ASMUNDSEN& CO: Pastor’n [LOS 167-2, 2017] Για άλμπουμ της μπασίστριας TineAsmundsenείχα γράψει πριν χρόνια στο Jazz& Τζαζκαι σε κάθε περίπτωση χαίρομαι τώρα, γιατί ξαναπιάνω δικό της άλμπουμ στα χέρια μου. Αναφέρομαι στο “Pastor’n”, το tributeτης Asmundsenκαι της Κομπανίας της στον 87χρονο νορβηγό πιανίστα Einar“Pastor’n” Iversen– μια μορφή της τζαζ στη βόρεια χώρα, με καριέρα που αγγίζει τα 70 χρόνια!
Μπορεί το όνομα τού Iversen (για άλμπουμ του οποίου επίσης είχα γράψει στο Jazz& Τζαζ) να μην είναι καθόλου γνωστό στην Ελλάδα, καθώς πολλοί jazz-fansξεκινούν τη γνωριμία τους με τη νορβηγική τζαζ μέσα από τον κατάλογο της ECM (JanGarbarek, TerjeRypdal, ArildAndersen, JonChristensenκ.λπ.), όμως η καριέρα του (η καριέρα τού Iversen) είναι τέτοια και τόση, με αποτέλεσμα στην πατρίδα του να συγκαταλέγεται ασυζητητί μεταξύ των «ηρώων» και πιονιέρων της τοπικής σκηνής.
![]()
Γεννημένος το1930, ο Iversen (άλλως Pastor’n, επειδή ο πατέρας του ήταν παπάς) γίνεται επαγγελματίας μουσικός από πολύ νωρίς και στα 23 του, το 1953, κάνει την πρώτη εμφάνισή του στη δισκογραφία με την μπάντα τού RowlandGreenberg, ενώ στα τέλη του ’50 και στις αρχές του ’60 συνοδεύει αμερικανούς μουσικούς, που έρχονται για εμφανίσεις στη Νορβηγία (στο MoldeJazzFestivalπ.χ. και αλλού). Μερικοί με τους οποίους έπαιξε ο Iversenήταν και οι LuckyThompson, DexterGordon, ColemanHawkinsκαι JohnnyGriffin (όπως διαβάζουμε και στο ένθετο του CDτης Losen). Στα sixties, ο νορβηγός πιανίστας ασχολήθηκε περισσότερο με επενδύσεις χορευτικών και θεατρικών παραστάσεων, δίχως να παραλείψει πάντως και την πιο προσωπική δισκογραφία – με το άλμπουμ του “MeandMyPiano” (1967) να θεωρείται must (και πολύ σπάνιο στην originalέκδοσή του – διατίθεται όμως σε CD). Φυσικά και όλες τις επόμενες δεκαετίες ο Iversenθα δώσει ξεχωριστές εγγραφές, με το έργο του να αναγνωρίζεται ευρέως στην πατρίδα του (εννοείται), αλλά ελάχιστα έξω απ’ αυτήν. Τώρα, βεβαίως, με την παρούσα έκδοση τής Losen, ίσως γίνει γνωστό και αλλού. Για να δούμε…
Στο “Pastor’n” καταγράφονται έντεκα συνθέσεις του Iversen, από διάφορες φάσεις της καριέρας του υποθέτω (είναι ένα θέμα το ότι δεν αναφέρονται οι χρονολογίες των originalεγγραφών), τις οποίες διεκπεραιώνουν οι VidarJohansenτενόρο, MagnusAannestadOsethτρομπέτα, φλούγκελχορν, RuneKlakeggπιάνο, TineAsmundsenμπάσο και TerjeEngenντραμς. Η ορχήστρα παίζει εξαιρετικά, η ηχογράφηση έχει τη σφραγίδα του JanErikKongshaug, ενώ οι συνθέσεις του Iversenπροσφέρουν όλα εκείνα τα απαραίτητα στοιχεία, προκειμένου να διαφανεί η ποιότητα και η αρτιότητα του Asmundsen& Co.
