Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5020 articles
Browse latest View live

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ χίππυς και χίππισες

$
0
0
Όπως έχω γράψει και παλαιότερα το… φαινόμενο των hippies στην Ελλάδα των τελών της δεκαετίας του ’60 απέλαβε, εξ αρχής, τεράστιας απήχησης, κάτι το οποίον αποδεικνύεται από το γεγονός πως ο… ελληνικός χιππισμός είχε ιδιαίτερη πέραση στον κινηματογράφο, στο θέατρο και αλλαχού. Παρ’ όλη, δηλαδή, την προσπάθεια ορισμένων εντύπων και φυλλάδων να τρομοκρατήσουν τον κόσμο δεν σταμάτησαν να γυρίζονται ταινίες (Θου-Βου Φαλακρός Πράκτωρ Επιχείρησις Γης Μαδιάμ, ΗΘείαμου η Χίππισα, Μαριχουάνα Στοπ, Ένας Χίππυς με Τσαρούχια, Ένας Χίππυς με Φιλότιμο…), ν’ ανεβαίνουν θεατρικά (Χίπισσα Ιωάννα, Χίππιδες και Ντιρλαντάδες…) ή να γράφονται βιβλία (Οι Δύο Χίππεις…). Από κοντά βεβαίως και τα ανάλογα οικογενειακά ευθυμογραφήματα, τα οποία, ακολουθώντας την μεγάλη παράδοση του Ψαθά και του Τσιφόρου, εντόπιζαν στη νέα τάση ποικίλα στοιχεία καρικατούρας. Έτσι, από την μια μεριά μπορεί να μεγέθυναν τις καταστάσεις (προκειμένου η… ευθυμία να αποκτούσε έναν ολοένα και μεγαλύτερον όγκο), αλλά από την άλλη έλεγαν και αλήθειες με τον τρόπο που μόνον τα ευθυμογραφήματα μπορεί να πράξουν.
Ένα τέτοιο βιβλίο ήταν και το Σελφ Σέρβιςτου θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Δημήτρη Χρονόπουλου (1907-1992), που πρέπει να κυκλοφόρησε το 1970 ή έστω το’71 (δεν αναγράφονται εκδοτικός οίκος και έτος έκδοσης στις σελίδες του). Λέω «πρέπει» επειδή μία από τις ιστορίες τού Σελφ Σέρβιςέχει τίτλο Λοχίας Σταμούλης, με αναφορές φυσικά στο τραγούδι «Ο Σταμούλης ο λοχίας» των Γιώργου Κατσαρού-Πυθαγόρα, που είχε τραγουδήσει το 1970 ο Γιάννης Καλατζής. Ο Χρονόπουλος, ο οποίος είχε γράψει πρόζα (Η Κληρονομιά της Θάλασσας, Υπηρέτης του Λαού…), ραδιοφωνικά θεατρικά (Ο Καποδίστριας…), σενάρια για τον κινηματογράφο (Διπλή Θυσία…), ενώ είχε διετελέσει, για πολλά χρόνια, στέλεχος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, ήταν ένας φιλελεύθερος άνθρωπος (αυτό αντιλαμβάνομαι από τα γραπτά του) με αστικές πολιτικές απόψεις, που μεμφόταν όχι μόνον τις συγκεντρωτικές εξουσίες αλλά και τους... διαφωτιστές, ψάχνοντας συγχρόνως το πραγματικό νόημα της δημοκρατίας. Παραθέτω, λοιπόν, το ευθυμογράφημά του Χίππυς και Χίππισεςτονίζοντας με boldγράμματα κάποια σημεία, τα οποία κρίνω ως εξαιρετικώς ενδιαφέροντα…

το εξώφυλλο του βιβλίου είναι φιλοτεχνημένο από τον ΚΥΡ
Ομολογώ ότι πολλές φορές εφιλοδόξησα να γίνω χίππυς αλλά δεν το κατόρθωσα. Ιδίως όταν σηκώνομαι από το κρεββάτι και είμαι άπλυτος και αξύριστος αρχίζω να αισθάνομαι εντός μου ρεύματα χιππισμού. Αλλά βεβαίως δεν κατορθώνω να φθάσω τα εξαιρετικά αυτά όντα, χάρις εις τα οποία, πιστεύω, απέκτησαν τόσην διάδοσιν τα απορρυπαντικά, που καθαρίζουν τους λεκέδες και συγχρόνως συντηρούν την Τηλεόρασι.
Αντιθέτως προς όσα καταμαρτυρεί η κοινωνία εναντίον του ευγενούς γένους των χίππυς, εγώ προσωπικώς αισθάνομαι μεγάλην συμπάθειαν προς αυτούς. Πιστεύω μάλιστα ότι οι χίππυς και οι χίπισσες έχουν ιστορικήν σχέσιν με ημάς του Έλληνας, οι οποίοι μέχρι πρό τινος δεν εσαπουνιζόμεθα, ούτε επλενόμεθα, ούτε εμπανιαριζόμεθα επαρκώς, αρκούμενοι εις ένα πρόχειρο νίψιμο, λέγοντας την φράσιν «νίψου κι’ αποφάγαμε», ενώ άλλοι εφρόντιζαν απλώς να νίψουν τας χείρας των από τα κατά καιρούς συμβαίνοντα. Ευτυχώς όμως τώρα αυτά τα νιψίματα κατηργήθησαν επί της εποχής του Προέδρου… Νίψον.
Οι χίππυς λοιπόν, περισσότερον Ελληνοπρεπείς από τους Έλληνες, έμειναν πιστοί στις εθνικές μας παραδόσεις. Ούτε σαπούνι, ούτε νερό, ούτε μπάνιο. Και, επί πλέον, επειδή υπήρξαμε λαός πτωχός και υπανάπτυκτος, οι αδελφοί χίππυς εξακολουθούν να φορούν τις αμφιέσεις των αειμνήστων προγόνων μας, δηλαδή προβιές, σαλβάρια, σάλια, μπέρτες και μερικοί, περισσότερον εθνικόφρονες, ίσως φθάσουν και μέχρι φουστανέλλας. Υπό τας συνθήκας αυτάς, νομίζω ότι οι χίππυς είναι άξιοι ιδιαιτέρου σεβασμού και αναγνωρίσεως, φθάνει να στέκεστε κάπως μακρυά, ώστε να μη σας πιάνη η εκ της προσωπικότητός των αναδιδομένη θεία ευωδία.
Αλλά και αν δεν υπήρχαν εθνολογικοί και ιστορικοί λόγοι, πάλι θα ήσαν οι χίππυς άξιοι της συμπαθείας μας, εάν η εμφάνισίς των οφείλεται εις αδεκαρίαν, συνέπεια της οποίας υπήρξεν η υδροφοβία, η σαπουνοφοβία και οι λοιπές φοβίες της εποχής μας. 
Οι λεγόμενοι κοινωνικοί παρατηρηταί –οι οποίοι συχνάζουν συνήθως στα καφενεία– λένε ότι οι χίππυς αποτελούν εκδήλωσιν διαμαρτυρίας εναντίον του «κατεστημένου». Εγώ, αντιθέτως, νομίζω ότι το κίνημά των αποτελεί μάλλον διαμαρτυρίαν εναντίον της Εταιρείας Υδάτων, των επιχειρήσεων σαπωνοποιίας και των καταστημάτων ειδών υγιεινής.Διότι με το άλλο «κατεστημένο» δεν έχουν καμμία δουλειά οι ιππόται αυτοί της ελεεινής μορφής, οι οποίοι άλλωστε είναι και ολιγαρκείς. Ιδίως κατά το καλοκαίρι μία ντοματίτσα, ένα τσαμπί σταφύλι και λίγο ψωμοτύρι συνθέτουν το γεύμα τους, ενώ τα παγκάκια του Ζαππείου αποτελούν τον ιδεώδη κοιτώνα γι’ αυτούς. 
Εγώ δεν είδα κανέναν χίππυς και καμμία χίπισσα να κάνουν διαδήλωσι διαμαρτυρίας, να υποβάλλουν αιτήματα, να κρατούν πλακάτ, να φωνάζουν, να ωρύονται και να ζητούν να φύγουν οι Αμερικανοί από το Βιετνάμ και οι διαφημίσεις από την Τηλεόρασι.Οι φουκαράδες κάθονται ήσυχα και φρόνιμα, βρωμούν και ζέχνουν, δίνουν το αίμα τους, όχι υπέρ πίστεως της πατρίδος αλλά στην τράπεζα αίματος, αφού δεν μπορούν να μπουν σε άλλη τράπεζα, ερωτεύονται μεταξύ των και κινούνται δια του ώτο-στοπ. Κατά συνέπειαν, είναι άξιοι συγχαρητηρίων, προσοχής και… απολυμάνσεως. 
Εξ άλλου, τι θα πη «κατεστημένο» εναντίον του οποίου λέγεται ότι στρέφονται οι αγωνισταί του χιππισμού; Κατά την επικρατούσαν ορολογίαν, «κατεστημένο» ονομάζεται εις την νεωτάτην ελληνικήν το καθεστώς. Άραγε εναντίον αυτού στρέφονται οι αδελφοί χίππυς και οι αδελφές χίππισσες;
Εάν είναι έτσι, το πράγμα αλλάζει. Διότι τότε, πολύ φοβούμαι ότι θα αυξηθούν οι τάξεις του σωτηρίου κινήματος του χιππισμού.

σκίτσο του Κώστα Βλάχου από το βιβλίο
Μπορεί σε ορισμένους, που δεν έχουν ασχοληθεί μ’ αυτά τα πράγματα, να επικρατεί η εντύπωση πως επειδή την εποχή εκείνη, στην Ελλάδα, υπήρχε δικτατορία, οι πληροφορίες που κατέφθαναν γύρω από τα θέματα των hippiesή της αντικουλτούρας γενικότερα ήταν από μηδαμινές έως ανύπαρκτες. Τούτο είναι μύθευμα, για τον απλό λόγο πως η χούντα ήταν πάντα υπόλογη στην προστάτιδά της Αμερική, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα ακόμη και πριν το 1970 (πριν την… φιλελευθεροποίησή της δηλαδή) να προβάλλονται καταστάσεις και γεγονότα που συνέβαιναν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού (ή γενικότερα στην Δύση), επειδή είχαν απλώς και μόνον αμερικανική (δυτική) προέλευση. Πριν κάποιο καιρό είχα αναφερθεί στην σχετική θεματολογία ενός οικογενειακού περιοδικού της εποχής, των Εικόνωντης δεύτερης περιόδου (Μάρτιος-Αύγουστος 1968 – μπορείτε να ξαναδείτε εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/01/blog-post_14.html), ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ακόμη και οι Μοντέρνοι Ρυθμοίαναφέρονταν συχνά σε θέματα που αφορούσαν στους hippies, το flowerpowerκτλ., την ώρα κατά την οποίαν και στο επίπεδο των εκδόσεων υπήρχαν «αμερικανικά» βιβλία που έβλεπαν με «άλλο» μάτι τους hippiesκαι την counterculture. Να αναφέρω ενδεικτικώς, και μόνον ενδεικτικώς, το… Ρόμπερτ Κέννεντυ/ Για έναν καλύτερο κόσμο [Πεντάς, Αθήνα 1968] στο κεφάλαιο του οποίου Οι νέοι, το Βιετνάμ, η φτώχεια και η ανεργίαδιαβάζουμε για τους«χίππις που αρνούνται την ευημερία και τη δράση»για την«αγανάκτηση των νέων που δεν είναι φαινόμενο μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες»για τους«σπουδαστές στην Πράγα που έχουν εκλέξει, για το δικό τους ετήσιο φεστιβάλ που διοργανώνουν, ως ήρωά τους, όχι κανένα μαρξιστή-λενινιστή αλλά ένα μοντέρνο ποιητή μπήτνικ, τον Άλλεν Γκίνζμπεργκ»… και άλλα διάφορα. Ακόμη και στα πιο… ακίνδυνα βιβλία όπως το Πολιτική Συγκρότηση και Προεδρικές Εκλογές Στις Ηνωμένες Πολιτείες [Φέξης, Αθήνα 1968] του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου (ο προδικτατορικός βουλευτής της Ένωσης Κέντρου και αργότερα Υπουργός Εξωτερικών επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη) διαβάζουμε για το συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο (26-29/8/1968), για τις κόντρες σε σχέση με την πολιτική που θ’ ακολουθούσαν οι Δημοκρατικοί για το Βιετνάμ (τα «γεράκια» ήθελαν την κλιμάκωση των επιχειρήσεων, ενώ οι υπόλοιποι την βαθμιαία ελάττωσή τους), για τα επεισόδια που πήγαιναν παραλλήλως με το συνέδριο, για τον Δήμαρχο RichardJ. Daleyκαι για τον τρόπο που αντιμετώπισε τις ταραχές κτλ. Και φυσικά δεν χρειάζεται ν’ αναφερθώ εδώ, επειδή το έχω ξαναπράξει (βλ. http://diskoryxeion.blogspot.gr/2010/01/ed-sanders-rock-n-roll.html), στην έκδοση των βιβλίων του NormanMailerΟι Στρατιές της Νύχτας/ τόμος πρώτος [Νέοι Στόχοι, Αθήνα 1970] και τόμος δεύτερος [Νέοι Στόχοι, Αθήνα 1971] που βασίζονταν στον περίφημο Εξορκισμό του Πενταγώνου(4/10/1967), ένα παράξενο happening, που πήρε μεγάλη δημοσιότητα μέσα στο αντιπολεμικό κίνημα, οριοθετώντας σε μεγάλο βαθμό την όψη της αντικουλτούρας, ούτε καν στην έκδοση τού Ψυχή στον Πάγο[ΒΙΠΕΡ/PapyrosPressLtd, Αθήνα 1971] του EldridgeCleaver(υπουργός πληροφοριών της… κυβέρνησης του Γκέτο και από τα ηγετικά στελέχη του BlackPantherParty– βλέπεις εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2012/08/listen-whitey.html)…
Είχε δίκιο λοιπόν ο Δημήτρης Χρονόπουλος όταν μεμφόταν στο ευθυμογράφημά του τους έλληνες χίππηδες, γράφοντας πως δεν είδε ποτέ«κανέναν χίππυς και καμμία χίπισσα να κάνουν διαδήλωσι διαμαρτυρίας, να υποβάλλουν αιτήματα, να κρατούν πλακάτ, να φωνάζουν, να ωρύονται και να ζητούν να φύγουν οι Αμερικανοί από το Βιετνάμ…», διερωτώμενος, συγχρόνως, αν οι έλληνες χίππηδες στρέφονταν τελικώς εναντίον του κατεστημένου ή όχι. Δεν χρειάζεται να (ξανα)πω πως οι χίππιδες και οι… ψυχεδελάδες ήταν τόσο… επικίνδυνοι για το (χουντικό) κατεστημένο, όσο τουλάχιστον κι οι… ντιρλαντάδες! 

«Τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη γράφονται συνθήματα του ΡΗΓΑ στους τοίχους της Νομικής, της Φιλοσοφικής και της Φυσικομαθηματικής, ενώ τις ίδιες μέρες πέφτουν προκηρύξεις με αντιδικτατορικό περιεχόμενο στην Πάντειο. Στις 8 Δεκέμβρη γράφονται στο Πολυτεχνείο τα συνθήματα 1-1-4, Δημοκρατία, Κάτω η Χούντα, ενώ στις 10 στον ίδιο χώρο πέφτουν προκηρύξεις που καλούν τους φοιτητές να ενταχθούν στο ΡΗΓΑ. Στις 22 του Γενάρη οι εσωτερικοί τοίχοι της Εμπορικής γεμίζουν από συνθήματα του ΡΗΓΑ. Ένα τεράστιο σύνθημα που γράφτηκε στις τελευταίες μέρες του Γενάρη καλύπτει τον εξωτερικό τοίχο του Πολυτεχνείου και γράφει: ΖΗΤΩ ΟΙ ΒΙΕΤΚΟΓΚ».
(Θούριος, Αρ. Φύλλου 1, Φλεβάρης; 1968 – τα κεφαλαία δεν είναι δικά μου).
Δηλαδή, την τιμή της νεολαίας (το 1968) θα έσωζε για ακόμη μία φορά η underground(ήτοι παράνομη) Αριστερά, την ώρα κατά την οποίαν οι μπάντες του ψυχεδελοχιππισμού (M.G.C. κ.ά.) διασκέδαζαν… το μεγάλο, ανώνυμο πλήθος που χαιρόταν, χωρίς αγωνίες αυτή τη χρονιά(σ.σ. 1968)τη θεότρελη Αποκριά… όπως προπαγάνδιζαν και τα χουντικά επίκαιρα της περιόδου... (πάτα www.youtube.com/watch?v=Aq0UwrKduxM&feature=related). Δεν μέμφομαι, εννοείται, όποιους έπαιζαν (ή παίζουν) μουσική για να χορέψει ο κόσμος (μπράβο τους και καλά έκαναν!), αλλά να παρουσιάζονται αυτοί οι «όποιοι» κάπως σαν… τους εξόριστους ή τους βασανισθέντες αντιστασιακούς (και μάλιστα όχι από τους εαυτούς τους, αλλά από μερικούς σημερινούς… δημοσιοκάφρους και ιστορικούς του κώλου!) πάει πολύ, όταν μέχρι και οι ευθυμογράφοι μας (από εκείνη ήδη την εποχή) τους είχαν πάρει χαμπάρι!!

