Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5101 articles
Browse latest View live

ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΛΩΡΟΣ ρίγος ψυχής φορεμάτων

$
0
0
«Ρίγος Ψυχής Φορεμάτων» [Αγάντα Μουσικές Παραγωγές, 2018] αποκαλείται το τρίτο άλμπουμ τού τραγουδοποιού Βασίλη Φλώρου. Τρίτο, γιατί έχουν προηγηθεί τo«Στις Όχθες της Αυγής» [LegendRecordings, 2010] και το «Αλμαγέστη ενός Χαμάλη» [MLK, 2015]. Ακόμη και οι τίτλοι των άλμπουμ δείχνουν πως ο Φλώρος έχει κάποιο χαρακτήρα ως τραγουδοποιός, με πολύ συγκεκριμένες στιχουργικές και συνθετικές βλέψεις – που τον τοποθετούν, βεβαίως, μέσα στο σώμα του «έντεχνου τραγουδιού», αλλά όχι στο κυρίως μέρος του. Εννοούμε πως τα άλμπουμ, και ειδικότερα τα τραγούδια τού Φλώρου δεν είναι απ’ αυτά που θα μπορούσε να βρουν θέση στα τυπικά «έντεχνα» airplays, καθότι δεν είναι φτιαγμένα (τα τραγούδια) με τη λογική της «επιτυχίας», μα λαμβάνοντας υπ’ όψη άλλες παραμέτρους.
Δεν είναι δύσκολο να πει κάποιος, ακούγοντας τα τραγούδια τού Φλώρου, πως ο καλός τραγουδοποιός είναι επηρεασμένος από άλλους καταξιωμένους συναδέλφους του, όπως τον Νίκο Ξυδάκη και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου σε πρώτο πλάνο και τον Παντελή Θαλασσινό σ’ ένα δεύτερο, αν κι εκείνο που τον διαφοροποιεί, νομίζω και από τους τρεις, είναι η ξεχωριστή στιχουργική δύναμή του. Προσωπικώς, και έτσι όπως τον ακούω εδώ, ο Φλώρος, για μένα, είναι πρώτα στιχουργός, μετά συνθέτης και μετά τραγουδιστής.
Δεν μπορώ να προσδιορίσω από πού εκκινούν τα στιχουργήματα του Φλώρου, αλλά θα πω κάτι (για την ποιητική του) και ας πέσω έξω. Διαβάζοντας λοιπόν τα λόγια ή κάποια λόγια τέλος πάντων (στο 16σέλιδο ένθετο) έφερα στη μνήμη μου την ποίηση του Αθανάσιου Χριστόπουλου (και όχι μόνο στο «Οινοπλάκια», που έχει και «χριστοπουλικό» θέμα, αλλά γενικότερα). Το έχει ψάξει πολύ με το στίχο ο Φλώρος (και καλά κάνει), γιατί ο στίχος είναι πάνω από το 50% στο τραγούδι (πόσο πάνω ας το πει ο καθένας μόνος του), αλλά νομίζω πως πρέπει να το ψάξει το ίδιο πολύ και με τις μουσικές –με τις μελωδίες του– όπως και με τις ενορχηστρώσεις του.
Παρότι υπάρχει διάθεση για πειραματισμό και «εκπλήξεις» (όπως στο τραγούδι «Glockenspielman», με την ακουστική κιθάρα και το reverseεφφέ), αυτή ακριβώς η διάθεση είναι περιορισμένη και δεν διαχέεται προς πάσα κατεύθυνση, προς κάθε τραγούδι.
Νομίζω πως είναι κάπως συντηρητικός στις ηχητικές επιλογές του ο Φλώρος, τελικώς. Φυσικά και η δημοτική παράδοση, όπως και το «έντεχνο τραγούδι», οι χώροι τους εννοώ, μπορεί να του δώσουν αφορμές για κάτι ιδιαίτερο, ιδιόμορφο και διαφορετικό, αλλά χρειάζεται περισσότερο ψάξιμο προς αυτή την κατεύθυνση. Και φυσικά ένα τέτοιο ψάξιμο δεν μπορεί παρά να αποτυπωθεί και στις ενορχηστρώσεις, που πρέπει να γίνουν ακόμη πιο τολμηρές (όπως συμβαίνει με το οργανικό «Στο σύνορο» π.χ., που διαθέτει τέσσερα έγχορδα κι ένα κλαρινέτο). Και το λέω τούτο λαμβάνοντας πάντα υπ’ όψιν πως ο ήχος του Φλώρου δεν είναι ο ηλεκτρικός, μα ο ακουστικός.
Επίσης οι φωνές είναι ένα θέμα, που θέλει μεγάλη προσοχή. Ο ίδιος ο Φλώρος, σαν τραγουδοποιός, μπορεί να είναι απλώς επαρκής ως ερμηνευτής, αλλά η τραγουδίστριά του Μαρία Ευλαβή δεν πείθει για το ερμηνευτικό της βάθος.
Έχω τη γνώμη πως αν προσεχθούν αυτά τα ζητήματα που επισημάνθηκαν παραπάνω θα έχουμε να γράφουμε, στο μέλλον, για κάτι ακόμη πιο σημαντικό. Ο Φλώρος την έχει την αρχική ταχύτητα.

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 150

$
0
0
9/3/2019
Πάει και ο Δημήτρης Ζάχος, ωραιότατος ερμηνευτής του δημοτικού και από τα στηρίγματα των ταινιών-φουστανέλα στη δεκαετία του ’50.
Μου έκανε εντύπωση αυτό το βίντεο. Εδώ ο Ζάχος είναι 92 ετών κι έχει τη δύναμη και την ορμή τού 50άρη – να μην πω και πιο κάτω. Λέει τη μεγάλη επιτυχία του και προσπαθεί να συμμαζέψει και τα... εγγόνια του, που είναι τελείως «αλλού γι'αλλού».  

8/3/2019 
«Γιατί δεν θέλω “αλλαγή”, αλλά Αλλαγή! Το 1964 δεν είναι πολύ μακρινό παρελθόν για να το ξεχάσω. Δεν έχω λοιπόν σκοπό να συνεργήσω με την ψήφο μου σε νέες σαλαμοποιήσεις και αποστασίες, πολύ περισσότερο που ορισμένες δημοκρατικές δυνάμεις από τώρα έχουν "μαρκάρει"τις φέτες του σαλαμιού. Το ΚΚΕ είναι η προσωποποίηση της συνέπειας εδώ και 63 χρόνια. Ψηφίζω λοιπόν συνέπεια».
Κώστας Καραγιώργης (ηθοποιός), Ριζοσπάστης 13 Οκτωβρίου 1981
Έψαχνα κάτι άσχετο στο δίκτυο και βρήκα αυτή τη δήλωση, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση.
Μου άρεσε πάντα ο Κώστας Καραγιώργης (1938-1989) σαν ηθοποιός, αλλά δεν ήξερα πως ήταν αριστερός και δη κομμουνιστής.
Γεια σου… λοχαγέ Έκτορα Ψάχο, όπου κι αν είσαι ή δεν είσαι.

7/3/2019
Αυτός ο δίσκος, ο πρώτος των Δανών Culpeper’s Orchard, από το 1971, είναι ένας από τους πιο ισχυρούς κιθαριστικούς δίσκους που έχω ποτέ ακούσει. Το είπα όταν τον πρωτάκουσα, πριν από τρεις σχεδόν δεκαετίες, και το υποστηρίζω ακόμη. Είναι απίστευτο πόσο... βίαια και κυρίως πεντακάθαρα (όχι… ομιχλωδώς α λα Henrdix) παίζουν εδώ οι Niels Henriksen και Cy Nicklin. Απορείς και θαυμάζεις μαζί!!
 

6/3/2019
Η αφόρητη μοναξιά των ντιβιντάδικων της γειτονιάς. Ό,τι ώρα και να περάσεις απ’ έξω, βαράνε μύγες. Κουράστηκα να τα κοιτάζω άδεια. Σκέτη πίκρα…

ο WADADA LEO SMITH εμπνέεται από την Rosa Parks και ξαναδίνει ένα αγωνιστικό σύγχρονο jazz-avant άλμπουμ

$
0
0
Το RosaParks: PureLove [TUMRecords, 2018]είναι ένα μεγαλόπνοο ορατόριο (δεν θα το αποκαλούσα έτσι εύκολα ένα απολύτως τζαζ ορατόριο), συντεθιμένο από τον σημαντικό τρομπετίστα WadadaLeoSmith. Έχουμε γράψει για κάμποσα πρόσφατα άλμπουμ του Smithστο δισκορυχείον (“Lebroba” με AndrewCyrille, BillFrisell, “Solo: ReflectionsandMeditationsonMonk”, “Najwa”, “Aspiration” με Fujii-Tamura, IkueMori,“America’s National Parks”, “The Great Lakes Suites”, “Occupy the World” με την ορχήστρα TUMO, “Ancestors” με τον Louis Moholo-Moholo, “Dark Lady of the Sonnets” με το σχήμα Mbira, “Ten Freedom Summers”), ενώ με αφορμή κάποιο απ’ αυτά τα CDέχουμε πει και τα σχετικά για την ελληνική παρουσία του στα τέλη του ’70 και τις αρχές του ’80. Πολλή ύλη λοιπόν, για έναν μουσικό που εξακολουθεί, σήμερα, στα 78 χρόνια του, να δίνει ξεχωριστούς δίσκους, όντας, πάντα, μέσα στα πράγματα.
Το “RosaParks: PureLove” είναι ένα έργο (έτσι πρέπει να το πούμε) αφιερωμένο, κατ’ αρχάς, στην RosaParks(1913-2005), την έγχρωμη αμερικάνα ακτιβίστρια, που αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο σ’ έναν λευκό (Montgomery, Alabama, 1/12/1955), γεγονός που οδήγησε στο περαιτέρω μποϊκοτάζ των λεωφορείων από τους μαύρους συντοπίτες της, για 381 συνολικώς ημέρες.
Η κίνηση εκείνη της RosaParksαποτελεί, πια, μια ιστορική στιγμή για το κίνημα χειραφέτησης των Αφροαμερικανών (κατά πρώτον), και ως τέτοια δεν έχει παύσει να εμπνέει όχι μόνο μαύρους δημιουργούς, αλλά γενικότερα δημιουργούς (και όχι μόνον μουσικούς).
Σύνθεση αφιερωμένη στην RosaParksέχει ξαναγράψει, μάλιστα, και ο WadadaLeoSmith, και αναφερόμαστε στην 13λεπτη “RosaParks  andtheMontgomeryBusBoycott, 381 days”, που υπήρχε στο doubleCD“Ten Freedom Summers” [Cuneiform, 2012], που είχε επίσης ανάλογη αφετηρία έμπνευσης.
Σ’ αυτό το άλμπουμ, που αποτελείται από δεκαπέντε tracks, αλλά κατ’ ουσίαν από εφτά μέρη, συμμετέχουν τέσσερα διαφορετικά σχήματα. Το πρώτο είναι οι DiamondVoices (ένα φωνητικό τρίο αποτελούμενο από μιαν Αφροαμερικάνα, μιαν Ασιάτισα και μια Λατίνα), το δεύτερο είναι το RedKoralQuartet(που είναι ένα κουαρτέτο εγχόρδων – δύο βιολιά, βιόλα, τσέλο), το τρίτο είναι το BlueTrumpetQuartet(το πνευστό σχήμα, που αποτελείται από έναν κορνετίστα και τρεις τρομπετίστες, ένας εκ των οποίων είναι και ο WadadaLeoSmith) και το τέταρτο είναι το JanusDuo (PheeroanakLaffντραμς, Hardedgeηλεκτρονικά). Επίσης σε όλα τα παραπάνω προσθέστε και τα σύντομα μουσικά αποσπάσματα από εγγραφές παλαιών συνεργατών τού Smith– μια κίνηση, που εκλαμβάνεται και σαν ένας επιμέρους φόρος τιμής στους συνοδοιπόρους-μουσικούς, με τους οποίους ξεκίνησε κατ’ ουσίαν (ο Smith) τη δική του πολύχρονη διαδρομή. Στο “RosaParks: PureLove” ακούγονται λοιπόν ο άλτο σαξοφωνίστας AnthonyBraxtonαπό εγγραφή του ’69 στην Delmark, ο ντράμερ SteveMcCallαπό εγγραφή στη Nessaτο 1977, ο βιολιστής LeroyJenkinsαπό εγγραφή στην IndiaNavigationτο 1977 και τέλος ο ίδιος ο Smithαπό εγγραφή στην Kabellτο 1971. Όλα αυτά λοιπόν, και τα πριν και τα μετά, πλήρως ενσωματωμένα και τακτοποιημένα, αποτελούν το ερμηνευτικό κομμάτι της μουσικής ύλης τού “RosaParks: PureLove”.  
Όπως λοιπόν γίνεται αντιληπτό το άλμπουμ αυτό πιο εύκολα το χαρακτηρίζεις ως ένα… σύγχρονης μουσικής έργο, παρά σαν κάτι αυστηρώς και αμετακλήτως jazz. Και κάπως έτσι στοιχεία σύγχρονης μουσικής (σύγχρονης κλασικής, δωματίου, avant-garde, φωνητικών παραδόσεων, worldνύξεων), μαζί κάποια ηλεκτρονικά και βεβαίως jazzσυνυπάρχουν σ’ ένα opus, που δεν κρύβει τη συνθετότητα και την πολυπλοκότητά του. Αλλά μην νομιστεί πως το “RosaParks: PureLove” είναι ένα «δύσκολο» έργο, που κρατά σε απόσταση τον ακροατή. Όχι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Ο WadadaLeoSmithείναι βασικά ένας λαϊκός συνθέτης. Η προσέγγισή του, θέλω να πω, δεν είναι εκείνη του σπουδαγμένου αβαντ-γκαρντίστα, που έχει φάει τα μουσικά σχολεία με το κουτάλι και που έρχεται κάποια στιγμή, το πλήρωμα του χρόνου, ώστε να κάνει μιαν αισθητική υπέρβαση. Εδώ, οι λόγοι (κοινωνικοί ή αισθητικοί), που κινητοποιούν τον Smith, για να γράψει όσα γράφει, είναι τελείως προφανείς και εύκολα αναγνωρίσιμοι. Γι’ αυτό ακριβώς και η μουσική του, όσο και αν μετέρχεται ο ίδιος πολλά και διαφορετικά «σχήματα», δε χάνει ποτέ την επαφή της με το… αυτί του ακροατή. Όλα έρχονται φυσικά και χαλαρά, εννοώ, μέσα από μια διαδικασία-κατασκευή η βάση τής οποίας είναι τα γκόσπελ και η κορυφή της ο ελεύθερος αυτοσχεδιασμός. 
Όλα τα υπόλοιπα, που συμβάλλουν προς την τελική συνισταμένη κινούνται, πάντα, κάπου ανάμεσα.
Επαφή: www.tumrecords.com

