η σύνθεσις ‘Μίστερ τάμπουριν μαν’ των Μπέρντς», ενώ στο τεύχος 35 (4/8/1965) ο Λευτέρης Κογκαλίδης σημείωνε πως «για μία εμφάνιση στην Σάντα Μόνικα ο Μπόμπ Ντύλαν (σ.σ. εδώ πλέον προφέρεται σωστά) έλαβε 300.000 δραχμές»… ένα τεράστιο ποσό για τα δεδομένα της εποχής, για να έχουμε και μια εικόνα…
Ο Dylan επηρεάζοντας τους Beatles, ήδη από την εποχή του “I’m a loser” (Δεκέμβριος ’64), επηρέασε στη διαδρομή τους πάντες. Βασική πηγή επιρροής ήταν οι δίσκοι (33 και 45 στροφών) το ραδιόφωνο και τα υπόλοιπα ΜΜΕ, και βεβαίως οι συναυλίες. Στην Ελλάδα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 αρχίζουν να τυπώνονται τα πρώτα 45άρια με τραγούδια του Dylan στην τότε πορτοκαλοκόκκινη CBS –“Subterranean homesick blues/ She belongs to me” [CBSBA 301079], “Like a rolling stone/ Positively 4th Street” [CBSBA301089], “I want you/ Rainy day woman” [CBSBA 301111], “LayladyLay/ Ithrewitallaway” [CBSBA 301258] κ.ά.–, ενώ το πρώτο long play που βγήκε ποτέ σε ελληνική εκτύπωση πρέπει να ήταν το “Nashville Skyline” [CBSSBPG63601] την επόμενη χρονιά. (Στο discogsέχει εμφανισθεί κόπια του “JohnWesleyHarding” με ελληνικό εξώφυλλο και ολλανδικό βινύλιο σε παλαιά ετικέτα της CBS, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι μεταγενέστερη – μετά το 1968 δηλαδή). Όπως πολύ μεταγενέστερη (mid 70s) είναι και η έκδοση του… “SubterraneanHomesickBlues” (δηλαδή του “BringingItAllBackHome”), που είχε βγει (και) στην Ελλάδα με τον τίτλο της ολλανδικής και της γερμανικής έκδοσης.
Τον Οκτώβριο του 1969 ο Σαββόπουλος τραγουδά στο «Περιβόλι του Τρελλού» τη σύνθεσή του «Οι πίσω μου σελίδες», που παρέπεμπε, ως τίτλος βεβαίως, στο “Μy back pages” από το “Another Side of Bob Dylan” του ’64. Δύο μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Λευτέρης Πούλιος κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο υπό τον τίτλο Ποίηση[Ανεξάρτητη Έκδοση], συμπεριλαμβάνοντας ανάμεσα στα υπόλοιπα ποιήματά του το Άσμα («Ο τραγουδιστής Ντύλαν που είχε μια κιθάρα και μια καλύβα/ στον Αμαζόνιο έφτυνε στο ποτάμι ακολουθώντας δικό του νόμο/ για να χωθεί στα γρανάζια της μηχανής/ απ’ την καλύβα και το ποτάμι») και βεβαίως το Μπομπ Ντύλαν («κι αν θέλετε κάτι ακόμα σας βεβαιώνω/ πως είμαι ένας βλάκας μέσα στο σκοτάδι/ που σούρνει τ’ αργά του μάτια από ώριμο γυαλί/ αργά πάνω στα πράγματα/ και δεν πολύ σκοτίζομαι να εκφράσω/ τις αμφισβητήσεις μου γι’ αυτά»), χώνοντάς τα στον Dylan–και μάλιστα πολύ πρώιμα– την εποχή του “NashvilleSkyline”, όταν ο Aμερικανός προσκυνούσε τις «παραδοσιακές αξίες» του Νότου, ενώ το καλοκαίρι (πάντα της ίδιας χρονιάς) οι M.G.C. (Δημήτρης Πουλικάκος, Δημήτρης Πολύτιμος, Τάκης Σέμπος, Βασίλης Ντάλλας, Τζίμης Τζιιμόπουλος) ηχογραφούν πρόχειρα στις Σπέτσες το «Γύρω γύρω στη σκοπιά» (που ήταν το “All along the watchtower” από το LP “John Wesley Harding”) για το οποίο σημείωσε ο Πουλικάκος το 2004 στο ένθετο του άλμπουμ του «Αδέσποτα Σκυλιά» [ΜΒΙ]: «Ήταν το πρώτο κομμάτι που τραγουδήσαμε στα ελληνικά με τους M.G.C. το 1968. Είχα κάνει τη μετάφραση και ένα βράδυ που το παίζαμε στου Λεωνίδα στην Πλάκα είχε έρθει να μας ακούσει και ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος μου ζήτησε τα λόγια, του τα ’δωσα και αλλάζοντας αρκετά τους στίχους, το έβγαλε ως ‘Ο παλιάτσος και ο ληστής’!». Φυσικά «Ο παλιάτσος κι ο ληστής» είναι ένα από τα highlights του άλμπουμ του Διονύση Σαββόπουλου «Μπάλλος» (στον δίσκο που βγήκε τον Μάρτιο του ’71 συμμετείχε και ο Πουλικάκος, που έπαιζε κρουστά κι έκανε φωνητικά), αποδεικνύοντας ανάμεσα σε άλλα και το ιδιαίτερο ταλέντο του Σαββόπουλου… να μετατρέπει δηλαδή ξένα τραγούδια σε «δικά του». Κάτι, εξάλλου, που αποδείχθηκε περίτρανα και με το «Άγγελος εξάγγελος» από το «Βρώμικο Ψωμί» του ’72 (επρόκειτο για το “Thewicked messenger”, κι αυτό από το “John Wesley Harding”). Dylan δεν τραγουδούσαν μόνον ο Πουλικάκος και ο Σαββόπουλος εκείνα τα χρόνια αλλά και οι Διόσκουροι (Βαγγέλης Γερμανός, Βασίλης Ζαρούλιας), ο Λάκης Τυπάλδος, η Φλέρυ Νταντωνάκη, προφανώς και άλλοι, ενώ και το ντουέτο Δάμων & Φιντίας (Παύλος Σιδηρόπουλος, Παντελής Δεληγιαννίδης) δεν ήταν έξω από την «ντυλανική» επιρροή. (Μια δεκαετία και βάλε αργότερα ο Σιδηρόπουλος θα απέδιδε, ως μέλος μιας παρέας, τo ποιητικίζον... «οι μπαγλαμάδες να παίζουν Ντύλαν… και τα νταούλια να παίζουν Yes»… σε μουσική Στέλιου Βαμβακάρη και στίχους Πάνου Ηλιόπουλου).
Το 1971 στο περιοδικό Διάλογος (τεύχος 6) που εξέδιδε η Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα, ο Gene Bluestein (καθηγητής στο Fresno στην California) γράφει το κείμενο «Η λαϊκή παράδοση και η ποίηση της ροκ», όπου σε ξεχωριστή παράγραφο εξετάζει τον… «Ντύλαν και το λαϊκό ροκ». Πρόκειται για ό,τι σοβαρότερο είχε γραφτεί έως τότε (και για πολλά χρόνια) στην Ελλάδα για το θέμα. Τον Μάρτιο του ’72 η εφημερίδα Μουσική Γενιά (τεύχος 4 της 25/3) μέσω του δισκάδικου PopEleven, μοιράζει πέντε (ξένα) βιβλία με στίχους του Dylanσε νικητές διαγωνισμού (θα εύρισκαν σε ποιους ανήκαν οι ακτινογραφίες δύο κρανίων! – ήταν εύκολο, γιατί το ένα κρανίο... φορούσε στρογγυλά γυαλιά) προσφέροντας και δισέλιδη αφίσα, το 1973 η Ευγενία Συριώτη-Burk δίνει το πρώτο βιβλίο στην Ελλάδα με μεταφρασμένους στίχους του Dylan, ως «Τα Τραγούδια του Μπομπ Ντύλαν» [εκδ. IBC Hellas], ενώ την επόμενη χρονιά (1974) ο Τάσος Φαληρέας με το «Bob Dylan approximately complete works» παραδίδει μιαν ανεξάρτητη έκδοση με ωραίο εξώφυλλο του Δημήτρη Αρβανίτη, στην οποία περιέχονταν αμετάφραστοι στίχοι τραγουδιών του Dylan μέχρι και το “Planet Waves” του ’74.
Το “Desire”, που κυκλοφόρησε τον Γενάρη του ’76, ήταν το άλμπουμ του Dylan που ακούστηκε αρκετά στην εποχή του (περιέχει εξάλλου και το «Joey», που φαίνεται πως επηρέασε τον Σαββόπουλο στο «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο»), όπως και το απογοητευτικό χριστιανικό “Slow Train Coming” του 1979, που βρίσκει την ελληνική δισκογραφία σε μεγάλες φόρμες, με τα σχετικά περιοδικά (Ποπ & Ροκ, Ήχος & Hi-Fi, Μουσική, Μουσικό Εξπρές) να γράφουν τα ανάλογα κατεβατά. «Ο Dylan Άγιασε!!» τιτλοφορείται το άρθρο του Κώστα Αρβανίτη στη Μουσική (τεύχος 25, Δεκέμβριος 1979), στο οποίο ασκείται σκληρή αλλά επί της ουσίας κριτική εν σχέσει με την «ντυλανική» στροφή. Το όνομα «Μπομπ Ντύλαν» παίζειμέχρι και στην τραγουδοποιία της εποχής, με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου να άδει «Με νικοτίνη δυνατή και τον Μπομπ Ντύλαν/ και τους ρεμπέτες στα παλιά γραμμόφωνα…» (μουσική Αντώνης Βαρδής, στίχοι Πάνος Φαλάρας από το LP«Βασίλης Παπακωνσταντίνου» στην MINOSτον Δεκέμβριο του ’78) και τον Κώστα Χατζή στο «Αρουραίοι της νύχτας» (μουσική του ιδίου σε στίχους Σώτιας Τσώτου από το 2LP«Θυμηθείτε μαζί μου, 18 Χρόνια Κώστας Χατζής/ Χατζής ’79» στην Philipsτο 1979) να κεντράρει σ’ αυτήν ακριβώς την παρατεταμένη «ντυλανική» προσαρμογή («Μια νέα τάξη με πλουτοκράτες και δυνατούς/ μας κοροϊδεύει με συναυλίες για τους φτωχούς/ αχ Μπόμπι Ντύλαν να κλαίω μ’ έκαναν κάποτε οι στίχοι σου/ τώρα αυτοκράτορα σ’ έχουνε κάνει οι ανθρακωρύχοι σου»).
Με το που μπαίνει η δεκαετία του ’80 σκάνε κάποια βιβλία με μεταφράσεις στίχων του Dylan, όπως το Ο Πρώιμος BobDylanΚατά Προσέγγιση [Εκδόσεις μη Άμεσης Επανάστασης, Αθήνα 1980] του Γιάννη Τζώρτζη και Ο BobDylanκαι τα Τραγούδια του[Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη 1980] σε μετάφραση Μάρκου Ρήγου, όμως δύο είναι οι εκδόσεις που επιχειρούν να δουν πέρα από το προφανές, το «Μπόμπ Ντύλαν, Τζο Χίλλ, Γούντυ Γκάθρυ / Ιστορία του αμερικάνικου λαϊκού τραγουδιού» [Νεφέλη, Αθήνα 1981] του Ουμπέρτο Φιόρι και βεβαίως το «Bob Dylan/ ένα όχημα» [Γιάννης Β. Βασδέκης, Αθήνα 1981] του Γιάννη Τζώρτζη, το πρώτο σημαντικό βιβλίο για το ευρύτερο rock (από έλληνα συγγραφέα) που κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα. Λίγο αργότερα ο Τάσος Φαληρέας στο ευθυμογράφημά του Γερομαλάκα Ντύλαν… [Ντέφι #7, Καλοκαίρι 1983] σκαρώνει ένα «ντυλανικό» κείμενο με πολλούς αποδέκτες, με τους Last Drive να δίνουν μια ωραία διασκευή του “It’s all over now, Baby Blue” στο LP τους “Heatwave” [Hitch-Hyke, 1988].
Το 1989 είναι μια σημαδιακή χρονιά στην ελληνική περιπέτεια του Bob Dylan. Ο αμερικανός τραγουδοποιός επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα, δίνοντας συναυλίες πρώτα στην Πάτρα (26 Ιουνίου) κι έπειτα στην Αθήνα (28 Ιουνίου), όπου και θα εμφανισθεί μαζί με τον Van Morrison (τους μαγνητοσκόπησε και το BBC στον λόφο του Φιλοπάππου την προηγούμενη μέρα!). Ηχογραφήσεις από τα ελληνικά live υπάρχουν στο ιταλικό bootleg “All the way down to Italy” του 1991, εκεί όπου ακούγονται το “Tears of rage” των Bob Dylan και Richard Manuel από το “The Basement Tapes” (Πάτρα) και το “House of gold” του Hank Williams (Αθήνα).
Η φωτογραφία προέρχεται από το επίσημο site του Bob Dylan. Σ'εκείνες τις συναυλίες (22-23/6/1993) είχε τραγουδήσει μόνος του ο Πάνος Κατσιμίχας, επειδή ο αδελφός του Χάρης ήταν στο Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας με διάσειση, όπως είχε πει ο ίδιος ο Πάνος στην Ελευθεροτυπία και στον Φώτη Απέργη την 30/8/2009.
Τo 1993 (22 και 23 Ιουνίου) ο Dylan επανέρχεται στην Αθήνα και εμφανίζεται στον Λυκαβηττό με support τον Πάνο Κατσιμίχα, ενώ κάθε καινούρια δουλειά του εξακολουθεί να απασχολεί τους μουσικόφιλους, με την νεότερη γενιά των τραγουδοποιών να διασκευάζει και πάλι «ντυλανικά» άσματα. Οι Πυξ Λαξ με τον Φίλιππο Πλιάτσικα τραγουδούν στην «Στίλβη» [MINOS-EMI, 1998] το “Señor (Tales of yankee power)” από το “StreetLegal” του 1978, ενώ ο Φοίβος Δεληβοριάς στο CD«Ο Καθρέφτης» [Ακτή, 2003] δίνει την δική του εκδοχή για το “Slowtrain” («Τρένο στην κορυφογραμμή») από το “SlowTrainComing” του ’79. Στα μέσα της δεκαετίας νέα «ντυλανικά» βιβλία προστίθενται στην ελληνική βιβλιογραφία–σημειώνω μεταξύ άλλων την αυτοβιογραφία του Bob Dylan/ η ζωή μου [Μεταίχμιο, 2005], Το Λεύκωμα του Bob Dylan [Μεταίχμιο, 2005] και το Bob Dylan/ Τραγούδια 1962-2001 [IANOS, 2006] του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη– πλουτίζοντας και την σχετική φιλολογία. Το 2009 ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας τραγουδά στο Κύτταρο μία ωραία διασκευή στο κλασικό “Blowininthewind” («Αυτά που ρωτάς»), ενώ την 29/5/2010 ο Dylan θα εμφανισθεί, για τρίτη φορά στην Ελλάδα, στο Terra Vibe Park στην Μαλακάσα – εκεί όπου θα βρεθεί και σήμερα (23/6), αφού χθες έδωσε ένα ακόμη liveστην Θεσσαλονίκη…

VILLA 21 ανέκδοτες ηχογραφήσεις

$
0
0
Το «σκάψιμο» καλά κρατεί. Έτσι, ένα άλμπουμ με ανέκδοτο υλικό των Villa21από τα χρόνια του ’80 (το 1988 πιο συγκεκριμένα) δεν πρέπει να μας παραξενεύει – από τη στιγμή κατά την οποίαν ανακαλύπτονται π.χ. ανέκδοτα τραγούδια των Forminxαπό το 1965. Η δουλειά των συγκροτημάτων (ή, μάλλον, μία από τις δουλειές τους) αυτή ήταν, είναι και θα είναι. Να μπαίνουν στα στούντιο δηλαδή και να ηχογραφούν όσο περισσότερο μπορούν, αφού το ν’ ακούς τις μουσικές σου σε βοηθάει πάντα να βελτιώνεσαι και να γίνεσαι καλύτερος. Όπως γράφουν, σήμερα, οι Villa 21 (σε πρώτο πληθυντικό) στο innersleeveτου άλμπουμ τουςVoodooBaby/ TheUnreleasedDamnedSessions [DiadelosMuertos/ Smash, 2014]:
«Το 1988 ήταν μια καλή χρονιά για τους Villa 21. Είχαμε το “ElectricPoisson” να έχει κυκλοφορήσει λίγους μήνες πριν, συμμετοχές σε συλλογές, καθώς και πολλές συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Τον Ιούνιο του ’88 βγήκαμε για πρώτη φορά εκτός συνόρων, κάτι σπάνιο εκείνον τον καιρό, συγκεκριμένα στη Βιέννη, όπου το setπου παρουσιάσαμε περιείχε και πολλά καινούργια κομμάτια που δουλεύαμε και είχαμε σχεδόν έτοιμα. Έτσι, τον Ιούλιο που είχαμε επιστρέψει και ήμασταν σαν καλολαδωμένη μηχανή, αποφασίσαμε ότι το timingήταν καλό για ηχογράφηση. Κατ’ ευθείαν λοιπόν στο BlueMoon, το studioτου Χρήστου “Snake” Μανωλίτση, έναν χώρο στον οποίο αισθανόμασταν πολύ άνετα, για να γράψουμε τα 4 κομμάτια που ήταν πιο έτοιμα και θα αποτελούσαν την επόμενη κυκλοφορία μας στην WipeOut, το EPHouseoftheDamned”. Την πρώτη μέρα, στις 9 Ιουλίου, που γράφαμε τις βάσεις, το sessionπήγε τόσο καλά ώστε είχαμε τελειώσει ως το απόγευμα. Όμως όλοι μας είχαμε διάθεση να συνεχίσουμε το πάρτυ, οπότε η ιδέα που έπεσε, να εκμεταλλευτούμε τα στημένα μικρόφωνα και να ηχογραφήσουμε liveτα υπόλοιπα καινούργια κομμάτια, μας βρήκε όλους σύμφωνους. Έτσι το βράδυ που φύγαμε είχαμε στα χέρια μας μια demoκασέτα με 6 κομμάτια (4 δικά μας και 2 διασκευές) για ιδιωτική χρήση. Αυτή η κασέτα είναι το υλικό του άλμπουμ αυτού. Τα 4 δικά μας κομμάτια ξαναηχογραφήθηκαν 2 χρόνια μετά για το “Hellucinations”. Από τις διασκευές το “HeyJoe” δεν εμφανίστηκε πουθενά, ενώ μια άλλη versionτου “Longwaytogo” από την ίδια μέρα, μπήκε σε μια συλλογή της MunsterRecordsστην Ισπανία. Έτσι λοιπόν, το υλικό αυτό, μαζί με το “HouseoftheDamned”, αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο το πάρτυ της 9ης Ιουλίου 1988 στο BlueMoon. Μαζί μας ήταν ο φίλος μας JimSpliff, μόνιμος ηχολήπτης στα liveκαι με μεγάλη συμμετοχή στον ήχο μας γενικότερα, όπως επίσης και ο managerμας ο ‘παντοδύναμος’ JohnItchoubick (akaDriver). Είπαμε, το 1988 ήταν μια καλή χρονιά για τους Villa 21».
Έβαλα και ξανάκουσα μετά από 24 χρόνια (είμαι σίγουρος γι’ αυτό!) τα τέσσερα τραγούδια του “Hellucinations” [Penguin, 1990], που υπάρχουν και στο τωρινό “VoodooBaby” και μπορώ να πω –μετά από μερικές παράλληλες ακροάσεις– πως προτιμώ τις εκτελέσεις του παρόντος, επειδή είναι πιο σκληρές/γκαραζωτές, πιο Stooges-ικές δηλαδή (και όχι τόσο «σκοτεινές» και «μεταλλικές»), με το συγκρότημα να σκορπάει ρίγη ρυθμικού πανικού (Άντα Λαμπάρα ρυθμική κιθάρα, Αντρέας Παπαδόπουλος μπάσο, Μπάμπης Δαλίδης ντραμς) και με τον Κώστα Ποθουλάκη να ωρύεται και να στριγγλίζει βγάζοντας… υψίσυχνα. Μου αρέσουν περαιτέρω τα φωνητικά «γεμίσματα» με τα chorusvocals, κάτι που γινόταν όλο και πιο συχνά στην μετα-Creepεποχή των Villa 21, συνειδητοποιώντας, συγχρόνως, γιατί το φερώνυμο “Voodoobaby” είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια τους, εφάμιλλο του “Badluck”, του “(Thelandwherethe) sunnevershines” και του “Blackoutbaby” (αν και το ίδιο μπορώ να ισχυριστώ και για το “Moonwhitedroom”). Επισημαίνω δηλαδή το γεγονός πως ακούω το LPVoodooBaby” ως συνέχεια του… φοβερού “ElectricPoison” [WipeOut!, 1987] και ως επέκταση του… τρομερού “HouseoftheDamnedE.P.” [WipeOut!, 1988] βρίσκοντας το γκρουπ, σε τούτες εδώ τις εγγραφές, εξ ίσου απολαυστικό και… θανατηφόρο. Κάτι το οποίον καταδεικνύεται και από τα δύο coversτου “VoodooBaby”, του “Longwaytogo” –από το “LoveIttoDeath” [WarnerBros., 1971] του AliceCooper–, στο οποίον οι Villa 21 ανταποκρίνονται ασμένως, και βεβαίως του μεγαλιθικού “HeyJoe” με τους έλληνες ροκάδες να ρολάρουν μεγαλοπρεπώς προσφέροντας μια «βαθιά» όσο και αποκαλυπτική διασκευή, και με τον Ποθουλάκη ν’ ακούγεται απολύτως πειστικός (καθιστώντας τα «τραβηγμένα» φωνητικά του σε απόρθητο «σήμα κατατεθέν» – δικό του και του συγκροτήματος). Και το γράφω τούτο, δίχως να παραγνωρίζω, εννοείται, την προσφορά των υπολοίπων (Λαμπάρα, Παπαδόπουλος, Δαλίδης), που κρατούν γερά τον θορυβώδη ρυθμικό τους ρόλο.
Οι Villa21 υπήρξαν ένα σημαντικό ελληνικό συγκρότημα που βελτιωνόταν συνεχώς μέσα στην δεκαετία του ’80 (το έλεγαν και οι ίδιοι αυτό σε παλαιές συνεντεύξεις τους), κατορθώνοντας προς το τέλος των eightiesνα παίζουν ένα παθιασμένο, σκληρό, βαρύ και πυρακτωμένο rocknroll, το οποίον 25 χρόνια μετά δεν έχει χάσει ίχνος από τη δύναμή του. Απεναντίας στέκεται και τώρα ψηλά, πολύ ψηλά, με διάφορα ελληνικά γκρουπ να πατάνε, σήμερα, στα δικά του(ς) χνάρια. Κάτι που το λαμβάνω και ως μια δικαίωση (ας το πω έτσι) όχι μόνο για τους Villaγενικώς, αλλά και για τον πρόωρα χαμένο Κώστα Ποθουλάκη ειδικότερα.
Τριακόσιες τριάντα κόπιες, «χτυπημένες» σε 180άρι βινύλιο, για όσους πιστούς…
Επαφή: www.smashrecords.gr 