ο SOCOS μελοποιεί ΝΤΙΝΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟ

$
0
0
Αυτό που πράττει ο Socosστο CD«το πρώτο απ’ το δεύτερο και το δεύτερο απ’ το τρίτο…» [Puzzlemusik, 2014] δεν συνηθίζεται στην σύγχρονη σκηνή. Επιχειρεί να μελοποιήσει με τον πιο… κυριολεκτικό τρόπο ορισμένα ποιήματα –τουΝτίνου Χριστιανόπουλουεν προκειμένω– και όχι να δημιουργήσει «ατμόσφαιρες», αφήνοντάς τα (αφήνοντας τα ποιήματα εννοώ) πάνω τους να επιπλέουν. Η προσπάθεια, δηλαδή, εμπεριέχει στοιχεία πρωτοτυπίας (έτσι πρέπει να το πούμε τελικώς), τα οποία… διογκώνονται λόγω (και) της ακουστικής ενοργάνωσης. Κιθάρες και μόνον κιθάρες. Ή μάλλον, πιο σωστά, κιθάρες και φωνές. Socosκαι Μαρίνος Τζιάρος. Τώρα, αν η φωνή του Τζιάρου, και μάλιστα κάτω από το συγκεκριμένο «ένδυμα», φέρνει στον νου μου, ενίοτε, τον Χάρη Κατσιμίχα (όχι τον Πάνο) είναι κάτι που δεν μπορώ να το εξηγήσω – αν και σε κάθε περίπτωση δεν το επισημαίνω ως ντεζαβαντάζ. Απεναντίας, η φωνή «ζεστή» και με το συγκεκριμένο ηχόχρωμα έχω την αίσθηση πως δημιουργεί μιαν επιπρόσθετη οικειότητα.
Σε οκτώ ποιήματα λοιπόν του Ντίνου Χριστιανόπουλου, διαφόρων περιόδων, επιλέγει να τοποθετήσει μουσική ο Socos(Το έγκλημα της μοναξιάς, Βολέματα καταστροφής, Όσο με πληγώνεις, Όλο και πιο πολύ, Ρήμαγμα, Η θάλασσα, Αναστολή, Τέλος) – ποιήματα που δοκιμάζουν, αν θέλετε, τις ικανότητες και τις δυνατότητες των μελοποιών, γενικώς, στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν ολοκληρωμένα άσματα. Γράφω «δοκιμάζουν», γιατί η ποίηση του Χριστιανόπουλου δεν φαίνεται εκ πρώτης να μετατρέπεται, με εύκολο τρόπο, σε τραγούδι. (Το υποστηρίζω, δίχως να παραγνωρίζω τινές επιτυχείς μελοποιήσεις στίχων –βασικά από τον Σταύρο Κουγιουμτζή– τού θεσσαλονικιού ποιητή). Ο Socos, πάντως, εμπνέεται από τους συγκεκριμένους στίχους και την ποίηση, κατορθώνοντας να δώσει ένα άλμπουμ μοναδικό θα έλεγα στην σύγχρονη παραγωγή. Προσπαθώντας να «κατεβεί» βαθιά σε κάθε λέξη, σε κάθε στίχο, σε κάθε στροφή, ο φίλος μας αποδεικνύει πως γνωρίζει τι ακριβώς μελοποιεί, και άρα που πρέπει να διπλασιάσει, να τριπλασιάσει ή και να πολλαπλασιάσει λέξεις, στίχους ή στροφές, ώστε να δημιουργήσει άλλοτε υποτυπώδη, αλλά λειτουργικά «ρεφρέν», και άλλοτε ουσιαστικά κουπλέ, τα οποία να αποδίδουν όλες τις διακυμάνσεις της ποίησης του Χριστιανόπουλου.
Είχα γράψει παλαιότερα, με αφορμή τον δίσκο ενός άλλου σύγχρονου τραγουδοποιού, ότι μου κάνει εντύπωση το γεγονός πως η σύγχρονη σκηνή μοιάζει να αγνοεί το σχήμα φωνή-κιθάρα. Μπορεί η ατμόσφαιρα της «Εκδρομής» του Μαμαγκάκη και ο όγκος του «Φορτηγού» του Σαββόπουλου (αφήνω τα ακόρντα της «Δημοσθένους Λέξις») να… καταπίνουν, 40-50 χρόνια τώρα, οτιδήποτε στο πέρασμά τους, όμως αυτό δεν πρέπει να αποθαρρύνει νεότερους μουσικούς να δοκιμάσουν στον «τρόπο», αγνοώντας ταυτίσεις, συγκρίσεις, ή οτιδήποτε άλλο. Το «σχήμα» φωνή-κιθάρα δεν είναι πρόχειρο, ούτε lo-fi (αν ορισμένοι νομίζουν κάτι τέτοιο). Απεναντίας, είναι πολύ απαιτητικό. Πρέπει να έχεις ούμπαλαγια να φτιάξεις τραγούδια, τα οποία να μπορείς, εν συνεχεία, να τα υποστηρίξεις μόνο με μιαν ακουστική κιθάρα. Τα πολλά όργανα, τα «κόλπα», τα εφφέ, οι μείξεις, οι «επεξεργασίες» και όλα τα υπόλοιπα μπορεί να έχουν την σημασία τους (όταν την έχουν), όμως κάποιες φορές κουκουλώνουν το πρωτογενές υλικό… παραπλανώντας δημιουργούς και ακροατές. Ο Socosέχοντας αντιληφθεί πως έχει στην φαρέτρα του σοβαρό πρωτογενές υλικό (ξεχωρίζω το «Όσο με πληγώνεις», το «Όλο και πιο πολύ» και την «Αναστολή», χωρίς να αδιαφορώ –ποσώς– για κανένα από τα υπόλοιπα tracks) δεν κωλώνει στο να υιοθετήσει το απλούστερο και λειτουργικότερο των σχημάτων συνοδείας για να υποστηρίξει τη δουλειά του, που ταυτίζεται εν προκειμένω και με την μοναχική όσο και απέριττη ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Το αποτέλεσμα δεν τον δικαιώνει απλώς. Το «πρώτο απ’ το δεύτερο και το δεύτερο απ’ το τρίτο…» είναι το σημαντικότερο άλμπουμ μελοποιημένης ποίησης που έχω ακούσει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Για να μην πω... εδώ και χρόνια.

SYROS JAZZ FESTIVAL

$
0
0
Υπήρξα… κάτοικος Ερμούπολης για εννέα ολόκληρους μήνες το 1990. Η Σύρος είναι το μοναδικό νησί της χώρας, το οποίον έχω γυρίσει σπιθαμή προς σπιθαμή – με τα πόδια (κυρίως με τα πόδια), με μηχανάκι, με αυτοκίνητο, ακόμη και με... σινούκ. Θυμάμαι με δέος τη θέα από τα ραντάρ, τα σπίτια στην Άνω Σύρα δίπλα σχεδόν στο χάος, τα κρεμασμένα χταπόδια στα σύρματα, τις απέραντες ξέβαθες θάλασσες στην Ντελαγκράτσια, τα σουλάτσα στην πλατεία και στα Βαπόρια, τους καφέδες και τα ποτά στην παραλιακή, τα λουκούμια σοκολάτας και τις χαλβαδόπιτες… Θυμάμαι βεβαίως και το περίφημο Θέατρο Απόλλων, το οποίον τότε (το 1990) ήταν περιστοιχισμένο από σκαλωσιές – η πρώτη φάση της ανακαίνισής του ολοκληρώθηκε το 1991, όπως διάβασα στην Βικιπαίδεια, για να λειτουργήσει κανονικά από το 2000 και μετά. Εκείνη την εποχή –με τον Απόλλωνα, όπως είπαμε, στους ασβέστες– το επίσης πανέμορφο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου ήταν η βασική αίθουσα εκδηλώσεων του νησιού, εκεί όπου μπορούσες ν’ ακούσεις από κλασική και jazz, μέχρι αφιερώματα στον Βαμβακάρη ή τον Χατζιδάκι. Τώρα, τα πράγματα έχουν αλλάξει (προς το καλύτερο οπωσδήποτε), αφού αίθουσες όπως εκείνη του Απόλλωναδεν διαθέτουν πολλές πόλεις της χώρας.
Γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Προχθές έλαβα πληροφορίες και υλικό από τον Βαγγέλη Αραγιάννη (καλός συνεργάτης τα τελευταία χρόνια και μέχρι το κλείσιμο στο Jazz& Τζαζ) σχετικές μ’ ένα jazzfestival, που οργανώνεται στην πόλη του την Ερμούπολη, στο Θέατρο Απόλλων, αυτές τις μέρες (ξεκίνησε χθες και συνεχίζεται μέχρι την Τρίτη) με ελεύθερη είσοδο. Να και οι λεπτομέρειες...
Κυριακή 1 Ιουνίου, 8:30 μμ
Yannis Roussos Quartet (Γιάννης Ρούσσος ντραμς, Δημήτρης Καλαντζής πιάνο, Δημήτρης Παπαδόπουλος τρομπέτα, Ντίνος Μάνος μπάσο). Ο Γιάννης Ρούσσος (Συριανός είναι;) μαζί με τους συνεργάτες του παρουσιάζει πρωτότυπες δικές του συνθέσεις, αλλά και διασκευές σε jazz standards.
George Kontrafouris Baby Trio (Γιώργος Κοντραφούρης hammond, Κωνσταντίνος Στουραΐτης κιθάρες, Γιάννης Παπαδούλης ντραμς). Το Baby Trio, είναι το organ project του Γιώργου Κοντραφούρη, που συμπληρώνεται από μουσικούς ηλικίας κάτω των 25 ετών. Όπως έχει πει και ο ίδιος… «το σχήμα αυτό δημιουργήθηκε για να εκφράσει την αφέλεια, τον εφηβικό ενθουσιασμό και γενικά ό,τι κάνει εντύπωση σ’ ένα νέο μουσικό, όταν αρχίζει να παίζει σένα συγκρότημα με τους φίλους του»...
Δευτέρα 2 Ιουνίου, 8:30 μμ
Michalis KatachanasQuartet(Μιχάλης Καταχανάς βιόλα, Θοδωρής Κότσυφας κιθάρες, Κίμων Καρούτζος μπάσο, Βασίλης Ποδαράς ντραμς). Το κουαρτέτο του Μιχάλη Καταχανά ερμηνεύει κυρίως πρωτότυπες συνθέσεις των μελών του γκρουπ, αλλά και συνθέσεις από το ευρύτερο τζαζ ρεπερτόριο. Κατά τον ίδιον: «έμπνευσή μας είναι ο ήχος της σύγχρονης ευρωπαϊκής τζαζ σε συνδυασμό με μουσικές από τον μεσογειακό και τον βαλκανικό χώρο».
Reis/ Demuth/ Wiltgen (MichelReisπιάνο, MarcDemuthμπάσο, PaulWiltgenντραμς).Ο πιανίστας Michel Reis, ο μπασίστας Marc Demuth και ο ντράμερ Paul Wiltgen σχημάτισαν το τρίο τους το 1998, όταν ήταν ακόμη έφηβοι. Το 2011 επανήλθαν δυναμικά και το 2013 κυκλοφόρησαν το ομώνυμο πρώτο άλμπουμ τους. Η μουσική τους ενσωματώνει επιρροές από την κλασική, την ποπ και το ροκ, ακολουθώντας τα βήματα ονομάτων όπως ο Brad Mehldau, οι Bad Plus και οι e.s.t. .
Τρίτη 3 Ιουνίου, 13:00 μμ και 8:30μμ
CMS Masterclass.Για δεύτερη συνεχή χρονιά το Syros Jazz Festival σε συνεργασία με τον ντράμερ Γιάννη Ρούσσο και το Contemporary Music School προσφέρει ένα masterclass για τον τζαζ αυτοσχεδιασμό. Ερασιτέχνες και επαγγελματίες μουσικοί, ανεξαρτήτως οργάνου, μουσικού επιπέδου και προηγούμενης εμπειρίας με την τζαζ έχουν την ευκαιρία να εμβαθύνουν τις γνώσεις τους και να αποκτήσουν μια δημιουργικότερη αντίληψη για τη μελωδία, το ρυθμό και την αρμονία. Διδασκαλία: Γιάννης Ρούσσος
TaniaGiannouli Ensemble(Τάνια Γιαννούλη πιάνο, GuidodeFlaviisσαξόφωνα, Σόλης Μπαρκή ντραμς, κρουστά, Στέφανος Γιαννόπουλος τσέλο). Με αυτό το σύνολο η Τάνια Γιαννούλη παρουσιάζει για πρώτη φορά το νέο της πρότζεκτ, που έχει στοιχεία ελεύθερου αυτοσχεδιασμού, modal, μουσικής δωματίου με επιρροές από την σύγχρονη avant-garde, τον νέο ιμπρεσιονισμό, την σύγχρονη ευρωπαϊκή τζαζ, αλλά και τα worldακούσματα.
Takis BarberisGroup(Τάκης Μπαρμπέρης κιθάρες, Mάνος Σαριδάκης πιάνο, πλήκτρα, Γιώργος Γεωργιάδης μπάσο, Γιώργος Πολυχρονάκος ντραμς). Από το 1990 που ξεκίνησε την προσωπική του πορεία, ο Τάκης Μπαρμπέρης έχει κυκλοφορήσει επτά άλμπουμ. Στο νέο του CD “Jargon”, στο οποίο θα βασιστεί η συναυλία του, συνεχίζει με το εντελώς προσωπικό του στιλ να παρουσιάζει ένα τζαζ κράμα, με στοιχεία από φανκ, ροκ, ινδική, αφρικανική, βαλκανική και ελληνική μουσική, δημιουργώντας ένα ιδανικό περιβάλλον για αυτοσχεδιασμούς.

THERION ένα… καλοκαιρινό τραγούδι

$
0
0
Μία έξοχη διασκευή (από το 2001) στο ωραιότερο τραγούδι των ABBA, το “Summernightcity”, από τους συμπατριώτες τους Therion (ένα διάσημο doommetalσυγκρότημα). Το βίντεο έχει κάτι το «άρρωστο» και απόκοσμο, σαν από παραλειπόμενο της Λάμψηςτου Kubrick, αλλά επειδή πρόκειται για τρομερή (όντως!) versionόλα συγχωρούνται... ή σχεδόν όλα... Καθώς βραδιάζει κι είμαστε πλέον στο καλοκαίρι...

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ιστορική συνέντευξη επί χούντας… και για την χούντα