Στο σετ υπάρχουν tracksπου έχουν άλλοτε ευρωπαϊκή και άλλοτε αμερικανική χροιά, άλλοτε euro-balladsστο nordicstyleδηλαδή, και άλλοτε με τυπικότερο (δηλαδή κλασικότερο) swinging, bopκ.λπ. Υπάρχουν δε και tracksακόμη πιο «περίεργα», όπως το “Armida”, που διαθέτουν άλλου τύπου αναφορές (oriental) ή το “Eurasiangoodies”, που δείχνουν ότι ο Iversenήταν/είναι ένας μουσικός που το έψαχνε / ψάχνει και που μπορεί να εκπλήσσει, ακόμη και τώρα, με τις προτάσεις του.
Κρίμα να μην εντοπίζονται εύκολα τα παλαιά του άλμπουμ.
OLGA KONKOVA, JENS THORESEN: Old Songs [LOS 181-2, 2017]
Η ρωσονορβηγίδα πιανίστρα OlgaKonkovaδεν είναι χθεσινή. Βρίσκεται στη σκηνή από τα χρόνια του ’90, έχοντας ηχογραφήσει διάφορα άλμπουμ – είτε με δικά της σχήματα είτε ως συνεργάτις σε άλλα. Το ίδιο και ο κιθαρίστας JensThoresen. Konkovaκαι Thoresenείχαν βρεθεί, εξάλλου, στην NorskeStoreOrkesterτου HelgeSundeγράφοντας για την ACTMusic+ Visionτο άλμπουμ “Denada” το 2006.
Εδώ, στο “OldSongs”, το ντούο πράττει κάτι πρωτότυπο – πολύ πρωτότυπο. Πιάνει κλασικά τζαζ στάνταρντ (και κάτι από pop) και όχι απλώς τα διασκευάζει, αλλά τους… αλλάζει τα φώτα! Αλλάζει τα ακόρντα, αλλάζει τις μελωδίες, δημιουργεί νέες αρμονίες, αλλάζει ρυθμούς, tempi, διάρκειες, αισθήματα κ.λπ. – γενικώς πράττει ό,τι θέλει!
Αυτό, για να πω την πάσα αλήθεια, δεν ξέρω κατά πόσον μπορεί να λειτουργεί συνεχώς και δια παντός – αν μιλάμε για κομμάτια όπως το “Blueingreen” του MilesDavis, το “Minortweakz” (που είναι το “Giantsteps” του Coltrane), το “Tristissimo” (που είναι το “ThegirlfromIpanema” του Jobim), το “Sol” (που είναι το “Herecomesthesun” του GeorgeHarrison). Τα κομμάτια, έτσι όπως τα ξέρουμε, χάνουν κάθε αναγνωρισιμότητά τους, καθώς υπάρχουν, γενικώς, κάποια πολύ σύντομα «σχήματα», που μπορεί να μας θυμίζουν εκείνο που ξέρουμε και αγαπήσαμε.
Βεβαίως, έναν πειραματισμό έχουμε εδώ – που μπορεί να απευθύνεται στον κάθε έναν από εμάς. Τόσο σ’ εκείνους, δηλαδή, που έχουν εντρυφήσει στις συγκεκριμένες συνθέσεις, λαμβάνοντας το “OldSongs” σαν καπρίτσιο, όσο και σε κάποιους νεότερους, που δεν γνωρίζουν σώνει και καλά το παλαιό ρεπερτόριο και που μπορεί να εκλάβουν το άλμπουμ σαν κάτι, που δεν «κλωτσάει», αναγκαστικώς, και που μπορεί να φανερώνει άλλες, κρυμμένες… αρετές των κομματιών.
Μας βάζουν δύσκολα οι Konkovaκαι Thoresen, αλλά… ας είναι.