ΜΑΝΩΛΗΣ ΝΤΑΛΟΥΚΑΣ χίπιδες και… μπουρδοκώληδες

$
0
0
Βλέποντας τις αφίσες του στις κολώνες και τους τοίχους και παρακολουθώντας κάποια βίντεο στο YouTube, λέω πως αντιμετωπίζω με συμπάθεια την περίπτωση του Τόνι Σφήνου. Εννοώ πως διασκεδάζω, δίχως να ενοχλούμαι. Δεν ξέρω πόσο υποψιασμένος μπορεί να είναι (ο Σφήνος) σε σχέση με όσα λανσάρει και υποδύεται, εκείνο όμως που ξέρω είναι πως συχνά χτυπάει διάνα. Ιδίως η καρικατούρα του έλληνα χίπι που παρουσιάζει είναι όλα τα λεφτά. Βγάζει γέλιο, όντας πάνω-καταπάνω στην πραγματικότητα! Αν και διερωτώμαι συχνά σε σχέση με το… τι έχει πιάσει τον κόσμο –ένα μέρος του κόσμου, ok– και ξανασχολείται με τους χίπιδες την κουλτούρα, τα τραγούδια τους κ.λπ., νομίζω πως βρίσκω την απάντηση μέσα στο πλαίσιο τού σύγχρονου vintageκαι της nostalgia. Στην ανάγκη, δηλαδή, ελλείψει νέων «εικόνων» με ισχυρό hook, να ξεθάβονται ποικίλοι «σκελετοί» από τα χρονοντούλαπα και να στήνονται καλογυαλισμένοι και παραταγμένοι στις… οθόνες του λαού. Έτσι συμβαίνει και με τους χίπιδες...
Ο Σφήνος βρέθηκε στην σχετική επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια (και) λόγω της παρουσίας του στο τρίτο περυσινό (21-24/6/2013) και στο τέταρτο εφετινό (20-22/6/2014) MatalaBeachFestival, το φεστιβάλ δηλαδή που οργανώνεται στα Μάταλα της Κρήτης… εις ανάμνησιν του πάλαι ποτέ hippieκαταφυγίου. Κοιτώντας μάλιστα τις συμμετοχές στις εκδηλώσεις των φεστιβάλ (Locomondo, HughCornwellκαι άλλοι πολλοί… άσχετοι με το αντικείμενο) σκέπτομαι πως η πιο… intouchπαρουσία μάλλον θα πρέπει να είναι αυτή του Τόνι Σφήνου! Γιατί, πώς να το κάνουμε, Μάταλα και χιπισμός στη συνείδηση του Έλληνα, σημαίνει… Βλαχοπούλου και Τσιβιλίκας. Ο γνωστός… δημοσιοκάφρος Μανώλης Νταλούκας διάβασε στο Δισκορυχείον (δικό μου σχόλιο τής 27 Ιουνίου 2010 - 1:09 μ.μ.) πως το 1970 είχε βρεθεί στα Μάταλα και η JoniMitchell, ηχογραφώντας μάλιστα και το σχετικό “Carey” που ακούγεται στο “Blue” –δεν ξέρω ποιος το ανέφερε αυτό για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ψάξτε το, αλλά αυτός το διάβασε από ’μένα, καθότι, ως γνωστόν, είναι κολλημένος στο Δισκορυχείον– και μετά από χρόνια και ζαμάνια άρχισε να μας το παίζει… ματαλαλόγος πήζοντάς μας στις μπαρούφες. Ενώ λοιπόν ο τύπος αυτός είναι ο γνωστός αδιάβαστος, που βρωμίζει με τις ηλιθιότητες που γράφει τις νεανικές κουλτούρες (εγχώριες και αλλοδαπές), θέλει να μας παραδώσει και μαθήματα. Η ντροπή και το αίσχος έχουν πια ονοματεπώνυμο…

Κατ’ αρχάς εκείνο που πρέπει να ξαναπώ είναι πως ο ελληνικός χιπισμός –του οποίου ο Σφήνος, ως εικόνα, είναι ένα τυπικό και διαχρονικό δείγμα–, δεν είχε ουδεμία σχέση με το κίνημα των hippiesστην Αμερική (από τα μέσα του ’65 έως και τα μέσα του ’67 δηλαδή), και πως απλώς συσχετίστηκε με κάποια «κομμάτια» τηςεξαγώγιμης μπούρδας που ονομάστηκε (από τους εμπόρους και τους διαφημιστές) «καλοκαίρι της αγάπης», την εποχή όπου οι hippiesπροβάλλονταν απ’ όλα τα αμερικανικά… μέσα και τα έξω, με το TIMEπ.χ. να κραυγάζει ήδη από εξωφύλλου… TheHippies/ PhilosophyofaSubculture(7/7/1967). Αν και ο (κυρίαρχος) αμερικανικός Τύπος είχε αρχίσει να ασχολείται με την αντικουλτούρα μετά την επιτυχία του HumanBe-Inτής 14/1/1967, που μετατόπισε το κίνημα των hippiesή μάλλον το συνέδεσε και με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό (το LIFEτης 17/2/1967 κυκλοφορεί με εξώφυλλο τoν EdSandersτων Fugsκαι με λεζάντες του τύπου Happenings/ TheworldwideundergroundoftheartscreatesTheOtherCulture), το «καλοκαίρι της αγάπης» και ό,τι αυτό συμπεριελάμβανε (από το «κόλπο» Montereyμέχρι οτιδήποτε άλλο) δεν ήταν παρά ένα ακόμη «θέμα» που θα διατράνωνε την ελευθερία της έκφρασης στις ΗΠΑ εν αντιθέσει με ό,τι συνέβαινε, ας πούμε, στον «μισητό κομμουνισμό». Μέσα απ’ αυτό το πλαίσιο, της ψυχροπολεμικής εξαγωγής της χίπικης προπαγάνδας στα latesixties,δεν θα μπορούσε να λείψει και η χουντοκρατούμενη Ελλάς, η οποία, θέλοντας και μη (ως προσκυνούσα την υπερατλαντική σύμμαχο), θα επιχειρούσε να προβάλλει την hippieαιθσητική μέσα από τα εξώφυλλα των νεανικών και οικογενειακών περιοδικών της (και δεν αναφέρομαι μόνο στα… ψυχεδελικά τεύχη των Μοντέρνων Ρυθμών, τα #98, #99 και #100, που κυκλοφόρησαν στις αρχές του ’68), τροφοδοτώντας με ανάλογα θέματα το θέατρο, κινηματογράφο κ.λπ. Χίπιδες, καλοκαίρια, αγάπες, λουλούδια, ειρήνη (έτσι γενικώς και αορίστως) και όλο το υπόλοιπο παραφερνάλιο αποτελούσε «κοινό τόπο» στις μουσικές, στο σινεμά, το θέατρο, τις διαφημίσεις και τον Τύπο, παρά τις κραυγές ορισμένων (Εκκλησία, φασιστογραφιάδες) που έρχονταν από τον Mεσαίωνα. Έτσι, και όπως είχα γράψει λίγο καιρό πριν (29/5/2014)… παρ’ όλη την προσπάθεια ορισμένων εντύπων και φυλλάδων να τρομοκρατήσουν τον κόσμο εν σχέσει με τον χιπισμό (εγχώριο και τουριστικό) δεν σταμάτησαν να γυρίζονται ταινίες (Θου-Βου Φαλακρός Πράκτωρ Επιχείρησις Γης Μαδιάμ, ΗΘείαμου η Χίππισα, Μαριχουάνα Στοπ, Ένας Χίππυς με Τσαρούχια, Ένας Χίππυς με Φιλότιμο…), ν’ ανεβαίνουν θεατρικά (Χίπισσα Ιωάννα, Χίππιδες και Ντιρλαντάδες…), να γράφονται βιβλία (Οι Δύο Χίππεις…), να παράγονται δίσκοι (Poll, BlueBirds, Νοστράδαμος…), να ράβονται και να προβάλλονται χίπικες κολεξιόν κ.λπ.
Ελλάς, Άνοιξη '68, ο χιπισμός και η... ψυχεδέλεια υπό διωγμόν...
Ο άσχετος Νταλούκας, που έμαθε επιτέλους πως το όνομα του Hendrixείναι Jimiκαι όχι Jimmy, βρίσκει τον τρόπο να χύσει και πάλι δηλητήριο λέγοντας πως παρουσίασα ένα «κατάπτυστο» (όπως ισχυρίζεται) κείμενο –εννοεί το ευθυμογράφημα του Δημήτρη Χρονόπουλου «χίππυς και χίππισες»– για να αποδείξω πως «οι χίπηδες ήταν πρόσωπα γελοία». Φυσικά, όποιος διαβάσει το συγκεκριμένο ευθυμογράφημα (σε στυλ Φρέντυ Γερμανού) που υπάρχει εδώ… http://diskoryxeion.blogspot.gr/2014/05/blog-post_29.htmlδεν πρόκειται ποτέ να το χαρακτηρίσει «κατάπτυστο», παρ’ εκτός αν είναι ηλίθιος. «Κατάπτυστος», για μένα, είναι μόνον ο Νταλούκας, ο οποίος γράφει πως ο Χρονόπουλος ήταν «λογοκριτής, υμνητής και συνεργάτης της χούντας», δίχως να καταθέτει κανένα στοιχείο επ’ αυτών! Εγώ έγραψα, απλώς, πως ο Χρονόπουλος (το εξώφυλλο στο βιβλίο τού οποίου είχε φιλοτεχνήσει ο ΚΥΡ) δίνει την εικόνα ενός φιλελεύθερου ανθρώπου, με αστικές πολιτικές απόψεις (δεξιός δηλαδή, μα… πεφωτισμένος) και τούτο παίρνοντας γραμμή απ’ ορισμένα κείμενά του, όπως το η «Κυρία Δημοκρατία» ας πούμε, στο οποίο ο συγγραφέας διασταυρώνεται με την… κυρία Ελευθεροτυπία έχοντας τον εξής αποκαλυπτικό διάλογο (τα boldγράμματα δικά μου): 
– Τι γίνεσαι, καημένη; την ερώτησα. Χρόνια έχω να σε δω. 
Είχα διακοπές, μου απάντησε. Ήμουν και άρρωστη αλλά τώρα πάω καλύτερα. 
– Δηλαδή αποκατεστάθη η υγεία σου; 
Όχι ακόμη. Πρέπει να με βγάλουν από τον γύψο. 
– Είσαι στον γύψο; Γιατί εγώ δεν βλέπω τίποτε… 
Είμαι και ας μη φαίνεται. Εσύ τι κάνεις;
Αν απ’ αυτό το απόσπασμα, και από άλλα πολλά που βαριέμαι τώρα να αντιγράφω, αντιλαμβάνεται κάποιος πως ο Χρονόπουλος ήταν χουντικός ε, τότε, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Ο Νταλούκας είναι αθεράπευτα βλαμμένος καθώς νομίζει πως εγώ βρήκα κάποιον «χουντικό», που τον βάφτισα «προοδευτικό» για να καταφερθώ εναντίον της «ψυχεδελικής νεολαίας»!! Ο άνθρωπος (ο χοντρονταλούκας), το ξαναλέω, έχει άχυρα στο κεφάλι του (μην λέμε τα ίδια και τα ίδια). Δεν καταλαβαίνει ο βλαξ πως αν ήθελα να εύρισκα προοδευτικό της εποχής που να τα έχωνε όπως πρέπει στους χίπιδες, την χαϊδεμένη αγέλη του Παπαδόπουλου, θα τον εύρισκα στην Αριστερά (μια χαρά μου κάνει ο Γρηγόρης Φαράκος του ’69)– δεν θα είχα ανάγκη έναν φιλελεύθερο αστό, δεξιό, για να τον μετατρέψω σε… προοδευτικό. Απλώς, χρησιμοποίησα το κείμενο του Χρονόπουλου επειδή χτυπάει διάνα, όσον αφορά στην ελληνική «εικόνα» των hippiesανεξαρτήτως του σημείου εκκίνησης.

Ο Νταλούκας είναι τόσο στόκος με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιληφθεί πως ο Χρονόπουλος ενδιαφέρεται, βασικά, για την ελληνική εκδοχή του φαινομένου και όχι για τους hippiesγενικώς. Κι επειδή είναι έτσι ακριβώς, καθίσταται εντελώς γελοία και η υπερασπιστική γραμμή που κατεβάζει. Νταλούκα επειδή είναι εξακριβωμένο πως είσαι άσχετος σε πληροφορώ πως οι αμερικανοί hippies (και όχι… χίπιδες, καθότι χίπιδες ήταν μόνον οι Έλληνες!) ήταν από τους πρώτους στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις για το Βιετνάμ (U.C. Berkeley Vietnam War Teach-insτoν Οκτώβριο του ’65, BerkeleyVietnamDay Committee η αντιπολεμική μάζωξη του JerryRubinπου πρωτοστατούσε στις σχετικές διαμαρτυρίες ήδη από το ’65, UCLA Teach-in της 25/10/1966 κ.λπ.), εν αντιθέσει με τους… έλληνες συναδέλφους τους που ασχολούνταν μόνο με… αγάπες και λουλούδια. Όπως είχε πει και ο EricBurdonστον Αργύρη Ζήλο (Ήχος & Hi-Fi #189, 12/1988) αναφερόμενος στην εποχή (και στην Αμερική): «Ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν σε εξέλιξη και τουλάχιστον μπορούσες να λάβεις θέση και να πάρεις το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς. Ήταν ξεκάθαρες οι διαφορές».
Αν ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν το κρίσιμο σημείο, βάσει του οποίου διαχωρίζονταν οι προοδευτικοί από τους εγκληματίες/ πολεμοχαρείς στην Αμέρικα, στην Ελλάδα το σημείο καμπής ήταν ακόμη πιο ισχυρό, αφού εδώ υπήρχε συν τοις άλλοις και δικτατορία! Τα πράγματα, δηλαδή, ήταν απείρως πιο ξεκάθαρα, με αποτέλεσμα ο καθείς να μπορεί να κριθεί (και τότε, και σήμερα, και πάντα) από τις επιλογές του.Αντιαμερικανικά (εν σχέσει και με το Βιετνάμ) και αντιχουντικά αιτήματα και διαμαρτυρίες εξέφραζαν λοιπόν μόνον οι παράνομες οργανώσεις της Αριστεράς και όχι οι χίπιδες και οι ψυχεδελάδες, οι οποίοι απολάμβαναν της προβολής που τους παρείχε το καθεστώς (σε ραδιόφωνα, τηλεοράσεις κ.λπ.), την ώρα κατά την οποίαν «τα πουλιά της δυστυχίας», που έλεγε και ο Σαββόπουλος, σάπιζαν στις φυλακές από τα βασανιστήρια.
Έτσι, η ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος των hippies, που ήρθε μέσα από την επαφή του με το αντιπολεμικό κίνημα και την Νέα Αριστερά, εξέθρεψε, όπου εξέθρεψε, την ουσία της αντικουλτούρας. Μόνο στην Ελλάδα οι χίπιδες και οι ψυχεδελάδες δεν είχαν ουδεμία σχέση μ’ όλα τούτα. Είχαν καταπιεί τη γλώσσα τους και οι μόνοι οι οποίοι φώναζαν για το έγκλημα στο Βιετνάμ (και για όλα τα υπόλοιπα) ήταν, και πριν και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, οι αριστερές ομάδες (άιντε και κάποιοι αναρχοκουλτουριάρηδες που είχαν δουλέψει στα νειάτα τους ακόμη και για την... Φρειδερίκη, βλ. Λεωνίδας Χρηστάκης). Με προμετωπίδα «Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός θα συντριβεί/ Ο λαός του Βιετνάμ θα νικήσει»κυκλοφορούσε ο Σπουδαστικός Κόσμοςτον Γενάρη του ’67 (το περιοδικό θα το κλείσει η χούντα λίγους μήνες αργότερα, για να ξαναβγεί τον Νοέμβρη του ’74), παραδίδοντας τη σκυτάλη στον Ρήγα Φεραίο, την ΚΝΕ και τις υπόλοιπες (παράνομες) οργανώσεις μέσα στην επταετία πια. Για τι σκατά... ψυχεδελονεολαίους, χίπιδες και αηδίες συνεχίζει να μας τσαμπουνάει αυτός ο άχρηστος, ο απολογητής των φιλελέδων; Νεροκουβαλητές του Παπαδόπουλου ήταν όλοι αυτοί. Τους χρησιμοποιούσε και τους προέβαλλε το καθεστώς για να καθυποτάξει το αγωνιστικό, αντιδικτατορικό και προοδευτικό φρόνημα της νεολαίας. Αυτή είναι η αλήθεια και όποιος θέλει την ακούει. Γι’ αυτό, εξάλλου, όταν άρχισε να παίρνει τα πάνω του το φοιτητικό κίνημα (μετά την κατάληψη της Νομικής, τον Φλεβάρη του ’73), όλοι αυτοί, το ελληνικό ροκ, οι χίπιδες και οι ψυχεδελάδες, βαρέσανε διάλυση. Δεν ασχολιόταν κανείς μαζί τους. Μπορεί να γουστάρω ν’ ακούω «Toφίλημα» (1970) των SoverGroup, αλλά το κάνω δίχως να φαντασιώνομαι… ψυχεδέλειες και αντικουλτούρες. Απλώς μ’ αρέσει σ’ ένα επίπεδο αισθητικής (και μόνον έως εκεί).
Τσεκλένης Άνοιξη '73, λίγο πριν ξεκινήσουν να ράβουν τα αμπέχωνα...
Όταν ο Χρονόπουλος, για να επανέλθω, γράφει πως το…κίνημά των αποτελεί μάλλον διαμαρτυρίαν εναντίον της Εταιρείας Υδάτων… σε ποια Εταιρεία Υδάτων νομίζετε πως αναφερόταν, μήπως στην Εταιρεία Υδάτων του… Σαν Φρανσίσκο; Όταν γράφει παρακάτω πως δεν είδε κανένα χίπι και καμμιά χίπισα να… κάνουν διαδήλωσι διαμαρτυρίας, να υποβάλλουν αιτήματα, να κρατούν πλακάτ, να φωνάζουν να ωρύονται και να ζητούν να φύγουν οι Αμερικανοί από το Βιετνάμ και οι διαφημίσεις από την Τηλεόρασι… για ποια τηλεόραση τα έχωνε, για το NBCή για το CBS; Ναι, είχε χεστεί για την αμερικάνικη TV… Και όταν περαιτέρω τονίζει… «Εξ άλλου, τι θα πη «κατεστημένο» εναντίον του οποίου λέγεται ότι στρέφονται οι αγωνισταί του χιππισμού; Κατά την επικρατούσαν ορολογίαν, ‘κατεστημένο’ ονομάζεται εις την νεωτάτην ελληνικήν το καθεστώς. Άραγε εναντίον αυτού στρέφονται οι αδελφοί χίππυς και οι αδελφές χίππισσες; Εάν είναι έτσι, το πράγμα αλλάζει. Διότι τότε, πολύ φοβούμαι ότι θα αυξηθούν οι τάξεις του σωτηρίου κινήματος του χιππισμού»ποιο είναι αυτό το καθεστώς, εναντίον του οποίου στρέφονταν (υποτίθεται) οι χίπηδες; Το αμερικανικό; Σιγά τα ωά… Αλλά ακόμη κι έτσι να ήταν, η έννοια «καθεστώς» δεν περιλαμβάνει πρώτον όλων, το ελληνικό;
Και τι μας κομίζει ως στοιχείο ενίσχυσης, των όσων βλακωδών υποστηρίζει, ο αστοιχείωτος Νταλούκας από την απέραντη (και διεθνή) hippieβιβλιογραφία; Toαδιάφορο βιβλίο Χίππηδες και Κυνικοί [Ελεύθερη Βιβλιοθήκη Panderma, Αθήνα 1976] του… κυνικού Τζαίησον Ξενάκη, του θεωρητικού της αυτοκτονίας, ο οποίος γράφει περισσότερο για τους… γίπηδες (στα ελάχιστα που αναφέρει δηλαδή) παρά για τους… χίπιδες. Όποιος θέλει να ξεχάσει όσα έχει μάθει τόσα χρόνια για τους hippiesτού προτείνω να διαβάσει το βιβλίο του Ξενάκη – κάπου θα το βρει, αφού έχει κάνει 5-6 εκδόσεις…

