Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5019 articles
Browse latest View live

ACT MUSIC + VISION καινούρια σοδειά, μέρος II

$
0
0
Τα υπόλοιπα τρία CDτης ACTMusic + Vision(ANMusic) από την τελευταία παρτίδα που λάβαμε... Εδώ το πρώτο μέρος…
DIETER ILG: B-A-C-H [9844-2 ACT, 2017]
Ο αναγνωρισμένος γερμανός τζαζ-κοντραμπασίστας DieterIlg, μετά τον προπέρσινο «δικό του Μπετόβεν», για τον οποίον είχαμε γράψει και στο δισκορυχείον (29 Οκτ. 2015), έχει στην αγορά ένα ακόμη… κλασικό-τζαζ CD, που δεν είναι το δεύτερό του, καθότι έχουν προηγηθεί (πέραν του Beethoven) ανάλογες προσεγγίσεις του στον Wagnerκαι στον Verdi.  Εδώ, στο “B-A-C-H”, ο Ilg, έχοντας δίπλα του τους RainerBöhmπιάνο και Patrice Héral ντραμς, τα… βάζει με τον Μπαχ, από συγκεκριμένα έργα του οποίου επηρεάζεται συνθέτοντας «δικά του», τα οποία και παρουσιάζει με νέους καινούριους τίτλους.
Φυσικά η… ιστορία jazz-Bachδεν είναι σημερινή, αν σκεφτούμε πως δεκάδες προσεγγίσεις πάνω στο έργο τού μεγάλου κάντορα έχουν υπάρξει στο παρελθόν, με μερικές απ’ αυτές να θεωρούνται πλέον must. Προσεγγίσεις σαν εκείνη των JacquesLoussier/ ChristianGarros/ PierreMichelot(1959) εννοώ, μα ακόμη και των SwingleSingers(1963), TheRamseyLewisTrio(1964), IngfriedHoffmann(1969), LaurindoAlmeida& RayBrown(1970),TheModernJazzQuartet(1974), ChrisHinze(1976), EugenCiceroTrio(1985) κ.ά.
Τα έργα του Bach, από τα οποία επηρεάζεται και ανασκευάζει ο Ilgείναι πολλά και διάφορα – μπορούμε δε να δώσουμε και τις επίσημες αριθμήσεις τους, αλλά δεν έχει νόημα. Εκείνο που έχει νόημα να πούμε είναι πως ο Ilgπαρουσιάζεται αρκετά πρωτότυπος εδώ, με επιτυχείς εναρμονίσεις σε συγκεκριμένα μελωδικά patternsκαι με πολύ ελευθερία περαιτέρω, ώστε να επιτύχει εκείνο που θα ονομάζαμε «προσωπική κατάδειξη». Φυσικά, στο “B-A-C-H” μεγάλο μερίδιο ευθύνης φέρει και ο πιανίστας RainerBöhm– ένας μουσικός που έγινε πιο γνωστός μέσα από τα γκρουπ του τρομπετίστα Thomas Siffling, και που έχει και δική του αξιόλογη δισκογραφία.
THREE FALL & MELANE: Four [9676-2 ACT, 2017]
Ως“young german jazz” προσδιορίζεταιτο“Four” τωνThree Fall & Melane, άραναυποθέσουμεπωςμετονένανήτονάλλοντρόποοιLutz Streun μπάσοκλαρίνο, τενόροσαξόφωνο, Sebastian Winne ντραμς, κρουστά, Til Schneider τρομπόνικαιMelane Nkounkolo είναιΓερμανοίκαιτούτο, γιατίδενγίνεταιναυποθέσουμεκάτιάλλο
Στη βάση της η jazzπου ακούμε εδώ είναι σύγχρονη και κυρίως αμερικανική, δίχως πάντως να απουσιάζουν και κάποια ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά – από ’κείνα που προσέφερε αφειδώς, όσο βρισκόταν εν ζωή, το Esbjörn SvenssonTrio. Η αμερικανίλα του “Four” πιάνει κόκκινο κυρίως στις περιπτώσεις των τραγουδιών της Melane, που είναι εντελώς street/r&b, επιχειρώντας σε κάτι από εκείνα που τολμούσαν προ 20ετίας-25ετίας, με εντυπωσιακά αποτελέσματα, οι Us3 και ο GuruJazzmatazz
Οι Γερμανοί έχουν ακόμη ένα προσόν. Ή μάλλον δύο. Πέραν του ότι είναι καλοί ως συνθέτες (ο τρομπονίστας Schneiderβασικά, που έχει γράψει σχεδόν όλα τα πρωτότυπα tracks– καθώς υπάρχουν και κάτι λίγες διασκευές σε e.s.t. και AceofBase) είναι και ως παίκτες ψαγμένοι και ελπιδοφόροι, αφού κάνουν τα όργανά τους ν’ ακούγονται άλλοτε σαν κιθάρες, άλλοτε σαν πλήκτρα κ.ο.κ. Πέφτει… μπαλαμούτι δηλαδή, αλλά είναι πολύ καλό και τους βγαίνει.
MARIUS NESET: Circle of Chimes [9038-2 ACT, 2017]
Ο σαξοφωνίστας (τενόρο-σοπράνο) MariusNeset, που τον έχουμε δει και από τα μέρη μας, είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες, Ευρωπαίους, σύγχρονους τζαζ συνθέτες. Κάτι που το αποδεικνύει και με το πιο καινούριο CDτου, που έχει τίτλο “CircleofChimes” και το οποίον αποτελείται μόνο από δικές του συνθέσεις. Και τι συνθέσεις! Τέλειου σχεδιασμού, 12λεπτης, 9λεπτης, 8λεπτης ακόμη και 3λεπτης διάρκειας, τις οποίες ενορχηστρώνει ο ίδιος. Διαθέτει, βεβαίως, παικταράδες στο συγκρότημά του ο Neset, ασχέτως αν ο ίδιος κρατάει τον πρώτο ρόλο για τον εαυτό του στην ορχήστρα, ασχέτως αν αποφασίζει μόνος του για εκείνο ή το άλλο. Δίπλα, λοιπόν, στον άπαιχτο Νορβηγό στέκονται οι LionelLouekeκιθάρες, φωνή, AndreasBrantelidτσέλο, IngridNesetφλάουτα, IvoNeameπιάνο, JimHartβιμπράφωνο, μαρίμπα, κρουστά, PetterEldhκοντραμπάσο και AntonEgerντραμς, κρουστά. 
Το αποτέλεσμα το ακούμε. Συνθέσεις ιδιότροπες με αναφορές πολλές και διαφορετικές (ευρωπαϊκές, αμερικανικές, αφρικανικές), που ανοίγονται σε πολύχρωμους δρόμους, με όργανα όπως η μαρίμπα και το βιμπράφωνο να έχουν ισχυρά μερίδια, δίπλα στα πιο… κλασικά (σαξόφωνα, κιθάρα, πιάνο), συντελώντας σε μια «γιορτή» που ενίοτε αποκτά εκστατικά χαρακτηριστικά (“SirensofCologne”).
Από τα δυνατά τζαζ άλμπουμ της χρονιάς που πέρασε.

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 69

$
0
0
10/1/2018
Με το νόμο που θα περάσει ο Τσίπρας, το λεγόμενο «πολυνομοσχέδιο» εννοώ, με την επιβολή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, τον περιορισμό των απεργιών, την υπαγωγή των ΔΕΚΟ στο ξενόδουλο Υπερταμείο και άλλα τινά, χάνονται πολλά από τα ισχυρά αντιπολιτευτικά ατού της μητσοτακικής δεξιάς, ου μην αλλά και των απανταχού φιλελέδων – τους οποίους βλέπω, στις επόμενες εκλογές, να ψηφίζουν δαγκωτό Σύριζα. Όλα τέλεια… 

9/1/2018 
H Lana Del Rey, λένε, αντέγραψετους Radiohead. Άμα αντιγράφεις τους Radiohead δεν πιάνεται…

9/1/2018
Ο Γιώργος Σιέρρας είναι ένας από τους πιο βαρβάτους έλληνες κιθαρίστες. Στα σέβεντις, με τους Κάστορες, συναγωνιζόταν τον Σπάθα και τους Socrates (οι Κάστορες ήταν το ίδιο σκληροί, αλλά είχαν ελληνικό στίχο – καλό ελληνικό στίχο), επηρεασμένοι όλοι από Mountain και West Bruce & Laing (το LP τους “Why Dontcha”, που είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα το 1972). Αργότερα ο Σιέρρας πέρασε και από άλλα γκρουπ (Λερναία Ύδρα, Rhesus κ.λπ.), χωρίς να σταματήσει να γράφει τραγούδια μέχρι τις μέρες μας. Να, όπως αυτό, που είναι ένα από τα ωραιότερα ροκ κομμάτια, που άκουσα στην εποχή των μνημονίων.
«Ναι, πού είναι οι Έλληνες πια, πού είναι η δημοκρατία; / αυτό είναι καθαρή τρομοκρατία»...

8/1/2018
>>Σύμφωνα πάντα με την Washington Post, πέρσι σκοτώθηκαν 19 άοπλοι Αφροαμερικανοί από αστυνομικούς. Συγκριτικά, το 2016 είχαν σκοτωθεί 17 και το 2015 36. Ο αριθμός των Αφροαμερικανών που έχασαν τη ζωή τους από αστυνομικά πυρά, είτε ήταν άοπλοι είτε όχι, είναι δυσανάλογος σε σύγκριση με τον πληθυσμό τους: το 22% των θυμάτων ήταν Αφροαμερικανοί, τη στιγμή που οι μαύροι άνδρες δεν αποτελούν παρά μόνο το 6% του πληθυσμού των ΗΠΑ.<<
Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα στη χώρα της «ελευθερίας» και της «δημοκρατίας» από την εποχή του Malcolm X; 

7/1/2018 
Γνώμη μου είναι –μπορεί να κάνω λάθος– πως τα Χρόνια Πολλά, στους Γιάννηδες εν προκειμένω, τα λέμε βράδυ και όχι πρωί-πρωί, όταν οι Γιάννηδες δεν έχουν αλλάξει σώβρακο ακόμη, ούτε βέβαια τα λέμε στο πρώτο λεπτό της ημέρας (00:01 της 7ης Ιανουαρίου) αγχωμένοι από το φόβο… μήπως και μας προλάβει κανας άλλος. 
Ας φυλάξουμε για την ψηφιακή ζωή μερικές παλιές καλές συνήθειες της πραγματικής, όταν η επίσκεψη στο σπίτι του εορτάζοντος ή της εορταζούσης συνέβαινε άνευ τηλεφώνου ή άλλης ειδοποιήσεως (αυτό βεβαίως το έχουμε διαγράψει) και πάντως υπό το… πλήρες φως των προβολέων.

7/1/2018 
Πέθανε η France Gall, στα 70 της, αγαπημένη ποπ γαλλίδα τραγουδίστρια των σίξτις, κυρίως, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και στην Ελλάδα (δίσκοι, εξώφυλλα σε περιοδικά κ.λπ.).
Το “Laisse tomber les filles” (1964), που ήταν ένα από τα πρώιμα ωραία τραγούδια της, σε μουσική και στίχους του Serge Gainsbourg, είχε τραγουδηθεί και από τη Ζωή Κουρούκλη (και τους Stormies), με αγγλικούς, όμως, στίχους του Νίκου Μαστοράκη.

THE THRILLER Cadillac / I can’t escape myself

$
0
0
Οι Thrillerείναι μια rockabilly-psychobillyελληνική μπάντα που υπάρχει από το 2007. Έχει κυκλοφορήσει και ολοκληρωμένη δουλειά, αλλά το παρόν 7ιντσο (300 κόπιες) με τα κομμάτια Cadillac / Icantescapemyself [AnazitisiMoodRecords, 2017]είναι το παρθενικό της στο βινύλιο.
Οι Thrillerαποτελούνται από τους KostasP. κιθάρες, τραγούδι, ChrisG. κοντραμπάσο, δεύτερη φωνή και AggelosT. ντραμς, με την main-sideτου singleτους να έχει καταγραμμένη τη δική τους “Cadillac”. Ωραίο, απλό και ουσιαστικό, στο στυλ που πρεσβεύει το συγκρότημα, τραγούδι, με τα τρία όργανα σωστά στους ρόλους τους (και με σόλο κιθάρας) και με τη φωνή όσο πρέπει πειστική, στην προσπάθειά της να ενώσει δεκαετίες (από τα fiftiesέως τα eightiesχοντρικά).
Ωραία είναι όμως και η διασκευή που καταγράφεται στη δεύτερη πλευρά. Πρόκειται για τον ύμνο των SoundIcantescapemyself”, μια σύνθεση του AdrianBorland, την οποίαν οι Thrillerπαρουσιάζουν όπως πρέπει. Τη μεταφέρουν, δηλαδή, στα δικά τους rock/ rockabilly/ surfμέτρα, δίχως να χάνεται κάτι από τη δύναμη του κομματιού. Ωραίοι. 
Επαφή: www.anazitisirecords.com
  

MIKΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 70

$
0
0
11/1/2018
Πώς έχουν τα πράγματα, χοντρικά, με τα Σκόπια;
Το πανηγύρι ξεκινάει από πέρσι όταν οι Αμερικάνοι φάγανε τον εθνικιστή Γκρουέφσκι, ο οποίος ήταν δηλωμένος εχθρός του Σόρος και σκιώδης φίλος του Πούτιν (που έχει αναγνωρίσει τη "Μακεδονία"ως γνωστόν). Οι Αμερικάνοι δώσανε το χρίσμα στον σοσιαλδημοκράτη και-καλά Ζάεφ (έγιναν εκλογές φυσικά… πάντα γίνονται εκλογές), πέσανε και κάτι κατάσκοποι και… πράκτορες του ιμπεριαλισμού από δίπλα, με τον Γκρουέφσκι να κοντεύει να μπει στη φυλακή για υποκλοπές. Οι Γιάνκηδες πάνε Ζάεφ με χίλια –τον Γκρουέφσκι δεν τον γουστάρανε με τίποτα (το ξαναλέω), γιατί, πέραν των λοξοκοιταγμάτων του προς Ρωσία, ήταν και κατά της «σύνθετης ονομασίας», γεγονός που δεν ευνοούσε την είσοδο των Σκοπίων σε ΝΑΤΟ και ΕΕ– και μέσω αυτού (μέσω Ζάεφ εννοώ) σπρώχνουν άμεσα κι εμάς για την επίλυση του ονοματολογικού.
Έτσι κάπως ήρθε το «όνομα» και στο ελληνικό προσκήνιο, και όχι γιατί Σκοπιανοί και Έλληνες αποφάσισαν μόνοι τους να τα βρούνε μετά από τόσα χρόνια.
Τέλος πάντων, από τη στιγμή που χάθηκε στα nineties το Σλαβομακεδονία (ένα «τέλειο» όνομα), ό,τι και να μας δώσουν τώρα οι Αμερικάνοι (ο γερο-Νίμιτς) θα είναι χειρότερο. Το θέμα είναι να μην είναι ανεπανόρθωτα χειρότερο, όπως το «Νέα Μακεδονία», «Νόβα Ματσεντόνια» και τέτοια, ένα όνομα που προωθείται και από εγχώριους φιλελέδες και που μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό. Μένει να φανεί βέβαια αυτό (αν θα αποβεί καταστροφικό), αλλά θεωρητικά σαν όνομα είναι άθλιο.
Το «Νέα» δεν είναι γεωγραφικός προσδιορισμός, αλλά χρονικός, και εμπεριέχει αλυτρωτισμό, αφού αντιδιαστέλλεται με την… Παλιά Μακεδονία, που δεν ξέρουμε ποια είναι. (Όποια θέλουν οι Σκοπιανοί είναι δηλαδή, από… Φίλιππο Β και πέρα).
Το θέμα λοιπόν με το όνομα είναι να εξασφαλιστεί, αφού χάθηκε μια για πάντα το… Σλαβοαλβανομακεδονία και τα ρέστα, πως η ονομασία θα αναφέρεται σε «μέρος» της Μακεδονίας και όχι στο «όλον» (γιατί το «όλον» δεν ανήκει επ’ ουδενί στα Σκόπια, αφού υπάρχει γεωγραφική ελληνική και βουλγαρική Μακεδονία). Άρα ο προσδιορισμός θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε γεωγραφικός (για όλες τις χρήσεις όπως λένε, μέσα κι έξω από τα Σκόπια) και όχι χρονικός. Αφήνω κατά μέρος το θέμα της ονομασίας της γλώσσας και της εθνικότητας (και της τοπικής Εκκλησίας ακόμη-ακόμη), που είναι κι αυτά εξ ίσου σημαντικά ή και σημαντικότερα – είτε την πατήσουμε στο όνομα, που θα μας προτείνουν οι Αμερικάνοι, είτε όχι.
Τώρα, τι ρόλο παίζει ο Τσίπρας σ’ όλα αυτά; Κανέναν απολύτως. Αυτός έχει άλλες καΐλες. Φτιάχνει το αφήγημα της… μεταμνημονιακής Ελλάδας. 

11/1/2018 
Πριν κάποιο καιρό είχα βρεθεί με μια παρέα τριαντάρηδων σε μια καφετέρια (τη θυμάμαι τη φάση σαν τώρα), προσέχοντας σ’ ένα τραπέζι, παραπέρα, να κάθεται ο Τάκης Λουκανίδης – αυτός ο μέγας ποδοσφαιριστής κυρίως των σίξτις. Πράσινος ποτέ δεν υπήρξα, τον Λουκανίδη μπορεί να μην τον πρόλαβα να παίζει μπάλα, είχα μάθει όμως από παλιότερους –όταν ήμουν μικρός και μ’ ενδιέφερε το ποδόσφαιρο–, τα κατορθώματά του. Σας πληροφορώ, λοιπόν, πως κανένας από την παρέα δεν τον είχε αναγνωρίσει. Και μιλάω για ανθρώπους όχι ασχέτους με το τόπι. Παραξενεύτηκα και… στενοχωρήθηκα ταυτοχρόνως. 
Όταν πέρασε, λοιπόν, κάποια στιγμή από μπροστά μου, αυτή η μεγάλη μορφή του ελληνικού ποδοσφαίρου, σηκώθηκα από την καρέκλα μου και του είπα γεμάτος… πώς να το πω… συγκίνηση: «τα σέβη μου κύριε Τάκη». Την ίδιαν ακριβώς στιγμή άκουγα από ένα διπλανό τραπέζι έναν 70άρη, από μια παρέα γερόντων, να μου απευθύνεται… «Είσαι μικρός εσύ… πού να τον έβλεπες να παίζει κιόλας…». Και καθώς έγνεψα με συγκατάβαση είπα να βολευτώ με κάτι Κουρμπέληδες και κάτι Ταχτσίδηδες…
ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΝΙΔΗΣ RIP 

11/1/2018
Μερικές από τις πιο γελοίες φωτογραφίες που έχω δει τον τελευταίο καιρό (ουδεμία μομφή για το φωτογράφο εννοείται) είναι αυτές της υπουργού Αχτσιόγλου, κατά την εισβολή του ΠΑΜΕ στο γραφείο της. Το παίξιμο με τα χέρια, προς αναζήτηση αθωότητας, είναι παλιό κόλπο. Και σαν παλιό δεν μπορεί να παρασύρει, πια, ούτε τα νιάνιαρα.
Από τη στιγμή που δεν έχεις τι να πεις μπροστά στο αγριεμένο πλήθος, που σ’ έπιασε στα πράσα –γιατί ό,τι και να πεις θα είναι απλώς όσα σου βάλανε στο στόμα τ’ αφεντικά σου–, εκτελείς λίγες… ασκήσεις γυμναστικής, παίζεις δηλαδή σαν σε φαρσοκωμωδία το ρόλο της αθώας παιδούλας, που ενώ κατέβασε από το ράφι το βάζο, τρώγοντας όλο το γλυκό, ισχυρίζεται πως δεν ξέρει τίποτα για το «φόνο».  
Οι μνημονιακοί υπουργοί έχουν μάθει να κρύβονται, καθώς βγαίνουν να πουν τις παρλαπίπες τους μόνο σε στημένα πάνελ. Όταν τους πιάνεις εξαπίνης δείχνουν απλώς ανέτοιμοι να διαχειριστούν την υποτέλειά τους. 

10/1/2018
Θα μπορούσες να το πεις και αρχοντορεμπέτικο αυτό το τραγούδι, το «Μποέμ», αν δεν προερχόταν από το 1959 (όταν το αρχοντορεμπέτικο ήταν πια παρελθόν). Είναι ένα ζεϊμπέκικο πάντως σε μουσική Δημήτρη Κύρου και στίχους Γιώργου Κοτζιούλα (ενός σημαντικού ποιητή, πεζογράφου και μεταφραστή της Αριστεράς, που πέθανε το 1956 στα 47 χρόνια του). Ένα τραγούδι, που ακούστηκε (με κάπως αλλαγμένους στίχους) στο Πρώτο Φεστιβάλ (Ελαφρού) Τραγουδιού του ΕΙΡ από το Τρίο Μπελκάντο.
Ο Κοτζιούλας δεν έχει ανακαλυφθεί από το ελληνικό τραγούδι (δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό) και αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να θυμηθώ άλλο μελοποιημένο ποίημά του πέραν του φοβερού «Η μπαλάντα της Ελένης» από τους Αγάπανθος (μουσική Χάρης Κατσιμίχας & Ντόριαν Κόκας) το 1975, που το ακούτε στα σχόλια…

THE KARAMAZOV PROJECT ένα πρώτης τάξεως ροκ γκρουπ από την Καλαμάτα

$
0
0
Οι KaramazovProjectείναι ένα ροκ συγκρότημα από την Καλαμάτα, που κάνει τώρα το ουσιαστικό ντεμπούτο του στη δισκογραφία μ’ ένα longplay. (Μπορεί να έχουν προϋπάρξει και μερικά τραγούδια τους σε ψηφιακή μορφή, αλλά ένα LPθα είναι πάντα ένα LP). Τoάλμπουμ, που είναι ηχογραφημένο στην Καλαμάτα, έχει τίτλο OutoftheWoodwork [LabyrinthofThoughts / IkarosRecords, 2017], έχει ωραίο lay-out, είναι κομμένο σε 200 αντίτυπα και περιέχει insertμε στίχους.
Μέλη των KaramazovProjectείναι ο Πάνος Πανταζόπουλος, που έχει γράψει όλα τα κομμάτια (μουσική και στίχους), παίζει κιθάρες, κρουστά και τραγουδά, ο Φίλιππος Λυριντζής που χειρίζεται ντραμς, κρουστά, ο κιθαρίστας Γιώργος Δημητρακόπουλος και τέλος ο Αριστομένης Αλευράς ξανά σε κιθάρες και κυρίως σε μπάσο, ενώ στην ηχογράφηση συμμετέχουν δύο ακόμη guestsσε φωνητικά και πιάνο.
Τoύφος των τραγουδιών των KaramazovProjectγειτνιάζει με το blues. Όχι όμως με την κλασική φόρμα του blues, αλλά με μιαν αμερικάνικη «εναλλακτική» των eighties, που έχει τη βάση της στον ηλεκτρικό Dylanτου ’60. Bluesδηλαδή, που μπορεί να υπήρχαν σε εγγραφές των GreenonRed, των ThinWhiteRopeκ.λπ. Και βεβαίως δεν είναι όλα τα κομμάτια blues– αν και σε αρκετά διακρίνονται στοιχεία, ενώ σε κάποια, αυτά ακριβώς τα στοιχεία, είναι και εντονότερα και χαρακτηριστικότερα (“Gosportsfraudblues”). Περαιτέρω οι κιθάρες είναι εκείνες που κυριαρχούν στις συνθέσεις των KaramazovProject, χωρίς όμως τούτες να είναι βαριές, δυσκίνητες και διαρκώς καταιγιστικές – ούτε popβεβαίως. Το ηχόχρωμά τους είναι μελετημένο (έχοντας πάντα για βάση το αμερικάνικο alternativeτης δεκαετίας του ’80), διατηρώντας πάντως κι ένα κάπως hauntedfeelingστα πιο αργά κομμάτια. Μου αρέσουν πολύ (οι κιθάρες) για παράδειγμα στο “T.VitaminC”, ένα από τα ωραιότερα tracksτού “Out of the Woodwork”, γραμμένο για έναν τρόπο ζωής που δεν σου αφήνει και πολλά περιθώρια… για να είσαι κάτι άλλο, από εκείνο που κανονίζεται να είσαι.
Όμως και στα πιο γρήγορα κομμάτια, όπως το B1 “Mankeysounds (KurtneyBarrettssummer)”, που έχει κάτι από τον «αέρα» των Αυστραλών Sunnyboys, οι KaramazovProjectείναι πολύ καλοί, με τον Πανταζόπουλο να «γράφει» άψογα, μ’ αυτή την κάπως στριγκή φωνή του. Δυνατή και η… murderballadMurderbluesinloveminor”, αλλά ακόμη πιο δυνατή είναι η δραματική Α4 σύνθεση “Weagreethatlovedisagrees” – ίσως το ωραιότερο κομμάτι του LP, που δείχνει τις αληθινές, υψηλές, δυνατότητες του Πανταζόπουλου ως τραγουδοποιού.
Μπράβο, γενικώς, στα παιδιά, γι’ αυτό το πολύ καλό άλμπουμ.

FINCHLEY BOYS χαμένα τραγούδια μιας ιστορικής αμερικάνικης μπάντας από τα τέλη του ’60 και τις αρχές του ’70

