Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5050 articles
Browse latest View live

ΓΚΟΜΠΙΝΤΑ… ΓΚΟΜΠΙΝΤΙΜΠΟΥ

$
0
0
Τις προάλλες, ψάχνοντας σ’ ένα δισκάδικο, άκουσα κάποιους πελάτες γύρω στα 30 να εκθειάζουν ένα ελληνικό συγκρότημα των 80s, τους… Γκομπίντου… Μπιντίμπου… Γκομπίμπου… δεν ήξεραν να τους πουν σωστά, και κάθε φορά τούς έλεγαν και διαφορετικά. Κάποια στιγμή επεμβαίνω στην κουβέντα τους και τους λέω: «Γκομπινταγκομπιντίμπου». Γύρισαν και με κοίταξαν με απορία. «Τι είν’ αυτό»μου λένε.... «Το συγκρότημα…»τους λέω. «Αποκλείεται να είχε τόσο μεγάλο όνομα…»μου ξαναλένε. «Ναι»τους είπα. «Δεν είχε τόσο μεγάλο όνομα, αλλά από εκεί το πήραν…». Ήμουν κάτι παραπάνω από σίγουρος πως δεν κατάλαβαν τι εννοούσα…
Τέλος πάντων… Δεν είχα πολύ χρόνο για κουβέντα, επειδή βιαζόμουν, αλλά εκείνο που μου έκανε εντύπωση (για ακόμη μία φορά) είναι η «ζούρλα» που έχει πιάσει τον κόσμο (τον δικό μας κόσμο…) εν σχέσει με τα eighties. Δεν αρκούν πλέον τα γκρουπ, που μπόρεσαν κι έγραψαν κάποιους δίσκους (με καλές/ανεκτές παραγωγές, έτσι ώστε να μπορούμε κι εμείς να τ’ ακούμε… ανθρωπίνως και ενδεχομένως να τα ευχαριστιόμαστε), έχουμε πλέον και τους MC-junkies, οι οποίοι, αφού… ξεπέρασαν το βινύλιο, την «παλεύουν» πλέον μόνο με κασέτες. Δεν λέω. Κι εγώ μεγάλωσα με τις κασέτες και ακόμη τις ακούω (όντως), αλλά ρε παιδί μου νοιάζομαι και για κάποια, πρώτη έστω (αλλά και δεύτερη και τρίτη...) ηχητική ποιότητα. Δεν το μπορώ το εντελώς ερασιτεχνιλίκι και το χύμα. Δηλαδή θεμιτό ήταν (το «χύμα») για κάποιον που ξεκινούσε κι ήθελε να δει μέχρι που θα μπορούσε να φθάσει, γράφοντας, σβήνοντας και ξαναγράφοντας κασέτες, αλλά να αποκτούν οι κασέτες αυτές… τοιούτη φετιχιστική αξία νομίζω πως πάει πολύ. Φυσικά, κασέτες (εννοώ μόνο κασέτες) ηχογραφούσαν και μεγάλα ονόματα (στο εξωτερικό εννοώ), αλλά ήταν κασέτες περιποιημένες, γραμμένες σε στούντιο, με επαγγελματικό τρόπο κ.λπ., δεν ήταν ό,τι να ’ναι. (Μάλιστα διάφορες τέτοιες κασέτες πωλούνται πανάκριβα στο eBay– πριν μερικά χρόνια βρέθηκε κάποιος κι έδωσε για το setτων 32 κασετών της UnitedDairiesπερισσότερα από 2300 δολάρια!). Και στην Ελλάδα είχαν βγει καλές κασέτες στα 80s(κασέτες δηλαδή που θα μπορούσε να σταθούν και ως κανονικές παραγωγές, έστω και με ολίγες μικρές διορθώσεις). Θυμάμαι, ανάμεσα στις πολλές εκείνων των χρόνων, την γιαννιώτικη συλλογή «0651» [Βάρκα 08] από τον Φεβρουάριο του ’85 με Επιπτώσεις, Κεφάλαιο 24, Φυσιολατρικό Σύλλογο κ.ά., και ακόμη τους συμπατριώτες τους Κρυπτογράφημα με την «Αντώνιος Πυρ» [ΠΡΟΠΙΟ 01] από το 1987, και όχι από το 1988 όπως αναφέρεται στο discogs. Οι Κρυπτογράφημα ήταν, περίπου, το πρόδρομο σχήμα των Ψυγείο Ψυγείο (τώρα τελευταίως γίνεται και πάλι λόγος γι’ αυτούς, επειδή επανεκδόθηκε το πρώτο LPτους από το 1990 – άιντε και το δεύτερο που είναι πιο σπάνιο) κι έχω την εντύπωση πως οι περί τα eightiesτούς έχουν μαρκάρει, ούτως ώστε να τους απαθανατίσουν κι αυτούς οσονούπω στο πλαστικό· δεν θα είναι εξάλλου η πρώτη φορά όπου μια κασέτα να μετατρέπεται σε LPτα τελευταία χρόνια. Αν και είχαν προηγηθεί οι κασέτες που έγιναν CD (η «Ζωή» των LostBodiesστην LazyDogτο 1997 στηρίχτηκε στο υλικό των κασετών «Δο Ντίεση» και «Αναρόφηση Τροφής», που είχαν κυκλοφορήσει το 1988).
Η φωτογραφία προέρχεται από το etegma.blogspot.gr
Οι Γκομπιντίμπουή και Γκομπιντιμπού (όπως τους έγραφαν τότε) ήταν επί της ουσίας οι Παρανυχίδες – το γκρουπ που είχε συμμετάσχει με το «Ένα μυστικό στο τέλος» στο LP«Συνταγή Αντι-Θανάτου» [FamousMusic, 1986 και B-Otherside, 2013]. Μέλη τους ήταν οι: Παντελής Κούκης φωνή, Ανδρέας Βατίστας κιθάρες, Μιχάλης Καραγιάννης κρουστά, αργότερα δε και ο Νίκος Ζηλάκος μπάσο (τα 4/5 των Παρανυχίδων της «Συνταγής…» δηλαδή). Οι Γκομπιντίμπου είχαν ηχογραφήσει δύο κασέτες το 1987. Η μία ήταν μισή-μισή με τους HorrorFactory, ενώ η άλλη ήταν ολάκερη δική τους κι είχε τίτλο «Λαλούλου» («λαλούλου» δεν ξέρω τι σημαίνει, lauluόμως στην φινλανδική είναι το τραγούδι). Την κασέτα αυτή, που είχε κυκλοφορήσει μαζί με το fanzineTransportτον Νοέμβριο του 1987 σε 40 αριθμημένα αντίτυπα, την είχα αντιγράψει εκείνη την εποχή από ένα συμφοιτητή μου, αλλά στην πορεία την έχασα (μάλλον μου την «έφαγαν»). Οι Γκομπιντίμπου, όπως και διάφορα άλλα συγκροτήματα της σκηνήςκαι της εποχής δεν απασχολούσαν, τότε, μόνον τα fanzines, μα ακόμη και τον overgroundΤύπο, αφού σε περιοδικά όπως τα Ήχος & Hi-Fi, Μουσική, Σχολιαστήςκ.ά. υπήρχαν τακτικές αναφορές στις δραστηριότητές τους (δείτε στο etegma.blogspot.grτις «κριτικές» από τον Σχολιαστήκαι τον Ήχο).
Ας μεταφέρω, όμως, εδώ ό,τι είχε γράψει για ’κείνους το δεκατοτρίτο RollinUnder(Πάκης Τζιλής) από τον Μάρτιο/Απρίλιο του ’88, αφού το εν λόγω κείμενο δεν υπάρχει στο internet: «Οι Γκομπιντιμπού μέσω του φάνζιν Transportκυκλοφορούν την κασέτα τους ‘Λαλουλού’ και μάλιστα μόνο σε 40 αριθμημένα αντίτυπα! Η προσπάθεια των Γκομπιντιμπού έχει ελάχιστες ανάλογές της στην Ελλάδα (μία απ’ αυτές θα συναντήσουμε παρακάτω) [σ.σ. εννοεί το Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ] και το αποτέλεσμά της είναι ικανό όχι μόνο να ξαφνιάσει, αλλά και να σοκάρει. Περίεχει 22 κομμάτια οργανικής αποσύνθεσης και αναρχίας. Ποικίλοι ρυθμοί μπερδεύονται με το χάος, ενώ τα φωνητικά υπόκεινται σε οποιαδήποτε φυσική αλλοίωση γίνεται (ανάλογα δηλαδή με τις ικανότητες του Παντελή, που είναι και η φωνή του γκρουπ, για παραμόρφωση). Στη δεύτερη πλευρά παίζουν κι ένα χορταστικό medleyαπό Animalsμέχρι Stooges, φυσικά αγνώριστο. Αξιοπρόσεκτη είναι και η συσκευασία της κασέτας, κοντά στην αισθητική των ΖovietFrance». Οι μουσικές των Γκομπιντίμπου υπάρχουν στο YouTube (πιθανώς και στο soundcloud) και μπορεί ο καθείς να τις ακούσει και να τις εκτιμήσει. Η δική μου γνώμη είναι πως, ανά περιπτώσεις, το ενδιαφέρον είναι αρκετό, ή και μεγάλο, ιδίως όταν το γκρουπ δείχνει να ξεφεύγει προς ψυχεδελικές… Barrett-ικές ή CAN… κατευθύνσεις.

Όταν πρωτοδιάβασα γι’ αυτό το συγκρότημα στα περιοδικά της εποχής (1987) μού έκανε εντύπωση το όνομά του (εκτός από τη μουσική του). Και βεβαίως θυμήθηκα αμέσως το… κοινόβιο Γκομπινταγκομπιντίμπου, το οποίον περιέγραφε ο Έντουαρντ Ρόζενταλ στο βιβλίο του Αναζητώντας Ιδανικά [Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 5/1980]. Έγραφε ο Ρόζενταλ:«Γκομπινταγκομπιντίμπου. Αυτή τη λέξη δεν την έχει κανένα λεξικό. Είναι εφεύρεση των δικών μου φίλων απ’ τη Γενεύη: του δημοσιογράφου Ζαν-Πιέρ και της παρέας του, που σχημάτισαν κοινόβιο.(…) Με τον ανέμελο ηχοσχηματισμό της αυτή η ασυναρτησία (το Γκομπινταγκομπιντίμπου) είναι σαν να συμβολίζει τις σχέσεις που καθιερώθηκαν ανάμεσα στα μέλη του κοινοβίου: απεριόριστη ελευθερία και κατάργηση κάθε προσωπικότητας». Το συγκρότημα (παίρνω την ευθύνη να το πω, χωρίς να ρωτήσω – όποιος θέλει ας με διαψεύσει) συντόμευσε το όνομα τού κοινοβίου (προφανώς κάποιο από τα μέλη θα είχε διαβάσει το βιβλίο), υιοθετώντας το δεύτερο «συνθετικό» του, που ανταποκρινόταν, οπωσδήποτε, και στη δική τους «ελεύθερη» διάθεση.
Ας πω, επί τη ευκαιρία, πως το βιβλίο του Ρόζενταλ ήταν το τοπ νεολαιίστικο βιβλίο των αρχών της δεκαετίας του ’80. Εμένα μου το είχε συστήσει ένας κνίτης συμμαθητής και το είχα αγοράσει το φθινόπωρο του ’81 (ήταν δε η πέμπτη έκδοσή του, που είχε κυκλοφορήσει τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς). Φαντάζεστε τι γινόταν. Πέντε εκδόσεις σ’ ένα χρόνο. Μιλάμε για κανονικό bestseller. Το βιβλίο εκείνο, αν και «ξεπερασμένο» για το 1980 (αφού το 1969 και το 1972 μού φαίνονταν… αιώνες πίσω), με επηρέασε ως έφηβο μουσικόφιλο –και το λέω δημοσίως τώρα, μετά από 32 χρόνια– κάνοντάς μου καλό (έτσι νομίζω), επειδή ενστάλαξε μέσα μου την αμφισβήτηση στην «αμφισβήτηση»· την αμφισβήτηση δηλαδή που αφορούσε στο κοινωνικό/ επαναστατικό αντίκρισμα των ποικίλων εκφάνσεων τής ποπ κουλτούρας στα τέλη των sixtiesκαι τις αρχές των seventies. Ο Ρόζενταλ από το 1968 έως το 1973 ήταν διευθυντής του σοβιετικού πρακτορείου Τύπου Νόβοστι στην Ελβετία, και από τη θέση εκείνη είχε έλθει σε επαφή με το δυτικοευρωπαϊκό νεολαιίστικο κίνημα της περιόδου. Τα συμπεράσματά του, εν είδει ρεπορτάζ, τα κατέγραφε στο Αναζητώντας Ιδανικά(και σε άλλα βιβλία του).
Περιττό να το πω, αλλά το λέω. Δεν ήταν ανάγκη να συμφωνούσες μαζί του, ούτε υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος για να το πράξεις. Εξάλλου, προσωπικώς, δεν αντιμετώπιζα το βιβλίο ως… Ευαγγέλιο (όπως το αντιμετώπιζε ο συγκεκριμένος φίλος μου δηλαδή, που μου το είχε συστήσει). Και μάλιστα, τώρα, επειδή… διαγωνίως το ξεφύλλισα, λέω πως το Αναζητώντας Ιδανικάσε πολλά σημεία του, αν και άμεσο, είναι απλοϊκό (εκεί, δηλαδή, οφειλόταν η επιτυχία του). Παρά ταύτα, ήταν εκείνο που με ώθησε ν’ αρχίσω να διερωτώμαι σιγά-σιγά γύρω από τα θέματα της κοινωνίας και της κουλτούρας που μ’ ενδιέφεραν, όπως φαντάζομαι το ίδιο θα είχε συμβεί και με τους λίγο μεγαλύτερους από μένα με ορισμένα παλαιότερα βιβλία της Σύγχρονης Εποχής, όπως την Άνδρωση [Αθήνα, 1975] των Γ. Γιανάεφ – Α. Πολικάνωφ και κυρίως την Αυθόρμητη Εξέγερση σε Αδιέξοδο; [Αθήνα 1976] του Β. Μπολσακόφ. Σ’ αυτά τα βιβλία, που ήταν γραμμένα φυσικά από την… σοβιετική μεριά που παρατηρεί και κρίνει τα νεολαιίστικα κινήματα της Δύσης, μπορούσε κάποιος να πληροφορηθεί πάμπολλα για τους hippiesκαι τους yippies, τη Νέα Αριστερά, τις ταραχές στου δρόμους του Παρισιού και στα πανεπιστήμια των αμερικανικών πόλεων, τις απόψεις του JerryRubinκαι του EldridgeCleaverκαι άλλα διάφορα. Την εποχή δηλαδή κατά την οποίαν τα ελληνικά μουσικά και τα γενικότερα νεολαιίστικα έως και… undergroundέντυπα είχαν άγρια μεσάνυχτα γι’ αυτά τα ζητήματα, γράφοντας τη μία βλακεία μετά την άλλη αναφορικώς με τις κοινωνικές διαστάσεις της counterculture (και το rockμέσα), έρχονταν οι σοβιετικοί συγγραφείς, παραθέτοντας ολόκληρα αποσπάσματα από το DoIt (του JerryRubin) χρόνια πριν μεταφραστεί εκείνο στη γλώσσα μας, να επιχειρηματολογήσουν περί του… προδικασμένου των δυτικών κινημάτων, δημιουργώντας, τουλάχιστον, ένα σοβαρό πεδίο διαλόγου.
Το έχω ξαναγράψει εν σχέσει με το rock, αλλά ισχύει ακόμη πιο πολύ και για την ευρύτερη counterculture. Οι Δεξιοί, ή οι εμφανιζόμενοι ως απολίτικοι, ή οι ψευτοδιανοούμενοι έλεγαν (και λένε) κυρίως βλακείες. Τόσες βδομάδες έμεινε το τάδε τραγούδι στο νούμερο… 652, η πρώτη rock ποιήτρια ήταν η… Σαπφώ ή… «το underground δεν είναι ο ελεύθερος χρόνος των μπουρζουάδων που γεμίζει με τα στυλιστικά στοιχεία που παράγει η κουλτούρα του αντικομφορμισμού. Αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του, αλλά μπορείς να πεις ότι προκύπτει σχεδόν αναγκαστικά π.χ. στους απόκληρους και τους φτυσμένους της κυρίαρχης κοινωνικής νόρμας» (κατάλαβε κανείς τίποτα;).
Δεν λέω πως όλοι οι Αριστεροί λένε σωστά πράγματα γι’ αυτά τα θέματα. Λέω, όμως, πως τις πιο σοβαρές κουβέντες (γι’ αυτά τα θέματα) τις έχουν πει Αριστεροί. Είναι προφανής η διαφορά. Γκομπίντα… Γκομπιντίμπου…