Όταν ο Νταλούκας αμολάει μπαρούφες του τύπου… «εγώ, θα γράψω, τέσσερα μόνο ονόματα από αυτούς που διαμόρφωσαν το ψυχεδελικό όνειρο: JimMorrison, JohnLennon, JimiHendrix, JoniMitcell[πάρε κι ένα sicεδώ, όλο δικό σου]», που θα ταίριαζαν ταμάμ στους Μοντέρνους Ρυθμούςτου ’68 (έως εκεί τον έχω από τον τρόπο γραφής του, δεν πάει με τίποτα για παρακάτω αφού γράφει σαν 14χρονος), εγώ θα μένω με την απορία πώς και γιατί δεν έχωσε ανάμεσα και τον Τόνι Σφήνο… 
Αφιερωμένο μέχρι τέλους…

χουντο-νεοφιλελεύθερα ρετάλια

$
0
0
Ποιος ήταν λοιπόν, ανάμεσα σε άλλα, ο ευθυμογράφος Δημήτρης Χρονόπουλος; Ένας από τους καμμιά 90αριά δημοσιογράφους που θέλησαν τον Ιανουάριο του 1968… «να εκφράσουν τας ευγνωμόνους ευχαριστίας τους προς την Εθνικήν Κυβέρνησιν για λογαριασμό του συνόλου του δημοσιογραφικού κόσμου(…) δια την εμπράκτως εκδηλωθείσαν αμέριστον συμπαράστασίν και ουσιαστικήν μέριμνα δια την ικανοποίησιν ζωτικών ζητημά­των του κλάδου». Ποιους συναντάμε ανάμεσα στους υπογράφοντες; Μεγάλα ονόματα της δημοσιογραφίας, που τα γνωρίσαμε όλοι μας (ως μεγάλα) στην Μεταπολίτευση (οι πληροφορίες από το jungle-report.blogspot). Να μερικά απ’ αυτά: Γιώργος Αναστασόπουλος, Οδυσσέας Ζούλας, Στάμος Ζούλας, Γιάννης Καιροφύλας, Παύλος Καμβύσης, Σπύρος Καρατζαφέρης, Νίκος Κα­τσαρός, Λυκούργος Κομίνης, Βασίλης Κοντοβαζενίτης, Δημήτρης Ρίζος, Σταύρος Ψυχάρης… Τι σημαίνει τούτο; Πώς όλοι αυτοί ήταν χουντικοί; Πώς ό,τι έγραψε έκτοτε ή θα γράψει ο Δημήτρης Ρίζος ή ο Στάμος Ζούλας, πως ό,τι έγραψαν ο Παύλος Καμβύσης ή ο Λυκούργος Κομίνης (και με το οποίον δεν θα συμφωνούμε) θα ελέγχεται ως… χουντόφρον;
Φυσικά, το να έχεις την υπογραφή σου κάτω από ένα τέτοιο κείμενο δεν σε τιμά… άλλο όμως αυτό και άλλο να καταχωρίζονται στους απολογητές της χούντας όλοι οι παραπάνω. Κάτι τέτοιο μόνον οι ηλίθιοι και κομπλεξικοί κάφροι, όπως και οι κουκουλοφόροι του διαδικτύου, θα το υποστηρίξουν.
Η πλειονότητα των Ελλήνων, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, είχαν κάποιο δούναι και λαβείν με το χουντικό καθεστώς. Τι σημαίνει αυτό; Πώς ήταν όλοι χουντικοί; Ο Μάνος Χατζιδάκις έκανε ολόκληρο δίσκο σε παραγωγή του χουντικού ΕΟΤ, όπως και φωτογραφιζόταν με στελέχη του καθεστώτος. Τι σημαίνει αυτό; Πως ήταν χουντικός; Αν βγω εγώ, δηλαδή, και αναπαράγω ένα κείμενό του, θα εμφανιστεί κάποιος και θα μου πει πως αβαντάρω συνεργάτη της χούντας; Θα πρέπει να είναι εντελώς ηλίθιος. Για τον Νίκο Δήμου αποκαλύφθηκε προσφάτως πως είχε διοριστεί σε κάποια επιτροπή επί χούντας. Είναι ο Δήμου χουντικός; Υπάρχουν κάποια πράγματα ανάμεσα σ’ αυτά που γράφει ο Δήμου (π.χ. για το Άγιο Φως), που με βρίσκουν απολύτως σύμφωνο. Τι σημαίνει αυτό; Πώς θα πρέπει να απολογηθώ –σε ποιον και γιατί;– επειδή τα υποστηρίζω κι εγώ; Ο Πουλικάκος πάλι, που φαίνεται να χυδαιολογεί εις βάρος μου –ντροπή του αν συνέβη κάτι τέτοιο, και δυο φορές ντροπή για τον φίλο του, τον χοντρονταλούκα, που τον ανακάτεψε στη μέση και τον εξέθεσε, και όχι μόνο στα δικά μου μάτια– πρωταγωνιστούσε ως νεολαιίστικο πρότυπο (έστω και παρά τη θέλησή του) μαζί με τους υπόλοιπους M.G.C.σε χουντικά επίκαιρα. Τι σημαίνει αυτό; Πώς δεν πρέπει ν’ ακούμε τους M.G.C.ή τον Εξαδάκτυλο, ο οποίος ακουγόταν ακόμη και στη χουντοτηλεόραση; Άμα σας δείξω καταλόγους με ονόματα των Επιτροπών Λογοκρισίας επί Μεταπολίτευσης θα πέσετε από τα σύννεφα; Τι σημαίνει αυτό πως δεν θα ξαναδούμε ταινία του… Ορέστη Λάσκου ή δεν θα ξαναδιαβάσουμε βιβλία του Γιώργου Διζικιρίκη; Μόνον ένας βλαμμένος, σαν τον Μανώλη Νταλούκα, θα σκεφτόταν έτσι.
OΧρονόπουλος έγραψε κάτι το 1970-71 με το οποίο διασκέδασα (περί ευθυμογραφήματος επρόκειτο), βρίσκοντάς το έξυπνο και επιτυχημένο, με το βιβλίο του, μάλιστα, να βρίθει από αντιχουντικές ατάκες! (Καλώ δε, και επί τη ευκαιρία, τον… δημοσιοκάφρο να πάει και να ζητήσει τον λόγο από τον ΚΥΡ που φιλοτέχνησε το εξώφυλλο του βιβλίου του Χρονόπουλου, καθώς και από τον ζωγράφο-σκιτσογράφο Κώστα Βλάχο που επιμελήθηκε τις μέσα σελίδες, επειδή οι άνθρωποι, κατά τον μπουρδολόγο μας, συνεργάστηκαν με... χουντικό).
Ανεξαρτήτως όμως αυτού, και όπως έχω τονίσει πολλές φορές, ο ελληνικός χιπισμός και η λεγόμενη «ψυχεδελική νεολαία» (έτσι την αποκαλεί μόνον ο γνωστός μπουρδοκώλης και κανένας άλλος) ήταν οι κύριοι μοχλοί της χούντας στην προσπάθειά της να καθυποτάξει τον νεαρόκοσμο. Να τον εμποδίσει, δηλαδή, να ασχοληθεί με την αντιδικτατορική πάλη, μέσα από τις οργανώσεις της Αριστεράς, να τον φλομώσει… στην αγάπη και το λουλούδι, για να τον αποτρέψει από την αγωνιστική του διάθεση και το αγωνιστικό του καθήκον. Το κατάφερε. Μέχρι το ’73…
Τώρα, το ποιος λιβανίζει τους χουντικούς, με το να υποστηρίζει τις μεθόδους που εφάρμοσαν στο πεδίο ελέγχου της νεολαίας, υβρίζοντας ταυτοχρόνως την Αριστερά, είναι ηλίου φαεινότερον. Πρόκειται για ένα νεοφιλελεύθερο ρετάλι. Άθλιος ο μισθός του.

δημόσια λίγδα

$
0
0
Μανώλης Νταλούκας:
«...».
Δημήτρης Πουλικάκος:
«...».
Μανώλης Νταλούκας:
«...».

(update 1:27 μ.μ.)
Έπρεπε να του το πει ο αναγνώστης Gregoryτου Νταλούκα ότι διέπραξε ύπατο ατόπημα με το να εμφανίζει τον Πουλικάκο να χυδαιολογεί εις βάρος μου; Ο ίδιος δεν μπορούσε να το καταλάβει από μόνος του – ότι εξέθεσε και τον Πουλικάκο και τον εαυτό του με την κοτσάνα που διέπραξε;
Εις ένδειξη καλής διάθεσης θα απαλείψω κι εγώ τις συγκεκριμένες προτάσεις από το blog μου επειδή σέβομαι την ιστορία του Πουλικάκου, προστατεύοντας συγχρόνως και τον… αντίδικο.

Ο Νταλούκας παραπονιέται για τους χαρακτηρισμούς μου προς το άτομό του, οι οποίοι (χαρακτηρισμοί) παίρνουν πάντα αφορμή απ’ αυτά που γράφει για μένα. Όποτε, λοιπόν, αναφέρθηκα επωνύμως σ’ αυτόν το έχω πράξει επειδή με έχει προκαλέσει, με αντίστοιχες δικές του αναφορές και χαρακτηρισμούς σε συγκεκριμένες αναρτήσεις του. Έχει φθάσει δε, παλαιότερα, να με αποκαλέσει έως και «αδελφή» (εκτός απ’ όλα τ’ άλλα), χρησιμοποιώντας τη λέξη με την προσβλητική-ρατσιστική της σημασία. Δεν μ’ ένοιαξε, όχι γιατί δεν είμαι «αδελφή», αλλά γιατί τέτοιοι χαρακτηρισμοί γέρνουν την πλάστιγγα των εντυπώσεων προς το μέρος μου. Όπως έγειρε η πλάστιγγα προς το μέρος μου και λόγω των χαρακτηρισμών του Πουλικάκου, που δημοσιοποίησε.

Αν ο Νταλούκας δεν θέλει να αναφέρω στις αναρτήσεις μου το όνομά του, ούτε να προβαίνω σε χαρακτηρισμούς, τότε να παύσει να ασχολείται μαζί μου. Εγώ καλύπτομαι και από το επίπεδο των «έξυπνων μπηχτών» (χωρίς να αναφέρω το ονοματεπώνυμό του δηλαδή) γιατί έχουν προκύψει πολλά ζητήματα (τι να κάνουμε τώρα… υπάρχουν ορισμένα θέματα με τα οποία ασχολούμαστε και οι δύο) επί των οποίων γράφει μπαρούφες και θα πρέπει να αποκατασταθούν στην πορεία οι αλήθειες. Από το πώς θα πορευτεί λοιπόν ο ίδιος στο μέλλον θα επιλέξω κι εγώ τον τρόπο αντιμετώπισής του…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΡΑΣ κι άλλο 45άρι

$
0
0
Όπως είχα γράψει πριν δύο μήνες σχεδόν (2/5/2014)… είναι ιδιαίτερο τούτο το projectτουΔημήτρη Καρρά, κι έχει την αξία του – αφ’ ης στιγμής συνεχίζεται και βαθαίνει. Πρόκειται γι’ αυτή την σειρά των 45αριών (με τα δύο τραγούδια) των StudioPazl, MusicCornerκαι B-otherSiderecords, που ξεχωρίζουν αμέσως, οπτικώς, από τα ασπρόμαυρα εξώφυλλα του Κώστα Παντούλα. Έχω ήδη γράψει για τα προηγούμενα τρία νούμερα της σειράς (τα… μπετά με τους Σωκράτη Μάλαμα/ Βασίλη Καρρά, το «Άκου το τραγούδι» με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και το «Ρετιρέ» με την Φωτεινή Βελεσιώτου), ενώ, τώρα, ρίχνω στο πικάπ το τέταρτο δισκάκι που φέρνει κάτω από την ίδια στέγη δύο διαφορετικούς ερμηνευτές –εννοώ πως εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες– τον Γιάννη Κότσιρακαι τον Νικήτα Κλιντ.
Το τραγούδι με τον Κότσιρα έχει τίτλο «Ντροπή» και είναι σε μουσική και στίχους του Δημήτρη Καρρά. Πρόκειται για μία ακουστική κατά μίαν έννοια μπαλάντα (ενορχηστρωμένη για κλασική κιθάρα, λαούτο και μπάσο, είτε με δοξάρι είτε με ebow, από τον Νίκο Γύρα), την οποίαν ο Γιάννης Κότσιρας αποδίδει με σθένος. Εννοώ πως το τραγούδι είναι «βαρύ», και από μουσικής και από στιχουργικής πλευράς (θα το χαρακτήριζα γενικώς ως… μαλαμικής αντίληψης), απαιτώντας επί της ουσίας την στιβαρή και καθαρή ερμηνεία. Ο Κότσιρας, που έχει πει τέτοιου τύπου τραγούδια και στο παρελθόν, πράττει εδώ το αυτονόητο.
Το «Εγωισμοί» (σε μουσική και στίχους πάντα του Δημήτρη Καρρά) δεν διαφέρει και τόσο από το προηγούμενο κομμάτι – αν και μου αρέσει περισσότερο. Η αφηγηματική ερμηνευτική του εξέλιξη (Νικήτας Κλιντ) είναι σαφής ανακαλώντας στη μνήμη μου (στα κουπλέ τουλάχιστον) την πιο προσωπική τραγουδοποιία του Παύλου Παυλίδη, ενώ (το κομμάτι) υποβοηθείται τόσο από την μελωδική γραμμή, όσο, βεβαίως, και από την πιανιστική (βασικά) συνοδεία (ακούγεται επίσης λίγο ακουστική κιθάρα, όπως και κρουστά). Ένα ωραίο τραγούδι.
Επαφή: www.b-otherside.gr

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΚΗΝΗ επαναλήψεις και εκπλήξεις

$
0
0
Ένα βινύλιο κι ένα demoαπό δύο συγκροτήματα της ελληνικής σκηνής, που δρουν συνήθως πίσω από τα κυρίαρχα φώτα…
JOALZ: Hello Darkness my Friend [Scribe]
Πριν λίγες ημέρες έφθασε στα χέρια μου το 12ιντσο 4tracksEPτων JoalsHelloDarknessmyFriend”. Επειδή όμως γι’ αυτά τα τέσσερα κομμάτια είχα γράψει την γνώμη μου πέρυσι τον Σεπτέμβριο (10/9/2013) ακούγοντας ένα promoCD-R, μεταφέρω εκείνη την κριτική στο τώρα… 
«Οι Joals, με τα κανονικά και… προσωρινά μέλη τους (Δημήτρης Ζωγράφος, MayRoosevelt, Γιάννης Μπακούλης, Λεωνίδας Σέγκας, Μαίρη Τσώνη – από τους MaryandTheBoy), επιχειρούν σε σκοτεινέςrockπεριοχές, οι οποίες οριοθετούνται, βασικά, από τα φωνητικά μέρη. Ναι μεν οι μουσικές –πλημμυρισμένες με Velvet-ικά και κάποια kraut-ικά στοιχεία–, αλλά είναι οι ερμηνείες (της Τσώνη) εκείνες που δίδουν στο “HelloDarknessmyFriendμια ταυτότητα, που να ξεπερνά όχι το προφανές, αλλά εν πάση περιπτώσει το αναμενόμενο. Το εισαγωγικό “Outspokenyouare” αναπτύσσεται, ηχητικώς, γύρω από μιαν απλή ρυθμική βάση, με τις κιθάρες και τη θερεμίνη να στήνουν ένα electro-rockσκηνικό. Ακόμη πιο εντυπωσιακή ακούγεται η φωνή στο “Alligatorwine” του ScreaminJayHawkins (οι εισαγωγικές κιθάρες θα μπορούσε να θυμίζουν –''να θυμίζουν''λέω– ακόμη και Amon Düül II). Η Τσώνη ερμηνεύει τραβηγμένα, αλλά πιθανώς να μην γινόταν κι αλλιώς. Το κομμάτι το απαιτεί. Δεν μπορείς να παραβλέψεις τον πρώτο διδάξαντα. Πατάςεπάνω και επιχειρείς να δώσεις τη δική σου διάσταση-παράσταση. Στο OhdarlinMargaret” οι στίχοι του PaulCelanδημιουργούν οπωσδήποτε μιαν ατμόσφαιρα, αλλά το παν εδώ είναι το background (πίσω και από την θερεμίνη), που χρωστά (έτσι νομίζω) στο “Deadlock” των CAN. Το τελευταίο trackέχει τίτλο “Text 1018”, έχει ανδρικά φωνητικά (καλύτερα ψιθύρους) με τις κιθάρες να γεμίζουν καθ’ όλη τη διάρκεια και τα ηλεκτρονικά να προσθέτουν σε όγκο. Θα ξανακούσω τους Joalz». 
Tους ξανάκουσα…
ZENERIK: Yeneƨis [ΙδιωτικήΠαραγωγή]
Περιστασιακό ή μη σύνολο οι Zenerikέχουν στην κατοχή τους ένα από τα πιο ενδιαφέροντα improvάλμπουμ που έφθασαν στ’ αυτιά μου τον τελευταίο καιρό. Από την… εποχή των XYSM(2011) είχα ν’ ακούσω ελληνικό συγκρότημα, που να αντιμετωπίζει τον ομαδικό αυτοσχεδιασμό με τέτοια και τόση τόλμη, που να καταγράφει τις ιδέες του με τέτοια και τόση σιγουριά και βεβαίως αισθητική πληρότητα. Αν και το άλμπουμ δεν είναι κανονικό (μ’ ένα CD-Rέχουμε να κάνουμε), το “Yeneƨis” εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσε να δημιουργήσουν (μέσω μιας φυσικής παραγωγής) εκείνο που θ’ αποκαλούσαμε «δισκογραφική έκπληξη». Εννοώ, δηλαδή, πως δεν υπάρχει άλλο ελληνικό σχήμα που να ηχεί, σήμερα, με τέτοιον τρόπο, που να ενώνει, με άλλα λόγια, το progressiverockμε τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, μέσω μιας εξερευνητικής-ψυχεδελικής διάθεσης. Οι Tsaggali-Deeφλάουτο, σοπράνο σαξόφωνο, κλαρινέτο, Σωτήρης Τ. άλτο σαξόφωνο, Αλέξανδρος Κρητικός τρομπέτα, Γιάννης Κ. & Ζαχαρίας Κοτσίκης κιθάρες, SuperMariomoogσυνθεσάιζερ, Λίνα Φονταρά μπάσο, παραγωγή, Άκης Κ. ντραμς και Αντώνης Παπάζογλου κρουστά συντονίζουν εαυτούς και αλλήλους σε μια σειρά πέντε συνθέσεων στοχεύοντας, κατ’ αρχάς, σ’ έναν υψηλού δυναμικού ηχητικό πλουραλισμό. Με την ηλεκτρική «ελευθερία» να πυροδοτεί διαρκείς και απρογραμμάτιστες εκπλήξεις, με την παικτική φαντασία να αναδεικνύει τα πάσης φύσεως breaksσε πρωταγωνιστές της ηχογράφησης, με τα ηλεκτρονικά να γεμίζουν και να τεντώνουν τα «κενά» και με το μπάσο, όπως και το υπόλοιπο ρυθμικό τμήμα, να κανονίζει όλες τις επιμέρους εντάσεις, οι Zenerikμπορούν να υπερηφανεύονται πως παρέδωσαν μια δουλειά, που θα μπορούσε μέσω μιας πιο επικεντρωμένης εγγραφής/παραγωγής να χτυπήσει πολύ ψηλά. Μα πάρα πολύ ψηλά. Θαυμάζω το στυλ τους στο έσχατο “Deliverance”, ένα κομμάτι που παραπέμπει στospace-improv-progτων Catapillaτου άλμπουμ “Changes”, και απορώ πώς και με τέτοιας κλάσης tracksτο “Yeneƨis”δεν έχει κοπεί ακόμη σε βινύλιο…

ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ και ο Ηνίοχος

$
0
0
Πέθανε προχθές, την Παρασκευή, ο εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος στα 73 χρόνια του. Για βιβλία του Κάκτου, του εκδοτικού οίκου με τον οποίον συνέδεσε το όνομά του από την Μεταπολίτευση και μετά, υπάρχουν ήδη μερικές αναφορές στο δισκορυχείον (π.χ. για τα βιβλία Ανθολογία Επιστημονικής Φαντασίας, Η Δυστυχία τού να Είσαι Μαλάκας του Λεωνίδα Χρηστάκη, Χίτλερ Ζεις την ΑΕΚ Οδηγείς του Γιάννη Δημαρά κ.λπ.), ενώ θα υπάρξουν και άλλες στο μέλλον… Στο βιογραφικό του εκδότη, που μοιράστηκε την Παρασκευή και αναρτήθηκε στα sitesόλων των περιοδικών και των εφημερίδων κατά τα συνήθη (Καθημερινή, Τα Νέα, LiFO, Η Αυγήκ.λπ.), διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα πως ο Οδυσσέας Χατζόπουλος…«το 1960 εξέδωσε το πρώτο του περιοδικό Γραμμάτων και Τεχνών στον‘Ηνίοχο’». Γράφω λοιπόν πως αυτό το… «στον» μου χτύπησε στο μάτι από την αρχή. Λες και ο Ηνίοχοςήταν κάποια εκδοτική εταιρεία, που τύπωνε (και) περιοδικά, ανάμεσα στα οποία και το αγνώστου τίτλου τού πρωτοεμφανιζόμενου Χατζόπουλου. Στην πραγματικότητα Ηνίοχοςήταν ο τίτλος του περιοδικού, το οποίον εξέδιδαν οι Ο. Ι. Χατζόπουλος – Γ. Μ. Αλβανόπουλος (με διευθυντή σύνταξης τον Λ. Γ. Λιαρόπουλο και καλλιτεχνικό επιμελητή τον Δ. Ι. Αγγελή).
Ο Ηνίοχοςήταν ένα από τα καλά περιοδικά Τέχνης των αρχών του ’60, και πριν… εκπνεύσει πρέπει να κυκλοφόρησε 3-4 τεύχη. Έχω στην κατοχή μου τα πρώτα δύο εξ αυτών (για τα οποία θα γράψω λίγα λόγια στη συνέχεια), φίλος έχει το τρίτο, ενώ δεν αποκλείω να υπάρχει κι ένα ακόμη… Στο editorialτου πρώτου τεύχους του Ηνίοχου, που κυκλοφορεί τον Μάιο του 1960, οι δύο εκδότες γράφουν ανάμεσα σε άλλα (ο Οδυσσέας Χατζόπουλος, ας το έχουμε στο νου μας, ήταν τότε μόλις 19 ετών): «Αν σταθεί να μελετήσει κανείς τις συνθήκες οι οποίες επικρατούν γύρω από κάθε νέα εκδοτική προσπάθεια που δεν στηρίζεται παρά μόνο στις πνευματικές δυνάμεις, στο κέφι και στην αγάπη αυτών που την επιχειρούν, σίγουρα θα πρέπει να απογοητευθεί από την αρχή. Το συμπέρασμα είναι πάντα το ίδιο. Τίποτα δεν μπορεί να σταθεί όρθιο στον καιρό μας αν τα μέσα που διαθέτεις για να πας μπροστά είναι μία τίμια πνευματική τοποθέτηση, κι αληθινή αγάπη για τους γύρω και τον τόπο σου, η συνειδητοποίηση της ανάγκης να συζητήσεις.(…) Ο ‘Ηνίοχος’ δεν έχει μόνιμους συνεργάτες. Δεν θέλησε να ’χει μόνιμους συνεργάτες. Ο χώρος μέσα στον οποίο κινείται –λογοτεχνία, θέατρο, κινηματογράφος, εικαστικές τέχνες, μουσική– γενικώτερα οι τομείς των γραμμάτων, των τεχνών και της επιστήμης που καλύπτει είναι ανοιχτοί σε όλους, ιδιαίτερα για τους νέους(…)». Και πράγματι ξεφυλλίζοντας το πρώτο τεύχος (που είναι πλέον 54 χρόνια παλαιό) «κολλάει» κανείς σε διάφορα…
Κατ’ αρχάς στις μπροστινές σελίδες υπάρχει μια καταχώριση του εκδοτικού οίκου Επιστημονική Εταιρία ‘Πάπυρος’, στην οποίαν διαφημίζονται… Οι Αρχαίοι Συγγραφείς. Αναφέρεται, μάλιστα, πως μέχρι τότε (1960) στη σειρά Λευκήν Βιβλιοθήκην Παπύρουείχαν κυκλοφορήσει 277(!) τόμοι με έργα αρχαίων συγγραφέων και πως ανά δεκαπενθήμερο θα εκδίδονταν και νέοι (τόμοι). Δεν ξέρω αν είναι γνωστό, αλλά το έργο του Παπύρουτο συνέχισε από το 1991 και μετά ο Κάκτος, υπό τον Οδυσσέα Χατζόπουλο, ο οποίος κατάφερε να κυκλοφορήσει στη σειρά Αρχαία Ελληνική Γραμματεία ‘Οι Έλληνες’ περισσότερους από 600(!) τόμους με αρχαία κείμενα. Δεν χρειάζεται να πω πως οι νεότεροι (αναγνώστες) έχουν ταυτίσει τον Κάκτοκαι τον Οδυσσέα Χατζόπουλο μόνο με αυτήν την συγκεκριμένη εκδοτική προσπάθεια. Και κάτι ακόμη που μπορεί να έχει την σημασία του… Η έδρα του Παπύρου, το 1960, ήταν στην οδό Πανεπιστημίου (Ελ. Βενιζέλου) 46, εκεί δηλαδή όπου στεγαζόταν και ο Κάκτοςστα χρόνια μας.
Κείμενα λοιπόν του AlbertCamusκαι της Κωστούλας Μητροπούλου, ποιήματα της Ολυμπίας Καράγιωργα, του Τάσου Ρούσσου και του Γιάννη Νεγρεπόντη, κριτικές αναλύσεις ταινιών (ο σκηνοθέτης και διευθυντής σύνταξης του περιοδικού Λάμπρος Λιαρόπουλος γράφει για το Χιροσίμα Αγάπη μου), θεατρικά του Ionesco, άρθρα μουσικού ενδιαφέροντος (ο Ανδρέας Ρικάκης γράφει για τον GustavMahler) και άλλα διάφορα συμπληρώνουν τις σελίδες του Ηνίοχου, μέσα από τα οποία ξεχωρίζω το… Η Μείζων Οικογένειακάποιου Κ. Δημητρίου. Ένα προχωρημένοκείμενο όχι μόνον για τα δεδομένα του ’60 –αυτό εννοείται –μα ακόμη και για τα σημερινά! Επειδή οι… παρεξηγήσεις που θα μπορούσε να υπάρξουν (εκείνη την εποχή), από την δημοσίευση ενός τέτοιου κειμένου θα ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρες, οι εκδότες είχαν φροντίσει από την αρχή να κρατήσουν «πισινή». Διαβάζουμε: «Ο ‘Ηνίοχος’ διατηρεί τις επιφυλάξεις του για το περιεχόμενο του άρθρου αυτού. Η δημοσίευσις γίνεται σύμφωνα με την αρχή του περιοδικού να φιλοξενεί απόψεις, από τις οποίες θα μπορούσε να προκύψει κάτι καλό, με μια δημιουργική συζήτηση που είναι δυνατόν να επακολουθήσει». Δεν ξέρω αν η υπογραφή «Κ. Δημητρίου» είναι πραγματική ή αν πρόκειται για ψευδώνυμο κάποιας «φίρμας» της εποχής, που δεν ήθελε να εκτεθεί μέσω του πραγματικού ονόματός της, σε κάθε περίπτωση πάντως η… Μείζων Οικογένεια είναι ένα κείμενο που δεν μπορεί κανείς (αφού το διαβάσει) να το αγνοήσει.
«(…) Η ‘μείζων οικογένεια’ είναι μία πρόταση που έχω να κάνω στον άνθρωπο της εποχής με τα πολλαπλά ερωτικά και οικονομικά προβλήματα: η συζυγία από διπρόσωπη να γίνει τετραπρόσωπη, δύο γυναίκες και δύο άντρες να συνέρχωνται για να αποτελέσουν το κοινωνικό κύτταρο της οικογένειας.(…) Η πρότασή μου για την καθιέρωση του θεσμού της ‘μείζονος οικογενείας’ δεν είναι ούτε γαργαλισμός, ούτε σκανδαλοθηρευτικό πυροτέχνημα, ούτε ‘εξυπηρετική’ για κυρίους και κυρίες βελτιωμένου φροϋδισμού. Δεν δίνω σε κανένα το λόγο μου ότι πασχίζω να τον βοηθήσω στις ερωτικές του αναζητήσεις κι’ ούτε βεβαιώνω κανέναν άλλο πως αφ’ ότου γίνη μέλος μιας τέτοιας οικογένειας δεν θα τρελλαθή ή δεν θ’ αυτοκτονήση. Κι’ όχι βέβαια πως δεν πιστεύω ότι ο θεσμός είναι πραγματώσιμος· ίσα-ίσα, αυτή είναι η βασική μου άποψη, έχω τη γνώμη πως αν αρχίση να εφαρμόζεται γρήγορα θα επεκταθή και θα επικρατήση.(…) Εξωτερικά βλέποντας και με βάση τα μέτρα που μου παρέχει ο ίδιος ο σύγχρονος άνθρωπος με τη ζωή του συμπεραίνω πως δεν μπορεί, αυτή η αναζήτησή του για ‘αλλαγή’ στον ερωτικό του βίο, ο τόσο συχνός κορεσμός, η ασφυξία της μονοτονίας με τόσο πλούσια επακόλουθα σε διαζύγια και ‘διανεμόμενα’ τέκνα, δεν μπορεί παρά να αναζητάη τη νομιμοποίηση και αναγνώριση του πολυπρόσωπου έρωτα για να λυτρωθή και να ησυχάση.(…) Κι’ ας μην ξεχνάμε ότι στην τετραπρόσωπη συζυγία δεν θα υπάρχη ούτε για παρηγοριά μας το επιχείρημα της αναξιότητας του ερωτικού ‘αντίζηλου’ –του δεύτερου ομόφυλου μέλους της τετράδας– αφού στην εκλογή θα μπορούμε απ’ αρχής να δώσουμε αποφασιστικά τη γνώμη μας. Αντίθετα, σύμπνοια και αγάπη ανάμεσα στο ομόφυλα μέλη της οικογένειας θα προσθέση ένα ακόμα εσωτερικό συνεκτικό στοιχείο, ένα νέο παράγοντα γαλήνης, τη φιλία που ίσως να χρειάζεται πιο πολύ από κάθε τι.(…)».
Δεν ξέρω πόσους μπορεί να είχε συγκινήσει η Μείζων Οικογένειαεκείνη την εποχή. Πάντως, σίγουρα, είχε συγκινήσει τον Λεωνίδα Χρηστάκη, ο οποίος αναδημοσιεύει το κείμενο στο τρίτο τεύχος του περιοδικού Κούρος, τον Ιούνη του 1971… Πιθανώς, τώρα, η δεύτερη (αποσπασματική) αναδημοσίευσή του να είναι τούτη εδώ…
Το δεύτερο τεύχος του Ηνίοχουκυκλοφορεί τον Ιούνιο του 1960, με μια ωραία… διακοσμητική σύνθεση του Νίκου Σαξώνη στο εξώφυλλο. Στο editorialοι Χατζόπουλος και Αλβανόπουλος τα χώνουν στο σινάφι, που έθαψε το πρώτο τεύχος του περιοδικού γράφοντας: «(…) Γι’ αυτή τη ‘στάση σιωπής’ αισθάνθηκαν την ανάγκη να δικαιολογηθούν μερικοί (παίρνοντας προφανώς αφορμή από τη λαμπρή εμφάνιση του τεύχους) ότι ο ‘Ηνίοχος’ είναι ‘επιχείρηση’ και επομένως αν έγραφαν κάτι στις στήλες τους θ’ αποτελούσε μια δωρεάν διαφήμιση. Είναι να χαίρεται κανείς μ’ αυτή την οικονομολογική διορατικότητα μια κι’ είναι γνωστό πόσο ‘έχουν ψωμί’ τα περιοδικά γραμμάτων και τέχνης στη χώρα μας.(…)». Στις σελίδες… απόσπασμα από το «10» του Μ. Καραγάτση, ποιήματα των Τάκη Παπατσώνη, EzraPoundκαι Νικηφόρου Βρεττάκου, ένα διήγημα του Αλέξη Ζακυθηνού, το δεύτερο μέρος του άρθρου του Ανδρέα Ρικάκη για τον GustavMahler, ο Λάμπρος Λιαρόπουλος γράφει για το κινηματογραφικό κίνημα της nouvellevague, ο Μιχάλης Αδάμης αναφέρεται στον δωδεκαφθογγισμό στη μουσική, δημοσιεύονται οι παρτιτούρες του από την μελοποίηση του ποιήματος Φωνέςτού Καβάφη (έργο… Για μικτή χορωδία acappella), ενώ υπάρχουν ακόμη μια ανασκόπηση των θεατρικών δρωμένων της περιόδου 1959-1960, κριτικές βιβλίων από τον Άρη Δικταίο και άλλα διάφορα. Ανάμεσά τους και το κείμενο «Εγχειρίδια προς χρήσιν των φοιτητών» του 25χρονου τότε Σπύρου Ζουρνατζή, στο οποίον ο μετέπειτα (προφανώς) υφυπουργός… επί Πολυτεχνείου (της δοτής κυβέρνησης Μαρκεζίνη του Οκτωβρίου 1973 εννοώ) και ευρωβουλευτής ακόμη πιο μετά της ΕΠΕΝ καταφέρεται εναντίον του ελληνικού φοιτητικού κινήματος της εποχής κατηγορώντας το για «συντεχνιασμό», επ’ αφορμής του αγώνα για την καθιέρωση φοιτητικού εισιτηρίου (οποία αιτιολογία!), και πως εμμένει (το φοιτητικό κίνημα) στην «πολιτική μισαλλοδοξία»των ακόμη προσφάτων Δεκεμβριανών (15-16 χρόνια είχαν περάσει) μη ανταποκρινόμενο στο δόγμα της… paxAmericanaα λα Eisenhower– στα… γαϊδουροκαλόκαιρα της αγάπης δηλαδή και όλα τα συναφή.
Τα ίδια-ανάλογα, σήμερα, δεν υποστηρίζουν οι αφεντάδες των αγορών, κάτι βλαμμένοι κλακαδόροι τους και όσοι θέλουν να σβήσουν την ιστορία με τις… γομολάστιχες της ντροπής;

