Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5058 articles
Browse latest View live

SLY 5TH AVE …πνευματικός σαξοφωνίστας

$
0
0
Παρότι δεν πρέπει να είναι πολύ επάνω από τα 20, ο σαξοφωνίστας SylvesterUzomaOnyejiakaII, ή άλλως Sly 5thAve, έχει προλάβει να συμπράξει με τους Prince, WyntonMarsalis, MaceoParkerκ.ά., δείχνοντας το πόσο μετράει στο ευρύτερο καλλιτεχνικό/ επαγγελματικό μουσικό στερέωμα. Εγκατεστημένος στη Νέα Υόρκη, αλλά γεννημένος μάλλον στο Τέξας (και με νιγηριανή καταγωγή), ο Sly 5thAveπαραδίδει τώρα το πρώτο προσωπικό CDτου που έχει τίτλο “Akuma” [TruthRevolutionRecords, 2013] και το οποίο μας μεταφέρει σ’ ένα χώρο spiritualjazz… όταν τα φλερτ με το funkή το πιο καθαρόαιμο bopδεν αποκτούν πρωτεύοντα ρόλο.
Με ευρεία μπάντα συνοδείας, που περιλαμβάνει ντραμς, μπάσο, ηλεκτρική κιθάρα, κρουστά, τρομπέτα και σε επιμέρους tracksακουστικές κιθάρες, πιάνο, Wurlitzer, κι άλλη τρομπέτα, φλάουτο, βιολί και φωνή, ο Sly 5thAveπροτείνει ένα ωριαίο περίπου άλμπουμ, που σφύζει από οργανοπαικτική δύναμη. Απολαυστικές συνθετικές στιγμές και ακόμη πιο απολαυστικές ενορχηστρώσεις, με το κλίμα της παραγωγής (BradWilliams) να παραπέμπει ευθέως στις «ζεστές» εγγραφές των τελών του ’60. Χαρακτηριστικό κομμάτι αυτής της αίσθησης αποτελεί το έσχατο μεγαλόπνοο “Abuja”, που κινείται στην καλύτερη παράδοση του είδους. Αfro-jazzυψηλής κλάσης, με έμφαση στο ρυθμικό τμήμα (οι ArtEnsembleofChicagoτου “ThemedeYoyo” θα μπορούσε να ήταν μιαν αναφορά), αλλά και σε μία τρόπον τινά εξωτική μελωδική γραμμή που συνεπαίρνει.
Το “Akuma” είναι ένα άλμπουμ με πολλές ιδιάζουσες στιγμές. Συνδυάζει δε τη συνθετική πληρότητα, με το «σταλμένο» αυτοσχεδιαστικό στοιχείο, κινούμενο μέσα σ’ ένα κλίμα κυριολεκτικής… soulmusic. Όσοι γουστάρουν τις σχετικές επανεκδόσεις του Jazzman (RoyBrooksandTheArtisticTruth, MarvinPetersonandTheSoulmasters, NathanDavisκαι τα τοιαύτα) νομίζω πως, και με την περίπτωση τού Sly 5thAve, θα βρεθούν στο στοιχείο τους.

ΗΟΤ CUP RECORDS νέες κυκλοφορίες

$
0
0
Έχω γράψει κι άλλες φορές στο δισκορυχείονγια κυκλοφορίες τής νεοϋορκέζικης HotCup. Πρόκειται για ένα label, που, ενώ βασίζεται στην τζαζ παράδοση, στην πορεία αυτή ακριβώς η παράδοση διαστρέφεται, για να μας επισκεφθεί κάπως αλλιώς· ορισμένες δε φορές... εντελώς αλλιώς.
JONATHANMORITZTRIO: SecretTempo
Όχι συνήθης… αλλά όχι και σπάνια μορφή jazz-trio. JonathanMoritzτενόρο και σοπράνο σαξόφωνο, ShaynaDulbergerκοντραμπάσο, MikePrideντραμς, κρουστά – ένα τρίο δηλαδή με σαξόφωνο, μπάσο, ντραμς (και χωρίς πιάνο), κατ’ αναλογίαν αν θέλετε με τα jazz-triosτου SonnyRollins (στα 50s), ή του BranfordMarsalis (στα τέλη του ’80 και τις αρχές του ’90). Από την μια μεριά τοσυγκεκριμένο settingλοιπόν,και από την άλλη νέοι μουσικοίξανά στις επάλξεις, έτοιμοι να εξερευνήσουν (και αυτοί) τις δυνατότητες των οργάνων τους, δημιουργώντας τα δικά τους δεδομένα.
Εδώ, οι… δοκιμές και οι πειραματισμοί αφορούν σε όλο το σώμα μιας jazzσύνθεσης – και φυσικά με την «ταυτότητα» και τον «αέρα» που παρέχει ο αυτοσχεδιασμός. Διαμορφώνονται δηλαδή συνθήκες, ώστε να υπάρξουν αναζητήσεις και σε σχέση με τα tempiκαι τον μελωδικο/ αρμονικο/ ρυθμικό τομέα, αλλά και σε σχέση με τα μέτρα, πράγμα το οποίον φανερώνουν, απολύτως, οι τίτλοι των επτά συνθέσεων (“Medium, “Fast”, “Ballad”, “Melody”, “Harmony”, “Rhythm”, “7779”). Αν και το “SecretTempo” μοιάζει, ενδεχομένως, με μια σειρά μαθημάτων ενός τζαζ σεμιναρίου, στην πραγματικότητα είναι ένα πολύ ενδιαφέρον άλμπουμ, με παιξίματα και ιδέες όσον αφορά στα ρετζίστρα των οργάνων, που δεν είναι «κοινός τόπος» για το ηλικιακό πλαίσιο των τριών παικτών. Η HotCup, εταιρεία με μεγάλη προσφορά στη σύγχρονη jazz (εγγραφές των MostlyOtherPeopleDotheKilling, του SamKulik, του επίσης… piano-lessγκρουπ τού JonIrabagonνα υπενθυμίσω), προσφέρει, έτσι, άλλο ένα «δύσκολο», αλλά πολύ ενδιαφέρον μέσα στην ιδιαιτερότητά του άλμπουμ, που αφορά, όπως και να το κάνουμε στον πυρήνα των jazzheads.
MOSTLY OTHER PEOPLE DO THE KILLING: Red Hot
Γράφει 2012 στο οπισθόφυλλο το “RedHot” [HotCup 125], κυκλοφόρησε όμως την 24/9/2013. Πρόκειται για το δεύτερο άλμπουμ των MostlyOtherPeopleDotheKilling (MOPDtK) που τυπώθηκε μέσα στη χρονιά, αφού είχε προηγηθεί νωρίτερα το “SlipperyRock!” [HotCup 123] – αν έχετε χρόνο κοιτάξτε εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/05/jon-lundbom-big-five-chord-mostly-other.html. Οι MOPDtKείναι ένα από τα πιο σημαντικά σχήματα της νέας τζαζ, μία πολυμελής εδώ ομάδα (PeterEvansτρομπέτα, JonIrabagonσαξόφωνα, DavidTaylorμπάσο τρομπόνι, BrandonSeabrookμπάντζο, ηλεκτρονικά, RonStabinskyπιάνο, MoppaElliottμπάσο, KevinSheaντραμς, κρουστά) γενικώς σταθερής line-up, αλλά και με δυνατούς guestsπολύ συχνά, που λειτουργεί εσχάτως με κάποιο concept. Παράξενο (το concept), όχι προφανές και πολλάκις δημιουργικό, αφού δίνει την ευκαιρία στα μέλη του γκρουπ να αποδείξουν όχι μόνο το πόσο παικταράδες είναι, αλλά με ποιον ακριβώς τρόπο μπορεί να διαμορφώνουν πρωτότυπα «σκηνικά», κερδίζοντας αμέσως τις εντυπώσεις (και στην πορεία την ουσία). Έτσι, αν στο “SlipperyRock!” οι MOPDtKεπιχείρησαν να προσεγγίσουν την popπλευρά της jazz, όταν αυτή (η jazz), ως smooth, έδινε κι έπαιρνε εκεί στα τέλη των 70sκαι τις αρχές των 80s, στο “RedHot” βάζουν στο στόχαστρό τους την jazzκαι το bluesτης δεκαετίας του… ’20! Δεν διασκευάζουν, αν αυτό αφήνεται να εννοηθεί, αλλά δανειζόμενοι το ύφος, ενδεχομένως και κάποια passages, των συνθέσεων, ή του τρόπου συνθέσεως της εποχής (π.χ. LouisArmstrongandHisHotFiveκαι… HisHotSeven), προσφέρουν ένα εντελώς δικό τους έργο, απολαυστικό οπωσδήποτε και συνάμα ριζοσπαστικό – υπό την έννοια πως βρίσκουν τον τρόπο να παρεισφρήσουν στις συνθέσεις των MOPDtKακόμη και τα ηλεκτρονικά, ή και ο, εξ αυτών, ελεγχόμενος θόρυβος. Το αποτέλεσμα είναι, για ακόμη μία φορά, υπεράνω των προσδοκιών μας. Οι μουσικές ρέουν αβίαστα, τα soliείναι ελεγχόμενα και μετρημένα, και βεβαίως οι αυτοσχεδιασμοί, που ξεφεύγουν συχνά, από το… πνεύμα της εποχής, φανερώνουν αστείρευτο ταλέντο, μεράκι και φαντασία, δίνοντας μιαν άλλη και εν τέλει μιαν… απίστευτη εικόνα τής τζαζ τής «χρυσής εποχής». Ένα σημαντικό CD!

ΤΕΟΣ ΣΑΛΑΠΑΣΙΔΗΣ σχέδιο για προσευχή

$
0
0
Εικοσιτετράωρα αιώνων σκυφτός – Θεέ,
στης πόρτας μου τα σιδερένια σκαλιά. 
Της αλήθειας σου το κρύο πάγωσε στα γένια σου
και περιμένεις...
Περίμενε, έχω δουλειά!
Στρώνω με τον πυρετό μου ένα σχέδιο: 
«Κατάληψη εξουσίας»
και χρειάζομαι τώρα διαβήτες, μπιστόλια, 
κι ανθρώπους.
Να ’χουνε χέρια γερά, να δουλεύουν, να ιδρώνουν. 
Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα!
Έλα αύριο, χαράματα που θα πιάσουμε μάχη, 
έλα να γίνουμε φίλοι.
Με χοντροπάπουτσα παρτιζάνος-στρατιώτης 
στην ίδια γραμμή πυρός. Έλα.
Σε περιμένω στην είσοδο του εργοστασίου 
πάνω στ’ αυλάκια των χωραφιών
στα καμένα χωριά της υπαίθρου 
στο καμένο χώμα των πόλεων.
Σε περιμένω στην αίθουσα αναμονής 
για την Επανάσταση,
πρώτη θέση. 
Θα με βρεις τραγουδώντας
καβάλα σ’ ένα βουνό ανθρακίτη 
σ’ ένα κύμα της θάλασσας
στης Νορμανδίαςτο ψηλότερο κατάρτι 
σπήκερ στον πύργο του Άιφελ
σε μακεδονήσια θημωνιά γλυκοφιλώντας ένα κορίτσι. 
Εκεί που δεν κοίταξες ποτέ – δίπλα σου,
θα με βρεις υψώνοντας τη γροθιά σου 
κοιτώντας αντρίκεια, σφυρίζοντας
«ένας σύντροφος καινούργιος». 
Θα σε γνωρίσω. Να κρατάς Ριζοσπάστη,
σύνθημα-παρασύνθημα: Χαρίλης-Θεσσαλονίκη. 
Θα ’χω στ’ αυτιά μου κόκκινους ήχους
στα μάτια μου συνωμοτική γαλήνη. 
Θα φοράω αρβύλες μπαλωμένες με χιόνι,
πλεγμένο αντάρτικο σκουφί στον αργαλειό της θύελλας 
με νήματα βροχής.
Θα ’χωτ’ αμπέχωνο μαγέρα κουμπωμένο – την άνεση 
τυλιγμένη στο λαιμό μου,
ένα τρύπιο κασκόλ. 

Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα!
Στην ίδια διμοιρία θα σου δώσω 
στο δίπλα χαράκωμα μια θέση βολής.
Αν θέλεις, έλα! 
Είναι στη γη μας καλύτερα. 