FREE LEVEL ήταν στα 80s οι Γιώργος Θεοδωράκης και Πέτρος Σκούταρης

$
0
0
Από την εταιρεία που μας έχει δώσει μερικά πολύ ενδιαφέροντα ελληνικά ηλεκτρονικά άλμπουμ (διαφορετικών αποχρώσεων) τα τελευταία χρόνια, την IntotheLight (να υπενθυμίσω τις εγγραφές των Βαγγέλη Κατσούλη, Γιώργου Θεοδωράκη, Δημήτρη Πετσετάκη, Άκη Δαούτη κ.ά.), έχουμε τώρα μια καινούρια βινυλιακή κυκλοφορία της, που αφορά σ’ ένα άγνωστο και σχετικά εφήμερο project, τοFreeLevel(υφίστατο το 1983 προς ’84), το οποίο αποτελούσαν ο Γιώργος Θεοδωράκης πιάνο, σύνθια, φωνητικά και ο Πέτρος Σκούταρης κιθάρες, μπάσο, σαξόφωνο, ντραμς, ντραμ-μασίν, φωνητικά.
Αν για τον Γιώργο Θεοδωράκη έχουμε γράψει κι άλλες φορές στο δισκορυχείον (κι ο καθένας μπορεί ανατρέχοντας στα παλαιά κείμενα να πληροφορηθεί ό,τι θέλει), για τον Πέτρο Σκούταρη δεν υπάρχουν πολλά διαθέσιμα (τον είχαμε αναφέρει κάποτε ως μέλος των Dubient). Ας πούμε λοιπόν τώρα πως ο Σκούταρης έχει περάσει από τους SharpTiesκαι τους 667 (του Θοδωρή Μανίκα), ενώ έχει συνεργαστεί με Σιδηρόπουλο, Πουλικάκο, Λογαρίδη και διαφόρους άλλους. Το BlueGrassEP (2019) των FreeLevelπεριέχει τέσσερα tracks (γι’ αυτό και EP) και γυρίζει στις 33 και 1/3 στροφές. Ας το ακούσουμε…
Το πρώτο trackέχει τίτλο “Bluegrass1”, είναι γραμμένο το 1984 και πέραν των Σκούταρη (κιθάρες, σαξόφωνο) και Θεοδωράκη (πιάνο, synth) συμμετέχουν στην εγγραφή και οι Δημήτρης Παπαγγελίδης μπάσο, Δημήτρης Παπανικολάου ντραμς (έχουμε ένα πλήρες γκρουπ δηλαδή). Ας πούμε ότι το “Bluegrass 1” είναι χορευτικό, αλλά μ’ έναν τρόπο κάπως πιο… αποστασιοποιημένο. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα τυπικό dance-track. Η ρυθμοδομή του είναι απλή, κι έτσι πάνω σ’ αυτό το μετρονομημένο beatσκάνε «γεμίσματα» από σύνθια και σαξόφωνα (κυρίως), τα οποία του προσθέτουν οπωσδήποτε μια χάρη. Κομμάτι πλήρως χαρακτηριστικό του ήχου της εποχής, το “Bluegrass1” διαθέτει βαθύ rhythmsection(από κιθάρα, μπάσο, ντραμς) και μέσα από τη «σωστή» 5λεπτη διάρκειά του, μπορεί (έστω και ελαφρώς) να σε ταρακουνήσει.
Το “Littlefox” (ή «Το κωλάκι») είναι πιο παιγνιώδες, παρότι σ’ αυτό συμμετέχουν μόνον οι Σκούταρης και Θεοδωράκης. Ρυθμικά μιλάμε για ένα afrotrack, αλλά… κάτι τα ελληνικά λόγια και φωνητικά, κάτι το funkyπρος το τέλος, του δίνουν ένα διαφορετικό χρώμα.
Το “Bluegrass3” αγγίζει τα εφτά λεπτά σε διάρκεια και συμμετέχουν σ’ αυτό, πέραν των Σκούταρη-Θεοδωράκη, και οι Βασίλης Ντάλλας μπάσο, Δημήτρης Παπανικολάου ντραμς. Σαν σύνθεση είναι η πιο ενδιαφέρουσα απ’ όλες. Με στοιχεία funkκαι rock (με την κιθάρα να διαγράφει πολλά μέτρα εδώ), όπως και cosmic, το κομμάτι αυτό ανακαλεί στη μνήμη μου το… ανατολικογερμανικό ηλεκτρονικό-ροκ της δεκαετίας του ’80. Όχι τόσο «συστημικό» και radical, όπως ήταν το δυτικογερμανικό της εποχής, αλλά πολύ καλό και άψογα «φευγάτο» προς το τέλος.
Sun” αποκαλείται η τελευταία σύνθεση των FreeLevel (αν και εδώ υπάρχει μόνον ο Σκούταρης σε κιθάρες, μπάσο, ντραμ-μασίν, λόγια και φωνή). Δεν ηχεί σώνει και καλά διαφορετικά το “Sun” σε σχέση με τα υπόλοιπα κομμάτια του EP. Το pop-rockκαι το funk (σ’ ένα στυλ πιο εξευγενισμένης SteveMillerBandτης εποχής) χαρακτηρίζουν ηχητικώς το κομμάτι, που ακούγεται με ευχαρίστηση – όπως και όλο το EPεξάλλου.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΒΛΑΧΟΣ ο θρυλικός τυπογράφος και «ψυχή» των εκδόσεων Κείμενα

$
0
0
Όποιος επισκεφθεί τη βόρεια Κέρκυρα, όχι εκείνη την παραθαλάσσια και πολύβουη του καλοκαιριού, αλλά την άλλη των χωριών του Παντοκράτορα, αποκλείεται να μην περάσει από την Περίθεια, είτε την Παλιά, πάνω ψηλά στο βουνό, είτε τους συνοικισμούς της Κάτω Περίθειας (πιο κοντά στη θάλασσα). Σ’ εκείνα τα μέρη γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1939 ο Φίλιππος Βλάχος (τόπος γέννησης επίσης του Γιάννη Σαρακηνού ή Ι.Σ. Περιθειώτη, ποιητή, μελετητή, δοκιμιογράφου και δασκάλου του, όπως και του ποιητή Διομήδη Βλάχου).
Κερκυραίος λοιπόν ο Βλάχος θα τελειώσει Δημοτικό και Γυμνάσιο στα πάτρια, δείχνοντας ήδη από ’κείνα τα χρόνια την αγάπη του για τη λογοτεχνία καθώς θα συμμετάσχει, ως συνεργάτης, στην έκδοση του τοπικού περιοδικού Το Πρώτο Σκαλί / στη σκέψη και στο λόγο, που αργότερα έγινε Το Πρώτο Σκαλί / στα γράμματα και στην τέχνη(1954-1956), μαζί με τους συντοπίτες του Λέοντα Λοΐσιο, Σπύρο Κατσίμη, Λέοντα Αυδή, Γιώργο Ρωμαίο κ.ά.
Μετά το Γυμνάσιο ο Βλάχος έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει ηθοποιός και κάπως έτσι μπαίνει στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και στη συνέχεια στη σχολή του Χρήστου Βαχλιώτη. Θα παίξει στο θέατρο (π.χ. στο Γλάροτου Τσέχωφ, ως μέλος του θιάσου Γιάννη Φέρτη-Ξένιας Καλογεροπούλου το 1966), ενώ θα συμμετάσχει και σε ταινίες όπως ήταν η Βρώμικη Πόλις (1965) του Κώστα Ανδρίτσου και ο Ο Γιάννης κι’ ο Δρόμος (1967) της Τώνιας Μαρκετάκη. Σ’ αυτή την ταινία, που ήταν μικρού μήκους και που είχε για πρωταγωνιστή τον δημοσιογράφο Γιώργο Βότση, ο Βλάχος δεν παίζει, αλλά απαγγέλλει το ποίημα του Μενέλαου Λουντέμη Απόψε.
Φίλιππος Βλάχος, Χαρά Αγγελούση (Vortex, 1967, σκην. Νίκος Κούνδουρος)
(πηγή: Νίκος Κούνδουρος «Η Απολογία του Θεόφιλου Τσάφου» επανέκδοση με πρόσθετα στις εκδόσεις Αιγόκερως, το 2011)
Η ταινία εκείνη, πάντως, που θα καδράρει για τα καλά την ωραία φιγούρα του Φίλιππου Βλάχου στην οθόνη δεν ήταν άλλη από το Vortexή Το Πρόσωπο της Μέδουσαςτου Νίκου Κούνδουρου, που είχε γυριστεί σε δύο φάσεις. Στην Κρήτη το 1966-67 η μισή και η άλλη μισή στη Ρώμη και το Λονδίνο το 1970. Σ’ αυτή την ταινία ο Φίλιππος Βλάχος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το πρώτο περιοδικό που δημοσίευσε σοβαρό υλικό (συνεντεύξεις, φωτογραφίες κ.λπ.) γι’ αυτή την παράξενη ταινία ήταν η ΓΥΝΑΙΚΑ(#446, 22-28 Φεβρουαρίου 1967). Εκεί διαβάζουμε τον Κούνδουρο να λέει σχετικά με τον Φίλιππο Βλάχο:
«Έχει πρόσωπο που μου θυμίζει βυζαντινόν άγιο. Τον διάλεξα όχι γιατί είναι καλός ηθοποιός ή γιατί ταίριαζε σ’ αυτόν το ρόλο… Αντίθετα, προσάρμοσα το ρόλο στα χαρακτηριστικά του. Ο Βλάχος έχει τα πιο πικρά μάτια, που έχω δη σε άνθρωπο…».