SEVEN THAT SPELLS – KIKAGAKU MOYO

$
0
0
Κροατικόspace-progressive; Γιατίόχι; Οι Κροάτες (ως ηνωμένοι Γιουγκοσλάβοι) είχαν ήδη από τα seventiesνα επιδείξουν τουλάχιστον μία τριάδα διακεκριμένων γκρουπ (Grupa 220, DrugiNačin, Time), δημιουργώντας μία σκηνή με σοβαρό heavyprogκαι ενίοτε spaceπεριεχόμενο.
Από ’κει… και από αλλού εκκινούν οι συμπατριώτες τους SevenThatSpells(StanislavMuškinjaντραμς, Narantxaμπάσο, LovroZlopašaσαξόφωνα, NikoPotočnjakκιθάρες), οι οποίοι, με το FutureRetroSpasmπου γράφτηκε το 2009 και που τυπώθηκε σε CDτο 2010 από την αμερικανική Beta-lactamRing Records, παραλαμβάνουν τη σκυτάλη. Τώρα, λέω λίγα λόγια γι’ αυτούς με αφορμή την βινυλιακή κυκλοφορία τού εν λόγω άλμπουμ (που περιέχει ένα κομμάτι λιγότερο) από την ελληνική CosmicEye· μία εταιρεία, που καταγράφει με συνέπεια τον τελευταίο καιρό ποικίλες... cosmicεμπειρίες.
Αν κι έχουν περάσει πολλά χρόνια από τα late 60s/early 70s, οι SevenThatSpellsφαίνεται πως δεν έχουν πρόβλημα (απεναντίας, είναι τιμή τους!) να μεταφέρουν τα saxvibes… του JackLancasterκαι των BlodwynPigστο σήμερα, παρέχοντας στο δικό τους κράμα, μία απροκάλυπτη space-jazzαίσθηση. Έχοντας λοιπόν την υπεροπλία μιας στιβαρής progressiveβάσης, οι Κροάτες διατυπώνουν στην πορεία, με κάπως… krautσυνείδηση, το δικό τους «χαμένο» μανιφέστο, το οποίο χονδρικώς είναι εξαρτημένο από το ρυθμικό τμήμα (σε κομμάτια όπως το “G” ή το “Terminusest” δείχνει καταφανώς τα δόντια του– το ρυθμικό τμήμα) και βεβαίως από το σολιστικό-συνοδευτικό τού σαξοφώνου και της κιθάρας. Με τέσσερα (μόλις) όργανα, και άνευ πλήκτρων (και φωνής), οι SevenThatSpellsδείχνουν πως ως μουσικοί έχουν αγγίξει τα όρια ενός αναγνωρίσιμου ήχου… με complex αφήγηση και heavyκατάληξη. Στο πιο εκτεταμένο στο χρόνο κομμάτι τού άλμπουμ τους, το σχεδόν 15λεπτο “TheabandonedworldofAutomata”, οι Κροάτες προβάλλουν με τον πλέον ευφραδή τρόπο όλα εκείνα που αγαπούν, στηριζόμενοι στους ντελικάτους σαξοφωνισμούς του Zlopaša, αλλά και στις πενιές του Potočnjak, που φέρνουν στη θύμηση τον «ήρωα» SteveHillage. Ένας… Khanαέρας φυσάει πάνω από το Zagreb, ξαναγράφοντας και προσαρμόζοντας στο τώρα μεγάλες στιγμές του spaceπαρελθόντος.
Καινούριο ιαπωνικό γκρουπ, οι KikagakuMoyo (TomoKatsuradaφωνή, κιθάρα, DaoudPopalκιθάρα, RyuKurosawaσιτάρ, AngieGotopoθερεμίνη, φωνή, Kotsuguyμπάσο, GoKurosawaντραμς, φωνή) βλέπουν τα τραγούδια τους, σχεδόν με το που τ’ «άφησαν» στο δίκτυο (τον προηγούμενο Μάιο), να κυκλοφορούν σε 350 κόπιες βινυλίου από την CosmicEye. Άξιζεμιατέτοιακίνηση; (Είναιτοερώτημαπουτίθεται). Οπωσδήποτε, ναι· αν και δεν πρόκειται για ένα τόσο… cosmicσύνολο, όσο για ένα βαθειά... ψυχεδελικό.
Μέσα σε λιγότερο από μισήν ώρα, οι Ιάπωνες απλώνουν πέντε συνθέσεις σχεδόν ίσης διάρκειας, συνδυάζοντας κλασικά sixties, folkκαι psych στοιχεία (ιδίως στα πιο ας τα πω χαμηλόφωνα μέρη, στα οποία πρωταγωνιστούν το σιτάρ, οι κιθάρες με distortionκαι τα ακουστικά εφφέ), με κάπως περισσότερο heavyprogressive (τούτα, δε, στην παράδοση των διακεκριμένων γκρουπ της πατρίδας τους, που ήκμασαν στα seventies). Ένας ήχος που μπορεί να διαπερνά, δηλαδή, τους KuniKawachi& FlowerTravellingBandκαι τους LoveLiveLife + Oneκαι μέσω χιλίων-δύο αναφορών (με μια «γερμανικότητα» φερ’ ειπείν –τύπου Pilz– να πλανάται πάνω από τα νωχελικά ακουστικά δρώμενα) να φθάνει μέχρι το σήμερα. Το λιγότερο… ευχάριστοι.

MYKE JACKSON θαύμα δίσκος

$
0
0
Όταν η AnazitisiRecordsεπανεξέδωσε πέρυσι το μοναδικό άλμπουμ των Felt (MykeJackson, MikeNeel, TommyGilstrap, StanLee, AlanDalrymple) από το 1971 δεν γνώριζα αν υπήρχαν συλλέκτες/μουσικόφιλοι, που να αναρωτήθηκαν αν η εταιρεία από την Ανάκασα θα επανατύπωνε και το μοναδικό, προσωπικό LPτού τραγουδιστή και κιθαρίστα τους MykeJackson, που είχε κυκλοφορήσει ιδιωτικώς το 1975 – εγώ πάντως δεν αναρωτήθηκα, να το ξεκαθαρίσω. Αγνοούσα δηλαδή την ύπαρξη αυτού του άλμπουμ, το οποίον, όπως μόλις διαπίστωσα, φεύγει με 200άρια στο eBay.
Βρισκόμαστε στα αμερικανικά mid-seventies. Η discoετοιμάζει την τρανή επίθεσή της, ακυρώνοντας κατά μίαν έννοια (όχι πολλές…) τη soulκαι το funk, η jazzέχει εξατμιστεί μέσα στο boilerτου fusion, ενώ το rock, χονδρικώς, μετατρέπεται σε… AOR (Boston, Rush, Journey, REOSpeedwagonκ.λπ.) πατώντας πάνω στα απομεινάρια της «αμφισβήτησης». Ok, υπήρχε και η νεοϋορκέζικη σκηνή (PattiSmith, TheRamones, RichardHell, Televisionκ.λπ.), αλλά αυτή δεν έπαιζε… πρώτο-τραπέζι-πίστα. Τι άλλο υπήρχε; Υπήρχαν τα «τοπικά» συγκροτήματα και καλλιτέχνες και βεβαίως τα αντίστοιχα, απειράριθμα privatepressings, που βοηθούσαν με τον τρόπο τους στη διατήρηση μιας αισθητικής/κοινωνικής ισορροπίας. Ξεχασμένες μουσικές προηγούμενων ετών ή και δεκαετιών, προσωπικές απόψεις, καπρίτσια και εμμονές, τις οποίες θα ήταν αδύνατον να καλύψει η επίσημη δισκογραφία, παροξυσμικά αριστουργήματα και ανεπανάληπτοι τραγέλαφοι, όλα τούτα (και άλλα ακόμη) συγκρότησαν/συγκροτούν ένα τεράστιο βινυλιακό corpus, το οποίον είναι αδύνατον να καταγραφεί στην ολότητά του. Παίρνουμε, όμως, συχνά μυρωδιά (τού αξιομνημόνευτου, τουλάχιστον, κομματιού του) από τις επανεκδόσεις που κατά καιρούς συμβαίνουν· δίχως ν’ αγνοούμε τους συλλέκτες, που θα στοχεύουν πάντα στα originals. Ένα τέτοιο αποκαλυπτικό privatepressingείναι και τοAloneτου MykeJacksonMychaelJohnThomasόπως λέγεται από το 1988 και μετά ο άνθρωπος).
Ο τίτλος (“Alone”) σηματοδοτεί πολλά. Κατ’ αρχάς έχουμε να κάνουμε μ’ ένα άλμπουμ, που πραγματοποιήθηκε με τον τρόπο που ήθελε ο καλλιτέχνης (όπως και όλα τα privatepressingsδηλαδή), δίχως παραγωγούς, executivesκαι τα τοιαύτα. Δεύτερον, ο Jacksonέπαιξε όλα τα όργανα (και τραγούδησε) μόνος του, αφού σ’ ένα μόνον κομμάτι τον συνόδευσε στο βιολί ο TommyJackson (ένας αναγνωρισμένος fiddlerτου Nashville). Τρίτον, σηματοδοτούσε την μοναχική πορεία τού τραγουδοποιού μετά το τέλος των Felt (το φθινόπωρο του ’71) και κυρίως μία κάπως περισσότερο «εσωτερική» αφήγηση, με πηγαία λυρικά, αλλά και μεταφυσικά στοιχεία. Το άλμπουμ δεν μπορείς να το αποκαλέσεις καθ’ ολοκληρίαν “xian”, αλλά είναι και τέτοιο· τέτοιο είναι δηλαδή το έξοχο “Lostonawave”.
Εκείνο που πρέπει να πω, και εν σχέσει με τους Feltδηλαδή, είναι πως ο Jacksonυπήρξε ένας πολύ ταλαντούχος νέος. Μα πάρα πολύ ταλαντούχος. Δεν έφτιαχνε μόνον αξιοθαύμαστα τραγούδια για την ηλικία του (ήταν μόλις 17 ετών στους Felt, άρα 21 την εποχή του “Alone”), ήταν ακόμη σπουδαίος κιθαρίστας (οι πενιές του στο γκρουπ, αλλά και εδώ δείχνουν παίκτη μεγάλης κλάσης), εκφραστικότατος τραγουδιστής, χειριζόμενος περαιτέρω μπάσο, ντραμς και βεβαίως πλήκτρα – μέλοτρον βασικά, μέσω του οποίου έδινε χρώμα και όγκο στις ενοργανώσεις του. Το αποτέλεσμα; Θαμπώνει· σε πλείστα όσα κομμάτια του “Alone”.
Ο Jacksonήταν επηρεασμένος από το βρετανικό art-rock (και τους Beatles). Γούσταρε με τα μπούνια Yes(φαινόταν και στους Feltαυτό), κυρίως τον τρόπο ερμηνείας τού JonAnderson, και ακόμη KingCrimson, Genesisκαι ELP. Κατόρθωνε δε το ακατόρθωτο. Να φτιάχνει κομμάτια, που μέσα στην «προοδευτικότητά» τους, να μην χάνουν το στόχο (όπως ενίοτε συνέβαινε με τα γκρουπ, που τον είχαν επηρεάσει). Ο Jacksonκαι στους Feltκαι βεβαίως στο “Alone” δεν έπεσε στην παγίδα του περφεξιονισμού και του… παιξίματος-για-το-παίξιμο, παρότι είχε όλα τα φόντα για να το πράξει. Έμεινε «δίπλα» στην αμερικανική αφηγηματικότητα, στα τραγούδια με αρχή μέση και τέλος, στις υψηλού επιπέδου μελωδίες, στην αρμονική «τελειότητα», την οποίαν μπορούσε να επεκτείνει στο άπειρο μέσω της αγγελικής φωνής του. Το αποτέλεσμα (στο “Alone”) είναι μία σειρά εννέα τραγουδιών, τρία εκ των οποίων είναι Αριστουργήματα (με το «Α» κεφαλαίο). Αναφέρομαιστο“In search of a home”, στο“Let me be a part of you” καιστο“Lost on a wave”. Άλλα και τα υπόλοιπα έξι δεν πέφτουν κάτω από το επίπεδο του «εξαιρετικού». Όπως το “Myprayer” π.χ., το “Cloudydays” ή το “Wakethedawn” που μου θυμίζει ελληνική μπάντα της ίδιας εποχής (τους Nώε φερ’ ειπείν). Μάλιστα, η έκδοση της Anazitisiπροσφέρει και δύο bonus. Το “Aloneandlonely”, που προέρχεται από το 1970 (πριν την εποχή των Feltδηλαδή) και είναι σύνθεση τού Jacksonκαι του ντράμερ των FeltMikeNeel, έχει μία κάπως… προκλασική κιθαριστική εισαγωγή, η οποία, σε συνδυασμό με τα «πίσω» πλήκτρα, παραπέμπει στα καλύτερα των KingCrimson (της εποχής του “IntheCourt…”). Το δεύτερο, το “Partofyou”, προέρχεται από το 1973 και είναι μία άλλη εκδοχή του “Letmebeapartofyou”, το οποίον και έτσι σκίζει.
Τι άλλο να πω; Δηλώνω εντυπωσιασμένος από το πανάγνωστο “Alone” του MykeJackson, ένα άλμπουμ που βρήκε στην επανέκδοση της Anazitisiτην περιποίηση που του άξιζε (τριακόσια βινύλια 180 γραμμαρίων, με 4σέλιδο LP-sizedinsert, συν έξτρα ένθετο με στίχους).