Το ποίημαΣχέδιο για Προσευχήτου Τέου Σαλαπασίδη (1924 - 1983) δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα (τεύχος 38 τής 8/3/1946), υπό το ψευδώνυμο Νίκος Νικολαΐδης. Η αντιγραφή έγινε από το βιβλίο Τέος Σαλαπασίδης, Μια παρουσίαση από τον Κώστα Βούλγαρη [Γαβριηλίδης/εκ νέου, Αθήνα 1999].
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΤΟΣ 1942-2013

CITY NIGHTS jazz από την Σουηδία

$
0
0
Πριν λίγο καιρό έλαβα ένα CDαπό την Στοκχόλμη, από έναν ελληνικής προφανώς καταγωγής μουσικό ονόματι AndreasHourdakis. Το όνομα δεν μου ήταν εντελώς άγνωστο, αλλά σε πρώτη φάση δεν μπορούσα να προσδιορίσω από πού το ήξερα, που το είχα διαβάσει/ακούσει. Ψάχνοντας στο internetμού λύθηκε αμέσως η απορία. Ο Hourdakisέπαιζε κιθάρα στο έξοχο “ThreadofLife” [ACTMusic+ Vision, 2011] του MagnusÖström, ενώ, λογικώς, παρευρέθη και στη Θεσσαλονίκη την 3/10/2013, όταν στο πλαίσιο των Δημητρίων 2013, εμφανίστηκε με το συγκρότημα του Öströmκαι τον πιανίστα Νικόλα Αναδολή. Το σημερινό σχήμα στο οποίο συμμετέχει ο Hourdakisονομάζεται CityNights(NilsJansonτρομπέτα, πλήκτρα, AndreasHourdakisκιθάρες, MartinHöperμπάσο, ChrisMontgomeryντραμς) και προσφάτως ηχογράφησε το παρθενικό φερώνυμο CDτου [ReachUp/ Plugged].
Επειδή τα μέλη των CityNightsδεν είναι τυχαίοι μουσικοί (έχουν εμφανισθεί με τους Koop, την RigmorGustafsson, τον MagnusÖströmφυσικά και διαφόρους άλλους) το αποτέλεσμα διαθέτει την jazzστάμπα της τοπικής σκηνής – το συνθετικό υλικό, με άλλα λόγια, που αποδεικνύεται υπερεπαρκές εν προκειμένω και με άψογο τρόπο ερμηνευμένο. Βασικά, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ηλεκτρικό jazzάλμπουμ, στο οποίο συνεισφέρουν τόσο ο τρομπετίστας Janson (προβάλλοντας την απαραίτητη coolness), όσο και ο Χουρδάκης με τα περίτεχνα soliτου, που εμφανίζουν jazz, fusion, rockακόμη και «μεταλλικές» αναφορές. «Δουλεμένες» συνθέσεις που ρέουν με άνεση, σχήματα ρυθμικά που η επανάληψή τους, σε συνδυασμό με το κιθαριστικό «πλάκωμα», δημιουργούν ασυνήθιστα κρεσέντι, και βεβαίως πλείστες όσες funkyκαι contemporaryαναφορές, που φέρνουν το “CityNights” κοντά στα δυτικο-αμερικανικά, αισθητικά, τζαζ πλαίσια. Απλό, ευχάριστο άλμπουμ, που συνδυάζει φινέτσα και δύναμη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 μέρες αργίας

$
0
0
Τα λέγαμε πριν λίγο καιρό (2/12/2013), στην ανάρτηση για τους Γκομπιντίμπου, για την τάση (ας την αποκαλέσω έτσι), να μετατρέπονται εσχάτως ηχογραφήσεις κασετών του ’80 σεLP. Σ’ εκείνη την ίδιαν ανάρτηση είχα αναφέρει, μάλιστα, και την γιαννιώτικη κασέτα «0651» [Βάρκα 08, 2/1985] στην οποίαν ακούγονταν τα γκρουπ Επιπτώσεις, Κεφάλαιο 24, Φυσιολατρικός Σύλλογος κ.ά., ως μία καλή περίπτωση δυνητικής μετατροπής MCσε LP, αγνοώντας πως ήδη αυτό είχε συμβεί λίγο νωρίτερα, όταν η εταιρεία ειρκτή, εξέδιδε σε 321 κόπιες βινυλίου ένα άλμπουμ των Κεφάλαιο 24 («Μέρες Αργίας»), με εγγραφές των ετών 1984-85. Μάλιστα, όπως διαπίστωσα μόλις πριν λίγο, άλλο ένα γκρουπ από εκείνη την κασέτα, οι Μεταλλακτικοί Επικίνδυνοι, είδε, κι αυτό, ένα βινύλιο με εγγραφές του να κυκλοφορεί μετά από 30 χρόνια (GeheimnisRecords). Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πως γίνεται χαμός…
Για τους Κεφάλαιο 24 γενικώς δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, καθότι πρόκειται για ένα γκρουπ που το γνωρίζει και το σέβεται ο κόσμος, αφού όλες οι δουλειές του είναι από εξαιρετικές και πάνω (το «Ευρετήριο των Συμπτώσεων» π.χ. από το 1995 ή το “TinInvaders” από το 1988 είναι άλμπουμ στα οποία δύσκολα εντοπίζεις ψεγάδι – δισκάρες!). Αφήνοντας λοιπόν τις ήδη γνωστές (τέσσερις) κυκλοφορίες, εκείνο που πρέπει εξ αρχής να σημειώσω είναι πως σ’ αυτές τις πρώιμες εγγραφές διαφαίνονται πολλά από τα στοιχεία που θα έκαναν το γκρουπ ξεχωριστό τα αμέσως επόμενα χρόνια, δημιουργώντας τον δικό του «μύθο». Έτσι λοιπόν το LPτης ειρκτής, που ως έκδοση στέκει πολύ καλά έχοντας ακμαία εγγραφή, περιλαμβάνει κομματάρες, τις οποίες υποστηρίζουν με αξιοζήλευτη επάρκεια δύο μόλις άτομα, ο Αντώνης Λιβιεράτος keyboards, φωνή, κιθάρα, φυσαρμόνικα, ταινίες, drummachineκαι oΒαγγέλης Μπουλουχτσής μπάσο, πιάνο, κιθάρα, ταινίες, drummachine.
Πλευρά Α. Τρία κομμάτια από την κασέτα «0651» (2/1985) κι ένα ανέκδοτο. Ας τ’ ακούσουμε… «Στη σήραγγα». Αν και στην αρχή το κομμάτι μου θύμισε κάτι από το θρυλικό electroσήμα τού «Μεθοριακού Σταθμού» (οι παλαιοί γνωρίζουν, οι νεότεροι το ψάχνουν…), προσαρμοσμένο φυσικά στις 80sαπαιτήσεις (με το drummachineκαι τη συνολικότερη διαχείριση), στην πορεία τούτο ξεφεύγει προς αδιόρατες electro-psychκατευθύνσεις. Πολύ καλό… και «μπροστά» απ’ οτιδήποτε άλλο (σχετικό) είχε ηχογραφήσει μέχρι εκείνη την εποχή οποιοδήποτε ελληνικό συγκρότημα. «Μια μάζα». Υπάρχουν στίχοι, ελληνικοί, αλλά όχι τραγούδι. Υποτυπώδης οργανική συνοδεία… ελεκτρο-πάνκικης αισθητικής. Η προετοιμασμένη ηλεκτρική κιθάρα του Νίκου Κύρου προσθέτει σε… χάος. «Η μυστηριώδης εξαφάνιση του Ερμή». Απλό, αργό, electro, με ωραία breaksαπό το όργανο. (Στο βάθος αφόρητη sixtiesοργανική προσαρμογή, μπροστά eightiesεφηρμοσμένη ρυθμική). «Ο Μάης δεν θα ’ρθει…». Ένα από τα high-lightsτου LP. Εξαιρετικό ελληνόφωνο electro, με τα breaksτου μπάσου να «σκοτώνουν» και τα πλήκτρα να φτιάχνουν, ως συνήθως, όλο το παιγνίδι. Το κομμάτι έχει μια «παγερή» μελωδική γραμμή (από κουπλέ σε κουπλέ – ας το πω έτσι) που σε οδηγεί σ’ ένα νωχελικό intermezzoπριν το αναμενόμενο κλείσιμο.
Πλευρά Β. Τρία κομμάτια από την κασέτα «Κεφάλαιο 24» [Βάρκα 09, 6/1985] κι ένα ανέκδοτο.  Το «Μέρες αργίας» είναι ένα παράξενο τραγούδι (δεν κρίνω από τους στίχους). Θα μπορούσε να το αποκαλέσει κάποιος ακόμη και rock, παρότι αυτό δεν είναι προφανές. Είναι η δομή, δηλαδή, του τραγουδιού που το πάει αλλού. Ο PeterHammillείναι οπωσδήποτε μιαν αναφορά (πάντα ήταν για το Κεφάλαιο 24), όμως όλη αυτή η πρακτική με τις αλλαγές των ρυθμών, τα απότομα κοψίματα, τα μελωδικά σπαράγματα, τα απρόβλεπτα breaks, τα «πιεσμένα» φωνητικά φαίνεται πως είναι κάτι που είχε δουλευθεί από τους γιαννιώτες(;) μουσικούς από πολύ νωρίς· πριν φθάσουμε δηλαδή στο “TinΙnvaders” (ένα από τα κορυφαία LPτης δεκαετίας, κατά το δισκορυχείον). Σε κάθε περίπτωση το «Μέρες αργίας» είναι ένα εξαιρετικό κομμάτι. «Η άποψη του καθρέφτη». Πάνω σε μια ρυθμική λούπα (ή κάτι σαν λούπα), ο Λιβιεράτος... εναποθέτει λίγους στίχους. Ασφυκτικό track (από τους στίχους, απ’ όλα), με μεγαλύτερη λειτουργικότητα ίσως τότε, απ’ ό,τι τώρα. «Περιορισμένη ορατότητα». Χωρίς λόγια. Περισσότερο progπειραματική σύνθεση, με το μπάσο του Μπουλουχτσή σε συνεχή breaksκαι με τα keyboardsσε έναν κάπως σχολιαστικό ρόλο. «Φυτώριο κεραιών». Μικρής διάρκειας αλλά εμπνευσμένο electro, που θα μπορούσε να απλώνεται στο χρόνο. Παρότι σύντομο δονεί και θέλγει.
Εν ολίγοις; Το «Μέρες Αργίας» είναι ένα πολύ ενδιαφέρον LP· και σε κάθε περίπτωση αντάξιο της φήμης, που έχουν διαχρονικώς στ’ αυτιά μου οι μουσικές των Κεφάλαιο 24.
Επαφή: www.eirkti.com

JOHNNY “HAMMOND” SMITH black coffee

$
0
0
Γράφοντας κανείς για τον Johnny “Hammond” Smith (1933-1997), δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σ’ έναν από τους πιο διακεκριμένους οργανίστες των sixties. Κι είναι έτσι. Από τους χαμοντικούςστυλοβάτες του hard bop και της soul jazz, ο Smith (που πολλοί μπορεί να τον μπερδεύουν με διαφόρους άλλους... Hammond ή Smith), έχτισε μιαν εντυπωσιακή καριέρα στη συγκεκριμένη δεκαετίαμέσα από τα απανωτά άλμπουμ του στην Riverside και την Prestige. Το “Black Coffee” [Riverside RS 9442] είναι ηχογραφημένο ζωντανά στο Monterey Club του New Haven την 8/11/1962 και εμφανίζει τον παίκτη μπροστά από ένα σχήμα (άνευ μπασίστα φυσικά) να ερμηνεύει δικά του κομμάτια, αλλά και versions, βγάζοντας ένα κάπως… rock feeling. Ευθύνεται βεβαίως η κιθάρα του Eddie McFadden ως ένα βαθμό, όμως είναι και τα ντραμς του LeoStevensπου κάνουν καλή δουλειά, όπως και το τενόρο του SeldonPowell(στα πέντε από τα οκτώ κομμάτια). Μάλιστα, αν κάποιος ακούσει, χωρίς να ξέρει (λέμε τώρα...), μπορεί και να υποθέσει πως πρόκειται για κάποιο «σκοτεινό» earlysixtiesbritishbluesLP… Λίγο από AlexisKorner, λίγο από GrahamBond… τέτοια πράγματα… Το φερώνυμο “Blackcoffee” είναι τραγούδι του ’48 γραμμένο από τον SonnyBurkeπάνω σε στίχους του Paul Francis Webster. Έγινε δε επιτυχία από την SarahVaughanτο 1949, την PeggyLeeτο 1953, αργότερα την EllaFitzgerladκαι δεκάδες ακόμη. Το έχουν πει μάλιστα (σε δίσκο) και δύο Ελληνίδες. Η Aλέξιαστο “InaJazzMood” [BMG/RCA, 1996] και η Νάνα Μούσχουρη στο “NanaSwings” [Mercury, 2003]…