GAIL HOLST – ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

$
0
0
Την αυστραλή συγγραφέα, μουσικό, μουσικολόγο και πανεπιστημιακό GailHolstοι πιο πολλοί θα την γνωρίζουν, υποθέτω, από το Δρόμος για το Ρεμπέτικο, που κυκλοφόρησε το 1977 από τις εκδόσεις τής DeniseHarvey– ένα επιτυχημένο βιβλίο που έχει κάνει τουλάχιστον έξι ανατυπώσεις μέχρι σήμερα. Η Holst, που είχε έλθει κατά πρώτον στην Ελλάδα ως τουρίστρια το 1965, δεν ενθουσιάστηκε μόνον από το ρεμπέτικο (όπως θα φαινόταν στη διαδρομή), αλλά και γενικότερα από την ελληνική λαϊκή κουλτούρα και ακόμη από την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Μελέτησε το προδικτατορικό έργο τού έλληνα συνθέτη, έσκυψε πάνω στα τραγούδια του την εποχή τού εκτοπισμού, της φυλάκισης και της εξορίας του κατά την διάρκεια της επταετίας, ενώ ασχολήθηκε και με το φαινόμενο πλέον «Θεοδωράκης» στην εποχή της Μεταπολίτευσης, τοποθετώντας πάντα την «θεοδωρακική» δημιουργία μέσα στο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο τής εκάστοτε εποχής.
Η Holstγνώρισε από κοντά τον Θεοδωράκη σε μια περιοδεία τού τελευταίου στην Αυστραλία το 1972, ενώ μπήκε και στην ορχήστρα του, ως μουσικός, τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, άρα ήταν λογικό μέσα από αυτήν την ενασχόληση (που εμπεριείχε και προσωπικά στοιχεία) να προκύψει κάποια στιγμή μια μελέτη. Και όντως. Το βιβλίο προέκυψε… και αναφέρομαι στο Theodorakis/ Myth& PoliticsinModernGreekMusic [Hakkert, Amsterdam 1980], το οποίο μεταφράστηκε την ίδιαν εποχή (1980) και στη γλώσσα μας από τον Σταμάτη Κραουνάκη και την Λίζυ Τσιριμώκου για να κυκλοφορήσει ως Μίκης Θεοδωράκης/ μύθος και πολιτική στη σύγχρονη ελληνική μουσικήαπό τις εκδόσεις Ανδρομέδα.
Τώρα, το εν λόγω βιβλίο ξανατυπώνεται από τις εκδόσειςΜετρονόμοςτου Θανάση Συλιβού και μάλιστα μεταφραστικώς βελτιωμένο, με καινούριο πρόλογο του συνθέτη, συν ένα ακόμη κεφάλαιο που δεν υπήρχε στην πρώτη έκδοση, το «Αρχαίες και σύγχρονες ελληνικές τραγωδίες στις όπερες του Μίκη Θεοδωράκη» σε μετάφραση Ειρήνης Α. Βρης. Χρειαζόταν η δεύτερη αυτή έκδοση; Οπωσδήποτε, καθότι πρόκειται για ένα αγνοημένο ακόμη και στην εποχή του, όπως και χαμένο από χρόνια, βιβλίο, το οποίο ξεχωρίζει από το σύνολο των σχετικών αναφορών επειδή συνδυάζει την επιστημονική-μουσικολογική ανάλυση με την κοινωνικοπολιτική παρατήρηση και την ιστορική τεκμηρίωση, εστιάζοντας στο έργο, τον βίο και την προσωπικότητα του Θεοδωράκη από τα παιδικά χρόνια του έως και τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Αν και το Μίκης Θεοδωράκης/ μύθος και πολιτική στη σύγχρονη ελληνική μουσική είναι προϊόν της εποχής του –των lateseventiesεννοώ–, που σημαίνει ότι ορισμένα συμπεράσματα που αφορούν κυρίως στην περίοδο της δικτατορίας, όπως και σ’ εκείνην της Μεταπολίτευσης, είναι γραμμένα κάτω από το βάρος των προσφάτων (ακόμη τότε) καταστάσεων και δεν μπορεί παρά να ελέγχονται, εξαιτίας του φορτίου που κουβαλούν, ως προς την αντικειμενική ακρίβεια και την διακριτή τοποθέτησή τους μέσα στην ιστορική εξέλιξη, εντούτοις το ενδιαφέρον του παραμένει υψηλό ακόμη και σήμερα. Και τούτο γιατί η Holstεξετάζει το υλικό της απ’ όλες τις γωνίες και τις διευθύνσεις, επικεντρώνοντας σε έργα και τραγούδια που έπαιξαν συγκεκριμένο αισθητικό και κοινωνικό ρόλο σε μια ταραγμένη (άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο) εικοσαετία.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 13 κεφάλαια, που ακολουθούν, γραμμικώς, την προσωπική και καλλιτεχνική πορεία του συνθέτη. Η Holstέχοντας να διαχειριστεί ένα τεράστιο υλικό –την ιστορία κατ’ ουσίαν της νεότερης Ελλάδας– δεν κολλάει πουθενά, ούτε μασάει τα λόγια της. Και τούτο γιατί, όντας μη Ελληνίδα, δεν έχει να απολογηθεί σε κανέναν και για τίποτα. Λέει ευθαρσώς τη γνώμη της, δίχως να λογαριάζει το... συγγραφικό κόστος. Έτσι, όταν σημειώνει πως… «οι εκλογές του ’61 έγιναν μέσα σε ατμόσφαιρα βίας και νοθείας»και πως… «ο Γεώργιος Παπανδρέου, αρχηγός της Ένωσης Κέντρου, που κάποτε έπαιζε τον ρόλο της μαριονέτας των Άγγλων και έσταζε φαρμάκι για τους κομμουνιστές, με την ίδια ένταση τώρα έκανε ανοιχτή επίθεση στη Δεξιά και βρέθηκε ξαφνικά λαϊκός ήρωας»… ορίζει με αδρές γραμμές το περιβάλλον εντός του οποίου δημιουργούσε ο συνθέτης στις αρχές των sixties– μετά την τομή του «Επιτάφιου», αλλά πριν από τις δολοφονίες του Λαμπράκη και του Πέτρουλα. Με τις μουσικές τού Θεοδωράκη –κάποια τραγούδια του καλύτερα– να είναι μονίμως και με κάθε αφορμή υπό απαγόρευση από το ραδιόφωνο, και με τις ηχογραφήσεις του («Ρωμιοσύνη») να εμποδίζονται την περίοδο της κυβέρνησης των αποστατών, ήταν σαν να προεξοφλούνταν τα χειρότερα που θα εμφανίζονταν με τον ερχομό της δικτατορίας. Είχαν προϋπάρξει όμως τα σημαντικά έργα του εκείνης της εποχής – και βασικά το «Άξιον Εστί». Η Holstεξετάζει διεξοδικώς τα περισσότερα από τα τραγούδια, όπως και τις ολοκληρωμένες συνθέσεις τής περιόδου («Λιποτάκτες», «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», «Ένας Όμηρος», «Ρωμιοσύνη», «Μαουτχάουζεν», “RomanceroGitano”…), λίγο πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου – ένα γεγονός που θα αποβεί, ως γνωστόν, καθοριστικό για την πορεία όχι μόνον του Θεοδωράκη, αλλά και ολόκληρης της χώρας. Όπως διαβάζουμε στο κεφάλαιο 8: «Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν υπήρχε περίπτωση να σωπάσει. Ήταν ήδη από παλιά πολιτικά εκδηλωμένος καλλιτέχνης και τα χρόνια της δικτατορίας ήταν τα πιο παραγωγικά της έως τότε ζωής του, αλλά καθώς δούλευε απομονωμένος ήταν ξεκομμένος από την άμεση ελληνική πραγματικότητα. Η πλήρης απαγόρευση της μουσικής του και η παγκόσμια δημοσιότητα που δόθηκε στη σύλληψη και φυλάκισή του, και αργότερα στις συναυλίες του και τα κείμενά του, τις ομιλίες του, ανέβασαν τη δημοτικότητά του στην Ελλάδα. Ήταν, όμως, μια δημοτικότητα που βασιζόταν κυρίως στην προδικτατορική μουσική του. Ελάχιστη από τη μουσική που συνέθεσε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας έγινε δημοφιλής(…). Αντίθετα, οι συνθέτες που παρέμειναν στην Ελλάδα –και εκτός φυλακής– έρχονταν σε άμεση επαφή με το ακροατήριό τους».
Η Holstεξετάζει την δημιουργική πορεία του Θεοδωράκη μέσα στην επταετία (είτε στις φυλακές, είτε στο Βραχάτι, είτε στη Ζάτουνα, είτε αργότερα εκτός Ελλάδας), προβαίνοντας σε ορθές, γενικώς, κοινωνικοπολιτικές κρίσεις, τονίζοντας την ανάμειξη της αμερικανικής κυβέρνησης γενικότερα και της CIAειδικότερα στο εσωτερικό μέτωπο, σημειώνοντας πως… «μόλις πέτυχε το πραξικόπημα οι ΗΠΑ έκαναν μερικές υποτυπώδεις διαμαρτυρίες, αλλά σύντομα έδειξαν καθαρά την υποστήριξή τους προς το καθεστώς των συνταγματαρχών»και πως… «το αποτυχημένο βασιλικό αντιπραξικόπημα ήταν μια επιπλέον ένδειξη ότι η αμερικανική κυβέρνηση έπαιρνε στα σοβαρά υπόψη της τους συνταγματάρχες σαν κυβέρνηση της χώρας και δεν ήταν διατεθειμένη να διακινδυνεύσει οποιαδήποτε ανάμιξη σε αντικυβερνητικές κινήσεις». Έτσι, ενώ παλαιά αυτά (και άλλα πολλά) ήταν κοινός τόπος που ταυτιζόταν (ο κοινός τόπος) με την αλήθεια, τα τελευταία χρόνια ορισμένοι (ο Νίκος Δήμου, η Σώτη Τριανταφύλλου κ.ά.) θέλουν να μας πείσουν πως τα πράγματα δεν ήταν και... τόσο απλά και πως πρέπει να προσέχουμε γενικώς τι λέμε, ειδάλλως… στενοχωρούμε άδικα την φίλη και σύμμαχο υπερδύναμη!
Πάντως γύρω από τον Θεοδωράκη η χούντα έπαιζε το δικό της παιγνίδι, επιχειρώντας να πείσει τον κόσμο πως ο συνθέτης απολάμβανε την ελευθερία των... χίπιδων και των ντιρλαντάδων, στέλνοντας ακόμη και δημοσιογράφους στο Βραχάτι για να διαπιστώσουν τα καθέκαστα ιδίοις όμμασι. Η Holstγράφει πως ο Θεοδωράκης ένοιωθε να τον χρησιμοποιούν και πως γι’ αυτό θα προτιμούσε καλύτερα να βρισκόταν στη φυλακή, παρά να τον εμφανίζουν οι χουντικοί σαν βιτρίνα. Ο ίδιος, πάντως, εξακολουθούσε να εκθέτει το καθεστώς στα μάτια των ξένων, ακόμη και από το Βραχάτι, και όχι χωρίς συνέπειες. Κάπως έτσι πέρασε από τον «κατ’ οίκον περιορισμό» στην εξορία στη Ζάτουνα της ορεινής Αρκαδίας –εκεί όπου έμεινε με την οικογένειά του για 14 μήνες, από τον Αύγουστο του 1968, έως τον Οκτώβριο του 1969– και από ’κει στις φυλακές του Ωρωπού, πριν την οριστική φυγάδευσή του στο Παρίσι την 13/4/1970. Διαβάζουμε στο βιβλίο: «Οι δικτάτορες ήθελαν να αποφύγουν την ηρωοποίηση του Θεοδωράκη. Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο στην Αθήνα, μαζί με έναν συγκρατούμενό του.(…) Λίγες μέρες μετά ο Θεοδωράκης είχε μια ξαφνική επίσκεψη. Ο Γάλλος πολιτικός Σρεμπέρ παρουσιάστηκε στο νοσοκομείο, συνοδευόμενος από τον συνταγματάρχη Ιωαννίδη. Επακολούθησαν σκηνές που θύμιζαν κατασκοπική κινηματογραφική ταινία. Ο Θεοδωράκης οδηγήθηκε στο αεροδρόμιο(…) και έφτασε στο Παρίσι ελεύθερος με το προσωπικό τζετ του Γάλλου πολιτικού. Ποιος ήταν ο απώτερος σκοπός αυτής της χειρονομίας είναι κάτι που ακόμα παραμένει μυστήριο. Η πιο εύλογη εξήγηση είναι ότι ο Θεοδωράκης επρόκειτο να αφεθεί ελεύθερος μαζί με άλλους κρατούμενους την 21η Απριλίου. Η πρόωρη απελευθέρωσή του αποτελούσε ίσως απόπειρα ευμενούς επηρεασμού των υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, που θα συγκεντρώνονταν στο Στρασβούργο στις 15 Απριλίου για να συζητήσουν για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα βασανιστήρια στην Ελλάδα. Ο παράξενος ρόλος του Σρεμπέρ στη όλη υπόθεση δεν έχει ακόμα ξεκαθαριστεί, αλλά η επιτυχής ‘απαγωγή’ του Μίκη Θεοδωράκη γράφτηκε αναμφισβήτητα στο ενεργητικό της πολιτικής του σταδιοδρομίας». Η ουσία είναι πως μέσω αυτής της κίνησης ο Θεοδωράκης έγινε «εικόνα» σε διεθνές επίπεδο, αφού «όχι μόνον ήταν ο φυσικός ηγέτης της ελληνικής αντίστασης στο εξωτερικό, αλλά και διεθνές σύμβολο αντίστασης σε κάθε δικτατορία».
Στο Παρίσι ηχογραφούνται τα περισσότερα από τα έργα που συνετέθησαν στις φυλακές και τις εξορίες («Ο Ήλιος και ο Χρόνος», «Τα Τραγούδια του Αντρέα», «Τα Τραγούδια του Αγώνα», «Κατάσταση Πολιορκίας», «Πνευματικό Εμβατήριο» κ.λπ.), με την Μαρία Φαραντούρη, τον Αντώνη Καλογιάννη και λίγο αργότερα τον Πέτρο Πανδή να αναδεικνύονται στους πιο βασικούς φορείς της «θεοδωρακικής» μελοποιίας. Ενώ, λοιπόν, υπήρχε πολύ δουλειά στο πολιτικό επίπεδο και βεβαίως συνεχείς συναυλίες ανά τον κόσμο ήταν φυσικό η σύνθεση νέων έργων να περάσει, κάπως, σε δεύτερο πλάνο. Πάντως, τότε γράφτηκαν τα “CantoGeneral” (PabloNeruda), «Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας» (Γιάννης Ρίτσος), «Στην Ανατολή» (στίχοι διαφόρων) κ.ά. με την χούντα στην Ελλάδα να βαστάει γερά εκμεταλλευόμενη τις… «μονοπωλιακές παραχωρήσεις σε εκατομμυριούχους επιχειρηματίες σαν τον Τομ Πάππας και τα ρουσφέτια στους πιστούς αξιωματικούς του στρατού και της αστυνομίας (που) εξασφάλιζαν στην κυβέρνηση υποστήριξη κάθε φορά που τη χρειαζόταν».
Με την επιστροφή του Θεοδωράκη από το Παρίσι, μετά την πτώση της χούντας, η κατάσταση αποκτά νέα χαρακτηριστικά. Ενώ από την μια μεριά υπάρχει ο Θεοδωράκης των αμέτρητων συναυλιών και των γηπέδων (του γνωστού προδικτατορικού υλικού, αλλά και των τραγουδιών που γράφτηκαν στην περίοδο της δικτατορίας), από την άλλη… αναζητείται ο νέος δημιουργός, που θα εκφράσει την δυναμική της Μεταπολίτευσης. Για ποια δυναμική όμως συζητάμε; Η αποχουντοποίηση της δημόσιας διοίκησης είναι αργή, η βία στις πορείες και τις διαδηλώσεις δεν διαφέρει και πολύ από την ανάλογη επί χούντας, οι φασιστικές ομάδες τινάζουν στον αέρα γραφεία του ΚΚΕ, του ΕΚΚΕ, του ΚΚΕ εσωτερικού, αριστερών εφημερίδων, εντύπων και βιβλιοπωλείων και γενικώς το να μιλά κανείς ελεύθερα, δίχως να νοιώθει ότι πράττει κάτι που να επιζητά την άνωθεν έγκριση, δεν απέχει και πολύ από την αυταπάτη.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα τα παλαιά τραγούδια του Θεοδωράκη βρίσκουν έδαφος να βλαστήσουν, παρότι τα πράγματα στην κοινωνία αλλάζουν σιγά-σιγά, με το ΠΑΣΟΚ να αναπτύσσεται ραγδαίως αξιοποιώντας την ανάγκη για «αλλαγή», ή μάλλον την ανάγκη για την εγκαθίδρυση μιας δημοκρατίας ευρωπαϊκού τύπου και ουσιαστικής πολιτικής ελευθερίας (σε πρώτο... και τελευταίο βαθμό). Ο… πολιτιστικός, να τον πω έτσι, ρόλος του Θεοδωράκη σ’ αυτή την νέα πραγματικότητα αρχίζει να εμφανίζει σημάδια οπισθοχώρησης. Το έργο του υποσκελίζεται από εκείνο άλλων δημιουργών, που έζησαν την χούντα στην Ελλάδα, και που ανταποκρίθηκαν περισσότερο στις νέες απαιτήσεις. Η Holstαπό αυτή την ομάδα συνθετών (τον Μαρκόπουλο ας πούμε, τον Κηλαηδόνη, τον Μούτση, τους εκπροσώπους του σατιρικού τραγουδιού και ορισμένους άλλους ενδεχομένως) ξεχωρίζει –και σωστά– τον Διονύση Σαββόπουλο. Με τους «Αχαρνής» βασικά, ο Σαββόπουλος είναι αυτός που θα τοποθετηθεί απέναντι στην Αριστερά μέσω ενός σαρκαστικού (και ασχημάτιστου συχνά) λόγου απευθυνόμενος σ’ ένα ακροατήριο που όλο και μεγάλωνε, και που θα γινόταν όλο και περισσότερο ευεπίφορο στους λογής-λογής διανοουμενισμούς, αποτινάζοντας από πάνω του το εγγενές λαϊκό στοιχείο (εκείνο που μαγικώς είχε μετασχηματίσει ο Θεοδωράκης στα sixties), φλερτάροντας με την… ευρωλιγούρα.
H«αλλαγή» εν τω μεταξύ έτρεχε δαιμονικά, με τον Ανδρέα να προβάρει το κοστούμι της εξουσίας και με τις στρατιές των ηττημένων (όσων) να ράβουν τσέπες και να καπαρώνουν ρόλους…

ο γέρος και η θάλασσα...

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΑΘΑΣ Mississippi blues

$
0
0
Το μοναδικό βινύλιο του Γιώργου Ζαμπέτα που έχω στη δισκοθήκη μου είναι το LP«Περιπέτειες» [OlympicSBL 1083] από το 1972. Μπορεί να έχω, δε, και μερικά CDαπό περιοδικά κι εφημερίδες –αν δεν τα έχω πετάξει εν τω μεταξύ ή αν δεν τα χάρισα– ανάμεσα στα οποία, εξ όσων θυμάμαι, κι ένα σχετικό από το Δίφωνο. Γενικώς, τον Ζαμπέτα τον εκτιμώ ως δημιουργό λαϊκών τραγουδιών όπως τον εκτιμά όλος ο κόσμος. Έχει γράψει κάμποσα «αθάνατα» τραγούδια, ενώ ήταν σπουδαίος μελωδιστής, οργανοπαίκτης και βεβαίως… εισαγωγεύς. Ένα από τα ωραιότερα και πιο παράξενα τραγούδια του Ζαμπέτα που έτυχε ποτέ ν’ ακούσω (εγώ κι όλος ο κόσμος) είναι «Ο Τζακ» ή “Jack” ή «Τζακ Ο’ Χάρα».
Το συγκεκριμένο άσμα, που ακούγεται στις «Περιπέτειες» (ένα άλμπουμ με τραγούδια του Ζαμπέτα, τα οποία απέδιδαν ο ίδιος και η Βίκυ Μοσχολιού), είναι μια ζαμπετο-μπλουζο-καντάδα που ξεχωρίζει κυρίως λόγω στίχων· εμένα, δηλαδή, οι στίχοι με παραξένευσαν όταν άκουσα για πρώτη φορά μικρός το τραγούδι στα ραδιόφωνα. Ποιος ήταν δηλαδή εκείνος που έγραφε… «Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ/ και βγήκαν οι γειτόνοι/ για να φτυαρίσουν το πρωί/ και βρήκαν μεσ’ στο χιόνι/ της γειτονιάς το φρόκαλο/ τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο»; Ο δίσκος, που τον αγόρασα κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έγραφε στα credits… Θ. Άθας. Υπαρκτό πρόσωπο (με τέτοιο όνομα) ή κάποιος με ψευδώνυμο, που είχε χρησιμοποιηθεί (το ψευδώνυμο) για λόγους… εταιρικούς; Προσωπικώς, την απάντηση την πήρα μερικά χρόνια αργότερα όταν αγόρασα, το 1997, το βιβλίο της Ιωάννας Κλειάσιου Γιώργος Ζαμπέτας/ Βίος & Πολιτεία/ “και η βρόχα έπιπτε… στρέιτ θρου” [εκδ. Ντέφι]. Εκεί, στη σελ.347, διάβαζα τα παρακάτω λόγια του Ζαμπέτα:
«Σεπτέμβρη του 1971, που ήμουνα στην Νέα Υόρκη, με κάλεσε να μιλήσω στο σταθμό του, ο Θοδόσης ο Άθας. Αυτός είχε ένα σταθμό μέσα στην Νέα Υόρκη που είχε πολύ μεγάλη εμβέλεια και ακροαματικότητα. Και που δεν τον ακούγανε, σ’ όλη την Αμερική! Ήτανε ένα παλικάρι 30 χρονών κι έκανε εκπομπές για Έλληνες. Πήγα στο σταθμό, τα είπαμε κι αφού τελειώσαμε μου λέει, έχω κάτι στίχους, να τους δεις κι άμα σ’ αρέσουνε κράτησέ τους, κάνε τους τραγούδια. Έρχεται λοιπόν ο Άθας στο ξενοδοχείο και μου δίνει τα “Πες μου Χάρε τι συμβαίνει, τι έχουν πάθει οι πεθαμένοι και γλεντούν ρωμαίικα”, “Η ξανθιά η κυρία είναι μια ιστορία που θα ξεχαστεί”, “Ήρθανε να με πάρουνε οι πεθαμένοι οι φίλοι”, “ΟΤζακ Ο’ Χάρα”, “ΟΛουκάς”! Όλα αυτά τα υπέροχα, τα συγκλονιστικά τραγούδια! Αυτοί οι στίχοι είναι πολύ στενάχωροι, πολύ θλιβεροί, όλο για το Χάρο μιλάνε. Ίσως αυτός ο άνθρωπος είχε προβλέψει πως θα πέθαινε νωρίς και πέθανε μετά από δύο χρόνια, το Μάρτη του 1973. Υπήρξε ένας μεγιστάνας της προώθησης του ελληνικού στοιχείου στην Αμερική. Ήτανε απ’ την Καστοριά κι είχε πάει στην Αμερική 25 χρονών. Ήταν φοβερό μυαλό και είχε δημιουργηθεί καλά. Πέθανε από καρκίνο στο συκώτι».
Η δεύτερη φορά που είδα το όνομα του Θεοδόση Άθασε χαρτί (προφανώς θα υπήρχαν κι άλλες αναφορές νωρίτερα) ήταν πριν μερικά χρόνια, όταν έπεσε στα χέρια μου η πρώτη (μάλλον) ποιητική συλλογή του «καταραμένου» Νίκου Σπάνια (1924-1990), στην οποίαν υπήρχε ένα ποίημα (του Σπάνια) αφιερωμένο στον Άθα. (Οι δυο τους πρέπει να συνδέονταν με στενή λογοτεχνική φιλία). Ο Σπάνιας, για τον οποίον έχω ξαναγράψει στο δισκορυχείον (αξίζει να ρίξετε μια ματιά σ’ αυτήν την ανάρτηση http://diskoryxeion.blogspot.gr/2014/03/lord-byron.html), ζούσε από τις αρχές του ’50 στην Αμέρικα, αυτός… «ένας σωφέρ/ ένας σερβιτόρος/ ένας σκηνοθέτης κολεγιακών παραστάσεων/ ένας μπάρμαν/ ένας μανάβης – όπως της Δρέσδης/ ένας βοηθός ταχυδακτυλουργού/ ένας παθιάρης πούστης/(…) ένας που νόμιζε σαν μαλάκας ότι θα του απονείμουν το Βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας/(…) ένας που έμπαινε οικειοθελώς στα άσυλα μόλις η ηρωίνη τον έριχνε κάτω/(…) ένας που για μερικές δεκαετίες ισχυριζόταν ότι οι επιδράσεις των παραισθησιογόνων είναι ευεργετικές/(…) ένας που έλεγε ότι είναι αυθεντία στα ραδιοφωνικά επαγγέλματα κι ότι το Τρίτο Πρόγραμμα στα χέρια του θα γινόταν… αστέρι με περισσότερους γκέι συνεργάτες από όσους τοποθέτησε στη ραδιοφωνία ο Μάνος Χατζιδάκις, που όσες φορές ήταν στη Νέα Υόρκη δεν ήρθε να σε δει!»… όπως σημείωνε και ο Λεωνίδας Χρηστάκης στο βιβλίο του Οι Δικοί μας Άγιοι [Εκδόσεις Χάος και Κουλτούρα, Αθήνα 1998]. Αντιγράφω, λοιπόν, από τα Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου [Αυτοέκδοση, Νέα Υόρκη 1963] του Νίκου Σπάνια: 

Στον Θεοδόση Άθα

Κοντά στ’ άλλα έχουμε και την τυραννία
των λέξεων – κοντά στ’ άλλα. Φλεγόμαστε
και από μία παραπανίσια επιθυμία.
Σαν να μην είναι αρκετό πως μας νικά
το πάθος. Γυρεύουμε να τ’ αναγάγουμε σε
λέξεις ακριβές, σε λέξεις αναντικατάστατες.
Ατέλειωτα πασχίζουμε μακρύτερα απ’ το
πάθος. Άραγε ποια λέξη θα βρεθεί για
την καυτερή βροχή των άστρων όταν
καταποντίζει κάθε εραστή την ώρα του
σπασμού; Ποια, για την απελπισία τής
παρθένας καθώς δαγκάνει με άγρια
παραφορά ένα αναμμένο κάρβουνο; Για
την οιμωγή δύο νέγρων σαξοφωνιστών
κάτω απ’ τη στοά της ομοφυλοφιλίας; Για
τον ήχο χίλιων γυαλιών θρυμματισμένων
στον αυχένα της παράδοσης; Και μη μπορώντας
πλέον να κρατήσουμε ορθή καμμιά συγκίνηση
ζηλεύουμε τη μουσική γιατί σα μια φριχτή
ειμαρμένη θυμίζει απλά και ανατριχιαστικά
ότι lemotjusteγια το αίμα, είναι αίμα
και για το νερό, νερό. Και ξέρουμε πια όλοι
ότι το αίμα νερό δεν γίνεται.