Η συνέχεια εδώ…

SCOTT ROBINSON ένας master του τενόρου σαξοφώνου

$
0
0
Σημαντική περίπτωση εφευρετικού σαξοφωνίστα, αλλά όχι μόνο σαξοφωνίστα, οScottRobinson(γενν. το 1959) έχει νέο CD, το οποίον τιτλοφορείται Tenormore[ArborsRecords, 2018/19] (σαφές και προφανές πως εδώ ο Robinsonτα δίνει όλα στο τενόρο σαξόφωνο).
Ο Robinsonδεν είναι ένας όποιος-κι-όποιος μουσικός, καθώς έχει τεράστια δισκογραφία, που, μαζί με τις συμμετοχές του, μπορεί να ξεπερνάει και τους 250 τίτλους! Έτσι λοιπόν, και εντελώς ενδεικτικά, να πούμε πως εδώ στο δισκορυχείοντον συναντάμε πίσω από τους Heliosonic Tone-Tette (σ’ εκείνο το προπέρσινο α λα SunRaάλμπουμ τους) και ακόμη ως μέλος της Maria Schneider Orchestra και του Gil Evans Project (του Ryan Truesdell). Φυσικά οι παρουσίες τού Robinsonσε διάφορους σχηματισμούς είναι δεκάδες (όντας στις μπάντες των GarySmulyan, JimMcNeely, JoeLovano, PerHusby, KeithIngham, ToshikoAkiyoshiκ.ά.), παίζοντας πολλά και διαφορετικά πνευστά και ανάμεσά τους τα ασυνήθιστα sarrusophone και ophicleide.
Γενικώς, το ψάχνει πολύ με τα πνευστά ο Robinson (και καλώς πράττει), αν σκεφθούμε πως στο “Tenormore” παίζει μ’ ένα silverτενόρο της Connαπό το 1924, που το είχε αγοράσει από ένα μαγαζί με αντίκες, στην Laytonsvilleτου Maryland, το 1975. Το σημειώνω, επειδή την απόδειξη εκείνης της αγοράς την έχει και ως φωτογραφία στο multi-foldedcoverαυτού του τελευταίου άλμπουμ του! Επίσης στο εξώφυλλο του ίδιου άλμπουμ τον βλέπουμε να φοράει ένα καπέλο φτιαγμένο από 177 καλάμια σαξοφώνων, με τα οποία έχει παίξει στη διάρκεια της καριέρας του! Περίεργα πράγματα… που σταματούν, όμως, όταν μπαίνει το CDστο playerκαι αρχίζει να γυρίζει.
Στο “Tenormore” καταγράφονται δέκα tracks. Πέντε συνθέσεις του Robinson, το “Rainyriver” του M. Windκαι τέσσερις versions– μία στο “AndIloveher”των Beatlesκαι οι υπόλοιπες τρεις σε στάνταρντ, δηλ. στο “Putonahappyface” των Lee Adams / Charles Strouse από το musicalByeByeBirdieτου 1960, στο “Thegoodlife” του Sacha Distelαπό το 1962 και στο “Thenearnessofyou” του HoagyCarmichael.
Σ’ αυτά τα κομμάτια ο Robinsonδεν είναι μόνος του. Δίπλα του είναι η πιανίστρια HelenSung (σε δύο tracksπαίζει hammond), ο μπασίστας MartinWindκαι ο ντράμερ DennisMackrel, ενώ σ’ ένα κομμάτι ακούγεται και φλάουτο από την SharonRobinson.
Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε πως εδώ δεν υπάρχουν χοντρές εκπλήξεις, και πως η μεγαλύτερη θετική… όχι έκπληξη, αλλά βεβαιότητα, είναι η σιγουριά που αποπνέει η εγγραφή, που διατηρεί στοιχεία σεμνότητας και ουσίας καθ’ όλη τη διάρκειά της. 
Υπεύθυνος γι’ αυτό είναι ο Robinsonβασικά, όχι μόνον ως συνθέτης και οργανοπαίκτης, αλλά και ως ο τοποτηρητής του συνολικού υλικού και του τρόπου κατανομής του μέσα στο χρόνο. Επίσης οι «πινελιές» που χρησιμοποιεί σε τρία επιπλέον όργανα (hammondκαι φλάουτο όπως είπαμε, αλλά και ακουστικό bassguitarσε δύο κομμάτια) συμβάλλουν και στην ηχητική ποικιλία, αφού το καταπληκτικό hammondτης Sung(δεν ξέρω γιατί ακούγεται τόσο μεστό και γεμάτο, λες και ακούς… εκκλησιαστικό όργανο – φαίνεται πως ο-και παραγωγός Robinsonέβαλε και εδώ το χεράκι του), αλλάζει άρδην τις εντυπώσεις. Φοβερό και το κομμάτι με το φλάουτο (το “Weaver”, που είναι σύνθεση του Robinson), όπως και η jazz-funkδιασκευή στο “Thenearnessofyou”, που είναι και η ωραιότερη του άλμπουμ. Καλύτερη και από εκείνην του “AndIloveher”. Γιατί; Ίσως γιατί ο Robinson (όπως ο ίδιος λέει) δεν υπήρξε ποτέ fanτων Beatles. Πλάκα κάνω… Πάντως το “Thenearnessofyou” είναι άπαιχτο.
Όπως και όλο το άλμπουμ εξάλλου, που το ευχαριστιέσαι λόγω και της εγγραφής-παραγωγής του.

ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ και DE FACTO δύο άλμπουμ από το 2018 και 2017 αντιστοίχως

$
0
0
Όπως διαβάζω σ’ ένα δελτίο Τύπου: «Ο Πέτρος Παρασκευάς είναι κιθαρίστας, συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής. Είναι η “κινητήρια δύναμη” της ροκ μπάντας DeFacto. Από το 1998 έως τώρα έχει κυκλοφορήσει 7 άλμπουμ (συμπεριλαμβανομένου ενός χρυσού) με τους DeFacto. Το “GoinWest” είναι το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 23 Δεκεμβρίου 2018 και περιλαμβάνει 10 tracks (5 ορχηστρικά και 5 τραγούδια με αγγλικό στίχο)».
Εμείς, εδώ, θα γράψουμε για το “GoinWest”του Παρασκευά, όπως και για το τελευταίο άλμπουμ των DeFacto«Υπόγειο», που κυκλοφόρησε το 2017.
Για τους DeFactoπρέπει να είχα γράψει παλαιά στο Jazz& Τζαζ (για το άλμπουμ τους «III» του 2002 πιθανώς, ίσως και για κάποιο ακόμη), αν και δεν θυμάμαι τι ακριβώς. (Θα είχε ενδιαφέρον, για μένα, να ψάξω και να βρω… αν υπάρχει κάτι). Πάντως στο δισκορυχείον θα τα πούμε τώρα για πρώτη φορά, γι’ αυτό το γκρουπ. Πάμε…
PETROSPARASKEVAS: GoinWest [FridayRecords, 2018]
ToGoinWest” είναι ένα απλό rockάλμπουμ με προσανατολισμό σφόδρα αμερικανικό, από τα μουσικά fiftiesμέχρι σήμερα θα έλεγα, το οποίον όμως, μέσα σ’ αυτή την απλότητά του, είναι (και) εντελώς λειτουργικό. Και όχι δεν θα τσιγκουνευτώ «καλά λόγια», για να το αποκαλέσω ακόμη και «απολαυστικό» το “GoinWest”, καθώς διαθέτει πολλά στοιχεία υψηλού γούστου και άμεσο hook. Το CDσε πιάνει εννοώ από την πρώτη ακρόαση, και σε στέλνει εκεί όπου θέλει να σε στείλει, αρκεί ν’ αφεθείς χαλαρός και ανεπηρέαστος. Να μην επηρεαστείς π.χ. από το γεγονός πως αυτός ο άνθρωπος, ο Πέτρος Παρασκευάς, προέρχεται από την Έδεσσα και όχι από την… Phoenixή την Tucsonτης Αριζόνας.
Ναι, και desertrockεμπεριέχει το “GoinWest”, όπως και άλλα στοιχεία, κυρίως «νότια», όπως tex-mex, mariachi, ακόμη και εναλλακτικής countryμπαλάντας, μαζί φυσικά με rocknroll (και με όλες τις κοντινές παραφυάδες του). Ο Παρασκευάς ξέρει να τα δένει όλα αυτά τα… φαινομενικώς διαφορετικά (που κρατάνε πάντα από την ίδια ρίζα) και όχι απλώς να τα δένει, αλλά και να τους δίνει μια προσωπική σφραγίδα, μια σιγουριά (που δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμη, σ’ αυτό το ύψος, σε μουσικούς εκτός… πηγής).
Βοηθείται σ’ αυτό από τους καλούς συναδέλφους του, τον μπασίστα Γιάννη Πιτσούνη και τον ντράμερ Χρήστο Τοκατλίδη –ο ίδιος φυσικά παίζει κιθάρες και τραγουδά–, ενώ συνοδεύεται κιόλας σε διάφορα κομμάτια και από άλλους παίκτες (σε τρομπέτα, κρουστά, τσέλο και φωνητικά).
Μ’ αρέσει επίσης το γεγονός πως από τα δέκα κομμάτια τού “GoinWest”τα πέντε είναι ορχηστρικά και τα πέντε τραγούδια (μισά-μισά). Με τα πρώτα να καταλαμβάνουν την… πρώτη πλευρά τού CD (1-5) και τα δεύτερα τη δεύτερη (6-10). Δεν είναι ανακατωμένα δηλαδή, ώστε να εμφανίζουν μιαν έτσι… κάπως… τυπική ενότητα. Να εναλλάσσονται, εννοώ, κρύβοντας κάποιες επιμέρους αδυναμίες. Είναι λοιπόν «εκείνα» και τα «άλλα», αλλά είναι όλα «ίδια», φτιαγμένα από έναν άνθρωπο με το ίδιο γούστο και με το ίδιο μεράκι. Και είναι όλα το ίδιο άψογα και δυνατά. Εντάξει μια καλύτερη παραγωγή, αντάξια του υλικού, θα χρειαζόταν – αλλά αυτό δεν είναι εύκολο πράγμα στην Ελλάδα.
Ο βαθμός θα είναι πολύ υψηλός λοιπόν, γι’ αυτό το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του Πέτρου Παρασκευά. Έναν (υψηλό) βαθμό, που τον αξίζει πέρα για πέρα.
DEFACTO: Υπόγειο [FridayRecords, 2017]
Έψαξα και βρήκα, λοιπόν, τι είχα γράψει για τους DeFactoστο Jazz& Τζαζ, στο τεύχος 118, τον Ιανουάριο του 2003. Ήταν ένα σύντομο κείμενο στη στήλη «ώρα Ελλάδος…», το οποίο έχει νόημα για μένα (ελπίζω και για εσάς) να το μεταφέρω, τώρα, εδώ, ολόκληρο. Το κείμενο αφορούσε στο τρίτο, τότε, άλμπουμ των DeFacto, που είχε τίτλο «III» [Legend, 2002]:
«Δεν έχουμε ακούσει τα δύο προηγούμενα CDτων Εδεσσαίων DeFacto, το “Ι” και το “Μακρύς Καιρός Κοντεύει”, αυτό όμως δεν μας εμποδίζει να σχηματίσουμε γνώμη για το νεανικό ελληνόφωνο rockσυγκρότημα. Ορισμένα πράγματα παραείναι σαφή. Κατά πρώτον οι όμορφες μελωδίες τους. Δεύτερον, η επαρκέστατη ερμηνεία του Πέτρου Παρασκευά. Τρίτον, οι ευπρεπείς στίχοι – χωρίς να είναι ιδιαιτέρως παιδεμένοι, έχουν να παρουσιάσουν μιαν ενότητα. Τέταρτον, το καλό τους παίξιμο. Το συμπέρασμα βγαίνει, νομίζουμε, αβίαστο. Όταν μικρές από πλευράς πληθυσμού πόλεις, όπως η Έδεσσα, έχουν να παρουσιάσουν τόσο καλοβαλμένα συγκροτήματα, τότε, χωρίς καμία αμφισβήτηση, έχει συντελεστεί πρόοδος σε όλους τους τομείς και σε όλα τα επίπεδα. Το λεγόμενο ελληνικό ροκ, μέσα από τέτοια γκρουπ μπορεί σίγουρα να συντηρείται και, ίσως, να ελπίζει…».
Αυτό το κείμενο θα μπορούσα να το πάρω από ’κείνο το παλαιό Jazz& Τζαζ, μεταφέροντάς το εδώ έτσι-ακριβώς, δίχως να αποκαλύψω την πηγή του, αλλά ούτε και να προσθέσω κάτι άλλο. Είναι τόσο «μέσα» σε σχέση μ’ αυτό που ακούω και στο «Υπόγειο», ώστε κάθε παραπάνω κουβέντα να είναι άνευ ουσίας.
Να πω μόνο πως τραγούδια σαν το «Στριμωγμένος», σαν το «Μόνο εσύ» και κυρίως σαν το «Μόνος» δεν θα έπρεπε, κανονικά, να απουσιάζουν από τα ραδιόφωνα. Τόσο ευχάριστα είναι, χωρίς να είναι εύκολα. Απλώς είναι εμπνευσμένα.
Δεν ξέρω αν συνέβη και συμβαίνει (να μεταδίδονται), γιατί δεν ακούω ραδιόφωνο, αλλά αν δεν συμβαίνει… κακώς δεν συμβαίνει.