$
0
0
Νοιώθω τις ανάσες των «χατζιδακικών» στο σβέρκο μου. Οσμίζομαι, ήδη, την μυρωδιά των μελανιών και το κάψιμο των πληκτρολογίων τους. Σε δεκατρείς ημέρες (15/6) συμπληρώνονται 20 χρόνια από το θάνατο του Μάνου Χατζιδάκικαι προβλέπω θύελλα, μαζί με κατακλυσμό και καταιγίδα, «αφιερωμάτων» και δημοσιευμάτων (μένω σ’ αυτά κατ’ αρχάς). Προετοιμάζομαι για ένα… ανεπανάληπτο μπαράζ κενολογιών και απλουστεύσεων (μακάρι να διαψευστώ), επαναλήψεων στη νιοστή και χαζοχαρούμενων προσεγγίσεων τού τύπου «μας λείπει», «πώς θα ήμασταν σήμερα αν ζούσε…», ενώ προβλέπω επίσης να πέφτουν στα κεφάλια μας καντάρια από… «εμβληματικός», «αξέχαστος», «μεγάλος ερωτικός», «μεγάλος αναρχικός», «…στη γειτονιά των αγγέλων» και κιλά από «Χατζιδάκις και νεολαία», «Χατζιδάκις και ψυχεδέλεια» και άλλα τέτοια σκοροφαγωμένα. Τέλος πάντων, εγώ... κόβω δρόμο, προλαβαίνω τους περισσότερους στη στροφή και αναδημοσιεύω-σχολιάζω κάτι που έχει αληθινό νόημα, που προσθέτει ουσιαστικές ψηφίδες στο χατζιδακικό προφίλ. Έτσι νομίζω δηλαδή…
Έχουν περάσει σχεδόν δυόμισι χρόνια (11/1/2012) από τότε που αναδημοσίευσα μία συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι στον Ρένο Αποστολίδη… κι έγινε το σώσε. (Όχι, εντάξει – απλώς, η ανάρτηση είχε «μοιραστεί» κι είχε διαβαστεί αρκετά, αυτό εννοώ). Η συνέντευξη εκείνη είχε δημοσιευτεί κατά πρώτον το 1966, κανα χρόνο, χονδρικώς, πριν ο Μάνος Χατζιδάκις αφήσει την Ελλάδα για την Αμερική – μια μετάβαση που έγινε, βεβαίως, πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Το λέω τούτο γιατί ορισμένοι... σουλατσαδόροι διαδίδουν πως ο Χατζιδάκις έφυγε από την Αθήνα λόγω χούντας. (Δεν τους προέκυψε…). Όσα χρόνια ο Χατζιδάκις βρισκόταν στην Αμερική δεν ξέρω αν είχε δώσει συνεντεύξεις, και πόσες είχε δώσει, σε ελληνικά έντυπα. Κάτι έχω στο νου μου, αλλά μ’ ένα πρόχειρο ψάξιμο δεν μπόρεσα να το βρω… Ας είναι. Όταν επέστρεψε, όμως, στην Ελλάδα, προς το καλοκαίρι-φθινόπωρο του ’72, βρήκε τα πράγματα σχεδόν όπως τα είχε αφήσει (ου μην και καλύτερα), και εννοώ σε σχέση με το πώς τον είχαν περιβάλλει τα μέσα, ο Τύπος και ο κόσμος. Σαν να μην είχαν περάσει πεντέμισι-έξι χρόνια απουσίας. Σαν να ήταν πάντα εδώ. Λογικό από μια μεριά, αν σκεφθεί κανείς πως τα τραγούδια του ήταν μονίμως στα ραδιόφωνα, τις τηλεοράσεις και άρα στο στόμα του κόσμου («Δεν ήταν νησί», «Ο μύθος», «Μίλησέ μου», «Η πίκρα σήμερα», «…Να δώσει η Μεγαλόχαρη κι η Παναγιά η Κανάλα/ να μεγαλώσεις γρήγορα σαν τα κορίτσια τ’ άλλα», «Απόψε φθινοπώριασε» και όλα τα υπόλοιπα από το άλμπουμ «Της Γης το Χρυσάφι» κυρίως, που είχε τυπωθεί στην Ελλάδα το 1971).
Τον Οκτώβριο του 1973, σχεδόν ένα χρόνο αφότου είχε επιστρέψει στην Αθήνα από την Νέα Υόρκη, ο Μάνος Χατζιδάκις δίνει μία μεγάλη συνέντευξη στον Κώστα Ρεσβάνη, για λογαριασμό του περιοδικού Ο Ταχυδρόμος [#1019, 19/10/1973]. Ένα πολύ ενδιαφέρον τεύχος, με αναφορές στην μουσική κίνηση της Πλάκας, με συνέντευξη του Γιάννη Μαρκόπουλου, αλλά και του συνταγματάρχη Ιωάννη «Καθαρά Χέρια» Λαδά στον Γιώργο Λιάνη. Να υπενθυμίσω πως βρισκόμαστε στην εποχή «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, με τον Παπαδόπουλο ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας να διορίζει την πολιτική κυβέρνηση Μαρκεζίνη (8/10/1973), την ώρα κατά την οποίαν ξεσηκώνονται τα Μέγαρα (14/10) για την γνωστή υπόθεση Ανδρεάδη (έγινε και ταινία-ντοκιμαντέρ από τους Σάκη Μανιάτη και Γιώργο Τσεμπερόπουλο που προβλήθηκε την επόμενη χρονιά) και με τους φοιτητικούς συλλόγους, ένα μήνα πριν το ξέσπασμα του Πολυτεχνείου, να βρίσκονται σε αναβρασμό – εν σχέσει με την δοτή κυβέρνηση και τα χουντικά διατάγματα για την Ανώτατη Παιδεία. Ο Χατζιδάκις δεν δείχνει να νοιάζεται για τίποτα απ’ όλα αυτά, αποκαλώντας μάλιστα τους φοιτητές «προετοιμασμένους ήρωες»και «μελλοντικούς δυνάστες».
Η αλήθεια είναι πως ορισμένοι θα σπεύσουν να υπερθεματίσουν, έχοντας στο νου τους τούς μετέπειτα επώνυμους Πολυτεχνίτες της εποχής και το πώς πορεύτηκαν στα χρόνια της Μεταπολίτευσης (έως και σήμερα). Και πράγματι, αν το σκεφθείς κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Χατζιδάκις λέει μεγάλη κουβέντα. Μόνον που τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Δεν είναι ποτέ ακριβώς έτσι. Δεν τα φάγαμε όλοι μαζί… Συζητάμε, στις παρέες μας, εδώ-εκεί-οπουδήποτε, για την Γενιά του Πολυτεχνείουέχοντας στο νου μας πέντε-έξι ονόματα που διέγραψαν ολόκληρο τον κύκλο, υπηρετώντας και γλείφοντας, τελικώς, εκείνους που έφτυναν στα νειάτα τους. Ξεχνάμε, όμως, πως υπήρξαν πολλοί (οι περισσότεροι) που δεν πορεύτηκαν τοιουτοτρόπως. Έμειναν «ανώνυμοι», δεν πάτησαν επί των αγώνων τους για να αναρριχηθούν, δεν έγιναν οι παρατρεχάμενοι της εξουσίας. Οι «δυνάστες», όντως έχουν ονοματεπώνυμο, οι υπόλοιποι εξακολουθεί και σήμερα να μην έχουν…
Γενικώς, ο Χατζιδάκις ποτέ δεν είχε καλή γνώμη για την νεολαία, αν κρίνω και από άλλες μεταγενέστερες συνεντεύξεις του –αφήστε τι υποστηρίζουν, σήμερα, οι διάφοροι σκράπες και οι απληροφόρητοι–, λέγοντας χαρακτηριστικώς στον Ρεσβάνη πως οι νέοι «φασαρία μόνο κάνουν»και πως από την Πλάκα μπορούσες να περάσεις… «μόνο με την συνοδεία της Αμέσου Δράσεως». (Θα ρωτήσω τον Θανάση Γκαϊφύλλια να μου πει αν ήταν έτσι…). Εκείνο, πάντως, που ακούγεται στ’ αυτιά μου εντελώς προκλητικό (ένα ανάμεσα στα διάφορα τέλος πάντων) είναι ο τρόπος που σκεπτόταν ο Χατζιδάκις εν σχέσει με την έννοια της ελευθερίας… «την ελευθερία μου δεν την εξαρτώ από πολιτικά σχήματα, είμαι εσωτερικά ελεύθερος»την ώρα που, μόλις δύο μήνες νωρίτερα (20/8/1973), η χούντα είχε προκηρύξει γενική αμνηστία των πολιτικών κρατουμένων και άρση του στρατιωτικού νόμου. Σκεφθείτε, δηλαδή, να πηγαίνατε να λέγατε σ’ έναν πολιτικό κρατούμενο… «μην σε νοιάζει που είσαι ‘μέσα’ και σε βασανίζουνε, αρκεί να είσαι ‘εσωτερικά’ ελεύθερος»… πώς θα σας αντιμετώπιζε. Κάτι παπάδες που λέγανε τα δικά τους ανάλογα στην Μακρόνησο ή την Γυάρο δεν περνούσαν και πολύ καλά… Υπάρχει μία ωραία αφήγηση επ’ αυτού στο βιβλίο Γυάρος [Πλειάς, Αθήνα 1974] του αγωνιστή ηθοποιού Τζαβαλά Καρούσου (1904-1969), αλλά την κρατώ για άλλη φορά… Η δική μου εντύπωση είναι πως ο Χατζιδάκις κρατάει εντελώς μεσοβέζικη θέση (για να το πω έτσι, ώστε να μην φανώ κακός…) εν σχέσει με την χούντα, όταν λέει πως «δεν μ’ ενδιαφέρειούτε ο Παπαδόπουλος[sic], ούτε κανείς άλλος, φτάνει να είμαι τίμιος με τον εαυτό μου[sic]»και πως «δεν υπερασπίζομαι την σημερινή κατάσταση, αλλά εγώ τουλάχιστον σ’ αυτόν τον τόπο κυκλοφορώ και μιλώ ελεύθερα[sic], γιατί την ελευθερία μου δεν την εξαρτώ από πολιτικά σχήματα[sic]», ενώ και η θέση του για την λογοκρισία ελέγχεται σφόδρα όταν, ναι μεν, υποστηρίζει πως… «η λογοκρισία είναι ηλίθιος θεσμός», αλλά «δεν θίγει την ουσιαστικήΤέχνη[sic]– εμένα δεν με θίγει, γιατί δεν εφάπτεται με το έργο μου, γιατί δεν μιλώ με συνθήματα».
Η συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι στον Κώστα Ρεσβάνη έχει πολύ ψαχνό –όπως είχαν πάντα οι συνεντεύξεις του Χατζιδάκι– και μπορεί να τροφοδοτήσει πολλές και διαφορετικές ουσιαστικές συζητήσεις, όχι σαχλαμάρες, (ακόμη και μετά από 40+ χρόνια). Έτσι κάπως αποκαλύπτονται οι βαθύτερες σκέψεις και ιδέες του ανδρός, και μάλιστα σε μιαν ανώμαλη εποχή, και όχι με εξάψαλμους και τρισάγια. Αν προκύψει κάτι, λοιπόν, εδώ είμαστε… Ο Ρεσβάνης κάνει μιαν εισαγωγή και κατόπιν διαβάζουμε τον Χατζιδάκι να λέει…
Έχω αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Απέκτησα μεγαλύτερο αυτοέλεγχο, δεν είμαι πια ο ίδιος. Τώρα ξέρω τι λέω, ενώ παλαιότερα είπα πράγματα που δεν ήθελα… 
Προσχωρήσατε στην Λυρική Σκηνή απ’ ό,τι συζητείται. Τι θα προκύψη από την νέα στροφή που πήρατε; 
Ο Θεός βοηθός… αλλά τι λέτε προσχώρησα. Δεν είναι η πρώτη φορά που θα διευθύνω λυρικό θέατρο. Τον Φεβρουάριο βρέθηκα στο πόντιουμ για την ‘Τραβιάτα’… 
Ωστόσο, από σας περίμενε κάτι άλλο ο κόσμος. Ίσως νέες φόρμες, χλωρές ιδέες, όχι Λυρική… 
Αγαπητέ μου, εγώ, παρ’ όλη την κατακραυγή, θα συνεχίσω. Περιφρονώ τον πολύ λαό… Ο λαός αυτός που λέτε μ’ έμαθε από τα τραγουδάκια μου. Δεν έσκυψε να δη όλο μου το έργο. Έγινα συμπτωματικά γνωστός μ’ αυτά τα τραγουδάκια κι’ από τον καιρό των ‘Παιδιών του Πειραιά’ απόκτησα την δημοτικότητα τύπου Βουγιουκλάκη… 
Ανάμεσα σ’ αυτό τον «λαό», κύριε Χατζιδάκι, υπάρχουν άνθρωποι που δάκρυσαν ακούγοντας τα τραγουδάκια σας… 
Έπρεπε να πάνε στον γιατρό, στον οφθαλμίατρο ειδικώτερα. Κάτι θα είχαν τα μάτια τους… 
Δακρύζουν ακόμη, ίσως, κι’ ας μην το δεχόσαστε… 
Να πάνε στον γιατρό. Εγώ, πάντως, υπήρξα πριν από τα τραγουδάκια μου και υπάρχω μετά από αυτά. 
Διαβάζω πως θα αναλάβετε την διεύθυνση μπουάτ στην Πλάκα. Ο Μίκης Θεοδωράκης έρχεται στην Ελλάδα. Αλλάζουν τα χρώματα σ’ αυτόν τον τόπο. Οι νέοι ίσως περιμένουν κι’ εσάς για τις νέες προοπτικές που μπορεί να ανοιχτούν… 
Σιχαίνομαι τις μπουάτ, σιχαίνομαι και την σημερινή Πλάκα. Όσα γράφτηκαν για την επιστροφή μου στην Πλάκα, είναι ψέματα. Εγώ δεν είπα τίποτε. Όταν ήμουν νέος, η Πλάκα ήταν από τα πιο όμορφα κομμάτια της Αθήνας. Τώρα, μόνο με την συνοδεία της Αμέσου Δράσεως μπορείς να περάσης. Οι νέοι να μην περιμένουν τίποτε. Δεν ανοίγεται καμμία προοπτική. Ο μύθος της νέας γενιάς… Τι θα πη «νέα γενιά»; Μετράτε αριθμούς, ηλικίες… 
Μετράω φωνές, κύριε Χατζιδάκι. Από τ’ αμφιθέατρα, έως τα εργοστάσια… 
Κι’ εγώ νέος είμαι. Και μάλιστα πιο νέος από τους νέους που πιστεύουν σαν βλάκες ότι πονάνε για τα κοινά. Φασαρία μόνο κάνουν… 
Οι νέοι βάζουν το κεφάλι τους στην φωτιά και το ξέρετε. Γιατί το παραβλέπετε; 
Ας κάνουν ό,τι θέλουν. Πάρτε το είδηση, εμένα δεν με αγγίζει ο μύθος της «νέας γενιάς». Και στο τέλος, να σας πω κάτι; Εγώ δεν απευθύνομαι σε «γενιές». Γράφω μουσική και μ’ αυτήν μιλάω σε ανθρώπους που έχουν ευαισθησία. Τον μύθο της νέας γενιάς τον έκαναν παράθυρο για να μπουν μέσα της αυτοί που θέλουν να την εκμεταλλευθούν… Υπάρχουν, αγαπητέ μου, σ’ αυτή την νέα γενιά και παιδιά ευαίσθητα. Αλλά αυτά ακριβώς δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της γενιάς τους! Κι εγώ σαν νέος υπήρξα ανήσυχος, όχι, όμως, βλαξ… Θωρακίζονται πίσω από την ετικέτα «νέα γενιά», συσσωρεύουν άχρηστες γνώσεις, μια που η πληροφόρηση είναι εύκολη σήμερα και ενώ στην ηλικία είναι νέοι, έχουν ήδη προσχωρήσει στην παλαιά γενιά. Δεν θα είμαι αρεστός μ’ αυτά που λέω. Έχω, όμως, παράδειγμα τον εαυτό μου, που σαν νέος βρήκε την ομορφιά σε ανθρώπους πιο ηλικιωμένους. Πλησίασα τον Σεφέρη, τον Γκίκα, τον Πικιώνη, τον Τσαρούχη, τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Μόραλη. Όλοι αυτοί, φίλοι μου και δάσκαλοι, με δίδαξαν να μην κολακεύω ούτε γενιές, ούτε ανθρώπους… 
Νομίζω πως οι νέοι σήμερα δεν έχουν ανάγκη από κολακείες, κύριε Χατζιδάκι. Απλά και μόνο βλέπουν, ακούνε, κρίνουν, δρουν, γνωρίζουν το ειδικό βάρος τους. Και ποιοι νομίζετε ότι αγάπησαν τα τραγούδια σας; 
Δεν μ’ ενδιαφέρει… Εγώ δεν κάνω τέχνη για τον λαό. Απευθύνομαι σε ωρισμένες ομάδες ανθρώπων μόνο. Αν έχω ενδιαφέρον, ας με ανακαλύψουν. Όταν διάβαζα Σεφέρη, δεν ρώτησα τι ηλικία έχει… 
Είπατε πως απευθυνόσαστε σε «ομάδες ανθρώπων». Τονίσατε ότι έντεχνα καλλιεργείται ο «μύθος της νέας γενιάς». Αν αυτό ήταν… πλάγια πρόταση προς την κατεύθυνση Θεοδωράκη… 
Μου υποσχεθήκατε να μη μιλήσουμε γι’ αυτά. Μου φανήκατε συμπαθητικός από χθες (σ.σ. ο Ρεσβάνης λέει πως είχε συναντήσει τον Χατζιδάκι τυχαίως την προηγούμενη νύχτα, καθώς αγόραζε πέντε-έξη κουτιά τσιγάρα από περίπτερο στο Παγκράτι).Ήθελα να σας μιλήσω, αλλά τι τον θέλετε τον Μίκη… Όχι δεν κάνω υπαινιγμό για τον Θεοδωράκη. Είναι κι εκείνος εξ ίσου ικανός να αιτιολογήση τις απόψεις του. Εξ άλλου, ποτέ δεν είχαμε κάτι κοινό με τον Μίκη, εκτός απ’ το ότι γράφουμε κι’ οι δυο μουσική… 
Μιλήστε μου, τότε, για τον μουσικό Θεοδωράκη… 
Έχω γνώμη, αλλά δεν απαντώ. 
Να μου πήτε, αν σας αρέσει η νέα του μουσική… 
Δεν απαντώ. 
Σημαίνει άρνηση του έργου του αυτό το «δεν απαντώ»; 
Δεν απαντώ. 
Πάντως, δεν σημαίνει παραδοχή… 
Δεν απαντώ. Μα τι πάθατε με τον Μίκη. Όταν έλθη θα μπορέσουμε ίσως να μιλήσουμε από κοντά. Η αλληλογραφία δεν είναι στο αίμα μου. Και σας το ξαναλέω. Δεν έχουμε τίποτα κοινό, ούτε για συμφωνία, ούτε για σύγκρουση… Γιατί πάντα μαζί ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης; Σταματάω τώρα εγώ αυτή την σύζευξη. Είμαστε φίλοι με τον Μίκη και συνομήλικοι. Τίποτε άλλο. Εξ άλλου εκείνον τον ακούνε μέσα σ’ ένα κομφούζιο πολιτικής και μουσικής. Εμένα, όμως, όχι. 
Η επιτυχία της πρόσφατης συναυλίας του Ξαρχάκου θα πρέπει να σας προβλημάτισε, γύρω από το τι θέλει ο κόσμος σήμερα… 
Μπράβο στον Ξαρχάκο. Όμως, εγώ σκέπτομαι πως το μεγάλο κοινό δεν το ελέγχεις, σε ελέγχει. Σας μίλησα για ένα μίνιμουμ ευαισθησίας που πρέπει να έχη ο δέκτης. 
Κι εγώ σκέφτηκα, κύριε Χατζιδάκι, πως για όλους τους δέκτες δεν υπάρχει το ίδιο περιβάλλον και οι ίδιες ευκαιρίες για την ευαισθητοποίηση, που θα πη πως ο κοινωνικός περίγυρος δεν έχει την ίδια σύσταση. Και μόνο οι δέκτες δεν φταίνε γι’ αυτό… 
Κοινωνικό περιβάλλον… Άλλος μύθος. Όπως γεννιέσαι να ’σαι πομπός, έτσι γεννιέσαι να ’σαι δέκτης. Οι άνθρωποι έρχονται στον κόσμο μ’ έναν κάποιο βαθμό δεκτικότητος… 
… που βελτιώνουν ή εξαφανίζουν οι διαφορετικές συνθήκες ζωής. 
Όχι. Ή την έχεις την ευαισθησία, ή δεν την έχεις. Είδα σε επαρχίες παιδιά συγκροτημένα, ευαίσθητα, και είδα στην Αθήνα παρέα δέκα νέων, που επί ώρες μιλούσαν με σαράντα λέξεις. Μετρούσα με ηδονή: σαράντα λέξεις… 
Κι’ εγώ άκουσα συζήτηση φοιτητών να μιλούν στα είκοσί τους χρόνια, νύχτες ολόκληρες, με χιλιάδες λέξεις για χίλια προβλήματα… 
Εάν η σκέψη γίνει αποθήκη γνώσεων, θεωρώ θετικώτερο στοιχείο την παρέα με τις σαράντα λέξεις. 
Οι φοιτητές που σας έλεγα, κύριε Χατζιδάκι, δεν μένουν μόνο στα λόγια. Παίζουν –και χάνουν συχνά– την καριέρα τους, την ζωή τους. Νομίζω πως πρόσφατα θα πληροφορηθήκατε κι εσείς γι’ αυτό… 
Είμαι εναντίον του «προετοιμασμένου ηρωισμού». Οι ακούσιοι ήρωες είναι ιδανικές περιπτώσεις. Ο «προετοιμασμένος ήρωας» είναι ο μελλοντικός δυνάστης… 
Δηλαδή κύριε Χατζιδάκι «αλλοίμονο στις χώρες που έχουν ανάγκη από ήρωες»; 
Μην με ειρωνεύεσθε. Κατάλαβα την λεπτή σας ειρωνεία, αλλά εγώ μιλάω γενικότερα. Σέβομαι τις ταλαιπωρίες των συγχρόνων ηρώων, αλλά δεν πείθομαι για την σημασία τους. 
Νομίζω πως εσείς, κύριε Χατζιδάκι, δεν έχετε ταλαιπωρηθή από καμμία κυβέρνηση ή κατάσταση. Θα μπορούσαν να σας πουν… μόνιμο κατεστημένο. Αυτό σημαίνει πως δεν κεντρίζετε τους κρατούντες… 
Είμαι με ό,τι θετικό επιδιώκει μια κυβέρνηση και εναντίον κάθε αρνητικού. Άλλοι συμμαχούν με άλλου είδους κατεστημένα, που αλλοίμονό μας, αν έλθουν. Υπήρξα προσωπικός φίλος του Καραμανλή, όχι φίλος της ΕΡΕ. Δεν είμαι α-πολιτικός. Απλώς δεν είμαι «πολιτικός», με την έννοια πως δεν οχυρώνομαι πίσω από σχήματα για να υπάρξω σαν καλλιτέχνης. Ασχολούμαι με τα προβλήματα του καιρού μου, δεν είμαι πολιτικός της μόδας. Μένω στο επίπεδό μου, δηλαδή είμαι άνθρωπος που δεν πράττω εύκολα. Η πολιτικότητά μου δεν περιέχει συνθήματα. Ξέρω πως έρχομαι σε σύγκρουση με το πολιτικό αίσθημα των πολλών… 
(σ.σ. Ο Ρεσβάνης λέει πως ο Χατζιδάκις ξαφνικά μίλησε μόνος του, σαν να θυμήθηκε την απουσία του από την Ελλάδα)
Δεν ήλθα πιο νωρίς στην Ελλάδα για φορολογικούς λόγους. Έφυγα πριν από την 21η Απριλίου 1967 και έμεινα έξω για τους λόγους που σας είπα. Και ποτέ δεν φώναξα πως «θα έλθω κι ας με συλλάβουν…». Κάποιος το φώναξε, ενώ ήξερε πως δεν υπήρχε κίνδυνος να συλληφθή. Και είπε ακόμη: «Η Ελλάδα δεν είναι του Παπαδόπουλου…». Λοιπόν; Η Ελλάδα ήταν του Παπαδόπουλου πριν έξη χρόνια και τώρα δεν είναι; Αυτά δεν είναι τίμια πράγματα. Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε ο Παπαδόπουλος, ούτε κανείς άλλος, φτάνει να είμαι τίμιος με τον εαυτό μου. 
Εσάς κύριε Χατζιδάκι, όχι μόνο οι κυβερνήσεις, αλλά και η λογοκρισία σάς άφησε ανέγγιχτο… 
Η λογοκρισία είναι ηλίθιος θεσμός. Όμως, δεν θίγει την ουσιαστική Τέχνη. Εμένα δεν με θίγει, γιατί δεν εφάπτεται με το έργο μου, γιατί δεν μιλώ με συνθήματα. Ίσως, εξ άλλου, δεν ξέρετε πως έχω διαμαρτυρηθή και παλαιότερα και πρόσφατα για το θέμα της λογοκρισίας. Επί Καραμανλή μου είχαν απαγορεύσει το τραγούδι μου «Ήταν που λέτε μια φορά, όπου ήταν ένας βασιλιάς, καλό ανθρωπάκι…». Γιατί ζητάτε από τη σημερινή κυβέρνηση να καταργήση κάτι που το βρήκε έτοιμο και δεν το κατασκεύασε; Δεν υπερασπίζομαι την σημερινή κατάσταση, αλλά εγώ τουλάχιστον σ’ αυτόν τον τόπο κυκλοφορώ και μιλώ ελεύθερα, γιατί την ελευθερία μου δεν την εξαρτώ από πολιτικά σχήματα. Είμαι εσωτερικά ελεύθερος. Άλλωστε (σ.σ. ο Ρεσβάνης λέει πως χαμογέλασε ο Χατζιδάκις), εδώ δεν έχουμε τα αφόρητα καθεστώτα της Χιλής ή της Σοβιετικής Ενώσεως…
Θυμήθηκα μια φράση του Ηλία Πετρόπουλου, που γράφτηκε σε βιβλίο απαγορευμένο: «Δια του αμοραλισμού κατέκτησα την ελευθερία μου»… 
Ας συζητήσουμε για σοβαρά πράγματα και πρόσωπα… Όσο για το περιεχόμενο της φράσεως: Εγώ είμαι ηθικό ον, με διέπουν αρχές τις οποίες ή τις έχω βάλει εγώ ή υπάρχουν σαν νόμοι. 
Κάτι καινούργιο, ίσως, αυτό το «Μεθυσμένο Κορίτσι»; 
Όχι εντελώς καινούργιο. Τραγούδια θα είναι δεμένα με μύθο. Ένας οδοιπόρος βρίσκει μια μέρα ένα μεθυσμένο κορίτσι. Θέλει να το προστατεύση, αλλά το κορίτσι τού επιτίθεται και του κόβει το κεφάλι. Ταυτόχρονα ανακαλύπτει πως το –ακέφαλο πλέον– σώμα είναι του Αλκιβιάδη. Δεν ξέρει τώρα τι να κρατήση. Το κεφάλι του οδοιπόρου ή το σώμα του Αλκιβιάδη; Ο μύθος είναι διδαχτικός, περιέχει πάθος, βία και νοθεία… Η επιφάνεια των τραγουδιών μου είναι τόσο απλή, όσο το σώμα του Αλκιβιάδη. Για τον οδοιπόρο επηρεάστηκα από τον Μαξιμίλιαν Σελ, που γνώρισα πρόσφατα στην Γερμανία. Για το «μεθυσμένο κορίτσι» από τον Φελλίνι της “Roma” και για τον Αλκιβιάδη από το περίπτερο που αγοράζω τσιγάρα…