ΜΑΝΩΛΗΣ ΝΤΑΛΟΥΚΑΣ λεμέγκουρας στο προσκήνιο

$
0
0
Έχω αναρωτηθεί κι άλλες φορές εν σχέσει με τον Νταλούκα «πόσο βλάκας μπορεί να είναι κάποιος», αλλά τώρα έρχομαι να προσθέσω και το… «πόσο κακεντρεχής μπορεί να είναι», όταν δίχως να υπάρχει λόγος ψάχνει να βρει οτιδήποτε για να σε διαβάλλει. Έχοντας ξεπεράσει κάθε όριο παρακμής, ψάχνει να βρει τον ψύλλο στα άχυρα προκειμένου να μου τη βγει. Έχει φάει πολλές κατραπακιές είναι αλήθεια τον τελευταίο καιρό (να τρεις: http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/10/11-20-21-22-1972.html, http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/07/blog-post.html,http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/11/blog-post_16.html) κι έτσι όπως είναι ζαλισμένος, σαν σε κατάσταση groggy, δεν ξέρει από πού να κρατηθεί. Θα φάει άλλη μία τώρα και θα πέσει νοκάουτ· αλλά επειδή θα μετρήσω αργά μέχρι το… 20, κι επειδή είναι και… γομάρι, θα ξανασηκωθεί και θ’ αρχίσει πάλι να… τρεκλίζει. Εδώ όμως θα είμαστε, γεροί και ακέραιοι, για να συνεχίσουμε τη μάχη…
Ο χοντρονταλούκας σ’ ένα, κατά το σύνηθες, βλακώδες κείμενό του με εγκαλεί γιατί αναφέρθηκα, πριν 17(!) χρόνια… χθες δηλαδή, σε κάποιο LPτού συγκροτήματος Greeks, το οποίον, για ’κείνον, δεν υπάρχει. Για «ανύπαρκτο δίσκο!»γράφει, για να συνεχίσει: «Συγκεκριμένα, στο βιβλίο του ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟ ΚΥΤΤΑΡΟ, μας “πληροφορεί”(σ.σ. ο Τρούσας – εγώ δηλαδή), ότι το συγκρότημα GREEKS, κυκλοφόρησε το 1967, μεγάλο δίσκο στην εταιρεία MUSIC BOX και μάλιστα μας δίνει και τα “στοιχεία” GREEKS–Music Box, SMB 306»,προσθέτοντας και το…«δεν έχει σημασία που τέτοιος δίσκος ποτέ δεν υπήρξε». Περιττό να πω πως τέτοιος δίσκος, για τον δυστυχή μαρκουτσοφόρο μας, υπήρξε!
Πριν πάμε στο ζουμί, να γράψω τι είχα αναφέρει για το ελληνικό αυτό συγκρότημα (τους Greeks) στο βιβλίο μου το 1996 (πριν 17 χρόνια, μην το ξεχνάμε αυτό). Με αντιγράφω λοιπόν: «Οι Greeksδεν ήταν από τα συγκροτήματα που είχαν πολύ μεγάλη επιτυχία εκείνη την εποχή και το γεγονός ότι κατόρθωσαν να κυκλοφορήσουν ένα LPήταν σίγουρο κάτι απρόσμενο. Από πληροφορίες που έχουμε, στο συγκεκριμένο δίσκο πρέπει να διασκευάζουν και κάποια τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Κρίνοντας όμως από ορισμένα κομμάτια τους στις 45 στροφές, όπως για παράδειγμα τα “LetsdanceChina” και “Η μπαλλάντα ενός μικρού”, δεν θα πρέπει να ξεφεύγουν από την πεπατημένη. Όπως και οι Olympians, προέρχονταν και αυτοί από τη Θεσσαλονίκη».
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε και δεν μπορώ να θυμάμαι λεπτομέρειες – αν την πληροφορία την είχα πάρει, δηλαδή, από κάποιον συλλέκτη, ή την είχα διαβάσει κάπου (το ψάχνω). Εν πάση περιπτώσει από κάπου την είχα και την αναμετέδωσα. Δεν την έβγαλα από το κεφάλι μου. Και καλώς έπραξα δηλαδή, γιατί δίσκος τέτοιος υπάρχει!Τον είδα με τα μάτια μου και τον έπιασα με τα χέρια μου τα επόμενα χρόνια, ενώ μόλις αλίευσα και από το δίκτυο μία καταχώρηση στο GEMM, στην οποίαν το LPαυτό πωλείται! Δες εδώ: http://www.gemm.com/store/EFARMOGI/item/GREEKS-PLAY-GREEK-SONGS-THE-MODERN-WAY-LP/1413995806. Νταλούκα, παραπατάς ε; Κάτσε κάπου, γιατί έχει και συνέχεια…
Υπάρχει λοιπόν δίσκος συγκροτήματος GREEKSστην εταιρεία MusicBox, με κωδικό 306, ενώ ο τύπος που πουλάει το άλμπουμ γράφει για… Rarest LP by this strange group. Female vocalist EVI MILOPOULOU and this jazz-tunes quartet had only this LP (and one single) in middle 60's. Played in famous Athens clubs at this period with a minor success.....GREAT and RARE!!!!.Ο Νταλούκας, ο οποίος είναι παντελώς άσχετος με τη δισκογραφία, έχει το θράσος να μας εγκαλεί για δισκογραφικές πληροφορίες! Αυτό είναι άνω ποταμών!! Ο άνθρωπος που μέχρι το 2006 δεν είχε… δει δίσκο του JimiHendrix (αν είχε... δει θα τον έγραφε “Jimi” και όχι “Jimmy”) και δεν ήξερε πώς γράφονταν οι Morka(λεπτομέρεια μπροστά στο προηγούμενο), αφού στο βιβλίο του τους αναφέρει ως… MORCA, με “C”, (δεν είχε πάρει καν χαμπάρι το LPτους από το 1997 – αφήνω τα singles, που δεν τα είχε δει ούτε στον ύπνο του) έρχεται να μας «ταπώσει», τάχα, 17 χρόνια μετά. Αφού δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα βρε ανίδεε, τι θέλεις και μιλάς;
Αν υπήρχε ένα ζήτημα σε σχέση με το εν λόγω LPδεν σχετιζόταν με το εάν υφίστατο ή όχι (ήμουν πεπεισμένος από το 1996 πως υπήρχε), αλλά με το εάν οι Greeksτού LPείχαν σχέση με τους Greeksτων singles. Προσωπικώς, πήρα την ευθύνη, βάσει των πληροφοριών της εποχής –και βεβαίως της «αγαθής» σκέψης πως θα ήταν παράδοξο να υπήρχαν δύο διαφορετικά γκρουπ, που να ηχογραφούσαν την ίδιαν εποχή με το ίδιο όνομα–, κι έγραψα εκείνο που έγραψα. Θυμάμαι, μάλιστα, να μιλώ με τρανό συλλέκτη του ελληνικού ροκ (δεν χρειάζεται να πω για ποιον πρόκειται), στις αρχές των 00sκαι να μου λέει κάτι σαν κι αυτό: «μπορεί, δεν είμαι σίγουρος…». Δεν ξέρω, δηλαδή, πόσοι γνώριζαν, ή και γνωρίζουν ακόμη και τώρα, την αλήθεια. Τελικώς, και απ’ ό,τι διαπίστωσα εκ των υστέρων (μετά το 2000), οι Greeksτου LP(που ήταν κουαρτέτο με τραγουδίστρια την Εύη Μυλοπούλου) δεν ήταν ίδιοι με τους Greeksτων singles. Αυτό, όμως, δεν θα μπορούσα να το ξέρω, όταν έγραφα το βιβλίο, επειδή το LPδεν το είχα (ούτε τώρα το έχω). Και βεβαίως η πληροφορία πως αυτοί οι Greeksερμήνευαν Θεοδωράκη (και Χατζιδάκι) ήταν εντελώς ακριβής – κι ας με ειρωνεύεται, και για τούτο, ο άσχετος Νταλούκας.
Δεν πρόκειται να απολογηθώ –το έχω ξαναπεί αυτό– για όσα έγραψα στο Ραντεβού στο Κύτταρο, το 1996. Ξέρω τι έγραψα, και αν έγραφα τώρα εκείνο το βιβλίο θα ήταν τριπλάσιο σε όγκο. Μάλιστα, αν έκανε δεύτερη έκδοση, ακόμη κι ένα χρόνο μετά την πρώτη, θα είχα προλάβει να διορθώσω τις σχετικές αβλεψίες. (Όχι σαν τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του Νταλούκα, στο οποίο διαβάζουμε τις ίδιες βλακείες με την πρώτη). Όταν έγραφα λοιπόν το Ραντεβού–να το ξαναπώ– δεν υπήρχε τίποτα σχετικό καταγραμμένο (κανείς δεν είχε ασχοληθεί δηλαδή με τη δισκογραφία του ελληνικού ροκ πιο πριν). Κανείς δεν είχε καταγράψει τίποτα. Ξεκίνησα από το μηδέν. (Είχε γράψει ποτέ κανείς για το “SexPower” του Παπαθανασίου, στην Ελλάδα, πριν το ’96; – για να θυμηθώ ένα μόνο). Κάθε δουλειά τέτοιου τύπου, λοιπόν, πρέπει να κρίνεται με βάση τα δεδομένα της εποχής – τής κάθε εποχής. Και αν είναι «πρώτη» έχει, apriori, τα ελαφρυντικά της. (Όχι πως τα έχω ανάγκη – την κριτική τη θέλω. Την κριτική όμως, όχι το «δηλητήριο»). Το θέμα λοιπόν δεν είναι τι λέγαμε πριν 20 χρόνια για τους Greeks, όταν «κανείς» δεν ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε με τη δισκογραφία. Το θέμα είναι τι λέμε σήμερα. Και επ’ αυτού ένα είναι σίγουρο. Πως ο Νταλούκας δεν ξέρει την τύφλα του. Έχει άγρια μεσάνυχτα. Γράφει, τώρα, για τους Greeksτων singlesστη Βεντέττα, αγνοώντας (ακόμη και την ώρα αυτή που με διαβάζει) τους Greeksτης MusicBox. Ποιος μαθαίνει από ποιον είναι προφανές.
Αν εμένα με διέκρινε η αντιπαλότητα που εμφανίζει απέναντί μου ο Νταλούκας ήξερα (και ξέρω) να πάρω τις Μουσικέςτής δεκαετίας του ’80 και τις Ηχοακουστικές της δεκαετίας του ’70 (τα περιοδικά εννοώ) και ν’ αρχίσω να τον θάβω για τις μαλακίες που έγραφε – για τον Σαββόπουλο π.χ. Θα τον ξέσκιζα. Αφήνω, δε, το γεγονός πως θα γελάγαμε μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία… Δεν μ’ ενδιαφέρει να το κάνω. Δόξα τω Θεώ, οι αφορμές που μας δίνει τώρα δεν είναι λιγότερες! Μάλιστα, ο άνθρωπος είναι τόσα κιλά κακοήθης, ώστε εγκάλεσε τον Κώστα Αρβανίτη 22 χρόνια μετά (στο βιβλίο του, το 2006) για ένα κείμενό του (για ένα κείμενο του Αρβανίτη εννοώ) από το 1984, που είχε δημοσιευθεί στην Μουσική. Οπότε, εμένα, όταν με εγκαλεί για κάτι 17 χρόνια παλαιό δεν πρέπει να έχω παράπονο… Μην βρει τίποτα εκθέσεις μου από το Δημοτικό μόνο, γιατί την έβαψα... Ξέρετε, ο Νταλούκας ασχολείται με τις βλακείες που γράφανε οι μαθητές (και κυρίως οι μαθήτριες) στα χρόνια της Δικτατορίας (και όποτε…). Αν μάλιστα δει να αναφέρονται πουθενά σε τίποτα εφηβικά λευκώματα οι λέξεις «αγάπη», «λουλούδι» και «όνειρο», οι νεολαίοι μετατρέπονται αυτομάτως σε φερέφωνα της… ψυχεδέλειας –  ε ρε κατακαημένε Γαλιατσάτε, πρωτοπόρε εσύ της ψυχοτροπίας, δε... τζάκιζες καλύτερα το χέρι σου. (Αλλά γι’ αυτό θα τα πούμε τις επόμενες ημέρες, μπορεί και αύριο…). Τι έπρεπε λοιπόν να είχε κάνει με το κείμενο στη Μουσική; Μα να είχε στείλει ένα γράμμα στο περιοδικό εκείνη την εποχή, αντικρούοντας (αν είχε στοιχεία να αντιπαραθέσει δηλαδή) όλα όσα έγραφε ο Αρβανίτης. Σιγά μην το έκανε (και τι να έκανε δηλαδή; – τα πάντα ήταν «φως-φανάρι»). Ο άνθρωπος ήταν ανέκαθεν άσχετος. Δεν είχε τίποτα να πει. Γι’ αυτό και έκανε (τότε) τουμπέκα. Τον μαθαίνουμε όλα αυτά τα χρόνια. Αυτή είναι η αλήθεια. Απλώς, δίπλα στην ασχετοσύνη του προστέθηκαν τoν τελευταίο καιρό η διαστρέβλωση κι η κακοήθεια. Κι έτσι κάπως μάς προέκυψε ο... μελετητής. Αμελέτητα... μελετητής. Πάντως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, διαβάζοντας τον Νταλούκα, όλο και κάτι μαθαίνουμε κι εμείς. Κανα κουτσομπολιό, καμμιά παρόλα, κανα παραμύθι… τέτοια πράγματα. Μάθαμε, ας πούμε, για κάτι… γάμους… Ρωμηός αγάπησε Ρωμηάααα, Ρωμηάα και Θεσσαλοοονικιάααα… Νταλούκα το ήλεγξες; Πήγες στο ληξιαρχείο να ρωτήσεις; Βρήκες τους παπάδες; Τον κουμπάρο; Μίλησες με κανα καντηλανάφτη; Ξεκούνα αγόρι μου. Τέτοια πληροφορία είναι κρίμα να μένει αδιασταύρωτη…
Προσωπικώς δεν βρίσκω κανένα ενδιαφέρον να κάθομαι να πλακώνομαι για κείμενα 30ετίας ή 20ετίας. Μα και όταν παραστεί η ανάγκη να πω κάτι, για ένα δημοσίευμα τόσο παλαιό, ξέρω πώς να το χειριστώ. Κάποτε επαίνεσα τον Γιάννη Πετρίδη, επειδή τα είχε «χώσει» στον Χατζιδάκι σ’ ένα κείμενό του από το 1973. (Δεν έχει ανάγκη των δικών μου επαίνων ο Πετρίδης, τον οποίον σέβομαι… απλώς το λέω). Δεν έχω προηγούμενα με κανέναν. Ούτε ψάχνω να βρω αφορμές. Εδώ, δεν έκανα κριτική στο βιβλίο τού Νταλούκα, που είναι του 2006 (και του 2012)… Και να με ευγνωμονεί γι’ αυτό. Γιατί έτσι και το έπραττα θα απεδείκνυα ότι το μισό και πλέον δεν αξίζει ούτε για να σκουπιστεί κανείς… Από τις σάλτσες του κοκκινιστού του...
Και κάτι από τον δίσκο, που, κατά τον χοντρονταλούκα, δεν υπάρχει...

μετά το γήπεδο... μπουζούκια... και αύριο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης...

ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΑΡΝΕΡΟΣ πιέσεις εκ των άνω

$
0
0
Καλά τα άλλα ζώα Νώε
Τα γουρούνια και τα φίδια
Γιατί τα πήρες μες στην Κιβωτό
Μ'αμηχανία σε βλέπω να ξύνεις το κεφάλι σου
Καταλαβαίνω  πάντα το ίδιο τροπάριο
Δέχτηκες κι'εσύ πιέσεις εκ των άνω.

(από τη συλλογή Χειροκροτείστε/Είσοδος Κινδύνου εκδ. Η Μικρή Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1980)

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Κ. ΓΑΛΙΑΤΣΑΤΟΣ μια ψυχεδελική αφήγηση από την Ελλάδα του ’60

$
0
0
Πριν λίγο καιρό σ’ ένα από τα ψαξίματά μου εντόπισα ένα βιβλίο, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Είχε τίτλο Οι Δέκα Κύκλοικαι ήταν γραμμένο από κάποιον Γεράσιμο Κ. Γαλιατσάτο. Το βιβλίο εκδόθηκε ιδιωτικώς στην Αθήνα στις αρχές του 1960 (έτσι αναγράφεται εντός), έχοντας ένα μάλλον ασυνήθιστο ασπρόμαυρο εξώφυλλο, στο οποίο εντυπωσιάζει η γοτθική… χεβυμεταλλική γραμματοσειρά, μαζί με τα παράξενα σκίτσα και τον διάκοσμο. Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη. Τη Θεωρία (σελ.5-43) και το Χωρίς Προσωπείο (σελ.45-62). Το πρώτο μέρος, που μου άρεσε περισσότερο, είναι μία παραληρηματική, ποιητική (ή έστω ποιητικίζουσα για τους πιο δύστροπους…) αφήγηση δέκα διαδοχικών μετενσαρκώσεων, η οποία κινείται στις παρυφές, για να μην πω στην ουσία, της ψυχεδελικής λογοτεχνίας! Πάρτε μια ιδέα, από τις πρώτες γραμμές του βιβλίου και επανέρχομαι… 
Για πολλές φορές βρέθηκα στη ζωή, και τώρα που έχω φθάσει στον δέκατό μου κύκλο, δηλαδή ενώ έχω βρεθεί για δεκάτη φορά στη ζωή, περνώντας από διάφορα στάδια, όπως κανείς θα έλεγε, σού διηγούμαι αυτά που θυμάμαι δίνοντάς σου ό,τι μπορώ από τη σκέψη μου και κράτησε ό,τι θέλεις. 
Δεν ξέρω πώς βρέθηκα για πρώτη φορά στη ζωή, ούτε και μπόρεσα ποτέ να καταλάβω, όσο κι αν έσπασα το κεφάλι μου, την αρχή της ζωής μου. 
Εκείνο όμως που ξέρω είναι από κει και πέρα, που όπως πολύ καλά θυμάμαι, για δέκατη φορά έχω βρεθεί στον κόσμο, χωρίς να ξέρω τι προηγήθη και είναι άγνωστο σε με, πόσο ακόμη θα ακολουθήσει αυτή η ιστορία, τόσο άγνωστο όσο επίσης δεν ξέρω πόσο πριν από ό,τι θυμάμαι είχε προηγηθεί. 
Επειδή όμως πιστεύω ότι η ζωή περνά από δοκιμασίες για να φθάσει κανείς στο τέλειο και στο άυλο, γι’ αυτό και τούτα σου αναφέρω. 
Και να τώρα Εσύ, που σε λένε άνθρωπο και ξέρεις να διαβάζεις και να γράφεις, πράγματα που γω δεν γνώριζα, όταν για πρώτη φορά βρέθηκα στη ζωή, σαν άνθρωπος και σαν εσένα έμοιαζα, πως πέρασε ο κάθε κύκλος μου αυτό που λες Εσύ ζωή. 
Πάρε ό,τι θυμάμαι, μήπως σου χρειασθεί καμμιά φορά και χωρίς να χάνεις τίποτε αποχτάς ένα εφόδιο στη ζωή σου, να γίνεις ίσως άτρωτος ή να μάθεις να πιστεύεις και αν ξέρεις να υποφέρεις για να’ σαι αρεστός στον εαυτό σου. 
Έτσι πλουτίζεσαι από γνώσεις, που πρέπει να κατέχεις, αφού άλλωστε μπορείς να ακουστείς και να σε καταλάβουν και να καταλάβεις αρκετά από τα όντα που σου μοιάζουν επί της γης και λέγονται άνθρωποι. 
Ξέρε όμως, πως πολύ θα αργήσεις να αντιληφθείς και να καταλάβεις, πολύ δε περισσότερο να σε καταλάβουν τα τόσα όντα που υπάρχουν σε γη και θάλασσα, που ίσως και συ κάποτε να ήσουν σαν ένα από αυτά ή αυτά σαν εσένα κι’ ίσως πολλές φορές επιθυμήσεις να είσαι κάτι σαν αυτά. 
Αλλά για να μη σε κουράζω, γιατί δεν είναι φρόνιμο, ας αρχίσω να σου διηγηθώ τα όσα θυμάμαι, μήπως και συ βρεις κάποτε τον εαυτό σου και τότε έρθει στο μυαλό σου, ότι δεν είσαι ο πρώτος ή ο έσχατος και ίσως βάλεις νερό στο κρασί σου να γίνεις καλλίτερος από ό,τι τώρα είσαι.(…). 
Αυτή η εισαγωγή μού θύμισε ένα άλλο ελληνικό ψυχεδελικό αφήγημα, το περίφημο Πεγυότλ [Φέξης, Αθήνα 1961 - Συνεργατικές Εκδόσεις Κοινότητα, Αθήνα 1982 - Πρίσμα/ Ψυχεδελική Βιβλιοθήκη-1, Αθήνα 1990] τού, κατά τα λοιπά συντηρητικού,Σπύρου Μελά (1882-1966) εκεί όπου στην εισαγωγή του («Γνωριμία με τον Εχινόκακτο») διαβάζουμε…
Καμιά φορά στέκομαι και ρωτιέμαι: Πόσες ζωές έχω περάσει; Θέλω χρόνια να τις μετρήσω, να τις ιστορήσω δε θα ’φτανε το απέραντο υφάδι του χρόνου. Έχω κάμει το γύρο των άστρων. Κι’ έχω ζήσει, στη φλούδα τους, το σκίρτημα των πρώτων πλασμάτων. Μυριάδες μορφές έχει πάρει το είναι μου. Η καρδιά μου έχει χτυπήσει μέσα στα πιο αλλόκοτα σχήματα της ζωής. Κι’ η μνήμη μου, στα δίχτυα της τ’ ακατάλυτα, πιο αχανή κι’ απ’ αυτά που κρατάνε τους κόσμους, έχει περιπλέξει, αρίφνητα κοπάδια πουλιών, όλα τα καθέκαστα.
Και τα δύο βιβλία, που τα χωρίζει ένας χρόνος –τού... μάλλον μιας κάποιας ηλικίας Γαλιατσάτου, υπενθυμίζω, εκδόθηκε το 1960, ενώ εκείνο του 79χρονου(!) Μελά την επόμενη χρονιά– δομούνται γύρω από ένα σμάρι καταιγιστικών συνειδησιακών μετασχηματισμών, που είναι το πιο βασικό γνώρισμα της ψυχεδελικής αφήγησης. Έτσι λοιπόν η ελληνική... ψυχεδελική γερουσία των αρχών του ’60, ρίχνει αγρίως στ’ αυτιά στις... λογοτεχνικές και άλλες τινές ασυναρτησίες τής λεγόμενης «ψυχεδελενεολαίας» των τελών της δεκαετίας, συμπορευόμενη, κατά μίαν έννοια, με ό,τι συνέβαινε έξω (AldousHuxley) και συναγωνιζόμενη (Μελάς) στο αυτό επίπεδο.
Βεβαίως –ακόμη και για την περίπτωση του Μελά, που γνώριζε, έστω και κατ’ όνομα, τα φυσικά ψυχοτρόπα– δεν μπορεί να υποστηριχθεί, πειστικώς, πως κάποια ουσία ήταν εκείνη που επέδρασε εντός του (χωρίς αυτό να μπορεί και να αποκλειστεί!), προκειμένου να καταγραφεί το τελικό γραπτό αποτέλεσμα. Και αν, εν πάση περιπτώσει, το Πεγυότλ είναι ένα μικρό, ξεχασμένο αριστούργημα τής ελληνικής λογοτεχνίας (πράγμα, που σημαίνει πως ο Μελάς είχε… σώας τας φρένας, βάζοντας όλο το ταλέντο του, στην προσπάθειά του να περιγράψει μια σειρά εξωφρενικών συνειδησιακών μετατροπών), ο Γαλιατσάτος με την απλή, ενδεχομένως άτεχνη, αλλά γεμάτη πάθος ιδιότροπη γραφή του δεν μπορεί παρά να μοιάζει μ’ έναν αληθινό (εγχώριο) ψυχεδελικό πρωτοπόρο… 
Και να εκεί που σαν φυσαλίδες ο όρκος τής εκδίκησης στην επιφάνεια της θάλασσας έπλεαν, τα μάτια ενός Καπετάνιου που εκεί κοντά αρμένιζε με το πλεούμενό του, με πόνο με κοιτάζουν, όχι εμέ γιατί δεν μ’ έβλεπε, αλλά τις φυσαλίδες και δυο χονδρά δάκρυα από τα μάτια του κυλάνε και αυτοστιγμεί μπαίνω στον άλλο κύκλο μου, τον τέταρτο κατά σειρά στη νέα μου ζωή. 
Πολύς καιρός επέρασε ώσπου να καταλάβω τι με τον εαυτό μου εγινότανε, γιατί ο Καπετάνιος για πολύ καιρό ταξίδευε κι έτσι κλεισμένος μέσα του εγώ βρισκόμουνα. Κι’ από καιρούς σαν στο σπιτικό του βρέθηκε και με την γυναίκα του σε χάιδια ήρθανε, άρχισε και για με ο καιρός να πλησιάζει να έλθω πάλι στη ζωή.(…) 
Φραγμός για με κανένας δεν υπήρχε. Η ζωή μου περνούσε χωρίς σκέψεις και τα χρόνια, όπως εσύ το καιρό μετράς, περνούσαν χωρίς ποτέ στο μυαλό μου να βάλω, πως κάποια μέρα θα τελείωνα εγώ ή το κορμί μου, αν έτσι πρέπει να το πω, σύμφωνα μ’ αυτά που τώρα διηγούμαι. 
Ώσπου, κάποτε εκεί που περπατούσα, μπροστά μου κάτι σαν σύννεφο είχε σταθεί, κάτι σαν δίχτυ ήταν και από φόβο κυριεύθηκα, πως δεν θα το περνούσα. 
Σαν κάτι να μ’ έτρωγε και βάζοντας όλη την δύναμή μου, για να το προσπεράσω, πέφτω και τσακίζομαι. 
Τώρα, σωρός κουβάρι κάτω, όπως ήμουνα, να σηκωθώ πια δεν μπορώ, κι’ άλλοι με πατάνε κι έρχεται το τέλος μου. Πριν όμως ακόμη τελειώσω, στην προβοσκίδα μου εμπρός μια αράχνη με ζυγώνει και αρχίζει με τα δίχτυα της στο γύρω μου να πλέκει το ίδιο εκείνο δίχτυ, σαν κείνο που είχα συναντήσει. Και τότε μόνο σκέφτηκα, πως τέτοιο πραγματάκι εμένα με κατέβαλε, γιατί με πήρε ο φόβος πως κάτι άλλο ήτανε. 
Μα χάνοντας τις σκέψεις μου, απ’ τα πολλά που από το μυαλό μου επερνούσαν, μία στριγκλιά ξεπήδησε από μέσα μου και όλο μου το είναι, ξεροβογκώντας έλεγα: Αχ να ’μουνα αράχνη! 
Και ευθύς αμέσως, λες και αυτό ήτανε, ο κύκλος μου περνάει και αφήνοντας εκείνο το ολόκληρο κουφάρι, μπαίνω σε κείνη την αράχνη, που δίχτυ σε μένα έφτιανε. 
Έτσι, ο κύκλος πέρασε, που όπως θυμάμαι, ήταν ο έβδομος, τον όγδοο να πάρω και τώρα αράχνη γίνομαι, χωρίς χρονοτριβή. 
Και τούτη εδώ τη φορά, ώσπου να νοιώσω τον εαυτό μου, ότι αράχνη έγινα, είδα κι’ έπαθα, γιατί καλά δεν γνώρισα την μάννα μου και σαν στο φως βρέθηκα, άρχισα να τρέφομαι από μικρότερα όντα από εμέ, που στήνοντας το δίχτυ μου σ’ αυτό τα έπινα. 
Πολλές φορές, στα δίχτυα μου μπλεκόντανε και κάτι φτερωτά όντα, που τρεις φορές μεγαλύτερα από μένα ήτανε και τότε το αίμα τους ερούφαγα ώσπου τα άφηνα φτερό με φτερό. 
Αυτή ήταν η ζωή μου συνεχώς και όταν ένοιωθα κίνδυνο, από τον εαυτό μου εκρεμώμουν, αφήνοντας σαν κλωστή μια ίνα από πίσω μου και χανόμουνα ώστε να μη με βρουν.(…)