THE MAN FROM MANAGRA το τρίτο άλμπουμ

$
0
0
Παίρνοντας ως δεδομένα όσα ήδη έχουμε γράψει για τα δύο προηγούμενα LPτων TheManfromManagra (που είναι βασικά ο CotiK.), το “TheManfromManagra” [OneFingerMusic, 2014] και το “HalfaCenturySun” [InnerEar, 2017], προχωράμε τώρα στο πιο καινούριο longplayτους, που τιτλοφορείται KingTime(2019) και που τυπώνεται και αυτό (όπως και το προηγούμενό του) από την InnerEar.
Γράφω «παίρνοντας ως δεδομένα», επειδή τα βασικά χαρακτηριστικά της τραγουδοποιίας των/του ManfromManagraεπαναλαμβάνονται και εδώ με συνεπέστατη ακρίβεια. Προσωπικώς, αυτό το θεωρώ πολύ σωστό, μαγκιά, τη «μόνη λύση», πώς να το πω αλλιώς; – πείτε το κι εσείς όπως θέλετε. Είναι αυτό που οφείλει να κάνει κάθε κατασταλαγμένος τραγουδοποιός, που έχει αποφασίσει ποιο είναι εκείνο το μουσικό / συνθετικό / ηχητικό κλίμα που θέλει να υπηρετήσει. Και ο CotiK. αυτό το κλίμα το έχει βρει τα τελευταία χρόνια σε μιαν αγγλόφωνη τραγουδοποιία, που οι ρίζες της είναι και πολύ βαθιές και σίγουρες, και πάντα έτοιμες να αποκαλύψουν τη γοητεία τους σε όσους (νεότερους) έχουν το ταλέντο να τις βρουν και να τις μελετήσουν, διαμορφώνοντας τα δικά τους μοτίβα, τις δικές τους προτάσεις.
Το “KingTime”, για να μην μακρηγορούμε, είναι ένα εξαιρετικό έως και συναρπαστικό LP, φτιαγμένο από τον CotiK. (φωνή, μπάσο, κιθάρες, πλήκτρα) και τους φίλους του Λαμπρινή Γρηγοριάδου κιθάρες, μπάσο, Ρένα Ρασούλη φωνή, Πάνο Γαλάνη ντραμς (με καλεσμένους την Σtellaφωνή, την Θάλεια Ιωαννίδου τρομπέτα και τον Νίκο Βελιώτη τσέλο). Όλοι αυτοί ντύνουν με τον καλύτερο τρόπο τα τραγούδια τού CotiK., δέκα μικρά ή μεγαλύτερα κομψοτεχνήματα, που επιβάλλονται κατ’ ευθείαν με την ουσιαστική απλότητά τους. Μιαν απλότητα, που για να κατακτηθεί απαιτεί πρότερη βασανιστική δουλειά, που σε συνδυασμό με το ενυπάρχον τάλαντο, μπορεί να οδηγήσει στο ποθούμενο.
Φυσικά, και ενώ ο βασικός καμβάς είναι οριοθετημένος, στην πορεία μπορεί να υπάρξουν στολίδια, που να προστίθενται στις κατασκευές μας, στα τραγούδια μας, μεταφέροντας μιαν (ακουστική) εμπειρία εδώ, μια νέα «ανακάλυψη» εκεί, δημιουργώντας νέες διαστάσεις ευφορίας, δίχως ποτέ να χάνεται ο κεντρικός προσανατολισμός. Κάτι που ενώ το θεωρούμε δεδομένο, και διαπιστωμένο, και καταγραμμένο, σε καλλιτέχνες-τραγουδοποιούς γνωστούς ή άγνωστους από το εξωτερικό, εδώ, στην Ελλάδα, ιδίως τα τελευταία χρόνια, με τους νεότερους, παρατηρούμε να… χάνεται συχνά η μπάλα. Ακούμε δηλαδή ένα υπέρ το δέον ψάξιμο μέσα στον ίδιο το δίσκο, ένα άλλο διαφορετικό ψάξιμο σ’ έναν επόμενο κ.ο.κ., δίχως να μπορείς να καταλάβεις «τι παίζει» τελικώς. Αφήνω το γεγονός τού να γράφεις τραγούδια με αγγλικό στίχο στην αρχή, μετά με ελληνικό κ.λπ. (που και αυτό χρήζει ενός κάποιου σχολιασμού).
Εν πάση περιπτώσει εδώ μιλάμε για τον δίσκο τού (The) ManfromManagra, για το “KingTime” του CotiK. και των φίλων του, για ένα άλμπουμ που κάνει τη διαφορά και στις μουσικές, και στους στίχους (που είναι, ίσως, κάπως διαφορετικοί από τα προηγούμενα LPs, πιο φιλοσοφικοί, πιο υπαρξιακοί, χωρίς να εξορίζεται, εννοείται, και ο ερωτικός λόγος), προσφέροντάς μας θαυμάσια τραγούδια. Γιατί όλα είναι θαυμάσια, ασχέτως αν ο καθένας από εμάς μπορεί να διαλέξει δυο-τρία ως τα πιο αγαπημένα του. Κι εγώ διαλέγω το “Singyourheartout” (με τα φωνητικά να είναι βγαλμένα, λες, από κάποιο soundtrackτου PieroPiccioni), το “Tonight” (που ανακαλεί στη μνήμη μου AlStewart) ή το “Herearewenow”, που είναι τόσο απλό και ευφραδές, ώστε να μην είναι τίποτα λιγότερα από αριστούργημα.
Ένα τρίτο στη σειρά άλμπουμ μιας τέτοιας ποιότητας, από τους/τον ManfromManagra, δεν είναι μικρό πράγμα.
Προτείνω να κοιτάξετε ξανά τις δύο σχετικές αναρτήσεις για τα LPTheManfromManagra” [OneFingerMusic, 2014] και “HalfaCenturySun” [InnerEar, 2017], για πληρέστερη εικόνα…
Επαφή: www.inner-ear.gr

ANGELO IOAKIMOGLU μια electro περίπτωση από τα 90s και κυρίως από το πουθενά

$
0
0
Αυτό το TheNireusYears(1995-1997)” [IntotheLight, 2018]του Άγγελου Ιωακείμογλου είναι/ήταν ένα εντελώς απρόσμενο άλμπουμ. Υπό ποίαν έννοια; Υπό την έννοια πως ένας μουσικός χωρίς κανένα (γνωστό) μουσικό παρόν μάς συστήνεται με κάτι παλαιό, 20ετίας και βάλε. Δεν θυμάμαι κάτι ανάλογο (αυτή τη στιγμή), που να έχει ξανασυμβεί στην ελληνική δισκογραφία. Δεν χρειάζεται να πω πως όσο και να έψαξα στο δίκτυο σχετικά με το ονοματεπώνυμο «Άγγελος Ιωακείμογλου» δεν βρήκα απολύτως τίποτα (το ονοματεπώνυμο δεν γκουγκλίζεται καν), ενώ ό,τι υπάρχει σε σχέση με το “AngeloIoakimoglu” αφορά στο συγκεκριμένο LP. Φυσικά, το να μη γκουγλίζεσαι δεν σημαίνει πως είσαι και ανύπαρκτος – άλλο όμως θέλω να πω και νομίζω πως έγινα κατανοητός.
Τι περιλαμβάνει το “The Nireus Years (1995-1997)”; Ηλεκτρονικές συνθέσεις του Ιωακείμογλου από τα χρόνια 1995-1997, όταν ο ίδιος ήταν έφηβος (καθώς είναι γεννημένος το 1981). Όμως, υπάρχει κάτι ακόμη ξεχωριστό εδώ. Αν το 1995 ο Ιωακείμογλου ήταν 14 ετών (όπως και ήταν), τότε μιλάμε για την περίπτωση ενός μικρού παιδιού, που, μετά από 20+ χρόνια, αναγνωρίζεται ως συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής. Μοναδικό κι αυτό; Δεν ξέρω… Ίσως…
Πάντως η δισκογραφία έχει να επιδείξει και μικρότερους (πιτσιρικάδες), που επιχείρησαν να κάνουν μουσική για… μεγάλους. Θυμάμαι, προχείρως, την περίπτωση του 7χρονου Φινλανδού Eeliks:En (Eelis Mikael Salminen), που είχε δώσει το electro-weird “Suutre Teiter”, στη Fonal, το 2012 (φτιαγμένο εξ ολοκλήρου μέσω iPhone), οπότε δεν γεννάται θέμα γενικότερο. Γεννάται όμως (ελληνικό) ειδικότερο (και με τις ιδιαιτερότητες, που προαναφέραμε).
Από το bandcamp μαθαίνουμε λοιπόν πως ο Ιωακείμογλου «κύλησε» ως μικρός στα ηλεκτρονικά εξαιτίας του πατέρα του, ο οποίος είχε εργαστήριο επισκευής ηλεκτρικών-ηλεκτρονικών μηχανημάτων-συσκευών κάπου στου Ζωγράφου, στη δεκαετία του ’80. Έτσι, από την παιδική ηλικία του ο Ιωακείμογλου ένοιωσε μιαν έλξη για τα πληκτρολόγια, αρχίζοντας να κάνει τα δικά του, σχηματίζοντας τις πρώτες δικές του συνθέσεις. Ο εξοπλισμός του στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ήταν πια αρκετά καλός (Alesis S4, διάφορα Korg, Yamaha, Roland και Akai σύνθια, κρουστά, και ακόμη μια ηχογραφική σειρά από Atari, Korg κ.λπ., ιδιοκατασκευασμένα ηχεία, DAT…), ώστε να του επιτρέπει όχι απλώς να παράγει τη μουσική που επιθυμούσε, μα και να την ηχογραφεί συγχρόνως. Αυτές τις εγγραφές ακούμε τώρα στο “The Nireus Years (1995-1997)”.
Οι συνθέσεις του Ιωακείμογλου είναι πρωτόλειες, αλλά «στέκονται». Δεν είναι weird, είναι κάπως συμβατικές, αλλά εμφανίζουν προτερήματα (για ένα παιδί μιας τέτοιας ηλικίας εκείνων των χρόνων). Υπάρχει jazz ας πούμε εδώ, με σαξόφωνα «ψεύτικα» βεβαίως (βγαλμένα από πλήκτρα), αλλά είναι πολύ ωραία ενσωματωμένα… και καθώς είναι και καλογραμμένα αφήνουν μιαν αίσθηση αληθινής δημιουργίας και όχι κάτι «δήθεν». Σίγουρα ο Ιωακείμογλου είχε ακούσματα (όχι μόνο της pop της εποχής, αλλά και ευρύτερα) και αυτό φαίνεται στις συνθέσεις του, που διαθέτουν και το funk, το electro-funk εννοώ (δεν ξέρω αν είχε ακούσει eighties-Herbie Hancock, αλλά δεν το αποκλείω) και ακόμη επιρροές από την παράδοση (“Alonissos”), αλλά όχι και από τον Παπαθανασίου (δεν αφουγκράζομαι Vangelis ανάμεσα και αυτό με εκπλήσσει όσο να ’ναι). Υπάρχει ακόμη downtempo ενταγμένο μέσα σε ambient περιβάλλον (το “550 vortex” έφερε στη μνήμη μου remixes από Jazzanova, που ήταν βεβαίως μεταγενέστεροι) και βεβαίως… ελαφρό electro-rock (όπως στο “matrix4b”), εδώ προσαρμοσμένο σ’ ένα κάπως cinematic πλαίσιο.
Μπορεί να είναι πρωτόλεια, το ξαναλέω, αυτά που ακούς στο “The Nireus Years (1995-1997)” από τον Άγγελο Ιωακείμογλου, αλλά δεν είναι αμελητέα επειδή είναι ολοκληρωμένα. Είναι συνθέσεις απλές θέλω να πω, αλλά με… αρχή, μέση και τέλος. Όχι πειράματα, και όχι πειραματισμοί για τους πειραματισμούς.
Τι να απέγινε καλλιτεχνικά αυτός ο άνθρωπος; Τα παράτησε εντελώς; Ή μήπως το… 2040 θ’ ακούσουμε πάλι καμιά συλλογή του με ηχογραφήσεις από το 2019;