TOONDIST ολλανδική jazz & improv διανομή

$
0
0
Η ToonDistείναι μία ολλανδική εταιρεία διανομής με έδρα το Amsterdamκαι με αντικείμενο την προχωρημένη jazz. Τοmottoτηςείναι: “Creative and Improvised Music from the Netherlands”. Τρία CDτης έφθασαν προσφάτως στα χέρια μου – δύο της EvilRabbitRecordsκαι ένα της ΒΒΒ. Κάποια λόγια και για τα τρία…
Όπως διαβάζω στο siteτης EvilRabbit: «Η εταιρεία δημιουργήθηκε το 2006 από τον πιανίστα AlbertvanVeenendaalκαι τον κοντραμπασίστα MeinradKneer. Πρόκειται για ένα ανεξάρτητο labelφτιαγμένο από μουσικούς, απευθυνόμενο σε μουσικούς. Στόχος μας είναι να προβάλλουμε σύγχρονη ΄προχωρημένη’ jazzκαι αυτοσχεδιαστική μουσική. Αυτές οι μουσικές μπορεί να έχουν τις ρίζες τους στην ευρωπαϊκή παράδοση, είναι όμως πάντα ‘ανοιχτές’ σε πρωτότυπες ιδέες και καινοτόμες εξελίξεις».
Το bartlebythescrivener[EvilRabbitRecordsERR 19, 2013] υπογράφεται από τους FiorenzoBodratoκοντραμπάσο, StefanoBattagliaπιάνο, AndreaMassariaκιθάρες,MassimilianoFuriaντραμς κι είναι ηχογραφημένο κάπου στο Udineτο 2011. Πρόκειται για ένα improv-jazzάλμπουμ, που αναπτύσσεται σε ένδεκα κομμάτια και συνολικώς σε 75 λεπτά. Με τέσσερα όργανα που μπορεί να εμφανισθούν κάλλιστα σε ρυθμικό ρόλο, το “BartlebytheScrivener” δεν είναι ένα δύστροπο και εικονοκλαστικό CD (όπως, ίσως, αφήνεται να εννοηθεί). Βεβαίως υπάρχει η «ελευθερία» κινήσεων, φυσικά η διάθεση είναι αυτοσχεδιαστική, όμως, συχνά, μέσα από τις μακριές στο χρόνο «συνθέσεις» αναδύονται μελωδικά σπαράγματα, τα οποία, ενίοτε, αποκτούν οντότητα ξεχωριστή. Για παράδειγμα αναφέρω το “Motionlessyoungman”, εκεί όπου το πιάνο μελωδεί ακαταπαύστως, και μάλιστα με την κιθάρα σ’ έναν κάπως… κιμπορντικό πλαίσιο! Γενικώς, οι τέσσερις μουσικοί έχουν όλο τον χρόνο εμπρός τους προκειμένου να συντάξουν ένα πλάνο δράσης, μέσα από το οποίο φέγγει πρωτίστως το ταλέντο του Battaglia(γνωστός μας από ποικίλες εγγραφές του στην ECM). Είναι αυτό το αφηγηματικό, κινηματογραφικό, ας το αποκαλέσω και «μεσογειακό», πιανιστικό προφίλ, που θα προσαρμόζεται πάντα σε όποια αυθόρμητηαπαίτηση.
Στο givenoquarter[EvilRabbitRecordsERR 20, 2013] ακούγονται οι AbBaarsτενόρο σαξόφωνο, κλαρινέτο, σακουχάτσι, MeinradKneerκοντραμπάσο και BillElgartντραμς. Οι τρεις μουσικοί συλλαμβάνονται σ’ ένα ολλανδικό στούντιο, τον Οκτώβριο του ’11, να επικοινωνούν εντός πλαισίου το οποίο οριοθετούν οι κοινές απόψεις τους, προφανώς, για το αυθόρμητο και το αφηρημένο. Δεκατρία κομμάτια μέσης και μικρής διάρκειας, που δημιουργούν/ προκαλούν καταστάσεις ηχητικού πανικού – όταν ο Baarsδεν φυσάει στο σακουχάτσι, ένα όργανο που προσφέρεται από τη φύση του, εξάλλου, για περισσότερο... πνευματικές διαδρομές. Οι μουσικές των τριών αυτοσχεδιαστών δεν είναι, πάντα, άνευ μελωδικού αντικρίσματος, αφού συχνά τα πνευστά «συντονίζονται» σε αφηγηματικές/ περιγραφικές φόρμες, συμβάλλοντας, έτσι, στην αποκρυπτογράφηση τού συνολικού τρόπου δράσης των οργανοπαικτών. Ήτοι, ηχο-εξερευνήσεις πάσης φύσεως και όσον αφορά στα ηχοχρώματα των οργάνων, αλλά και σε σχέση με τις μεταξύ τους παράλληλες ή κόντρα συνομιλίες.
Το Lucebert[BBBBBCD 16, 2013] των FlexBentBraamείναι μία τελείως διαφορετική περίπτωση. Κατ’ αρχάς το υποκείμενο εδώ είναι μία μικρο-μέγαλη ορχήστρα (AngeloVerploegenτρομπέτα, WalterWierbosτρομπόνι,  BartvanderPuttenάλτο, OlegHollmannβαρύτονο, MichielBraamπιάνο, TonyOverwaterκοντραμπάσο, JoostLijbaartντραμς), ενώ, περαιτέρω, υπάρχει conceptσαφές και διακριβωμένο, που σχετίζεται με μια «μορφή» των ολλανδικών γραμμάτων, τον ποιητή και ζωγράφο Lucebert(1924-1994). Μέλος την avant-gardeκίνησης CoBrA (Copenhagen, Brussels, Amsterdam), που άφησε ισχυρό ίχνος στη χώρα στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ο Lucebertκλήθηκε κάποια στιγμή (το 1965) να σχολιάσει το πώς έβλεπε την ολλανδική λογοτεχνική γενιά που εμφανίστηκε μετά τον Πόλεμο, εντός της οποίας και ο ίδιος δραστηριοποιήθηκε. Η απάντησή του ήταν ένα τηλεγράφημα, μία λίστα με τα αγαπημένα του jazzstandards (“Bettergititinyoursoul”, “Dizzyatmosphere”, “Misty”, “Getoutoftown”, “Youreyourloverhasgone”, “Straight, nochaser”, “Imaybewrong”, “Sowhat”, “Letscoolone”, “Hothouse”, “Thestratusseekers”), τα οποία περιέγραφαν, προφανώς, όλα εκείνα που δεν ήθελε να πει με λόγια. Αυτά τα στάνταρντ αποφασίζουν να διασκευάσουν οι FlexBentBraam, παρεμβάλλοντας ανάμεσα οκτώ συνθέσεις του πιανίστα Braam, βασισμένες στα Ιαπωνικά Επιγράμματατου Lucebert(ποιητικό έργο να υποθέσω), που γράφτηκαν στα χρόνια του ’50. Το αποτέλεσμα είναι ένα εντελώς «γεμάτο» άλμπουμ (όχι μόνον επειδή αγγίζει τα 80 λεπτά), αλλά και γιατί δίδει την ευκαιρία σ’ αυτήν την ξεχωριστή ορχήστρα να δώσει καθαρό και ευδιάκριτο στίγμα. Πολύ ωραίες ενορχηστρώσεις – με το κομμάτι του Mingusπ.χ. που ανοίγει το άλμπουμ να είναι χάρμα ώτων και με το έσχατο (των στάνταρντ), το “Thestratusseekers” του GeorgeRussell, να δείχνει πώς, με ποιον τρόπο, όχι μόνον ο Lucebertαλλά μία ολόκληρη λογοτεχνική ομάδα ενδεχομένως στοιχήθηκε δίπλα σ’ εκείνους τους συνθέτες, που άλλαξαν τη δομή της jazzτην ίδια πάνω-κάτω εποχή. Δεν χρειάζεται να πω πως το δέσιμο ανάμεσα στο παλαιό υλικό και τα θέματα του Braamείναι πασιφανές, κυρίως γιατί τον ολλανδό συνθέτη τον απασχολεί, ως βάση των κομματιών του, το bluesκαι όχι κατ’ ανάγκην η πρωτοπορία– με το “Roes-whirl” να συναγωνίζεται σε «δώσιμο» τα άγια των αγίων.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ… και από σπόντα ελληνικό ροκ

$
0
0
Όταν είχα γράψει για πρώτη φορά για την επιστημονική φαντασία, το ελληνικό ροκ κ.λπ. (ρίξετε μια ματιά εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/02/blog-post_19.html) είχα υποσχεθεί πως θα επανέλθω. Και να λοιπόν κάποια ακόμη λόγια με αφορμή μία έκδοση κι ένα εξώφυλλο...
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 είχε πέσει στα χέρια μου ένα βιβλίο των εκδόσεων Κάκτος, που είχε τίτλο Ανθολογία Επιστημονικής Φαντασίαςκαι που περιελάμβανε διηγήματα των IsaacAsimov, FritzLeiber, EricFrankRussell, John Wyndham, E.M. Forster, ChadOliver, RonGoulartκαι Fredric Brown. Τότε, μπορεί να διαβάζαμε χωρίς να καταλαβαίναμε και πολλά (κριτικές, εξάλλου, δεν γράφονταν για τέτοια πράγματα), τώρα όμως, αν ενδιαφέρεται κανείς να το ψάξει αντιλαμβάνεται πως ορισμένοισυνήθιζαν να... γδέρνουναναγνώστες εκείνες τις εποχές, πουλώντας τους… ό,τι εύρισκαν και ό,τι να ’ναι. Στην εν λόγω ανθολογία του Κάκτου (δεν αναφέρεται έτος κυκλοφορίας, αλλά πρέπει να μιλάμε για τα πρώτα χρόνια του ’80) ακόμη και τα ονόματα των συγγραφέων ήταν γραμμένα-μεταφρασμένα λάθος (Όλιβερ Σαντ αντί για Τσαντ Όλιβερ, Ροντ Γκούλαρ αντί για Ρον Γκούλαρτ, Φρέντερικ Μράουν αντί για Φρέντρικ Μπράουν κ.λπ.), ενώ υπήρχαν και διηγήματα που είχαν αποδοθεί σε «λάθος» συγγραφέα (στο οπισθόφυλλο), αφού είχαν μπερδευτεί μέχρι και οι ρουμπρίκες! Π.χ. το διήγημα Ο Κονρουά και οι Κόπιες τουδεν ήταντου Φρέντερικ Μπράουν, αλλά του Ρον Γκούλαρτ. Παρεμπιπτόντως, στη φοβερή αυτή ιστορία ο αποτυχημένος συγγραφέας Κονρουά προέβαλλετη σκέψη του φτιάχνοντας κόπιες τού εαυτού του, όντας σ’ ένα δικό του πλανήτη, βρίσκοντας έτσι αναγνωστικό κοινό… που δεν ήταν άλλο από τις ρέπλικές του! (Τι μου θυμίζει… τι μου θυμίζει…).Επίσης, κατά έναν παράδοξο τρόπο το βιβλίο δεν διέθετε μεταφραστή(!!) παρά μόνον επιμελητή, ενώ δεν υπήρχε περαιτέρω η παραμικρή πληροφορία για το εξώφυλλο (θα ήταν πολυτέλεια), το οποίον ανήκε στον βρετανό σχεδιαστή AngusMcKie.
Δεν χρειάζεται να πω πως εμείς που ακούγαμε μουσική και αγοράζαμε δίσκους εκείνη την εποχή γνωρίζαμε το εξώφυλλο από το (πειρατικό) LPτου Βαγγέλη Παπαθανασίου “Hypothesis” [UK.AffinityAFF 11, 1978], στο οπισθόφυλλο του οποίου μπορούσε κάποιος να διαβάσει… coverillustrationbyAngusMcKie. Μάλιστα, και απ’ όσο το έψαξα, την ίδια χρονιά είχε επανακυκλοφορήσει στη Βρετανία (πρώτη έκδοση το 1975) κι ένα βιβλίο του BrianStablefordυπό τον τίτλο PromisedLand/ TheThirdHOODEDSWANAdventure [PanScienceFiction, London1978] με το ίδιο ακριβώς εξώφυλλο! (Προφανώς οι άνθρωποι της Charly, στους οποίους ανήκε η ετικέτα Affinity, «δανείστηκαν» το coverαπό το βιβλίο, για να προωθήσουν την κυκλοφορία τους. Όσοι, δε, έχουν ακούσει το “Hypothesis”, ηχογραφημένο τον Μάιο του ’71 στο Λονδίνο, γνωρίζουν πως δεν είχε ουδεμία σχέση με το μεταγενέστερο electronic/ cosmic/ spaceέργο του Vangelisκαι άρα, το coverτού McKieδεν μπορεί παρά ναδρούσε παραπλανητικώς). Το PromisedLandδεν ξέρω αν έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας, διατίθεται όμως ένα άλλο βιβλίο τού Stableford (Μπράιαν Στέημπλφορντ) υπό τον τίτλο Τα Άνθη του Κακού [Τρίτων, Αθήνα 2005].
Ένα άλλο που παραξένευε σ’ εκείνο το βιβλίο του Κάκτου–κι ίσως ήταν τούτο το πιο… αλλόκοτο απ’ όλα– αφορούσε στην εκτύπωση, που έμοιαζετουλάχιστονείκοσι χρόνια παλαιότερη!Δεν ήταν μόνον το πολυτονικό, ήταν και ο τύπος των τυπογραφικών στοιχείων που θύμιζε βιβλίο του ’60 (ή και του ’50). Τι είχε συμβεί; Ήταν ολοφάνερο πως εκείνο το παλαιό πλέον βιβλίο του Κάκτου ήταν φωτογραφική ανατύπωση κάποιου ακόμη παλαιότερου (κουράστηκα να βάζω θαυμαστικά).
Δεν ψάχνω μόνον εγώ τα πράγματα, εννοείται, τα ψάχνουν κι άλλοι. Έτσι, μπαίνοντας στο siteGreekSciFiWiki(http://is.gd/Seivti) πληροφορήθηκα πως το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1961, από τις εκδόσεις Γαλαξίας, υπό τον τίτλο Φανταστικά Διηγήματασε επιλογή και μετάφραση Ροζίτας Σώκου, για να ξανατυπωθεί από τις εκδόσεις Ερμείας/ Γαλαξίας το 1978 υπό τον τίτλο Επιστημονική Φαντασία/ Τα καλύτερα διηγήματα του κόσμου. Η έκδοση του Κάκτου ήταν η τρίτη δηλαδή, κι εκείνη στην οποίαν παραλείπεται το ονοματεπώνυμο της μεταφράστριας και επιμελήτριας, για να αντικατασταθεί από εκείνο ενός ασχέτου (Β. Αναστασιάδης). Και όπως είχε σημειώσει η ίδια η Ροζίτα Σώκου (πάντα από την GreekSciFiWikihttp://is.gd/lNJTIu): «Κάποτε ρώτησα τον Χατζόπουλο (σ.σ. ιδιοκτήτης των εκδόσεων Κάκτος) γιατί το έκανε κι εκείνος μου απάντησε ότι του έφεραν το βιβλίο, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν αντιγραφή τού δικού μου. Όταν δε τον ρώτησα ποιος ήταν αυτός ο Αναστασιάδης, μου είπε: ‘Ένας υπάλληλός μου’(σ.σ.!!)»
Όποιος διαθέτει φαντασία θα μπορούσε να συγγράψει μία ωραία ιστορία… ακόμη και αν δεν ήταν επιστημονική…