δύο CD της B-otherSide

$
0
0
Δύο καινούρια CDτης B-otherSiderecordsέρχονται να προστεθούν στον κατάλογο της εταιρείας – με το ένα, μάλιστα, να έχει και μιαν ιδιαίτερη σημασία...
GEORGEMOURTOS: Etude [B-otherSiderecordsBSR 049, 2014]
Ντράμερ με παρουσία στην jazzκαι fusionσκηνή στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ, ο Γιώργος Μούρτος είναι από τις περιπτώσεις που ξεχωρίζουν. Μαρτυρά γι’ αυτό το βιογραφικό του πρώτα-πρώτα, στο οποίο περιλαμβάνονται 8χρονες σπουδές, gigsκαι γενικότερη πρακτική στην Νέα Υόρκη. Μαθητεύοντας κοντά στον RobbieGonzalez(ντράμερ του AlDiMeolaαπό το “SplendidoHotel” και μετά, συνεργάτης των GatoBarbieri, SadaoWatanabe, TitoPuente, DaveValentineκ.ά.), αλλά και στους RobbyAmeenκαι JoeAscione, ο Μούρτος «ξεφεύγει» από νωρίς δίνοντας τα δικά του liveέχοντας δίπλα του τους μπασίστες KevinParlorκαι BryantWilder, συνεργαζόμενος στενά μ’ έναν θρύλο της latinjazz, τον πιανίστα Edy Martínez. Όλα αυτά μέχρι το 2004, εποχή κατά την οποίαν ο Γιώργος Μούρτος επιστρέφει στην Αθήνα αποφασισμένος να εμπλακεί στις εγχώριες τζαζο-καταστάσεις. Συνεργάζεται κυρίως με τον πιανίστα Σάμι Αμίρη και τον μπασίστα Γιώτη Κιουρτσόγλου, ενώηχογραφεί και με τον κιθαρίστα Θάνο Πλούμπη, μεταφέροντας συγχρόνως τις γνώσεις του στα ντραμς μέσω σεμιναρίων, που απευθύνονται τόσο σε αρχάριους, όσο και σε «προχωρημένους». Το “Etude”, ένα CDκαι με εικόνα, που περιλαμβάνει εγγραφές βασικά για σόλο ντραμς που συνέβησαν στα Soundtrapstudios (εδώ στην Αθήνα – στο Περιστέρι) είναι ενδεικτικό και αποδεικτικό της τέχνης και της τεχνικής του Γιώργου Μούρτου, τον οποίον παρακολουθούμε σε ολοκληρωμένες συνθέσεις για ντραμ-σετ, μέσα από τις οποίες αναδεικνύονται οι jazz, funk, rock, latinκαι afroαναφορές του. Με εντυπωσιακούς ρούλους, με την μπότα να βομβαρδίζει, και με τα τύμπανα και τα πιατίνια να καταγράφουν όλες τις ενδιάμεσες λεπτές και λιγότερο λεπτές ισορροπίες και μεταλλαγές, το “Etudes” είναι ένα enhancedCDπου μπορεί να ενδιαφέρει τόσο τους απλούς ακροατές, όσο και τους πάσης φύσεως drumκαι percussionplayers.
VARIOUS ARTISTS: Local Heroes, compiled by Christos Aggelopoulos [B-otherSide records BSR 050, 2014]
Τα πεντάχρονα της B-otherSide, όπως και οι πενήντα κυκλοφορίες της εταιρείας από το Χαλάνδρι, εορτάζονται με την παρούσα συλλογή (τούτο είναι το ιδιαίτερο στο οποίον αναφέρθηκα στην αρχή), μια συλλογή που επιμελείται ο ραδιοφωνικός παραγωγός, DJ και ιδιοκτήτης της Kontakt Productions Χρήστος Αγγελόπουλος. Το “LocalHeroes”, που περιλαμβάνει –όπως γίνεται αντιληπτό ήδη από τον τίτλο του– ελληνικά συγκροτήματα και καλλιτέχνες, «κυλάει» «άψογα» και με τρόπο που αποδεικνύει πως αυτός που το δημιούργησε (ο Αγγελόπουλος δηλαδή) γνώριζε/γνωρίζει πολύ καλά τη δουλειά του. Δεν είναι εύκολο να… γράψεις ένα CD, που να έχει ροή, ενότητα και ύφος. Ακόμη και αν αναφέρεσαι σε… τοπικούς ήρωες, ακόμη και αν αποφασίσεις να επιλέξεις το electroγια αρχή και το πιο ροκάδικο, ας το πω έτσι, για την συνέχεια. Εννοώ πως μου αρέσει ο τρόπος που διαχειρίζεται το υλικό του ο compiler, ένα υλικό που είναι allaround (και όχι μόνον από τον κατάλογο της B-otherSide) και που περιλαμβάνει δεκαπέντε εν συνόλω tracks, επτά εκ των οποίων επισημαίνονται ως previouslyunreleased. Έτσι, κομμάτια των KeepShellyinAthens–η διασκευή τους στο «Άστραλον» των Στέρεο Νόβα είναι το λιγότερο ενδιαφέρον trackτου CD, αλλά εκεί όπου το τοποθέτησε ο Αντωνόπουλος, πρώτο δηλαδή(!) «κολλάει»(!)–, των StrangeZero (εξαιρετικό το “Thelastdictator”, με sampleαπό τον Μεγάλο Δικτάτορατου CharlieChaplin), των Mary& TheBoy (δημιουργικό το remixτου Τσοτσώνη στο “Staring”) και των Liebe(το “Changingseasons” θα σάρωνε στις discoτων mid-80s), συνυπάρχουν με συνθέσεις της Όλγας Κουκλάκη (κάπως κουραστικό το “IUneed” στο συγκεκριμένο remix), του Μιχάλη Δέλτα και άλλων, με όλα τα tracksαπό το δέκατο και κάτω (Mechanimal, WonkyDoll& theEcho, VenusinFurs, Gravitysays_i, 2L8, SequenceTheoryPrloject) να συγκαταλέγονται στις «κορυφές»· με… πιο κορυφαία εκείνα των VenusinFurs (“Bodiesofclay”) και Gravitysays_i (“Thefingerofblame”).
Ευχές για καλή συνέχεια λοιπόν στην B-otherSide, και βεβαίως στα συγκροτήματα και τους καλλιτέχνες.

FJODOR η φωτιά του Αγιαντώνη

$
0
0
Βλέπεις την εταιρεία –η γνωστή μας ελληνική-βινυλιακή CosmicEye–, ρίχνεις μια ματιά στο tracklistτού άλμπουμ των FjodorSt. AnthonysFireκαι λες… εδώ είμαστε. Ένα κομμάτι ανά πλευρά και τα… μυαλά στο διάστημα. Cosmicrockκύριοι (και κυρίες) από μια μπάντα από το Ζάγκρεμπ, που εξελίσσεται (αν όχι η πόλη, τότε η χώρα) κάπως σαν ένα μικρό κέντρο της σύγχρονης… spaceculture (Snovi, SevenThatSpells, τώρα οι Fjodorκαι πάει λέγοντας…).
Οι Fjodorδεν είναι καινούριο συγκρότημα, αφού υπάρχουν εδώ και κάποια χρόνια έχοντας ηχογραφήσει έως σήμερα τρία άλμπουμ: το “I” (2008), το “RidingThroughtheBlackHole” (2011) και το παρόν “St. AnthonysFire” πέρυσι. Άρα έχουμε να κάνουμε με μία μπάντα κατασταλαγμένη, που γνωρίζει τι θέλει και κυρίως… πώς ακριβώς να το αποκτήσει. Εννοώ, πως οι Κροάτες (IvanBeucκιθάρες, MirkoGolubić μπάσο, βαρύτονη κιθάρα, AljošaReljić ντραμς, DušanŽicasynths) έχουν μελετήσει επαρκώς και με συνέπεια την βασική spaceπαρακαταθήκη (τους PinkFloyd, τους TangerineDream, τους Hawkwind, τους OzricTentacles, τους Gila, τους Eloyκαι όποιους άλλους ΑγγλοΓερμανούς) και πάνω στα διδάγματά τους πατούν προκειμένου να δημιουργήσουν τον δικό τους (instrumental) space-progressiveμύθο. Εν ολίγοις, στοιχίζονται άψογα οι Fjodorδίπλα στα μεγάλα ονόματα του παρελθόντος, και καθώς ακούω το “St. AntonysFirepartone” κατά πρώτον, λέω πως ξέρουν τον τρόπο να διαμορφώνουν τα δικά τους μεγαλεπήβολα ηχητικά σκηνικά, «παίζοντας» με τα tempiκαι «φορτώνοντας» το κυρίως μενού με ασυγκράτητα κιθαροσόλι και με breaksαναλόγως με τις εξελίξεις (ένα βαρύ, στιβαρό, με… διαλυτικά σύνθια trackείναι το “partone”, που δημιουργεί υποσχέσεις για κάτι ακόμη πιο φευγάτοστην δεύτερη πλευρά). Και όντως, αφού με το “St. AnthonysFireparttwo”οι Κροάτες αποδεικνύουν την «κοσμική» δεινότητά τους παρουσιάζοντας ένα υπερ-εικοσάλεπτο track, που χαρακτηρίζεται από την ωραία μελωδική ανάπτυξη, τις συστοιχίες των riffs, τις συνεχείς «αλλαγές» και το πληκτρονικό background, που υποσκάπτει διαρκώς την κιθαριστική ακολουθία προσθέτοντας σε ένταση και θόρυβο (υπάρχουν στιγμές, εννοώ, στις οποίες το συγκρότημα παίζει στην τσίτα, «τεντώνοντας» όσο δεν πάει άλλο το ηχητικό δρώμενο). Λίγο πριν το τέλος, οι χαμηλότερης έντασης αλλά πάντα βαρείς τόνοι, θα οδηγήσουν την σύνθεση προς ένα λιτό, ανακουφιστικό όσο και καθαρτήριο κλείσιμο.
Το έποςκαι το πάθος, δύο από τις πιο πρόδηλες αξίες της μουσικής των Fjodor, βρίσκουν απροκάλυπτη διέξοδο μέσα απ’ αυτό το τρίτο εξαιρετικό LP τους.
Επαφή: www.musicbazz.com

για το “Marginalia” των BABY GURU

$
0
0
Δεν μπορώ να καταλάβω τι θεό λατρεύουν οι Baby Guru (τους οποίους κάθε φορά πάω να τους γράψω ως… GuruGuru– αν μου ξεφύγει καμμιά φορά μην με παρεξηγήσετε). Και το λέω τούτο, γιατί σε κάθε δίσκο τους εμφανίζονται διαφορετικοί (άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο), έτοιμοι να εξερευνήσουν νέες διαδρομές, παρουσιάζοντας κάθε φορά τις πιο πρόσφατες «ανακαλύψεις» τους. Σε κάθε δίσκο τους; Ναι, σε κάθε δίσκο τους – μιας και το MarginaliannerEar, 2014] ως ήχος δεν ταυτίζεται ούτε με το “Pieces” (2012), ούτε και με το “BabyGuru” (2011).
Μία γενική παραδοχή θα έλεγε πως το συγκρότημα γειτνιάζει με την popπιο πολύ από οποιαδήποτε άλλη φορά στην μέχρι σήμερα πορεία του. Τα krautrockστοιχεία (από τους CANκαι τους Neu!) έχουν σίγουρα υποχωρήσει, δίχως να έχουν εξαφανιστεί εντελώς (π.χ. το rhythmsectionστα “Especiallywhen” και “Twodaysago”), οι φόρμες έχουν απλοποιηθεί, οι μουσικές διακρίνονται, φανερά πλέον, για τα μελωδικά χαρίσματά τους, ενώ και οι στίχοι γίνονται ακόμη πιο φωτεινοί ταυτιζόμενοι με το γενικότερο popζητούμενο. Τα πάντα, φυσικά, σε μια τέτοιου τύπου «ανατροπή» δεν μπορεί παρά να ξεκινούν από τα sixties(από τους Beatlesκαι τους BeachBoysδηλαδή), έλκοντας βεβαίως ό,τι ωραιότερο άφησαν στην διαδρομή τα… μηχανιστικά lateseventiesκαι earlyeighties, όταν συγκροτήματα όπως οι DeepFreezeMice(κυρίως αυτοί), οι BlueOrchidsκαι οι FamilyFodder, ανακάτευαν την pop, με το progressiveκαι την psychmusic, δίνοντας την πιο «όμορφη» διάσταση στο britishnewwave. Οι BabyGuru–δηλαδή ο PrinsObiφωνή, σύνθια, όργανο, πλήκτρα, κιθάρες, κρουστά, samples, ο KingElephantντραμς, κρουστά, σύνθια, προγραμματισμός, ο SirKosmicheμπάσο, κιθάρες και από κοντά η Christinaπρώτη φωνή σ’ ένα trackκαι γενικώς φωνητικά– ακολουθώντας αυτά ακριβώς τα… eightiesχνάρια (με την ισχυρή sixtiesσυνείδηση, το ξαναγράφω), κατορθώνουν να φτιάξουν μια σειρά από… έξυπνα, γλαφυρότατα και εν τέλει πανέμορφα κομμάτια, τα οποία, βοηθούμενα και από την πρώτης τάξεως παραγωγή, ακούγονται «νεράκι» (ο GregCalbiαπό το νεοϋορκέζικο SterlingSoundέβαλε πάλι το χεράκι του). Και το “Exegesis” με τα ελληνικά στιχάκια του (κάπου ανάμεσα σε Pollκαι early-70s-BlueBirdsή Νοστράδαμος), και το “Marginalia” (με τους Barrett-ικούς φωνητικούς υπαινιγμούς στην επωδό), και το πιο καθαρόαιμο britishpsychpopTurtlehearts”, και το βαρύ electro-λυσεργικό “Anticipation”, και κάθε κομμάτι από το τρίτο αυτό longplayτων BabyGuruδείχνει πως το αθηναϊκό γκρουπ εξακολουθεί να αναπτύσσεται προς κάθε κατεύθυνση με άξονα, πάντα, την ιδιαίτερη και πολύ ειδική… μουσικοφιλία του. (Αν γράφαμε για… σινεφιλία, θα εννοούσαμε κάτι σαν τις exploitationταινίες).
Επαφή: www.inner-ear.gr

πώς ερευνά η τηλεόραση;

$
0
0
Ο αναγνώστης nicholas hatziyiannisέγραψε στο chat: «αναμένω εναγωνίως παρουσίαση / κριτική για ''ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΟΡΑΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ!». Επειδή στο chatδεν μπορεί να αναπτυχθούν απόψεις (ούτε καν σύντομες) γράφω εδώ δυο λόγια...
Κατ’ αρχάς να πω πως Τα Στέκια - Ιστορίες Αγοραίου Πολιτισμούείναι μια σειρά του Νίκου Τριανταφυλλίδη για την ΝΕΡΙΤ σκηνοθετημένη από διαφόρους. Έχουν προβληθεί τα επεισόδια, υποθέτω, για την Παράγκα του Σίμου, για το μπαρ AuRevoirκαι για τα Βιντεοκλάμπ (λέω «υποθέτω» επειδή τρέιλερ απ’ αυτά τα τρία θέματα έχουν ανεβεί στο YouTube). Πρώτον (δεν υπάρχει δεύτερον...) και βασικό. Κριτική μπορώ να κάνω μόνο για τα τρέιλερ, γιατί ΝΕΡΙΤ δεν πιάνω. Ούτε μ’ ενδιαφέρει να πιάσω. Δεν γουστάρω να βλέπω (είναι ψυχολογικό πρωτίστως) ένα… πραξικοπηματικό κανάλι (για να μην ξεχνιόμαστε). Αν οι εκπομπές ανεβούν στο YouTubeμπορεί να ρίξω μια ματιά…

Ένα βασικό. Έρευνα δεν είναι να κρατάς μαρκούτσια και να ρωτάς γέρους ανθρώπους τι συνέβη 60 χρόνια πριν (αναφέρομαι στην περίπτωση της Παράγκας). Έτσι δεν γράφονται ούτε βιβλία, ούτε γυρίζονται τηλεοπτικές εκπομπές (δηλαδή γράφονται και γυρίζονται, αλλά τέλος πάντων…). Έρευνα είναι να ψάχνεις τις πηγές, να συγκρίνεις και να αντιπαραβάλλεις προβαίνοντας σε ορθά, σε επιστημονικά συμπεράσματα. (Το λέω, γιατί ορισμένοι μπορεί να ψάχνουν τις πηγές και παρά ταύτα να συμπεραίνουν βλακείες). Οι ζωντανές μαρτυρίες δεν μπορεί παρά να αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος ενός ευρύτερου ψαξίματος, και οι οποίες πάντα θα πρέπει να εξετάζονται με τεράστια προσοχή. Όπως έχω γράψει δεκάδες φορές στο δισκορυχείον, μετά από τόσα χρόνια (ακόμη και μετά από 20 ή 30 χρόνια, πόσω μάλλον μετά από 60) ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι του κατέβει…
Η τηλεόραση, τώρα, επειδή δεν μπορεί να παίξει μπάλα, δείχνοντας χαρτιά, βιβλία, περιοδικά κ.λπ. δυσκολεύεται ν’ αναπτύξει επιστημονικό ερευνητικό λόγο (και αν το επιχειρήσει θα πιάσει πάτο στις μετρήσεις). Πρέπει να δείξει πρόσωπα, που θα μιλάνε από μνήμης (επιχειρώντας να βάλουν, εκείνη τη στιγμή, σε μια τάξη τις αναμνήσεις τους). Είναι το πιο εύκολο εξάλλου… και το πιο ανέξοδο. Πουλάς μούρη (στην κυριολεξία) κι έχεις και μια ακροαματικότητα. Ε, από εκεί και μετά ξεκινάνε τα ζόρια…