MEMBRANE, NI, NO MAN’S VALLEY, MOODIE BLACK νέα άλμπουμ από psych μέχρι hip hop

$
0
0
MEMBRANE: Burn Your Bridges [Atypeek Music / Blind Prod., 2019]
Οι Membraneείναι ένα παλαιό γαλλικό συγκρότημα, αφού υπάρχει τουλάχιστον από τις αρχές των 00sέχοντας ηχογραφήσει κάμποσα άλμπουμ, singles, EPsκ.λπ. (στο discogsαναφέρονται δέκα τίτλοι). Μέλη των Membraneσήμερα είναι οι NicolasFrèreκιθάρες, φωνή, NicolasCagnoniμπάσο, φωνητικά και MaximeWeingandντραμς και αυτοί οι τρεις (μαζί με δύο guests) μπήκαν εσχάτως στο στούντιο για να γράψουν το “BurnYourBridges” – ένα άλμπουμ που τα σπάει.
Δεν είναι εύκολο να περιγράψεις το ύφος των Membrane, γιατί διαθέτουν πολλά στοιχεία στις μουσικές τους. Υπάρχει το rock (σε πιο τυπικές φόρμες), το σκληρό rock, στα όρια του «μετάλλου» (ή και πέραν των ορίων, εντελώς μέσα στο metalπλέγμα δηλαδή), αλλά υπάρχει και το θορυβώδες hardcore, που παραπέμπει σε αμερικάνικα late 80s.
Γενικώς το πράγμα κυλάει πολύ καλά, με το distortedμπάσο, τα μεγαλιθικά κιθαριστικά riffsκαι το υπερβαρέων-βαρών drummingνα δημιουργούν… αδιαπέραστες καταστάσεις, τις οποίες υποστηρίζει το ίδιο σωστά και η φωνή.
Μου αρέσει που έχουν 9λεπτα και 10λεπτα κομμάτια οι Membraneκαι κυρίως μου αρέσει το γεγονός πως ξέρουν να τα υποστηρίζουν, διαχειριζόμενοι με γνώση το χρόνο.
NI: Pantophobie [Dur et Doux / Inouie Distribution, 2019]
Οι Γάλλοι Niυπάρχουν από δεκαετίας, έχουν ηχογραφήσει διάφορα τινά, ενώ τώρα έχουν έτοιμο ένα καινούριο άλμπουμ τους, που διατίθεται σε CD, 2LPκαι digital. Ο τίτλος του είναι “Pantophobie” και περιλαμβάνει 11 tracks (από ελαχίστων δευτερολέπτων έως και 7λεπτα), τα οποία (όλα) καταπιάνονται με κάποια φοβία (“Héliophobie”, “Catagelophobie”, “Leucosélophobie” και άλλα τέτοια… περίεργα). Βεβαίως, το άλμπουμ είναι ορχηστρικό, πράγμα που σημαίνει πως αυτό το ιδιαίτερο concept, δεν αποκτά κι άλλο επιπρόσθετο (στιχουργικό) ενδιαφέρον. Anyway
Οι Niείναι τέσσερις (AnthonyBéardκιθάρες, FrançoisMignotκιθάρες, BenoitLecomteμπάσο, NicolasBernollinντραμς) και αυτό που παρουσιάζουν στο “Pantophobie” είναι αρκετά «προσωπικό», καθώς καταφέρνουν σα συνδυάσουν δημιουργικά εντελώς διαφορετικά είδη.
Υπάρχει κατ’ αρχάς μια «σκληρή» γραμμή, την οποίαν επιβάλλουν οι δύο κιθάρες, ας την πούμε math, stonerκαι τα συναφή, με καταιγισμούς από riffsκ.λπ., αλλά αυτό το… γιγαντιαίο αιώρημα συν τω χρόνω κάπου διοχετεύεται. Αποκτά, δηλαδή, και άλλα πιο experimentalχαρακτηριστικά, καθώς εμπλέκεται με zeuhlρυθμοδομές και με avant-rockπεριπλανήσεις (πάντα μέσα σ’ ένα «σκληρό» πλαίσιο), που μετατρέπουν αυτό το ήδη διαμορφωμένο περιβάλλον σε κάτι περισσότερο απαιτητικό.
Έχει ενδιαφέρον αυτό που προτείνουν οι Γάλλοι, δεν υπάρχει αμφιβολία επ’ αυτού – αν σκεφτείτε μάλιστα πως δεν τα είπαμε όλα… και πως υπάρχουν και άλλα χαρακτηριστικά, στις μουσικές τους, που προσθέτουν κι άλλες διαστάσεις στο ακρόαμα. Τα «κολασμένα» deathφωνητικά π.χ., μια γενικότερη noisyδιάθεση, συν κάποια tracks, που ακούγονται σαν λίγο πιο μπιτάτους UniversZeroή ArtZoyd (το “Lachanophobie” για παράδειγμα).
Οι Γάλλοι δεν το ξεχνούν το πείραμα, απ’ όπου κι αν προέρχονται και όπου και να καταλήγουν – αυτό είναι το γενικότερο συμπέρασμα, που έχει, βεβαίως, στην περίπτωσή μας, και ειδικότερο ενδιαφέρον.
NO MAN’S VALLEY: Outside the Dream [Tonzonen Records / H’Art, 2019]
Ολλανδικήπενταμελήςμπάντα (Jasper Hesselink φωνή, Christian Keijsers κιθάρες, Rob Perree μπάσο, Ruud van den Munckhof πλήκτρα, φωνητικά, Dinand Claessens ντραμς, φωνητικά), πουηχογραφείαπότο 2012 (όπωςδιαβάζουμεστοsite της), οιNo Man’s Valley έχουντώραένακαινούριοάλμπουμ (LP, CD, digital), πουαποκαλείται“Outside the Dream”. Αν σας πούμε, τώρα, πως το προηγούμενο LPτων NoMansValleyείχε κυκλοφορήσει από τη γερμανική Nasoni, αντιλαμβάνεστε, ίσως, με τι έχουμε εδώ να κάνουμε. Μ’ ένα συγκρότημα, τέλος πάντων, απ’ αυτά που σήμερα τα αποκαλούν «ψυχεδελικά» και το οποίο στηρίζει αυτή τη διάσταση της μουσικής του με μια σειρά οκτώ ενδιαφερόντων οπωσδήποτε τραγουδιών – που ηχούν περισσότερο «σημερινά», παρά «χθεσινά».
Νομίζω δηλαδή, και σε σχέση μ’ αυτό το τελευταίο, πως μια ισχυρή αναφορά των Ολλανδών είναι οι Νορβηγοί Motorpsycho, παρά τα συγκροτήματα του βρετανικού ψυχεδελικού bluesαπό τα latesixtiesπ.χ. (επειδή το “psychblues” παίζει στο δίκτυο, σε σχέση με τη μουσική τους, το σημειώνω). Ακραιφνές blues, με άλλα λόγια, εγώ δεν ακούω πουθενά στο “OutsidetheDream”, ασχέτως των αργών passages– για τα οποία δεν μπορείς να πεις πως το bluesείναι η θεμελιώδης βάση τους.
Χαοτικοί είναι κάπως ή λίγο, έστω, οι NoMansValleyκαι το “psych” σαν χαρακτηρισμός τους ταιριάζει, καθώς διαθέτουν διασταλτικά παιξίματα, και σε κιθάρες και σε πλήκτρα, κινούμενοι συνήθως σε βαρείς (αλλά όχι βαρύγδουπους) τόνους.
Από τη σειρά των κομματιών τους θα ξεχώριζα το σχεδόν 8λεπτο “Fromnowhere”, που ερμηνευτικώς ανακαλεί ακόμη και NickCave, το επίσης μέσου τέμπου… αριστοκρατικό “Intotheblue” (με hintsαπό Floydsεδώ) καθώς και το… hitτου δίσκου, το 3λεπτο “Lies” εκεί προς το τέλος, που συνοψίζει μερικά από τα χαρακτηριστικά της τραγουδοποιίας των NoMansValley (βασικά τη γνώση των κωδίκων του είδους, και από ’κει και πέρα την όσο γίνεται πιο «προσωπική» ερμηνεία).
Ασυζητητί… μια ενδιαφέρουσα μπάντα.
MOODIEBLACK: MBIII [AtypeekMusic / FakeFourInc. / Rotorelief, 2019]
Οι MoodieBlackείναι ένα σκληρό-βαρύ (λευκό) ντούο από το L.A., που ραπάρει με υποχθόνια δύναμη. Τώρα, να τους πεις hiphopείναι ένα θέμα – αν και δεν έχουν ουδεμία σχέση μ’ αυτό το hiphopπου κυριεύει τα charts, αλλά με πιο oldschoolκαταστάσεις. Επίσης οι MoodieBlackχρησιμοποιούν ηλεκτρονικά και θόρυβο για να χτίσουν τους χώρους τους (σε φάση hardcoreενίοτε) – κάτι που τους δίνει επιπρόσθετες δημιουργικές αβάντες.
Και τα τέσσερα κομμάτια τους, που καταγράφονται σ’ αυτό το CD (που κυκλοφορεί και σε δεκάιντσο, όπως διαβάζω) είναι αρκετά καλά όχι μόνο για το είδος τους, μα και γενικότερα – κάτι που δείχνει πως το hiphop, μπορεί ακόμη να εκπλήσσει, όπως στα late 80sας πούμε ή και στα 90s, αρκεί να βρεθούν οι «σωστές» φόρμες, οι απομακρυσμένες τω όντι από την ισοπεδωτική ποπ μανιέρα.