AUDUNTRIO: Rondane [LOS 191-2, 2017]
Ακόμη ένα κλασικό σχήμα πιάνου-τρίο έχουμε εδώ, στην περίπτωση του AudunTrio, το οποίον αποτελείται από τους AudunBarstenJohnsenπιάνο, HåkonNorbyBjørgoμπάσο και MagnusSefaniassenEideντραμς. Το άλμπουμ τους “Rondane” περιλαμβάνει εφτά συνθέσεις των μελών του γκρουπ, που είναι… στανταρισμένες nordic. Τζαζ δηλαδή ευρωπαϊκού τύπου, πνιγμένη στις κλασικές-ρομαντικές αναφορές, με ιδιαίτερα επεξεργασμένες αλλά πάντα απλές μελωδικές γραμμές και με αρμονικό πλούτο, χωρίς υπερβολές και εντάσεις, μα με θωπευτική ή υποδόρια επέκταση-λειτουργία.
Καθαρό γκρουπ, με ελάχιστα εφφέ και καθόλου παρελκόμενα, οι AudunTrioθα έλεγα πως εντυπωσιάζουν σε κομμάτια όπως το 7λεπτο “Rondane”, γραμμένο για το φερώνυμο Εθνικό Πάρκο της Νορβηγίας – έναν μαγικό τόπο, που περιγράφεται εξ ίσου μαγικά από το τριμελές γκρουπ. Αλλά το ίδιο εντυπωσιακά ηχούν και τα μικρότερης διάρκειας tracks, όπως το 4λεπτο “Ragtime”, που επιχειρεί να ανασκευάσει το κλασικό rag, κατεβάζοντας το τέμπο και εμμένοντας περισσότερο στην αναδυόμενη μελωδία παρά στην υπερτονισμό της ρυθμικής ακολουθίας.
Διατηρώντας αυτήν την ίδια απλή μαγική συνταγή, που στηρίζεται στη μη-κατάχρηση και την εκφραστική ολιγάρκεια, οι AudunTrioσυνθέτουν αληθινά συναρπαστικά κομμάτια, όπως το εισαγωγικό “Presentjoy” (με χρήση και φωνητικών) ή την εντυπωσιακή, αργή, μπαλάντα “Dosmalltalkwithme, please”.
URO: Or [LOS 159-2, 2017]
Δεν είναι πρωτόφαντο, φυσικά, ένα σχήμα να έχει τρεις κιθαρίστες, αλλά δεν είναι και κάτι καθημερινό. Οι UROπάντως έχουν. Τον KristofferSpangen, ο οποίος παίζει και dobro, τον AndersBrønstadκαι τον MariusIgland, ενώ υπάρχει και μπάσο-ντραμς εννοείται (TorbjørnTveit, KristofferTokle). Οι πέντε τους συνθέτουν και παρουσιάζουν δέκα κομμάτια, σε τρία εκ των οποίων ακούγονται και φωνές, σαξόφωνα και φλάουτο (από guests). Όλοι οι μουσικοί, παρότι νεαροί, έχουν τη μικρή ιστορία τους κι έτσι τα μόνα που οφείλουμε να πούμε, που να έχουν και κάποιο ευρύτερο νόημα, είναι τούτα.
Βλέποντας, λοιπόν, κάποιος στο backcoverαυτές τις τρεις κιθάρες και το dobroδεν μπορεί παρά να κάνει κάποιες υποθέσεις και, λογικώς, να πέσει μέσα σε αυτές. Πρώτον, δεν υπάρχει περίπτωση το άκουσμα να μην είναι και-rock. Δεύτερον, δεν υπάρχει περίπτωση το άκουσμα να μην είναι και-country. Τρίτον, δεν υπάρχει περίπτωση το άκουσμα να μην είναι, με όποιον τρόπο, και-βορειοευρωπαϊκό. Να το πω; Συμβαίνουν και τα τρία στο “Or”. Οι νεαροί Νορβηγοί παρουσιάζονται σίγουροι στα κελεύσματα τού αμερικανικού ήχου, τα οποία μπολιάζουν με έντεχνες και κάποιες φορές με… περιβαλλοντικές ενορχηστρώσεις. Και απ’ αυτήν την άποψη σίγουρα καινοτομούν.