$
0
0
Οι φίλοι τού σκληρού αμερικάνικου rockαπό τα latesixties-earlyseventiesσίγουρα θα γνωρίζουν την περίπτωση τωνFinchleyBoys, από την Champaignτου Illinois, που έδωσαν το γνωστό πια και ιστορικό LPEverlastingTributes” στη GoldenThroat, το 1972. Εκείνο το σπάνιο στην originalέκδοσή του άλμπουμ επανατύπωσε το 2010, και μάλιστα με πολλά extras (ηχητικά και έντυπα), η AnazitisiRecords– η εταιρεία, που επανέρχεται, τώρα, για να κλείσει(;) την ιστορία αυτού του επισκιασμένου γκρουπ, μ’ ένα δεύτερο LPανέκδοτων εγγραφών από την περίοδο 1968-1971. Toνέο άλμπουμ έχει τίτλο LostTributes, είναι κομμένο σε 400 αντίτυπα και προσφέρεται σε βινύλιο 180 γραμμαρίων, μαζί με 8-σέλιδο LP-sizedένθετο.
Οι FinchleyBoysξεπετάχτηκαν μέσα στην ψυχεδελική περίοδο, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, παίζοντας σκληρό ροκ (για τα δεδομένα της εποχής), σφόδρα επηρεασμένοι από τις blues-rockφόρμες, που είχαν διαδώσει παντού οι Creamκαι oJimiHendrix. Ο σκληρός ήχος δεν πέρασε μόνο στα πιο αναγνωρισμένα αμερικανικά ονόματα τύπου BlueCheer, Steppenwolf, IronButterfly, AliceCooper, AmboyDukesκ.λπ., αλλά και στα πιο άγνωστα (LeighStephens, Josefus, RandyHolden, ThunderandRosesκ.ά.), δημιουργώντας τις πιο γερές βάσεις πάνω στις οποίες θα πατούσαν τα ανάλογα γκρουπ (επιτυχημένα και επισκιασμένα) της επόμενης δεκαετίας. Έτσι συνέβη… και το μερίδιο των FinchleyBoysπρος αυτή τη μετάβαση μπορεί να είναι σχετικά μικρό (επειδή το γκρουπ παρέμεινε για χρόνια στην αφάνεια), αλλά δεν είναι αμελητέο. Προς τούτο δεν συνηγορεί μόνο το επίσημο άλμπουμ τους από το 1972, αλλά και οι παρούσες αγνοημένες εγγραφές τους, που προέρχονται όλες από σωστές και καλοδιατηρημένες αναλογικές πηγές και οι οποίες «λάμπουν» στα ηχεία, λόγω και του ωραίου remastering.
Να πούμε, για αρχή, πως η σύνθεση του γκρουπ για τις παλαιότερες των εγγραφών (1968-69) ήταν… GeorgeFaberφωνή, φυσαρμόνικα, GarrettOostdykκιθάρες, φωνητικά, LarryTabeTabelingμπάσο, φωνητικά και J. MichaelPowersντραμς (η line-upτου επίσημου LPδηλαδή), ενώ για τα μεταγενέστερα κομμάτια (1971) η τετράδα ως σχήμα παραμένει, με τη θέση του ντράμερ Powersνα καταλαμβάνει ο BillyShaw.
Πρώτο trackτο γνωστό μας “Hooked” (γνωστό από το LP), γραμμένο σ’ ένα sessionστη Spartaτου Michiganτο φθινόπωρο του 1968. Η συγκεκριμένη editείναι πιο μικρή σε διάρκεια (από ’κείνη του LP), αλλά είναι κάπως πιο δυναμική, ενώ έχει κι ένα φωνητικό ντεμαράζ στο τέλος, που κάνει το τραγούδι (με τους σκληρούς κατά των ναρκωτικών στίχους) ακόμη πιο… απεγνωσμένο. Προοριζόταν για 45άρι, με το “Outcast” στην άλλη πλευρά – ένα δισκάκι, που ποτέ δεν εκδόθηκε.
Η άλλη ομάδα τραγουδιών (“Outcast”, “Sufferingservant”, “Onabetterday”) προέρχεται από την περίοδο 1968-1969. Το “Outcast” είναι γραμμένο στα στούντιο της Chessστο Σικάγο (Φεβρουάριος του ’69) και είναι κι αυτό γνωστό από το LP. Στην πράξη έγιναν τρία διαφορετικά mixesγια το εν λόγω τραγούδι, κι εδώ το ακούμε σε μία ισχυρή editμε «ήχους πλήθους» στην εγγραφή. Είναι το leadtrackτού LPτής Anazitisiκαι είναι ιδανικό για τέτοιο. Το “Sufferingservant” που ακολουθεί είναι ένα ακόμη κοινωνικό τραγούδι των FinchleyBoys (γραμμένο για τη συντριβή τού «ονείρου» στα τέλη του ’60), που τυγχάνει βαθιάς όσο και δραματικής ερμηνείας από τον Faber. Από τα πιο συναισθηματικά και άξια κομμάτια των FinchleyBoys. Στο “Onabetterday” έχουμε μια συνέχεια. Αφού το «όνειρο» βυθίστηκε μέσα στη βία και τον πόλεμο (του Βιετνάμ προφανώς) την ελπίδα για μια «καινούρια μέρα» θα συντηρήσουν οι ειλικρινείς διαπροσωπικές σχέσεις (ερωτικές ή άλλες). Και εδώ η ερμηνεία έχει έναν δραματικό τόνο, με το rhythmsectionνα «γεμίζει» το τραγούδι και με την κιθάρα να παρακολουθεί από κοντά.
Το “Whogoesthere?” είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του LP (περί τα εννέα λεπτά), έχει… ψυχεδελική λογική, είναι αργό, κάπως ελεύθερο στην ανάπτυξή του, με συνεχή breaks, απ’ όλα τα όργανα (και τη φωνή), και μιλάει για μια κοινωνία φόβου, που δυσκολεύεται ν’ ανασάνει, χαμένη μέσα στις ενοχές της. Είναι γραμμένο τον Ιούνιο του 1971 και ανοίγει τη δεύτερη περίοδο του γκρουπ. Ακολουθεί το “Hell, fire& brimstone”, στο οποίο ο πρωταγωνιστής έχει γυρίσει από το Βιετνάμ και νοιώθει πως η… ζωή που κυλάει δίπλα του μπορεί, πια, να μην τον περιλαμβάνει. Οι ερμηνείες του Faberείναι εξαιρετικές, με την μπάντα να ακολουθεί περιγράφοντας απλά, αλλά ουσιαστικά, μια κατάσταση. Στο “Jackrabbitjump” (γραμμένο στο Σαν Φρανσίσκο το 1971) οι FinchleyBoysδίνουν ένα ακόμη ωραίο τραγούδι, με κιθαριστική επίδειξη, που δεν μοιάζει ποτέ μανιερίστικη, ενώ και στο έσχατο “Sweathogblues” έχουμε έναν τύπο blues-jam, που ντύνει μιαν ιστορία ενός ανελεύθερου, στη βάση του, έρωτα.
Οι FinchleyBoysυπήρξαν ένα πολύ καλό συγκρότημα, που άφησε λίγα αλλά σοβαρά τραγούδια. Μερικά απ’ αυτά, ανέκδοτα έως τώρα, ακούγονται σε τούτη την άψογη ελληνική παραγωγή.
Επαφή: www.anazitisirecords.com
  

ΤΖΙΜΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ (1954-2018)

$
0
0
Ο καθένας κρατάει ό,τι γουστάρει από τον Τζίμη Πανούση. Πολλά… λίγα… δεν έχει σημασία. Σαν ένας πανέξυπνος και με πλούσιο έργο λαϊκός δημιουργός, όπως ήταν, είχε κάτι για όλους. Εγώ θα τον θυμάμαι για πολλά, ήδη από τις αρχές του ’80, κι από τα πιο πρόσφατα χρόνια για κάποιες ακόμη ευχές του…
«Πέφτει το κόκκινο αστέρι / κάνω ευχή για να μου φέρει / γροθιά του ’60 στο ’να χέρι / και στ’ άλλο δίκοπο μαχαίρι (…)». RIP.

JEF MAARAWI ένα παράξενο καινούριο άλμπουμ

$
0
0
Περίεργη περίπτωση αυτός ο JefMaarawi. Γεννημένος στο Σάο Πάολο από σύρο πατέρα και βραζιλιάνα μητέρα, ο Maarawiέχει ζήσει (και ζει) στην Αθήνα γράφοντας τραγούδια με ιστορίες στην αγγλική. Τον θυμάμαι φυσικά από το προηγούμενο συγκρότημά του, τους EggHell(κι εκεί ιστορίες) και το άλμπουμ τους “OncePartofaWholeShip” [InnerEar, 2014], αλλά τώρα έχουμε στ’ αυτιά μας κάτι πιο προσωπικό του, κάτι που θα μπορούσε να δώσει κι άλλα στοιχεία, για τον τρόπο που σκέφτεται ο Maarawiκαι αντιλαμβάνεται την τραγουδοποιία.
Ξεκινώντας από το coverτου ComfortFood [InnerEar, 2017] θα έλεγα πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα καθαρό tropicáliaεξώφυλλο, που δείχνει αν θέλετε και τις πρώτες-πρώτες αναφορές του JefMaarawi. Και όντως δηλαδή. Γιατί ακούγοντας το εισαγωγικό φανταχτερό ηχητικά “Corcovado”, δε γίνεται να μην ανακαλέσεις τη σχετικώς πιο πρόσφατη τραγουδοποιία του CaetanoVelosoή αν θέλετε τον τρόπο που έχει επηρεάσει ο Velosoτύπους σαν τον DavidByrne(του “LookIntotheEyeball” π.χ.). Και όμως το δεύτερο track, το “Forest”, είναι κάτι διαφορετικό – μια πολύ όμορφη, ακουστική να την πούμε, μπαλάντα, που βαραίνει ελαφρώς στη διαδρομή διατηρώντας αναλλοίωτη τη γοητεία της. Τρίτο τραγούδι στη σειρά το “ReverendJones”, γραμμένο για τον παρανοϊκό πάστορα, που πήρε μαζί του πάνω από 900 ψυχές στο ανείπωτο έγκλημα της Jonestown, στη Γουιάνα, τον Νοέμβρη του 1978. Δεν μπορώ να καταλάβω από ποιαν ακριβώς θέση γράφει αυτό το πολύ ενδιαφέρον (από ηχητικής πλευράς) τραγούδι ο Maarawi– και το λέω τούτο, γιατί κάπου με μπερδεύει… Ωραία μπαλάντα το “LA”, γραμμένο για το Λος Άντζελες φυσικά, έχει κάτι από την άπλα των τραγουδιών των Byrdsή των Love, δείχνοντας τα πολλά και ποικίλα ενδιαφέροντα τού Maarawi– που παραμένουν πάντως ατάκτως ερριμμένα. Το “Eggshell”, που κλείνει την πλευρά κολλάει με τα προηγούμενα – διαθέτει πάντα τις ακουστικές κιθάρες του ίδιου του Maarawi, ενώ γεμίζει με ηλεκτρικές στην πορεία ανεβαίνοντας και σε vibes. Σε όλη την πλευρά κάνουν πολύ καλή δουλειά βεβαίως οι KingElephant, SirKosmicheκαι Βασίλης Βλαχάκος (ηλεκτρικές κιθάρες).
Πολύ κοντά στα προηγούμενα (“L.A.” και “Eggshell”), το “Comfortfood” ανοίγει την BSideμε ωραίο τρόπο. Αυτός ο συνδυασμός ακουστικού και ηλεκτρικού ήχου νομίζω πως είναι το πιο δημιουργικό στοιχείο τού άλμπουμ του Maarawiκαι πάνω εκεί πρέπει να γίνει ακόμη περισσότερη δουλειά στο μέλλον, που θα τείνει προς την απλοποίηση της γενικότερης φόρμας, ώστε τα κομμάτια να κυλάνε πολύ πιο άνετα. Το “Cominggoing” είναι ένα από τα πιο sixties-poptracksτου LP, καθώς έχει μια φρεσκάδα στην ενοργάνωση και την ερμηνεία του – αν και οι στίχοι, που είναι πολλοί, δεν βοηθάνε, στην… αγκίστρωσή του. Το “Dread& breakfast” είναι ένα τραγούδι, που μοιάζει περισσότερο με την εισαγωγή του άλμπουμ και στ’ αυτιά μου ακούγεται κάπως μπερδεμένο (μάλλον αναφέρεται στον συριακή καταγωγή του Maarawi, στον πατέρα του, γιατί στους στίχους ακούμε και διαβάζουμε κάτι περί Δαμασκού κ.λπ.). Το προτελευταίο κομμάτι έχει τίτλο “Someonejumpedinfrontoftrain” και αναφέρεται σε κάποια περίπτωση αυτοκτονίας στις γραμμές του μετρό ή του ηλεκτρικού. Από τη μια υπάρχει το δράμα της πράξης και από την άλλη ο κυνισμός τού… τώρα τι κάνουμε, τού πώς θα πάμε σπίτι μας κ.λπ. Το πιάνει ωραία το θέμα ο Maarawi, αλλά το τραγούδι είναι κάπως δύστροπο και κατά βάση δε σε πιάνει μουσικά. Το “ComfortFood” θα κλείσει με το “Ohmygod, Omayra!”. Το τραγούδι αναφέρεται στην τραγική ιστορία της 13χρονης ΚολομβιανήςOmayra Sánchez, που πέθανε αβοήθητη, μισοθαμμένη σε λάσπη, σε ζωντανή τηλεοπτική θέα, μετά από την έκρηξη ενός ηφαιστείου στην Armeroτης Κολομβίας (τον Νοέμβρη του ’85).
Οπωσδήποτε ένα ενδιαφέρον άλμπουμ από έναν τραγουδοποιό, που έχει δώσει καλά ή και πολύ καλά δείγματα και που αξίζει να εξελιχθεί και να προχωρήσει.
Επαφή: www.inner-ear.gr

ΤΖΙΜΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ (1954-2018)

$
0
0
Ο καθένας κρατάει ό,τι γουστάρει από τον Τζίμη Πανούση. Πολλά… λίγα… δεν έχει σημασία. Σαν ένας πανέξυπνος και με πλούσιο έργο λαϊκός δημιουργός, όπως ήταν, είχε κάτι για όλους. Εγώ θα τον θυμάμαι για πολλά, ήδη από τις αρχές του ’80, κι από τα πιο πρόσφατα χρόνια για κάποιες ακόμη ευχές του…
«Πέφτει το κόκκινο αστέρι / κάνω ευχή για να μου φέρει / γροθιά του ’60 στο ’να χέρι / και στ’ άλλο δίκοπο μαχαίρι (…)». RIP.
Παρατηρείται, τώρα, το γελοίο φαινόμενο Τζήμεροι και Μπογδάνοι να χύνουν δάκρυα για τον Πανούση, επειδή ο Τζιμάκος τα έχωνε και στην αριστερά!
Ο Πανούσης –φαίνεται αυτό μέσα από διάφορα τραγούδια του κ.λπ.–, ήταν συναισθηματικά δεμένος με το παράνομο ΚΚΕ, το μαρτυρικό να πούμε. Το ΚΚΕ του Άρη («απ’ του Άρη τα ένδοξα τα χρόνια»), του Μπελογιάννη («Ζει ο Μπελογιάννης, ζει με τους ανθρώπους / που χτίζουν έναν κόσμο σοσιαλιστικό»), των λαϊκών αγώνων, των εξοριών, των κατατρεγμών, θεωρώντας πως το σημερινό ΚΚ είναι πλήρως συμβιβασμένο, φθάνοντας στο σημείο όμως να γράψει ακόμη και μαλακίες, τις οποίες τραγούδησε ο Αγγελάκας («πλάι-πλάι μαζί με χρυσαυγίτες/ ορντινάντσα των καπιταλιστών»).
Δεν μπορεί κανείς να ξέρει τι συνέβαινε στην ψυχή του, στην ψυχή του Πανούση εννοώ –γιατί ο ίδιος κρυβόταν επιμελώς, καθώς δεν μπορούσες να καταλάβεις πότε μιλούσε σοβαρά και πότε έκανε πλάκα–, αλλά κατά βάθος και οπωσδήποτε συναισθηματικά ήταν ταυτισμένος με την μαρτυρική-αγωνιστική και όχι με τη… νόμιμη και κοινοβουλευτική Αριστερά. Απ’ αυτό το σημείο, όμως, μέχρι τα κροκοδείλια δάκρυα των φιλελέδων ανιχνεύεται μόνο το χάος. Και η άθλια κοροϊδία… μέρα που ’ναι…