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 151

$
0
0
16/3/2019
Προσωπικώς όλη αυτή τη θεματολογία του black metal, death metal και τα λοιπά την παίρνω στην πλάκα, και όσους καταφέρονται έτσι με βαριές κουβέντες συλλήβδην εναντίον των θρησκειών τους παίρνω κι αυτούς λιγάκι ή και πολύ στην πλάκα (γιατί οι θρησκείες, πέρα από τα εγκλήματα, που έχουν διαπραχθεί μέσα στους αιώνες, υπό το όνομά τους, από τους εκάστοτε φονταμενταλιστές, διακινούν και πολιτισμικές ταυτότητες, που είναι, συχνά, πολύ σοβαρές).
Και τους Rotting Christ φυσικά τους παίρνω στην πλάκα, όταν λένε «σάπιες όλες οι θρησκείες», παρότι έχω δίσκους τους και μου αρέσει να τους ακούω (χωρίς να τρελαίνομαι φυσικά). Κι επειδή τους παίρνω στην πλάκα ενοχλούμαι, φυσικά, όταν οι παπάδες π.χ. τους παίρνουν στα σοβαρά.
Αλλά οι παπάδες, γενικώς, δεν έχουν και χιούμορ συν τοις άλλοις, που θα μπορούσε να το χρησιμοποιούν ενίοτε για να βγαίνουν από τις δύσκολες (για κείνους) περιστάσεις. 

13/3/2019
Ρε άσχετοι μην γράφετε πως ο János Lambizi συμμετείχε στο LP+single "Ζωντανοί στο Κύτταρο", γιατί κάτι ακόμη πιο άσχετοι τα αντιγράφουν και τα βάζουν στο discogs.

11/3/2019
Μουσική Χάρης Χαλκίτης, στίχοι BorisBergman (ο στιχουργός των Aphrodite'sChildκ.ά.), τραγούδι Δημήτρης Ταμπόσης. Όταν τα ελληνικά νιάτα διέπρεπαν στα κλαμπ και τα πικάπ της Δυτικής Ευρώπης...
 

11/3/2019
Παλιά, με τα περιοδικά, είχαμε πρόβλημα εμείς του γραπτού λόγου. Έπρεπε να γράψουμε συγκεκριμένο αριθμό λέξεων, επειδή οι σελίδες είχαν και έχουν μια συγκεκριμένη χωρητικότητα. Σωστό.
Αυτό προσωπικά με εκνεύριζε στην αρχή, αλλά στην πορεία νομίζω πως μου έκανε πολύ μεγάλο καλό, γιατί μ’ έμαθε να φιλτράρω τα κείμενα και να κρατάω πάντα (μετά από πολλαπλές αναγνώσεις και περικοπές) εκείνο το καταστάλαγμα, που άξιζε να τυπωθεί.
Τώρα με το δίκτυο δεν υπάρχει αυτός ο περιορισμόςτων λέξεων (ουφ!), αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν… αυτολογοκρίνομαι μ’ έναν αυτοματικό τρόπο. Έχοντας εκπαιδευθεί στο να αποκρούω την παρλαπίπα, δίνω χώρο μόνο σ’ εκείνο το «σκληρό», που μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη (ή έτσι νομίζω τουλάχιστον).
Και το άλλο.
Επειδή, στις τυπωμένες σελίδες, ορισμένα θέματα δεν ήταν δυνατόν να περιοριστούν (δεν μπορούσες να γράψεις π.χ. για τον Frank Zappa σε δύο σελίδες), επιχειρούσα να εκμεταλλευτώ τον παρεχόμενο χώρο με κείμενα, που αφορούσαν σε άγνωστα πρόσωπα, σε λεπτομέρειες, σε κάτι ειδικό και ενδιαφέρον – ώστε ο χώρος να φαίνεται πολύς.
Μ’ αυτό το «κόλπο» έχω γράψει (σε έντυπα) μερικά από τα πιο αγαπημένα μου κείμενα, που δυστυχώς πια δεν τα έχω σε ηλεκτρονική μορφή. Θυμάμαι π.χ. ένα άρθρο, τριών-τεσσάρων σελίδων, για τον μεγάλο «βρετανό» σαξοφωνίστα της τζαζ Joe Harriott, γραμμένο για το Jazz & Τζαζ 20+ χρόνια πριν και που ακόμη και σήμερα, αν το διάβαζε κανείς, θα το εύρισκε πολύ ενδιαφέρον.
(Κάποια στιγμή, όταν δεν θα έχω τι άλλο να κάνω, θα το «χτυπήσω»…).

ΜΑΡΘΑ ΜΕΝΑΧΕΜ, ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΑΡΒΕΛΑΣ τόπος άγραφος

$
0
0
Το τέταρτο άλμπουμ της συνθέτριας-τραγουδοποιούΜάρθας Μεναχέμ (μετά τα «Μικρή Ελεγεία» του 2007, «Αλληλουχία» του 2015 και «Επτά Μελωδικές Ιστορίες» του 2016) κυκλοφόρησε πέρυσι (2018) υπό τον τίτλο«Τόπος Άγραφος»[Εκδόσεις Παρισιάνου, 2018]. Περιέχει δε έντεκα tracks, δέκα τραγούδια (όλα σε στίχους Μαρίνου Καρβελά) κι ένα ορχηστρικό στο τέλος.
Το άλμπουμ ανήκει στο χώρο του λεγόμενου «έντεχνου τραγουδιού» – ένα χώρο, τον οποίον περιγράφει με απόλυτη επάρκεια. Τούτο σημαίνει, πρώτον, πως οι μελωδίες τής Μεναχέμ είναι άψογα επεξεργασμένες και εν τέλει εξαιρετικές (αν αναφερόμαστε σε τραγούδια, όπως το φερώνυμο του άλμπουμ ή και άλλα ακόμη). Δεύτερον, πως οι έμπλεοι λυρισμού στίχοι του Καρβελά καταγράφονται ως απολύτως ταιριαστοί με τη γενικότερη (ποιητική να την πούμε) ατμόσφαιρα του δίσκου. Τρίτον, πως οι ενορχηστρώσεις του Γιώργου Καγιαλίκου αποδεικνύονται ως οι πλέον ταιριαστές γι’ αυτό του τύπου το τραγούδι (σημειώνουμε, περαιτέρω, τις έξοχες γραμμές των πνευστών, όπου αυτές υπάρχουν). Τέταρτον, πως οι πέντε φωνές (Γιώργος Φλωράκης, Ιφιγένεια Κορολόγου, Μάρθα Μεναχέμ, Ανδρέας Σμυρνάκης, Σπυριδούλα Μπάκα) είναι επιλεγμένες με στόχο την αποδοτικότερη ερμηνεία του λόγου, ο οποίος δεν είναι και ο απλούστερος δυνατός.
Το μεγάλο βάρος, πρωτίστως, πέφτει στους ώμους της συνθέτριας. Να αποτυπώσει με τις μελωδίες τούς, ευμετάβλητης μετρικής (ελεύθερης ή μη), στίχους τού Καρβελά – πράγμα το οποίον και επιτυγχάνει, με το βάθος και την πληρότητα της μουσικής επεξεργασίας της. Έπειτα, ένα το ίδιο μεγάλο βάρος πέφτει στους ώμους των τραγουδιστών-τραγουδιστριών, που στο σύνολο σχεδόν των περιπτώσεων αποδεικνύονται ιδανικοί. Ξεχωρίζω, από τους ερμηνευτές, τον Γιώργο Φλωράκη («Στου φεγγαριού το δρόμο», «Μικρό νυχτερινό») και την Ιφιγένεια Κορολόγου («Μετέωρο σώμα»), τους οποίους είχαμε ακούσει εσχάτως να διαπρέπουν και στο άλμπουμ «Μισοφέγγαρο Κυδώνι» [Μετρονόμος, 2018] των Γιώργου Καγιαλίκου-Δημήτρη Λέντζου.
Ο «Τόπος Άγραφος» είναι ένα άλμπουμ άλλης αντίληψης και άλλων ταχυτήτων, που δείχνει το προφανές. Πως το «έντεχνο τραγούδι» δεν είναι μια τελειωμένη υπόθεση, όταν αφήνεται στα χέρια έμπειρων, ευαίσθητων και εμπνευσμένων δημιουργών.
Επαφή: www.parisianou.gr

JÁNOS LAMBIZI 1948-2019

$
0
0
Πριν λίγες μέρες, στις αρχές Μαρτίου, έφυγε από τη ζωή ο János Lambizi. Στα πρώτα χρόνια του ’70 oLambiziείχε περάσει από τρία σημαντικά ελληνικά ροκ συγκροτήματα κι ένα ιταλικό – τον Εξαδάκτυλο, τα Μπουρμπούλια, τους SocratesDranktheConiumκαι τους Areaτου DemetrioStratos
Πολλοί έλληνες κιθαρίστες της τζαζ και του ροκ, κυρίως μιας παλιότερης γενιάς, πίνουν ακόμη νερό στο όνομα του János Lambizi, καθώς η παρουσία του για μια δεκαπενταετία, χοντρικά, στην ελληνική σκηνή, στα κλαμπ, τα liveκαι τη δισκογραφία, υπήρξε κάτι παραπάνω από αξιοπρόσεκτη.
Ο Lambizi, που είχε ιταλο-ουγγρική καταγωγή και ήταν γεννημένος στην Ουγγαρία το 1948, είχε έλθει στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’60, για να ανακατευθεί από πολύ νωρίς με τη μουσική και τα συγκροτήματα. Όπως είχε πει και ο ίδιος σε μία από τις ελάχιστες, αν όχι στη μοναδική συνέντευξη που έδωσε ποτέ σε ελληνικό έντυπο (ΜΟΥΣΙΚΗ, #4, Μάρτιος 1978):
«Ήρθα στην Ελλάδα το 1963. Οι γονείς μου δεν είχαν σχέση με τη μουσική. Ο πατέρας μου είναι Ιταλός και η μάνα μου Ουγγαρέζα. Ο πατέρας ήταν αντιπρόσωπος-έμπορος και είχε συναλλαγές με Έλληνες. Γι’ αυτό ήρθαμε στην Ελλάδα».
Η πρώτη μπάντα στην οποία συμμετείχε ο Lambiziήταν οι Sharks, περί το 1965. Στο γκρουπ έπαιζαν κι άλλα γνωστά κατοπινά ονόματα, όπως ο τραγουδιστής Σπύρος Σερεμέτης και ο κιθαρίστας Δημήτρης Ταμπόσης (που είχε έρθει κι αυτός από την Ουγγαρία). Όπως γράφει και ο Νίκος Σάρρος στο βιβλίο του Τα ελληνικά μουσικά συγκροτήματα των sixties / Ένα φωτογραφικό λεύκωμα [Μισκής, 2015], οι Sharksεμφανίζονταν στο κλαμπ FujiΥama, στην οδό Χέυδεν (Πλατεία Βικτωρίας), με ρεπερτόριο RollingStones, Animalsκ.λπ., παίρνοντας μέρος και στα κλασικά μουσικά πρωινά της εποχής, κυρίως στο RΕΧ.
Σε σύντομο χρόνο αρχίζουν οι γνωστές προστριβές, αυτές που μάστιζαν και μαστίζουν τα συγκροτήματα, με αποτέλεσμα ο Lambiziνα εγκαταλείψει τους Sharksοδεύοντας προς τους Cinquetti. Αλλά και σ’ αυτούς δεν θα μείνει για πολύ καιρό. Ίσως είναι λογικό να υποθέσουμε πως ο ιταλο-ούγγρος κιθαρίστας θα πέρασε και από άλλα γκρουπ στην πορεία μέχρι το πέρας των sixties–πριν καταλήξει, προς τα τέλη του 1970, στον Εξαδάκτυλο–, αλλά τούτο δεν επιβεβαιώνεται με στοιχεία.