SANDY COAST η αληθινή αγάπη είναι ένα θαύμα…

$
0
0
Δεν ξέρω πόσοι μπορεί να γνωρίζουν ή να θυμούνται τους Ολλανδούς SandyCoast, ένα από τα συγκροτήματα που διέπρεπαν στα τέλη του ’60 και τις αρχές του ’70. Αν και είχαν ξεκινήσει τη διαδρομή τους το 1961 (τόσο παλαιά) έπρεπε να περάσουν δέκα χρόνια, προκειμένου ένα τραγούδι τους ν’ ακουστεί πολύ – να γίνει κάτι σαν πανευρωπαϊκό hit(την άνοιξη και το καλοκαίρι του ’71). Ήταν το Truelove, thatsawonder (μια σύνθεση του HansVermeulen), που συνδύαζε με ωραίο τρόπο popκαι rockpassages (θυμηθείτε τους πιο γνωστούς ShockingBlue), βάζοντας φωτιά στα ραδιόφωνα, τα μπαρ και τις ντισκοτέκ της εποχής.
Το τραγούδι ακούστηκε πολύ και στη χώρα μας στο δεύτερο μισό του 1971, αφού είχε κυκλοφορήσει σε (ελληνικό) 45άρι ως… “True love, that’s a wonder/ If” [International Polydor Production NHH 2121 046]. Μάλιστα σ’ ένα (ελληνικό) Top-30 που βρήκα στο blogτου Βαλάντη (SpychedelicSally), δημοσιευμένο στο περιοδικό Μοντέρνο Τραγούδι και Τηλεόρασις (#321, Ιανουάριος 1972), βλέπουμε το “Truelove, thatsawonder” να βρίσκεται στη θέση 10 τον Δεκέμβριο του ’71 και ακόμη ψηλότερα (στη θέση 6) τον Νοέμβριο της ιδίας χρονιάς (πάνω από τους Sweet, τους Osmonds, την PlasticOnoBandκαι τους T. Rex). Ακούστηκε πολύ το άσμα και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Νίκος Ελληναίος τού έβαλε ελληνικούς στίχους, δίνοντάς το στους BlueBirds, οι οποίοι και το ηχογραφούν ως… «Γιανασαγαπάνε (True love that’s a wonder)/ Αλληλούια» [Polydor 2061 107] μέσα στο ’71.
ΕκείνητηνεποχήοιSandy Coast ήτανκουιντέτομεμέλητουςHans Vermeulen τραγούδι, ρυθμικήκιθάρα, Onno Bevoort ντραμς, Jan Vermeulen lead κιθάρα, Ron Westerbeek πλήκτρακαιHenk Smitskamp μπάσο (πρινστουςWilly & his Giants, The Motions, After Tea, Livin’ Blues καιαργότεραστουςShocking Blue) καιμάλλονμαυτήντηνσύνθεσηηχογραφούντοντέταρτομεγάλοδίσκοτους, τοLP “Sandy Coast” [NL. Polydor2925 001, 1971], που περιελάμβανε όχι μόνο τα “Truelove, thatsawonder” και “If”, αλλά και τα “Justafriend” και Sorry”, τραγούδια που απετέλεσαν το επόμενο 45άρι τους. Μάλιστα, το “Justafriend”, που ήταν επίσης πολύ ωραίο, κυκλοφόρησε κι αυτό στην Ελλάδα ως… “Just a friend/ Sorry” [International Polydor Production NHH 2001 250, 1971], δίχωςπάντωςνασημειώσειτηνεπιτυχίατου“True love…”...
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

THE SPIDERS ένα πατρινό συγκρότημα του ’60

$
0
0
Μου έχει ξανασυμβεί. Να πάω να προσθέσω κάτι σε μία παλαιά ανάρτηση και από μια λάθος κίνηση εκείνη να σβηστεί. Μεταφέρω εκ νέου λοιπόν το κείμενο για τους Spidersαπό την 21/3/2010, που «χάθηκε» πριν λίγες ημέρες, προσαρμόζοντάς το ακόμη περισσότερο στο τώρα (θα μεταφέρω και τα σχόλια). Μια χαρά μάς προέκυψε, για πρώτη ανάρτηση του 2014, ασχέτως αν κάποιοι πουν «περσινά ξινά σταφύλια». Και πάλι Καλή Χρονιά!

Πρωτοπόρα η Πάτρα στη «μοντέρνα έκφραση». Και δεν εννοώ τους Abbie Gale, τους Playground Noiseκαι τους Raining Pleasureτα πιο πρόσφατα χρόνια, ούτε τονAlexandrosστα eighties και την Πεταλούδαστα seventies, αλλά τους Spiders στα sixties. Μία μπάντα που κατόρθωσε το ακατόρθωτο, όντας από την επαρχία. Να γράψει δηλαδή και να κυκλοφορήσει, τον Μάιο του 1965, ένα 45άρι με δύο δικά της τραγούδια. (Περιττό να πω πως ήταν το πρώτο γκρουπ έξω από την Αθήνα που κατόρθωνε κάτι τέτοιο. Αλλά και γενικότερα… πόσα είχαν προηγηθεί; O Gino με τους Γαλαξίες, οι Forminx, οι Juniors, οι Play Boys, ίσως οι Charms…).

Ξέρω ότι ελάχιστοι έχουν δει το labelτου μοναδικού singleτων Spiders. Κι εγώ πριν από λίγα χρόνια το είδα, όταν μου το έστειλε ένας φίλος του blog
Φυσικά, το 45άρι“That’s true/ Penguin” [Polydor 54 942] ήρθε στο απόγαιο της πορείας τους, αφού οι Spiders –Ηλίας Τριανταφύλλου κιθάρα, τραγούδι, Παναγιώτης «Μπαλίλας» Παπαγιαννόπουλος σόλο κιθάρα, Α. Παπαγιαννάκης μπάσο, Λάκης Χριστοδούλουόργανο, Γ. Στόλλας ντραμς– ήδη από το ’64 (πριν 50 χρόνια δηλαδή!) είχαν «όνομα» στην Πάτρα. Η φήμη του συγκροτήματος είχε απλωθεί τάχιστα, με αποτέλεσμα, πολύ σύντομα, να βρεθεί στο καλύτερο μαγαζί της πόλης, το Villy’s Park στις Ιτιές, παίζοντας στ’ απογευματινά... τσάγια. Από ’κει τους τσίμπησε η Ελλαδίσκ, προς τα τέλη του ’64, φέρνοντάς τους στην Αθήνα για να ηχογραφήσουν το δισκάκι, το οποίον ακούστηκε, τότε, στην Πάτρα, αλλά ελάχιστα έξω απ’ αυτήν. Σήμερα, δε, περιττό να το πω, είναι άπιαστο collector’s item. Προσωπικώς, δεν το έχω δει ποτέ μπροστά μου, ενώ το άκουσα για πρώτη φορά το 1996, όταν συμπεριλήφθηκε στη συλλογή «Ελληνική Rock Σκηνή 1965-1975/ Νο 1 1965» [Polydor 531 882-2] που είχε επιμεληθεί ο Άκης Λαδικός. Θυμάμαι, μάλιστα, τον Λαδικό να μου λέει πως η κόπια του single, από την οποία είχε γίνει η μεταφορά στο CD, ήταν λίγο σπασμένη στην άκρη, χωρίς τούτο να αποτυπωνόταν (ευτυχώς) στην τελική αναπαραγωγή.

The Spiders, από αριστερά: Ηλίας Τριανταφύλλου, Τάκης Παναγιωτόπουλος, Δημήτρης Καραλής, Παναγιώτης «Μπαλίλας» Παπαγιαννόπουλος, Λάκης Χριστοδούλου. Πηγή: Εθνικός Κήρυξ (Πατρών), 21/8/1995
Το “That’s true” ήταν ωραίο τραγούδι. Beatηχοχρώματα (ας τα πω έτσι), ωραία κοψίματα, lead και chorus φωνητικά, άψογες κιθάρες, καλή προφορά των αγγλικών. Δεν υπήρχαν και πολλά καλύτερα πριν απ’ αυτό… Το “Penguin” ήταν yanka. Συμπαθητικό, αλλά yanka. Στο πρώτο μισό του ’65 η yanka βρισκόταν στο φόρτε της με τους Forminx, τους Juniors, τον Γεράσιμο Λαβράνο… Οι Spiders, λένε οι πληροφορίες, είχαν και καλύτερα κομμάτια, όμως ποιοί νεαροί θα μπορούσε να πάνε κόντρα, τότε, στον όρο π.χ. ενός δισκογραφικού συμβολαίου; Η αγορά γούσταρε yanka… τελεία και παύλα…
Το τέλος των Spiders άργησε, όμως, λιγάκι. Κάποιες πρώτες αλλαγές, λόγω Στρατού(;), συμβαίνουν στη line-up. Έτσι, τη θέση του μπασίστα Παπαγιαννάκη παίρνει ο Δημήτρης Καραλής, ενώ τη θέση του ντράμερ Στόλλα, ο Τάκης Παναγιωτόπουλος. Επίσης, όπως μου θύμισε ο Νίκος Σάρρος, ο Παναγιώτης «Μπαλίλας»Παπαγιαννόπουλος θ’ αποχωρήσει από το γκρουπ για να μπει στους Quites, οι οποίοι ηχογράφησαν το 1966 το ωραίο 45άρι “Kiss me not for money/ We’ll love you little girls” [Philips 6095]. Όσοι απέμειναν θα παραμείνουν στη σκηνή μέχρι το 1968, παίζοντας μόνοι τους ή συνοδεύοντας τραγουδιστές που έκαναν καριέρα στην πόλη, τον Μικαέλο π.χ. (γιός του Τώνη Μαρούδα) ή τον Πάνο Λαμπρόπουλο.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1997 (13 Απριλίου), μερικά από τα πιο γνωστά συγκροτήματα της Πάτρας από τα sixties και τα early seventies θα ξανασυνδεθούν, για ένα απογευματινό live στο Villy’s Park. Ήταν εκεί οιSpies, οι Bats, οι Black King’s και βεβαίως οι Spiders… Όλα ok… Την πρωτοβουλία της συνάντησης είχε αναλάβει ένας άνθρωπος που τον γνώριζα καλά, αφού είχαμε συνεργαστεί στο ραδιοφωνικό σταθμό Φάρος FMτο διάστημα 1993-94 (εκείνος ως διευθυντής προγράμματος, εγώ με εκπομπή), για να τα σπάσουμεόμως, παρεξηγημένοι, στο τέλος. Δυστυχώς, ο Κώστας Κοκκοβίκας δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή. Στη μνήμη του λοιπόν όσα έγραψα.

MINIMAL COMPACT μαινόμενες ψυχές

$
0
0
Οι MinimalCompactυπήρξαν μία από τις πιο αγαπημένες μπάντες του ελληνικού (μουσικόφιλου) κοινού – εκείνου τέλος πάντων που την «έψαχνε» λιγάκι παραπάνω στα χρόνια του ’80. Προσωπικώς θυμάμαι ακόμη την «παρουσία» τους σε ραδιοφωνικές εκπομπές της εποχής και βεβαίως τους δίσκους τους –το “TheFigureOneCuts” [Penguin 30033, 1987] ή το “DeadlyWeapons” [MusicBoxSMB40288, 1984]–, που κυκλοφορούσαν ανελλιπώς σε ελληνικές εκτυπώσεις. Αν και ήταν επηρεασμένοι από τον ήχο της Factoryπ.χ. ή τους Tuxedomoon κατόρθωναν να δημιουργήσουν τον δικό τους… newwaveτύπο, επιχειρώντας, παρότι Μεσόγειοι, να παρουσιάσουν μία κάπως πιο διανοουμενίστικη… post-punkφόρμα, μετερχόμενοι ποικίλα στοιχεία ακόμη και από τις μουσικές της Ανατολής.
Πυρήνας των MinimalCompactυπήρξε μία ομάδα Ισραηλινών, οι οποίοι το 1981 θα βρεθούν στο Άμστερνταμ. Επρόκειτο για τον BerrySakharofπου έπαιζε κιθάρα και πλήκτρα, την MalkaSpigelπου μάθαινε μπάσο και τον SamyBirnbachπου τραγουδούσε κι έγραφε στίχους. Απ’ αυτούς μόνον ο Birnbachείχε μουσικό παρελθόν, αφού είχε γράψει λόγια σ’ ένα ιστορικό ισραηλινό LP, που θεωρείται ως η απαρχή του punkστη μεσογειακή χώρα, το “Plonter” [CBS, 1978] του RamiFortis (τούτος είχε ξεκινήσει από τους progstersTamouz, για να γίνει στην πορεία κανονικό μέλος των MinimalCompact). Κάπως έτσι, και μ’ αυτή τη σύνθεση, θα γίνει ένα πρώτο demo, προορισμένο για τον MarcHollanderτης νεοσυσταθείσας CrammedDiscs, απ’ όπου θα προκύψει τελικώς το πρώτο 12ιντσο του συγκροτήματος (1981), με τις συμμετοχές διαφόρων (και του DirkPolakτων Mecanoστην συμπαραγωγή). Εντός… ένα «κλασικό» σήμερα κομμάτι των MinimalCompact, το “Statikdancin’”, με το “Creationisperfect” να έχει στίχους του beatjazzheadποιητή BobKaufman. Ξαφνικά, οι MinimalCompactθα γίνονταν κάποιοι απασχολώντας κοινό και mediaστην Γαλλία, την Βρετανία και το Benelux.
Τo 1982 ήταν η χρονιά της εγγραφής του πρώτου μεγάλου πλέον δίσκο τους, του “OnebyOne” (σε παραγωγή πάντα των Polakκαι Hollander), ένα άλμπουμ που είχε τυπωθεί και στην Ελλάδα από την MusicBox. Αυτή τη φορά και μ’ έναν Ολλανδό στην line-up, τον ντράμερ MaxFranken, οι MinimalCompactπροβάρουν έναν ακόμη πιο δεμένον ήχο, παρουσιάζοντας εξαιρετικά κομμάτια όπως το “Babyloniantower” – ένα electro-funktrack, που θύμιζε τις εγγραφές των TalkingHeads, με τσιτωμένα κρουστά και «αποκαλυπτικούς» στίχους. Το 1984 ο RamiFortis(κιθάρα, φωνή) συνδέεται με το γκρουπ, το οποίο μετακομίζει από το Άμστερνταμ στις Βρυξέλλες. Τότε, δε, θα ηχογραφηθεί και το δεύτερο LPτους, το πολύ καλό “DeadlyWeapons” σε παραγωγή των PeterPrinciple(από τους Tuxedomoon) και GillesMartin, μέσα από το οποίο ξεπήδησε ένα από τα ωραιότερα… danceθέματα της δεκαετίας του ’80, το “Nextoneisreal”. Διακρινόμενοι για την ικανότητά τους να μεταλλάσσουν ποικίλα ηχητικά μοτίβο, δίνοντας πάντοτε έναν «φρέσκο» ήχο, οι MinimalCompactσυνεργάζονται το 1985 με τον ColinNewmanτων Wireγια την δημιουργία του “RagingSouls”, ενός ακόμη πολύ καλού LP. Με την Malka Spigel να έχει φτιάξει έναν ιδιόμορφο φωνητικό τύπο –κάπως σαν πιο μελωδική Nico– και τον ColinNewmanνα έχει αναλάβει, πλην της παραγωγής, κιθάρες και keyboards, οι MinimalCompactπροσφέρουν μία σειρά από «παγερά» όμορφα τραγούδια όπως το “Returningwheel” ή το “Autumnleaves”, δημιουργώντας έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς δίσκους των mid-eighties, που ακούστηκε ιδιαιτέρως και στην Ελλάδα (στην έκδοση της Virgin).
Η επιτυχημένη διασκευή τους στο “Immigrantsong” των LedZeppelin (από ένα 12ιντσο του 1986, πάντα για την CrammedDiscs) ήταν ο συνδετικός κρίκος με το τελευταίο κανονικό LPτους, το “TheFigureOneCuts”, που ηχογραφήθηκε την επόμενη χρονιά (1987) στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες σε παραγωγή του JohnFryer (CocteauTwins, DepecheModeκ.ά.). Ο ήχος τους παίρνει και πάλι άλλη τροπή, αφού γίνεται περισσότερο «βρετανικός» αγγίζοντας ακόμη και… ψυχεδελικά ηχοχρώματα (τραγούδια όπως το “Newcleartwist” π.χ. εντυπωσιάζουν και σήμερα). Τα δύο άλμπουμ που θ’ ακολουθούσαν, το “LowlandsFlight” [CrammedDiscs, 1987], που περιείχε μουσικές από κάποιο μπαλέτο, συν ένα sessionσε ολλανδικό ραδιοσταθμό, καθώς και το  Live” (στην γαλλική πόλη Rennesτον Ιούνιο του 1988) επισημοποίησαν απλώς το τέλος μιας επτάχρονης πορείας.
Από τις υπόλοιπες εκδόσεις, που βγήκαν μετά την, επί της ουσίας, διάλυση των MinimalCompact, εκείνη που αξίζει μνείας είναι το κουτί με τα τρία CDτής CrammedDiscsReturningWheel/ (classics, remixes& archives)” από το 2004. Στο πρώτο, το “classics” περιλαμβάνονταν 14 επίσημα tracks, στο δεύτερο remixesτων Kruder, FaunaFlash, Optimo, VolgaSelectκαι άλλων που δεν αποκαλύπτουν τίποτα περισσότερο, ενώ στο “archives” παρακολουθούμε μέσα από ανέκδοτα tracksτην πιο lo-fiπορεία των σχεδόν Ισραηλινών, η οποία φθάνει σε μιαν αισθητική ολοκλήρωση το 1993 (πέραν των επανεμφανίσεων τού γκρουπ το 2004, το 2008 και το 2012), όταν τα μέλη θα βρεθούν για λίγο στις Βρυξέλλες, επιχειρώντας να γράψουν υλικό για ένα καινούριο άλμπουμ, που ποτέ δεν κυκλοφόρησε (πρόκειται για τα πέντε τελευταία tracksτού… archivesCD).