BLUES REVIVAL 33: MISSISSIPPI FRED McDOWELL (1906-1972)

$
0
0
Ο MississippiFredMcDowellαποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του bluesrevival. Τρεις είναι οι λόγοι, που επιτρέπουν να το πούμε. Πρώτον, ο McDowellδεν ηχογράφησε στα νιάτα του, πράγμα που σημαίνει πως στα χρόνια τού ’60 αντιμετωπίστηκε σαν «έκπληξη». Δεύτερον, ήταν έξοχος slideκιθαρίστας, με χαρακτηριστικό παίξιμο. Τρίτον, είχε μια φυσική ικανότητα να αυτοσχεδιάζει, να πλάθει, δηλαδή, επί τόπου ολοκληρωμένα τραγούδια. Πέραν τούτων, ο FredMcDowellέζησε, από τότε που βγήκε στο φως, μιαν ήσυχη ζωή, αποκτώντας ευρεία φήμη κυρίως ανάμεσα στους λευκούς εταιρειάρχες και εκδότες – οι οποίοι τον βοήθησαν να δημιουργήσει ένα status, που εν πάση περιπτώσει το δικαιούταν και το άξιζε.
Ο MississippiFredMcDowellμπορεί να βγήκε από την αφάνεια, όταν τον ανακάλυψε το 1959 ο AlanLomax, σ’ ένα από τα ταξίδια του στο Νότο, δεν έπαψε όμως ποτέ να είναι ένας εν ενεργεία bluesman. Μέσα σε όλα δηλαδή, πλην των ηχογραφήσεων. Διδάχθηκε ακούγοντας τον BlindLemonJeffersonκαι τον CharleyPatton, ασκήθηκε στη δύσκολη αγροτική ζωή, έπαιξε και τραγούδησε δημοσίως, χρόνια πριν μπει στο στούντιο. Υπήρξε, εν ολίγοις, την εποχή που εντοπίστηκε ένας ολοκληρωμένος bluesman.
Οι πρώτες εγγραφές τού FredMcDowellθα γίνουν φυσικά για τον AlanLomax, το 1959 και κάποιες απ’ αυτές θα κυκλοφορήσουν σ’ ένα ιστορικό πλέον LPτης Atlantic, το “TheBluesRollOn”, το 1960 (στο ίδιο άλμπουμ ακούγονταν, επίσης, εγγραφές των ForestCityJoe, JohnDudleyκ.ά.). Η καμπή, όμως, στη δισκογραφική πια καριέρα τού McDowellθα έρθει με τις ηχογραφήσεις του στην Arhoolie, περί τα μέσα της δεκαετίας του ’60, ηχογραφήσεις που θα τον αναδείκνυαν πάραυτα σε τρανή μορφή του bluesrevival.
Φερ’ ειπείν το πρώτο απ’ αυτά τα LPπου έκανε για την Arhoolie, το “DeltaBlues”, αποτελεί μιαν έξοχη καταγραφή ενός bluesfeeling, που γινόταν πλέον όλο και πιο σπάνιο στα sixties. Ηχογράφηση από την πόλη Comoτου Mississippi, την 13η Φεβρουαρίου 1964 από τον ίδιο τον ChrisStrachwitz, τον ιδιοκτήτη της εταιρείας. Ανάμεσασταθέματακαιοιέξοχεςεκτελέσειςτων“Louise”, “61 highway”, “Kokomo blues”, “Shake ’em on down”, “That’s alright” και“When I lay my burden down”. Μεγάλη περίπτωση, επίσης, το “AmazingGrace” στην εταιρεία Testamentτο 1969, η συνεργασία του δηλαδή με τους HuntersChapelSingersofComo, στο οποίο ακούγεται και το κλασικό “Yougottomove” – ένα τραγούδι που τίμησαν διάφοροι και ανάμεσά τους οι RollingStonesστο “StickyFingers”.
Φυσικά, το πέρασμα του MississippiFredMcDowellστα λευκά ακροατήρια υπήρξε ακαριαίο. Μέλος του AmericanFolk& BluesFestivalτου 1965, μαζί με τους J.BLenoir, BuddyGuyκαι Dr. Ross, θα δώσει παραστάσεις στο Λονδίνο, εκεί όπου θα ηχογραφήσει κιόλας, έχοντας στο πλευρό του, λίγο αργότερα, και την JoAnnKelly.
Πολλά από τα τραγούδια τού McDowell, όπως το “Yougottomove” που προαναφέραμε, αποτελούν από τα sixtiesκαι μετά bluesστάνταρντ –έτσι προχείρως μπορούμε να θυμηθούμε coversαπό CassandraWilson, CoreyHarris, TownesVanZandt, R.L. Burnside, MickTaylor, BonnieRaitt,JoAnnKelly–, ενώ οι δίσκοι του, όπως και τα tributes (π.χ. εκείνο στην Telarcαπό το 2002 με τις συμμετοχές των PaulGeremia, CharlieMusselwhite, SueFoley, KennyNealκ.ά.) βρίσκονται πάντοτε μεταξύ των πιο εμπορικών του χώρου.
Ο FredMcDowell, που θα κάνει κι αυτός ένα ηλεκτρικό άλμπουμ, το “IDonotPlaynoRocknRoll” [Capitol], θα πεθάνει μάλλον ξαφνικά στο Memphisτο καλοκαίρι του 1972.
Δισκογραφία(επιλογή) 
1. Various – The Blues Roll On – Atlantic SD 1352 – 1960
2. Delta Blues – Arhoolie F 1021 – 1964 
3. My Home is in the Delta – Testament T-2208 – 1965 (μεAnnie Mae McDowell) 
4. Vol. 2 – Arhoolie F-1027 – 1966 
5. Long Way from Home – Milestone MSP 93003 – 1966
6. Amazing Grace – Testament T-2219 – 1969 
7. In London Volume One – UK. Transatlantic TRA 194 – 1969
8. In London Volume Two – UK. Transatlantic TRA 203 – 1969 
9. I Do not Play no Rock n’ Roll – Capitol ST-409 – 1969
10. And His Blues Boys – Arhoolie 1046 – 1969 
11. When I Lay my Burden Down – Biograph BLP-12017 – 1970 (μεFurry Lewis) 
12. Eight Years Ramblin’… – UK. Revival R.V.S. 1001 – 1971 (μεJohnny Woods) 
13.1904-1972 – Just Sunshine Records JSS-4 – 1973
14. Live in New York – Oblivion OD-1 – 1973 
15. Keep your Lamp Trimmed and Burning – Arhoolie 1068 – 1973
16. Levee Camp Blues – The Origin Jazz Library OJL-8051 – 1980 
17. His First Recordings Following Discovery – UK. Heritage HT 302 – 1982 (rec. 4/1962)
18.Standing at The Burying Ground – UK. Red Lightnin’ RL 0053 – 1984 (μεJo Ann Kelly) 
19. Come and Found You Gone / The Bill Ferris Recordings – Devil Down Records CD001 – 2010 (rec. 8/1967)
20. The Alan Lomax Recordings – Mississippi Records MR-074 – 2011 (rec. 9/1959) 
21. Live 1971 – RockBeat Records ROC-3296 – 2014

η ΜΠΕΤΤΥ ΧΑΡΛΑΥΤΗ στον κόσμο του Μίκη Θεοδωράκη

$
0
0
Η δισκογραφία με έργα, συνθέσεις, τραγούδια τού Μίκη Θεοδωράκη είναι, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, τεράστια… και κάθε φορά δεν γίνεται παρά να αναρωτιέσαι αν έχει νόημα μία ακόμη δισκογράφηση γνωστών ή και λιγότερο γνωστόν, ίσως, τραγουδιών του από νεότερους ερμηνευτές, εκτελεστές κ.λπ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται πως έχει νόημα πάντως, καθότι το άλμπουμ «Η Μπέττυ Χαρλαύτη στον Κόσμο του Μίκη Θεοδωράκη» [ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ήχων αληθινών, 2017], όπως διαβάζω και στο σχετικό δελτίο Τύπου, «είναι ο πρώτος ολοκληρωμένος δίσκος τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη με συμφωνικό ήχο». Αν είναι όντως έτσι, που πιθανόν να είναι (προσωπικώς, δεν μπορεί να είμαι βέβαιος για τίποτα, αν μιλάμε για την απέραντη συγκεκριμένη δισκογραφία), τότε το εν λόγω CDέχει, από τη σύλληψή του ήδη, μια κάποια ξεχωριστή αξία – πόσω μάλλον, όταν, εδώ, έχουμε να κάνουμε με μιαν αναγνωρισμένη mezzo, και ακόμη με την πολυμελή Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ να συνοδεύει (υπό τη διεύθυνση του Στάθη Σούλη). Στα ατού τού CD, προσέτι, οι guestsZülfü Livaneli, Μαρία Φαραντούρη, Γιώργος Περρής, τα δύο ανέκδοτα τραγούδια του Θεοδωράκη (που αποκτούν θέση ισάξια ανάμεσα στα υπόλοιπα γνωστά), βεβαίως το ρεπερτόριο αυτό καθ’ αυτό, με την πλούσια ενορχήστρωση του Γιάννη Μπελώνη, και τέλος η ωραία εγγραφή στο στούντιο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης.
Γενικώς λοιπόν θα πω πως το άλμπουμ στέκεται «μια χαρά» και παρά το γεγονός πως πολλά από τα τραγούδια που ακούγονται εδώ είναι πασίγνωστα («Μαγιοπούλα», «Το γελαστό παιδί», «Άσμα ασμάτων», «Όμορφη πόλη»…), εντούτοις δεν χάνουν ούτε όσον αφορά στον απαιτούμενο λυρισμό τους (τα λυρικά), ούτε όσον αφορά στη δυναμική τους (τα επικά). Έχουμε δηλαδή ένα ισορροπημένο σύνολο, το οποίον ευθυγραμμίζεται από τη φωνή κατ’ αρχάς της Χαρλαύτη, που ενώνει με συνετή εκφραστικότητα, διαφορετικά ή και εντελώς διαφορετικά τραγούδια (φορτίσεων, εποχών κ.λπ.) και εν συνεχεία από την ενορχήστρωση/ διεύθυνση/ απόδοση, άπασες συνετές (και αυτές) χωρίς υπερβολές και επιδείξεις.
Ωραία, τέλος, τα δύο ανέκδοτα tracks, το «Θέλω να τραγουδήσω (Με το αίμα)» (στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος) και το «Θάλασσα πλατειά» (στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης), καθώς δεν ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα κομμάτια του CDκαι ακούγονται σαν να είναι γνωστά από χρόνια.
Επαφή: www.musicmirror.gr

διάφορες ανακρίβειες που γράφονται σχετικές με τον Τζίμη Πανούση…

$
0
0
>>Και αν δεν ξέρω εγώ, που τον παρακολουθώ σχεδόν 40 χρόνια, ποιος θα ήξερε;<<
>>Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στην ανατολή της δεκαετίας του ’80 μία κασέτα βρισκόταν σχεδόν σε όλα τα καρότσια των πειρατών-εμπόρων που έβγαζαν μεροκάματο στα Πανεπιστήμια. ΣTH ΡΑΧΗ ΤΗΣ ΕΓΡΑΦΕ «ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΤΑΞΙΑΡΧΙΕΣ» (…)<<
>>Όταν η ίδια κασέτα έγινε δίσκος ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’80, οι επίμαχες λέξεις καλύφθηκαν με ηχητικό τόνο. Αργότερα τα τραγούδια επανακυκλοφόρησαν χωρίς λογοκρισία<<