VASIL HADŽIMANOV BAND fusion από το Βελιγράδι

$
0
0
Όπως έχουμε ξαναγράψει η μπάντα τού σέρβου πιανίστα-κιμπορντίστα VasilHadžimanovυφίσταται από τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Για πολύ καιρό η μπάντα αυτή, που χοντρικά κινείται στο χώρο του fusion, ήταν γνωστή μόνο στη Σερβία, αλλά τα τελευταία χρόνια οι διεθνείς κυκλοφορίες της για τη νεοϋορκέζικη MoonJune(υπενθυμίζω το προηγούμενο CDτής VasilHadžimanovBand, το “Alive”, από το 2016) την έχουν κάνει γνωστή και σ’ ένα πιο ευρύ κοινό, που την ψάχνει με το σύγχρονο progressive-fusion (και) από τις «άλλες» χώρες.
Και όχι αδίκως. Γιατί η VasilHadžimanovBandείναι πολύ καλή, αποτελούμενη από άσσους οργανοπαίκτες (VasilHadžimanovπιάνο, πλήκτρα, BrankoTrijić κιθάρες, MiroslavToviracμπάσο, PeđaMilutinović ντραμς, samples, BojanIvković κρουστά, φωνή), που σε συνδυασμό με τις guestπροσθήκες (MartaHadžimanovφωνητικά, RastkoObradović σαξόφωνα, DeanBowmanφωνή), φέρνει το progressive-fusionξανά στο κέντρο της προσοχής. Μπορεί να μην είναι η μόνη μπάντα που το πράττει, όμως (και αυτή) έχει το μερίδιό της, σ’ αυτή την αναθέρμανση.
Το Linesinsand[MoonJune, 2018] που ανοίγει το CDδιαθέτει τα φωνητικά του Ivković, που του δίνουν ένα ethnicχρώμα – αν και γενικότερα το συγκεκριμένο trackέχει μιαν «άπλα» στη μελωδία του, οπωσδήποτε ενταγμένη μέσα στο πνεύμα του οριενταλισμού (με τις άπιαστες thickκιθάρες). Το “Mr. Moonjune” αγγίζει πιο funkyκαι jazz-funkyπεριοχές, με το “Sansnova” να επιβάλλεται μέσω της πιανιστικής μελωδικής γραμμής του. Υπάρχει και progressiveφυσικά εδώ (“Kaži”, “Kaži gradiška”), όπως υπάρχουν και πιο… νεωτερικά passages, με χρήση samplesκ.λπ. (“Maklik”) ή ακόμη και σύγχρονο soulfulsinging, με τον σπουδαίο DeanBowman(που τον είχαμε ακούσει και στο άλμπουμ τού BabyTrio, του Γιώργου Κοντραφούρη, “UrbanJazz” το 2012).
Πάντως, για μένα, το κομμάτι που κάνει τη μεγάλη διαφορά στο “LinesinSand” είναι το τελευταίο του δίσκου, το 7λεπτο “Rege Hadži”, που, ναι, διαθέτει τον ρέγκε-αντιχρονισμό, αλλά διαθέτει και άλλα περιγραφικά ηχοχρώματα, κυρίως βγαλμένα από τα πλήκτρα του Hadžimanov, τα οποία και το απογειώνουν.
Έξοχη σύνθεση (του Hadžimanovφυσικά), που κλείνει με τον καλύτερο τρόπο αυτό τον δυνατό δίσκο.
Επαφή: www.moonjune.com

REAGI TUJ ένα δυνατό αθηναϊκό ροκ γκρουπ

$
0
0
Δεν υπάρχουν πολλά διαθέσιμα στοιχεία γι’ αυτό το αθηναϊκό γκρουπ, τους ReagiTuj, για το οποίο δεν γνωρίζουμε ούτε το παρελθόν του, ούτε τα μέλη που το αποτελούν, ούτε κάτι άλλο… βιογραφικό. Δεν υπάρχει τίποτα σχετικό ούτε και στο bandcampτους θέλω να πω. Σ’ αυτή την περίπτωση σεβόμαστε τη συγκεκριμένη διάθεση του γκρουπ, δεν το ψάχνουμε περαιτέρω, και προχωράμε κατ’ ευθείαν στο προκείμενο, που είναι η ηχογράφηση αυτού του άλμπουμ, του PasserbyShadowy [PrivatePressing / Recordisc, 2019].
Ηχητικώς οι ReagiTujκινούνται σε σκληρές, punk, φόρμες, με ήχο κοντά σ’ εκείνον των Wipersας πούμε. Τραγουδούν στην αγγλική βεβαίως, θέματα σκληρά επίσης, που αφορούν σχέσεις βασικά, αλλά το κάνουν με το δικό τους τρόπο (από τον οποίο δεν απολείπει και κάποια ευαισθησία). Αυτό το «πακέτο», τώρα, το υποστηρίζουν πολύ καλά και με τις μουσικές, και με το τραγούδι, και με τις ενοργανώσεις τους, που στηρίζονται φυσικά στις κιθάρες.
Το αποτέλεσμα είναι δέκα τραγούδια, τετράλεπτα τα πιο πολλά, που ρέουν σε γρήγορα tempi, και που σε κερδίζουν με τη δύναμη και με την πληρότητα που εμφανίζουν (υπάρχουν κομμάτια εδώ που μου θυμίζουν ακόμη και britishunderground, από PinkFairiesμέχρι DumpysRustyNuts).
Τώρα, τέτοιους ήχους, οι περισσότεροι και κυρίως οι νεότεροι, μπορεί να τους αποκαλούν και stoner–ένας ξεχειλωμένος πλέον όρος, που περιλαμβάνει όλο το «σκληρό» τραγούδι, φθάνοντας μέχρι τα όρια τού «μετάλλου»– όμως εγώ θα τον αποφύγω.
Κομμάτια σαν τα “Dontgetlost” και “Myshadow” (εκεί προς τη μέση του CD) δείχνουν πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα εξαιρετικό γκρουπ, που έχει τραγουδάρες να προτείνει (τα περισσότερα tracksστέκονται πολύ ψηλά) και που δεν πρέπει, σε καμμία περίπτωση, να περάσει απαρατήρητο.

ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΟΥΣΗΣ 1937-2019

$
0
0
Έφυγε από τη ζωή ο συγγραφέας, ποιητής, εικαστικός και μεταφραστής Πάνος Κουτρουμπούσης – ένας από τους ελαχιστότατους Έλληνες που δούλεψαν για αληθινά undergroundέντυπα. Ο Κουτρουμπούσης είχε κάνει το εξώφυλλο, για παράδειγμα, στη θρυλική λονδρέζικη εφημερίδα του undergroundit (Νο.42, October18-31, 1968).
H Theda Bara στο εξώφυλλο, η τούρτα γενεθλίων για τα δύο χρόνια του it και άλλα τινά...
Στον Πάνο Κουτρουμπούση έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές στο δισκορυχείον, ενώ υπάρχουν και τρεις ξεχωριστές αναρτήσεις αφιερωμένες σ’ εκείνον, τις οποίες και υπενθυμίζω:
ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΟΥΣΗΣ τι έγιναν οι ήρωες;
ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΟΥΣΗΣ προ του καπνοπωλείου
ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΟΥΣΗΣ τρία σχέδια

ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΟΥΣΗΣ η δουλειά του σε εξώφυλλα δίσκων

$
0
0
Ο Πάνος Κουτρουμπούσης, που έφυγε σήμερα από τη ζωή, είχε φιλοτεχνήσει, ανάμεσα σε άλλα, και μερικά εξώφυλλα δίσκων. Δεν είναι πολλά, αλλά είναι χαρακτηριστικά, και αυτά, της εικαστικής και φωτογραφικής δουλειάς του.
Ίσως υπάρχει ένα ακόμη εξώφυλλο (τουλάχιστον ένα), κάποιου δίσκου τού ιεροψάλτη Μανώλη Χατζημάρκου, από τα μέσα του ’70, αλλά δεν έχω μπορέσει να το εντοπίσω...
 
ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ: Χρώματα [EMI / Columbia 14C062-70144, 1974]
Φωτογραφία του Πάνου Κουτρουμπούση για το εξώφυλλο της επανέκδοσης του άλμπουμ του Σταύρου Ξαρχάκου «Χρώματα», που είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1968.
 
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΝΤΑΚΗΣ: Αναφορά στον Καζαντζάκη [MINOSMSM 281, 1976]
Σκίτσο του Πάνου Κουτρουμπούση
 
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΥΛΙΚΑΚΟΣ Παρουσιάζει: Τον «Εξαδάχτυλο» και διάφορους άλλους εκλεκτούς κυρίους, σε νέες περιπέτειες, ήτοι: Μεταφοραί-Εκδρομαί «Ο Μήτσος» [ΕΜΙ 2J 062 70262, 1976] 
Φωτογραφία:Πάνος Κουτρουμπούσης
 
BILL HALEY: The King of Rock and Roll [Embassy EMB 31315]
Το ελληνικό εξώφυλλο, με σκίτσο του Πάνου Κουτρουμπούση, που τυπώθηκε για λογαριασμό της CBSγύρω στο 1976
 
ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ / ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΖΗΣ: Ζωντανή Ηχογράφηση στου «Βρανά» την Άνοιξη του 1961 [Αφοί Φαληρέα AF 12, 1982]
Φωτογραφίες: Πάνος Κουτρουμπούσης
 
ΖΩΡΖ ΠΙΛΑΛΙ!: Θεοκωμωδία [Οι Αριστοκράτες CDA 001, 1994]
Επεξεργασία από τον ίδιο τον Πάνο Κουτρουμπούση τού έργου του HO 3317¨ toTerra (1969)
 
THE LAST DRIVE: Subliminal [BMG Ariola / RCA 74321 - 244961, 1994]
Φωτογραφία: Πάνος Κουτρουμπούσης