Καθώς περιφερόμουν (ποτέ ασκόπως) στο net διάβασα, πριν από λίγες μέρες, ένα ποίημα του Θεοδόση Άθα, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση και που στάθηκε αφορμή γι’ αυτή την μικρή ανάρτηση. Άρχισα δηλαδή να επικεντρώνομαι κάπως παραπάνω στην περίπτωσή του, να ξανακούω τα τραγούδια του από τις «Περιπέτειες» («Ο Λουκάς», «Ο Τζακ»), να ξανανοίγω το βιβλίο της Κλειάσιου, να ξαναδιαβάζω τα ποιήματα του Σπάνια, αναζητώντας συγχρόνως κι ένα κάποια βιογραφικό του – το βρήκα στο διαδίκτυο. Να, κάτι σαν κι αυτό εννοώ (από τοodysseusfederation.com - Nikos Papagianakis):
«Ο Θεοδόσης Άθας γεννήθηκε στο Νεστόριο της Καστοριάς στις 14 του Γενάρη το 1936 (σ.σ. άρα πέθανε στα 37 του). Μετά την λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Καστοριά, όπου πέρασε τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά του χρόνια. Στο γυμνάσιο της Καστοριάς ο Θεοδόσης θα μάθει να αγαπά. Να αγαπά τις γυναίκες και να αγαπά την Ελλάδα. Δυο αγάπες τις οποίες βλέπουμε συχνά στο ποιητικό του έργο. Αυτήν την Ελλάδα θα φέρει μαζί του στην Αμερική, όταν τον Φλεβάρη του 1954 μήνες μετά την αποφοίτησή του από το τοπικό γυμνάσιο μετανάστευσε στις ΗΠΑ, στην πόλη Lynn της Μασαχουσέτης όπου βρισκόταν ο πατέρας του. Παρακολούθησε μαθήματα Φυσικής και Μαθηματικών στο Boston Universityκαι κατόπιν ενεγράφη στο North Eastern University στον κλάδο του Πολιτικού Μηχανικού. Τον Νοέμβριο του 1958 εκλήθη στις τάξεις του Αμερικανικού Στρατού, όπου υπηρέτησε για δύο χρόνια στη Γαλλία και στην Αμερική. Τον Θεοδόση όμως τον έχει κερδίσει η ποίηση. Ενώ ακόμα σπουδάζει και ταυτόχρονα δουλεύει για να ζήσει, αρχίζει να στέλνει ποιήματα στον αναγνωρισμένο ποιητή της ‘3ης Λεωφόρου’ Νικό Σπάνια. Ο Σπάνιας τον συμβουλεύει και προωθεί τα ποιήματά του σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Η ποίηση του Άθα δεν αντηχεί μια στείρα, νοσταλγική, ανάμνηση της Ελλάδας. Έχει πιο σύνθετα χαρακτηριστικά, όπως και η προσωπικότητά του. Οξύς παρατηρητής πρόσεξε την κάθε πλευρά της ζωής. Ένας μεγαλοσχήμων δεν θα έγραφε τον ‘Θωμά Ο’ Χάρα’ ή το ‘Νέγκρο μπλουζ’. Ποιήματα που προδίδουν και την κοινωνική του συνείδηση».
Γιώργος Ζαμπέτας - Θεοδόσης Άθας, Νέα Υόρκη, 9/1971 (η φωτογραφία προέρχεται από το βιβλίο τής Κλειάσιου)
Να, τώρα, και το “NegroBlues” δανεισμένο από το ogdoo.grκι από ένα άρθρο του Βαγγέλη Αρναουτάκη… 

NEGRO BLUES 

«Τώρα που οι ιτιές νανουριστά
λαλούν και γέρνουν λικνιστά
άνοιξε ω κόρφε! δέξου μας, πατέρα Μισσισσίπη,
στα βύθια σου που ονειροζεί
μια χώρα, κι η ψυχή μαζύ
με τ’ άλλα αδέρφια χαίρεται κι αχώρι’ από τη λύπη».

Ίσκιοι θρηνούν κοπαδιαστά·
σα μοιρολόγια σπαραχτά
γιομίζουν τα τραγούδια τους τη νυχτομένη πόλη·
κι ειν’ λόγοι αξήγητοι κι αχοί
σα ’πο λαρύγγι που τραχύ
το χάλκεψε ο πικρός λυγμός και το φτηνό αλκοχόλι.

Κι είναι του Θάνατου εραστές
–σκλάβων σποριά– οι τραγουδιστές·
κι είναι ο σκοπός παράπονο της μαύρης τους φυλής·
κι είναι η φωνή δάκρυ θολό,
κι είναι ο ρυθμός βήμα χωλό
κι αχνάρι μιας παλιάς σκλαβιάς στων λεύτερων τη Γης.

Κληρονομιά τους, μυστική
ψυχομιλήτρα, η μουσική
ξυπνάει θαμμένα ονείρατα κι απόκρυφους καημούς.
Σε κάνει, αλήθεια, και πονάς
μιας αταβίστικης γενηάς
το λυπημένο κλάψιμο, τ’ αράπικά της BLUES.

«Στα βύθια σου που ονειροζεί
μια χώρα κι η ψυχή μαζύ
με τ’ άλλα αδέρφια χαίρεται· κείθε ως ανθούν οι κήποι
κι ως γύρα οι ιτιές νανουριστά
λαλούν και γέρνουν λικνιστά,
δέξου τους γιους σου πο’ρχονται, πατέρα Μισσισσίπη». 

Lynn Mass.
Θ. ΑΘΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΑΜΗΣ αισθηματική ηλικία

$
0
0
Διάβασα πως η «Αισθηματική Ηλικία» [Η Τέχνη στο Παλιό Λιτρίβι, 2014]είναι το έβδομο άλμπουμ του Δημήτρη Μαραμή. Έχω χάσει επεισόδια, καθότι έχω ακούσει μόνο ένα από τα προηγούμενα έξι. Λεγόταν «Σκηνές από Βουβή Ταινία» [Οδός Πανός, 2008] και θυμάμαι πως είχα γράψει καλά λόγια στοJazz& Τζαζ. Τώρα, θα γράψω ακόμη καλύτερα, για την «Αισθηματική Ηλικία» στο δισκορυχείον. Και θα το πράξω, γιατί το πιο καινούριο άλμπουμ του Δημήτρη Μαραμή είναι εξαιρετικό. Έχει σπουδαία τραγούδια, από ’κείνα που όλο και σπανιότερα ακούγονται στις μέρες μας. Θα έλεγα δε πως αν με τον έβδομο δίσκο του ο Μαραμής πιάνει κορυφή, τότε οφείλω να ψάξω, να βρω και ν’ ακούσω και τους προηγούμενους, γιατί τα «επεισόδια» που έχω χάσει μπορεί να είναι καθοριστικά για την κατανόηση του… τραγουδοποιητικού του σίριαλ. Επειδή, όμως, και σε κάθε περίπτωση, η ακρόαση ενός άλμπουμ δεν προαπαιτεί τίποτ’ άλλο εκτός από ησυχία, «σωστή» ψυχική διάθεση κι ένα τυπικά καλό στερεοφωνικό (λέω εγώ), ό,τι γράψω εν συνεχεία… το υπογράφω.
Ποια είναι τα εξόφθαλμα προτερήματα της «Αισθηματικής Ηλικίας» – εκείνα τα οποία αντιλαμβάνεσαι από την πρώτη-πρώτη ακρόαση; Πως, εδώ, υπάρχει ένα πλάνο, που υπηρετείται με παροιμιώδη ακρίβεια. Υπάρχει ένας συνθέτης (ο Μαραμής), ένας τραγουδιστής και όχι «συμμετοχές» (ο… μάλλον άγνωστος προς εμένα Θοδωρής Βουτσικάκης), μία σταθερή ομάδα οργάνων (βασικά πιάνο, βιολί, τσέλο, κοντραμπάσο) και μία τετράδα ποιητών-στιχουργών, που «αναλαμβάνουν» τα τρία μέρη του άλμπουμ – το «ερωτικό», που είναι στηριγμένο σε στίχους των Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου και Ναπολέοντος Λαπαθιώτη, τα «παραμύθια» του Σωτήρη Τριβιζά και τα «όνειρα» του Μιχάλη Γκανά (βασικά αναφερόμαστε σε εννέα τραγούδια, τρία για κάθε μέρος), με το πρελούδιο, τα δύο ιντερλούδια και τον επίλογο να παίζουν απλώς συγκεκριμένους «κινηματογραφικούς» ρόλους (τίτλοι αρχής, δύο διαλείμματα, τίτλοι τέλους).
Τα τραγούδια του Μαραμή χαρακτηρίζονται από μία λέξη, «ευγένεια» (και μάλιστα παλαιάς κοπής). Είναι τραγούδια με άψογο λόγο (είτε… άνομο ερωτικό, είτε παραμυθένιο, είτε ονειρικό), με τέλειες μελωδίες (που θα τις ζήλευαν οι μάστορες του είδους, από τον Χατζιδάκι έως τον Μαμαγκάκη – νομίζω, μάλιστα, πως τρία τραγούδια του τελευταίου από το «Κέντρο Διερχομένων», εκείνα με τη φωνή του Δημήτρη Ψαριανού, θα μπορούσε να είναι, εδώ, «οδηγός»), με συναρπαστικές όσο και μελετημένες ενορχηστρώσεις (τα τέσσερα βασικά όργανα που προανέφερα, συν ένα φλάουτο ή ένα σαξόφωνο εδώ κι εκεί), και βεβαίως μ’ έναν τραγουδιστή που είναι… κομμένος και ραμμένος για να τραβήξει προς τα έξω όλη την εσωτερική δύναμη των συγκεκριμένων στίχων (και σκοπών).
Ο Δημήτρης Μαραμής προτείνει ένα άλμπουμ… εκτός εποχής, που το διακρίνει, πέραν της «ευγένειας», η πληρότητα σε οτιδήποτε (ουσιώδες ή λιγότερο). Τα πάντα βρίσκονται εκεί όπου πρέπει, δίχως τίποτα το περιττό ή το ψεύτικο να παρεισφρέει ανάμεσά τους. Ίσως γι’ αυτόν το λόγο να είναι πολύ δύσκολο (όντως) να επιλέξεις κάποια κομμάτια από την «Αισθηματική Ηλικία», ως ενδεικτικά του κλίματος του δίσκου, παρότι το «Φθινόπωρο σ’ αγάπησα» (σε στίχους Ναπολέοντος Λαπαθιώτη) είναι ένα από τα άριστα…

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ «αφού τα φάγαμε μαζί, γιατί πεινάμε χώρια;»

$
0
0
Είναι η τρίτη φορά που γράφω στο δισκορυχείονγια την περίπτωση του Γιώργου Μενέλαου Μαρίνου, ενός λαϊκού (με την έννοια του… folk) τραγουδοποιού και κοινωνικού διασκεδαστή με καριέρα που χάνεται στα... δανικά sixties. Όπως είχα αναφέρει και παλαιότερα (http://diskoryxeion.blogspot.gr/2010/04/blog-post_21.html)... «Γεννημένος στην Αθήνα το 1936, ο Γιώργος Μαρίνος θα βρεθεί στα 30 του –πάνω στο ξέσπασμα δηλαδή της folk συνείδησης– στη σκανδιναυική χώρα, για να εμπλακεί, αμέσως σχεδόν με τα τραγουδιστικά πράγματα. Η έλευση της δικτατορίας στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του ’67, που βοήθησε, ως γνωστόν, στην ριζοσπαστικοποίηση των ελλήνων του εξωτερικού, κάνοντάς τους περισσότερο συμπαθείς στις τάξεις των ευρωπαίων διανοουμένων, συνέτεινε και στην απορρόφηση του Γιώργου Μαρίνου από το τοπικό προοδευτικό κύκλωμα. Τον Ιούλιο του ’69 τα πρώτα του τραγούδια θα μεταδοθούν από το δανικό ραδιόφωνο, ενώ, την επόμενη χρονιά, αυτά ακριβώς τα τραγούδια θα δισκογραφηθούν κιόλας για λογαριασμό της Sonet (πρόκειται για το LP‘Κόκκινο Φεγγάρι’ του 1970)».
Με διεθνείς ηχογραφήσεις (Κάτω Χώρες, Σκανδιναυία…) στη Sonetκαι αργότερα στη CBSο Γιώργος Μαρίνος (ή GeorgesMarinos) επαναπατρίζεται στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ηχογραφώντας και εδώ συνεχώς (45άρια και LPστις ετικέτες Ελληνική Εταιρία Επικοινωνιών, Charter, CBSκαι Columbia) συμμετέχοντας στην… πολιτική αναγέννηση των μπουάτ της Πλάκας, εκδίδοντας, συγχρόνως, και ορισμένα βιβλία. Ένα από εκείνα (τα βιβλία) είχε τίτλο Τα Απαγορευμένα [Κέδρος, Αθήνα 1978] και μπορούσε να διαβάσει κανείς σ’ αυτό στίχους που είχε μελοποιήσει ο Μαρίνος όλα τα προηγούμενα χρόνια (ανάμεσά τους και τα εξαιρετικά, ως τραγούδια, «Ο πραματευτής», «Οι χιλιανοί αξιωματικοί» και «Απολογισμός»). Εκεί και ο «Άγνωστος Στρατιώτης»… ένα ποίημα «αντί» («Κύριε υπουργέ/ στ’ αλήθεια σπάω πλάκα/ έτσι που με σκαλίσατε στην πλάκα/ τι μπράτσα είναι τούτα και τι στήθος/(…) Εγώ είχα μούρη κίτρινο λεμόνι/ κι είχα ένα βήχα κι έφτυνα πλεμόνι/ πενήντα δύο κιλά ήμουν με τα ρούχα/ κι ήτανε πιο βαρύ το όπλο που ’χα»), που ως τέτοιο έχει πάντα νόημα και γι’ αυτό εξακολουθεί να αποτελεί μέρος του ρεπερτορίου του Γιώργου Μενέλαου Μαρίνου ακόμη και… σήμερα!
– Σήμερα; Μα καλά, υπάρχει αυτός ο άνθρωπος και εμφανίζεται ακόμη και σήμερα;
– Υπάρχει και παραϋπάρχει. Για δείτε λοιπόν τι ανακάλυψα…

YELL-O-YELL για την επανέκδοση του «13»

$
0
0
Εκείνο που είχα αναφέρει σε προηγούμενη ανάρτηση για τους Villa 21 –πως το συγκρότημα… βελτιωνόταν συνεχώς μέσα στην δεκαετία του ’80– θα έλεγα πως ισχύει στον ίδιο βαθμό και για τους… πνευματικούς αδελφούς τους στα χρόνια της Creep, τους Yell-O-Yell. ΤoXIII [Smash, 1986] ήταν πιο ενδιαφέρον από το “Hello, Hell!” [Creep, 1984], ενώ ακόμη πιο ενδιαφέρουσες ήχησαν στ’ αυτιά μου μερικές από τις εγγραφές τους του 1991, που τυπώθηκαν για πρώτη φορά πρόπερσι από την Smash– για το 2LP“(Still) Warm Like Worms” ο λόγος.
Το “XIII” ήταν, ως γνωστόν, το δεύτερο και τελευταίο (εν ζωή) longplayτων Yell-O-Yell, ένα άλμπουμ βαρύκαι σκοτεινό, για το οποίο δεν είμαι σίγουρος αν ακούστηκε (ιδιαιτέρως) στην εποχή του – από τότε, εξάλλου, δεν εντοπιζόταν εύκολα. (Μάλλον πρόκειται για ό,τι σπανιότερο έγραψε ποτέ το συγκρότημα, αν κρίνω από το γεγονός πως ακόμη και οι «μέτριες» κόπιες πιάνουν το κατοστάρικο στο discogs). Άρα μια επανέκδοση [Smash, 2014] ήταν οπωσδήποτε επιβεβλημένη, όχι μόνο γιατί το άλμπουμ ήταν εξαφανισμένο από χρόνια, αλλά και επειδή έχει κάποια πράγματα να πει. Τώρα, θα μου πείτε, ποιοι μπορεί να είναι αυτοί που ψάχνουν σήμερα ν’ ακούσουν τους Yell-O-Yell… Δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά. Μπορεί να είναι εκείνοι που τους έζησαν στα eightiesκαι οι οποίοι συνεχίζει να την βρίσκουν με το darkwave (άρα μπορεί να ξαναβάζουν στο πικάπ τούς παλιούς τους δίσκους), μπορεί να είναι κάποιοι ενδιάμεσοι, αλλά μπορεί να είναι και όσοι από τους νεότερους έχουν πέσει με τα μούτρα στην «εϊτίλα» ακούγοντας οτιδήποτε της εποχής (από προχειρογραμμένα demosκαι κασέτες, μέχρι τους Trespassκαι τους PlasticDolls).
Το «13» είναι ένα βαρύ, όπως προέγραψα, και σκοτεινόLP, το οποίο δονείται εσωτερικώς από τους στίχους του FillScars(στο “Drifters” έχει γράψει στίχους ο SpySpider, αλλά η κατεύθυνση δεν αλλάζει). Βασική μουσική φόρμα είναι το… blues, όσο και αν αυτό ακούγεται κάπως περίεργο. Bluesμεν, διαλυμένο και διαστρεβλωμένο δε, στηριγμένο στα αργά tempi, στο ογκώδες μπάσο (ορισμένες φορές νοιώθεις πως δεν υπάρχει άλλο όργανο στην ορχήστρα), στα τελετουργικάτύμπανα, στα διαπεραστικά και υποχθόνιακιθαριστικά riffs, καθώς και στις ανεπαίσθητες παρεμβάσεις κάποιων άλλων οργάνων (πιάνο, τσέλο, σαξόφωνο) που εντείνουν, απλώς, το κλίμα τού… πεπτωκότος και του θλιμμένου. Φυσικά, μέσα σ’ αυτό το τρομώδες περιβάλλον η φωνή του FillScarsείναι ο κύριος φορέας των μηνυμάτων, όχι μόνο δια αυτών που λέει, αλλά και δια του τρόπου με τον οποίον τα λέει. Επί της ουσίας έχουμε να κάνουμε με… σχεδόν απαγγελίες (θεατρικού τύπου ας πούμε), ή τραγούδισμα τόσο «τραβηγμένο» και ξεχειλωμένο, που αγγίζει τα όρια της αποστασιοποίησης. Ακούγοντας το “XIII”, συνεχώς μέσα σ’ ένα μεσημέρι, ένοιωσα πως το δυνατό σημείο του (κι αυτό που έχει αμέριστο ενδιαφέρον και σήμερα) είναι τα φωνητικά του FillScars. Είναι, δηλαδή, εντυπωσιακό πώς κατάφερνε αυτός ο άνθρωπος να συνταιριάζει μία τόσο πυκνή, επιμέρους διαλυμένη και ανοικονόμητη γραφή μέσα σε κάποια μέτρα, και κυρίως πώς μπορούσε να τραγουδά όλο αυτό το… παραλήρημα, σπάζοντας κάθε λεκτικό κανόνα τη βοηθεία κραυγών, λαρυγγισμών, αλλόκοτων τονισμών ή συλλαβικών αλλοιώσεων στραγγαλίζοντας κάθε έννοια συνέχειαςκαι γραμμικής αφηγηματικότητας. Γραμμικοί, όμως, δεν ήταν ούτε οι στίχοι του FillScars, αφού συχνά έμοιαζαν με κολάζ αυτόνομων και αυτοδύναμων σκέψεων (ή εικόνων), υποβάλλοντας κατά μίαν έννοια και την κατακερματισμένη απόδοσή τους.
Είναι δύσκολο και ερμητικό άλμπουμ το “XIII” – είναι δύσκολο, δηλαδή, να εισχωρήσεις στο «είναι» του και να… πας μαζί του. Δεν λέω πως απαιτεί προσπάθεια για να το ακούσεις – ίσα-ίσα. Λέω, όμως, πως είναι εξ ίσου δυνατόν να το απορρίψεις (ως κάτι που δεν σε αφορά), όπως και να το αποδεχτείς (ως κατάθεση μιας σπαρασσόμενης, καλλιτεχνικώς, ψυχής).