Είναι ορισμένοι, σαν τον Κώστα Γιαννακίδη στο protagon, που θέλουν να το παίξουν «πανουσικοί», αλλά δεν τους βγαίνει. Μπορεί εκθέσεις να έγραφε καλές ο Γιαννακίδης στο Γυμνάσιο, αλλά σαν πανουσο-γραφιάς δείχνει ότι είναι άσχετος και αρπακόλας, αφού νομίζει πως η κασέτα στη ράχη έγραφε «Μουσικές Ταξιαρχίες» ενώ έγραφε «DISCO TSOUTSOUNI» και πως η κασέτα έγινε δίσκος στα μέσα του ’80, ενώ έγινε CD το 1996 και βινύλιο το 2013. Μπερδεύει δε την κασέτα, που δεν ήταν λογοκριμένη φυσικά, με το άλμπουμ «Αν η Γιαγιά μου είχε Ρουλεμάν» (1984), που ήταν λογοκριμένο με «μπιπ» (σε επίμαχες λέξεις).
Και κάτι ακόμη για ’κείνη την λεγόμενη «παράνομη κασέτα» των Μουσικών Ταξιαρχιών, επειδή διαβάζω διάφορες μπαρούφες σχεδόν παντού (Ελεύθερος Τύπος, popaganda, Το Ποντίκι κ.λπ.).
Η κασέτα δεν κυκλοφόρησε το 1978-79, αλλά το 1980 προς ’81. Επίσης διαβάζουμε πως τα τραγούδια είναι ηχογραφημένα πριν το 1977(!) – κι αυτό λάθος είναι. Βλακείες είχε πει ο μακαρίτης και στο lifo.gr (στην Κατερίνα Ι. Ανέστη) πως… «Η πρώτη μου εμφάνιση στη δισκογραφία το 1978, μεμια παράνομη κασέτα, έγινε με την επωνυμία “Ο Τζιμάκος και οι Μουσικές Ταξιαρχίες”».
Όπως έγραφε ο παλιός Μηλάτος στο Ποπ & Ροκ(#54, 8/1982):
«Στα τέλη του 1980, οι Μουσικές Ταξιαρχίες, εμφανίζονται στο μουσικό προσκήνιο, κατόπιν πρωτοβουλίας του Πανούση, που αποφάσισε με προσωπικά έξοδα να ηχογραφήσει τη δουλειά και να την κυκλοφορήσει σε κασέτα ανεξάρτητης παραγωγής, ενώ ο Βέκιος, ο Πάζιος και ο Φουρνιάδης, σταματούν τη συνεργασία τους με τους αδιεξοδικούς[sic] Bicycle του Θόδωρου Παπαντίνα. Με τη συμμετοχή του Βαγγέλη Σβάρνα (σαξόφωνο, δεύτερη κιθάρα) και του Άκη Δαούτη (μπάσσο), ηχογραφούν στο Mastersound και στις αρχές του 1981, κυκλοφορεί η κασέτα τους ‘Disco Tsoutsouni’ που από την πρώτη στιγμή δημιούργησε αίσθηση».
Αλλά και να μην έγραφε τα παραπάνω ο Μηλάτος είναι ολοφάνερο, λόγω ήχου, πως τέτοια τραγούδια δεν μπορεί να είχαν ηχογραφηθεί πριν το 1977. Κατ’ αρχάς, πριν το 1977, κανείς Έλληνας δεν θα υπέγραφε κασέτα, τραγούδι, ό,τι να ’ναι τέλος πάντων, με τη λέξη disco στον τίτλο. Αφήνω το γεγονός πως το «Αποκάλυψη Τώρα» (τραγούδι της κασέτας) προβλήθηκε σαν ταινία το 1979.
Και το εξής. Τι σημαίνει «παράνομη κασέτα»; Είχε κυνηγήσει κανείς, τότε, τον Πανούση επειδή έβγαλε κασέτα; Μαζέψανε την κασέτα του από τους πάγκους; Τον πιάσανε γι’ αυτό το λόγο; Όχι βέβαια. Με κανένα τρόπο δεν ήταν «παράνομη» η κασέτα, ούτε φυσικά λογοκριμένη (αφού την έβγαλε μόνος του), εκτός κι αν εννοούν ορισμένοι πως ο Πανούσης δεν είχε… παραστατικά. Άμα είναι έτσι, ok. (Υπενθυμίζω πως οι περιπέτειες του Πανούση με τη δικαιοσύνη άρχισαν μετά τον Απρίλη του ’81 και τη συναυλία της Καρδίτσας και πως δεν είχαν καμία σχέση με την κασέτα).

τρία CD σύγχρονης jazz από το Βέλγιο, την Αυστρία και τη Σουηδία

$
0
0
DE GROOTE-FAES DUO: Symphony for 2 Little Boys [Vlaamsekunst / Sabam, 2017]
Το λέει το όνομά τους. Το Groote-Faesduoείναι ένα ντουέτο (από την Αμβέρσα), το οποίο αποτελούν οι BrunodeGrooteηλεκτρική κιθάρα και BenFaesκοντραμπάσο… με τον σημαντικό τρομπετίστα DaveDouglasνα συνοδεύει σε τρία κομμάτια και με το ύφος των συνθέσεων του σχήματος να είναι ενδιαφέρον και σίγουρα ποικίλο. 
Αναλόγως με τη σύνθεση διαμορφώνονται-εμφανίζονται και οι επιρροές τού ντούο, που είναι σε γενικές γραμμές… ευρέος φάσματος. Υπάρχουν συνθέσεις, όπως φερ’ ειπείν η αρχική “Lemétropolitain”, στις οποίες ανιχνεύεις rockακόρντα, άλλες, όπως η επόμενη “Bastien” στην οποία «πιάνεις» μέχρι Μπαχ και άλλες, όπως η τρίτη στη σειρά “Fermeture”, που ανακαλούν στη μνήμη περισσότερο avant-πειραματικές-ethnicδιαστάσεις στην παράδοση ορισμένων projectsτου JohnZorn(των Masadaφερ’ ειπείν).
Η ποικιλία και η ολοφάνερη ανάγκη για «παιγνίδι» είναι ό,τι μετατρέπει το “Symphonyfor 2 LittleBoys” σ’ ένα άλμπουμ ευχάριστο, που δεν χάνεται κάτω από το βάρος των αναφορών του. Απεναντίας, τούτες υποτάσσονται στην ευστροφία των μουσικών.
SALESNY / SCHABATA / PREUSCHL / JOOS: Jekyll & Hyde [JazzWerkstatt / Lotus, 2017]
Η JazzWerkstattείναι μια δυνατή ετικέτα από την Αυστρία, που καταγράφει χρόνια τώρα την jazzκαι improv-jazzσκηνή της χώρας. Στο δισκορυχείονυπάρχουν πολλές αναφορές στην JazzWerkstattκαι μία ακόμη αφορά στο πιο πρόσφατο άλμπουμ τού άλτο σαξοφωνίστα και μπάσο κλαρινετίστα ClemensSalesny, που έχει τίτλο “Jekyll& Hyde” και που ολοκληρώνεται σε συνεργασία με τους WoodySchabataβιμπράφωνο, RaphaelPreuschlbassguitar, μπάσο ukuleleκαι HerbertJoosκορνέτα. Απ’ αυτούς τους μουσικούς ο Schabataέχει υπάρξει μέλος της περίφημης ViennaArtOrchestra, ενώ ο Γερμανός HerbertJoosείναι ένας αναγνωρισμένος αυτοσχεδιαστής, με δισκογραφία σε Japo, FMP, ECMκ.λπ. Αυτοί οι τέσσερις μουσικοί (δύο νεότεροι και δύο «καραβάνες») συνεργάζονται, εδώ, σ’ ένα σετ δώδεκα πρωτότυπων tracks, που δύσκολα σε αφήνουν αδιάφορο ή ασυγκίνητο.
Η μουσική του κουαρτέτου, που είναι, γενικώς, μέσου και αργού τέμπου, με πολύ λελογισμένες εξάρσεις, διαθέτει κάτι το ανεπιτήδευτα παλιομοδίτικο – κάτι σαν… noirjazzορισμένες φορές, έτοιμη να «ντύσει» ανάλογες κινηματογραφικές εικόνες. Όχι πως δεν υπάρχουν και πιο ελεύθερες αυτοσχεδιαστικές στιγμές, μέσα στις οποίες εμπεριέχεται ακόμη και το πείραμα, αλλά, να, συχνά τα κομμάτια των Salesny, Schabata, Preuschlκαι Joosδιαθέτουν αυτό το κλασικό bopκαι bluesyfeeling, που δεν απαιτεί πολλά τερτίπια, για να σου αποδώσει το μέγιστο.
DAVID’S ANGELS: Traces [Kopasetic Productions, 2017]
Οι DavidsAngelsείναι ένα κουαρτέτο από τη Σουηδία, που ξεχωρίζει για ένα λόγο. Ένα από τα τέσσερα βασικά όργανα των μελών του είναι η… φωνή. Η φωνή ως όργανο-όργανο (με βοκαλισμούς κ.λπ.), αλλά και ως τυπική φωνή, ως απλό όργανο δηλαδή, τραγουδώντας. Συνηθισμένο; Δεν θα το έλεγα… Μέλη των DavidsAngelsείναι η SofieNorlingφωνή, η MaggiOlinfenderrhodes, πιάνο, ο DavidCarlssonμπάσο και η Michala Østergaard-Nielsen ντραμς. Τρεις γυναίκες κι ένας άντρας, που δημιουργούν μια σειρά πρωτότυπων συνθέσεων (μουσική και στίχοι από τα μέλη του γκρουπ δηλαδή), οι οποίες ακούγονται αρκούντως coolκαι… nordic.
Με στίχους ερωτικούς και… εσωτερικούς, κάπως σαν μονολόγους δηλαδή, και με την παρουσία της επιφανούς IngridJensenστην τρομπέτα, σε τρία tracks, το “Traces” –τρίτο CDτων DavidsAngels– είναι ένα άλμπουμ, που κρατά το ενδιαφέρον, ιδίως όταν γίνεται πιο… fusion, τύπου Canterbury, και… αφηρημένο. Κομμάτια όπως τoExtraguld” και το “Dust” (που δεν έχουν τραγούδι, αλλά βοκαλισμούς) ή ακόμη και το (τραγούδι) “Mountains”, που ακούγεται περισσότερο σαν folk, κάνουν οπωσδήποτε το σουηδικό σχήμα να ξεχωρίζει.

MIKΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 71

$
0
0
16/1/2018
Οι μπαρούφες που γράφονται, εδώ, δεν χρήζουν ανάλυσης. Σχεδόν κάθε λέξη θέλει πολυποίκιλο διόρθωμα. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους… Αμερικάνους Cream.
Τέσσερις άνθρωποι, που πληρώθηκαν για να γράψουν το βιβλίο Μουσικής της Α Γενικού Λυκείου, δεν μπορούν να διατυπώσουν σε κατανοητά ελληνικά ό,τι μετέφρασαν από τ’ αγγλικά.
Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι τα «καλά αγγλικά», που μπορεί να ξέρει ή να μην ξέρει κάποιος (Έλληνας). Το μεγάλο πρόβλημα είναι η άγνοια της ροής της ελληνικής γλώσσας, από 'κείνους που καλούνται να γράψουν σχολικά βιβλία. Είναι τα ανεπαρκή ελληνικά τους.

15/1/2018 
Πάντα χρειάζεται να είσαι cool και ο... ζάπλουτος σαγόνιας εδώ δείχνει ένα δρόμο τέλος πάντων, μ'αυτό το απίθανο, κάπως σαν ψίθυρος, τραγούδισμα...

15/1/2018 
«Πού μπορείς να φας κρέπες ακούγοντας τζαζ»;
Η τζαζ στην Ελλάδα –αυτό που εννοούν διάφοροι τυχάρπαστοι ως τζαζ– παραμένει δυστυχώς από τα τέλη του ’80 και οπωσδήποτε από τα nineties και μετά (όταν για… τζαζ άρχισαν να γράφουν τα περιοδικά του Κωστόπουλου και εν συνεχεία σχεδόν όλα τα ανάλογα υπόλοιπα) ένα συστατικό κομμάτι του κολωνακιώτικου life-style. Αυτού του γελοίου life-style, θέλω να πω, που συνέδεσε την τζαζ με τα φράγκα και την καλοπέραση… τους λιγούρηδες με τα πούρα και τα σούργελα με τα κουλτουρέ νυχτερινά ντυσίματα. 
Εντάξει, τώρα το πράγμα έχει «κάτσει», αλλά δεν έχει παύσει να εκπέμπεται από καιρού εις καιρόν η ίδια αηδία, έστω και σε μικροποσότητες…

14/1/2018 
KYΡΙΑΚΗ

Κυριακή μες στο χειμώνα, 
Κυριακή χωρίς φωτιά
και τα κρύα χέρια μόνα 
πάνω στ’ άγραφα χαρτιά. 

Με τα χέρια στα μαλλιά μου
άσκοπα κοιτάζω μπρος μου:
είναι, τάχα, τα χαρτιά μου
η κατάκτηση του κόσμου;

Κυριακή μες στο χειμώνα
με τις νοσταλγίες του θέρου•
κρύα χέρια, χέρια μόνα
στ’ ωχρό πρόσωπο ενός γέρου.

Αχ, οι δρόμοι ειν’ όλοι άδειοι
μα τα μάτια μου ειν’ εκεί
και τους βλέπω ένα βράδυ
καλοκαίρι, Κυριακή…

Νοσταλγίες που ζουν μάταια
στ’ αυγουστιάτικο όνειρό των,
τότε που ήτανε τα μάτια
ταχυδρόμοι των ερώτων.