ΠΕΝΗΝΤΑ ΟΚΤΩ ιδεολογικά απομεινάρια

$
0
0
Τι σημαίνει Κεντροαριστερά; Πολύ απλά, Δεξιά με... ψευτοκοινωνικό προσωπείο. Η λέξη Κέντρο (στην πολιτική), όπου και να κολλάει ως συνθετικό, στερείται πια οποιουδήποτε σοβαρού νοήματος· πρόκειται για φενάκη. Είχε (αστικό) νόημα το Κέντρο στη δεκαετία του ’60, επειδή αποτελούσε τον κυματοθραύστη, τον προμαχώνα στη «μάχη εναντίον του κομμουνισμού» (άμα δρασκελούσε από ’κει... ο κομμουνισμός ανελάμβαναν δράση τoπαρακράτος της Δεξιάς και οι ανθρωποφύλακες της χούντας), αλλά κανέναν σήμερα. Το Κέντρο, το γέννησε ένας Παπανδρέου και το έθαψε ένας άλλος, δεν υπάρχει τρίτος (Παπανδρέου ή όποιος άλλος) για να το αναστήσει (στην οποιαδήποτε μορφή του). Το Kέντρο είναι «κοπρόσκυλο». Μία αηδιαστική μετριότητα. Το μόνο που του πρέπει είναι η λησμονιά κι η καταφρόνια...

Όταν το αποκαλούμενο «σύστημα», το κράτος του Κεφαλαίου δηλαδή, τα βλέπει λίγο σκούρα –ακόμη και όταν οι λόγοι δεν είναι τόσο βαθειά πολιτικοκοινωνικοί (υπάρχουν τέτοιοι, σοβαροί, εν υπνώσει), αλλά στηριγμένοι σε... βεντέτες, όπως τώρα καλή ώρα– ανασκουμπώνεται, παίζοντας (και) το χαρτί τού Κέντρου (ένα από τα χαρτιά του δηλαδή). Του φιλήσυχου πολίτη εν ολίγοις, του «μικροαστού» (όπως τον έλεγαν το ’60 και το ’70), των «νοικοκυραίων» (όπως τους λένε σήμερα), εκείνων που τους ενδιαφέρει, πρωτίστως, η… αφεντιά τους (και μόνον αυτή). Μην κλείσουν τους δρόμους οι διαδηλωτές και δεν ψωνίσει ο κόσμος... Αυτό απασχολεί τον... κολωνακιώτη καταστηματάρχη και άρα και τα ΜΜΕ. Οποία υποκρισία! Τα κάτι δεκάδες χιλιάδες λουκέτα (ου μην και εκατοντάδες χιλιάδες ανά τη χώρα) δεν τα λογαριάζει κανείς, αφού, για ’κείνα, δεν ευθύνονται οι πορείες... Πώς θα προστατευτεί  λοιπόν το κέντρο της Αθήνας, η βιτρίνα… αυτό ενδιαφέρει, κι ας συμβαίνει, την ίδιαν ώρα στις γειτονιές της, στα Πατήσια ή στο Παγκράτι, χαλασμός Κυρίου από τα ανοιχτά-άδεια και τα ξενοίκιαστα καταστήματα. «Ησυχία, τάξη και ασφάλεια» είναι κατά βάθος το πιστεύω (και) του Κέντρου, το οποίον (Κέντρο) πάντα μοιραζόταν με την Δεξιά, αλλά εσχάτως και με την... συνομιλούσα «Αριστερά», όχι μόνο τα συνθήματα (κατά βάθος), αλλά και τις ίδιες κομματικές φατρίες (κυρίως αυτό). Ξαναζεσταίνεται το φαΐ λοιπόν, με τα ίδια ληγμένα και σάπια υλικά, μπας και βρεθούν τίποτα αποχαυνωμένοι και το χλαπακιάσουν. Άνθρωπε… άνθρωπε... (όπως το λέει ο Τσαγανέας στη γουστόζικη, αλλά αντιδραστική ταινία του Αλέκου Σακελλάριου), το… πολλάκις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού…

«Ελιά» σου λέει. Ό,τι χειρότερο, ό,τι πιο ξεπουλημένο, και ό,τι πιο συμβιβασμένο έχει να επιδείξει η ιταλική αριστερά την τελευταία 20ετία. Ο DAlemaδεν ήταν εκείνος που πρωτοστάτησε, το 1999, στον βομβαρδισμό της Σερβίας, ως πειθήνιο υπερατλαντικό τσιράκι; Αυτή είναι η λεγόμενη Κεντροαριστερά. Η… Αριστερά των εγκλημάτων, της υποταγής, του «γιέσμεν», της υποτονικής διαχείρισης και της ανυπαρξίας οιασδήποτε ριζοσπαστικής διεκδίκησης. Μεταρρυθμίσεις, σου λέει… Του κώλου τα εννιάμερα… Ας μας πουν πρώτα πόσα έχουν εισπράξει οι… μεταρρυθμιστές από τις offshoreκαι τις «λίστες», αν έχουν φορολογηθεί τα φράγκα στις ξένες τράπεζες, αν έχει φορολογηθεί ο πλούτος (εφοπλιστικός ή άλλος), ας μας πουν γιατί ανέλαβαν την Ολυμπιάδα ενώ η χώρα βρισκόταν χρεωμένη μέχρι τα μπούνια, γιατί έφαγαν τα λεφτά του φτωχού (και ηλίθιου) στο χρηματιστήριο (αυτά για αρχή) και μετά –αφού τα πράξουν όλα τούτα… και άλλα ακόμη– ας διώξουν και τις... υπεράριθμες καθαρίστριες. Ας στείλουν στο διάολο και τους κοπρίτες, που οι ίδιοι, οι σημερινοί… μεταρρυθμιστές τους διόρισαν, για να μας ταλαιπωρούν. Μία τέτοια Κεντροαριστερά, δοκιμασμένα άχρηστη και ανίκανη, επιζητεί η... βαρβαρική αντιβασιλεία για να συνομιλεί, προωθώντας τα νιτερέσα της – καθώς η Δεξιά ολοκληρώνει οσονούπω την καταστροφή.

Μήπως είναι προεξοφλημένο να παίξει και ο ΣΥΡΙΖΑ αυτόν το ρόλο (του σιχαμένου συνομιλητή); Αυτό είναι το ερώτημα που απασχολεί, καθότι κι εκεί το πράγμα κοχλάζει, με τους πιο ριζοσπάστες(ας τους πω έτσι) να είναι στα μαχαίρια (σχεδόν) με τους αρχηγικούς. Τι θα προκύψει στην πορεία κανείς δεν ξέρει. Η προοπτική της εξουσίας μπορεί να «βοηθήσει» στο να υποχωρήσει κάπως η εσωκομματική φαγούρα στο κόμμα της αντιπολίτευσης, αλλά ο κίνδυνος της διάσπασης –υπαρκτός και διαχρονικός στην ιστορία της Αριστεράς ως γνωστόν– καραδοκεί. Το ζήτημα είναι πως, σε κάθε περίπτωση, «συνομιλητές» δεν θα λείψουν... είτε αυτοί προέλθουν από τους 29 κατασκευαστές των... βρωμοπλυντηρίων (χρημάτων τε και συνειδήσεων), είτε από τους διπλασίους...

ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΝΥΜΦΗ ψυχοστασία

$
0
0
Παρακολουθώ τις δισκογραφικές καταγραφές της Δαιμονίας Νύμφηςαπό την εποχή του «Βακχικού Χορού των Νυμφών» (1998) και μπορώ να βεβαιώσω για την μόνιμη ανοδική πορεία αυτού του παράξενου γκρουπ (Σπύρος Γιασαφάκης, Εύη Στεργίου συν φίλοι), που πραγματοποιεί σοβαρή καριέρα περισσότερο στο εξωτερικό παρά εντός. Γιατί «παράξενο»; Μα γιατί η Δαιμονία Νύμφη δεν μοιάζει με κανένα άλλο σχήμα της σύγχρονης σκηνής (και δεν εννοώ σώνει και καλά της ημεδαπής). Επηρεασμένοι σφόδρα από την ελληνική αρχαιότητα (λέω πράγματα γνωστά στους φίλους του γκρουπ, αλλά όχι αναγκαστικώς και στους νεωτέρους, που μπορεί να ενδιαφέρονται), τα αρχαία κείμενα, τη φιλοσοφία, την ποίηση, την τελετουργία, το μυστήριο, το θέατρο, το δρώμενο, τη λατρεία, τον παγανισμό, τη μουσική (ή ό,τι, τέλος πάντων, θεωρείται πως επικοινωνεί με την αρχαιοελληνική μουσική), οι Σπύρος Γιασαφάκης και Εύη Στεργίου έχουν κατορθώσει να οικοδομήσουν ένα οπτικοακουστικό project, εντελώς πρωτότυπο και αυτόνομο. Όχι πως δεν υπάρχουν και πιο σύγχρονες αναφορές, τις οποίες αποκαλύπτουν ενδεχομένως οι guestsτου πιο πρόσφατου CDτους (ανάμεσά τους ο PeterUlrichπερκασιονίστας των DeadCanDance, η τραγουδίστρια DessislavaStefanovaαπό την BulgarianChoirinLondon, ο LukaAubriαπό τους pagan-folkOmniaπου χειρίζεται ένα είδος didgeridooκ.ά.), είναι όμως το αρχαιοελληνικό conceptπου υπερβαίνει οτιδήποτε άλλο, δίνοντας νόημα βαθύ και στην «Ψυχοστασία» [Prikosnovénie, 2013].
Έτσι, δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός της σχετικής στιχουργικής (κυρίως Ορφικοί ύμνοι στο πρωτότυπο), ούτε ακόμη-ακόμη οι ελληνικές δημοτικέςαναφορές (κυρίως το πολυφωνικό τραγούδι), ούτε θα έλεγα ένα άλλο… pagan-folk, όπως εκείνο που ταυτοποίησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος στα χρόνια του ’60 στις «Μικρές Αφροδίτες» π.χ. (εδώ, το όργανο κλειδί είναι το σαντούρι του Βαγγέλη Πασχαλίδη). Με συνθέσεις μικρής και μέσης διάρκειας, που διακρίνονται για τα ευρηματικά αρμονικά φωνητικά τους, την ιδιαίτερη κρουστή συνοδεία, τις πολύ ωραίες μελωδίες, και βεβαίως την οργανοπαικτική και τραγουδιστική τελειότητα (οι περισσότεροι από τους 20 μουσικούς που συμμετέχουν στην «Ψυχοστασία» συμβάλλουν, οπωσδήποτε, στο «άριστον»), η Δαιμονία Νύμφη δίνει ένα ακόμη άλμπουμ επιπέδου, προορισμένο να διαπρέψει «έξω».
Τέλος, στις «συμμετοχές», να σημειώσω και την παρουσία τής Δήμητρας Γαλάνη (δεν ξέρω αν πρέπει να βάλω θαυμαστικό ή όχι), η οποία, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά τους «Δροσουλίτες» (1975) του Χριστόδουλου Χάλαρη, βρίσκεται ξανά εντός ενός παγανιστικού μουσικού πλαισίου.

ΜΠΑΜΠΗΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ με αφορμή το βιβλίο του

$
0
0
Τον Μπάμπη Αργυρίουτον γνωρίζω, όχι εξ όψεως, από το 1985. Μάλιστα έχω κι ένα γράμμα του από ’κείνη την εποχή, όταν φοιτητής (στην Πάτρα) ενδιαφέρθηκα να βρω το πρώτο τεύχος τού RollinUnder (μαζί με την κασέτα “Givebeesachance”) κι εκείνος μου απάντησε τα σχετικά… Υπάρχει ενδιαφέρον για το τι μου είχε γράψει; Αν υπάρχει, να λοιπόν...
Φίλε Φώντα γεια
Κατ’ αρχήν η κασέτα κοστίζει 300 δρχ. συν 150 για την αντικαταβολή και 30 τα ταχυδρομικά. Για τα σχέδια του RollinUnderδιάβασε μέσα. Ευχή μας είναι να μας μιμηθούν σε κάθε πόλη. Εμείς άλλωστε θέλουμε να οργανώσουμε ένα δίκτυο διανομής κασετών και δίσκων που θα γίνει απ’ τα ίδια τα groupπου κυκλοφορούν μόνα τη δουλειά τους σε κάθε πόλη. Αν πάντως έχεις κάποιο groupή γνωρίζεις κάποιο που θα ενδιαφερόταν να μπει σε μια κασέτα μας δώσε τη διεύθυνσή μας. Αν θες να γράψεις κάτι στο R.U. μη διστάζεις. Θα ενδιέφερε π.χ. να μάθει ο κόσμος για τη ροκ σκηνή της Πάτρας. Αυτά για την ώρα ελπίζοντας να τα ξαναπούμε. Γεια!
Μπάμπης
Δεν θυμάμαι να τα ξαναείπαμε από τότε, ούτε όταν πέρασα από το δισκάδικο εκεί κοντά στην Εγνατία και Σωκράτους (αυτό το τσέκαρα τώρα) όταν βρήκα και αγόρασα κάποιο βινύλιο των ScreamingTrees (USA) και σίγουρα κάτι ελληνικό –παρότι όλα τα επόμενα χρόνια υπήρξα αναγνώστης του RollinUnderκαι του Γδούπου (της διάδοχης κατάστασης δηλαδή), όπως και πελάτης τού MailOrder (τουλάχιστον έως το καλοκαίρι του ’96)– ούτε και φιλοτιμήθηκα, εξ όσων θυμάμαι, να γράψω ποτέ κάτι στο περιοδικό. Κάποιο γράμμα, ίσως, να έστειλα σ’ ένα τεύχος αναζητώντας ορισμένα fanzines... Πάντως, παρακολουθούσα, όσο μπορούσα, τις δραστηριότητες της LazyDog, της εταιρείας που στήθηκε μαζί με το RollinUnder, και που έδωσε ωραία δισκάκια (και κασέτες και CD), όλα τα επόμενα χρόνια – χονδρικώς(;) για μια 20ετία (1985-2005). Βρήκα δε πολύ ωραία τη δουλειά που έγινε προσφάτως στο bandcamp(www.lazydogrecords.bandcamp.com)…
Έκτοτε, τον Μπάμπη Αργυρίου τον «ξανασυνάντησα» ως συντάκτη βασικά του mic.grκαι εντελώς εσχάτως ως συγγραφέα του βιβλίου (μυθιστόρημα) Έχω Όλους τους Δίσκους τους [εκδ. Καπάνι, Θεσσαλονίκη 2013]. Ευχαριστώ, λοιπόν, αυτόν, ή τον εκδοτικό οίκο, ή και τους δυο μαζί, για την αποστολή του βιβλίου στο δισκορυχείον
Το Έχω Όλους τους Δίσκους τουςδεν το έχω διαβάσει (συνήθως δεν προλαβαίνω να διαβάζω μυθιστορήματα άλλην εποχή πέραν του Αυγούστου), κι επειδή δεν θέλω να αναφερθώ σ’ αυτό μετά από 9 μήνες, το προβάλλω τώρα από το blogαντιγράφοντας τα λόγια του οπισθοφύλλου…
Ο Σίμος Μπάνσης δεν είναι ένας συνηθισμένος μουσικόφιλος και οι γνώσεις του δεν εξαντλούνται σε δισκογραφικά θέματα. Γνωρίζει φερ’ ειπείν τι ειπώθηκε στη συνάντηση του Robert Wyatt με τον Vic Chesnutt και πώς χλεύασε η πανκ εμπροσθοφυλακή τον Neil Young, όταν τους έβαλε ν’ ακούσουν το “Like A Hurricane” που μόλις είχε γράψει. Ο ίδιος βοήθησε την Patti Smith σ’ έναν σημαντικό στίχο της και είναι ικανός να φτιάξει το προφίλ του Morrissey, του Mark E. και του Robert Smith, διαβάζοντας απλώς τους στίχους τους.
Στο παρελθόν είχε την ευχέρεια να απορρίπτει δουλειές που δεν ήταν του γούστου του, όμως τα πράγματα έχουν δυσκολέψει και αναγκάζεται να εργαστεί σαν νυχτερινός συνομιλητής. Η τύχη θα φέρει στο δρόμο του μουσικούς, άξεστους πότες, διευθυντές και ιδιοκτήτες ραδιοφωνικών σταθμών, σκηνοθέτες, αλλά και την Μαρίνα Λινάρδου η οποία εργάζεται σαν dj σε μπαρ της πόλης, αγαπάει τους δίσκους και θαυμάζει τους ανθρώπους που διαθέτουν ευφυΐα, χιούμορ και φαντασία. Ο Σίμος βιάστηκε να της αποκαλύψει ότι θα φτιάξει ένα πανκ remake της ταινίας “Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα”.
Όμως η ζωή δεν γεμίζει μόνο με μουσική, σινεμά, εκδρομές και ξενύχτια με φίλους. Έχει χώρο για συμπεριφορές που προκαλούν οργή, διλήμματα, απώλειες, δυσάρεστες καταστάσεις και απρόοπτα που προξενούν μεγάλο πόνο. Και τότε, η μόνη διέξοδος είναι προς τα πάνω.
Καλές πωλήσεις λοιπόν…

ΝΙΚΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ παλτουδιά

$
0
0
Επειδή το υποσχέθηκα… 

Κάθε φορά που βλέπω τα σύννεφα να περνάνε βιαστικά πηγαίνοντας να ρίξουνε κάπου τη βροχή τους, με πιάνει ένα ρίγος. Τέτοιες ώρες, ο νους μου πάει σε σένα, Σπυράκη, παλιόφιλε, που να ’σαι άραγε; Σκέφτομαι αν είσαι φυλαγμένος κάτω από καμμιά στέγη, από καμμιά μαρκίζα, φτωχέ σπουργίτη των παιδικών μου χρόνων, φίλε Σπυράκη.
Θυμάμαι που ήτανε το παράπονό μου ο χειμώνας. Προσπαθούσε λοιπόν ο Σπυράκης, ο γάβρος όπως τον λέγαμε, γιατί ήταν αδύνατος και μαύρος, προσπαθούσε να φιλοσοφήση κι’ αναρωτιότανε, τι τόνε θέλουνε, γιατί να ’ρχεται ο χειμώνας. Τι να λέη άραγε τώρα, που να ’ναι τώρα, που άρχισε πάλι να βρέχη, κι’ έχει ανάψει μέσα η κυρά το μαγκάλι; Μήπως τόνε δέρνουνε τίποτα μπόρες πουθενά και δεν το ξέρω; Ας έδινε ένα σημάδι πως δεν κακοπερνά, να μείνω ήσυχος, που τον έχω έγνοια.
Έτσι καθώς πέφτει γερτά-γερτά, σα μαγκάκι, το ψιλοβρόχι στη νυχτωμένη γειτονιά και νοτίζει τα πλίθινα σπίτια και γύρω από τη λάμπα της κολόνας φτιάνει άσπρες γραμμές πάνω στο σκοτάδι, θυμήθηκα τα νυσταγμένα βράδια του σχολειού. Να κάθεσαι θεοσκοτωμένος στο νυχτερινό θρανίο, παλεύοντας να στηλώσης ανοιχτά τα διψασμένα σου μάτια...
Το χειμώνα μεσ’ στ’ αγιάζι, στο ξεροβόρι, ο Σπυράκης ο γάβρος, φόραγε ένα σακκάκι, που ο Θεός να το κάνη σακκάκι, σα βαφτιστικό του ήτανε, και ερχότανε τρέχοντας, ξεπαγιασμένος στο σχολειό, όπου μόλις έπαιρνε να βραδιάζη, κουβαλούσαμε τις αφεντιές μας και τις καθίζαμε στο θρανίο να τις μάθουμε πέντε γράμματα, να γίνουν υπολήψιμα όντα μέσα στην κοινωνία…
Μέσα στο τσούρμο των ανθρώπων που έτρεχαν στους χειμωνιάτικους δρόμους, μεσ’ την κακοκαιρία, είχαμε ξεχωρίσει μερικούς, το ίδιο γυμνούς με μας, που τρέχανε και τουρτουρίζανε χωρίς παλτό. Έφτασε να γνωριζόμαστε κι’ όλα, άγνωστοι άνθρωποι και να χαιρετιόμαστε. Κάθε φορά, κύτταζες τον άλλον στα μάτια, χαμογέλαγες, τον ένοιωθες δικό σου άνθρωπο κι’ ας μην είχες σταυρώσει λέξη μαζί του…
Ένα βράδι βλέπω το γάβρο να ’ρχεται στο σχολειό με παλτό. Και παλτό μεγαλείο, μ’ όλα τα κουμπιά, με τσέπες, με δυο μανίκια, αληθινό παλτό. Μέγας είσαι Κύριε! Έξω έκανε ένα ξεροβόρι που σου ράγιζε τα δόντια. Μπήκε μέσα στην αίθουσα μεγαλοπρεπής. Εμένα μου φάνηκε μουδιασμένος, σα να ’χε χάσει τα νερά του, κι’ ενώ οι άλλοι θαυμάζανε την παλτουδιά, με πήρε παραπέρα.
– Τι τρέχει μωρέ; του λέω.
– Τίποτα. Ένα  ξαδερφάκι μου έφυγε κι’ άφησε το παλτό. Μου είπανε πως μπορώ να το φορέσω μέχρι να γυρίση και το φόρεσα. Και τι να σου πω. Όπως περπάταγα στο δρόμο, το χάιδευα, του μίλαγα. Ένοιωθα παλληκάρι μέσα από το παλτό, πήγαινα αργά-αργά, το γλένταγα, δεν είχα λόγο πια να τρέχω. Δεν ξέρεις τι παράξενα νοιώθεις άμα έχης παλτό!...
Στο δρόμο, καθώς πήγαινε, αντικρύστηκε με τις συνηθισμένες φάτσες, εκείνους τους γυμνούς φίλους, τους καθημερινούς, που συνάνταγε. Γυρίζανε και τον κοιτάζανε με παράπονο.
– Θα το πιστέψης, ένοιωσα άσκημα, μου λέει. Ένοιωσα ένοχος που πήγαινα με το παλτό κι’ αυτοί τουρτουρίζανε στο κρύο…
Και κάθησε να το σκέφτεται μουδιασμένος, σα να ’χε χάσει τα νερά του…
το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Ένα ακόμη διήγημα από το βιβλίο του Νίκου Ξανθόπουλου Φτωχογειτονιά Αγάπη μου/ Λαϊκές ιστορίες[Πεντάς, Αθήνα 1968]. Εδώ και το προηγούμενο...http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/05/blog-post_4.html. Πάσχα-Χριστούγεννα… καλά το πήγαμε…

ΚΑΡΟΛΟΣ ΤΣΙΖΕΚ το ωραιότερο εξώφυλλο ελληνικού βιβλίου και άλλα διάφορα…

$
0
0
Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα σε ηλικία 91 ετών ο ζωγράφος, γραφίστας, μεταφραστής και λογοτέχνης Κάρολος Τσίζεκ, μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της καλλιτεχνικής παραγωγής της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης. [ethnos.gr].
Σκανάρω εις μνήμην του Καρόλου Τσίζεκ το ωραιότερο (και ευφυέστερο) εξώφυλλο ελληνικού βιβλίου (Ναυτία και άλλα διηγήματατου Γιάννη Μπαμπατζάνη, 1963) καθώς και μερικά ακόμη… πάντα από τις Εκδόσεις Διαγωνίουτου Ντίνου Χριστιανόπουλου…
Κόσκινο 2 / 1975, εξάμηνο καλλιτεχνικό παράρτημα της "Διαγωνίου", γραφική επιμέλεια: Κάρολος Τσίζεκ

αμερικανικά τζαζ άλμπουμ

$
0
0
Οι φίλοι από την Αμερική δεν μας ξεχνούν… Νέες τζαζ κυκλοφορίες (και εν όψει εορτών), που υπενθυμίζουν την βαθειά (και βαριά) παράδοση του είδους…
KEVIN COELHO: Turn it Up [Chicken Coup, 2013]
Ο KevinCoelhoείναι το νέο μεγάλο όνομα του hammondorgan. «Νέο» οπωσδήποτε αφού πρόκειται για έναν μουσικό μόλις 18 ετών, αλλά και «μεγάλο» αφού άπαντες συμφωνούν – ξεκινώντας από τους δασκάλους του, τον TonyMonacoκατ’ αρχάς στην εταιρεία του οποίου ηχογραφεί, τους συναδέλφους του στο κύκλωμα των clubs, τα έντυπα και τα sites (“Theessenceoffunkandgroove” έγραψε το JazzTimes)– πως ο Coelhoμπορεί να πάει το όργανο στην επόμενη φάση του. Anyway. Αν και δεν είμαι σίγουρος τι μπορεί να σημαίνει ακριβώς «επόμενη φάση», μετά μάλιστα από τα κατορθώματα του ’60, ένα είναι βέβαιο. Πως ο νεαρός Αμερικανός είναι ένας θαυμάσιος παίκτης, με απόλυτο έλεγχο του ήχου του οργάνου (ο BookerT. Jonesδεν παύει, βεβαίως, να είναι μία τρανή αναφορά), με πολύ ευρηματικό «κράτημα» του μπάσου, και βεβαίως με όλη ή έστω αρκετή από την grooveκουλτούρα να ρέει… στα αυτιά του πρώτα-πρώτα. Εννοώ, δηλαδή, πως ο Coelhoαν και μόλις στα 18 έχει ακούσει πολλή μουσική (soul, jazz, pop… τέτοια πράγματα εννοώ), πράγμα που δεν παραλείπει να το δείχνει όχι μόνο στα live (απαραίτητο), μα και στη δισκογραφία. Έτσι, αν και το σχήμα του (ο DerekDiCenzoείναι στην κιθάρα και ο ReggieJacksonστα ντραμς) δεν παραλείπει να διασκευάσει ζωντανά «τα πάντα» (από StevieWonderμέχρι και Jay-Z), έρχεται το δεύτερο αυτό προσωπικό CDτού trio, προκειμένου να καταφανεί ο τρόπος δια του οποίου επανέρχονται στο τώρα συνθέσεις και τραγούδια από ένα μεγάλο φάσμα του γλόμπου. “Rootdown” (JimmySmith), “Softandwet” (Prince), “Cometogether” (TheBeatles), “Theworldisaghetto” (TheWar), μα ακόμη στάνταρντ (“Georgiaonmymind”) και παραδοσιακά (η φοβερή versionστο “WhenJohnnycomesmarchinghome”) που δίνουν τη δυνατότητα στον Coelhoνα αντιπαρατεθεί με «ύμνους» βγαίνοντας παλληκάρι. Δίχως περιαυτολογίες και εφετζίδικες προσεγγίσεις, με ήχο γεμάτο και κάπως «ομιχλώδη» (κάπως βαθύ εννοώ και όχι πριμάτο), βεβαίως με απροκάλυπτη φαντασία (χρειάζεται όταν περνάς με τέτοιο τρόπο πάνω από το “Theworldisaghetto”), αλλά και με προσωπική συνθετική τόλμη (καθότι απαιτείται και αυτή, όταν επιχειρείς να «χώσεις» ένα δικό σου κομμάτι ανάμεσα στο “WhenJohnny…” και το “Georgiaonmymind”), ο KevinCoelhoδεν πράττει τίποτ’ άλλο στο “TurnitUp” παρά να διατρανώνει, με τον πλέον σαφή τρόπο, πως το μέλλον είναι δικό του.
MATT WILSON QUARTET + JOHN MEDESKI: Gathering Call [Palmetto, 2013]
Να και μια κυκλοφορία που έφθασε στα χέρια μου πριν λίγες ημέρες, και η οποία –όπως διαβάζω– θα είναι διαθέσιμη μετά τις 21 Ιανουαρίου του 2014. Πρόκειται για το “GatheringCall” του ντράμερ MattWilson. Ο Wilson (γεννημένος το 1964 στο Knoxvilleτου Illinois) απασχολεί τη σκηνή από τα χρόνια του ’80 όντας μέλος σε μπάντες που οδηγούσαν οι JoeLovano, JohnScofield, CharlieHaden, LeeKonitzκ.ά., συνεργαζόμενος στην διαδρομή με τους HerbieHancock, ElvisCostello, JohnZorn, BillFrisell, MarshallAllenκαι πάει λέγοντας. Με προσωπική καριέρα που αριθμεί ένδεκα άλμπουμ (το “GatheringCall” είναι το ενδέκατο), ο Wilsonείναι ένας θεράπων του groove, με τα… hardbopάλμπουμ του να πέφτουνε κατά ριπάς. Έτσι λοιπόν και στο παρόν συμπράττει με τους JeffLedererσαξόφωνα, κλαρινέτο, KirkKnuffkeκορνέτα και ChrisLightcapμπάσο, μα ακόμη και με τον φιλοξενούμενό του (αλλά και κάτι παραπάνω) πιανίστα JohnMedeski. Wilsonκαι Medeskiγνωρίζονταν από τα late 80s, όταν και οι δύο είχαν συμμετάσχει σε μια μορφή της Either/Orchestraτου RussGershon. Ίσως δε το σπινθηροβόλο πνεύμα εκείνης της θαυμάσιας ορχήστρας να αποτελεί ακόμη μία αναφορά στη μουσική του Wilson, η οποία, όταν δεν ακροβατεί πάνω σε boppassages, μπλέκεται σε κάτι «περίεργα» μονοπάτια, που θα μπορούσε να οδηγούν ακόμη και στον ήχο της Tzadik [“Hope(Forthecause)”]. Το αποτέλεσμα, πάντως, καθορίζεται από τον τρόπο που αποδίδονται τα στάνταρντ (συνθέσεις των DukeEllingtonπ.χ., ή παραδοσιακά τύπου “Juanita”) και τα bopθέματα (όπως το “Pumpkinsdelight” του CharlieRouse– απίθανο!), βεβαίως από τα κομμάτια του ιδίου του Wilson, μα ακόμη και από το “IfIwereaboy” της Beyoncé (πάντα η jazz, είτε στην πιο λαϊκή, είτε στην πιο «προχώ» μορφή της, είχε μία καλή κουβέντα για την pop, ακόμη και όταν –η pop– δεν την άξιζε).
Το “GatheringCall” είναι ένα 55λεπτο άλμπουμ με άψογη… διαρρύθμιση. Τούτη δε το κάνει εύκολο στο αυτί (χωρίς να είναι) και βασικά απολαυστικό (είναι σίγουρα).
GEORGE COTSIRILOS TRIO: Variations [OA2 Records, 2013]
GeorgeCotsirilos. Ένας ελληνικής καταγωγής κιθαρίστας της jazz, ο οποίος διαπρέπει τα τελευταία χρόνια στη σκηνή του Bay (SanFrancisco). Με σημαντικό παρελθόν σε bluesκαι jazzσχήματα, και με συνεργασίες με ονόματα όπως εκείνα των PharoahSanders, EttaJames, ChuckIsraelsκ.ά., ο GeorgeCotsirilosπορεύεται τα τελευταία χρόνια μ’ ένα δικό του σχήμα, το οποίο συναποτελούν οι RobbFisherμπάσο και RonMarabutoντραμς. Όπως είχα γράψει και παλαιότερα, με αφορμή το προηγούμενο CDτού trioPastPresent” [OA2, 2010]… τo ύφος του ελληνοαμερικανού κιθαριστή, όπως και των υπολοίπων δύο μουσικών που τον συνοδεύουν, είναι χαρακτηριστικό της Bay area, υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει στάνταρντ, αλλά και original συνθέσεις σε bop ή latin φόρμες, όλα και όλες κοντά στο easy, contemporary κλίμα της ευρείας περιοχής (Δυτική Ακτή). Η ίδια ακριβώς διαδρομή ακολουθείται και στο “Variations”. Υπάρχουν οι bop/ contemporaryσυνθέσεις του Cotsirilos, τα στάνταρντ (το “Butbeautiful” των Johnny Burkeκαι Jimmy Van Heusen), το latinστοιχείο (το αντιπροσωπεύει και το “Docepresence” των IvanLins& VitorMartins), μα ακόμη και το latin/classicκιθαριστικό σε κομμάτια όπως το “Justincase” (ο Cotsirilosέχει σπουδάσει κλασική κιθάρα στο SanFranciscoConservatoryofMusic)… Το συνολικό αποτέλεσμα εμφανίζει μιαν απλότητα και μιαν αμεσότητα, που σε παρασύρει. Ήτοι, πενήντα λεπτά καλοπαιγμένης και εκφραστικότατης jazz, απλής στην παρουσίασή της, αλλά πολύ «δουλεμένης» όσον αφορά στην εσωτερική δομή και «επικοινωνία» της. Η δε εναλλαγή ηλεκτρικής και ακουστικής κιθάρας, όπου αυτή συμβαίνει, μόνο θετικώς μπορεί να δράσει στο γενικότερο κλίμα.
FRED HERSCH AND JULIAN LAGE: Free Flying [Palmetto, 2013]
Τα duoδεν είναι εύκολη υπόθεση, γενικώς. Η μουσική που παράγεται από σχήματα των δύο μπορεί να είναι πλήρης, αλλά ταυτοχρόνως είναι και «γυμνή», κι επειδή στερείται σχεδόν πάντα ενός κλασικού rhythmsection (μπάσο, ντραμς) απαιτεί ιδιαίτερη προσήλωση και ικανότητα (όταν δεν είναι… freespirit) στην άρθρωση της μελωδικό-αρμονικής γλώσσας. Φυσικά, δύο όργανα, όπως το πιάνο και η κιθάρα για παράδειγμα, μπορούν να καλύψουν, συχνά και με το παραπάνω, την απουσία του ρυθμικού τμήματος, αλλά και πάλι οι προϋποθέσεις για την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν είναι αμελητέες. Ο άσσος πιανίστας FredHerschας πούμε, που έχει μεγάλη έφεση στα ντούο, επιχειρεί σ’ ένα σχήμα πιάνο-κιθάρα μετά από 15 χρόνια (τόσα μεσολαβούν από το “SongsweKnow”, τη συνεργασία του με τον BillFrisellστην Nonesuch, το 1998)… και αυτό συμβαίνει τώρα, στο “FreeFlying”, στο άλμπουμ που μοιράζεται δηλαδή με τον νεαρό κιθαρίστα JulianLage. Αν και το υλικό αποτελείται βασικά από συνθέσεις του Hersch(υπάρχουν και δύο covers, στο “Beatrice” του SamRiversκαι στο “Monksdream” του TheloniousMonk), γνωστές οι πιο πολλές στους fansτου παίκτη από προηγούμενες δουλειές του, η προσαρμογή τους στο settingπιάνο-κιθάρα τις καθιστά, αυτομάτως, καινούριες. Κάτι για το οποίο δεν ευθύνεται μόνον το «ζωντανό» του πράγματος (ηχογράφηση στο JazzatKitanoτης Νέας Υόρκης, τον Φεβρουάριο του 2013), αλλά και η επικοινωνία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των δύο μουσικών. Ο 26χρονος κιθαρίστας Lageμπορεί να είναι αρκετά νεότερος του 58χρονου πιανίσταHersch, μοιράζεται όμως μ’ εκείνον το ίδιο πάθος και την ίδια αντίληψη για την λειτουργία των soli, τα οποία, στο “FreeFlying” δεν είναι σαφώς οριοθετημένα· είναι φανερό δηλαδή πως τούτα παίρνουν σχήμαεκεί, επί τόπου, στη σκηνή του club, δίχως να υποβάλλονται σε εμφανείς περιορισμούς. Είναι, εν τοιαύτη περιπτώσει, η γλώσσα, η γραμματική και το συντακτικό της jazzκατεκτημένα από τον Herschαπό χρόνια, αλλά οικεία και στον Lageπαρά το νεαρό της ηλικίας του, που δίνουν «ύψος» στην παραγωγή.