ΤΑΣΟΣ ΓΚΡΟΥΣ ό,τι αγαπάς, υπάρχει

$
0
0
OΤάσος Γκρουςείναι ένας καταξιωμένος συνθέτης του «έντεχνου». Δικά του είναι μερικά πολύ ωραία τραγούδια αυτά τα τελευταία 30+ χρόνια, τραγούδια που έχουν γίνει (και) επιτυχίες, φθάνοντας στα χείλια όλων μας. Δεν θυμάμαι αν είχα γράψει παλαιά στο Jazz& Τζαζγια δίσκους τραγούδια του Τάσου Γκρους – έχω όμως γράψει εδώ στο δισκορυχείονγια ένα προηγούμενο CDτου, το «Γενιές Σημαδεμένες» (2011) σε ποίηση Μπρεχτ.
Το πιο πρόσφατο CD-βιβλίο του Τάσου Γκρους είναι το «Ό,τι αγαπάς, υπάρχει» (2019), που τυπώθηκε πριν λίγο καιρό από τον Μετρονόμο και το οποίον περιλαμβάνει 17 τραγούδια του συνθέτη, πέντε εκ των οποίων είναι ηχογραφημένα το 1997 με την Ορχήστρα Ποικίλης Μουσικής της ΕΡΤ (υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Πυλαρινού), ενώ τα υπόλοιπα δώδεκα είναι γραμμένα τα πιο πρόσφατα χρόνια. Οι στίχοι των τραγουδιών ανήκουν στους Γκίντερ Γκρας, AliceTori, Θοδωρή Γκόνη, Πάμπλο Νερούδα, Ιωάννη Βηλαρά, Βαγγέλη Κάσσο (2), Ηλία Γκρη, Θανάση Βενέτη, Ηλία Κατσούλη (2), Βαγγέλη Βελώνια, Πωλ Ελυάρ, Γιώργο Μπασδέκη (2), Ηλία Τσέχο και Ιωάννη Πανουτσόπουλο, ενώ αποδίδονται από τους Αργυρώ Καπαρού (6), Γιώργο Μεράντζα, Καλλιόπη Βέττα, Αλέξανδρο Καψοκαβάδη, Μάρθα Φριντζήλα, Γιώργο Νταλάρα, Παντελή Θαλασσινό, Γιάννη Παλαμίδα (2), Τάσο Γκρους, Φωτεινή Βελεσιώτου και Βαγγέλη Βελώνια.
Το «Ό,τι αγαπάς, υπάρχει» σαν άλμπουμ διατρέχεται από μιαν ιδιαιτερότητα. Είναι αφιερωμένο στον γιο τού Τάσου Γκρους Γιώργο Γκρους, που έφυγε γρήγορα από τη ζωή, στα 45 χρόνια του, τον Δεκέμβριο του 2017. Ο Γιώργος Γκρους ήταν και αυτός μουσικός και περαιτέρω ένας άνθρωπος με έντονη κοινωνική δράση και συνείδηση, όπως μαθαίνω. (Μπορείτε κι εσείς να ψάξετε στο δίκτυο και να βρείτε στοιχεία για την πολιτεία του).
Έτσι, λοιπόν, στον πατέρα Γκρους πέφτει το δυσβάσταχτο φορτίο μιας καθημερινής ζωής χωρίς το παιδί του και περαιτέρω το καθήκον να φέρει εις πέρας τη συγκεκριμένη μνημόσυνη έκδοση, τη γεμάτη με τραγούδια που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, περιστρέφονται γύρω από τούτη την ανυπέρβλητη (για έναν γονέα) απώλεια.
Προσωπικώς σ’ ένα τέτοιο άλμπουμ δεν μπορώ να κάνω απολύτως καμμία κριτική – καθώς όλα αυτά που διαβάζω στο συνοδευτικό βιβλιαράκι, και ακούω από τους τραγουδιστές, με ξεπερνούν.
Ένα μόνο θα πω. Αξίζει τον κόπο να ενδιαφερθείτε γι’ αυτήν την έκδοση.
Επαφή: www.metronomos.gr

GOLDEN NUGGET ένα πολύ καλό «σκληρό» ελληνικό γκρουπ

$
0
0
Έχουν κάμποσα χρόνια στη σκηνή οιGoldenNugget, αλλά μόλις τώρα φθάνει η ώρα για να κυκλοφορήσουν το πρώτο LPτους. Καλλιά αργά… όπως λένε. Το άλμπουμ έχει ως τίτλο το όνομά τους και είναι τυπωμένο σε 250 κόπιες από την IkarosRecords.
Οι GoldenNuggetείναι ένα κλασικό, σκληρό, blues-rockσχήμα. Το «σκληρό» ισχύει φυσικά, το “blues” λιγότερο, αλλά είναι η βάση, ενώ το “rock” συμβαίνει και παρασυμβαίνει, καθότι οι GoldenNuggetροκάρουν με όρεξη, προτείνοντας οκτώ δικά τους κομμάτια, που είναι το ένα καλύτερο από το άλλο.
Για το ποιες ακριβώς είναι οι βάσεις αυτού του ήχου είναι προφανές. Είναι το rockτων Creamκαι των Taste(το rockτου RoryGallagherδηλαδή), των Freeκαι των HumblePieκαι όλων των άλλων αναλόγων βρετανικών, αλλά και αμερικανικών συνόλων, από τα τέλη του ’60 και τις αρχές του ’70 – εκείνων που ανακάτεψαν το ηλεκτρικό bluesτου Σικάγου, με τις ροκ φόρμες της εποχής, σφραγίζοντας δίσκους και τραγούδια. Και αυτό το ρεπερτόριο, αυτή την ιστορία οι GoldenNuggetτη γνωρίζουν πολύ καλά, την έχουν «σπουδάσει» και την παρουσιάζουν, όπως ακριβώς της πρέπει, σ’ αυτό το παρθενικό LPτους.
Το GoldenNugget(2018) περιλαμβάνει οκτώ τραγούδια, τα οποία είναι συνθέσεις των μελών του συγκροτήματος (Γιώργος Λαγογιάννης φωνή, πλήκτρα, Γιάννης Γκιουλέας κιθάρες, Θανάσης Γκιουλέας μπάσο, Δημήτρης Αζοράκος ντραμς). Εφτά είναι γραμμένα από τον κιθαρίστα Γιάννη Γκιουλέα, ενώ ένα είναι γραμμένο, από κοινού, από τους Γιάννη και Θανάση Γκιουλέα. Και τα οκτώ tracks (τέσσερα ανά πλευρά) υπακούουν σε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά.
Κατ’ αρχάς έχουμε να κάνουμε με πολύ δεμένα τραγούδια – κάτι που οφείλεται, προφανώς, και στην ηχογράφηση-παραγωγή, στο τεχνικό team (τη μηχανικό ήχου Ρομίνα Μούτου, τον Μιχάλη Σκαράκη που επιμελήθηκε τη μίξη και τον Νάσο Νομικό, που έκανε το μάστερ). Το τονίζω, επειδή ο ήχος στο “GoldenNugget” είναι σχεδόν το παν. Βεβαίως και τα τραγούδια είναι πολύ καλά, αλλά χωρίς τη «σωστή» αποτύπωσή τους θα ήταν «μισά». Βαρύς, βαθύς ήχος, στις σωστές στάθμες και με άψογη διαχείριση όλων των επιμέρους παραμέτρων. Και νάτο το αποτέλεσμα!
Έπειτα είναι τα παιξίματα, που και αυτά είναι απολύτως εξαιρετικά, με πλήρη αίσθηση του μέτρου. Υπάρχει μιαν ισορροπία δηλαδή εδώ, μέσω της οποίας… εκτοπίζονται όλες οι υπερβολές, όλα τα παρατεταμένα σόλι, όλα τα προσωπικά δοσίματα – και τούτο, δίχως να απουσιάζει από τα κομμάτια των GoldenNuggetτο παραμικρό. Η δουλειά είναι ομαδική και απολύτως ζυγισμένη, με τις φωνές, τις κιθάρες και το rhythmsectionνα στέκονται πάντα στο… βάρος και στο ύψος τους.
Να ξεχωρίσεις τραγούδια από εδώ είναι δώρον-άδωρον. Το άλμπουμ έχει μόνο κομματάρες, αλλά παρ’ όλα αυτά εγώ θα προτείνω το “Gotthethrill” από την πρώτη πλευρά και το “Railroadhigh” από τη δεύτερη και θα πω, κλείνοντας, πως δεν υπάρχει τίποτα πιο αποδοτικό στη μουσική από το να κάνεις, πρώτα-πρώτα, το κέφι σου, πέραν από μόδες και «πρέπει». Να παίζεις και να προτείνεις αυτό που σου αρέσει, αδιαφορώντας για το αν είσαι μπροστά, μέσα ή εκτός της εποχής σου.

NICK SANDERS TRIO για το πρόσφατο άλμπουμ ενός πολλά υποσχόμενου, σύγχρονου τζαζ πιανίστα

$
0
0
Ο NickSanders, αν και νεαρός ακόμη, έχει να επιδείξει τζαζ-άποψη και έργο. Με το τρίο του έχει κυκλοφορήσει έως ώρας τρία CD, το “NamelessNeighbors” το 2013, το “YouAreaCreature” το 2014, για το οποίον υπάρχει το σχετικό reviewστο blog, ενώ το τρίτο του αποκαλείται Playtime2050” [Sunnyside Communications, 2019] και είναι το άλμπουμ, για το οποίο θα γράψουμε στη συνέχεια. Στο δισκορυχείονέχουμε αναφερθεί, επίσης, στη συνεργασία τού NickSandersμε τον σαξοφωνίστα LoganStrosahlστο άλμπουμ “Janus” (2016), οπότε (και) με το τωρινό κείμενο ολοκληρώνεται κάπως μιαν «εικόνα», γι’ αυτόν το μουσικό, συνθέτη και αυτοσχεδιαστή, που βαδίζει σε πολύ δημιουργικά μονοπάτια.
Ο Sandersδεν είναι ένας καθαρός Monk-ικός πιανίστας ή, εν πάση περιπτώσει, είναι τόσο Monk-ικός όσο και ο δάσκαλός του FredHersch (τηρουμένης, εν προκειμένω, της διαφοράς θέσης μεταξύ μαθητή-δασκάλου). Με τον Herschδίπλα του, αλλά και με άλλους εξ ίσου σπουδαίους σαν τον RanBlakeή τον μπασίστα CecilMcBee, ο Sandersείχε όλα τα περιθώρια για ν’ ανέβει μέτρα στη σκηνή, αφού, εκμεταλλευόμενος το ταλέντο του πρώτα-πρώτα, θα οπλιζόταν στην πορεία (και) με την απαραίτητη γνώση. Συνέβη.
Τούτο, δε, φαίνεται σε κάθε σύνθεση τού “Playtime 2050”, αφού όσες υπάρχουν εδώ (και οι έντεκα) είναι αποκλειστικώς δικές του. Φυσικά, η συνεισφορά του μπασίστα HenryFraserκαι του ντράμερ ConnorBakerδεν είναι μικρή, αλλά εν πάση περιπτώσει το γενικότερο πρόσταγμα, εδώ, το έχει ο Sanders.
Το “Playmate2050”, που παίρνει την ονομασία του από τη ζωγραφιά με τον ίδιο τίτλο της Leah Saulnier στο εξώφυλλο (έργο της Saulnierκοσμούσε και το προηγούμενο CDτου Sanders– περισσότερα για τη ζωγράφο μπορείτε να δείτε εδώ… https://www.lifo.gr/team/u12124/56942), είναι ένα άλμπουμ ιδιαίτερης… τζαζ ποικιλίας. 
Υπάρχουν tracksεπί του προκειμένου μιας κάποιας πιανιστικής ορμής και της συνακόλουθης ρυθμικής, όπως το “Manicmaniac”, άλλα, όπως το φερώνυμο “Playtime2050”, που κινούνται σε πιο blues/bopκατευθύνσεις, άλλα που κινούνται στο χώρο της μπαλάντας (“Preparedfortheblues”), αλλά με την ιδιαιτερότητα που θα μπορούσε να προσάψει σ’ αυτήν (στην μπαλάντα) ένα προετοιμασμένο πιάνο, άλλα που ολοκληρώνονται μέσα σε μια συνεπή μινιμαλιστική αβαντγκάρντια (“Thenumber3”), άλλα που μοιάζουν με ασκήσεις για δύο (το “Endless” με την «ειδική» επικοινωνία Sanders-Baker) και άλλα που ακολουθούν τελείως improv/prepared-pianoλογικές (“Preparedfortheaccident”).
Το “Playtime2050”είναι ένα πληθωρικό piano-trioάλμπουμ, χαρακτηριστικό ενός νέου μουσικού, που βαδίζει σταθερά από το «πολύ καλό» προς το «άριστον».
Viewing all 5101 articles
Browse latest View live