Κυριακή μες στο χειμώνα:
το βιβλίο και το γραφείο
κι η καρδιά μέσα στο σώμα
τάφος σε νεκροταφείο.
Μήτσος Παπανικολάου «Ποιήματα» (εισαγωγή και επιμέλεια Τάσου Κόρφη), Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 1966
(Ποιήματα αντιγραμμένα πάντα από βιβλία, ποτέ από το internet)

JEAN-MARC FOUSSAT / ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ μαγικο-θρησκευτικο-επιστημονικά δρώμενα

$
0
0
Το SubstunceSansScrupule[Άγιος Άνθρωπος/ Ηρακλής/ CoherentStates/ moremars/ noise-below/ RobberyAlarmRecords, 2017]είναι μια συμπαραγωγή έξι(!) ελληνικών labels (υποθέτω πως και το Robbery Alarm είναι ελληνικό), που υπογράφουν ο γνωστός στο χώρο του ηλεκτρονικού πειραματισμού Γαλλοαλγερινός Jean-MarcFoussatκαι ο έλληνας συνάδελφός του Γεώργιος Καραμανωλάκης (από Οδός 55 κ.λπ.).
Για το ποιος είναι ο Foussatμπορεί ο καθείς να ανατρέξει στο δίκτυο (να διαβάσει και ν’ ακούσει). Επιγραμματικώς να πούμε πως ο άνθρωπος βρίσκεται στη σκηνή από τα πρώτα χρόνια του ’70, ως μέλος διαφόρων πειραματικών progressiveσυνόλων (PhyllauxckzairrâhN° III, LeLézardMarçioκ.ά.), εγγραφές των οποίων ακούστηκαν για πρώτη φορά στο τετραπλό CDAlternativeOblique” το 2015 και πως η προσωπική δισκογραφία του (στο discogs) περιλαμβάνει 20 άλμπουμ (πέραν των συμμετοχών του σε άλλες ομάδες). Αυτός λοιπόν ο μουσικός, με τα πολλά και σοβαρά credits, συνεργάζεται με τον Καραμανωλάκη για τη δημιουργία ενός άλμπουμ, που μπορεί να… τρυπήσει αυτιά με τη δύναμη και την οξύτητα των ηχητικών κυμάτων του.
Με ένα κομμάτι ανά πλευρά, το SubstunceSansScrupule” δεν είναι ένα LPγια τον καθέναν. Είναι ένα άλμπουμ για… τριακόσιους αυστηρά μυημένους στα πεδία της σκληρής musique concrète (από François Bayle, Bernard Parmegianiκαι πέρα…) και κυρίως εκείνης της εικονοκλαστικής επέκτασής της προς τον ακραίο ηλεκτροστατισμό και τον έντονο, και παρατεταμένο συχνά, θόρυβο.
Οι δύο πειραματιστές, και στα δύο tracksτου LP, το “Substuncesansscrupule” και το «Μαγικο-θρησκευτικο-επιστημονικά δρώμενα», μετέρχονται πλήθος ηλεκτρονικών πηγών (το κλασικό EMSSynthiAKSείναι βασικό, μα και άλλα διάφορα μηχανήματα, που μανιπουλάρουν φωνές και ήχους, όπως και πιο συμβατικές ακουστικές πηγές, παιγνίδια φερ’ ειπείν ή jewsharps, που χειρίζεται ο Foussat), κατορθώνοντας να δημιουργήσουν, ιδίως στην περίπτωση του «δρωμένου», μιαν εξώκοσμη και ταυτοχρόνως χθόνια κατάσταση, ανακατεύοντας προχωρημένους ήχους με αρχέγονες παραδοξότητες (και βασικά φωνές). Το αποτέλεσμα αυτής της αυθόρμητης(;) συνύπαρξης είναι πλήρως υποβλητικό ως άκουσμα και πολύ κοντά ή μάλλον πάνω-καταπάνω (και) σ’ εκείνο που, μέσω τίτλου, εξωφύλλου και ενθέτου (στο εικαστικό μέρος αναφέρομαι), οι δύο πειραματιστές προβάλλουν. Τον συνδυασμό εννοώ του παγανιστικού χθες με το ορθολογικό σήμερα.
Πρέπει ν’ ακούσει κάποιος για να μπει αληθινά στο πνεύμα...

SATOKO FUJII ORCHESTRA NEW YORK Φουκουσίμα

$
0
0
Να επικαιροποιήσουμε κάτι που είχαμε γράψει πριν λίγο καιρό…
Οι ορχήστρες τής πιανίστριας SatokoFujii(πλην των πολλών άλλων πρότζεκτ της) δεν είναι μία, ούτε δύο, αλλά… πέντε! Από το 1997 με την SatokoFujiiOrchestraNewYork, μέχρι το έσχατο Fukushima[Libra, 2017] της ίδιας πάλι ορχήστρας δεν έχουν μεσολαβήσει μόνον οι… SatokoFujiiOrchestraNagoya, SatokoFujiiOrchestraBerlin, Satoko FujiiOrchestra Tokyoκαι SatokoFujiiOrchestraKobe, αλλά και 19 μεγάλοι δίσκοι –τέτοιοι, «μεγάλοι», είναι σίγουρα οι μισοί και το λέω γιατί τους έχω ακούσει– με τον παρόντα εικοστό να αφορά στην εν λόγω κυκλοφορία τήςLibraRecords.
Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Το δέκατο(;) άλμπουμ της ιαπωνίδας συνθέτριας, πιανίστριας και αυτοσχεδιάστριας με την ορχήστρα της τής Νέας Υόρκης (εδώ η Fujiiαρκείται μόνο στους ρόλους της συνθέτριας και της διευθύντριας), που αποκαλείται “Fukushima”, όπως γράψαμε και πιο πάνω, και που ολοκληρώνεται εις… ανάμνηση του φοβερού πυρηνικού δυστυχήματος, που συνέβη στην πόλη αυτή της Ιαπωνίας, τον Μάρτιο του 2011.
Τι μουσική, μπορείς να γράψεις εμπνεόμενος (με αρνητικό πρόσημο εννοείται) από ένα τέτοιο γεγονός; Και μάλιστα τι μουσική μπορεί να γράψει ένας Ιάπωνας ή μια Ιαπωνίδα, για ένα θέμα σαν κι αυτό, που θα επηρεάζει και θα καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων για αιώνες; (Η Ιαπωνία είναι μια μικρή χώρα, αν τη δεις σε σχέση με τη διάδοση της ραδιενέργειας, καθώς το Τόκιο, για παράδειγμα, απέχει από τη Φουκουσίμα μόλις 289 χιλιόμετρα με το αυτοκίνητο). Είναι ένα θέμα, λοιπόν, που δεν έχει εύκολη απάντηση, πόσω μάλλον αν δεν είσαι Ιάπωνας και δεν μπορείς να αντιληφθείς, στην ολότητά του, το μέγεθος της καταστροφής.
Η ορχήστρα της Fujiiείναι μεσαίου μεγέθους, καθώς αποτελείται από δεκατρία μέλη, με τον τρομπετίστα NatsukiTamuraπάντα παρόντα και με δώδεκα ακόμη άξιους συνοδοιπόρους-αυτοσχεδιαστές, όπως είναι οι OscarNoriegaάλτο, TonyMalabyτενόρο, DaveBallouτρομπέτα, JoeySellersτρομπόνι και NelsClineκιθάρα, που τα δίνουν όλα. Εννοώ πως στο “Fukushima” η ορχήστρα παίζει «τα πάντα» μέσα στα όρια της σύγχρονης jazz-avant.
Υπάρχουν ωραίες λυρικές συνθέσεις ή καλύτερα λυρικά, επιτάφια, μέρη, που δείχνουν τις αληθινές δυνατότητες της Fujiiνα δομεί μουσική για όλο τον κόσμο με μεγάλη συναισθηματική δύναμη (άκου ας πούμε τoδεύτερο 16λεπτotrack, αλλά και το τέταρτο 18λεπτο κατά τόπους), όπως και συνθέσεις-μέρη συνθέσεων που ακούγονται εντελώς προχωρημένα, με καινοφανή ηχοχρώματα και απροσδιόριστες «συνομιλίες». Βεβαίως (και) οι νεοϋορκέζοι αυτοσχεδιαστές είναι αποδεδειγμένα εξαιρετικοί, κάνοντας με αληθινά εμπνευσμένο τρόπο το όραμα τής SatokoFujiiχειροπιαστό.
Ακόμη ένα άλμπουμ… στα τόσα, για την ιαπωνίδα συνθέτρια και διευθύντρια ορχήστρας εδώ, που ως ακροατή σε… ισοπεδώνει.

MIKΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 72

$
0
0
19/1/2018
Οι απώλειες είναι συνεχείς, δηλαδή μόνιμες. Χθες έφυγε από τη ζωή, στα 74 χρόνια του, ένας αληθινά μεγάλος και οραματιστής μουσικός, ο Christian Burchard των Γερμανών Embryo.
Με τον Christian επικοινωνούσαμε δι’ αλληλογραφίας, fax κ.λπ. από πολύ νωρίς, από τις αρχές του ’90, πριν βρεθούμε και δια ζώσης στην Αθήνα. 
Όσα έπραξε με τους Embryo o Christian δεν είναι εύκολο να περιγραφούν, παρότι επιχειρώ καταγραφές της πορείας τους εδώ και 23 χρόνια (πρώτη φορά στο Jazz & Τζαζ τον Γενάρη του 1995). 
Έχω γράψει πολλά για τους Embryo και θα γράψω κι άλλα εν καιρώ, επειδή υπήρξαν μέχρι τα τελευταία τους μια μέγιστη μπάντα, κινούμενη πάντα στον πυρήνα της μουσικής δημιουργίας. RIP Christian Burchard. 

19/1/2018 
Από τον «τοίχο» του φίλου Γιάννη Λειβαδά πληροφορήθηκα το θάνατο τού συγγραφέα, ποιητή και πολλά άλλα Γιώργου Μανιάτη. Γενικώς, όμως, δεν είδα να γραφτεί πουθενά τίποτα…
Μεγάλη περίπτωση των νεότερων γραμμάτων μας, ένας εντελώς αυτόνομος και ιδιόμορφος πεζογράφος, «πατέρας» του εγχώριου μοντερνισμού (του '60) μαζί με τον Αλέξανδρο Σχινά, ο Γιώργος Μανιάτης είχε μια περιπετειώδη ζωή, την οποία μετέφερε μ’ έναν το ίδιο περιπετειώδη τρόπο και στο χαρτί. 
Ένα απόσπασμα από το αποδομητικό γραπτό του «Ο Μίδας Βασιλιάς Έχει Αυτιά Γαϊδάρου ή Εκατέρωθεν της Ουσίας» [Κέδρος, Σεπτέμβριος 1972]. Εις μνήμην…
 (Το εξώφυλλο του βιβλίου, που βλέπετε, στην πράξη είναι το οπισθόφυλλο του βιβλίου του).  
«(…) Διαβάζω ένα κείμενο, το δικό μου. Να εγκαταλειφθεί κανείς σε μια ανάγνωση είναι πρώτα πρώτα σα να αλλάζει οργανισμό: καρδιά οπωσδήποτε, αλλά επίσης μάτια (αν δηλαδή αληθεύει ακόμη ότι βλέπει καθόλου). Διαβάζω άκοπα και μέσα σε λίγη ώρα, αυτό που ένας άλλος έγραψε σε πολλές ώρες και μοχθώντας. Ότι ο άλλος αυτός μπορεί να είμαι ο ίδιος, δεν είναι ποτέ καθαρό. Ποιος γράφει όταν γράφω και ποιος διαβάζει όταν διαβάζω, το διερωτώμαι.  
Η ανάγνωση είναι αυτό που κάνει ώστε ένα γραπτό να είναι γραμμένο και όλα τα έργα περιλαμβάνουν την εικόνα του αναγνώστη τους. Ο ίδιος ο συγγραφέας είναι –ακόμη και ο πρώτος συγγραφέας ήταν– αναγνώστης. Δεν εννοώ το αυτονόητο ότι πρακτικώς είναι αδύνατο να γράψω αν δεν ξέρω να διαβάζω, αλλά ότι η γραφή είναι η ίδια ανάγνωση. Η γραφή είναι η γενεσιουργός ανά-γνωση της μορφής. Ο συγγραφέας γράφει με ένα ξένο (και άγνωστο) χέρι, εκείνο του αναγνώστη που υπάρχει σ’ αυτόν και που τον κάνει συγγραφέα• δε διαβάζει παρά με ένα επίσης ξένο μάτι. Από κει φαίνεται να πηγάζει η οδυνηρή (η χαρούμενη) ορφάνεια του έργου.  
Διαβάζω αυτό που έγραψα και βλέπω ότι δεν το έγραψα εγώ. Ο συγγραφέας και ο αναγνώστης στην περίπτωσή μου δεν είμαστε το ίδιο πρόσωπο. Γράφω με τον τρόπο που γράφω, αλλά διαβάζω με τον τρόπο που γράφει ένας άλλος. Ο τρόπος άλλωστε με τον οποίο γράφω, ποιος είναι; Εκείνος με τον οποίο κάποιος μέσα μου διαβάζει. Είναι ο εαυτός μου; Εκπλήσσομαι. Όλα όσα αναφέρονται στο γραπτό μου τα γνωρίζω, όχι όμως με τον τρόπο που παρουσιάζονται εκεί. Δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου σ’ αυτά, περίπου όπως δεν τον αναγνωρίζω στο όνειρό μου. Είμαι αυτός που ξεχνάει, ή που θυμάται, το όνειρό του• δεν είμαι αυτός που το ονειρεύεται.(…)». 

18/1/2018
Τι άλλο ακούγαμε εκεί στα μέσα του ’80; Σε κάτι ωραία απόμερα παραλιακά μπαρ, τέτοια εποχή με αέρηδες και με την ανταριασμένη θάλασσα ν’ αφήνει τα ίχνη της στα τζάμια;
Να… αυτό το τραγουδάκι, που μέσα στην απλότητά του έμοιαζε τόσο πλήρες…  

18/1/2018 
Το «Μαζί μου δεν ταιριάζεις» είναι ένα από τα ωραιότερα και όχι πάρα πολύ γνωστά τραγούδια του Τσιτσάνη… «ηχογραφήθηκε δε την ίδια ημέρα που καταλήφθηκε η Αθήνα από τους Γερμανούς στις 27/04/1941 και κυκλοφόρησε στις 09/11/1946. Δίσκος COLUMBIA DG 6617». Τραγουδά βεβαίως η Νταίζη Σταυροπούλου. 
Το τραγούδι το ανακάλυψαν διάφοροι τα πιο πρόσφατα χρόνια, ανάμεσα στους οποίους και ο Αγγελάκας που του γ@μησε τα πέταλα 

17/1/2018
Από τα «σαν σήμερα» του facebook είδα (από αναρτήσεις φίλων) πως το 1942, τέτοια μέρα, γεννήθηκε ο Muhammad Ali. 
Ο θρύλος πυγμάχος υπήρξε μέγιστη pop icon… και κάπως έτσι θυμήθηκα ένα σχετικό κείμενο που είχα γράψει το καλοκαίρι του 2016 για το lifo.gr, με αφορμή, τότε, το θάνατό του. Το κείμενο έχει πολύ «ψωμί» και στα πολιτικοκοινωνικά και στα δισκογραφικά (στοιχεία εν πολλοίς άγνωστα σ’ ένα πιο ευρύ κοινό) και επειδή τότε –δεν ξέρω για ποιο λόγο– δεν «περπάτησε» τώρα το ξαναπροτείνω… 