ΤΟ ROCK ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ μύθοι και πραγματικότητα

$
0
0
Πριν λίγες ημέρες έφθασε στα χέρια μου το τελευταίο(;) τεύχος του περιοδικού Θεσσαλονικέων Πόλις(#22, Σεπτέμβριος 2013)… και καθώς το ξεφύλλιζα έπεσα πάνω σ’ ένα 8σέλιδο κείμενο υπό τον τίτλο Θεσσαλονικέων Ροκ, το οποίον υπέγραφε ο Κώστας Γ. Καρδερίνης (συντάκτης του mic.grκ.λπ.).
Αν δεν με απατά η μνήμη μου ο Καρδερίνης είχε δημοσιεύσει κάποιο άρθρο του και στο Jazz& Τζαζπριν κάποιο καιρό – δεν το λέω όμως με απόλυτη βεβαιότητα (πρέπει να το τσεκάρω). Το κείμενο αυτό (για το rockστη Θεσσαλονίκη) είναι γενικώς καλό («γενικώς» λέω) δίνοντας μία… πληθωρική εικόνα για την ροκ σκηνή τής πόλης μέσα στα χρόνια. Αν, όμως, κάποιος το εξετάσει πιο προσεκτικά θα διαπιστώσει το εξής. Πως όσο πηγαίνει από τους παλαιότερους καιρούς προς τους πιο τωρινούς το κείμενο όλο και… καλυτερεύει (όχι πως και για τα πιο πρόσφατα χρόνια δεν διαβάζουμε τινές υπερβολές). Εννοώ, πως για τις παλαιές εποχές γράφονται ορισμένα πράγματα, που είτε δεν ισχύουν, είτε, έτσι όπως είναι γραμμένα, δημιουργούν μια σύγχυση. Δεν ξέρω αν είναι λογικό αυτό να συμβαίνει μετά από τόσα χρόνια – αν και είναι αλήθεια πως εσχάτως ενέσκηψαν… χίμαιρες που κατατρύχουν, πια, το χώρο. Δημιουργήθηκαν «λούμπες», τις οποίες πολλοί νεώτεροι τις πατούν, όντας ανεπαρκώς ενημερωμένοι ή ενημερωμένοι από πηγές τρέχα-γύρευε.
Κατ’ αρχάς ο Καρδερίνης χρησιμοποιεί έναν όρο ο οποίος δεν μου αρέσει – ή για να το πω πιο… κόσμια, δεν με βρίσκει σύμφωνο. «Θεσσαλονικιώτικο αστικό ροκ». Πάμε να δημιουργήσουμε θέματα εκεί όπου δεν υπάρχουν. Τι σημαίνει «θεσσαλονικιώτικο ροκ»; Αν πρόκειται για κάποιον εντελώς γεωγραφικό προσδιορισμό να τον δεχθώ, αλλά αν πρόκειται για κάτι που ξεπερνά τη γεωγραφία και αγγίζει –ξέρω ’γω– κοινωνικές ή αισθητικές παραμέτρους διαφωνώ εντελώς. Ορισμένοι θέλουν να μας πείσουν πως η Θεσσαλονίκη είναι ένας «κόσμος» από μόνη της και πως ό,τι συνέβαινε ή συμβαίνει εκεί είναι μοναδικό – και δεν συμβαίνει πουθενά αλλού (και όχι μόνο στο rock). Κάποιοι άλλοι, δε, είναι έτοιμοι, υποθέτω, να μας απαριθμήσουν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του… θεσσαλονικιώτικου ροκ. Δεν είμαστε καλά. Τέτοια τοπικιστική αντίληψη δεν προέβαλλε ούτε το… SanFranciscoστα sixties. Μ’ αυτά και μ’ αυτά που διαβάζω εσχάτως, νομίζω πως θα συμφωνήσω εντελώς με κάτι που είχε πει ο Γιάννης Σπάθας παλαιότερα (συμφωνώ δηλαδή κατά βάση, αλλά, είπαμε, πως κάνουμε και ορισμένες συμβάσεις). Τι είχε πει ο Σπάθας (Ήχος & Hi-Fi, # 94, Γενάρης 1981): «Δεν υπάρχει ελληνικό ροκ, υπάρχει ροκ γενικά. Ένα είναι το ροκ». Είπαμε λοιπόν να δεχθούμε τον όρο «ελληνικό ροκ», ως το rockπου παίζεται από έλληνες μουσικούς εντός και (σε ορισμένες περιπτώσεις) εκτός Ελλάδας. Και ως μόνον αυτό. Άμα αρχίσουμε να μιλάμε, το 2013, για φλωρινιώτικο, καρδιτσιώτικο, κεφαλλονίτικο και χανιώτικο ροκ ζήτω που καήκαμε. Ο προσδιορισμός δεν μπορεί να είναι τίποτα περισσότερο από γεωγραφικός. Ούτε καν γλωσσικός… αφού τα μισά γκρουπ τραγουδούσαν και τραγουδούν στην αγγλική. Ούτε καν να σχετίζεται με ελληνικές μουσικές αναφορές… αφού υπάρχουν (υπήρχαν πάντα δηλαδή) σουηδικά ή αμερικανικά γκρουπ φερ’ ειπείν, που ηχούσαν και ηχούν εντελώς «ελληνικά».
Είναι δε και το άλλο… Τι σημαίνει εν Ελλάδι ο όρος «αστικό ροκ»; Υπάρχει μήπως και «αγροτικό»; Αν ορισμένοι εννοούν το rural (δεν το νομίζω…), μην ψάχνουν να βρουν ομοιότητες ανάμεσα στην αγροτική Καλιφόρνια και το Τέξας με τον θεσσαλικό κάμπο… Αν οι αμερικανοί προσδιορίζουν το ruralως έναν συνδυασμό του rockμε country, bluegrass, folk, ακόμη και bluesστοιχεία  (εκείνο που τα πιο πρόσφατα χρόνια ονομάστηκε, χονδρικώς, americana), στην Ελλάδα και οι… χωριάτες και οι πρωτευουσιάνοι τα ίδια παίζανε και παίζουν. Θέλω να πω πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να χρησιμοποιούμε βαρύγδουπες εκφράσεις (που δεν έχουν και κανένα νόημα δηλαδή) στην προσπάθειά μας να προσδώσουμε «κύρος» στα κείμενά μας. Να γράφουμε με απλό τρόπο και να υιοθετούμε εκείνα (τα σωστά) που έχουν γραφεί και ισχύουν από παλαιά. Δεν θα ανακαλύψει ο κάθε ένας από εμάς τη δική του πυρίτιδα. Μην καταντήσουμε σαν τους ρεμπετολόγους, που δεν έχουν συμφωνήσει ακόμη τι είναι το ρεμπέτικο τραγούδι…
Ο Καρδερίνης έψαξε διάφορα sitesκαι ολίγα βιβλία (και περιοδικά) για να γράψει το κείμενό του – ανάμεσά τους δε και το Δισκορυχείον. Ξέρω τι πήρε από ’δω –και καλά έκανε και το πήρε δηλαδή– δεν πρόσεξε όμως και κάτι άλλο. Την ανάρτηση για τους BlueStars, ένα από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο συγκρότημα της Θεσσαλονίκης (1961-1963) με δημόσιες εμφανίσεις (και ντοκουμέντα-δημοσιεύσεις, που το αποδεικνύουν). Αναφέρει τους Κομήτες, ok, αλλά αναφέρει και τους VIPs, τους Greeksκαι τους Monks, που δεν έχουν ουδεμία σχέση με τα earlysixties (και τα πρώτα συγκροτήματα της Θεσσαλονίκης)· είναι μεταγενέστεροι.

Fratelli(από αριστέρα): Μίμης Αντωνόπουλος, Λεωνίδας Σταματιάδης, Στέλιος Φωτιάδης. Αν τα ονόματα δεν είναι σωστά, δέχομαι διόρθωση.
Ποιος είπε του Καρδερίνη ότι η «Σαλούνα» (1968) των Βορρείων έχει κάποια σχέση με την ψυχεδέλεια; Οτιδήποτε… έτσι… λίγο… και τα λοιπά… το λέμε «ψυχεδέλεια» (ή περίπου); Ποιος του είπε ότι τα “Summeriscoming” (blues) και «Ποιος ξέρει» (shake) των Monksκινούνται σε… ροκ μονοπάτια; Φρόντισε ν’ ακούσει τα κομμάτια; Αν αυτά είναι… ροκ, τότε το “Sheiscool” των Louboggαπό την ίδιαν εποχή (1966) τι είναι; Ηardcore; Δηλαδή να μου πει κάποιος… rockτους Louboggάιντε να το δεχθώ, αλλά τους Monksμε τίποτα. Ιδίως, όταν θέλει να τους παρουσιάσει και ως… προμαχώνες της ροκ σκηνής της πόλης στα sixties. Αφήστε τι έχω γράψει ή μεταφέρει  εγώ, πιο πρόσφατα, στο δισκορυχείον (περί Fratelliκαι Μακεδονομάχων ας πούμε – τα δύο σημαντικότερα ροκ σχήματα της πόλης, όπως λένε οι φήμες), δείτε τι έλεγε ο Παύλος Σιδηρόπουλος στον Ήχο (# 96) τον Μάρτη του ’81: «Στη Θεσσαλονίκη (όπου πήγα εγώ σαν φοιτητής, γιατί έχω κάνει μαθηματικός μέχρι το τρίτο έτος) είχανε μια φοβερά δυναμική, συμπαγή και σκληρή σκηνή ροκ εν ρολ την εποχή ’65-’75(σ.σ. μάλλον την εποχή 1968-1971 εννοούσε, γιατί το «φοβερά δυναμική, συμπαγή και σκληρή σκηνή»για το ’65 ή το ’75 ακούγεται εντελώς εκτός τόπου και χρόνου).Πραγματικά δυναμική σκηνή, με καθορισμένα στέκια, καθορισμένους ανθρώπους –100 όλους κι όλους– φάτσα προς φάτσα, ενεργή συμμετοχή στη ζωή της Θεσσαλονίκης με πλάκες χοντρές, με διάφορα γκρουπ ροκ εν ρολ που γινόντουσαν κάθε τόσο(σ.σ. τα εξής δύο…) και τα οποία δεν κάνανε τίποτα άλλο παρά να καταστρέφουν τους πάντες και τα πάντα όπου βρισκόντουσαν, πολλές φορές εναντίον της ίδιας της μουσικής τους. Καταστρέφανε ολόκληρα ηχητικά συγκροτήματα που είχανε νοικιάσει (σ.σ. να λοιπόν σε ποιους αναφέρεται…), εξαγριωμένοι ορμούσαν εναντίον των πελατών σε διάφορες λέσχες αξιωματικών(σ.σ. μία φορά συνέβη αυτό),οι οποίοι φεύγανε έξω με τις γυναίκες τους κ.λπ.(…) Είχανε φτιάξει στην αρχή το συγκρότημα Φρατέλι στη δεκαετία του ’60, μετά τους Μακεδονομάχους στη δεκαετία του ’70, και ήτανε όλοι περίπου οι ίδιοι, άλλος έμπαινε άλλος έβγαινε. Είχανε στέκι τον ‘Παπαγάλο’ που ήτανε απέναντι από την Ασφάλειαακριβώς(σ.σ. !!),και ένα λουκουματζίδικο που ήτανε πάλι κοντά σε κάποιο τμήμα (σ.σ. !!) του ‘Τριαντάφυλλου’».
Γράφοντας ο Καρδερίνης πως… «δικτατορίας μεσούσης, τεντιμπόηδες, γιεγιέδες και μαλλιάδες θεωρούνται ύποπτοι, καθώς και οι μακριές φαβορίτες»… δείχνει πως είναι, και αυτός, επηρεασμένος από μια μπαρούφα (σαν ιός κολλάει!) που αναπτύχθηκε τα πιο πρόσφατα χρόνια, βάσει της οποίας το ελληνικό ροκ, έτσι γενικώς και αορίστως, αποτελούσε κομμάτι της αντίστασης προς την δικτατορία. Φυσικά, ουδέν αναληθέστερον τούτου!

Τη φωτογραφία των Μακεδονομάχων την είχα πρωτοδεί (πολύ μικρή και άρα ακατάλληλη για «μοίρασμα») στο ένθετο του CDτου Θόδωρου Παπαντίνα “T 4 Trouble…” το 2009. Αργότερα μου την έστειλε στο σωστό μέγεθος ο Δημήτρης Βασιλειάδης (τον ευχαριστώ). Από αριστερά: Λεωνίδας Σταματιάδης(;), Γιάννης Καντζός(;), Θόδωρος Παπαντίνας, Νίκος Παπάζογλου (για τους δύο πρώτους δεν είμαι εντελώς σίγουρος – αν δεν είναι έτσι, όποιος ξέρει διορθώνει).
Ρε, εδώ, ο ίδιος ο Σιδηρόπουλος λέει πως τα στέκια των Fratelli-Μακεδονομάχων βρίσκονταν απέναντι από τις Ασφάλειες και τα αστυνομικά τμήματα! Για να μην πω λοιπόν πως η αστυνομία προστάτευε τους ροκάδες και φανώ υβριστικός εν σχέσει με το ανιστόρητο σχετικό ιδεολόγημα (που θέλει τους ροκάδες… τουλάχιστον το ίδιο αγωνιστές με τους Αριστερούς της εποχής), ας πω πως δεν τους ενοχλούσε. Μπαινόβγαιναν εκείνοι με τις μαλλούρες και τις μπαρμπέτες στα λουκουματζίδικα, κι οι ασφαλίτες κάθονταν απέναντι και τους χαζεύανε. Μάλιστα τα πράγματα ήταν τόσο χαλαρά, ώστε κάποιοι στιγμή κάλεσαν το συγκρότημα –που ονομαζόταν Μακεδονομάχοι τέλος πάντων και όχι… Κομιτατζήδες (εννοώ πως το γκρουπ δεν διέθετε κάποιο προκλητικό όνομα, απεναντίας τούτο ήταν ιδιαιτέρως… εθνικόφρον!)– να παίξει και στο χορό των εγκαινίων της Λέσχης Αξιωματικών Κιλκίς, ως κλου της βραδιάς, με πολύ καλή αμοιβή… όπως είχε γράψει και ο μακαρίτης Τάσος Ψαλτάκης στη Μουσική (1984). Τώρα, τι είδους «ύποπτοι» μπορεί να ήταν αυτοί οι Μακεδονομάχοι, όταν έφθασε να παίζουν ακόμη και σε λέσχες αξιωματικών, εγώ δεν ξέρω… Μπορεί να ξέρει ο Καρδερίνης… Και απολύτως φυσικό ήταν, όταν το συγκρότημα άρχισε να κάνει μαλακίες στη σκηνή της Λέσχης (στη σκηνή της Λέσχης Αξιωματικών, το τονίζω) –να φιλιούνται τα μέλη στόμα με στόμα και να βγάζουν τ’ αρχ!δ!α τους σε κοινή θέα (ο Ψαλτάκης τα έγραφε αυτά, δεν τα λέω εγώ)– ήταν πολύ λογικό να τους «μαζέψουν». Και θα τους «μάζευαν» είτε ήταν χούντα, είτε δεν ήταν. Τι περίμεναν δηλαδή; Να τους έδιναν και παράσημο οι καραβανάδες για τα… ανδραγαθήματά τους; Έλα Παναγία μου!
Για τους χίπηδες και τους… ντιρλαντάδες, τώρα, τα έχουμε ξαναπεί (φάτσα-μόστρα παντού, σε θέατρα, ταινίες, περιοδικά, τηλεοράσεις…), αλλά κι αυτό με τις φαβορίτες… ότι σε θεωρούσαν ύποπτο δηλαδή, αν είχες μακριές φαβορίτες… είναι μεγάλη μπαρούφα. Και δεν λέω του Καρδερίνη να ψάξει, να βρει και να δει φωτογραφίες τού… Κόκοτα και του Αργυρούδη. Ας δει τη φαβορίτα τού Πλεύρη στο γάμο του (με κουμπάρο τον Λαδά – αυτός με το κερί)… και αφού τη μετρήσει, μετά να ’ρθει να μας πει αν είχε μακρύτερη φαβορίτα ο Παπαντίνας…