GATO LIBRE – SATOKO FUJII ORCHESTRA NEW YORΚ

$
0
0
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος από την ηχογράφηση και την καταγραφή, προκειμένου να υπερβείς το έργο σου και τα όριά του ως συνθέτης. Και βεβαίως, ν’ ακούσεις τις σκέψεις σου που υλοποιούνται, τα συναισθήματά σου που διογκούνται, να κλείσεις ή ν’ ανοίξεις μια περίοδο στην καλλιτεχνική σου διαδρομή. Εντάξει, είναι και το live, αλλά το στούντιο είναι εκείνο που συγκεντρώνει το «είναι» σου στον απόλυτο βαθμό. Εκεί όπου έχεις την δυνατότητα να... παίξεις και να ξαναπαίξεις επιζητώντας και επιτυγχάνοντας το «τέλειο». Όσο πιο πολύ ηχογραφείς τόσο περιζώνεις εκείνο που κυνηγάς και επιθυμείς. Τούτο, που είναι κοινός τόπος για πολλούς δημιουργούς ήδη από την δεκαετία του ’60 (ας θυμηθούμε μόνον τον FrankZappa) το έχει αντιληφθεί και το εφαρμόζει από χρόνια και η ιαπωνίδα πιανίστα και ακορντεονίστα της jazzκαι του freeimprovSatokoFujii, η οποία τυπώνει CDκατά ριπάς είτε στην δική της εταιρεία LibraRecords, είτε σε άλλες (στην πολωνική NotTwo, στην Tzadikκαι αλλού). Έτσι, το 2010 έδωσε έξι άλμπουμ, το 2011 τέσσερα, το 2012 δύο, το 2013 τέσσερα, ενώ την εφετινή χρονιά ήδη δύο. Γενικώς, η Fujiiέχει δώσει πνοή –από τότε που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία, το 1991– σε 83(!) CDαν μέτρησα καλά, συμβουλευόμενος το προσωπικό της site· και σίγουρα τα “DuDu” (με τους GatoLibre) και “Shiki” (με την SatokoFujiiOrchestraNewYork) δεν είναι… ακόμη δύο.
Όπως είχα γράψει και την 30/11/2013 εδώ στο δισκορυχείονGato Libre ήταν οι NatsukiTamuraτρομπέτα, SatokoFujiiακορντεόν, KazuhikoTsumuraκιθάρα και NοrikatsuKoreyasuμπάσο. Λέω «ήταν», επειδή η απώλεια του Koreyasuέθεσε σε άλλες βάσεις την πορεία του σχήματος. Κατά τα λεγόμενα του Tamura (πάντα από την παλαιά ανάρτηση): «Μετά τον θάνατο του Koreyasu δεν θελήσαμε να προσλάβουμε κάποιον άλλο μπασίστα (σ.σ. οι Ιάπωνες αντιδρούν με το δικό τους τρόπο σ’ αυτά τα ζητήματα).Έτσι, αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε τούμπα, τρομπόνι ή και κρουστά σε όλα τα επόμενα gigs. Φυσικά, με διαφορετικό setting, οι Gato Libre δεν μπορεί παρά να ηχούν αλλιώς. Πιστεύω όμως πως σύντομα θα καταλήξουμε σε μια συγκεκριμένη μορφή, ώστε το γκρουπ να ξαναγεννηθεί». Και πράγματι, οι αρχικοί τρεις (Tamura, Fujii, Tsumura) συνευρίσκονται με την τρομπονίστα YasukoKaneko(συνευρέθηκαν, για να είμαι ακριβής, τον Ιούνιο του ’13) στην ηχογράφηση ενός επόμενου CD(μάλλον πρόκειται για το έκτο του ιαπωνικού κουαρτέτου), το οποίον έρχεται να προσθέσει μία καινούρια-παλαιά φωνή στο σύγχρονο jazz-improvσκηνικό.
Να πω κατ’ αρχάς πως και οι οκτώ συνθέσεις του DuDu [LibraRecords, 2014] ανήκουν στον Tamura– έναν μουσικό (τρομπετίστας) που αποτελεί «κεφάλαιο» της σύγχρονης ιαπωνικής jazzσκηνής με συμμετοχές σε περισσότερα από είκοσι group/projectsτα πιο πρόσφατα χρόνια (στα περισσότερα δίπλα στην Fujii). Εδώ, ο Tamura, για όσους τυχόν έχουν παρακολουθήσει κάποια από τα άλμπουμ των GatoLibre, έχει τη δυνατότητα για κάτι διαφορετικό, αφού η αντικατάσταση του μπάσου από το τρομπόνι δεν είναι απλή (στην line-upενός γκρουπ). Το τρομπόνι της Kanekoτού παρέχει, κατ’ αρχάς, την δυνατότητα να έχει ένα όργανο μελωδικό, ρυθμικό και… θορυβώδες στο setting, το οποίον, αναλόγως… μπαίνει και αποδίδει. Ας πούμε στο φερώνυμο εισαγωγικό εξάλεπτο “DuDu” η μελωδική εισαγωγή της τρομπέτας, τα «σκληρά» αρπίσματα της κιθάρας και η ωραία (μελωδική) επέκταση του ακορντεόν αφήνουν στο τρομπόνι έναν απλό ρυθμικό ρόλο, ενώ στο επίσης εξάλεπτο “Gato” το τρομπόνι έχει μάλλον πρωταγωνιστικό ρόλο (δεν του… χρεώνεται μόνον  η εισαγωγή, αλλά και όλη η μελωδική ανάπτυξη της σύνθεσης). Το “Nanook” είναι ένα από τα πιο ιδιόμορφα trackτου CD, με την τρομπέτα του Tamuraνα ακούγεται «στραγγαλισμένη» στην αρχή και στο τέλος, και με το τρομπόνι να ακολουθεί ενταγμένο, και αυτό, σ’ ένα παροξυσμικό περιβάλλον (κιθάρα και ακορντεόν στο μέσον της διαδρομής σε μεταφέρουν σε άλλες, πιο «καθαρές» και λυρικές περιοχές). Το “Mouse” έχει, επίσης, πολύ ενδιαφέρον ως άκουσμα, κυρίως γιατί επιβάλλει τα folkηχοχρώματα (ακόμη και βαλκανικά ή και flamencoθα τολμούσα να πω) μέσα σ’ ένα freeformσκηνικό, ενώ το “Cirencester” (με την κιθάρα του Tsumuraκαι το ακορντεόν της Fujiiσε ρόλο πρώτο) φανερώνει πως οι GatoLibreείναι ένα σχήμα με ανεξάντλητο ηχητικό εύρος, που μπορεί να ενδιαφέρει τόσο… εκείνους που επιζητούν το σπάσιμο και την αναδιάταξη των κανόνων, όσο και τους… άλλους που νοιάζονται περισσότερο για την (λυρική) ροή και τον (συναισθηματικό) έλεγχο.
Το Shiki[LibraRecords, 2014] της SatokoFujiiOrchestraNewYorkείναι ένα εντελώς διαφορετικό CD– και όχι μόνον γιατί, εδώ, έχουμε να κάνουμε με μια πλήρη jazzορχήστρα (δύο άλτο, δύο τενόρο, ένα βαρύτονο, τέσσερις τρομπέτες, τρία τρομπόνια, πιάνο, μπάσο, ντραμς), ένα σύνολο δηλαδή 15 οργάνων και άρα οργανοπαικτών. Είναι και οι συνθέσεις διαφορετικού τύπου, επιζητώντας άλλη προσέγγιση και πρακτική. Τρία τα tracks–το 37λεπτο “Shiki”, το 6λεπτο “Genhimmel” αμφότερα της Fujii, όπως και το 10λεπτο “BiGaDoDa” του Tamura– και… ας τα δούμε από πιο κοντά.
Το “Shiki” φυσικά κυριαρχεί, και όχι μόνον δια του όγκου του. Στην ιαπωνική γλώσσα η λέξη σημαίνει «τέσσερις εποχές» (όπως διαβάζω στο ένθετο) και προφανώς έχει επιλεγεί από την συνθέτιδα για να περιγράψει ένα κλίμα αλλαγών και μεταπτώσεων που χαρακτηρίζουν, ανάμεσα σε άλλα, και την συγκεκριμένη σύνθεση – αν και για να είμαι ακριβής τα όρια ανάμεσα στο «γραμμένο» και το «αυθόρμητο» δεν είναι παντού και πάντοτε ξεκάθαρα. Η όλη κατασκευή φανερώνει την τριβή της SatokoFujiiμε την μεσαία και μεγάλη ορχήστρα, κάτι που, τέλος πάντων, είναι γνωστό από… 17ετίας – και αναφέρομαι στο CDτης “SouthWind” στην βρετανική LEO, το 1997. Εδώ, δεν εντυπωσιάζει μόνο το ευρύτερο ηχητικό πλάνο, αλλά και οι επιμέρους «αρχιτεκτονικές» αρετές, με τους όγκους των πνευστών να επιμερίζονται άλλοτε σε ρυθμικούς και άλλοτε σε μελωδικούς, επέχοντας ενίοτε και ρόλου εφαλτηρίου ίνα περιγραφούν… ανεξέλεγκτες και χαοτικές καταστάσεις. Το περίεργο μάλιστα είναι, εξ όσων διάβασα (και πρόσεξα), πως στο “Shiki” (όπως και στην επόμενη σύνθεση της Fujii, το “Genhimmel”) δεν ακούγεται πουθενά πιάνο (το δικό της πιάνο). Όπως γράφει και ο EdHazellστις linernotes… της είναι δύσκολο κάτι τέτοιο (να συμμετέχει ως παίκτης στην ορχήστρα), επειδή πρέπει να βρίσκεται διαρκώς στην «κορυφή», όντας απερίσπαστη στην διεύθυνσή της. Επιδιώκει, δηλαδή, να έχει τεταμένη την προσοχή της προς τα μέλη της μπάντας, δίνοντας τα «συνθήματα» για τις αλλαγές, τα breaks, τα soli, τους ομαδικούς ή μη αυτοσχεδιασμούς. Η ουσία όλων τούτων είναι πως το “Shinki” είναι ένα μεγαλοπρεπές track, που δεν αφήνει τον ακροατή σε… ησυχία. Μια editτού επόμενου “Genhimmel” την ακούσαμε και στο φερώνυμο περυσινό CDτης SatokoFujii. Εκεί το κομμάτι, γραμμένο για σόλο πιάνο, διαρκούσε 2:32, ενώ εδώ αγγίζει τα εξίμισι (και είναι διασκευασμένο για ορχήστρα). Το “Genhimmel” είναι αφιερωμένο στη μνήμη του μπασίστα NοrikatsuKoreyasuκαι κάπως έτσι εξηγείται η λυρική, ελεγειακή μορφή του. Όποιος έχει ακούσει την πρώτη εκδοχή, σίγουρα θα παραξενευτεί για την νέα διάσταση-ανάπτυξή του. Το έσχατο “BiGaDoDa” είναι σύνθεση του Tamura. Πρόκειται για την πιο «προχωρημένη» σύνθεση του CD(και όχι μόνο επειδή διατηρεί μια θεατρική αίσθηση, λόγω φωνητικών βασικά), η οποία πατώντας πάνω σ’ ένα… rock-ότατο up-tempoκαι διανθισμένη με στοιχεία zeuhlδίνει την αίσθηση μιας εξωφρενικής τελετουργίας. Πρόκειται, απλώς, για ένα απολύτως… ιαπωνικότατο κλείσιμο.

τηλεοπτικοί υπαρξιστές

$
0
0
Αντιγράφω την ανάρτηση της 7ηςΙουνίου 2014
«Ο αναγνώστης nicholas hatziyiannisέγραψε στο chat: “αναμένω εναγωνίως παρουσίαση / κριτική για ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΟΡΑΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ!”. Επειδή στο chatδεν μπορεί να αναπτυχθούν απόψεις (ούτε καν σύντομες) γράφω εδώ δυο λόγια...
Κατ’ αρχάς να πω πως ‘Τα Στέκια - Ιστορίες Αγοραίου Πολιτισμού’είναι μια σειρά του Νίκου Τριανταφυλλίδη για την ΝΕΡΙΤ σκηνοθετημένη από διαφόρους. Έχουν προβληθεί τα επεισόδια, υποθέτω, για την Παράγκα του Σίμου, για το μπαρ AuRevoirκαι για τα Βιντεοκλάμπ (λέω “υποθέτω” επειδή τρέιλερ απ’ αυτά τα τρία θέματα έχουν ανεβεί στο YouTube). Πρώτον (δεν υπάρχει δεύτερον...) και βασικό. Κριτική μπορώ να κάνω μόνο για τα… τρέιλερ, γιατί ΝΕΡΙΤ δεν πιάνω. Ούτε μ’ ενδιαφέρει να πιάσω. Δεν γουστάρω να βλέπω (είναι ψυχολογικό πρωτίστως) ένα… πραξικοπηματικό κανάλι (για να μην ξεχνιόμαστε). Αν οι εκπομπές ανεβούν στο YouTubeμπορεί να ρίξω μια ματιά…
Ένα βασικό. Έρευνα δεν είναι να κρατάς μαρκούτσια και να ρωτάς γέρους ανθρώπους τι συνέβη 60 χρόνια πριν (αναφέρομαι στην περίπτωση της Παράγκας). Έτσι δεν γράφονται ούτε βιβλία, ούτε γυρίζονται τηλεοπτικές εκπομπές (δηλαδή γράφονται και γυρίζονται, αλλά τέλος πάντων…). Έρευνα είναι να ψάχνεις τις πηγές, να συγκρίνεις και να αντιπαραβάλλεις προβαίνοντας σε ορθά, σε επιστημονικά συμπεράσματα. (Το λέω, γιατί ορισμένοι μπορεί να ψάχνουν τις πηγές και παρά ταύτα να συμπεραίνουν βλακείες). Οι ζωντανές μαρτυρίες δεν μπορεί παρά να αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος ενός ευρύτερου ψαξίματος, και οι οποίες πάντα θα πρέπει να εξετάζονται με τεράστια προσοχή. Όπως έχω γράψει δεκάδες φορές στο δισκορυχείον, μετά από τόσα χρόνια (ακόμη και μετά από 20 ή 30 χρόνια, πόσω μάλλον μετά από 60) ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι του κατέβει…
Η τηλεόραση, τώρα, επειδή δεν μπορεί να παίξει μπάλα, δείχνοντας χαρτιά, βιβλία, περιοδικά κ.λπ. δυσκολεύεται ν’ αναπτύξει επιστημονικό ερευνητικό λόγο (και αν το επιχειρήσει θα πιάσει πάτο στις μετρήσεις). Πρέπει να δείξει πρόσωπα, που θα μιλάνε από μνήμης (επιχειρώντας να βάλουν, εκείνη τη στιγμή, σε μια τάξη τις αναμνήσεις τους). Είναι το πιο εύκολο εξάλλου… και το πιο ανέξοδο. Πουλάς μούρη (στην κυριολεξία) κι έχεις και μια ακροαματικότητα. Ε, από εκεί και μετά ξεκινάνε τα ζόρια…».

Είδα προχθές στο internet, τελικώς, την εκπομπή Τα Στέκια/ Ιστορίες αγοραίου πολιτισμούτου Νίκου Τριανταφυλλίδη, το επεισόδιο Η Παράγκα του Σίμουσε σκηνοθεσία Γιάννη Χαριτίδη και γι’ αυτό θα γράψω, τώρα, κάποια λόγια. Κατ’ αρχάς εκείνο που θέλω να επισημάνω είναι πως, προσωπικώς, μου δημιουργεί κακή εντύπωση το γεγονός πως άνθρωποι του λεγόμενου «προοδευτικού χώρου» –αν και δεν ξέρω τι σημαίνει, πλέον, κάτι τέτοιο– σπεύδουν να νομιμοποιήσουν την ΝΕΡΙΤ, παρέχοντας άφεση αμαρτιών σ’ ένα κρατικό (και όχι δημόσιο) τηλεοπτικό μόρφωμα, το οποίον προήλθε μετά το περυσινό πραξικοπηματικό κλείσιμο της ΕΡΤ, προκειμένου να φανεί «εντάξει» η δεξιά συγκυβέρνηση προς τις μνημονιακές (περί απολύσεων) υποχρεώσεις της. Η ενέργεια εκείνη (του λουκέτου στην ΕΡΤ), περιττό να το υπενθυμίσω, σημάδευσε την οπισθοχώρηση της Ελλάδας στην ετήσια έκθεση του Freedom House (την σχετική με την ελευθερία του συμβατικού και ηλεκτρονικού τύπου), με την χώρα να βρίσκεται στην 92η(!) θέση της λίστας. Όπως είχε γράψει και η Φωνή της Αμερικής (και όχι κάποια… αντιμνημονιακή φυλλάδα): «Η Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση ήταν το μεγαλύτερο ενημερωτικό δίκτυο με εμβέλεια σε περιοχές της χώρας που δεν έχουν τα ιδιωτικά μέσα και το κλείσιμο της προκάλεσε ισχυρό πλήγμαστο δικαίωμα των πολιτών στην ενημέρωση. Παράλληλα, η απόλυση μέσα σε μια μέρα, χιλιάδων δημοσιογράφων και τεχνικών ενέτεινε σε μεγάλο βαθμό την ανασφάλεια που ήδη επικρατούσε στους εργαζόμενους στα μέσα ενημέρωσης. Το μεταβατικό σχήμα που δημιουργήθηκε είναι σαφώς υποβαθμισμένο από την ΕΡΤ και υπόκειται σε μεγαλύτερο έλεγχοαπό την κυβέρνηση της χώρας» και πως …«εξαιτίας της οικονομικής κρίσης οι δημοσιογράφοι είναι περισσότερο εξαρτημένοιαπό τα μέσα στα οποία εργάζονται και αντίστοιχα τα μέσα ενημέρωσης εξαρτώμενα από την κυβέρνηση της χώρας, με αποτέλεσμα να μην καλύπτονται θέματα που θα έβλαπταν την κυβερνητική πολιτική ή να καλύπτονται με τρόπο ευνοϊκό προς την ελληνική κυβέρνηση»