η… περιβαλλοντική jazz των RICH HALLEY 4

$
0
0
Τενορίστας με «δικό» του ήχο και άξιες λόγου, παντελώς ανεξάρτητες, δισκογραφικές προσπάθειες, ο Αμερικανός RichHalleyείναι ένας μουσικός που έχει απασχολήσει και στο παρελθόν το δισκορυχείον. Πριν καιρό (8/12/2011) είχα γράψει για το άλμπουμ του “Requiem for a Pit Viper” [Pine Eagle], ενώ θυμάμαι ακόμη την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του σ’ ένα από τα τελευταία Jazz& Τζαζ (# 243, 6/2013) στον Βαγγέλη Αραγιάννη.
Το βασικό σχήμα του RichHalleyείναι οι RichHalley4, δηλαδή ο… ίδιος στο τενόρο με δίπλα του παραταγμένους τον MichaelVlatkovichτρομπόνι, τον ClydeReedμπάσο και τον γιο του CarsonHalleyστα ντραμς – με τις αναφορές του μουσικού από το Portlandτου Oregonνα ξεκινούν, βεβαίως, από την μεγάλη εποχή της jazz, τα χρόνια του ’50 και του ’60 δηλαδή, συνδεόμενες (οι αναφορές) στην διαδρομή με κάτι άλλο, εξωμουσικό, που ταυτοχρόνως τον κινητοποιεί και τον εμπνέει. Τούτο, βασικά, έχει να κάνει με τις σπουδές (Βιολογία) και κυρίως με τα χόμπι τού RichHalley, τα οποία σχετίζονται με ποικίλες δραστηριότητες που εξελίσσονται, πάντα, κοντά στη φύση. Κάπως έτσι και στο TheWisdomofRocks[PineEagle 2014] προβάλλονται ορισμένες από τις… ιδιότητες της πέτρας, του βράχου, όπως π.χ. η προαιώνια σύνδεσή του με το φυσικό παρελθόν, η στιβαρότητα και το ασάλευτο του όγκου του, το απόλυτο της συνεκτικότητάς του ή η ποικιλία της εξωτερικής μορφής του, και με βάση αυτές (τις ιδιότητες) ξεκινά ο Halleyνα δοκιμάζει ρυθμούς, tempiκαι μελωδίες πάνω στο τενόρο σαξόφωνό του.
Έχω διαβάσει πως ο ήχος του RichHalleyχρωστά πολλά στον SonnyRollins. Πιθανώς. Η αλήθεια είναι, πάντως, πως ο Halleyδεν γράφει μόνο για το τενόρο του, αλλά εξ ίσου θα έλεγα και για το τρομπόνι του Vlatkovich. Τούτο το διαπιστώνει ο καθείς ακόμη και από το πρώτο-πρώτο κομμάτι, που έχει τίτλο “Theatoll” και που εμφανίζει τενόρο και τρομπόνι να παίζουν σε unisono, αλλά και από τα απανωτές προτάσεις-αναπτύξεις στα δύο leadόργανα. Με το μπάσο, και κατ’ επέκτασιν, τα ντραμς να έχουν εξ ίσου αποφασιστικό ρόλο στις ενοργανώσεις, δεν είναι ν’ απορείς για τα απολύτως αναγκαία και καθ’ όλα αιτιολογημένα soliστο μεν (“Offivesandsixes”) ή στα δε (“Abriefnote”). Γενικώς, η ευφράδεια του Halleyστη γραφή και τον αυτοσχεδιασμό, όπως και των υπολοίπων συμμετεχόντων εξάλλου, είναι ακουστή σε κάθε μέτρο τού “TheWisdomofRocks”, πράγμα που οφείλεται (και) στο γεγονός πως οι τέσσερις μουσικοί παίζουν αρκετά χρόνια μαζί, αυτοσχεδιάζοντας με σύνεση και πληρότητα μέσα στα οριοθετημένα πλαίσια που υπαγορεύουν οι μέσης διάρκειας συνθέσεις.

EMPTY FRAME το δεύτερο άλμπουμ

$
0
0
Από τα ελληνικά συγκροτήματα που μου είχαν δημιουργήσει πολύ καλή εντύπωση όταν τα είχα πρωτακούσει, οι EmptyFrame, τρία χρόνια μετά το “They Think We Are Eskimos” [Legend], δηλώνουν και πάλι παρόν μέσω του δεύτερου CDτους που έχει τίτλο TheBlackbirdFlies [bminor RECS, 2014]. Το συγκρότημα, ως εξαμελές πλέον (Αντώνης Βαβαγιάννης πιάνο, κιθάρες, φωνή, Καίτη Πάντζαρη τσέλο, φωνή, Μπάμπης Βασιλειάδης ντραμς, Νίκος Σολωμός βιολί, Παναγιώτης Φέτσης μπάσο, φωνή, Χρήστος Καλλιμάνης leadκιθάρες), εξακολουθεί να κινείται στους ίδιους πάνω-κάτω δρόμους – δρόμους που οριοθετούνται από την rockαφήγηση βεβαίως, με τις σχετικές «έντεχνες» πινελιές και το indieαμερικανικό ένδυμα. Όπως είχα γράψει και παλαιότερα: «Supportστους WovenHandκαι με ποικίλες επιρροές όπως διαβάζω στο siteτους (TomWaits, TheBeatles, NickCaveandTheBadSeeds, QueensOfTheStoneAge, MarkLanegan, Radiohead, PinkFloyd, AndrewBird, ΤheTindersticks, Love… – δεν είναι όλοι Αμερικανοί, αλλά δεν έχει σημασία), οι EmptyFrameισορροπούν ανάμεσα στην ακουστική μπαλάντα, στο desertrockμε τις twangyκιθάρες, στα μελοδραματικά αινίγματα (τύπου Tindersticks), πασπαλίζοντας ενδιαμέσως με ποικίλα indie, mariachi (κι ας απουσιάζουν οι τρομπέτες), ακόμη και gypsy-rockστοιχεία».
Σε γενικές γραμμές το πλάνο δεν έχει αλλάξει στο “TheBlackbirdFlies”, ακόμη και ως προς το πολύ ειδικό κεφάλαιο που ακούει στην ονομασία gypsy-rock, αφού στο “Legacy” η μουσική των EmptyFrameπερνά ακόμη και μέσα από την “Carmen” του Bizet, σ’ ένα, γιατί όχι, ευφυές τραγούδι. Η… εμμονή στην απλότητα, οι καθαρές αφηγηματικές φράσεις, η ρομάντζα και η νοσταλγία στους στίχους, το απέριττο παίξιμο, η έμφαση στην μελωδία, η ωραία χρήση του βιολιού, η ικανότητα στα πιασάρικα (με την σωστή έννοια) ρεφρέν –άκου ας πούμε το θαυμάσιο “Brightlights”–, όλα τούτα φανερώνουν το ταλέντο, τον κόπο και την δουλειά που καταβάλλει το συγκρότημα, προκειμένου να είναι «εντάξει» με το έσωτου, αφομοιώνοντας το έξωτου. Τι θα χρειαζόταν περαιτέρω για να «πετάξουν» οι EmptyFrame; Έναν παραγωγό σαν τον NickLaunayας πούμε... (Δεν ξέρω αν είναι εύκολο).
Επαφή: www.emptyframe.net

TRIO RIVES γνωστοί μουσικοί - νέες περιπέτειες

$
0
0
Νέο improvσχήμα, νέο label, αλλά όχι νέοι και άγνωστοι μουσικοί, αφού οι JacquesDiDonatoκλαρινέτο, σοπράνο σαξόφωνο, GaëlMevelπιάνο, βιολοντσέλο, μπαντονεόν, κιθάρα και ThierryWaziniakντραμς, κρουστά μάς είναι γνωστοί από τις εγγραφές τους στην βρετανική Leo (μαζί και με τον κοντραμπασίστα Jean-JacquesAvenel) στα 00s.
Εδώ, στο φερώνυμο CDτους [LabelRives, 2014] που είναι κλεισμένο σένα πλαστικό-μαγνητικό cover, οι τρεις αυτοσχεδιαστές υπό νέο όνομα, ως TrioRives, και νέα στέγη επιδεικνύουν εκείνο που γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλο. Να επικοινωνούν διαισθητικώς και με κλειστά μάτια (αλλά όχι και με κλειστά αυτιά…) προτείνοντας ένα άλμπουμ σχετικώς μικρής διάρκειας (42 λεπτά), αλλά με μόλις δύο θέματα στο tracklist– το 16λεπτο “premièrerive” και το 26λεπτο “deuxièmerive”.
Το πρώτο κομμάτι ξεκινά με μερικές νότες στο σοπράνο και κάποιες μπάσες στην κιθάρα, για ν’ ακολουθήσουν φωνητικοί αυτοσχεδιασμοί σ’ ένα περιβάλλον που διαμορφώνεται, κατά πρώτον από τα κρουστά. Οι νότες στο πιάνο, σε… μη τέμπο, κάπως «εδώ κι εκεί», προεξοφλούν την διαρκή ελευθερία, που επιτείνεται από το... σωματικό παίξιμο των οργάνων (ήχοι από παντού), αλλά και από τα κατακερματισμένα timbreτου μπαντονεόν, του πιάνου, του κλαρινέτου, της φωνής… Το κλείσιμο, σε κάπως πειραματικό ύφος, ακούγεται σχεδόν μηχανιστικό, δίχως την παρουσία-βοήθεια κάποιας ηλεκτρικής ή ηλεκτρονικής πλατφόρμας και με τον ρόλο του τσέλου να αποδεικνύεται αποφασιστικός. Ως συνέχεια του “première”, το “deuxième” ξεκινά να αναπτύσσεται μέσα στο ίδιο πειραματικό σκηνικό, το οποίο διαμορφώνεται, κυρίως, από το πλήθος των ακουστικών εφφέ· εκεί, δηλαδή, όπου θα «πατήσουν» σταδιακώς όλα τα υπόλοιπα leadόργανα (τσέλο, πιάνο, κλαρίνο, σοπράνο), «χτίζοντας» πάνω σε ποικίλες όσο και ακαριαίες ρυθμικές βάσεις.
Επαφή: www.labelrives.com

ΒΑΣΙΛΗΣ ΖΑΡΟΥΛΙΑΣ στο τελευταίο λεωφορείο

$
0
0
Πριν λίγες μέρες περιδιαβαίνοντας το YouTubeέπεσα πάνω σε μερικά τραγούδια τουΒασίλη Ζαρούλια, παρμένα, υπέθεσα, από ένα δικό του longplayπου είχε κυκλοφορήσει το 1984 κι είχε τίτλο «Ώρα Μηδέν» [PortokaliRekords/ AEME 216]. Πάτησα, λοιπόν, να (ξανα)ακούσω τα τραγούδια και παρότι είχα να βάλω τον συγκεκριμένο δίσκο στο πικάπ για περισσότερο από 20 χρόνια, μπορώ να πω πως ένοιωσα μιαν έκπληξη. Διαπίστωσα δηλαδή στην πορεία πως ορισμένα από τα κομμάτια είχαν διαφορετικούς τίτλους από εκείνους του άλμπουμ (τους οποίους θυμόμουν, αν και τους τσέκαρα την ίδια στιγμή για να σιγουρευτώ), και δεύτερον, και κυριότερο, τα εν λόγω tracksείχαν εντελώς διαφορετικό remix! (Τούτο το αντιλήφθηκα αμέσως και δεν χρειαζόταν να το επαληθεύσω). Αν και τα μέρη της φωνής έχω την εντύπωση πως ήταν τα ίδια ακριβώς μ’ εκείνα της επίσημης εγγραφής, τόσο οι κιθάρες όσο και η υπόλοιπη ενοργάνωση γενικώς ήταν αλλιώς τοποθετημένες. Περιττό να πω πως δεν θα έδινα την παραμικρή σημασία, αν δεν θεωρούσα την «Ώρα Μηδέν» ένα από τα σημαντικότερα ελληνο-ροκάδικα άλμπουμ της δεκαετίας του ’80. (Θέλω να γράψω, εν καιρώ, για καμμιά δεκαριά eightiesελληνόφωνα βινύλια, που άξιζαν πολύ και πέρασαν απαρατήρητα). Είπα λοιπόν να κάτσω να φτιάξω ένα κείμενο (από την στιγμή που δεν το έχει επιχειρήσει και κανένας άλλος πιο πριν) συγκεντρώνοντας ό,τι έχει πέσει στην αντίληψή μου, όλα αυτά τα χρόνια, γύρω από αυτόν τον τραγουδοποιό (και όχι μόνο), που ακούει στο όνομα Βασίλης Ζαρούλιας.
Διόσκουροι (Βαγγέλης Γερμανός, Βασίλης Ζαρούλιας)
Κατ’ αρχάς κάτι που είναι μάλλον γνωστό στους φίλους του ελληνικού ροκ. Ο Βασίλης Ζαρούλιας μαζί με τον Βαγγέλη Γερμανό αποτελούσαν στα earlyseventiesτο ντουέτο Διόσκουροι, το οποίον άφησε ένα 45άρι, ενώ συμμετείχε και στην συλλογή«RockΣήμερα!»[MinervaSYMP22011, 1971]. Την ιστορία των Διόσκουρων την διαβάζουμε, σε χρόνο πρώτο (άρα δεν είχε προλάβει να γίνει ακόμη «ιστορία»), στο περιοδικό Επίκαιρα (#175, 10-16/12/1971) σε μια παρουσίαση-συνέντευξη του σχήματος στον Γιάννη Πετρίδη. Μεταφέρω ένα απόσπασμα:
«Μεγάλη εντύπωση έχει προκαλέσει τελευταία ένα νέο συγκρότημα που ξεχώρισε αμέσως. Πρόκειται για τους Διόσκουρους, ο δίσκος των οποίων ‘Φράγκοι, Λατίνοι, Νορμανδοί’ και ‘Όνειρο’ ήταν ένα ξάφνιασμα για την ελληνική μουσική πραγματικότητα. Ο Διόσκουροι ανήκουν στο δυναμικό της μπουάτ Ελατήριο, όπου εμφανίζονται μαζί με τους Πωλ, Κιουρκτσόγλου, Δ. Γλέζου και Ανάκαρα(…). Το συγκρότημα αποτελείται από τους Βασίλη Ζαρούλια 25 ετών, που παίζει κιθάρα, φυσαρμόνικα και τραγουδά(…) και τον Βαγγέλη Γερμανό, 22 ετών, που παίζει κιθάρα και τραγουδά και είναι φοιτητής Μαθηματικής. ‘Συναντηθήκαμε’ μας λένε ‘στο στέκι του Σαββόπουλου Ροντέο τον περασμένο χειμώνα(σ.σ. 1970-71), πριν ακόμα αρχίσουμε να τραγουδάμε μαζί. Γνωριστήκαμε και μετά από μια συζήτηση καταλάβαμε ότι θα μπορούσαμε να φτιάξουμε κάτι. Έτσι, συμφωνήσαμε να δημιουργήσουμε ένα ντουέτο, μια και οι ιδέες μας βάδιζαν σε κοινό δρόμο. Αρχίσαμε να τραγουδάμε Ντύλαν, Ντόνοβαν, Στόουνς μέσα στο ίδιο μέρος που γνωριστήκαμε. Στον δίσκο μας προσπαθήσαμε να δώσουμε ό,τι περισσότερο δικό μας σε μουσική και στίχους. Διαμορφώσαμε το στοιχείο του ροκ σε πραγματικά παράξενη μορφή, συνδυάζοντας σχήματα ελληνικής χωριάτικης[sic]μουσικής –όχι δημοτικής– στον ήχο του βιολιού και στην παρουσίαση γενικά του ρυθμού και του χρώματος. Οι στίχοι είναι λίγο παράξενοι, όχι όμως έξω από την πραγματικότητα’».
Οι Διόσκουροι κυκλοφορούν λοιπόν ένα 45άρι μέσα στο 1971, που περιείχε τα κομμάτια «Όνειρο/ Φράγκοι, Λατίνοι, Νορμανδοί» [ZodiacZS 8231] αμφότερα γραμμένα (μουσική και στίχοι) από τον Βασίλη Ζαρούλια (στην ηχογράφηση πήραν μέρος κι άλλοι μουσικοί, πιθανώς ένας Ορέστης Ψυχοπαιδόπουλος μπάσο και κάποιος Θόδωρος Αντωνίου ντραμς, τα ονόματα των οποίων μνημονεύονται από τον Άκη Λαδικό στο ένθετο του CD «Ελληνικό Ροκ/ Διαδρομές '70» του 1996). Και τα δύο τραγούδια κερδίζουν από τον ήχο του βιολιού (ποιος να παίζει άραγε;), αλλά και από τον συνδυασμό ακουστικών και ηλεκτρικών οργάνων, όμως τα φωνητικά τους δεν ήταν επιτυχημένα. Κάπως «θαμμένα», χωρίς να «πατάνε» σωστά, και με κάποιες λέξεις να «τρώγονται», δεν άφηναν και την καλύτερη «γεύση» – παρότι το «Φράγκοι, Λατίνοι, Νορμανδοί» έχει κάτιως τραγούδι, που μπορεί να θέλγει ακόμη και σήμερα. Με εμφανίσεις στο Ροντέο δίπλα στον Διονύση Σαββόπουλο (χειμώνας ’70-’71) οι Διόσκουροι είχαν ένα πρώτο σοβαρό bonusστο βιογραφικό τους, που θα τους βοηθούσε να δουλέψουν και στην συνέχεια δίπλα σ’ ένα άλλο πολύ γνωστό όνομα της περιόδου, την Μαρίζα Κωχ. Από το blogtheovaf.blogspot.grκαι μέσα από μιαν αφήγηση του Κώστα Γεωργίου του συγκροτήματος Ανάκαρα πληροφορούμαστε πως τον Ιούνιο του ’71 η Μαρίζα Κωχ εγκαινιάζει την μπουάτ Μεταξύ μαςστην Πλάκα (στην ταράτσα της Μνησικλέους 16 – καθότι και καλοκαίρι) μαζί με τους Θανάση Γκαϊφύλλια, Ισιδώρα «Ντόρα» Σιδέρη, Νάγια Γεωργίου, Μπάμπη Μαραγκό, Κώστα Γεωργίου και κάποιους ακόμη, με τους Διόσκουρους να κρατούν και αυτοί ένα μέρος του προγράμματος. Ο χειμώνας του ’71-’72 θα βρει το σχήμα στο Ελατήριο και κάποια στιγμή, μέσα στο ’72 (την άνοιξη;) ο Βαγγέλης Γερμανός θα προσχωρήσει στην Λαιστρυγόνα του Σαββόπουλου, με τον Χρήστο Μιχαήλ να παίρνει (για πόσο καιρό άραγε;) τη θέση του (κι αυτή η πληροφορία από τον Λαδικό). 
Εξώφυλλο: Βασίλης Ζαρούλιας
Την επόμενη φορά που συναντώ το όνομα του Βασίλη Ζαρούλια είναι στο LP-συλλογή «Πρεμιέρα/ 14 Επιτυχίες 10 Τραγουδιστών» [Ελληνική Εταιρία Επικοινωνιών 33/3E-LOC 301] από το 1975. Συμμετέχει με το τραγούδι «Μη με ρωτάς», μία αργή blues-balladξεκάθαρης Dylan-ικής αφήγησης, και στο ίδιο πάνω-κάτω στυλ με τα τραγούδια των Διόσκουρων. Συμπαθητικό. Εκείνη την εποχή (και πιο αργότερα) ο Ζαρούλιας, που παραλλήλως με την τραγουδοποιία ασχολιόταν και με την ζωγραφική, συνεργάζεται με τις Εκδόσεις Αναγνωστίδη, φτιάχνοντας μακέτες εξωφύλλων για διάφορα βιβλία της εταιρείας, δίχως να απασχολήσει την δισκογραφία (έτσι νομίζω) τουλάχιστον μέχρι το 1983, όταν πίνακάς του κοσμεί (όντως) το εξώφυλλο του LP«Χρονοναύτης»[MINOSMSM 470] του Κώστα Γανωσέλλη. Στον ίδιο δίσκο ο Ζαρούλιας γράφει στίχους στο μοναδικό τραγούδι του άλμπουμ, που έχει τίτλο «Επίλογος» και το οποίον απέδιδε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου (πρόκειται, απλώς, για ένα από τα 4-5 ωραιότερα τραγούδια του – του Παπακωνσταντίνου εννοώ).
«Χρονοναύτης» και σε κασέτα - ζωγραφιά εξωφύλλου Βασίλης Ζαρούλιας
Δεν θυμάμαι από πού είχα πληροφορηθεί την έκδοση του άλμπουμ «Ώρα Μηδέν» το 1984 (πιθανώς να είχα ακούσει κανα τραγούδι στο ραδιόφωνο ή και στην τηλεόραση) – πάντως «γνώριζα» τον Ζαρούλια, γιατί είχα ήδη το «RockΣήμερα!», όπως και τον «Χρονοναύτη» (την «Πρεμιέρα» την βρήκα αργότερα), οπότε λογικό ήταν ν’ αγοράσω, τότε, το πρώτο (και τελευταίο) προσωπικό LPτου. Η γνώμη μου για την «Ώρα Μηδέν» (όπως έγραψα και στην αρχή) είναι πως πρόκειται, παρά τα τεχνικής φύσεως προβλήματα, για ένα από τα σημαντικότερα ελληνόφωνα, ροκάδικα LPτης δεκαετίας του ’80. Μπορεί η εγγραφή να «ξύνει», τα λόγια να μην ακούγονται ορισμένες φορές και σε όλη τους την έκταση όπως πρέπει, όμως το ταλέντο του Ζαρούλια να φτιάχνει ωραία τραγούδια (ροκ μπαλάντες γενικώς) ήταν προφανές, με τον κοινωνικό στίχο να πρωταγωνιστεί και με κομμάτια όπως τα «Στο τελευταίο λεωφορείο», «Μήτρα ‘Γη’», «Η ώρα μου μηδέν», «Σαλώμη», «Ο τραγουδοποιός», «Μάγισσα νύχτα», «Λευκός μακελλάρης» (για την ηρωίνη προφανώς) να αντηχούν στ’ αυτιά μου δυνατά ακόμη και σήμερα – μετά από τόσα χρόνια.
Η «Ώρα Μηδέν», και παρόλο το πάνκικο εξώφυλλο, πέρασε απαρατήρητη στην εποχή της. Κάτι η ανεξάρτητη παραγωγή, κάτι η φτωχή διανομή, το αποτέλεσμα ήταν ο δίσκος να μην περπατήσει –προσωπικώς δεν θυμάμαι καν δισκοπαρουσιάσεις στα περιοδικά της εποχής– και σήμερα ελάχιστοι πλέον τον θυμούνται (το ότι δεν υπάρχει ούτε ένα τραγούδι βγαλμένο από το άλμπουμ στο YouTubeείναι αποδεικτικό αυτού που λέω). Κρίμα, γιατί ο δίσκος μετράει και ήταν φτιαγμένος από ροκάδες γενικώς – η ενορχήστρωση, οι κιθάρες, το μπάσο, τα σύνθια και τα κρουστά ανήκαν στον Κώστα Στρατηγόπουλο, κι άλλα σύνθια έπαιζαν ο Βασίλης Δερτιλής (πριν στους Apocalypsis), ο Γιώργος Τσελεπίδης (από την μπάντα του Νίκου Λαβράνου) και ο Αλέξης Παπαλάμπρου (από DaltonsFamilyκαι Schmetterling), βιολί έπαιζε η Μαρία Ρεμπούτσικα, ενώ ο Βασίλης Ζαρούλιας τραγουδούσε κι έπαιζε φυσαρμόνικα.
Κώστας Στρατηγόπουλος - Βασίλης Ζαρούλιας (με μια μικρή επιφύλαξη)
Τελευταία φορά που είδα το όνομα του Βασίλη Ζαρούλια τυπωμένο σε βινύλιο ή CD(εκτός κι αν ξεχνώ ή μου διαφεύγει κάτι) ήταν στο φερώνυμο LPτων Carma [Ανεξάρτητη Παραγωγή SPR 310, 1985]. Ο Ζαρούλιας έχει γράψει στίχους μάλλον (λέω «μάλλον» γιατί αν κοιτάξεις το label… μπορεί να έχει γράψει και μουσική) στα τραγούδια της δεύτερης πλευράς «Σκιές», «Εξέγερση παντιέρα» και «Ερωτικό». Ο δίσκος των Carmaπου είναι συμπαθητικός, παρότι ηχεί «παλιομοδίτικα» (αυτό το έλεγα, όταν τον αγόρασα, τώρα δεν το λέω) περιλαμβάνει ωραία τραγούδια, με δυνατά παιξίματα από καλούς μουσικούς (Χρήστος Ζέρβας, Τόλης Πιπεράς…), με τις «Σκιές» και το «Ερωτικό» (που θυμίζει Poll) να ξεχωρίζουν.
Ψάχνοντας στο δίκτυο εντόπισα ένα βιογραφικό του Βασίλη Ζαρούλια, που υπάρχει στο siteτων φίλων του Βασίλη Παπακωνσταντίνου (vasilisp.com). Μου έκανε, δε, εντύπωση το γεγονός πως όσα αναγράφονται εκεί αφορούν στην εικαστική καριέρα του Ζαρούλια και καθόλου στην μουσική. (Υποτίθεται πως σ’ ένα μουσικό site, τα περί της μουσικής θα είχαν πρώτη θέση – ε, τώρα, ας τα αντιγράψουν από εδώ ώστε να είναι ok). Από ’κει λοιπόν μαθαίνουμε πως ο Βασίλης Ζαρούλιας γεννήθηκε και εργάζεται στην Αθήνα, πως έχει σπουδάσει Ζωγραφική, Γραφικές Τέχνες και Βιομηχανικό Design, πως εκθέτει από το 1976 (γκαλερί Γιάννη Σταθά), πως έχει φιλοτεχνήσει τοιχογραφίες σε πολλούς χώρους στην Αθήνα (Βίλα Καζούλη), πως συνεργάστηκε με τον Μανώλη Ρασούλη στο περιοδικό Αυγόκαι στο LP«Τα Ποδοσφαιρικά», πως δούλεψε με υλικά όπως μέταλλα, σίδηρος και μπρούτζος, πως υπήρξε μέλος της σχεδιαστικής ομάδας Νέο Κατοικείν και άλλα διάφορα.
Ανοικτός ο φάκελος… για οποιονδήποτε… οποτεδήποτε…