ΦΩΤΟ: Ν. Σταθάκης, Ο Ιός της Κυριακής, «Μοντέλα Εξέγερσης / Ξενόφερτοι Αντιφρονούντες» 19 Νοε. 1995
Κι ενώ λοιπόν σε καμμιά παλαιά, μεταπολιτευτική, αφήγηση των τότε πρωταγωνιστών του ελληνικού ροκ (δες π.χ. το πολύμηνο αφιέρωμα στον Ήχοτο 1981, εκεί όπου μιλούν ο Σπάθας, ο Τουρκογιώργης, ο Πουλικάκος, ο Σιδηρόπουλος…) δεν αφηνόταν ο παραμικρός υπαινιγμός πως το να έπαιζες ροκ επί χούντας ήταν κάτι σαν πράξη αντίστασης (θα μπορούσε κάλλιστα να το έλεγαν, αν είχε συμβεί, όντας μέσα στο κλίμα της εποχής, με την… Αλλαγή επί θύραις, δρέποντας και δάφνες αγωνιστών), έρχονται, τώρα, διάφοροι εξαφανισμένοι, 40βάλε χρόνια μετά –ενθαρρυμένοι και από τους… μελετητές της πλάκας–, να μας πουν πως εκφράζανε την αντίστασή τους προς την δικτατορία παίζοντας rock! Το θράσος είναι γνωστό πως δεν έχει όρια. Όταν κάποιοι έδιναν τη ζωή τους, ή βασανίζονταν αγρίως στα μπουντρούμια και τις εξορίες, κάποιοι άλλοι «πολεμούσαν» το καθεστώς στα… beachpartiesτης Αγια-Τριάδας κραδαίνοντας μπάσα και κιθάρες. Τα πιστεύουμε αυτά ή μας ξεφεύγουν; Αγαπάμε και σεβόμαστε όλους τους μουσικούς του ελληνικού ροκ (και κάθε rockή μη) –ιδίως όταν έχουν να παρουσιάσουν έργο–, αλλά μόνο γι’ αυτό που ήταν. Για τίποτα περισσότερο…
Η ανοχή (για να χρησιμοποιήσω την πιο ήπια λέξη) που προσέφερε το δικτατορικό καθεστώς στη ροκ σκηνή της Θεσσαλονίκης (για να μη γράψω για στήριξη και προστασία) υπήρξε παροιμιώδης και σχετίζεται, βασικά, με τα περίφημα beachpartiesτης εφημερίδας Θεσσαλονίκη. Εν ολίγοις… είχε στηθεί ολόκληρη επιχείρηση. Λέει ο δημοσιογράφος Γιώργος Φωτιάδης στο περιοδικό Τάμαριξ (#6, 6/1997): «Η λογοκρισία εκείνα τα χρόνια έσβηνε, διόρθωνε, έκοβε και δεν άφηνε γενικώς τίποτε να περάσει. Στην Θεσσαλονίκη η κατάσταση ήταν χειρότερη και κάποια στιγμή ο Βελλίδης το 1967 αποφασίζει να διακόψει την έκδοση της εφημερίδας ‘Θεσσαλονίκη’, που είχε φθάσει στο έσχατο της κυκλοφορίας της εξαιτίας της λογοκρισίας. (…) Του λέω να μην το κάνει, να αφήσει να περάσει λίγος καιρός μέχρι το Σεπτέμβριο και να ξεκινήσουμε κάτι νέο. Και του προτείνω να δώσουμε βαρύτητα σε θέματα, όπως δεξιώσεις, χορούς με αναφορά στα ονόματα των παρευρισκομένων και συνεντεύξεις καλλιτεχνών. Ο Βελλίδης αντιλαμβάνεται ότι το θέμα θα ‘πιάσει’ και μου λέει να το ξεκινήσουμε(σ.σ. μ’ αυτά δεν είχε πρόβλημα η χούντα, ίσα-ίσα τα πριμοδοτούσε κιόλας!).Μέσα στις προτάσεις που κάνω στον Βελλίδη είναι και τα μπητς πάρτυ, τα οποία ήδη γίνονται, αλλά πλέον τους δίνουμε μεγάλη δημοσιότητα με πολυσέλιδα αφιερώματα και πλούσια δώρα. Από 3500 φύλλα που είχε πέσει η ‘Θεσσαλονίκη’, ανέβηκε στα 18000(…). Επικεφαλής της δημοσιογραφικής ομάδας που κάλυπτε τα μπητς πάρτυ ήταν ο Νέγρης. Εγώ ανέλαβα τα δώρα για τους διαγωνισμούς χορού, όπως μαγιώ, πουκάμισα, γραβάτες, καλλυντικά που προσέφεραν μεγάλα εμπορικά καταστήματα της πόλης.(…) Τα πάρτυ τα κάναμε στην Αγία Τριάδα και εκεί τραγουδούσαν συγκροτήματα όπως οι Strangers, που ξεκίνησαν από τα μπητς πάρτυ, οι Olympiansκαι άλλα γνωστά μουσικά σχήματα της εποχής και της Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα κάναμε και καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς μεταξύ συγκροτημάτων με νέα παιδιά και βοηθούσαμε τα συγκροτήματα να κάνουν δισκογραφία. Οι τελικοί αυτών των διαγωνισμών γίνονταν το φθινόπωρο στο Παλαί ντε Σπορ(σ.σ. ποιος το παραχωρούσε το Παλαί Ντε Σπορ, η διορισμένη από τη χούντα διεύθυνση της ΔΕΘ δεν το παραχωρούσε;).Εκεί έδωσαν μεγάλες συναυλίες πολύ γνωστά ονόματα όπως ο Βαγγέλης Παπαθανασίου με τους Forminx, αργότερα ο Ντέμης Ρούσσος με τους WeFiveκαι ο Μπονάτσος με τους Πελόμα Μποκιού (σ.σ. δεν έχει σημασία αν κάποια απ’ αυτά τα liveμπορεί να έγιναν πριν τη χούντα). Για κάποια περίοδο είχαμε συνεργάτη το Νίκο το Μαστοράκη, που είχε αναλάβει θέματα νεολαίας και δισκογραφίας, ως αντίπαλο δέος στον Κογκαλίδη που δούλευε στον ‘Ελληνικό Βορρά’(σ.σ. τα ίδια πρόσωπα που διαχειρίζονταν αυτά τα θέματα πριν τη χούντα, συνέχιζαν να το κάνουν και μετά). Ο Γιώργος Λιάνης το 1969 περίπου αναλαμβάνει τα κοσμικά στη ‘Θεσσαλονίκη’ γιατί εγώ πήγα στην απέναντι όχθη, στον ‘Ελληνικό Βορρά’, που έβγαζε την ‘Εσπερινή Ώρα’». Καταλαβαίνετε, τώρα, όλοι σας πιο ακριβώς ήταν το… αντιστασιακό κλίμα των ροκάδων της Θεσσαλονίκης... Ταράτσα κι απομόνωση
Για να συμπληρώσει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης πάντα από το ίδιο περιοδικό: «Πάντως τα πιο πολλά από τα παιδιά που χόρευαν έξαλλα στην Αρετσού και στην παραλία της Αγια-Τριάδας, οι νεαροί από την Κάτω Τούμπα ή το Κιλκίς, που αίφνης σεληνιάζονταν με το ‘Satisfaction’, τον ‘Τρόπο των Olympiansκαι το ‘Blackisblack’, περισσότερο ήταν ορμονικά εξεγερμένοι νέοι και λιγότερο είχαν διαβάσει περί προτσέσων και διαλεκτικής. Αλλά και η αναγκαστική οξυδερκής συγκατάνευση του επαγγελματία Γιάννη Βελλίδη μεσούσης της δικτατορίας, για τη στροφή της εφημερίδας ‘Θεσσαλονίκη’ προς την κοσμικότητα και την οργάνωση των μπητς πάρτυ, στα οποία μοιράζονταν κολώνιες AquaVelvaκαι μερσεριζέ κάλτσες του Κατρακαλίδη δεν νομίζουμε ότι επιδέχεται καμιάν ιδιαιτέρως βαθυστόχαστη ανάλυση».
Σωστά. Πολύ σωστά. Τι να αναλύσουμε, αν η… Aqua Velva ήτανaftershave ήκολώνια;

Όσον αφορά στα χρόνια μετά το 1974, τα πράγματα, όπως σημείωσα και στην αρχή, καλυτερεύουν στο κείμενο του Καρδερίνη, παρότι δεν αποφεύγονται οι υπερβολές και οι λάθος εκτιμήσεις. Το βασικό που δεν λέγεται, για την περίοδο 1974-79, και μπουρδουκλώνεται… είναι πως μετά την άνοδο του φοιτητικού κινήματος –ας πούμε χονδρικώς, μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου–, η ελληνική ροκ σκηνή αρχικώς περιορίζεται… έως εξαφανίσεως πια στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης (ασχέτως αν δίσκοι, κάποιοι δίσκοι, θα συνεχίσει να βγαίνουν). Το ελληνικό ροκ δηλαδή (λόγω αδυναμίας) δεν μπόρεσε να εκφράσει τις κοινωνικο-πολιτικές ανησυχίες τού απολύτως μεγαλύτερου τμήματος της νεολαίας και γι’ αυτό αναγκαστικώς περιθωριοποιήθηκε. Αντί να πει εκείνο που συνέβη ο Καρδερίνης μάς λέει πως… «η πολιτικοποίηση και η πόλωση δεν αφήνει κανέναν αλώβητο»… σαν να ρίχνει ευθύνες στο πολιτικό τραγούδι π.χ., και όχι στο ελληνικό ροκ που αποδείχθηκε εντελώς κατώτερο των περιστάσεων. Και τι σημαίνει «πόλωση»; Η χούντα είχε πέσει δίνοντας τη θέση της σε μια καραδεξιά κυβέρνηση (που την ψήφισε ο λαός, ok), η οποία λειτουργούσε με χουντοκρατούμενο ακόμη κρατικό μηχανισμό. Τι έπρεπε δηλαδή να έκανε το φοιτητικό κίνημα; Να λιβάνιζε τους διαφόρους τσάτσους του ελληνικού ροκ, ώστε να μην υπήρχε… πόλωση; Μη λέμε κουζουλάδες… Ή μήπως το πρόβλημα ήταν πως η «πόλωση» έδειξε αυτήν καθ’ αυτή τη γύμνια του ελληνορόκ; Μέχρι και ο Πουλικάκος, το 1976, πήγε να τραγουδήσει στο Θεμέλιομαζί με τον Μανώλη Μητσιά και την Τάνια Τσανακλίδου, με ορχήστρα τον Αντώνη Τουρκογιώργη (Socrates), τον Γιώργο Τσουπάκη (Ακρίτας) και άλλους λοιπούς ροκάδες (Ποπ & Ροκ, τ.28, 6/1980). Εγώ λέω πως οι μουσικοί του ελληνικού ροκ της εποχής θα πρέπει να ευλογούν το πολιτικό τραγούδι, που τους έδωσε ψωμάκι και φάγανε, βαστώντας τους στη δουλειά. Και αν δεν το πράττουν αυτό οι μουσικοί (δεν ξέρω, ορισμένοι της εποχής μπορεί να το ομολογούν), ας το επισημαίνουν τουλάχιστον οι δημοσιογράφοι. Κι εν πάση περιπτώσει αν υπήρχαν ροκ συγκροτήματα που να εξέφραζαν τη νέα πραγματικότητα δεν μπορεί, θα επιβίωναν· τα πήρε όμως παραμάζωμα το πολιτικό, το αντάρτικο και το σατιρικό τραγούδι κι έτσι… μαζί με όλα τα… κακά ξεμείναμε κι από τις ψυχεδέλειες...
Παρά ταύτα ροκ κίνηση, έστω και υποτονική, άρχισε σιγά-σιγά να ξαναδημιουργείται (από το ’76 και μετά). Στη Θεσσαλονίκη άρχισαν να σκάνε κάποια καινούρια συγκροτήματα, μεταξύ των οποίων και οι Television, οι Fireballs, οι Freedom, οι 69, οι Μωβ και ακόμη οι Ερημίτες, που συμμετέχουν με το «Πάτερ Σέργιος» στο LPτης AnazitisiRecordsSwirlingEchoes” (2005). Το πρώτο, δε, συγκρότημα αυτής της περιόδου που θα κατορθώσει να γράψει στον καιρό του ένα 45άρι –“Comeonwithus/ Thevoiceofmysoul” [MetrophoneME 1001]– ήταν οι Nemo. Είχαμε μπει όμως πια στο 1979…
«Η αστυνομοκρατία χαλαρώνει μετά το 1981»λέει ο Καρδερίνης στο κεφάλαιο 1980-1989: Οι ασκοί… της ελληνόφωνης ροκ αλλαγής… κι αυτό είναι μια σωστή κουβέντα. Η πρώτη ανεξάρτητη εταιρεία της περιόδου που δίνει διέξοδο σε κάποια σχήματα (Proxies, RodondoRocks, Flood, InternationalComedy…) ήταν η CVRτου Χρήστου Βατσέρη, ο οποίος έπαιζε νωρίτερα στους 69. Θ’ ακολουθήσει ο Γιώργος Τσακαλίδης (1984) με την AnoKato(BluesGang/ Blues Wire, Τρύπες, NoisePromotionCompany, Μωρά στη Φωτιά κ.λπ.) και στη συνέχεια η LazyDog(LifeinCage, Mushrooms, MootPoint, Γκούλαγκ…) και η Smash (FearCondition, StainedVeil). Μορφή του θεσσαλονικιώτικου ροκ της εποχής είναι και ο Αλέξανδρος Πέρρος, τον οποίον πολλοί ξεχνούν στις… αναπολήσεις τους (και ο Καρδερίνης). Ο Πέρρος είχε πρωτοδισκογραφήσει –και αυτός– στην CVRμε το συγκρότημα EastofEden (όπως αναγραφόταν στο εξώφυλλο του LP-συλλογή “SoundsandNoisesofSKG”) ή… WestofEden(όπως αναγραφόταν στο label). Προτιμώ το δεύτερο… Αν κάτι με συνδέει, σε προσωπικό «ζωντανό» επίπεδο με τη ροκ σκηνή της Θεσσαλονίκης στα μέσα του ’80 ήταν ένα liveτων Τρύπες στη Σελήνη, που είχα παρακολουθήσει μάλλον το φθινόπωρο του 1985 (δεν θυμάμαι ακριβώς). Λίγα χρόνια αργότερα (1989) τους είχα παρακολουθήσει και στην Πάτρα (Ομόνοια Concerts). Δεν τους ξαναείδα έκτοτε… Ο Καρδερίνης γράφει πως στην εποχή αυτή… «συμβαίνει μια πρωτοφανής έκρηξη νέων συγκροτημάτων(…) κυρίως με ελληνικό στίχο, σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά». Πρωτοφανής ήταν η έκρηξη των συγκροτημάτων στα μέσα του ’60 και όχι στα μέσα του ’80. Αφήνω το γεγονός πως ελέγχεται κι αυτό το… «κυρίως με ελληνικό στίχο». Αν και δεν έχω ποτέ επιχειρήσει να μετρήσω αγγλόφωνα και ελληνόφωνα γκρουπ, η αίσθησή μου είναι (για να μην πω η βεβαιότητα) πως, στα 80s, τα αγγλόφωνα γκρουπ (γενικώς) ήταν πολύ περισσότερα από τα ελληνόφωνα. Αν κάποιος έχει συγκριμένα νούμερα, ή ποσοστά, ας τα καταθέσει… Κι εκείνο πάλι το… «οι διαρροές (συγκροτημάτων) προς το κλεινόν άστυ είναι πισώπλατες»δεν με βρίσκει σύμφωνο, επειδή συντηρεί μία ανόητη κόντρα ανάμεσα στις σκηνές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Τι σημαίνει «πισώπλατα»; Σε καμμιά μάχη βρισκόμασταν, με σπιούνους και προδότες; Τα συγκροτήματα όπου βρίσκουν περισσότερο… φαΐ, ή καλύτερες ευκαιρίες εν γένει, πηγαίνουν, και είναι υπεύθυνα για τις επιλογές τους. Όταν πήγαν οι Beatlesαπό το Λίβερπουλ στο Λονδίνο, το καλοκαίρι του ’63, δεν νομίζω να έγραψε κανείς μία τόσο υπερβολική έκφραση. Πώς εξυφαινόταν η μετακίνησή τους από… πισώπλατα κέντρα. Μάλιστα, κατά την επιστροφή του γκρουπ στο Λίβερπουλ για την προώθηση του AHardDaysNight (τέσσερις ημέρες μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας) καταγράφεται και το εξής από τον PaulMcCartney: «Δεν ήμασταν π ρ α γ μ α τ ι κ ά ανήσυχοι σε σχέση με την επιστροφή μας στο Λίβερπουλ. Είχαμε υπ’ όψη μας μ ι α-δ υ ο  μ ι κ ρ έ ς φήμες, πως κάποιοι άνθρωποι είχαν αισθανθεί προδομένοι από την αναχώρησή μας και πως δεν θα έπρεπε να πάμε να ζήσουμε στο Λονδίνο, αλλά πάντα θα υπάρχουν και κάποιοι που θα σε επικρίνουν» (www.beatlesbible.com/1964/07/10/liverpool-premiere-hard-days-night/). Περιττό να πω πως η υποδοχή, που τους επιφυλάχθηκε στο Liverpool(όπως λένε οι μαρτυρίες δηλαδή) ήταν άνευ προηγουμένου… Παντού υπάρχει ένας, έστω και μικρός, ανόητος τοπικισμός, δε λέω, αλλά αυτό το κακό με τα… Τέμπη (είτε τα περάσεις φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη, είτε τα περάσεις ερχόμενος από την Αθήνα) δεν ξέρω αν έχει ανάλογο· το λέω εν σχέσει και με το μέγεθος των ελληνικών πραγμάτων, που συχνά είναι… πολύ κακό για το τίποτα…
Αγνώριστες Τρύπες... στη Σελήνη (1985)
Για τις επόμενες δεκαετίες (90s, 00s), πάντα σε σχέση με το rockστη Θεσσαλονίκη, δεν έχω να σημειώσω πολλά. Θα προσθέσω μόνο μερικά πράγματα (ενώ μπορεί να ξεχνώ κι άλλα, αυτή τη στιγμή). Ο Καρδερίνης γράφει, εξάλλου, για τα περισσότερα (Εκτός Ελέγχου, Ξύλινα Σπαθιά, 2 byBukowski, 2L8, Xaxakes…). Ν’ αναφέρω, από τη δεκαετία του ’90 λοιπόν, πέραν της εταιρείας PoetaNegraπου έπαιξε ένα ρόλο, την CactusRecords (κυρίως για τη συλλογή “RockPropagandaSeries”), τον Μύλο (ως label) με τα πρώτα άλμπουμ του Μανώλη Φάμελλου και του Ντίνου Σαδίκη μεταξύ άλλων, τους Frantic V που ενώνουν τα sixties (Olympians) με τα nineties και άλλους διαφόρους... ων ουκ έστιν αριθμός. Δεν καταλαβαίνω όμως εκείνο που διαβάζω… «η διαμάχη αγγλόφωνου-ελληνόφωνου ξαναφουντώνει λόγω της επίπλαστης ευδαιμονίας». Τι σημαίνει «επίπλαστη ευδαιμονία»; Πως… όλοι μαζί τα φάγαμε; Δεν μπορώ να καταλάβω τι εννοεί ο Καρδερίνης… Εγώ εκείνο που ξέρω είναι πως τότε είχαμε μια δουλειά, βγάζαμε πέντε δίφραγκα (σιγά την… ευδαιμονία), και δεν πληρώναμε φόρο κεφαλικό για τα κωλόσπιτά μας, ενώ τώρα μας έχουν γδάρει και δεν ξέρουμε που βρισκόμαστε. Αλλά και το ζήτημα της «διαμάχης» για την γλώσσα ήταν, είναι και θα είναι στον αιώνα τον άπαντα παρόν. Η γνώμη μου είναι πως δεν θα πρέπει να του δίνουμε ιδιαίτερη σημασία – και προσωπικώς είμαι από ’κείνους που προτιμούν ένα καλό αγγλόφωνο από ένα μέτριο ελληνόφωνο, όπως κι ένα μέτριο ελληνόφωνο από ένα κακό αγγλόφωνο. Μακάρι να έχουμε ωραία ροκ τραγούδια στη γλώσσα μας, δε λέω, αλλά κι αν δεν έχουμε δεν θα τα βάψουμε μαύρα. Ακούμε και… Ζαζόπουλο. Κι αυτός από τη Θεσσαλονίκη κρατάει…