MARIA DEL MAR BONET “melancolía y agonía”

$
0
0
Παρότι το ιταλικό και το γαλλικό τραγούδι είχαν από καλή έως και πολύ καλή πρόσβαση στο ελληνικό ακροατήριο ακόμη και πριν τη δεκαετία του ’60, δεν συνέβαινε το ίδιο και με το ισπανικό. Όχι πως δεν υπήρχαν ισπανικά γκρουπ ή καλλιτέχνες που ακούστηκαν στην Ελλάδα των sixties (π.χ. οι Bravosή ο BrunoLomas), αλλά σε κάθε περίπτωση τα ονόματα ήταν περιορισμένα, και πάντως… απείρως λιγότερα από τα ανάλογα ιταλικά ή γαλλικά. Το αποτέλεσμα ήταν τραγουδοποιοί όπως οι Lluís Llach, JoanManuelSerrat, CarlosCano, HilarioCamacho, Luis Eduardo Aute, MariadelMarBonetκαι πολλοί άλλοι να παραμείνουν άγνωστοι στη χώρα μας στα χρόνια της μεγάλης δόξας τους (οι περισσότεροι παραμένουν «άγνωστοι»ακόμη και τώρα).
Ερμηνεύτρια και τραγουδοποιός υψηλής κλάσης, η MariadelMarBonetσυνέδεσε την εμφάνισή της στην ισπανική δισκογραφία με την άνθηση του καταλανικού τραγουδιού στα τέλη του ’60, όταν καλλιτέχνες όπως ο Lluís Llach, ο JoanManuelSerratκαθώς και οι υπόλοιποι των Setze Jutges, τραγουδώντας στην καταλανική και επηρεασμένοι βασικά από τον GeorgesBrassensκαι τον JacquesBrel, έθεταν τις βάσεις όχι μόνον του καταλανικού, αλλά και του ευρύτερου, σύγχρονου, ισπανικού τραγουδιού. Ένα από τα άλμπουμ της MariadelMarBonetπου μου προξένησε μεγάλη εντύπωση όταν το άκουσα για πρώτη φορά (στα χρόνια του ’90) ήταν το δεύτερό της, που είχε τίτλοMariadelMarBonet [BocaccioBS-32100] και το οποίον είχε κυκλοφορήσει το 1971. Στα χέρια μου είχε φθάσει μιαν επανέκδοση εκείνου του δίσκου από το 1977 στην εταιρεία Caudal [CAU- 500] – κόπια που μου είχε προταθεί από έναν ισπανό trade-partnerσε μιαν εποχή όπου η τραγουδοποιός ήταν ακόμη άγνωστη στην Ελλάδα. Περιττό να πω πως ο δίσκος με είχε μαγέψει· και ακόμη με μαγεύει, όταν για κάποιο λόγο τον επαναφέρω στο πικάπ. Μεγάλες ερμηνείες, έξοχες μελωδίες, ευρηματικές ενορχηστρώσεις και εν τέλει άφθαστα τραγούδια, όπως το “Cançó perunabonamort” (μουσική-στίχοι από την MariadelMarBonet) ή το “Rondaambfantasmes” (ένα αντιπολεμικό σονέτο του ποιητή Bartomeu Roselló-Porcel, που πέθανε το 1938 σε ηλικία 25 ετών), να σε κυκλώνουν από παντού. Ας μην λησμονηθεί, περαιτέρω, και ο ρόλος στην ηχογράφηση μιας θαυμάσιας ευρωπαϊκής ελαφράςορχήστρας, της JacquesDenjeanOrchestra, η οποία συνόδευε στα χρόνια του ’60 κόσμο και κοσμάκη, από την FrancoiseHardyκαι την Νάνα Μούσχουρη μέχρι τον Τούρκο Barış Manço.
Φυσικά, η πορεία της MariadelMarBonetμετά απ’ αυτό το άλμπουμ θ’ αποδειχθεί σημαντικότατη. Δεκάδες ηχογραφήσεις θα συμβούν πλάι στους διασημότερους εκπροσώπους του ισπανικού τραγουδιού (άξιο μνήμης ένα επίσης φερώνυμο άλμπουμ της από το 1974, στο οποίο συνεργάστηκε με τον HilarioCamacho), οι οποίοι και θα την τιμήσουν στο δικό της “ElCoredelTemps” [Picap, 1997], ένα διπλό CD, ισχυρό αναμνηστικό μιας εμφάνισής της στην  PalmadeMallorca (23/4/1997). Δίπλα της θα βρεθούν οι ManuelCamp, JoanManuelSerrat, PacoCepero, LautaroRosas, Martirio, LluísLlach, αλλά και η φίλη της Νένα Βενετσάνου.
Ας ξαναπώ λοιπόν (γιατί το έχω ξαναγράψει στο Jazz& Τζαζπριν από δέκα και βάλε χρόνια) πως η σχέση της MariadelMarBonetμε την ελληνική μουσική είναι μακροχρόνια και βαθειά – κάτι που είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω… με τα μάτια και τ’ αυτιά μου σε μία από τις κατά καιρούς παρουσίες της στην Ελλάδα, στο αθηναϊκό WOMADτης 16/6/2002. Η τραγουδοποιός ερμηνεύει ελληνικά τραγούδια στην καταλανική τουλάχιστον από το 1987 και το άλμπουμ της “Gavines i Dragons” (το «Δεν ήταν νησί» των Χατζιδάκι-Καζαντζάκη και το «Ξενιτεμένο μου πουλί» των Χρήστου Λεοντή-Γιώργου Αρμένη). Μάλιστα το 1993 ηχογράφησε ένα ολόκληρο CDυπό τον τίτλο “El.las” [Ariola] με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ στα περισσότερα από τα επόμενα άλμπουμ της όλο και κάποιο ελληνικό τραγούδι θα προτείνει ανάμεσα. Αν και η MariadelMarBonetαποδίδει σαν ελληνίδα τα τραγούδια μας (το “El.las” είναι εξαιρετικό), εγώ προτιμώ τις παλαιές εγγραφές της από τα sixtiesκαι τα seventies