Δεν θα τους πεις americana, σώνει και καλά, τους URO, δεν θα τους πεις τίποτα… γενικό ή ειδικό. Κι αυτό, για ένα συγκρότημα που ντεμπουτάρει, δεν είναι καθόλου μικρό.
SCHEEN JAZZORKESTER & JON ØYSTEIN ROSLAND: Tamanoar [LOS 177-2, 2017]
Η ScheenJazzorkesterείναι μία 12μελής μπάντα (μέσα και ο τενόρο σαξοφωνίστας JonØysteinRosland), η οποία, μέσω του “Tamanoar”, ηχογραφεί κάτι σαν σουίτα με μέρη, υπομέρη, εισαγωγές, επιλόγους και τα ρέστα. Τι ακριβώς προάγεται εδώ δεν είναι δύσκολο να το αντιληφθείς. Κάτω από τον… μανδύα της μεσαίας μπάντας έχουμε ένα σχήμα σύγχρονης-τζαζ μουσικής – και σύγχρονης και jazzδηλαδή, που επιχειρεί να ανακατέψει στοιχεία απ’ αυτά τα δύο βασικά είδη, προσφέροντάς τα μ’ έναν μάλλον αναμενόμενο τρόπο.
Οι συνθέσεις είναι όλες του ØysteinRosland, oοποίος δεν φαίνεται να έχει κάποιον ρόλο leaderστην μπάντα, καθότι υπάρχουν σοπράνο και άλτο σαξοφωνίστες που παίζουν σόλι συχνότερα από ’κείνον, την ώρα που όλα δένουν με τον γνωστό λεπτολογημένο σκανδιναυικό τρόπο. Με το σουινγκάρισμα να προσφέρεται με μέτρο, και με τις κλασικότροπες μελωδίες να έχουν ανά τακτά διαστήματα την τιμητική τους, το “Tamanoar” (που αναφέρεται σε κάποιον… μυρμηγκοφάγο – τον βλέπετε και στο εξώφυλλο) είναι ένα έργο, που έχει στιγμές και φάσεις για όλους. Για όλους εκείνους που κινούνται που κινούνται μεταξύ jazzκαι κάποιας πιο σύνθετης αφήγησης εννοώ.
LOW-FLY QUINTET: Stop for a While [LOS 188-2, 2017]
Το Low-FlyQuintetοδηγείται από την νορβηγίδα τραγουδίστρια, με αφροαμερικανή καταγωγή, CamillaTømta. Δίπλα της βρίσκονται ο ισπανός μπασίστας UriSala, η νορβηγίδα τσελίστρια SiriSnortheimκαι οι επίσης Νορβηγοί OleGjøstølπιάνο και SkjalgLidsheimντραμς, κρουστά. Όλοι μαζί αποτελούν ένα όχημα τραγουδιστικής jazz, το οποίον αποδίδει πρωτότυπα και στάνταρντ (συνθέσεις των FatsWalleer, JimmyvanHeusen, SonnyBurke…). Η μπάντα είναι πολύ δεμένη και παίζει με αληθινή έμπνευση και πρωτοτυπία, κάτι που φαίνεται πρωτίστως στα δικά της κομμάτια – όπως στο blues“Thankyou” (μουσική-στίχοι: Tømta), στη χορευτική μπαλάντα “Asweeterdreamer” (κι αυτή της Tømta), στο παλιοκαιρινό “Stopforawhile” κ.λπ. Όλα αυτά τα tracks, πάντως, ακόμη κι εκείνα που εμπνέονται από την παλαιά τραγουδιστική τζαζ (των στάνταρντ) έχουν σοβαρό λόγο ύπαρξης. Είναι εξαιρετικά άσματα, ερμηνευμένα γερά από την CamillaTømta, διαθέτοντας τέλεια παιξίματα – ομαδικά συνήθως, αλλά και με συγκεκριμένα soliκατά τόπους, που ακούγονται «σεμνά» και πάντα εντός κλίματος (έξοχα τα «γεμίσματα» της τσελίστριας Snortheim).
Άλλη μια εξαιρετική πρόταση από τη νορβηγική LosenRecords.