DEXTER JOHNSON & LE SUPER STAR DE DAKAR ζωντανοί το ’69

$
0
0
Σε μια συνέντευξη που μου είχε δώσει για το Jazz& Τζαζο Αδαμάντιος Καφετζής (ο άνθρωπος πίσω από την εταιρεία TerangaBeat), η οποία έχει ανεβεί και στο δισκορυχείον(13/2/2011), σε ερώτηση σχετική με την διείσδυση του latinήχου (cubanκτλ.) στην Δυτική Αφρική των fifties-sixties(Σενεγάλη κ.λπ.) είχα λάβει την εξής απάντηση: «Τον λάτιν ήχο προέβαλλε στη Σενεγάλη ένας νιγηριανός σαξοφωνίστας, ο Dexter Johnson, που είχε για τραγουδιστή στο συγκρότημά του τον Laba Sosseh, αλλά και ο Amara Touré, που είχε έλθει στη Σενεγάλη από τη Γουινέα. Σε κομμάτια του, μάλιστα, ήταν ολοφάνερη και η καμπο-βερντιανή παράδοση, αφού σαξόφωνα έπαιζε ο Luis Morais. Στο Μπενίν, η λάτιν κουλτούρα ήταν ακόμα πιο έντονη, αν σκεφτούμε πως υπήρχαν γκρουπ και καλλιτέχνες με ισπανικέςονομασίες (El Rego, Black Santiago…), ενώ και η Orchestre Poly-Rythmo de Cotonou έπαιζε λάτιν ήδη από τα sixties. Ακόμη και τα τραγούδια, πολλές φορές, ήταν τραγουδισμένα στα ισπανικά – αν και λίγο άλλα αντ’ άλλων».
Πριν λίγες ημέρες είδε το φως της δισκογραφίας από την TerangaBeatένα πράγματι ξεχωριστό 2LP– αναφέρομαι στο Liveà ltoile(ζωντανή ηχογράφηση στο συγκεκριμένο κλαμπ του Ντακάρ από τον Αύγουστο του 1969) του σαξοφωνίστα (τενόρο, άλτο) DexterJohnsonκαι της μπάντας του των SuperStardeDakar. Τα γεγονότα που κάνουν «ξεχωριστή» την συγκεκριμένη έκδοση, πέραν της θαυμάσιας και αποκαλυπτικής μουσικής της (για την οποία θα γράψω στη συνέχεια) σχετίζονται με το γεγονός, πρώτον, πως πρόκειται για ζωντανές σενεγαλέζικες εγγραφές του 1969(!) εξαιρετικής απόδοσης (από τεχνικής πλευράς), δεύτερον, πως καταπιάνονται με μία ιστορική μπάντα της χώρας, την εποχή κατά την οποίαν εκείνη (η μπάντα) πορευόταν χωρίς τον τραγουδιστή LabaSosseh (1943-2007) μια μορφή της δυτικοαφρικανικής μουσικής (StarBandκλπ.) και τρίτον, γιατί πουθενά αλλού δεν εντοπίζεται ένα πλήρες sessionτου DexterJohnson (τέτοιας χρονικής έκτασης, απόλαυσης και σημασίας). Αν, μάλιστα, δεν με απατά το ψάξιμο που επιχείρησα προς τούτο, ποτέ στο βινύλιο δεν ηχογραφήθηκε… τόσος πολύς DexterJohnson (βασικά υπάρχουν μερικά 45άρια του στην n'dardisc, την περίοδο της συνεργασίας του με τον Sosseh). Άρα, αναφερόμαστε σε κάτι που έχει την δική του ιδιαίτερη και μοναδική σημασία.
Γεννημένος το 1932 στο Ιμπαντάν της Νιγηρίας, ο DexterJohnsonθα βρεθεί στο Ντακάρ το 1957, όταν ήταν 25 ετών δηλαδή (όπως διαβάζω στις σημειώσεις των innersleeves). Εκεί, θα μπει αμέσως στο κύκλωμα των μπαρ και των κλαμπ και σ’ ένα απ’ αυτά, στο MoulinRouge, θα τον ακούσει για πρώτη φορά ο IbraKassé – oιδιοκτήτης του MiamiBarκαι αυτός που έθεσε κατ’ ουσίαν σε κίνηση τους StarBanddeDakar. Ο Kassé (ήταν ακόμη 1957) παίρνει μαζί του τον Johnsonστο MiamiBarδίνοντάς του την ευκαιρία να παίξει με τους μουσικούς που θα αποτελούσαν λίγο αργότερα (στις αρχές των sixties) τους StarBanddeDakar. Περί τα μέσα της δεκαετίας ο Johnsonθ’ αφήσει τους Star Band, για να σχηματίσει τους SuperStardeDakarέχοντας μαζί του και τον LabaSosseh. Είναι η εποχή των ηχογραφήσεων για την n'dardisc(“Angelitosnegros”, “ElLoco”, “MariaHelena”, “Yolanda dime que sí”…), πριν, δηλαδή, ο Sossehεγκαταλείψει το γκρουπ για το Αμπιτζάν της Ακτής Ελεφαντόδοντος. Το latin και ειδικώς το κουβανέζικο ρεπερτόριο, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι το Α και το Ω του γκρουπ (ο Johnsonήταν βασικά διασκευαστής-ενορχηστρωτής και λιγότερο συνθέτης), κάτι το οποίον θα είναι «κοινός τόπος» και στην ηχογράφηση του«πατέρα»MoussaDialloαπό το À ltoile, όταν οι SuperStardeDakarήταν μια μπάντα όλο φωτιά (DexterJohnsonτενόρο, άλτο, FrancisKoffiKingsleyκιθάρα, DjangoCissé κιθάρα, SambayN'Diayeμπάσο, AzizN'Diayeτιμπάλες, SallaKassé κρουστά, Williamsφωνή, MaïssaKingNgomφωνή, JohnnySpirouφωνή, Kognaguiφωνή).
Ένα πρώτο που πρέπει να πω, γιατί μου κάνει εντύπωση, είναι ο ήχος των σαξοφώνων του DexterJohnson– του τενόρο βασικά, που βγάζει όλο τον εκφραστικό πλούτο του. Βαθύς ήχος και κάπως να «ξύνει» (γιατί πρέπει να «ξύνει» κατά τι, προκειμένου να είναι ακόμη πιο διαυγής ο όγκος του οργάνου), ο ήχος του τενόρο είναι εκείνος που δίνει ταυτότητα στην εγγραφή. Είναι, δε, απορίας άξιον πώς διατηρήθηκε σε τόσο καλή κατάσταση μια μαγνητοταινία του ’69 – και το λέω γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, δεν θα μπορούσε και το mastering, που έγινε στην Αθήνα, ν’ αναδείξει όπως πρέπει τα πρωτογενή ηχοχρώματα.
Το άλμπουμ ανοίγει με το έξοχο boléroAngelitosnegros” (Pintor nacido en mi tierra…), που έγινε γνωστό από την φερώνυμη μεξικάνικη ταινία του 1948 και το οποίον έχουν πει οι πάντες (από την EarthaKittκαι την RobertaFlack, μέχρι την CatPowerκαι την Μάρθα Φριντζήλα). Η εκτέλεση των DexterJohnson& LeSuperStardeDakarείναι όσο αργή και νωχελική απαιτείται προκειμένου να γίνει ευδιάκριτο, και στην ολότητά του, το αίσθημα του φοβερού τραγουδιού. Latin-jazzαπό τα πρώτα δευτερόλεπτα στον υψηλότερο βαθμό. Το “Paraquebueno” (που δεν είναι άλλο από το “Cocomaimai” του IgnacioPiñeiro) ανεβάζει στροφές, με το “Mayeya(No juegues con los santos)” να κλείνει την πλευρά σ’ ένα κάπως exotica… αποικιακό κλίμα, προσφέροντας επίσης μια σειρά από breaksστο σαξόφωνο, που δίνουν στο κομμάτι άλλον «αέρα». Η SideBμπορεί να ξεκινά με το sonCienfuegos tiene su guaguancó” (που έκανε ξανά επιτυχία ο IbrahimFerrerστην παραγωγή τού BuenaVistaSocialClubτο 1999), όμως η πραγματική έκπληξη δεν είναι αυτό, ούτε τα υπόλοιπα latinstandards (το “SoyhijodelSiboney” του Juan Mariano Romero, επιτυχία για τον Johnny Pacheco ή το νοσταλγικό Caminho de São Tomé), αλλά η εξωφρενική versionστο ανεπανάληπτο soul-shakeSomethingyougot” του ChrisKenner(WilsonPickettκαι δεκάδες άλλοι), που βομβαρδίζει. Περιττό να πω πως αν οιDexterJohnson& LeSuperStardeDakarκατάφερναν να γράψουν ένα  longplayμε τέτοια tracks… θ’ ανοίγαμε σαμπάνιες!Όχι πως και τώρα δεν… Η SideCξεκινά με το θανατηφόρο boogalooBorinquentropical”, που αποτέλεσε στάνταρντ για τον Πορτορικανό (αλλά Νεοϋορκέζο στην πορεία) JoeQuijanoστα sixties. Ακολουθεί το “Mujerdeoriente” ένα (τυπικό) sonμε τα όλα του, για να ολοκληρωθεί η πλευρά με το “Guaguancó amantilla” κάποιου (Κουβανού μάλλον) ονόματι FélixCárdenas (στο ρεπερτόριο του Pachecoκαι αυτό). Αλλά και η τέταρτη πλευρά έχει να επιδείξει εκπλήξεις, αφού εκτός του… παθιάρικου “Elcorazón” και του “Malonga” ακούγεται και το “Soyelrey”, ένα ακόμη boogaloo (από το ρεπερτόριο των Pete Rodriguez Y Su Conjunto), που πετάει σπίθες.
Οι DexterJohnson& LeSuperStardeDakarήταν μια ολοκληρωμένη μπάντα στο χώρο των ευρύτερων afro, jazzκαι  latinηχοχρωμάτων και αυτό το 2LP (που αποτυπώνει μία τόσο παλαιά ηχογράφηση) μοιάζει σχεδόν απίστευτο!

A VICTIM OF SOCIETY ένας εξαιρετικός δίσκος

$
0
0
Είχα πάρει χαμπάρι την περίπτωση των AVictimofSocietyεδώ και κανα-δυο χρόνια  (όπως και άλλοι φυσικά) κι ήμουν κι εγώ (όπως και άλλοι φυσικά) ανάμεσα σ’ εκείνους που ανέμεναν κάτι δικό τους ολοκληρωμένο, κάτι που να καταγράφει επαρκώς και αποφασιστικώς το δημιουργικό ροκάδικο πάθος τους. Και να λοιπόν –γιατί τώρα συμπληρώνεται το πλήρωμα του χρόνου– ένα LP (και CD) από την InnerEarπου έχει τίτλο Distractions, που έρχεται ν’ αποσαφηνίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τι εστί… AVictimofSociety, σε τι ακριβώς συνίσταται η ιδιαιτερότητα και η αξία αυτού του γκρουπ (των δύο ατόμων), που κάνει πολλούς και διαφόρους να παραμιλούν.
Κατ’ αρχάς έχουμε να κάνουμε με δύο νέα παιδιά, τον Βαγγέλη Μακρή (φωνή, κιθάρες, μπάσο, ντραμς, synth) και τον Φώτη Ντούσκα (κιθάρα, μπάσο). Υπάρχει ένας ακόμη… πρόσθετος μουσικός που παίζει κρουστά (Ηρακλής Βλαχάκης), καθώς κι ένας τεχνικός, που βοηθά σε ενορχηστρώσεις, παραγωγή και μίξη (Νίκος Τριανταφύλλου) κι από ’κει και πέρα… πάπαλα. Συζητάμε δηλαδή για μια κλειστή ομάδα ανθρώπων που συνθέτει-γράφει-παράγει, κινούμενη σε συνθήκες… συγκεντρωτισμού και σε κάθε περίπτωση πολύμορφης… εκφραστικής λιτότητας. Ασπρόμαυρο αδρό εξώφυλλο, ασπρόμαυρο innersleeveμε τυπωμένες τις απολύτως απαραίτητες πληροφορίες, μαύρο (και όχι εμπριμέ) 180άρι βινύλιο που τσακίζει κόκκαλα από τα πρώτα, ήδη, δευτερόλεπτα.
Οι AVictimofSocietyείναι ένα σύγχρονο rockσυγκρότημα, με εμφανή και κάπως ατέρμονη, όταν είναι ατέρμονη, πάνκικη καταγωγή (οι CANδηλαδή αποτελούν κι εδώ μιαν επιρροή). Με αναφορές στο garageτων sixties, στους Velvetsκαι τους Stooges, στο punkτων seventies, αλλά και σε συγκροτήματα των eightiesόπως οι… LastDriveκαι οι ύστεροι Villa 21 ή οι Spacemen 3, αλλά και με πίστη σ’ έναν ήχο που να μπορεί να επιβάλλεται απλώς και μόνον με την τοποθέτησή του στο χώρο (ένας χαρακτηρισμός του τύπου… cosmic-punkδεν θα ήταν εντελώς άστοχος για τις μουσικές των AVictimofSociety), οι δύο φίλοι καταφέρνουν να φτιάξουν ένα σύνολο πολύ δυνατών τραγουδιών, χρησιμοποιώντας τα απλούστερα των υλικών. Αυτό το πρωτογενές και το πρωτόλειο, το ορμητικό και το ανεπιτήδευτο που συνδέει το ντουέτο με την ψίχα και την ψυχή του rocknrollείναι το βασικό χαρακτηριστικό της τραγουδοποιίας του – ήτοι οκτώ tracks, τέσσερα ανά πλευρά, που διαρκούν λιγότερο από 40 λεπτά. Θέλω να πω πως έχοντας στο νου τους την βινυλιακή χάραξη, οι AVictimofSocietyέχουν προσαρμόσει τοιουτοτρόπως τις ιδέες τους δημιουργώντας ένα πλήρες και συνάμα ουσιαστικό και ισορροπημένο set, που θυμίζει, οπωσδήποτε, άλλες εποχές. Έτσι, το “Enoughsaid” δεν βρίσκεται καθόλου τυχαίως εκεί όπου βρίσκεται (Α2), όπως και το “Certainsense” εξάλλου που ανοίγει την δεύτερη πλευρά του άλμπουμ. Για όλα υπάρχει μιαν εξήγηση… και όσον αφορά στην δομή των κομματιών (στην διάταξη των riffs, στο πώς θα ηχούν τα φωνητικά, στον ρόλο των synths, στον ακρογωνιαίο ρόλο του μπάσου και μετέπειτα της κιθάρας…), αλλά και όσον αφορά στο αίσθημα και κυρίως στο μεταίσθημα· το λέω, γιατί τα τραγούδια των Ντούσκα και Μακρή δεν είναι ανεξάρτητα το ένα του άλλου.
«Ηχογραφημένο στο στούντιο Sonic Playground από τον Νίκο Τριανταφύλλου και με το mastering να έχει γίνει από τον Jamal Ruhe στο West Westside Music Studio στη Νέα Υόρκη, το “Distractions” έχει όλα τα φόντα να αποτελέσει έναν δίσκο-σταθμό για την ελληνική (σ.σ. ροκ)δισκογραφία»… γράφει στο siteτης η InnerEar. Το συμμερίζομαι απολύτως. Πάρα πολύ καλό LP!
Επαφή: www.inner-ear.gr