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ η απάντηση…

$
0
0
Δεν ξέρω πόσοι είδαν την παραμονή των Χριστουγέννων τους «Πρωταγωνιστές» του Σταύρου Θεοδωράκη στο MEGA– ένα επεισόδιο αφιερωμένο στον σημαντικό τσιγγάνο τραγουδιστήΜανώλη Αγγελόπουλο(1939-1989). Εγώ είδα την εκπομπή στο protagon.grπριν λίγες ημέρες και… μπορώ να πω πως ενοχλήθηκα από τα διάφορα που ακούστηκαν εκεί. Ο Θεοδωράκης δεν ξέρω πόσο σχετικός ή άσχετος μπορεί να είναι μ’ αυτά τα καλλιτεχνικά που επιλέγει να παρουσιάσει, όμως εκείνο που ξέρω είναι πως του… ξεφεύγουνε «κοτρώνες». Πράγμα που σημαίνει ή ασχετοσύνη ή προχειρότητα ή βιασύνη. Ή και τα τρία μαζί. Αναφερόμενος στην παρουσία του Αγγελόπουλου στον Λυκαβηττό τον Ιούνιο του 1983 ακούμε τον Θεοδωράκη να λέει: «Λυκαβηττός 1983. Οι Τρύπες κούρδιζαν τις κιθάρες τους, ο Ξαρχάκος έβγαζε το ‘Ρεμπέτικο’, και ο Σαββόπουλος τα ‘Τραπεζάκια ΄Εξω’…». Περιττό να πω πως τον Ιούνιο του 1983 τις Τρύπες δεν τις ήξερε κανείς, και κανείς δεν γνώριζε αν κούρδιζαν κιθάρες ή αν έπαιζαν δηλωτήστα καφενεία της Άνω Τούμπας (θα ήταν φρονιμότερο ο Θεοδωράκης να έλεγε για τους Φατμέ π.χ., που μόλις είχαν κυκλοφορήσει τα «Ψέμματα»), ενώ το Ρεμπέτικο, η ταινία του Κώστα Φέρρη και το soundtrackτου Σταύρου Ξαρχάκου κυκλοφόρησαν τον Οκτώβριο του ’83, άρα το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, όταν ο Αγγελόπουλος πάτησε στον Λυκαβηττό, κανείς δεν θα μίλαγε γι’ αυτά.
Το πιο εκνευριστικό όλων (εκνευριστικό για μένα δηλαδή) είναι αυτή η ελληνική ανοησία, που χρήζει ροκάδες όποιους να ’ναι… απ’ όπου κι αν προέρχονται. Έτσι, ως επικεφαλίδα της εκπομπής στο protagonδιαβάζουμε…ο ροκ σταρ των τσιγγάνων (πάλι καλά που ο Θεοδωράκης δεν ήξερε πως τον μακαρίτη τον κινηματογραφούσε το ’62 ο Πάνος Κουτρουμπούσης, γιατί τότε μπορεί να διαβάζαμε και για τον… undergroundσταρ των Τσιγγάνων), ενώ κατά τη διάρκεια της εκπομπής ακούμε την τραγουδίστρια Γιώτα Γιάννα (παλαιά συνεργάτιδα του Αγγελόπουλου) να λέει… «ήτανε μάγκας, ήτανε ροκ ρε παιδιά», για να συμπληρώσει ο Θοδωρής Μανίκας πως ο τσιγγάνος τραγουδιστής ήταν ένα… «μαύρικο, σόουλ στοιχείο του ελληνικού τραγουδιού». Η Γιώτα Γιάννα μπορεί να αυτοαποκαλείται «ροκ», αν όμως πάρουμε τοις μετρητοίςτα λόγια της («ό,τι δεν ήθελα να το κάνω, δεν το ’κανα, αντιστάθηκα, είμαι ροκ») νομίζω πως στο τέλος θα πετάξουμε στα σκουπίδια όλους τους ροκάδες (Lennon, Jaggerκαι τα τοιαύτα…) που ηχογραφούσαν, οι... συμβιβασμένοι, για τις άτιμες τις πολυεθνικές, για ν’ ακούμε μόνον… Shaggs, Κουκουτάρα και… Γιώτα Γιάννα. Δεν χρειάζεται να πω πως η Γιάννα είναι μία λαϊκή τραγουδίστρια (προσωπικώς δεν μου αρέσει ο σύγχρονος τρόπος της), που δεν έχει ουδεμία σχέση με το rockή το blues, ασχέτως του πώς εμφανίζεται (ή πώς την παρουσιάζουν διάφοροι δημοσιογράφοι) τον τελευταίο καιρό.
Κάποια στιγμή ακούγεται στην εκπομπή πως…«ο Μάνος Χατζιδάκις τού εμπιστεύτηκε το ‘Γαρύφαλλο στ’ αυτί’. Είναι η πρώτη εκτέλεση με τον Μανώλη Αγγελόπουλο». Ρίχνοντας μια ματιά στην πλήρη δισκογραφία τού Αγγελόπουλου, στις 78, τις 45 και τις 33 1/3 στροφές, όπως εκείνη δημοσιεύεται στο περιοδικό Λαϊκό Τραγούδι (#22, 2-3/2008), δεν είδα παλαιότερη εκτέλεση του τραγουδιού από εκείνη του LP«Μια Φωτιά» (1975), για το οποίο θα τα πούμε και παρακάτω. Πρώτη παρουσίαση στη δισκογραφία του «γαρύφαλλου»… παραμένει εκείνη με την Έλσα Λάμπο από το 1955.
Περαιτέρω, ο Μανίκας είναι εκείνος (νομίζω) που λέει πως ξεχώρισε στη συνείδησή του τον Αγγελόπουλο επειδή είχε το θάρρος να παρουσιάζεται από παλαιά ως Τσιγγάνος, ξεχνώντας τον Κώστα Χατζή ας πούμε, ο οποίος είχε τραγουδήσει ακόμη και τον… «Μίμη» τον Βασιλιά των Τσιγγάνων (Μίκης Θεοδωράκης - Μιχάλης Κατσαρός) ήδη από τις αρχές του ’60. Επίσης ακούμε (πάντα από τον Μανίκα) να γίνεται λόγος για κάποιους... προοδευτικούς δημοσιογράφους που έγραφαν λιβέλους για την παρουσία του Αγγελόπουλου στον Λυκαβηττό, δίχως εκείνοι να κατονομάζονται. Αμάν πια μ’ αυτές τις comme il faut εκπομπές τού… Κολωνακίου (μέχρι και την μάρκα των τσιγάρων τού μακαρίτη έκρυψαν!). Εδώ μάθαμε χθες-προχθές τι έλεγαν η Θάτσερ με τον Γκορμπατσόβ πριν 30 χρόνια και κρύβονται εκείνα που έγραφε ο Λιάνης για τον Αγγελόπουλο; Ήταν ο Γιώργος Λιάνης, λοιπόν, μ’ ένα άρθρο του στα Νέα, και από κοντά η Φωφώ Βασιλακάκη στην Ελευθεροτυπία, ο Ζήσης Τσιριγκούλης στην Αυριανήκαι ορισμένοι ακόμη –για περισσότερες λεπτομέρειες δες περιοδικό Ντέφι, τεύχος 7, καλοκαίρι 1983– που δεν γούσταραν τα... Datsunστον Λυκαβηττό. 
Κι ενώ η εκπομπή έφθανε σιγά-σιγά προς το τέλος της σκάει και πάλι ο Σταύρος Θεοδωράκης με το ανομολόγητο… «ο τσιγγάνος που αγαπούσε τους ροκάδες, ο διαφορετικός τους διαφορετικούς». Τώρα, πόθεν το συμπέρασμα μην με ρωτάτε… Έψαξα όμως λίγο στο δίκτυο και βρήκα το εξής στην ηλεκτρονική έκδοση της Ελευθεροτυπίαςτης 24/12/2013: Στ. Θεοδωράκης: Ο Αγγελόπουλος ήταν ένα χρέος από τα παλιά/ Πρωταγωνιστής ο ροκ σταρ των Τσιγγάνων (άρθρο-συνέντευξη με τον Σταύρο Θεοδωράκη σε μια στήλη την οποίαν υπογράφουν οι Χρήστος Ξανθάκης και Ντορίτα Λουκίσσα). Διαβάζω την ερώτηση: «Ποιο στοιχείο τον «κάνει» ροκ σταρπερισσότερο από άλλους (σ.σ. υπάρχουν κι άλλοι... λιγότεροι) μεγάλους λαϊκούς που έχουν φύγει;». Για να απαντήσει ο Θεοδωράκης: «Η σχέση του με το χώμα[sic]. Ο Μανώλης δεν είχε συμβούλους ούτε ‘εταιρείες’. Είχε μόνο φίλους. Ο Θοδωρής Μανίκας λέει κάτι ωραίο στην εκπομπή. Μια φορά στην ηχογράφηση ενός δίσκου ο Καναδός κιθαρίστας του, στο ζέσταμά του, άρχισε να παίζει ροκιές. Ο Μανώλης ενθουσιάστηκε και χωρίς να ρωτήσει κανέναν έβαλε αυτές τις ροκιές σε ένα τραγούδι του». Δεν θέλω να κάνω κανένα σχόλιο για τον… ροκ σταρ και τα… χώματα, θέλω όμως να πω κάτι για τον… καναδό κιθαρίστα. Όντως, στην εκπομπή ο Μανίκας εμφανίζει το LPτου Αγγελόπουλου «Μια Φωτιά» [Pan-VoxX33 SPV 10184, 1975], παρουσιάζοντας το κομμάτι «Αυτή η κυρία» (Θ. Καμπουρίδης - Λ. Τσώλης), δίχως ν’ αναφέρει όμως τίποτα περί ζεστάματος του κιθαρίστα και ενθουσιασμού του Αγγελόπουλου (και πως δεν ρώτησε ο Τσιγγάνος κανέναν κτλ., κτλ.). Ακούμε τον Μανίκα επακριβώς να λέει: «’75-’76 είναι αυτός ο δίσκος, μ’ αυτό το ψυχεδελικό[sic]εξώφυλλο από πίσω κι έχει ένα κομμάτι που λέγεται ‘Αυτή η κυρία’ και παίζει ένας τύπος που τον ήξερα, έπαιζε στα συγκροτήματα, Καναδός, Ντέιβιντ Γκρουνστάιν, χοντρούλης με γυαλάκια, χίπης κιθαρίστας. Κι άμα το ακούσεις, άμα θες να στο βάλω κιόλας, αρχίζει το κομμάτι με μια ηλεκτρική που κάνει  αραραραγκρανγκραν…». Στην πραγματικότητα, στο κομμάτι, ο Ντέιβιντ Γκρουνστάιν (για τον οποίον έχω γράψει στο παρελθόν http://diskoryxeion.blogspot.gr/2011/03/dave-set-half-greek-half-psych.html) διηύθυνε την ορχήστρα, δίχως να ξέρουμε αν έπαιζε ο ίδιος κιθάρα, αφού στον δίσκο δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο (εκτός και αν ο Μανίκας έχει κάποια άλλη πληροφόρηση). Επίσης, δεν ξέρω αν ήταν «χοντρούλης με γυαλάκια» (σε φωτογραφίες, που έχω δει, δεν φοράει γυαλιά, ούτε φαινόταν για χοντρός) και βεβαίως δεν επρόκειτο για… χίπη κιθαρίστα (τι σήμαινε εξάλλου αυτό στην Ελλάδα του 75;). Ο Γκρουνστάιν (που δεν ζει πια) έκανε διάφορες ενορχηστρώσεις σε λαϊκούς ή μη καλλιτέχνες (ακόμη και με τον μακαρίτη Νίκο Δαδινόπουλο είχε κάνει δίσκο), περνώντας μέσα απ’ αυτές και κάποια ροκάδικα στοιχεία. Δεν ήταν κάτι πρωτότυπο δηλαδή εκείνο που έκανε με τον Αγγελόπουλο. Ούτε φυσικά από κάτι τέτοιο θα μπορούσε να χρηστεί… ροκάς ο τσιγγάνος τραγουδιστής. Προσωπικώς, ακούω τον Αγγελόπουλο ως έναν εξαιρετικό λαϊκό ερμηνευτή και αυτό μου αρκεί.Και… τελεία εκεί. Και όσον αφορά στο άλμπουμ «Μια Φωτιά» το πραγματικά πολύ καλό κομμάτι δεν είναι το «Αυτή η κυρία», αλλά «Η απάντηση» (πάλι Καμπουρίδης - Τσώλης), με την ενορχήστρωση του Γκρουνστάιν να προσθέτει (στο ήδη ωραίο τραγούδι) κι άλλες αξίες… Κομματάρα...

νέες τζαζ κυκλοφορίες

$
0
0
JASON ANICK: Tipping Point [Magic Fiddle Music, 2013]
Τα καλά λόγια της βιολίστριας ReginaCarter (την οποίαν έχουμε δει, και θαυμάσει, και στην Αθήνα) δεν μπορεί παρά να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ο JasonAnickείναι το πιο σημαντικό «βιολιστικό» όνομα της… νέας jazzδίχως σύνορα· με το «δίχως σύνορα» να παραπέμπει, βασικά, στην ετέρα βιρτουοζική πλευρά τού 28χρονου μουσικού, που έχει να κάνει με το μαντολίνο. Έτσι, το gypsy (Stéphane Grappelli) και το dwagστοιχείο (DavidGrisman) είναι εκείνα που πρωταγωνιστούν στο ρεπερτόριο του Anick (ένα σύνολο από πρωτότυπα, στάνταρντ και διασκευές σε συνθέσεις των DjangoReinhardt, HoraceSilver, HankMobleyκαι OrnetteColeman). Φυσικά, και όπως ο καθείς αντιλαμβάνεται από τα παραπάνω ονόματα, δεν είναιμόνονgypsyκαι dwagοι αναφορές του νεαρού μουσικού. Ο Anick, με καλές σπουδές στο Berkleeκαι γνώστης του «σώματος» της jazzαπό τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, έχει δουλέψει… εκτός κι εντός του το hardbop (βασικά), οικοδομώντας έναν γενικό τρόπο εκφοράς από τον οποίον δεν απουσιάζει το groovy. Τούτο το αντιλαμβάνεται ο καθείς σεκομμάτια όπως π.χ. το “ThisIdigofyou” του HankMobley, εκεί όπου ο Anick, σε σύμπραξη,βεβαίως, με τους δυνατούς μουσικούς που τον συνοδεύουν (τον μπασίστα AdamCote, τον ντράμερ MikeConnors, τον πιανίστα MattDeChamplain) ξεδιπλώνει το βιολιστικό ταλέντο του, αλλά και στο “Turnaround” του OrnetteColeman, με την σύμπραξη μαντολίνου και κιθάρας (LeeDynes) σε ρυθμικούς-σολιστικούς ρόλους. Στα πρωτότυπα δε tracks (πέντε στον αριθμό), ο Anickσυνεργάζεται με διαφορετική ομάδα συμπαικτών (JasonYeagerπιάνο, GregLoughmanμπάσο, MikeConnorsντραμς, ClayLyonsάλτο). Το κουιντέτο αυτό, που κρατάει, ίσως, την πρωτοκαθεδρία στο “TippingPoint” είναι υπεύθυνο για μερικές πραγματικά απολαυστικές στιγμές (“Stompedout”, “Maryandra”), που μπορεί να αποτελέσουν τη μαγιά προκειμένου ο νεαρός μουσικός να πάει παρακάτω. Θα το δούμε…
Επαφή: www.jasonanick.com
COLORADO CONSERVATORY FOR THE JAZZ ARTS: Hang Time [Tapestry, 2013]
ΤοColorado Conservatory for The Jazz Arts (CCJA) είναιέναωδείο, στοDenver του Colorado, πουδιακονείτηνjazz σοβαράκαιεμπράκτως. Το αποτέλεσμα μπορεί να το βλέπουν οι καθηγητές του στις… εξεταστικές, το ακούμε όμως κι εμείς στην άλλη άκρη της γης, μέσω ενός περιποιημένου, triplefoldedCDπου εξέδωσε πριν λίγο καιρό η TapestryRecords (έχει και αυτή την έδρα της στο Colorado, στην πόλη Bailey). Δύο είναι οι μπάντες μαθητών/ αποφοίτων του CCJAπου προβάλλονται στο “HangTime”, οι 8μελείς Gizκαι οι 7μελείς Gunn. Τα κομμάτια τους, δε, παρουσιάζονται ανακατωμένα στο tracklist (φυσικά όταν το κοιτάς βλέπεις τι είναι τι), πράγμα που σημαίνει πως καθώς τους ακούς… μπορεί και να σου δίνουν την αίσθηση (δεν λέω τη βεβαιότητα) του «ιδίου» γκρουπ. Αυτό δεν ξέρω αν είναι εξ ανάγκης καλό (για κάθε ένα από τα δύο σύνολα), έχει όμως τη λογική του· από την άποψη ότι το CDεμφανίζει την απαιτούμενη, για μιαν ακρόαση, ενότητα. Το… ενθαρρυντικό επίσης είναι πως τόσο οι Giz, όσο και οι Gunnεμφανίζονται με δικές τους συνθέσεις. Και είναι συνθέσεις με αρχή, μέση και τέλος, όπως λέμε. Με ωραίες μελωδικές γραμμές, με γνώση των ενορχηστρωτικών εναλλαγών και διαδοχών στα breaks (περάσματα) ή στα soli, και βεβαίως (εξυπακούεται αυτό) με γνώση της jazz ιστορίας (swingκαι bopβασικά), δίχως να αποκλείονται ένα-σωρό-κι-ακόμα προφανείς ή λιγότερο προφανείς αναφορές (funk, latin, έως και ασιατικές στο “TaiChi” των Giz).Νέα παιδιά με όρεξη για τζαζ περιπέτειες. Τι άλλο περισσότερο να τους ευχηθείς από καλή συνέχεια;
Επαφή: www.jazzarts.org
TARUN BALANI COLLECTIVE: Sacred World [Private Pressing, 2012]
Ο TarunBalaniείναι ένας Ινδός τζαζ ντράμερ. Σπουδαγμένος στην Αμερική (Νέα Υόρκη, Βοστώνη) έχει έλθει σ’ επαφή με τον ήχο της σύγχρονης σκηνής και επηρεασμένος από τους μέντορές του, τον DaniloPerez, τον JohnPatitucci, τον JoeLovanoκαι τον GeorgeGarzone, διαμορφώνει στην διαδρομή την δική του «τζαζική» προσωπικότητα. Εγκατεστημένος στο Νέο Δελχί, ο Balaniηχογράφησε προσφάτως (στην Mumbai, την παλαιά Βομβάη δηλαδή) ένα CD, παρουσιάζοντας τις απόψεις του για το πώς δύναται να ηχεί η δική του jazz– που ναι μεν είναι… αμερικανόφερτη, αλλά εμφανίζει κιόλας τα απαραίτητα ινδικά στοιχεία. Έχοντας δίπλα του τους SharikHasanπιάνο, AdityaBalaniκιθάρες, SuhailYusufKhanφωνή, sarangi(ινδικό έγχορδο με δοξάρι, που παίζεται με τον παίκτη σε θέση οκλαδόν) και Bruno Råbergμπάσο (ο ίδιος ο Tarunφυσικά παίζει ντραμς), ο Balaniσυνθέτει σ’ ένα indo-jazzστυλ, στηριγμένος στο ρυθμικό τμήμα (που εν πολλοίς το κανονίζειο ίδιος), στους πιανιστικούς και (άταστους) κιθαριστικούς αυτοσχεδιασμούς των Hasanκαι AdityaBalaniκαι βεβαίως στο sarangi, που προσφέρει στο ακρόαμα μία επιπρόσθετη εξωτική χροιά. Γενικώς, οι συνθέσεις του ινδού ντράμερ είναι «απαιτητικές», με πολύ συμπυκνωμένες δομές –παρότι τα tracksείναι οκτώ και με συνολική διάρκεια λιγότερη από μιαν ώρα, η χρονική αίσθηση που σου αφήνουν μπορεί να μοιάζει… διπλάσια– κάτι που καθιστά την ακρόαση μία περιπετειώδη (ηχητικώς) εμπειρία. Οι τρεις τελευταίες συνθέσεις (“Varsha”, “Arjuna”, “Arjunareprise”) είναι μάλιστα από τις πιο ξεχωριστές του “SacredWorld”, με προφανή «πνευματική» στόχευση και θαυμάσιες μελωδικές και ρυθμικές indoπεριπτύξεις, φανερώνοντας το ιδιαίτερο ταλέντο του 28χρονου μουσικού.