εφ.Εμπρός 25/3/1953
πηγή: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος
Εν σχέσει με την εκπομπή, τώρα, λέω πως Η Παράγκα του Σίμουήταν μια αξιοπρεπής τηλεοπτικήπαραγωγή, για την οποίαν δεν θα εύρισκε κάποιος να προσάψει, σώνει και καλά, κάτι οπωσδήποτε αρνητικό – πέραν των όσων γενικών ανέφερα στην αρχή. Τονίζοντας, περαιτέρω, την λέξη «τηλεοπτική» θέλω να υποδηλώσω πως… έτσι ακριβώς «ερευνά» η τηλεόραση και πως δεν πρέπει τούτο να μας παραξενεύει. «Εικόνα» για την TVδεν μπορεί να είναι τα στοιχεία και η συγκριτική μελέτη αυτών, αλλά τα πρόσωπα (οι παλαιοί πρωταγωνιστές), που θα βγουν στο γυαλί και θα πουν το… ένα ή το άλλο. Φυσικά, όλα τούτα ισχύουν και για την Παράγκα του Σίμουκαι για έναν επιπλέον λόγο· βασικές γραπτές μαρτυρίες που αφορούν στο θέμα δεν ανήκουν στη δημόσια σφαίρα – δεν είναι προσβάσιμες δηλαδή στον κάθε μελετητή. Όπως είχε πει ο ίδιος ο Σίμος Τσαπνίδης (1919-1999) στον Άρη Σκιαδόπουλο στην παλαιά εκπομπή της ΕΡΤ «Νυχτερινός Επισκέπτης» (κάποτε στα nineties):«Η αυτοβιογραφία μου… είναι συγκεντρωμένα όλα αυτά σε περίπου 900 σελίδες. Είναι σκίτσα, φωτογραφίες… και ψάχνω να βρω έναν εκδότη, που δεν τον βρίσκω, για να βγω λίγο από τη φτώχεια».
Το ζήτημα και το πρόβλημα ταυτοχρόνως είναι πως το αρχείο (ας το πω έτσι) δεν δημοσιοποιήθηκε ενόσω ο Σίμος βρισκόταν στη ζωή, με αποτέλεσμα και ο ίδιος να στερηθεί ενός κάποιου ποσού που θα τον τραβούσε για λίγο από την ανέχεια, αλλά και οι ενδιαφερόμενοι (αναγνώστες, μελετητές και όποιοι άλλοι) να μην είναι σε θέση ν’ αποκτήσουν μια γνώση (του αρχείου), προκειμένου ο καθένας να μπορεί να βγάζει, μόνος του, τα δικά του συμπεράσματα (και να μην εξαρτάται από την στάγδην και κατά το δοκούν δημοσιοποίησή του). Ακόμη και σήμερα, 15 χρόνια μετά τον θάνατο του Σίμου, το αρχείο του είναι πρακτικώς αδημοσίευτο και βεβαίως άνευ πρόσβασης στους ενδιαφερομένους. Κατά τον δημοσιογράφο Γιώργο Βιδάλη (Ελευθεροτυπία, 27/2/2006) οι… σελίδες δεν ήταν 900, αλλά περισσότερες: «Το ‘Βιβλίο του Σίμου’ (είναι) ένα χειρόγραφο βιβλίο 1.372 σελίδων, όπου ο ίδιος εξιστορεί τη ζωή και τη δράση των υπαρξιστών της Ιπτάμενης Παράγκας. Από το πώς έγινε ο Σύλλογος Ελλήνων Υπαρξιστών έως το κλείσιμό του με την επέμβαση της Αστυνομίας (1953-1955). Εντυπώσεις περαστικών από το θρυλικό αυτό στέκι, όπως του Νίκου Καρούζου ή του Ζακ Πρεβέρ. Ένας ξέγνοιαστος τρόπος ζωής με πάρτι, χορούς, αναγνώσεις ποιημάτων, χιούμορ λυτρωτικό, εκδρομές αλλά και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Ένα μικρό κίνημα ανθρώπων που ήταν κατά κάποιο τρόπο οι πρόδρομοι των μπίτνικς[sic]και χίπις[sic] στην ήπια ελληνική μορφή τους. Στις θυρίδες(της Εμπορικής Τράπεζας στην Ομόνοια)βρέθηκαν επίσης τα ημερολόγια του Σίμου που μετά το κλείσιμο της Παράγκας έφυγε το ’56 από την Ελλάδα και περιπλανήθηκε στην Ευρώπη έως το ’78. Μια περιηγητική ματιά με πολλές πληροφορίες για τη ζωή των Ελλήνων στο εξωτερικό, για τους ξένους περιθωριακούς κ.ά. Αρνητικά φιλμ με περίπου 40.000 ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τράβηξε ο Σίμος στα ταξίδια του. Από τις πρώτες αντιδικτατορικές ομάδες των Ελλήνων του εξωτερικού έως τις πρώτες πορείες ειρήνης στο Ολντερμάστον και τον Γαλλικό Μάη του ’68. Φωτογραφίες με παρέες υπαρξιστών στην Παράγκα αλλά και έργα τέχνης που σκάρωναν εκεί. Ήτοι, ζωγραφιές και σκίτσα των Πιτ Κουτρουμπούση, Πέτρου Πανταζή, Αντώνη Ρηγάτου κ.ά.».
Ένα μέρος του αρχείου (πιθανώς το μεγαλύτερο) είναι γνωστόν πως διατηρεί ο… αντίδικός μου Μανώλης Νταλούκας (δεν ξέρω πως έφθασε στα χέρια του και ούτε με αφορά), ενώ κάποιο άλλο μέρος του βρίσκεται στα χέρια διαφόρων συλλεκτών (όπως π.χ. το… επισκεπτήριο της Παράγκας, που το είδαμε στην έκθεση για το λεγόμενο Αθηναϊκό Underground, πρόπερσι στο CAMP!). Προφανώς «υλικό» της Παράγκας (ζωγραφιές, φωτογραφίες, προγράμματα ή ό,τι άλλο) θα έχουν και άλλοι συλλέκτες, ή οι εν ζωή παλαιοί πρωταγωνιστές της, και πάνω σ’ αυτό το υπόλοιπο «υλικό» φαίνεται πως στηρίχθηκε και ο Χαριτίδης για να ολοκληρώσει την ταινία του.
Βλέποντας λοιπόν την εκπομπή, βλέποντας να συμμετέχει σ’ αυτήν, ανάμεσα σε άλλους, και η διευθύντρια των εκδόσεων ΆγκυραΧαρά Παπαδημητρίου (νεαρή υπαρξίστρια της εποχής), μου έκανε εντύπωση το γεγονός πώς και γιατί δεν υπάρχει πουθενά σ’ αυτήν (στα thanksή οπουδήποτε άλλου) το όνομα του Νταλούκα – από τη στιγμή κατά την οποίαν το βιβλίο του Ελληνικό Ροκ, που έχει να κάνει (και) με τον Σίμο και το αρχείο του, είναι δυο φορές τυπωμένο στις εκδόσεις Άγκυρα! Τι συνέβη εδώ; Γιατί δεν μπορώ να σκεφθώ πως ο Χαριτίδης δεν φρόντισε να μιλήσει με τον Νταλούκα, ζητώντας του «υλικό», από την στιγμή κατά την οποίαν ο Χαριτίδης μιλάει στην TVμε την κ. Παπαδημητρίου, έχοντας μάλιστα τηλεφωνήσει ακόμη και σ’ εμένα! Ο άνθρωπος με είχε ρωτήσει αν ήξερα τίποτα για τους Τσαμουρτζήδες, που είχαν φτιάξει το γκρουπάκι PadamJazzClubστην Παράγκα. Του είχα απαντήσει πως δεν ήξερα τίποτα περισσότερο από ’κείνα που έχει γράψει ο Νταλούκας στο βιβλίο του και πως θα ήταν καλύτερο να έπαιρνε εκείνον στο τηλέφωνο (τον… αντίδικο δηλαδή) για περισσότερες πληροφορίες. Δεν ξέρω τι έκανε ο Χαριτίδης. Αν είχε ήδη καλέσει τον Νταλούκα, ή αν θα τον καλούσε μετά την προτροπή μου. Θεωρώ, όμως, εντελώς απίθανο να μην υπήρξε κάποια μεταξύ τους επικοινωνία, βλέποντας, το ξαναλέω, και την εκδότρια του Νταλούκα στο γυαλί.

Ο Χαριτίδης εμφανίζει στην TVτον Ανδρέα Δημητρόπουλο, τον άνθρωπο που έχει τον πιο ωραίο και ολοκληρωμένο λόγο στην ταινία, ως Αντιπρόεδρο του Συλλόγου Υπαρξιστών. Ήταν ή δεν ήταν ο Δημητρόπουλος κάτι τέτοιο; Για τις… ερευνήτριες της εκπομπής (Ηλιάνα Δανέζη, Σοφία Κοσμά), αλλά κυρίως για τον επιστημονικό σύμβουλο της ταινίας, τον Πάνο Κουτρουμπούση (μέλος της Παράγκας να υπενθυμίσω), ο Δημητρόπουλος ήταν (ή έστω μπορεί να ήταν) Αντιπρόεδρος. Θέλω να πω πως αν ο Κουτρουμπούσης (άσε τις… ερευνήτριες) ήταν σίγουρος πως ο Δημητρόπουλος δεν ήταν Αντιπρόεδρος, προφανώς, θα επενέβαινε λέγοντας του Χαριτίδη… επ, τι κάνεις εκεί;Ο Νταλούκας, επικαλούμενος το αρχείο του Σίμου, στο οποίο μόνον εκείνος έχει πρόσβαση(!), αποκαλεί τον Χαριτίδη «αδιάβαστο» (ανάρτησή του της 6/6/2014) επειδή εμφανίζει τον Δημητρόπουλο ως Αντιπρόεδρο. Και ποιος μου λέει εμένα πως ο Δημητρόπουλος δεν υπήρξε κάποια στιγμή επίσημος ή ανεπίσημος Αντιπρόεδρος και πως το συγκεκριμένο… αποδεικτικό στοιχείο δεν υπάρχει στο αρχείο του Σίμου; Γιατί το αρχείο του Σίμου να είναι πλήρες δηλαδή; Tο αρχείο ενός ανθρώπου, εννοώ, που δεν είχε μόνιμη στέγη και που γυρόφερνε την Ευρώπη για χρόνια; Ερωτώ. Κουβαλούσε, ο Σίμος, το αρχείο της Παράγκας στην Ευρώπη, το ’65, το ’70 και το ’72; Tο πήγαινε μαζί του από ’δω κι από ’κει, από το Παρίσι στο Λονδίνο και από ’κει στην Κοπενχάγκη, ή το είχε καταχωνιάσει κάπου στην Αθήνα και το… ροκάνιζαν διάφορα ποντίκια; Δεν λέω πως το ντοκουμέντο που εμφανίζει ο Νταλούκας (από το πάντα αδημοσίευτο αρχείο τού Σίμου υπενθυμίζω) στερείται σημασίας –στην έντυπη κατάσταση του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου των Ελλήνων Υπαρξιστών «Ο Διογένης» αναφέρομαι– αν και το ερώτημα είναι άλλο. Γιατί να αποκαλέσω κάποιον, σώνει και καλά, «αδιάβαστο», επειδή δεν γνωρίζει την ύπαρξη ενός αδημοσίευτου χαρτιού, το οποίον (αδημοσίευτο) χαρτί το έχω μόνον εγώ;Μάλιστα ο Νταλούκας μάς… απειλεί (18/6/2014) πως τούτο «δεν είναι το μοναδικό αποδεικτικό». Σιγά τα ωά… Δεν είναι βλακώδες (για να μην το χαρακτηρίσω και αήθες) αυτό; Εδώ, ο Νταλούκας αγνοούσε καμμιά δεκαριά δημοσιευμένα ντοκουμέντα (το τονίζω «δημοσιευμένα») γύρω από την επίσκεψη του EricClaptonστην Ελλάδα, το καλοκαίρι-φθινόπωρο του ’65, γράφοντας στο βιβλίο του για… ιστορίες «σκοτεινές» και «ανεξακρίβωτες» κι έχει το θράσος να εγκαλεί τον Χαριτίδη επειδή αγνοούσε κάτι αδημοσίευτο, το οποίον κατέχει μόνον ο ίδιος (ο Νταλούκας εννοώ); Αυτό δεν πάει πολύ;
Έχει δίκιο ο Νταλούκας όταν γράφει στην κριτική του (για την ταινία του Χαριτίδη) για «παράθεση μαρτυριών, γερόντων πια ανθρώπων», για «κάτι σαν τις διηγήσεις παππούδων στα καφενεία», για ταινία βασισμένη «αποκλειστικά σε μαρτυρίες»κ.λπ., αλλά το ίδιο δεν κάνει κι εκείνος κατά κόρον; Το μεγαλύτερο τμήμα από τις εξιστορήσεις του βιβλίου του Ελληνικό Ροκ(και δεν αναφέρομαι στο blogτου) δεν είναι στηριγμένο στο τι λέει ο ένας και ο άλλος, με σχεδόν ανύπαρκτο ντοκουμεντάρισμα (ανυπαρξία παραπομπών και βιβλιογραφίας-περιοδικογραφίας, ανυπαρξία εκδοτικών και δισκογραφικών στοιχείων και άλλα τινά); Λέω, λοιπόν, πως ενώ για ένα βιβλίο είναι «εγκληματικό» για την αξιοπιστία του η δια του μικροφώνου αντιμετώπιση των καθεκάστων, για μια τηλεοπτική εκπομπή δεν είναι και τόσο. Είναι άλλη η λογική και η λειτουργία της (τηλεοπτικής) «εικόνας» και άλλη η λογική ενός βιβλίου. Ο Νταλούκας, όμως, κάνει πως δεν καταλαβαίνει την διαφορά, λέγοντας του Χαριτίδη πως πρέπει… «να κάτσει να διαβάσει». Τι να διαβάσει; Το αρχείο του Σίμου; Ε, ας του το έδινε να το διαβάσει! 
Ο Ανδρέας Δημητρόπουλος στην ταινία του Χαριτίδη (η φωτό προέρχεται από το blog pressmixer)
Ο Δημητρόπουλος, το ξαναλέω, βγάζει μία πολύ ωραία εικόνα προς τα έξω για την Παράγκα και κανείς απ’ όσους συμμετέχουν στην ταινία δεν έχει καλύτερο λόγο από ’κείνον. Δεν είναι μόνον ό,τι λέει, είναι και ο τρόπος που τα λέει. (Είναι σχεδόν απόλαυση να τον ακούς!). Ο Νταλούκας στην ανάρτηση τής 18/6/2014 σημειώνει πως… «από τη στιγμή που κάποιος (σ.σ. ο Δημητρόπουλος)λέει ένα τόσο χοντρό ψέμα(σ.σ. ότι είναι Αντιπρόεδρος)είναι αναξιόπιστος σε οτιδήποτε άλλο πει, και φυσικά, δεν μπορεί να θεωρηθεί μάρτυρας». Αυτό παραείναι υπερβολικό – για να μην πω πως είναι εκτός τόπου και χρόνου. Κατ’ αρχάς ο Δημητρόπουλος, εξ όσων θυμάμαι, δεν ακούγεται στην ταινία να αυτοαποκαλείται… Αντιπρόεδρος (μα ακόμη και αν το είπε εκείνος offtherecordστον Χαριτίδη, γιατί ο… επιστημονικός σύμβουλος Πάνος Κουτρουμπούσης δεν το διέψευσε; – μην ξαναλέμε τα ίδια). Μάλιστα, εν συνεχεία ο Νταλούκας παρεκτρέπεται σφόδρα, επιτιθέμενος στον Δημητρόπουλο για γεγονότα που συνέβησαν 14 χρόνια μετά από την Παράγκα! Τι σχέση έχει πάλι αυτό; Έλα Παναγία μου! Και ο… Πάγκακος έχει λόγο για το Σίμο στην ταινία, και αργότερα έγινε… υπασπιστής των φιλελέδων, υποστηρικτής του Άδωνι και εμπνευστής τού πιο αθλίου τσιτάτου της νεότερης ιστορίας μας. Εδώ, όμως, δεν θα τον κρίνουμε γι’ αυτά, ούτε για την «υπόθεση Öcalan», αλλά για τις σχέσεις του με τους Υπαρξιστές. Ο Νταλούκας, όμως, βρίσκει την ευκαιρία να πλήξει τον Δημητρόπουλο για γεγονότα πολύ μεταγενέστερα, για τα οποία αγνοεί (ή παριστάνει πως αγνοεί) κρίσιμες λεπτομέρειες. Αυτό δεν είναι τίμιο… και αναφέρομαι στην διαβόητη επιχείρηση εκκαθάρισης Τουρκοκυπρίων «Κοφίνου - Αγίων Θεοδώρων» στην Κύπρο τον Νοέμβριο του ’67 (η Κοφίνου ήταν ένα σχεδόν αμιγές τουρκοκυπριακό χωριό, ενώ οι Άγιοι Θεόδωροι μεικτό), στην οποίαν είχε λάβει μέρος, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός των ΛΟΚ και όχι ως «μόνιμος», ο Ανδρέας Δημητρόπουλος (προτρέπω τον Νταλούκα να σκεφτεί τι σημαίνει «έφεδρος» και τι «μόνιμος», δεν είναι δα και τόσο δύσκολο…). Ο Δημητρόπουλος μονιμοποιείται στο στράτευμα επί χούντας, μετά την ενεργή συμμετοχή του στην «επιχείρηση Κοφίνου - Αγίων Θεοδώρων», ενώ βραβεύεται και από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας επί ΠΑΣΟΚ(!), το 2000, ως «ήρωας» πια των ελληνοκυπριακών αγώνων της περιόδου 1964-74, όπως είχε γράψει και ο Ιός (Ελευθεροτυπία 23/09/2000). Η δική μου αίσθηση απ’ όλα τούτα είναι πως οι… χουντο-υπαινιγμοί του Νταλούκα για τον Δημητρόπουλο (κάτι ανέντιμο για μένα εξ αρχής, το ξανατονίζω, αφού το θέμα μας είναι ο Δημητρόπουλος της Παράγκας και όχι ο λοκατζής της Κοφίνου) ακόμη και σε σχέση με τα γεγονότα του ’67 δεν στέκουν. H δε φωτογραφία στο 11:30 περίπου της ταινίας του Χαριτίδη με τον Ανδρέα Δημητρόπουλο αριστερά, τον Σίμο στη μέση και τον Τζο Χατζηγεωργίου (τον υπαρχηγό της Παράγκας) εκ δεξιών (και οι τρεις με μούσι) δεν συνάδει με κανέναν τρόπο με τα «αναξιόπιστος», με τα «η μετέπειτα πορεία του…»και πως «πάντως υπαρξιστής κατά το πνεύμα της Παράγκας(…) ΔΕΝ ήταν», που του σούρει ο… αντίδικος. Το «πνεύμα της Παράγκας»… άλλο πάλι και τούτο! Πως λέμε το πνεύμα του rocknroll, της ψυχεδέλειας, του punkκ.ο.κ. Μία σάχλα δηλαδή, δίπλα σε μία... μάρα.
Ο Χαριτίδης στα μέτρα του τηλεοπτικού δυνατού –και γενικότερα στα μέτρα του δυνατού, και μάλιστα χωρίς την… καθοδήγηση του Νταλούκα– έκανε μια ταινία που δεν ξέρω αν ντροπιάζει την έρευνα, πάντως με τίποτα δεν ντροπιάζει την τηλεόραση (η οποία από γεννησιμιού της δουλεύει μ’ αυτόν τον τρόπο). Η εικόνα που βγήκε προς τα «έξω» για την Παράγκα δεν είναι ούτε λανθασμένη, ούτε προσβλητική και αν κάποια πρόσωπα υπερεκτιμήθηκαν ή άλλα υποτιμήθηκαν τούτο είναι κάτι για το οποίον μπορεί να γίνει μια κουβέντα –μια κουβέντα γύρω από το τι έπραξε ή δεν έπραξε ο Χαριτίδης εννοώ– λαμβάνοντας, όμως, υπ’ όψιν μας το γεγονός πως ο σκηνοθέτης δεν είχε ουδεμία πρόσβαση στο μεγαλύτερο μέρος τού αρχείου τού Σίμου.

Δεν ξέρω τι εντύπωση είχε (πριν την ταινία) ή έχει (μετά την ταινία) ο καθένας από εμάς για την Παράγκα, έχω όμως την βεβαιότητα ότι τίποτα περισσότερο δεν συνέβη εκεί απ’ όσα λέει ο Πάνος Κουτρουμπούσης προς το τέλος του βίντεο. (Μεταφέρω τα λόγια του και… λίγο προς το περίπου, επειδή δεν τα «βγάζω» όλα καθαρά). Ακούμε τον Κουτρουμπούση να λέει: «Δεν νομίζω ότι γέννησε τίποτα (η Παράγκα), απλώς έμεινε ότι υπήρχε αυτό, και δεν ήταν κακό ας πούμε… τελικά για τον κόσμο… και σήμερα πλάκα θα είχε αυτό αν συνέβαινε… εξάλλου ήταν ένα… τι να το πεις ας πούμε… υπαρξιστές… ήμασταν υπαρξιστές βασικά…  αλλά για γλέντι ας πούμε… υπαρξιστές στη φιλοσοφία και στα καφενεία να έρχονται και να μας λένε διάφορες μαλακίες δεν ήταν ας πούμε… αλλά από την άλλη καλύτερα ήταν έτσι… να υπάρχει ένα κέφι… να υπάρχει μια αθώα ευχαρίστηση… καλά ήταν… άσε… η Παράγκα… η Παράγκα… (γέλια)… ρε γαμώτο».
Αν υπάρχει ένα σοβαρό… το μοναδικό σοβαρό τηλεοπτικό σφάλμα του Χαριτίδη είναι πως συνέδεσε τις μουσικές της Παράγκας με τραγούδια του rocknroll(κομμάτια των BillHaley, JoeTurner, FatsDominoτης περιόδου 1953-54) και βεβαίως τον αντίστοιχο χορό, όταν rocknrollακούστηκε και χορεύτηκε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1956, άιντε και λίγο νωρίτερα εξαιτίας της Ζούγκλας του Μαυροπίνακος. (Εκείνη την εποχή η Παράγκα δεν υπήρχε, ενώ και ο Σίμος είχε ήδη φύγει για το εξωτερικό από τον Σεπτέμβριο). Η σύνδεση της Παράγκας με το rocknrollείναι λανθασμένη και μόνο σκοπιμότητες μπορεί να εξυπηρετεί. Όμως γι’ αυτό το σοβαρό λάθος ο Νταλούκας δεν ψέγει τον Χαριτίδη, παρά προσπαθεί να τον δικαιολογήσει (γράφει πως... «αυτό δεν γίνεται ως αισθητική πρόταση, αλλά ως αποτέλεσμα της Αγνοίας»!!). Αλλά τι να περιμένουμε από κάποιον που εντοπίζει rockακόμη και στην… αρχαιότητα; («Μια χαρακτηριστική μορφή ροκ στην αρχαία Ελλάδα είναι ο κώμος, που περιγραφή του μας δίνει ο Ησίοδος…»μας λέει ο Νταλούκας στη σελίδα 15 του βιβλίου του Ελληνικό Ροκ, ρίχνοντας… 50 κιλά πινέζες στα ξυπόλητα πόδια μας). Το ανύπαρκτο rocknrollτης Παράγκας θα τον ενοχλούσε;
Viewing all 5018 articles
Browse latest View live