MOONJUNE RECORDS η νεότερη παρτίδα

$
0
0
Το progressiveκαι το fusion(και κυρίως ο συνδυασμός τους) είναι ο χώρος κίνησης της νεοϋορκέζικης MoonJuneRecords. Οι κυκλοφορίες της, δε, είναι συνεχείς, αφού όλο και πιο καινούρια ονόματα προστίθενται διαρκώς στoν ήδη πλούσιο κατάλογό της…
TOHPATI: Tribal Dance [MoonJune MJR064, 2014]
ΓνωστόςμαςμέσωτωνσχημάτωνsimakDialog, Tohpati Ethnomission καιTohpati Bertiga (γιαCD των οποίων υπάρχουνκριτικέςστοδισκορυχείον), οινδονήσιοςκιθαρίσταςTohpati Ario Hutomo, ήαπλώςTohpati (γενν. στηνΤζακάρτατο 1971) βρίσκεταικαιπάλιστοπροσκήνιομετονέοάλμπουμτουπουέχειτίτλο“Tribal Dance”, μιασυνεργασίατουμετο...υπεράνωκριτικήςrhythm-section τωνJimmy Haslip (μπάσο) καιChad Wackerman (ντραμς). Έτσι, η μουσική που παρουσιάζεται εδώ δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από fusion– ένα γεγονός που έχει την δική του ξεχωριστή σημασία. Το λέω, επειδή στο μυαλό πολλών (και το δικό μου) το fusion, ή η ηλεκτρική jazzαν θέλετε, στο φλερτ με το rock, είναι αισθητικώς μια τελειωμένη υπόθεση, με μικρά πλέον περιθώρια «εκπλήξεων». Όμως, αυτά ακριβώς τα περιθώρια «εκπλήξεων» έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε και να απολαύσουμε εν προκειμένω, αναφερόμενοι στην περίπτωση του ινδονήσιου μουσικού και βεβαίως σ’ εκείνη των αμερικανών επαγγελματιών, που έχουν… φάει στούντιο και σκηνές με το κουτάλι. Έχουμε, έτσι και κατά πρώτον, έναν παίκτη από μέρος «άλλο», που μεταφέρει στο κυρίως fusionσώμα μία… εξωτική κιθαριστική παράδοση· καθότι ο Tohpatiδεν είναι ένας συνηθισμένος μουσικός. Εννοώ πως προέρχεται από την πιο μεγάλη «άγνωστη» χώρα της υφηλίου, μια χώρα με τεράστιον όγκο παραδοσιακής και έντεχνης μουσικής που επηρεάζει την αντίστοιχη δυτική για περισσότερο από έναν αιώνα. Είναι λογικό λοιπόν ο Tohpatiνα μεταφέρει στις μουσικές συναναστροφές του στοιχεία από τις δικές του παραδόσεις, δημιουργώντας μια σειρά συνθέσεων όπου όλες σχεδόν έχουν… φυλετική αφετηρία. Δεν είναι απλώς η γκαμελανική ρυθμολογία την οποίαν ακολουθούν, θέλουν δεν θέλουν, οι Αμερικανοί, είναι κάθε μικρό ή μεγάλο σόλο, κάθε riff και κάθε breakτου ινδονήσιου μουσικού, που δίνει στο “TribalDance” μια σιγουριά «μοναδικότητας».
Είναι αλήθεια πως όταν το fusionσυμπορεύτηκε με τις «μουσικές του κόσμου» βρήκε και ανέπτυξε ένα νέο λεξιλόγιο, που το βοήθησε να ξεπεράσει το τέλμα στο οποίον είχε περιέλθει ήδη από το δεύτερο μισό των seventies. Και αν κιθαρίστες όπως ο JeffBeckπαλαιότερα, ή ακόμη και ο OzNoyτα πιο πρόσφατα χρόνια, το μετέφεραν (το fusion) σε «απάτητα» rock, bluesκαι funkμονοπάτια, δίνοντάς του ένα «φιλί ζωής», παίκτες όπως ο Tohpatiπράττουν κάτι εξ ίσου σημαντικό (κινούμενοι μέσα κι έξω, αν θέλετε, από την κλασική τζαζ-ροκική παράδοση). Χαράζουν νέες «απάτητες» διαδρομές –το “TribalDance” είναι ένα εξαιρετικό CD, που θα λατρέψουν οι φίλοι της ηλεκτρικής κιθάρας και θ’ απολαύσουν όλοι οι υπόλοιποι– προσφέροντας διαρκώς καινούριες συγκινήσεις.
DEWA BUDJANA: Surya Namaskar [MoonJune MJR063, 2014]
Συνεχίζω… ινδονησιακώς. Πριν κάποιους μήνες (17/10/2013) είχα γράψειγιαδύο άλμπουμ του κιθαρίστα DewaBudjana (το πέμπτο “DawaiinParadise” και το έκτο του “JogedKahyangan”). Εκείνο το κείμενο κατέληγε ως εξής: «Ο DewaBudjanaκάνει ένα άνοιγμα στην αμερικανική αγορά, κυκλοφορώντας δύο-και-ένα άλμπουμ σε λιγότερο από ένα χρόνο. Τα “DawaiinParadise” και “JogedKahyangan” είναι αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους. Διαφορετικό θα είναι όμως και το τρίτο, που θα είναι έτοιμο στις αρχές του 2014, και θα φέρνει τον ινδονήσιο κιθαρίστα δίπλα στους JimmyJohnsonμπάσο και VinnieColaiutaντραμς…». Να λοιπόν το “SuryaNamaskar” τώρα στο player, ένα σκληροτράχηλο fusionCD, στο οποίο συμμετέχουν οι DewaBudjanaηλεκτρικές, ακουστικές κιθάρες, JimmyJohnsonμπάσο, VinnieColaiutaντραμς, καθώς και οι specialguestsGaryHusbandsynths, MichaelLandauηλεκτρική κιθάρα, MangAyiφωνή, KangPupungσουντανέζικο βιολί και KangYiaσουντανέζικη άρπα. Το αποτέλεσμα, στην περίπτωσή μας, δεν μπορεί παρά να είναι… προαποφασισμένο. Το ογκώδες rhythmsection, ένα «σχήμα» που αποτελεί «τιμή» για το αμερικανικό fusion, δίνει ρέστα στο “SuryaNamaskar” – και από ’κει θα πρέπει να ξεκινήσουμε. JimmyJohnsonκαι VinnieColaiuta. Με δεκάδες συνεργασίες ο πρώτος (από RogerWatersκαι AllanHoldsworthμέχρι RayCharlesκαι AlJarreau), και με τις παρουσίες του σε θρυλικά LPτου FrankZappaνα λάμπουν ανάμεσα στα υπόλοιπα (μερικές... εκατοντάδες) που έχει συμμετάσχει ο δεύτερος, ένα είναι σίγουρο. Οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να στήσουν μόνοι τους σχεδόν μιαν ηχογράφηση. Και όντως. Είναι εντυπωσιακό πώς ανταποκρίνονται αμφότεροι στις «περίεργες» κλίμακες, που κουβαλά μαζί του ο Budjana, πώς συνεργάζονται με τα παραδοσιακά σουντανέζικα όργανα, πώς εμφανίζονται «ελεύθεροι» εκεί όπου απαιτείται προκειμένου να παραχθεί το πιο εκτυφλωτικό jazz-rock. Φυσικά και ο DewaBudjanaέχει επάνω του όλα τα φώτα, επειδή δεν είναι απλώς ένας παίκτης από «άλλον» τόπο, αλλά συγχρόνως κι ένας ξεχωριστός συνθέτης, με κομμάτια όπως το 9λεπτο “Kalingga” π.χ. να καταγράφεται στις πολύ μεγάλες στιγμές του συγχρόνου worldfusion. Μόνο και μόνο γι’ αυτό το track, που περικλείει εντός του όλα εκείνα τα ηχητικά χαρακτηριστικά του… fourthworld, ανακατεμένα με τις κλασικές progressiveσυνταγές, αξίζει κανείς να σκύψει πάνω απ’ αυτό το CD, να το ακούσει με προσοχή και να το βαθμολογήσει αναλόγως.
DUSAN JEVTOVIC: Am I Walking Wrong? [MoonJuneMJR058, 2013]
Ρίχνοντας μια ματιά στην line-upκαι το setting, κι έχοντας κατά νου τον γενικό ήχο της νεοϋορκέζικης εταιρείας μαντεύεις σωστά. Οι DusanJevtovicκιθάρες, BernatHernandezμπάσο και MarkoDjordjevicντραμς (έχει παίξει με BillFrisell, MattGarrisonκ.ά.) είναι ένα power-rockτρίο, με ήχο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, βασικά, progressive, κινούμενος άλλοτε σε avant-fusion(άκου RobertFrippή JohnMcLaughlin) και άλλοτε σε πιο… spaceμονοπάτια (στο ύφος π.χ. των Strangeτου TerryBrooksεποχής “RawPower”). Και οι δέκα συνθέσεις του άλμπουμ, που είναι ορχηστρικές φυσικά, έχουν μέση διάρκεια 4-5 λεπτά η καθεμία, και είναι κατά τέτοιον τρόπο οργανωμένες ώστε να ευνοούν το στρωτό κιθαριστικό παιγνίδι. Εννοώ πως τα soliδεν είναι… ουρανομήκη, ούτε «χαμένα» επί τούτου. Απεναντίας, αυτά εμφανίζουν μια προσαρμοστικότητα σε πιο «συμβατές» (και ουχί συμβατικές) καταστάσεις, δίχως όμως να ξεπέφτουν ποτέ στο προφανές και την ευκολία – μιας και συχνά τα ποικίλα ηλεκτρικά ηχοχρώματα (γιατί υπάρχουν και ολίγα ακουστικά) υποβοηθούνται ακόμη και από live(;) electro-παρεμβάσεις, τις οποίες απολαμβάνουμε στο πιο spacetrackτου CD, που έχει τίτλο “Thirdlife”. (Γράφω “live” επειδή, όπως διαβάζω στο εσώφυλλο, το “AmIWalkingWrong?” είναι ζωντανά γραμμένο σε διάφορα καταλανικά στούντιο –ο Jevtovicζει στην Βαρκελώνη–, άνευ overdubs). Η τελική εντύπωση δεν μπορεί παρά να είναι τούτη. Το “AmIWalkingWrong?”, ως πρώτη διεθνή κυκλοφορία του σέρβου κιθαρίστα, «στέκεται» άψογα και σίγουρα πιο πάνω από τα… εξασθενημένα στάνταρτ τού fusionχώρου.
XAVI REIJA: Resolution [MoonJune MJR062, 2014]
Μετά το τρίο του DusanJevtovic... να και το τρίο του καταλανού ντράμερ XaviReija, ένα σχήμα το οποίο συναπαρτίζουν οι BernatHernandezμπάσο και DusanJevtovicκιθάρες. Επειδή οι Hernandezκαι Jevtovicσυμμετείχαν και στο προηγούμενο CD, το “AmIWalkingWrong?”, μπορεί να γεννάται κι ένα ερώτημα… εν σχέσει, ας πούμε, με το πόσο διαφορετικά θα μπορούσε να ηχούν τα δύο άλμπουμ. Ηχούν, λοιπόν, πολύ διαφορετικά, το λέω από την αρχή, και θα επιχειρήσω στην πορεία να πω γιατί. Αν λοιπόν το CDτου σέρβου κιθαρίστα θα μπορούσε να καταχωριστεί στην ετικέτα “fusion”, το “Resolution” είναι ένα heavyάλμπουμ, με πολλά ενσωματωμένα progressiveκαι ψυχεδελικά στοιχεία, που ναι μεν αφουγκράζεται υπογείως την jazzκαι το rock, στην πράξη όμως αποτελεί μία σύγχρονη ροκάδικη πρόταση, ψαγμένη μέχρι το κόκκαλο. Εννοώ πως οι πρωτότυπες συνθέσεις των μελών του γκρουπ (από τις έντεκα οι επτά ανήκουν στον Reija, ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις είναι επεξεργασμένες και από τους τρεις) έχουν τέτοια ορμή και φαντασία, τόσο δόσιμο και πάθος, τόση «αγωνία» στο να διαφυλαχθεί η πρωτοτυπία τους, ώστε, εν τέλει, να συναποτελούν ένα πλήρες και ολοκληρωμένο έργο, από ’κείνα που σπανίως, έρχονται στ’ αυτιά μας τα τελευταία χρόνια (από ένα τέτοιου τύπουsetting). Ακούγοντας, ας πούμε, το 12λεπτο “Gravity” ανακάλεσα στη μνήμη μου ένα από τα καλύτερα heavyprogτρίοπου έφθασαν ποτέ στ’ αυτιά μου, τους Βρετανούς MayBlitz– με τούτους εδώ τους «Ισπανούς» να τους ξεπερνούν ώρες-ώρες σε δύναμη και ευρηματικότητα. Γράφω, κυρίως, για «ευρηματικότητα» υπό την έννοια πως μια ηχογράφηση που ξεπερνά τα 70 λεπτά σε διάρκεια, ακούγεται με απαράμιλλη άνεση, αλλά και με την χαρακτηριστική προσμονή –από ένα σημείο και μετά, όταν έχεις αντιληφθεί, δηλαδή, περί τίνος πρόκειται– εκείνου του αγνώστου που θα επακολουθήσει. Η διάθεση, δηλαδή, των παικτών να υπερβούν την πεπατημένη, εισχωρώντας σ’ ένα δημιουργικό περιβάλλον, εκεί όπου θα συναντηθούν οι jazz, fusion, psych, progκαι krautαναφορές τους (άκου, ας πούμε, το “Macroscope”), δημιουργώντας ένα μοναδικό «προσωπικό» αμάλγαμα είναι, στην περίπτωση του “Resolution”, σε διαρκή ισχύ. Χωρίς να ξεπέφτουν ποτέ σε… ακαταλαβίστικους πειραματισμούς, έχοντας στις συνθέσεις τους μία popularδιάσταση, ακόμη και όταν «καλύπτεται» αυτή μέσα από τόνους κιθαριστικής παραμόρφωσης, οι XaviReijaTrio(ας τους αποκαλέσω έτσι) είναι να συναρπαστικό σχήμα τριών ανθρώπων, που τροφοδοτεί με νέα vibesμία παλαιόθεν κραταιά, αλλά λησμονημένη εσχάτως, rockπαράδοση. Σημαντικότατο άλμπουμ.
Επαφή: www.moonjune.com

GERHARD VINNAI το ποδόσφαιρο ως ιδεολογία

$
0
0
Ο γερμανός, μαρξιστής, κοινωνικός ψυχολόγος GerhardVinnai(γενν. στην Στουτγκάρδη το 1940) είναι ένας από τους λίγους διανοούμενους που ασχολήθηκαν από νωρίς με την κοινωνική διάσταση των σπορ και ιδίως μεκείνην του ποδοσφαίρου. Στο βιβλίο του FußballsportalsIdeologie [πρώτη έκδοση EuropäischeVerlagsanstalt, FrankfurtamMain 1970], το οποίο μεταφράστηκε και στη γλώσσα μας από τον Γιώργο Νταλιάνη και τυπώθηκε ως Το Ποδόσφαιρο ως Ιδεολογίααπό τις εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκητο 1978, καταπιάνεται με τον κόσμο του ποδοσφαίρου, εμβαθύνοντας στον πραγματικό αλλά και επιμελώς καμουφλαρισμένο ρόλο του μέσα στην κοινωνία. OVinnaiείχε μελετήσει από κοντά μία ομάδα σύμβολο της εποχής του, την αγγλική Tottenham(Τότεναμ) και μέσα από τα κεφάλαια «Ποδοσφαιρικές μηχανές», «Σπορ και σεξουαλικότητα», «Οι ποδοσφαιρικές μπίζνες», «Ποδοσφαιρικοί άρρενες», «Μαγικές πρακτικές στο ποδόσφαιρο», «Ποδόσφαιρο και ναρκισσισμός», «Σπορ και μιλιταρισμός» κ.λπ. επιχειρεί να δει πίσω από τα φώτα και τη λάμψη, μεγεθύνοντας στις βαθύτερες σχέσεις που διέπουν όλα εκείνα τα γρανάζια, τα οποία συναπαρτίζουν την ουσία του σύγχρονου ποδοσφαίρου (του τότε... και πολύ περισσότερο του τώρα). Από το βιβλίο του Vinnaiαντιγράφω ορισμένα τσιτάτα, που «οδηγούν» αυτά τα συγκεκριμένα κεφάλαια…
«Προτιμώ παίκτες που να μην είναι πολύ καλοί ή έξυπνοι σ’ άλλα πράγματα. Αυτό σημαίνει ότι συγκεντρώνονται στο ποδόσφαιρο» 
BillNicholson(ποδοσφαιριστής της Τότεναμτην περίοδο 1938-1955 και αργότερα κόουτς, μάνατζερ και σκάουτερ του συλλόγου) 

«Σήμερα η μέθοδος βαρύνει περισσότερο από τη δεξιοτεχνία. Πρέπει να σας γυαλίσουν για να λάμψετε» 
MikeEngland(ποδοσφαιριστής της Tότεναμτην περίοδο 1966-1975) 

«Δεν είναι αλήθεια ότι δεν ενδιαφερόμαστε να κάνουμε λεφτά» 
Sidney Wale (πρόεδρος της Tότεναμ) 

«Δεν είχαν κακή λέξη για κανένα παίκτη. Τους αγαπούσαν όλους και τον καθένα» 
HunterDavies(δημοσιογράφος – εκφωνητής)
(για τους νεαρούς οπαδούς της Τότεναμ) 

«Δεν έχω τυχερά σημάδια εκτός από τα δόντια μου. Μερικές φορές παίζω φορώντας τα και μερικές φορές όχι» 
MartinChivers(παίκτης της Tότεναμτην περίοδο 1968-1976) 