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΗΛΙΘΙΩΝ λίγα λόγια

$
0
0
Είδα χθες το βράδυ στο YouTubeτο ντοκιμαντέρ του Σέργιου Βαφειάδη Μέχρι να Γίνεις ο Βασιλιάς των Ηλιθίων, που αναφέρεται στο ελληνικό πανκ (από την δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα). Μου φάνηκε πολύ κουραστικό, μα πάρα πολύ, κυρίως λόγω ενός ανέξοδου μπλα-μπλα που ανακύκλωνε, συνεχώς, τα ίδια και τα ίδια. Το φιλμ για να στεκόταν έπρεπε να διέθετε «ζωντανό» ιστορικό και αρχειακό υλικό (αυτό που παρουσιάστηκε ήταν από ελάχιστο έως μηδαμινό) και κυρίως θα έπρεπε να προβάλλει θέσεις εν σχέσει μ’ εκείνα που ακούγονταν (περιττό να πω πως απουσίαζε παντελώς η σκηνοθετική ματιά). Δεν είναι δυνατόν να προκύψει τίποτα κινηματογραφικώς ενδιαφέρον από μια κάμερα που τραβάει, απλώς, κάποιους οι οποίοι λένε οτιδήποτε (σωστά, λιγότερο σωστά ή βλακείες), δίχως να υπάρχει από πουθενά η αίσθηση ενός διαλόγου, μιας αντίρρησης, μιας καλώς εννοούμενης κόντρας βρε αδελφέ. Έτσι, οι λίγες, οι ελάχιστες σωστές απόψεις (εννοώ απόψεις που ξέφευγαν από τα αυτονόητα και τ’ αυταπόδεικτα, βλ. Αρνάκια π.χ.) «χάθηκαν» μέσα στο γενικότερο λέγε-λέγε· στο προφανές και τον μηρυκασμό.
Εκείνο που θα εισέπραττε ένας, με καλή πίστη, σκεπτόμενος θεατής βλέποντας το εν λόγω ντοκιμαντέρ θα ήταν η παντελής έλλειψη μιας σοβαρής ιδεολογικοπολιτικής βάσης, υπό την έννοια τής συνέχειας μιας παράδοσης, πάνω στην οποίαν θα πατούσε το εγχώριο πανκ, για να πει όσα ήθελε να πει. Οι μπάτσοι, το σύστημα, η κακούργα η κοινωνία κτλ. κτλ., και από ’κει και πέρα μία απέραντη άρνηση και καταστροφολογία που δεν οδήγησε, ούτε πρόκειται να οδηγήσει, ποτέ, πουθενά. Τριανταβάλε χρόνια τώρα τα ίδια και τα ίδια. Καμμία δημιουργική πρόταση, μόνο διαχειριστικές πρακτικές (που δεν τις υποτιμώ, αλλά δεν μπορεί να παρουσιάζονται ως το παν), τίποτα που θα μπορούσε να σπρώξει ένα κοινωνικό σώμα προς προοδευτικότερες κατευθύνσεις. Το κενό του ελληνικού πανκ είναι κατ’ ουσίαν το κενό του προηγηθέντος ελληνικού ροκ.Η απουσία δηλαδή (αν εξαιρέσεις δυο-τρεις περιπτώσεις) ενός σοβαρού πολιτικοκοινωνικού λόγου που να στέκεται έξω από την κυρίαρχη κουλτούρα, βγαλμένου όμως μέσα από την αγωνία του μεγαλύτερου κομματιού της κοινωνίας. Αυτό είναι το πιο τρανό ζήτημα (και έλλειμμα), και το οποίον εντοπίζεται στην ταινία από έναν Αμερικανό (είναι ένα… εγχώριο πρόβλημα αυτό)! Λέει ο JelloBiafraστο πιο ενδιαφέρον σημείο του ντοκιμαντέρ: «Μερικές φορές η ψυχή του πανκ για μένα μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από τον ήχο που ο κόσμος αντιλαμβάνεται σήμερα ως πανκ. Την εποχή που ακόμη και τα boy-bandsκαι οι αστέρες του ποδοσφαίρου μοιάζουν με τον SidVicious, για μένα, η ψυχή του πανκ –τουλάχιστον στα σημεία με τα οποία συσχετίστηκα– είναι ίδια με αυτή της beatgeneration, την ψυχή των anti-warhippies, των ακτιβιστών για τα πολιτικά δικαιώματα, του AbbieHoffman (που παρόλο που προκαλούσε πρόβλημα, είχε ένα δημιουργικόκίνητρο), όλων εκείνων που εξέταζαν με μεγάλη προσοχή τα προβλήματα, τις φάρσες και τις εξεγέρσεις που ήθελαν να κάνουν».
Αν το ελληνικό ροκ στα sixtiesκαι τα earlyseventiesπροέβαλλε, σε πλείστες όσες περιπτώσεις, ένα fun (κάτι καθόλου αμελητέο), όπως και κάποια ονόματα (Σαββόπουλος, Εξαδάκτυλος, Γκαϊφύλιας…) που επιχείρησαν να συνδέσουν τον «ηλεκτρισμό» μ’ έναν λόγο προοδευτικό, που να μην επενδύει όμως στο γκρέμισμα και την καταστροφή, το ελληνικό πανκ αποκομμένο εκ φύσεως από το funκαι την δημιουργική φαντασία και μη έχοντας πίσω του καμμία στιβαρή ροκ παράδοση που να το καθοδηγεί, απεδείχθη «λίγο» στην προσπάθειά του να την δημιουργήσει.

ANU χαρταετοί

$
0
0
Ένα πολύ παράξενο CDέφθασε στα χέρια μου πριν λίγο καιρό. Δεν είναι μόνον ο τίτλος του γκρουπ (ANU) είναι και η συσκευασία (φάκελος από λινάτσα, που δένεται με σχοινάκι εντός του οποίου υπάρχει τοKites[FoonRecords, 2013], το ένθετο, καθώς και κάρτες με αυτοκόλλητα), αλλά κυρίως είναι η μουσική. Τέσσερα κομμάτια –ένα σχεδόν 20λεπτο, και τα υπόλοιπα τρία περί τα δυο-τρία λεπτά το καθένα–, είναι όλο κι όλο το υλικό των ANU, το οποίο δρα, μια χαρά, και αυτονομημένο· δεν έχει ανάγκη δηλαδή τον εικαστικό διάκοσμο για να υπάρξει. Τούτο, δε, το λέω κρίνοντας όχι μόνο από εκείνα που βλέπω (το CDκαι τα παραφερνάλιά του), αλλά διαβάζοντας και για το βινυλιακό πακέτο, η έκδοση του οποίου περιλαμβάνει 12ιντσο gatefoldLP, έγχρωμο comic, «αετούς» σε πολύπτυχο των έξι καρέ, χειροποίητο χαρταετάκι, όπως και κάρτα για downloading, άπαντα κλεισμένα σ’ ένα ξύλινο κουτί, που μοιάζει κάπως με το κουτί τού… ταβλιού. Παράξενα πράγματα. Άλλο τόσο, ή έστω κατά τι λιγότερο παράξενη είναι και η μουσική αυτού του γκρουπ(;), που είναι κατά βάση ένα καλλιτεχνικό όραμα του Ηλία Παντολέοντος. Αντιγράφω από το ένθετο: «Οι ερμηνευτές στο δίσκο προέρχονται από την Ιταλία, τη Βουλγαρία, τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την Ελλάδα, άλλοι με σημαντικό δισκογραφικό και συναυλιακό έργο ήδη, άλλοι που μόλις ξεκίνησαν, ενεργά μέλη στη newmusic, πειραματική, αυτοσχεδιαστική και avantgardeκοινότητα της Νέας Υόρκης και είναι οι: Μαμπρέ Κασαρτζιάν μπάσο, FrancescoAlessiτύμπανα, CoryBrackenβιμπράφωνο, StanislavNikolovβιολιά, MichaelHanfμαρίμπα,  KennethAdvocatκλαρινέτα,  WilliamLangτρομπόνια, AndrewKozarτρομπέτες και Ηλίας Πανταλέων κιθάρες, φωνές, κρουστά».
Το πρώτο κομμάτι είναι δύσκολο να περιγραφεί, καθότι ως 20λεπτο είναι… περιπετειώδες. Ένα πολύ γενικό που θα έλεγα είναι πως πρόκειται για κάτι… ελαφρώς «ζαππικό». Ένα κράμα μουσικής δωματίου, jazzμε κάτι από rockκαι αβαντγκάρντιας, το οποίον φέρνει κάπως προς τον «θείο» τής εποχής τού synclavier (άνευ του synclavier). Παρ’ όλη τη διάρκειά του λοιπόν αυτό το “Ithasbeenawildday” είναι ένα πολύ ενδιαφέρον track, που ρέει, συχνά, με παιγνιώδη διάθεση και με απολύτως ελεγχόμενες ανατροπές. Πρόκειται δηλαδή περί σύνθεσης, με συγκεκριμένη δομή και απόκριση, που, όπως και να το κάνουμε, αφήνει κάτι το… νεοϋορκέζικο. Το δεύτερο, 3λεπτης διάρκειας, track, τοποθετεί fieldrecordingsτού… ζωικού βασιλείου, πάνω σ’ ένα ηλεκτρονικό/dronecontinuo. Δεν είναι πολύ σαφές το νόημά του, αλλά μπορεί και να είναι… Μόλις 1:16 διαρκεί το τρίτο track. Είναι τραγούδι. Παράξενο και αυτόνομο, θα μπορούσε να έλκει την έμπνευσή του από χίλια-δυο πράγματα, μα ακόμη και από τον RobertWyatt. Το τελευταίο 3λεπτο κομμάτι μοιάζει με μπαλάντα (τραγούδι είναι) και προσωπικώς μου θυμίζει… μου θυμίζει… δεν ξέρω αν έχει νόημα να το πω… και γι’ αυτό, τελικώς, δεν θα το πω... Σε κάθε περίπτωση το “Kites” είναι κάτι διαφορετικό ως άκουσμα, παρότι… δισυπόστατον. ( Ίσως ένα άλμπουμ με τραγούδια την επόμενη φορά, ή μόνο με «ζαππισμούς», να δώσει ισχυρότερο στίγμα).
Επαφή: www.anukites.com

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΤΤΟΝΟΣ η μεθυσμένη μητέρα

$
0
0
η σεπτή μητέρα αφού αποχαιρέτησε τις τρεις χάριτες μπροστά στην πύλη και τις είδε να χάνονται μέσα στη νύχτα τρικλίζοντας, τρικλίζοντας κι αυτή κατέρρευσε σε καρέκλα καφενείου και παράγγειλε μπύρες βουτηγμένη στη θλίψη και τις νεανικές της μνήμες, αναπολούσα κατέβαζε γουλιά γουλιά το φαρμάκι που τόσο γενναιόδωρα της πρόσφερε τυχών πυροσβέστης ονόματι κώστας 29 ετών και νταγλαράς. μπύρες φιξ θεέ μου μ’ έναν κύριο πυροσβέστη διατεθειμένο να σβήσει τη φλόγα της κουβαλώντας την με μετοσακό ζούνταπ στη σκοτεινή παραλία της κορίνθου λίγο πιο έξω με κύματα αφρισμένα κι αόρατα ευτυχώς να γλύφουν το γυμνό της μηρό λίγο πιο κάτω απ’ την καλτσοδέτα με την είσπραξη της ημέρας.
ο βάνδαλος πυροσβέστης την εβίασε λοιπόν πλάι στο κύμα.
ακολούθως την συνόδεψε μέχρι την άκρη της πόλης τής έδειξε το δρόμο του σιδηροδρομικού σταθμού καβάλησε το ζούνταπ και ανεχώρησε ωσάν νυχτοπούλι στην πυροσβεστική του φωλεά να κοιμηθεί.
η σεπτή μητέρα, βιασμένη πια κανονικά και πολύ μεθυσμένη προχώρησε δυο τρία βήματα στο φωτισμένο δρόμο φέρνοντας μηχανικά το χέρι της στην καλτσοδέτα που μάλλον την αισθανόταν κομματάκι πιο χαλαρή από πριν.
ναι ναι ήταν γεγονός!
ο απαίσιος βιαστής τής είχε κλέψει το πορτοφόλι!
ο νταγλαράς πυροσβέστης άφαντος μέσα στη νύχτα…
μαρμάρωσε κάτω απ’ τα λαμπιόνια του δήμου σκεφτική, ο ευεργετικός βιασμός τής παραλίας παρότρυνε το σαλεμένο της μυαλό να γυρίσει στο μέρος του βιασμού και μπουσουλώντας να ψάξει πρώτα να βρει το πορτοφόλι στα τυφλά και με τις παλάμες να μουτζώνουν την άμμο κι ύστερα να ψάξει την πυροσβεστική φωλεά για να πείσει με καλό ή κακό τρόπο τον εραστή της να της επιστρέψει χρήμα και ταυτότητα.
είμαι λοιπόν χωρίς ταυτότητα! ανεφώνησε ενδόμυχα.
αναλογιζόμενη το τραγικό συμβάν μόνη μέσα στη νύχτα σε ξένη πόλη δίχως ταυτότητα και χρήμα αισθάνθηκε μια μοναξιά και μια παγωνιά να τυλίγουν ύπουλα τη φτωχή της καρδιά.
γύρισε στην παραλία κι έψαξε παντού. ματαίως όμως. βρήκε ξυλαράκια κοχύλια προφυλακτικά πρωτόζωα μεθυσμένα αμφίβια σπασμένα γυαλιά παληά παπούτσια σκουριασμένα καρφιά ένα μανταλάκι ξεχαρβαλωμένο την τιμή της – βρήκε τα πάντα εκτός απ’ αυτό που την ενδιέφερε.
πλανήθηκε γεμάτη μίσος σ’ όλη την έκταση της παραλίας ψάχνοντας. κι η αγαθή της καρδιά επέμενε μόνο και μόνο για να μην αμαυρώσει την άσπιλη όπως ήθελε υπόληψη του αγαπημένου της πυροσβέστη.
στο τέλος σκέφτηκε: σιχτίρ! πόσα τετραγωνικά είμαι και ψάχνω όλη την παραλία;
σίγουρη πια για το εμβαδόν της ξαναπήρε το δρόμο του γυρισμού. πλανήθηκε πολύ μέσα στην πόλη ψάχνοντας την πυροσβεστική φωλεά. ματαίως.

ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΑΡΓΑ. «συγνώμην» λέει με έντονα γαλλική προφορά η μητέρα. κι ευθύς αμέσως αντιλαμβάνεται πως η ερώτησή της θ’ απευθυνθεί σε μουστακοφόρο μελαχροινό αναβάτη. «η πυροσβεστική παρακαλώ;» το βλέμμα της μεταξύ ερώτησης και πρότασης. «καίγομαι» συμπλήρωσε χαμηλόφωνα. ο νυχτερινός αναβάτης ξεπέζεψε και ευγενέστατα αποκρίθηκε στην αλλόκοτη ερώτηση.
η μητέρα τον ευχαρίστησε δίνοντάς του νοερά υποσχέσεις για ακατανόμαστα όργια και βάλθηκε να βρει την κατεύθυνσή της γιατί όσην ώρα ο ποδηλάτης ανέφερε δρόμους στενά και τετράγωνα ο νους της και το βλέμμα περιφερόταν στα άλκιμα μέλη και σε κάτι σκοτεινά μάτια…
συναντώντας το τσεκούρι της πυροσβεστικής κοντοστάθηκε.
αναλογίστηκε βιαστικά τις συνέπειες και το καλό της όνομα. «σιχτίρ! θα μπω! δε γίνεται να μείνω ανώνυμη κι άφραγκη!»
χτύπησε ελαφρά το τζάμι της εισόδου. καμιά απάντηση. χτύπησε δυνατότερα. το τζάμι έσπασε.
«ποιος είστε και τι θέλετε;» ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ πυροσβέστου θαλαμοφύλακα σαράντα περίπου ετών.
χτυπώντας νευρικά το τακούνι στο κράσπεδο ηκούσθη η μητέρα κραυγάζουσα:
«τον κώστα με το ζούνταπ!»
«γιατί;» ο νυσταγμένος σαραντάχρονος πυροσβέστης.
«με πήγε στην παραλία με βίασε και μετά μου ’κλεψε το πορτοφόλι!»
ένας γδούπος ακούστηκε. ο σαραντάχρονος πυροσβέστης είχε πέσει ξερός! η εντυπωσιακή εμφάνιση και η βραχνή φωνή της μητέρας που θύμιζε καραγωγέα κείνη την ώρα τον έρριξαν μισολιπόθυμο στην καρέκλα του!...
«ανοίξτε μου να μπω να καθήσω και γω κάπου και θα σας τα πω όλα» συνέχισε απτόητη η μεθυσμένη μητέρα αναλογιζόμενη ταυτόχρονα πως η ορθοστασία μάλλον έκανε κακό στη φλεβίτιδά της.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ:
ο νταγλαράς πυροσβέστης κώστας προσεφέρθη να πάει να ψάξει (αμ δε που θα πήγαινε να ψάξει! το πορτοφόλι θα πήγαινε ν’ αφήσει και να το φέρει πίσω σαν ανακαλυφθέν!)
η καρδιά όμως μιας μητέρας κακίες δε γνωρίζει.
ο κύριος κώστας γύρισε –με το πορτοφόλι φυσικά– και ακολούθως παρηγγέλθησαν μπύραι.
ο σαραντάχρονος πυροσβέστης επέμεινε πως κάτι τέτοια γεγονότα σφυρηλατούν τις μεγάλες φιλίες κι απαίτησε από τον κύριο κώστα ν’ ανταλλάξει τηλέφωνα με την μητέρα. πράγμα που έγινε.
ακολούθως (πάντα με το μοτοσακό για να υποδηλώνει το λαϊκό δράμα) συνόδεψε τη μεθυσμένη και με ταυτότητα μητέρα στο σταθμό.
ήτανε 5 πμ σε όλα τα ρολόγια!...
Το κείμενο του Χρήστου Λεττονού Η Μεθυσμένη Μητέρα (απόσπασμα)μεταφέρθηκε ολόκληρο από το τεύχος 2, περίοδος Β, του περιοδικού αμφί (Ιούνιος - Ιούλιος - Αύγουστος 1979). Εδώ κάτι ακόμη http://diskoryxeion.blogspot.gr/2010/07/blog-post_26.html...

ΚΩΣΤΗΣ ΔΡΥΓΙΑΝΑΚΗΣ νέο βινύλιο

$
0
0
Επικοινωνούμε με τον Κωστή Δρυγιανάκηαπό το 1987. Μου το θύμισε ο ίδιος, όταν είχαμε συναντηθεί στο Σόλωνος-Μασσαλίαςπριν κάποια χρόνια. Διατηρούσε δηλαδή στη μνήμη του το γεγονός πως του είχα στείλει (όντως) γράμμα στο Βόλο, εκείνη την εποχή (τέλη ’87), ψάχνοντας για το πρώτο LPτης Οπτικής Μουσικής. Μου είχε ταχυδρομήσει, τότε, την... 517η κόπια από τις 1000 που είχε τυπώσει, όπως αργότερα μου έστελνε στο Jazz& Τζαζκαι τις υπόλοιπες ηχογραφήσεις (από την Δίσκοι ΕΔΩή... αλλού), μέχρι και την... προτελευταία του (τούτην εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/05/blog-post_9.html). Πριν λίγες ημέρες περνώντας από το AStrangeAttractorο Νεκτάριος μού... ενεχείρισε κόπια βινυλίου (την 341η από τις 350), την οποίαν είχε αφήσει στο δισκάδικο, για την πάρτη μου, ο Κωστής Δρυγιανάκης. Τον ευχαριστώ (όπως και κάθε έναν που στέλνει τη δουλειά του στο δισκορυχείον). Χαίρομαι γι’ αυτές τις σχέσεις (ακόμη και όταν μένουν σ’ ένα πρώτο επίπεδο), επειδή διατηρούνται χρόνια. Να έχεις μιλήσει μια-δυο φορές μ’ έναν άνθρωπο, κι επειδή υπάρχει αλληλοεκτίμηση να σου παραδίδει προς κρίσην τη δουλειά του.
Ακούω τον Δρυγιανάκη στοBlowintobreeze [Ανεξάρτητη Παραγωγή, 2013] με την μεγαλύτερη έκπληξη από ποτέ· κι αυτό δεν είναι τυχαία κουβέντα, επειδή η μουσική τού βολιώτη ηχο-διαχειριστή, από τη φύση της, έχει ενσωματωμένο μονίμως το στοιχείο της έκπληξης. Το πρώτο κομμάτι που έχει τίτλο «Μέρος πρώτο (‘Έκτη Δεκεμβρίου’)», και το οποίον καταλαμβάνει περί τα 3/5 της πλευράς, ξεκινά με εντυπωσιακό τρόπο, οριοθετώντας ένα κάπως noisyFloyd-ικό σκηνικό, πριν το κρεσέντο διαρραγεί προς έναν κυκεώνα υπόκωφων θορύβων, αναλογικών synthsκαι φωνών. Στο τρίτο τμήμα τής σύνθεσης (περί συνθέσεως πρόκειται, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) τα ηλεκτρονικά βγαίνουν μπροστά (παρότι από το... βάθος ακούγονται σαν σε… όνειρο ήχοι κανονικών οργάνων), πάντα σ’ ένα abstract, υποβολιμαίο σκηνικό. Το «Μέρος δεύτερο» που κλείνει την πρώτη πλευρά αφηγείται μία κάπως industrialιστορία (δεν είναι εύκολο να μαντέψεις πάντα το πάνελ των... δολιοφθορών του Δρυγιανάκη), μέσα από την οποία ξεπετάγονται ανερμάτιστοι φυσικοί ή μη ήχοι. Εκρηκτικά κρεσέντι και χαμηλού volumeπεριβαλλοντικέςνύξεις, που συμπλέκονται με το κλαρινέτο του Στυλιανού Τζιρίτα ή το zitherτου Τάσου Στάμου, πριν καταλήξουν σε πιο free-improv-noisyκαταστάσεις.
Δύο tracksείναι χαραγμένα και στη δεύτερη πλευρά του long-play. Το «Μέρος τρίτο» ξεκινά με κάπως τσιτωμένους ηλεκτρονικούς ήχους, σ’ ένα concreteπλαίσιο, επί του οποίου παρεισφρέουν ή φαίνεται να παρεισφρέουν... πιο κανονικά όργανα. Η ένταση και η οξύτητα της συγκεκριμένης εγγραφής προκαλεί ένα χαοτικό σύμπλεγμα ήχων και φωνών που φέρνει στη μνήμη εγγραφές του περίφημου INA-GRMαπό τη δεκαετία του ’70. Ο δε ψάλτης, στο θορυβώδες background, θα μπορούσε ν’ ακούγεται και σαν νύξη στα… προκεχωρημένα έργα του Μιχάλη Αδάμη της ιδίας εποχής. Το «Μέρος τέταρτο», στο πρώτο μισό του, είναι ένα trackcosmic/krautαισθητικής (Clusterπ.χ.), με ενισχυμένoβαθύ... βομβώδες background. Στο δεύτερο μισό ρωσικές fieldrecordingsνα υποθέσω (αν και ό,τι και να υποθέσεις, αναφορικώς με τις ηχητικές πηγές που χρησιμοποιεί ο Δρυγιανάκης και οι οποίες, άπασες, καταγράφονται στο ένθετο, πιθανώς, διαψεύδεται!) δίνουν τη σκυτάλη σ’ ένα cinematic, thrillercinematic, ηχοσκηνικό, με το πιάνο του Στάθη Θεοχαράκη να καλύπτεται πίσω από αλλεπάλληλες στρώσεις εκκωφαντικού αυτοσχεδιαστικού υλικού (η electronic-jazzτων MEVτης ύστερης εποχής είναι ένα καλό ανάλογο), πριν αναγκαστικώς οδηγηθούμε στην ηρεμία και περαιτέρω στη σιωπή... Ένα εξαιρετικό LP.

VIRILIO signature

$
0
0
Ένα. Το βηρύλλιο (beryllium) είναι χημικό στοιχείο, στην αρχή του περιοδικού πίνακα. Είναι σκληρό, αλλά ταυτοχρόνως εύθραυστο, είναι ελαφρύ αλλά την ίδιαν ώρα και ανθεκτικό. Έχει ιδιότητες… αντιθετικές, και γι’ αυτό είναι χρήσιμο σε… ειδικές αποστολές. Δύο. Virilioείναι το… επώνυμο του γάλλου στοχαστή PaulVirilio (Πωλ Βιριλιό), που σκέπτεται γύρω από την σύγχρονη τεχνολογία, την επικοινωνία και την ταχύτητα, στοιχηματίζοντας επί της ουσίας για το τέλος του ανθρωπισμού. Τέλος –και ταυτοχρόνως αρχή– με το όνομα Virilioαναγνωρίζεται ένα σύγχρονο ελληνικό ντούο αποτελούμενο από την Κορίνα Τριανταφυλλίδη κρουστά, synth, drummachine, φωνή και τον Δημήτρη Παπαδάτο ηλεκτρονικά, κιθάρες, πικάπ, synth, φωνή (ο Παπαδάτος, ως KU, έδωσε με το “Feathers” ένα από τα ωραιότερα ελληνικά άλμπουμ της χρονιάς που πέρασε – μην το ξεχνάμε αυτό), το οποίον (ντούο) προσφάτως κυκλοφόρησε ένα βινύλιο, που κινείται στο χώρο της ηλεκτρονικής πειραματικής. Το άλμπουμ έχει τίτλο Signature [Ιδιωτική Έκδοση], γυρίζει στις 45 στροφές και διαρκεί περί τα 28 λεπτά (με ένα κομμάτι ανά πλευρά).
Η πρώτη σύνθεση προβάλλει ένα δυναμικό continuo, που βάλλεται από σφοδρά «βιομηχανικά» και… αδιόρατα στην αρχή, αλλά όλο και πιο… ορατά στη διαδρομή αναλογικά breaks. Υπάρχει δηλαδή μία στιβαρή noise-droneβάση επί της οποίας διεξάγεται μία ηχητική μάχη. Το αποτέλεσμα αποκτά χαρακτηριστικά επικεντρωμένου θορύβου, ιδίως μετά τη μέση του κομματιού, εκεί όπου ένα σύστημα επαναλαμβανόμενων μοτίβων, σε συνδυασμό με την άνοδο του volume, δημιουργεί τρόπον τινά… εκκωφαντικές παραληρηματικές καταστάσεις. Στη δεύτερη πλευρά η διάθεση δεν είναι τόσο εικονοκλαστική. Η μουσική των Virilio, χωρίς να χάνει ποτέ το βομβώδες υπόστρωμά της, αποκτά περισσότερο ambientχαρακτηριστικά, με το βασικό ηχητικό πλέγμα να «κόβεται» από ποικίλες παρεμβολές, που προσθέτουν στη σύνθεση έναν περαιτέρω μηχανιστικό…weirdsoundgeneratorαέρα. Εργαστηριακό creepykrautόπως και συγκρατημένα θορυβώδες ακρόαμα, που θα μπορούσε να άγεται από μία τύπου Eno (“Ambient 4”) ηχητική αισθητική. Ακούω μετά προσοχής…
Viewing all 5058 articles
Browse latest View live