16/1/2018 
Βλέπω στο δίκτυο σε γνωστά σάιτ, αλλά και σε λιγότερο γνωστά, όπως και σε μπλογκ, να αναρτώνται ποιήματα… με λάθη. Με πολλά λάθη, με διαφόρων ειδών λάθη, που δεν είναι θέμα απροσεξίας, αλλά copy-paste απ’ όπου να ’ναι. 
Πολλοί… αγαπούν την ποίηση όπως φαίνεται, αλλά καθόλου τα βιβλία(!), καθώς σχεδόν ποτέ ή πολύ σπάνια τα ποιήματα είναι αντιγραμμένα, με προσοχή, από σοβαρές εκδόσεις ή λογοτεχνικά περιοδικά. Το αποτέλεσμα; Nα αλλοιώνονται στίχοι και στροφές, οπωσδήποτε η ορθογραφία του ποιητή, ενώ και η στίξη πολύ συχνά πάει περίπατο. Ιδίως η άνω τελεία. Γενικώς, ασέβεια.
Η αντιγραφή ενός ποιήματος έχει νόημα μόνον αν προέρχεται από εγνωσμένης αξίας έντυπη πηγή (που πρέπει ρητώς να αναφέρεται και ακόμη –γιατί όχι;– να σκανάρεται και το εξώφυλλό της, όταν δεν υπάρχει στο νετ). Όλα τα υπόλοιπα είναι αρπακολλατζίδικα…

ΚΩΣΤΗΣ ΔΡΥΓΙΑΝΑΚΗΣ / ΟΠΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ πειραματικοί ήχοι από το χθες σε δύο σχετικώς πρόσφατες εκδόσεις – ένα παλαιότερο κείμενο από το περιοδικό Μετρονόμος

$
0
0
Ο Κωστής Δρυγιανάκης είναι ένας γνωστός πειραματιστής και διεκπεραιωτής ήχων. Από το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80 έως και σήμερα ασκείται με καταφανές πάθος σ’ αυτούς τους «δύσκολους» χώρους, προτείνοντας νέες (τουλάχιστον για τα δικά μας δεδομένα) προσεγγίσεις της ηχητικής και μουσικής πραγματικότητας.
Εσχάτως δύο εκδόσεις έρχονται να ρίξουν φως στoξεκίνημα των δραστηριοτήτων του, βασικά με το σχήμα Οπτική Μουσική. Η πρώτη αφορά στο 2CD/βιβλίο «Τα Πρώτα Λόγια / Ηχογραφήσεις 1984-1987» [HxoiKatoApoToSpiti/ MoreMars/ Noise-below, 2017] και η δεύτερη στην κασέτα «λίθον, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες» [noisebelow, 2017] επίσης με ηχογραφήσεις της ίδιας εποχής.
Εδώ να υπενθυμίσουμε πως η Οπτική Μουσική (με έδρα πάντα το Βόλο) είχε ηχογραφήσει στην πρώτη φάση της ζωής της, στη δεκαετία του ’80, ένα LP, το «Τόμος 1» [Άλλη Πόλη, 1987], καθώς κι ένα CDμερικά χρόνια αργότερα, το «Τόμος 2» [Ίαμβος, 1994]. Τώρα, αυτό το αρχειακό υλικό έρχεται να συμπληρώσει το παζλ ενός σχήματος, μιας πλατφόρμας καλύτερα, που απέκτησε μιαν «άλλη» διάσταση, ένα «άλλο» στάτους μέσα στα χρόνια.
Όλα ξεκινούν από την καταγραμμένη τάση για επιστροφή στο ηχογραφικό παρελθόν – όχι μόνο μέσα από τις επανεκδόσεις των παλαιών άλμπουμ, αλλά και από το ενδιαφέρον για προβολή του ακυκλοφόρητου υλικού. Στο χώρο της ελληνικής πειραματικής μουσικής αυτό το ενδιαφέρον είναι μεγάλο για δύο, κυρίως, λόγους.
Ο πρώτος έχει να κάνει με την αύξηση του ζήλου για την πειραματική μουσική, γενικότερα. Δεκάδες μουσικοί, βασικά εικονοκλάστες, εκμεταλλεύονται τη σύγχρονη τεχνολογία, προκειμένου ν’ αναπτύξουν τις απόψεις τους πάνω στην ηχητική διευθέτηση. Πάμπολλα labels, diy (doityourself) ή λιγότερο diy, διακινούν ποικίλο υλικό σε κάθε φόρμα (δίσκοι βινυλίου, CD, κασέτες), ενώ χαμός γίνεται και με τις άυλες μορφές στο διαδίκτυο (bandcamp, soundcloudκ.λπ.).
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, κι αυτός είναι ο δεύτερος λόγος, η βουτιά στο (ελληνικό) παρελθόν μοιάζει και είναι επιβεβλημένη. Έτσι έχουν ανασυρθεί avant/ πειραματικοί/ ηλεκτρονικοί θησαυροί από το διάστημα sixties-eighties (να θυμηθούμε μόνο το έξοχο ανέκδοτο υλικό με εγγραφές του Μιχάλη Αδάμη, πριν τέσσερα χρόνια, από τις RekemRecords/ Mafia) και κάπως έτσι φθάνουμε, τώρα, στο ανέκδοτο, μέχρι τις μέρες μας υλικό, από τα υπόγεια της Οπτικής Μουσικής.
Οπτική Μουσική «Τα Πρώτα Λόγια / Ηχογραφήσεις 1984-1987» [HxoiKatoApoToSpiti/ MoreMars/ Noise-below, 2017]
Να πούμε, κατ’ αρχάς, πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια έκδοση κόσμημα. Και τούτο το λέμε όχι για να υπερθεματίσουμε έναντι του εικαστικού μέρους, αλλά για να διακρίνουμε πάνω απ’ όλα την ουσία. «Τα Πρώτα Λόγια» είναι βασικά ένα βιβλίο κάπως τετράγωνου σχήματος και εξήντα τεσσάρων άψογα τυπωμένων σελίδων, στα εξώφυλλα του οποίου (μπρος-πίσω) είναι τοποθετημένα τα δύο CD. Το περιεχόμενό τους; Εντυπωσιακό.
Ο Δρυγιανάκης καταγράφει με πάθος τις ιστορικές μέρες της μπάντας, δίνοντας συνεχείς λεπτομέρειες για κάθε σχεδόν στιγμή εκείνης της διαδρομής, σκύβοντας με σεβασμό σε πρόσωπα (συνεργάτες του) και καταστάσεις. Αυτό το κείμενο, που διαβάζεται, εννοείται και σαν ημερολόγιο, είναι, θα έλεγα, εξ ίσου σημαντικό με τις εγγραφές της Οπτικής Μουσικής – με το «νέο», σε κάθε περίπτωση, που κόμιζαν εκείνη την εποχή στη μουσική μας πραγματικότητα.
Σε τι συνίστατο εκείνο το «νέο»; Στον εκδημοκρατισμό της μουσικής πράξης. Στο γεγονός πως μουσικοί, μη μουσικοί ή λιγότερο μουσικοί (με την ακαδημαϊκή έννοια) θα μπορούσε να συμμετάσχουν επί ίσοις όροις στην ηχητική διαδικασία, δίνοντας χειροπιαστά αποτελέσματα.
Το ζήτημα το είχε περιγράψει σαφώς ο DavidToopστο βιβλίο του «Ωκεανός του Ήχου/ Αιθέριες συνομιλίες, περιβαλλοντικοί ήχοι & φανταστικοί κόσμοι» [οξ υ, Αθήνα 1998] μιλώντας για τις περιπτώσεις των ξένων συγκροτημάτων AMM, MEV (MusicaElettronicaViva), αλλά και γενικότερα:
«Για τους αμερικανούς μαύρους αυτοσχεδιαστές(…) και περίπου την ίδια εποχή για τους Ευρωπαίους και λευκούς Αμερικανούς αντίστοιχούς τους, όπως οι AMM, οι MusicaElettronicaViva(…) η μερική απομάκρυνση από τα κύρια μουσικά όργανα των συναυλιών jazzκαι κλασικής μουσικής ήταν μια πράξη πολιτική όσο και μουσική. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και στη χωρίς ψευδαισθήσεις δεκαετία του ’70 μικρά μουσικά όργανα και μη-όργανα (ραδιόφωνα τσέπης, μικρόφωνα επαφής που ενίσχυαν ανεπαίσθητους ήχους που προέρχονταν από τραπέζια, γενειάδες, τρίφτες τυριού κ.λπ.), γίνονταν σύμβολα της προσπάθειας να εκδημοκρατιστεί η μουσική, να επιτραπεί η πρόσβαση σε ανειδίκευτους μουσικούς (συμπεριλαμβανομένων και παιδιών) να παραχθεί ήχος από τα όργανα, αντί αυτά να υποτάσσονται σε συστήματα, να επιτραπεί να συμβούν στη μουσική τυχαία γεγονότα και να δημιουργηθεί μια αίσθηση συλλογικά οργανωμένης κοινότητας, ως προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης από τον ψυχρό επαγγελματισμό, ειδικότερα από το star-system, το οποίο επηρέασε τους καλλιτέχνες τόσο της jazzόσο και της κλασικής μουσικής».
Στο ίδιο μήκος κύματος ο έλληνας συνθέτης της πρωτοπορίας Γιάννης Χρήστου σημείωνε:
«Μουσικοί και μη μουσικοί, ηθοποιοί και μη ηθοποιοί, χορευτές και άνθρωποι απλοί. Ένας οποιοσδήποτε απ’ αυτούς ή και όλοι τους μπορούν να εκτελέσουν κάποια χειρονομία, να περάσουν σε κάποια δράση, να κινηθούν είτε σχηματίζοντας μια μορφή, όπως σε κάποιο χορό, είτε έξω από τη μορφή, όπως σε μια κατάσταση της καθημερινής ζωής. Ένας οποιοσδήποτε ή και όλοι τους μπορούν να παίξουν όργανα μουσικά και μη – απλά αντικείμενα που τα χτυπούν μ’ ένα είδος μπαγκέτας ή το ένα με το άλλο ή και τα χρησιμοποιούν διαφορετικά για να βγάλουν τον ήχο τους, ή ακόμη περίπλοκες ηλεκτρονικές συσκευές που επεξεργάζονται ήχους ζωντανούς ή play-back, παράγοντας εφέ υπολογισμένα από πριν ή τυχαία: ήχους που είναι μουσικοί ή concreteή αναπαράγουν τους συνηθισμένους ήχους της καθημερινής ζωής. Ένας οποιοσδήποτε ή και όλοι τους μπορούν να παίζουν μέσα στα πλαίσια της κατηγορίας όπου ανήκουν (πράξη) λ.χ. ένας βιολιστής που παίζει βιολί ή έξω από τα πλαίσια της κατηγορίας αυτής (μετάπραξη) λ.χ.  ένας βιολιστής που ουρλιάζει».
[από το βιβλίο της Anna-MartineLucciano«Γιάννης Χρήστου» Βιβλιοσυνεργατική, Αθήνα 1987]
Πάνω σ’ αυτές τις βάσεις στηρίζονται ο Κωστής Δρυγιανάκης και οι φίλοι του (Γιάννης Αργυρόπουλος, Τάκης Αγριγιάννης, Αλέξης Καραβέργος, Κώστας Παντόπουλος, Κώστας Κωστόπουλος, Νίκος Ξηράκης, Κώστας Ανέστης, Ελένη Βαρουξή, Χρήστος Καλτής, Θανάσης Χονδρός), προκειμένου να δημιουργήσουν το… ρεπερτόριο της Οπτικής Μουσικής, χρησιμοποιώντας ιδιότροπα όργανα ή μη όργανα (ελεφαντάκια, γραφείο, κρεβάτι, γείωση, παιδικά πνευστά, συρτάρι, μπουκάλια, σπίρτα, μπαλόνι, σταχτοδοχείο…), μαζί με συμβατικά βεβαίως (πιάνο, κιθάρα, συνθεσάιζερ, μπάσο, φλογέρα…). Το αποτέλεσμα, έτσι όπως καταγράφεται στα δύο CD, είναι εκείνο που αναμένει ο καθείς.
Μια μουσική ρέουσα, απρογραμμάτιστη στις λεπτομέρειές της, πολλάκις και στην ουσία της, ζωντανή, πάλλουσα, γεμάτη με απροσδόκητα και εκπλήξεις και, συγκριτικά, πολύ καλά ηχογραφημένη – αν αναλογιστούμε τις συνθήκες και τις προδιαγραφές των χώρων της εποχής. Μουσική, που δεν θα την χαρακτήριζα δύσκολη για το μέσο και κάπως υποψιασμένο αυτί, που γειτνιάζει άλλοτε με τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, άλλοτε με τον πιο οργανωμένο, άλλοτε με τη σύνθεση και άλλοτε μ’ έναν συνδυασμό όλων αυτών στα μακριά σχετικά στο χρόνο tracks (στο πρώτο CDκυμαίνονται χοντρικά από τα πέντε έως δέκα λεπτά).
Όποιος έχει υπόψη του τον «Τόμο 1» της Οπτικής Μουσικής είναι σίγουρο πως θα ενθουσιαστεί με την ποιότητα και την προσφορά των κομματιών, ενώ θα εκπλαγεί και από την αισθητική αρτιότητα συνθέσεων όπως η έσχατη (από το πρώτο CD) «Πόνος μνησιπήμων», με το σύνθι του Κωστή Δρυγιανάκη και το μπάσο του Κώστα Παντόπουλου να αναπλάθουν γενναία cosmicπεριβάλλοντα.
Και καθώς προχωράμε στο χρόνο, μπαίνοντας στο δεύτερο CD, που περιλαμβάνει εγγραφές της διετίας 1986-87, της τελευταίας eighties-εποχής της Οπτικής Μουσικής, αλλάζει προς το πιο… χειροπιαστό και ολοκληρωμένο και η λειτουργία-παραγωγή του γκρουπ – με τα ακόμη πιο απαιτητικά tracksνα διαδέχονται το ένα το άλλο («Καταμετρήσεις χάους», «Ένα γράμμα που δεν έφυγε ποτέ», «Ο άγνωστος πεδιομάχης», «Ο κόκκινος κύκλος» κ.λπ.).
Αυτή η φάση, που είναι κάτι άλλο από εκείνη της πρώτης εποχής, έρχεται να καταγραφεί με τον πιο απαιτητικό και ουσιωδώς διεισδυτικό τρόπο, παρά τις όποιες μικρές τεχνικές ατέλειες (το ξαναλέω, για να μην το ξεχνάμε, πως πρόκειται για ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις, επιμελημένες φυσικά, που έγιναν σε πρόβες και αίθουσες, καταγραμμένες κυρίως σε κασέτες), δείχνοντας πως η Οπτική Μουσική ήταν ένα δημιουργικό σχήμα εν εξελίξει (πάντα με κινητήριο παράγοντα τον Κωστή Δρυγιανάκη), που διέκοψε τη δραστηριότητά του την πιο κρίσιμη, για ’κείνο, στιγμή.
Κωστής Δρυγιανάκης «λίθον, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες» [noisebelow, 2017]
Πέραν, λοιπόν, του 2CDυπάρχει και μια κασέτα (μιας πλευράς), που την υπογράφει ο Κωστής Δρυγιανάκης και που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό σε 100 αριθμημένα αντίτυπα, από την noisebelowτου Νικόλα Μαλεβίτση. Η κασέτα, η οποία περιλαμβάνει και αυτή ηχογραφήσεις της Οπτικής Μουσικής από την περίοδο 1984-1987 (δεν ταυτίζονται, εννοείται, με εκείνες του 2CD), παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβρη του 2016 στο HabeatRecords, στην Αθήνα, και είναι αφιερωμένη, όπως διαβάζουμε, στον… «Νικόλα Μαλεβίτση που, το 1993, έριξε την πρώτη σπίθα για το ξανακοίταγμα της Οπτικής Μουσικής».
Στην κασέτα καταγράφεται ένα κομμάτι βασικά, χωρίς επιμέρους μέρη, που καταλαμβάνει όλη την πρώτη πλευρά και διαρκεί περίπου 29 λεπτά. Φυσικά, προέρχεται από τα ίδια σέσιον (μ’ εκείνα του 2CD), συμμετέχουν οι ίδιοι μουσικοί, με το περιεχόμενο να αφορά σε μιαν αυθόρμητη και εν τω γεννάσθαι… εκπομπή με βόμβους, θορύβους, παράσιτα, ξαφνικές εντάσεις, σιωπές, μικρές αφηγηματικές σφήνες και τρανές εικονοκλαστικές παραγράφους, αγνοώντας στάθμες και μέτρα.
Είναι και αυτή (η κασέτα) ένα κομμάτι της ιστορίας τούτου τού εντελώς ιδιοσυγκρασιακού γκρουπ.

Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Μετρονόμος, τεύχος 63, Απρίλιος-Ιούνιος 2017

BLUES REVIVAL 34: BLIND WILLIE McTELL (1898 ή 1903-1959)

$
0
0
Γράφοντας για τον BlindWillieMcTellθα πρέπει να έχουμε κατά νου πως αναφερόμαστε σ’ ένα μέγιστο όνομα της ιστορίας του blues. Οπωσδήποτε επρόκειτο για έναν πραγματικό λαϊκό ποιητή, για έναν έξοχο τραγουδιστή και σίγουρα για έναν διακεκριμένο κιθαρίστα (έπαιζε 12χορδη κιθάρα), για πολλούς ο μεγαλύτερος, που ανέδειξε ποτέ η λαϊκή μούσα στην Αμερική.
Έχουν γραφτεί πολλά για τον BlindWillieMcTell, τα βιογραφικά στοιχεία αφθονούν σε όλες τις εγκυκλοπαίδειες (έντυπες και ηλεκτρονικές), όπως άφθονες είναι και οι εκδόσεις με το προπολεμικό υλικό του, το οποίο βρίσκεται πλέον συγκεντρωμένο στους καταλόγους της Yazoo, της Document, της Columbiaή της Wolf.
Εξετάζοντας όμως την περίπτωσή του σε σχέση με το θέμα μας, το bluesrevivalδηλαδή, οφείλουμε να μεγεθύνουμε στις εγγραφές που παρουσίασε στη δεκαετία του ’50, την εποχή, εννοούμε, που επανήλθε στις ηχογραφήσεις, αποτελώντας έναν από τους πρώτους ήρωες της επανάκαμψης. Αυτό βεβαίως ειπώθηκε αργότερα, γιατί όταν το έσχατο άλμπουμ τού McTellέγινε γνωστό, το 1961, ο ίδιος ήταν απών, ώστε να μπορέσει να το στηρίξει και να το επεκτείνει.
Η πρώτη φορά που μπήκε στο στούντιο ο BlindWillieMcTellμετά τον πόλεμο ήταν το 1949, τον Οκτώβριο, όταν έπαιξε κιθάρα σ’ ένα 78άρι του CurlyWeaverκαι κυρίως τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, όταν έκανε ένα ολόκληρο sessionγια την Atlantic, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1972 (εκείνη την εποχή τυπώθηκαν μόνο τα τραγούδια “Broke-downengineblues / Killit, kid”, σ’ ένα 78άρι του 1950 υπό το όνομα BarrelhouseSammy). Το 1950 θα γράψει, μάλιστα, κι άλλο υλικό, μαζί με τον CurlyWeaver, για την Regal, που θα γίνει γνωστό, και αυτό, πολλά χρόνια αργότερα. Επί της ουσίας δηλαδή τον είχαν για ξοφλημένο… και κάπως έτσι, απογοητευμένος από την ανυπαρξία αναγνώρισης και σε απόλυτη σχεδόν ένδεια, ο BlindWillieMcTellθα φύγει από τη ζωή τον Αύγουστο του 1959 σε κάποιο νοσοκομείο της Georgia.
Όταν έσκασε η είδηση στα σχετικά κυκλώματα ένας bluesfan, ονόματι JanCox, επικοινώνησε με τον SamChartersρωτώντας τον αν τον ενδιέφεραν πληροφορίες για τους bluesmenτης Atlanta. Ο Chartersζήτησε να μάθει αν υπήρχε κάτι σημαντικό για τον BlindWillie, το όνομα του οποίου ξανακουγόταν μετά θάνατον στην πιάτσα. Ο Coxφαίνεται πως είχε ρίξει τη… χρυσή πληροφορία. Κάποιος EdRhodesπου διατηρούσε δισκοπωλείο στην Atlanta, λυπούμενος προφανώς τον απελπισμένο μουσικό δέχθηκε να τον ηχογραφήσει προς τον Σεπτέμβριο του ’56. Η ιστορία έχει αξία, υπάρχει στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ και τουCDκαι δεν γίνεται εδώ και τώρα να την αναπτύξουμε. Το σίγουρο είναι ένα. Η φωνή του θρύλου μουσικού εμφανίζει μια σχετική κόπωση (όχι σπουδαία πράγματα), τα χέρια του όμως «κεντάνε». Το “LastSession” είναι ένα συγκλονιστικό άλμπουμ!
Δισκογραφία
1. LastSessionPrestige / BluesvilleBVLP 1040 – 1961

ΑΝΑΠΛΟΥΣ κάτι από το χθες και μαζί λίγα λόγια για την πιο πρόσφατη δουλειά τους

$
0
0
Για τους Ανάπλουςείχα γράψει πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2009 στο #196 τεύχος του Jazz& Τζαζ. Μερικά από ’κείνα τα λόγια έχουν νόημα να αναπαραχθούν. Να λοιπόν…
Ελληνικό συγκρότημα, με στίχο ελληνικό, που να υιοθετεί μία (ανάμεσα σε άλλες) garage-punkαισθητική δεν είναι κάτι σύνηθες. Δεν ήταν σύνηθες ούτε στα sixties, στο πρώτο εγχώριο ξέσπασμα, δεν ήταν σύνηθες ούτε στην πρώτη αναβίωση στα μέσα του ’80, δεν είναι σύνηθες ούτε σήμερα. Ιδίως σήμερα, όταν η αγγλική γλώσσα «πάει πακέτο» με το... ανεξάρτητο όραμα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Υπάρχουν εξηγήσεις, πέραν των γνωστών και τετριμμένων περί μη «συμβατότητας» της γλώσσας μας με τις rockρυθμολογίες και τ’ ανάλογα. Βασικά, η αιτία έχει να κάνει με την περιφρούρηση της διαφορετικότητας του χώρου, με το κόψιμο κάθε δεσμού μ’ εκείνο που ονομάζουμε «έντεχνο ελληνικό τραγούδι», το οποίον μπορεί να τυγχάνει και ροκ ή «ροκ» συχνότατα. Έτσι λοιπόν ενώ, κατά βάθος, υπάρχει η ανάγκη για τη δημιουργία ενός ελληνικού-ελληνικού indieάσματος, ορισμένοι, πολλοί, σχεδόν όλοι, μοιάζει να περιμένουν τον πλήρη ενταφιασμό τού... καθομιλουμένου στίχου, προκειμένου να επέμβουν. Τι θα συμβεί τότε; Δεν ξέρω. Πάντως το καλάθι θα είναι μικρό... Πάμε όμως στους... διαφωνούντες, στην περίπτωσή μας, όπως είναι οι Αθηναίοι Ανάπλους.
Το συγκρότημα, που υπάρχει εδώ και λίγα χρόνια (σ.σ. μετράμε από το 2009 και πίσω), κατέθεσε προσφάτως το παρθενικό του άλμπουμ. Η «Ανοσία»[Anazitisi] περιέχει 12 τραγούδια κι ένα ορχηστρικό, όλα σε μουσικές και στίχους των μελών του σχήματος (Σωκράτης Παπασωτηρίου φωνητικά, Γιάννης Λαδιάς κιθάρα, Παναγιώτης Κορκολής πλήκτρα, Πάρις Λέριος ντραμς, Θανάσης Ραχούτης μπάσο).
Ακούγοντας το άλμπουμ των Ανάπλους έχω την αίσθηση πως, από μουσικής πλευράς, υπάρχει μία μετατόπιση από περισσότερο garageηχοχρώματα στην αρχή, προς περισσότερο punkyκατά το τέλος (αισθητικώς κοντά στις Τρύπες – το τραγούδι τους «Στην άλλη πλευρά» τούς θυμίζει πολύ), λίγο πριν το κλείσιμο με το instroDesert”, τα ξεσπάσματα του οποίου βγάζουν μια... ψυχεδελικότητα. Σκληρές, εν γένει, φόρμες, πάνω στις οποίες πατάνε τα «άρρωστα» λόγια. Δείγμα: «αδέσποτες οι λέξεις/ μου τρων’ τα σωθικά/ και οι άρρωστές μου σκέψεις/ γυρεύουν γιατρειά»και «ώσπου να κλείσεις το ένα βλέφαρο/ σε χώρα άγνωστη ξεχνιέσαι/ βρέχει γυαλιά, χιονίζει σίδερα/ μα τι σε κάνει να γελάς/ αναρωτιέσαι».
Θυμός λοιπόν, οργή στα όρια της απόγνωσης, δυσφορία για έναν τρόπο ζωής που επιβάλλεται άνωθεν, αλλά ταυτοχρόνως και αδυναμία να ξεπεραστούν τα ζόρια, αφού η παγίδα διαθέτει γερές δικλείδες ασφαλείας. Είναι τόσο χάλια η κατάσταση; Μπορεί και περισσότερο. Εξαρτάται από το τι είσαι, πού είσαι, ποιος είσαι... Οι Ανάπλους δεν κρύβονται, είναι σίγουρο. Μπορεί να τα λένε κάπως «χοντρά», μπορεί να τους λείπει το... καλλιτεχνικό τακτ, όμως είναι «διαβασμένοι» στις μουσικές τους και ειλικρινείς στα λόγια τους, κι αυτό αρκεί. Σε πρώτη φάση…
Από ’κείνη την πρώτη φάση σειρά έχει, σήμερα, η δεύτερη…
Λέμε πια για την πιο πρόσφατη δουλειά των Ανάπλους, που έχει τίτλο «Στο Όνειρό μου»– ένα καλογραμμένο CD-Rμε εννέα tracksκαι εντελώς λιτό στις πληροφορίες του («στο “Χωρίς να βλέπεις” τραγουδάει η Φλώρα Ρουμπάνη», «τους στίχους του “RaymondQueneauέγραψε ο Ηλίας Ξανθάκος», «το εξώφυλλο βασίζεται σε πίνακα του Θανάση Ραχούτη», «επιμέλεια εικαστικού Πολυτίμη Διαμαντοπούλου»… αυτά είναι όλα).
Το συγκρότημα ροκάρει συχνά με κάποιες sixtiesκαι άλλοτε με eightiesαναφορές (το λέω σε σχέση με τη χρήση των keyboardsείτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση), αλλά γενικώς με σημερινό πρόσωπο και με σαφείς κοινωνικές αγωνίες (στα λόγια). Οι επιρροές από Τρύπες και Ξύλινα Σπαθιά είναι επίσης διακριτές, αν και σε κάθε περίπτωση σωστά αφομοιωμένες.
Τα ωραιότερα τραγούδια του CD-Rτων Ανάπλους είναι το εισαγωγικό «Επιστροφή», το «Zombie», το «Κάτω από τη γλώσσα» και το «Βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα (Γυναίκα δολοφόνος)», δίχως να υστερούν κατά πολύ και τα υπόλοιπα. Θέλω να πω πως οι Ανάπλους είναι ένα πολύ καλό γκρουπ, που με κάποιες επιμέρους βελτιώσεις θα έφτανε μακρύτερα. (Η δική μου γνώμη είναι πως τα πλήκτρα χρειάζονται παντού, πως τα πιο σκληρά κομμάτια δεν είναι το φόρτε τους και πως μια συγκροτημένη παραγωγή θα αναδείκνυε ακόμη πιο πολύ το υλικό τους). Τι απαιτείτε μετά απ’ όλα αυτά; Απλώς… κάποιος να τους εμπιστευτεί.
Viewing all 5019 articles
Browse latest View live