«Ο οπαδός του ποδοσφαίρου δεν είναι ακριβώς ένας παρατηρητής. Ο ιδρώτας του και τα νεύρα του δουλεύουν πάνω στο ποδόσφαιρο, και το πνεύμα μπορεί να πλουτισθεί ή να ρημαχτεί απ’ αυτό» 
ArthurHopcraft(Βρετανός συγγραφέας και σεναρίστας) 

«Όταν ήμουν δεκάξι χρονών έφτανα τα έξη πόδια ύψος. Δέχτηκα μερικά κοψίματα και μώλωπες, αλλά δεν παραπονιόμουν. Είναι ένα αντρικό αγώνισμα στο κάτω-κάτω» 
DerekDooley(ποδοσφαιρικός ήρωας του Sheffield) 

«Είναι περισσότερο ερεθιστικό αν χτυπήσετε κανένα, ιδίως κάποιο βορινό κάθαρμα. Είναι ευχάριστο να χτυπάς κάποιον. Αισθάνεσαι καλά» 
οπαδός της Τότεναμ 

«Η σύγκρουση είναι η ουσία του ποδοσφαίρου» 
ArthurHopcraft(Βρετανός συγγραφέας και σεναρίστας) 

«Δώστε στο Γερμανικό έθνος έξη εκατομμύρια σώματα με άμεπτη αθλητική εκγύμναση… και το κράτος θα ’χει δημιουργήσει ένα στρατό» 
Αδόλφος Χίτλερ «Ο Αγών μου» 

«Το ενδιαφέρον του αναγνώστη στο ποδόσφαιρο είναι ακόρεστο, και διαπιστώθηκε ότι είναι έντονο στο επίπεδο του κουτσομπολιού. Η κυκλοφορία των εφημερίδων στην αιχμή της ενισχύεται από την ακατάπαυστη ροή μηδαμινών λεπτομερειών καθώς και από περιστασιακό εντυπωσιασμό» 
ArthurHopcraft(βρετανός συγγραφέας και σεναρίστας)
«Ο Ποδοσφαιρικός Άνθρωπος»

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ 20 ΧΡΟΝΙΑ κείμενα στο δισκορυχείον

$
0
0
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ιστορική συνέντευξη επί χούντας… και για την χούντα (2/6/2014)
http://diskoryxeion.blogspot.gr/2014/06/blog-post.html 

OLIVER NELSON – ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ και λίγο Χατζιδάκις… (1/6/2013) 
http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/06/oliver-nelson.html 

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ - ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ Καπετάν Μιχάλης (23/5/2013)
http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/05/blog-post_23.html 

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΛΩΡΙΝΙΩΤΗΣ για τη μάνα μας (27/2/2013) 
http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/02/blog-post_27.html 

ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ στο Ποντίκι: ρατ ρατ… (28/9/2012) 
http://diskoryxeion.blogspot.gr/2012/09/blog-post_28.html 

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ομορφιά και αντίσταση (19/9/2012)
http://diskoryxeion.blogspot.gr/2012/09/blog-post_19.html 

σαράντα χρόνια πριν… χθες δηλαδή… (9/4/2012) 
http://diskoryxeion.blogspot.gr/2012/04/blog-post_09.html 

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ συνέντευξη στον Ρένο Αποστολίδη (11/1/2012) 
http://diskoryxeion.blogspot.gr/2012/01/blog-post_11.html 

η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ (7/9/2010) 
http://diskoryxeion.blogspot.gr/2010/09/blog-post_7.html 

ΦΛΕΡΥ ΝΤΑΝΤΩΝΑΚΗ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ – ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ (1/9/2010) 
http://diskoryxeion.blogspot.gr/2010/09/blog-post.html

ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ δύο νέα άλμπουμ

$
0
0
Οι ήχοι πλημμυρίζουν την ψυχή του Μανώλη Γαλιάτσου. Αλλιώς δεν εξηγείται αυτό το μπαράζ κυκλοφοριών, όταν σχεδόν κάθε χρονιά (από το 2007) ένα ή και δύο CDμε συνθέσεις του έρχονται να μας υπενθυμίσουν την δύναμη και την αυθυπαρξία τού «καθαρού» μουσικού λόγου (γενικώς και ειδικώς). Της μουσικής που δεν έχει ανάγκη την ομιλούσα γλώσσα (αφού γλώσσα είναι η ίδια) για να «πει» όσα θέλει να «πει», για να καταστήσει αδιαφιλονίκητη την παρουσία της. Επικεντρωμένος δηλαδή ο Γαλιάτσος σ’ έναν δρόμο που έχει χαράξει με αυταπάρνηση εδώ και καιρό συνθέτει, παράγει και προβάλλει με ρυθμούς ιλιγγιώδεις, κάτι που παραξενεύει, ενδεχομένως, σ’ αυτήν την εποχή της κατακρήμνισης των πάντων (ή έστω… των πολλών). Πού θα ακουστεί η μουσική του Μανώλη Γαλιάτσου; Σε ποια ραδιόφωνα και σε ποιες τηλεοράσεις; Ποια περιοδικά και ποιες εφημερίδες θα φιλοξενήσουν σκέψεις και κρίσεις για το έργο του – και όχι πέντε άκυρες γραμμές (αν… κι αυτές); Ποιοι άνθρωποι θα στρώσουν κώλο για ν’ ακούσουν και να γράψουν και βεβαίως (το κυριότερο όλων) ποιοι και πόσοι θα είναι αυτοί οι ξάστεροι ακροατές που θα τοποθετήσουν την «Θερμότητα των Πραγμάτων» [Largo 7, 2014] στο CD-player, αφήνοντας κατά μέρος όλα εκείνα τα καθημερινά που τους μαραζώνουν; Δεν ψάχνουμε μόνον τους συνθέτες και τις μουσικές τους κύριοι –το λέω επειδή κι αυτό ακούγεται–, ψάχνουμε και το ακροατήριο, που δεν «μαζεύεται» με τίποτα πια, παραδομένο σ’ έναν απελπισμένο αγώνα – τον αγώνα όλων μας δηλαδή, προκειμένου να ξεχρεωθούν τα… τευτονικά φύλα.
Ο Γαλιάτσος πράττει κάτι στην ελληνική μουσική ζωή, το οποίον πράττουν ελάχιστοι άλλοι (ίσως μόνον ένας, μία – και αναφέρομαι στην εντελώς διαφορετική, κατά τα λοιπά, περίπτωση της Ελένης Καραΐνδρου). Συνθέτει κατ’ αρχάς, παράγει και καταγράφει εν συνεχεία, μια μουσική που δεν σχετίζεται με πρωτοπορίες, αυτοσχεδιασμούς, πειραματισμούς και τα ρέστα (όχι πως θα ήταν «κακό» κάτι τέτοιο – απλώς σημειώνω τι συμβαίνει)· κι είναι τούτο ένα στοιχείο, το οποίον τον ξεχωρίζει αυτομάτως (όπως και το έργο του εξάλλου) απ’ όσα παρατάσσονται τριγύρω. Η μουσική του, δηλαδή, δεν είναι εικονοκλαστική, απεναντίας εμπεριέχει την εικόνα, όπως εμπεριέχει και το όνειρο, την μνήμη (ενδεχομένως και την νοσταλγία) και ακόμη το απρόσμενο, το παράξενο, ενίοτε δε και την αγανάκτηση ή την οργή (αν και όχι στην παρούσα «θερμή» μουσική). Έχει ανθρώπινη υπόσταση, εννοώ, η μουσική του Μανώλη Γαλιάτσου, δεν είναι μηχανιστική.
Με μια σταθερή ομάδα συνεργατών, μεταξύ των οποίων διακρίνω τον ομποΐστα Γιάννη Παπαγιάννη, τον τρομπετίστα Σωκράτη Άνθη, τον τρομπονίστα Σπύρο Φαρούγκια, τον βιολιστή RenatoRipoκαι τον κιθαρίστα Ηλία Θανάσουλα (ενδεχομένως και άλλους – μαζί με τον συνθέτη στην ηχογράφηση παίρνουν μέρος συνολικώς δεκαπέντε οργανοπαίκτες), με conceptόχι εντελώς αποσαφηνισμένο, αλλά αρκούντως αποκρυπτογραφημένο όσον αφορά στις ποιητικές αιχμές του και με διάθεση, πάντα, να εξωτερικεύσει μέσω των ήχων το… ανείπωτο, ο Μανώλης Γαλιάτσος προτείνει ένα σύνολο έντεκα θεμάτων (ανάμεσά τους κι ένα τραγούδι με την φωνή της Μαριάνθης Σοντάκη), τα οποία διακρίνονται για τις «κομψές» μελωδικές γραμμές τους, την πλούσια και ακριβή ενορχήστρωση, τον (γενικότερο) λυρισμό και τον (ειδικότερο) ρομαντισμό τους. Εκείνο που καταγράφεται, με άλλα λόγια, είναι μια εντατική «εσωτερική περιδίνηση», που καθορίζεται από την μελαγχολία του χθες, την αγωνία του σήμερακαι την ελπίδα του αύριο– ένα τρίπτυχο καταστάσεων εννοώ επί των οποίων δομείται η ίδια μας η ύπαρξη. Ο συνθέτης Μανώλης Γαλιάτσος δεν πράττει τίποτ’ άλλο από το να… μεταφράζει για όλους μας, σε… γλώσσα μουσική, τις λεπτομέρειες αυτής της «πάλης». Το (αισθητικό) αποτέλεσμα; Θα νικήσουμε· μα και αν τούτο δεν συμβεί δεν θα ηττηθούμε άνευ αγώνος.
Αλλά και το… κοινωνικό αποτέλεσμα της «πάλης» φαίνεται πως είναι ακριβώς το ίδιο – το λέω καθώς κυλάει στο playerτο δεύτερο άλμπουμ του Μανώλη Γαλιάτσου (κυκλοφόρησε μαζί με την «Θερμότητα των Πραγμάτων») που έχει τίτλο «Τρέξε σαν Σφαίρα» [Largo8, 2014] και το οποίον αποτελεί μία εντελώς διαφορετική περίπτωση. Εδώ, εκείνο που κυριαρχεί είναι το rock, το progressiverock, ο συνδυασμός δηλαδή μιας ροκ τριπλέτας (Ηλίας Θανάσουλας κιθάρα, Μάνος Αναγνωστόπουλος μπάσο, Μανώλης Γαλιάτσος, πιάνο, πλήκτρα, κρουστά) με τις κατά τόπους προσθήκες του μπάσου κλαρίνου, της τρομπέτας, του βιολιού, του βιολοντσέλου και της φωνής, ικανά άπαντα να περιγράψουν την αφώτιστη πλευρά του φεγγαριού, την σύγχρονη αστική σκληρότητα στην Ελλάδα της καταστροφής. Ο Γαλιάτσος «μιλάει» για όσα συμβαίνουν γύρω μας, δίχως να καταγγέλλει και δίχως να προτείνει λύσεις (δεν είναι ο ρόλος του αυτός – δεν είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη αυτός, εννοώ). Με όχημα, πάντα, τις μουσικές ιδέες του επιχειρεί να εισχωρήσει στα πεδία της παραπεταμένης ζωής, να συναναστραφεί με τους ανθρώπους που βιώνουν την απόρριψη, την εγκατάλειψη, το περιθώριο, την αδικία, το μίσος των άλλων («Μέρες του ’13», «Να βγει η δύσκολη νύχτα», «Δική σου ώρα»…) και πάνω εκεί να χτίσει ένα έργο, που θα δρα όχι περιγράφοντας μόνον, ή προκαλώντας την συμπόνια, αλλά και εμψυχώνοντας συγχρόνως («Στη νίκη που θα γευτείς – Έξοδος»), με τον τρόπο που εμψύχωναν τα πλήθη π.χ. οι Ιταλοί Areaκαι ο DemetrioStratos, καθώς έκλειναν τα κονσέρτα τους στα seventies.
Οπωσδήποτε αξίζει να το ακούσουμε, μα περισσότερο αξίζει να το δούμε…
Διανομή: DMS+ τηλ. 210 9739308

ευρωπαϊκές ιδιαιτερότητες

$
0
0
Δύο άλμπουμ, ένα από τον νότο της Ευρώπης (Ιταλία) κι ένα από τον βορρά (Νορβηγία) με ευανάγνωστα… εθνικά χαρακτηριστικά.
MOSKUS: Mestertyven [HUBRO CD2535, 2014]
Πιανιστικόjazz τρίοαπότηνΝορβηγία, οιMoskus (Anja Lauvdal πιάνο, Fredrik Luhr Dietrichson μπάσο, HansHulbækmo ντραμς) προσφέρουνέναδεύτεροCD/LP πουθέλει (κιαυτό) ναπλασαριστείεντόςτων (εκατοντάδων) αναλόγων. Είναι αλήθεια δηλαδή –και να το ξαναπώ επί τη ευκαιρία– πως τα jazz-piano-τρίο γνωρίζουν τεράστια άνθηση, «σκάνε» απ’ οποιοδήποτε μικρό ή μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, μοιάζοντας κάπως με… τρίοτης κρίσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε δηλαδή πως τα σχήματα αυτού του τύπου εμφανίζουν το (συνδυαστικό) προσόν να είναι και ολοκληρωμένα αισθητικώς, αλλά και να μετακινούνται εύκολα σε χώρους (ή και χώρες), αναπαράγοντας και αναμεταδίδοντας τις μουσικές τους. Τούτο δε πράττουν και οι Moskus, αφού για τις ανάγκες του δεύτερου άλμπουμ τους δεν θα προτιμήσουν κάποιο στούντιο, αλλά μιαν εκκλησία, την Risør kirke, ένα ξύλινο οίκημα του 17ου αιώνα στην πόλη Risør (καμμιά διακοσαριά χιλιόμετρα ΝΔ του Όσλο), γνωστή (ίσως, σε ορισμένους) και από το Risør Chamber Music Festival.
Οι μουσικές των Moskusείναι οπωσδήποτε… βορειοευρωπαϊκές. Τα πιανιστικά passages, οι μελωδίες δηλαδή που αναπτύσσει η AnjaLauvdal, διαθέτουν εν αφθονία το μινιμαλιστικό στοιχείο (αρκούν λίγες νότες σε μέσο ή αργό τέμπο για να περιγράψουν συναισθήματα και καταστάσεις), το οποίο επιτείνουν αδρές μπασογραμμές, όπως και μια κρουστή ποικιλία, η οποία ακολουθεί με πίστη την βασική θεώρηση. Αυτή η εκφραστική παλέτα, που είναι απολύτως συμβατή με τη φύση και το τοπίο, επιτείνεται και από το… εκκλησιαστικό στούντιο, το οποίο συμμετέχει επί ίσοις όροις στο τελικό ηχογραφικό αποτέλεσμα. Εννοώ πως η ακουστική της Risør kirke είναι τέτοια που «επιτρέπει» στο πιάνο ν’ ακούγεται κάπως «τραχύ» μέσα στην ούτως ή άλλως nordicπεριβολή του, με το μπάσο και τα κρουστά να αποκτούν ένα… εξώκοσμο «βάθος», δίνοντας ώθηση σ’ ένα άκουσμα λεπτών και συγκρατημένων συναισθηματικών εναλλαγών.
Επαφή: www.hubromusic.com
COLLETTIVO APOSTROPHE: Sempre più lontano [IT. MusicaMancina, 2013]
Καινούριο συγκρότημα από μουσικούς με παρελθόν, όπως και καινούριο παρθενικό CD. Η μπάντα είναι ιταλική, αποκαλείται CollettivoApostrophe (σωστά μαντέψατε, όσον αφορά στον «ζαππικό» υπαινιγμό), με το “Semprepiù lontano” να αποτελεί –ας το πω από την αρχή– ένα άλμπουμ «κόσμημα» της σύγχρονης ηλεκτρικής jazz. Το (υπερ)τονίζω, επειδή δεν είναι πια (εδώ και χρόνια δηλαδή) κάτι σύνηθες. Δεν είναι σύνηθες στον… παραδοσιακό χώρο του fusion, να αρθρώνονται καθημερινώς τέτοιου τύπου προτάσεις. Το ιταλικό τρίο, γιατί περί αυτού πρόκειται, σχηματίστηκε πέρυσι από τους MarcoGiaccariaφλάουτο, βιολί, μπουζούκι, EugenioMirtiακουστικές, ηλεκτρικές κιθάρες και SergioPontiντραμς και σχεδόν αμέσως μπήκε σ’ ένα στούντιο του Τορίνου, προκειμένου να ηχογραφήσει τα οκτώ (πρωτότυπα) θέματα του “Sempre più lontano”. Λίγα λόγια για το παρελθόν των τριών μουσικών, επειδή έχει σημασία.
Ο MarcoGiaccariaδηλώνει παρών σε περισσότερες από 40 ηχογραφήσεις (με τους Éire Nua FluteBand, τον κιθαρίστα ClaudioLodati, τους SkipHealyκ.ά.), ο EugenioMirtiυπήρξε μέλος των ροκάδων Matkaστα 90s, ιδρύει τους Ropa 11 το 2005, ενώ ασχολείται και με την μουσική δημοσιογραφία, γράφοντας κριτικές στο ιταλικό περιοδικό JAZZiT, με τον SergioPontiνα δηλώνει περισσότερο… προγκρεσιβάς παίζοντας με τους IanAnderson, DavidJackson, MartinBarre, MikeKeneallyκ.ά. Έτσι λοιπόν, και με τέτοια βιογραφικά, δεν μπορεί παρά το rock, στις ποικίλες εκφάνσεις του (από το blues-rock, μέχρι τα progressiveκαι τα ψυχεδελικά ηχοχρώματα), να πρωταγωνιστεί στις συνθέσεις των CollettivoApostrophe, οι οποίες γειτνιάζουν όχι μόνο με την «ζαππική» αίσθηση της ανατροπής, αλλά και με τις σύγχρονες κιθαριστικές και άλλες τινές αναζητήσεις (οι PatMethenyκαι BillFrisellθα είναι πάντα δύο αναφορές). Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμη. Κάτι, που δίνει, και αυτό, έναν ξεχωριστό «αέρα» στα κομμάτια των Ιταλών – και αναφέρομαι στα ethnicστοιχεία που παρεισφρέουν εδώ κι εκεί. Πώς μπορείς π.χ. να παραβλέψεις το μπουζούκι στο “Bluescarnaval” από την μια μεριά, πώς μπορείς να παραβλέψεις, γενικώς, το “Bluescarnaval”, που ακούγεται ώρες-ώρες σαν παραλειπόμενο από το “Reflections” (Μάνος Χατζιδάκις και NewYorkRock& RollEnsemble), ή το “Blackshoutblues/ Marcus” από την άλλη, έναν περίτεχνο συνδυασμό bluesκαι nativeamericanηχοχρωμάτων, μία συναρπαστική «συνομιλία» βασικά ανάμεσα στο φλάουτο και την κιθάρα; Γενικώς, δεν υπάρχει trackστο “Semprepiù lontano” που να πέφτει κάτω από το «εξαιρετικώς ενδιαφέρον», που να μην προέρχεται από κάτι που να αφορά στους πάντες. Το σημειώνω, ακούγοντας την έσχατη δεκάλεπτη, φερώνυμη σύνθεση που ξεκινά κάπως σαν… barockδοκιμαστικό τού “Tomorrowneverknows”, για να εξελιχθεί προς έναν progressiveκυκεώνα με την ηλεκτρική κιθάρα και το βιολί να αυτοσχεδιάζουν με έμπνευση πάνω σε μία σκάλα μινόρε.
Viewing all 5020 articles
Browse latest View live