σκέψεις στην εποχή της κρίσης, αλλά κυρίως της «κρίσης»…

$
0
0
Ένα από τα πολλά που με προβληματίζουν, μ’ ενοχλούν, μ’ εκνευρίζουν και με απογοητεύουν στον καιρό της κρίσης, αλλά κυρίως της «κρίσης», είναι η γαϊδουριά τού «δεν πληρώνω» πουθενά και τίποτα… Εν ολίγοις, παγιώνονται καταστάσεις που θα ’ναι δύσκολο ν’ αλλάξουν… αύριο, όταν και άμα… βγούμε από το τούνελ, αφού οι κακές συνήθειες φαίνεται πως ριζώνουν όλο και βαθύτερα στην κοινωνία. Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα αποσιωπηθέντα εγκλήματα του μνημονίου. Το να χαθεί (η χαμένη ούτως ή άλλως) εμπιστοσύνη ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος το αντιλαμβάνομαι (δεν χρειάζονται επεξηγήσεις π.χ. για τα λεφτά των ασφαλιστικών ταμείων που «κουρεύτηκαν», διάβαζε φαγώθηκαν από τους επιτηδείους), αλλά το να χαθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί. Οδηγούμαστε ολοταχώς σε ζούγκλα, και μάλιστα με μη αναστρέψιμες διαδικασίες. Κάποιοι, πολλοί, λίγοι, δεν ξέρω (μάλλον πολλοί) έχουν φθάσει στο σημείο, επικαλούμενοι την κρίση, να μην συνεισφέρουν ούτε δεκάρα για το κοινό καλό. Στις πολυκατοικίες π.χ. οι μισές οικογένειες δεν πληρώνουν πλέον κοινόχρηστα (και όχι γιατί, πάντα, δεν έχουν), ενώ στις όποιες δουλειές του ιδιωτικού τομέα υφίστανται ακόμη εργάζεσαι, συχνά, απλήρωτος για μήνες (και όχι γιατί, πάντα, δεν έχει το «αφεντικό»). Η προηγούμενη κυβέρνηση (του ΠΑΣΟΚ) διέλυσε τις εργασιακές σχέσεις, κάτι που συνεχίζει ασμένως η παρούσα της ΝΔ (ποιο ΠΑΣΟΚ;) και τούτο είναι ό,τι πιο καταστροφικό θα μπορούσε να συμβεί (χειρότερο και από την ανεργία). Ένας ξεχαρβαλωμένος ιδιωτικός τομέας, που έκανε, ούτως ή άλλως, ό,τι γούσταρε, δεν είναι πια απλώς ανεξέλεγκτος, αλλά προστατεύεται και από το νόμο! Πληρώνει ό,τι θέλει, αν θέλει, όποτε θέλει, προφασιζόμενος την «κρίση», κι ας έχει φάει, καταχραστεί και σπαταλήσει δισεκατομμύρια όλα τα προηγούμενα χρόνια. Είναι πολλοί εκείνοι που παραμένουν στις δουλειές τους, όντας απλήρωτοι, με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα πάρουν τίποτα δεκάρες, ενώ η λεγόμενη «εθελοντική εργασία», που παρέχεται στα «αφεντικά», δίνει και παίρνει όντας στην ημερησία διάταξη.
Ειδικώς μ’ εμάς που γράφουμε κείμενα, που ήμασταν έτσι κι αλλιώς «όπου φυσάει ο άνεμος», η κατάσταση δεν διορθώνεται με τίποτα. Το να κάνει κάποιος μιαν άλλη δουλειά, έχοντας τη δημοσιογραφία ως πάρεργο (άρα να μην τον νοιάζει και τόσο αν πληρώνεται, αφού κάνει απλώς το κομμάτι του), είναι κάτι το οποίον στις μέρες αποκτά αντικοινωνικά χαρακτηριστικά. Εξωθείται ο επαγγελματίας δημοσιογράφος σε μιαν ιδιότυπη εξαφάνιση, επειδή υπάρχουν οι πάσης φύσεως –ψωμιζόμενοι από αλλού– «εθελοντές». Είναι ο άλλος καθηγητής, ξέρω ’γω, ή γιατρός, ή τραπεζικός; Έχει το βίτσιο να δει τ’ όνομά του τυπωμένο σε μιαν εφημερίδα ή σ’ ένα περιοδικό; (Όπως μπορεί να το έχουμε όλοι μας από λίγο έως πολύ, αν κι εγώ, πλέον, το έχω από ελάχιστα έως καθόλου). Στέλνει δια τούτο, στις φυλλάδες και στα περιοδικά, τζάμπα κείμενα, αντί να απαιτήσει έστω το ελάχιστον (κάποιοι ζητούν μια συμβολική αμοιβή, αλλά η απάντηση είναι η εξής: «έλα, τώρα… αφού ξέρεις…»). Βεβαίως, εκτός απ’ αυτούς… που ξέρουν, τελικώς, υπάρχουν και οι φουκαράδες (που δεν θα μάθουν τίποτα ποτέ…), οι άφραγκοι που παρακαλούν και δίνουν κείμενα από ’δω κι από ’κει, αναλαμβάνοντας και πάσης φύσεως φασίνες (σε ραδιόφωνα π.χ. ή αλλαχού), για την ψυχή της μάνας τους… Ας γνωρίζουν όμως, και αυτοί, πως έτσι το πράγμα δεν πηγαίνει πουθενά. Φυσικά, δεν υπάρχει, πια, πληρωμένη (πληρωμένη σωστά εννοώ) δημοσιογραφική δουλειά για όλους – είτε αναφερόμαστε στα έντυπα, είτε στο ραδιόφωνο, είτε στην τηλεόραση, είτε στο διαδίκτυο (πολύ περισσότερο εκεί). Η φούσκα στο χώρο ήταν υπαρκτή, και καθώς έσκασε σάρωσε και… κόσμο και… κοσμάκη. Άλλο όμως αυτό, και άλλο το να δημοσιογραφείς τζάμπα στην εποχή της κρίσης για τα διάφορα «αφεντικά»· πόσω μάλλον όταν δεν έχεις ούτε… πρώτη εργασία.
Θυμάμαι κάποτε, προ κρίσης νομίζω, τον Νίκο Δήμου να θίγει ένα τέτοιο ζήτημα. Ενώ έναν ηλεκτρολόγο, άμα τον φωνάξεις να σου αλλάξει μια πρίζα, θα του δώσεις τρία τάλιρα (δεν πρόκειται να του πεις… «έλα μωρέ, δεν έκανες τίποτα…»), σε κάποιον από τον οποίον ζητάς… 500 λέξεις σκέπτεσαι πως δεν υπάρχει λόγος να του δώσεις ούτε φράγκο. «Δεν σου κοστίζει τίποτα… σε μισή ώρα τις έχεις γράψει…»είναι η συνήθης επωδός (αν υπάρχει και κάποια ψευτο-φιλική σχέση μεταξύ των… συμβαλλομένων). Μα για να γράψει κάποιος 500 λέξεις για ένα θέμα, σημαίνει πως έχει επενδύσει σ’ αυτό το πράγμα επί χρόνια. Κι αν είναι εύκολο για ’κείνον –και είναι– δεν σημαίνει πως είναι εύκολο για τον καθέναν. Δεν πληρώνονται δηλαδή, απλώς, τα 20 λεπτά των 500 λέξεων, αλλά ό,τι έχει δαπανηθεί επί χρόνια από τον επαγγελματία δημοσιογράφο στην προσπάθειά του ν’ αποκτήσει την λεγόμενη… ευκολία. Εν τέλει; Δεν πληρώνεται απολύτως τίποτα, καθότι όλο και από κάπου θα βρεθεί ο βολικός «εθελοντής»…
Προσφάτως, είχα μια κουβέντα μ’ έναν αναγνωρισμένο άνθρωπο του μουσικού/ δημοσιογραφικού χώρου. Με ρώτησε γιατί γράφω, τόσα πολλά στο blogκάθε μέρα. Του απάντησα… «από εσωτερική ανάγκη». «Εκφράζομαι μέσω του γραπτού λόγου, που έχει παραλήπτες. Αν δεν με διάβαζε κανείς, δεν ξέρω αν θα έγραφα. Μάλλον όχι». Μου είπε… πως το τζάμπα κείμενο κάνει παντού κακό, και πως σε κάθε περίπτωση κακοσυνηθίζει και ο αναγνώστης (ο οποίος μαθαίνει να μην βάζει το χέρι στην τσέπη, άσε το... κλοπιράιτ από τα διάφορα χαϊβάνια λέω εγώ) και πως εκείνος δεν θα έγραφε ποτέ και για κανέναν λόγο τζάμπα –και δεν το κάνει– είτε σε έντυπο ή siteκάποιου άλλου, είτε σε δικό του.
Δεν είναι πως δεν τα είχα σκεφθεί όλα αυτά πιο πριν. Απλώς η εσωτερικήανάγκη μου, για μία τέτοιου τύπου επικοινωνία, τα ξεπερνούσε. Δεν αισθάνθηκα ποτέ στη ζωή μου μοναχοφάης. Δεν μ’ ενδιαφέρει απλώς να μαζεύω –γιατί δεν είμαι συλλέκτης–, να κοιτάζω τα περιοδικά μου ή τους δίσκους μου, να τα… χαϊδεύω και να… φτιάχνομαι για πάρτη μου. Μου αρέσει να λέω δημοσίως τη γνώμη μου και κυρίως μ’ ενδιαφέρει να μοιράζομαι πράγματα. Αυτό είναι ένα ισχυρό κίνητρο για να κάνω ό,τι κάνω στο δισκορυχείον. Φυσικά, πρέπει να τηρούνται ορισμένες ισορροπίες (έχω σκεφθεί επ’ αυτών), οι οποίες συχνά δεν τηρούνται· ενώ προσφέρεις κάτι δωρεάν, από την ψυχή σου, πάντα θα υπάρχει κάποιος να σε περιμένει στη γωνία, κακόπιστος ων, για να σε καρφώσει… (εδώ δεν μιλάμε πια για κριτική, αλλά για σκέτη αθλιότητα). Κι αυτό εσχάτως, δεν το κρύβω, με ξαναβάζει σε σκέψεις…

THE BOY για το american unicorn

$
0
0
Δεν γνωρίζω τι πρέπει να περιμένει ο καθείς από έναν καλλιτέχνη. Μάλλον τίποτα. Ή τα πάντα (το ίδιο είναι). Και δεν ξέρω εν προκειμένω, αν το τέταρτο(;) άλμπουμ του Boy(τέταρτο πάντως για την InnerEar) βρίσκεται σε ευθεία γραμμή με… τα αμέσως ή …το αμέσως προηγούμενο. Ηχητικώς, δεν έχει μεγάλες διαφορές από κάποια… κατά τόπους κείμενατης «Ηλιοθεραπείας». Απλώς υπάρχει μία στόχευση προς τα πιο φωτεινά (ας τα αποκαλέσω έτσι) ηχοχρώματά της, προκειμένου να βρεθεί ένα πλαίσιο εντός του οποίου να υπάρξει και να αναπτυχθεί το AmericanUnicorn[InnerEar, 2013].
Δεν έχω την εντύπωση πως ο Boyέφτιαξε ένα… κανονικό popάλμπουμ, όπως μαρτυρά μια πρώτη ακρόαση – ο αγγλικός ας πούμε στίχος, ή κομμάτια όπως το “Meettheangels”. Αν και αυτή ήταν, ίσως, η ανάγκη τού τραγουδοποιού –να εκφραστεί δηλαδή μέσα από πιο απλοποιημένες φόρμες, που να επιτρέπουν το… λίκνισμα μαζί με την ενδοσκόπηση– το σύνολο δεν είναι πάντα… δημοφιλές. Υπάρχει μία αποστασιοποίηση στο τελικό αποτέλεσμα, ένας μετεωρισμός, ο οποίος εκφράζεται όχι μόνο μέσω του αγγλικού λόγου –η γλώσσα δεν μοιάζει να προκύπτει τόσο ως βαθύτερη ανάγκη, όσο ως πρόσχημα–, αλλά και της αναντιστοιχίας των τραγουδιών, που δεν υπακούουν σε μιαν, κατά το μάλλον ή ήττον, «εσωτερική» σειρά. Κομμάτια όπως το “Songbird” π.χ. μοιάζει να διαθέτουν τις προϋποθέσεις για τα αναγκαίες «εναλλακτικές» ραδιομεταδόσεις, άλλα όμως, όπως το “Plague” ή η… προσευχή “ThendontchangemeGod”, είναι σαν να βγαίνουν από τις sessionsτης πιο εσωστρεφούς (ηχητικώς) «Ηλιοθεραπείας». Υπάρχουν, φυσικά, κομμάτια στο “AmericanUnicorn” που δείχνουν μιαν αυθυπαρξία, που δεν θέλουν να είναι κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι και αναφέρομαι πρωτίστως στο “Gtherapture”, το ωραιότερο τραγούδι του άλμπουμ – που θα μπορούσε να εμφανίζει κάτι από την ρυθμική μανιέρα των ύστερων CANκαι που σε συνδυασμό με την παρουσία της κιθάρας μετατρέπεται σε κάτι, πράγματι, ξεχωριστό. Είναι ένα ζήτημα αυτό. Η οργανική λιτότητα των κομματιών τού Boy(σύνθια, προγραμματισμός και ξανά μανά το ίδιο) τούς αφαιρεί τη δυνατότητα να υπάρξουν μέσα σ’ ένα ευρύτερο popπλάνο, εκεί όπου θα είχαν πρωτεύοντα ρόλο (εκτός από τα σύνθια) και οι κιθάρες (για να μην αναφέρω και άλλα ενδεχομένως όργανα).
Εν κατακλείδι, εκείνο που λέω, εν σχέσει με το “AmericanUnicorn”, είναι πως το άλμα τού Boyπρος ένα κάποιο «έξω» δεν παρουσιάζεται με τη… φόρα που θα ’πρεπε. Είναι κάπως άτολμο και γι’ αυτό μένει στη μέση (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν ενδιαφέροντα ή και πολύ καλά, εδώ κι εκεί, τραγούδια). Για να περιγράψεις κάτι από το «φώς», χρειάζεσαι και τ’ απαραίτητα εργαλεία· ιδίως από τη στιγμή κατά την οποίαν ο στίχος δείχνει να απεμπολεί την πρωτοκαθεδρία.
Επαφή: www.inner-ear.gr

ΚΩΣΤΗΣ ΔΡΥΓΙΑΝΑΚΗΣ νέο βινύλιο

$
0
0
Επικοινωνούμε με τον Κωστή Δρυγιανάκηαπό το 1987. Μου το θύμισε ο ίδιος, όταν είχαμε συναντηθεί στο Σόλωνος-Μασσαλίαςπριν κάποια χρόνια. Διατηρούσε δηλαδή στη μνήμη του το γεγονός πως του είχα στείλει (όντως) γράμμα στο Βόλο, εκείνη την εποχή (τέλη ’87), ψάχνοντας για το πρώτο LPτης Οπτικής Μουσικής. Μου είχε ταχυδρομήσει, τότε, την... 517η κόπια από τις 1000 που είχε τυπώσει, όπως αργότερα μου έστελνε στο Jazz& Τζαζκαι τις υπόλοιπες ηχογραφήσεις (από την Δίσκοι ΕΔΩή... αλλού), μέχρι και την... προτελευταία του (τούτην εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/05/blog-post_9.html). Πριν λίγες ημέρες περνώντας από το AStrangeAttractorο Νεκτάριος μού... ενεχείρισε κόπια βινυλίου (την 341η από τις 350), την οποίαν είχε αφήσει στο δισκάδικο, για την πάρτη μου, ο Κωστής Δρυγιανάκης. Τον ευχαριστώ (όπως και κάθε έναν που στέλνει τη δουλειά του στο δισκορυχείον). Χαίρομαι γι’ αυτές τις σχέσεις (ακόμη και όταν μένουν σ’ ένα πρώτο επίπεδο), επειδή διατηρούνται χρόνια. Να έχεις μιλήσει μια-δυο φορές μ’ έναν άνθρωπο, κι επειδή υπάρχει αλληλοεκτίμηση να σου παραδίδει προς κρίσην τη δουλειά του.
Ακούω τον Δρυγιανάκη στοBlowintobreeze [Ανεξάρτητη Παραγωγή, 2013] με την μεγαλύτερη έκπληξη από ποτέ· κι αυτό δεν είναι τυχαία κουβέντα, επειδή η μουσική τού βολιώτη ηχο-διαχειριστή, από τη φύση της, έχει ενσωματωμένο μονίμως το στοιχείο της έκπληξης. Το πρώτο κομμάτι που έχει τίτλο «Μέρος πρώτο (‘Έκτη Δεκεμβρίου’)», και το οποίον καταλαμβάνει περί τα 3/5 της πλευράς, ξεκινά με εντυπωσιακό τρόπο, οριοθετώντας ένα κάπως noisyFloyd-ικό σκηνικό, πριν το κρεσέντο διαρραγεί προς έναν κυκεώνα υπόκωφων θορύβων, αναλογικών synthsκαι φωνών. Στο τρίτο τμήμα τής σύνθεσης (περί συνθέσεως πρόκειται, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) τα ηλεκτρονικά βγαίνουν μπροστά (παρότι από το... βάθος ακούγονται σαν σε… όνειρο ήχοι κανονικών οργάνων), πάντα σ’ ένα abstract, υποβολιμαίο σκηνικό. Το «Μέρος δεύτερο» που κλείνει την πρώτη πλευρά αφηγείται μία κάπως industrialιστορία (δεν είναι εύκολο να μαντέψεις πάντα το πάνελ των... δολιοφθορών του Δρυγιανάκη), μέσα από την οποία ξεπετάγονται ανερμάτιστοι φυσικοί ή μη ήχοι. Εκρηκτικά κρεσέντι και χαμηλού volumeπεριβαλλοντικέςνύξεις, που συμπλέκονται με το κλαρινέτο του Στυλιανού Τζιρίτα ή το zitherτου Τάσου Στάμου, πριν καταλήξουν σε πιο free-improv-noisyκαταστάσεις.
Δύο tracksείναι χαραγμένα και στη δεύτερη πλευρά του long-play. Το «Μέρος τρίτο» ξεκινά με κάπως τσιτωμένους ηλεκτρονικούς ήχους, σ’ ένα concreteπλαίσιο, επί του οποίου παρεισφρέουν ή φαίνεται να παρεισφρέουν... πιο κανονικά όργανα. Η ένταση και η οξύτητα της συγκεκριμένης εγγραφής προκαλεί ένα χαοτικό σύμπλεγμα ήχων και φωνών που φέρνει στη μνήμη εγγραφές του περίφημου INA-GRMαπό τη δεκαετία του ’70. Ο δε ψάλτης, στο θορυβώδες background, θα μπορούσε ν’ ακούγεται και σαν νύξη στα… προκεχωρημένα έργα του Μιχάλη Αδάμη της ιδίας εποχής. Το «Μέρος τέταρτο», στο πρώτο μισό του, είναι ένα trackcosmic/krautαισθητικής (Clusterπ.χ.), με ενισχυμένoβαθύ... βομβώδες background. Στο δεύτερο μισό ρωσικές fieldrecordingsνα υποθέσω (αν και ό,τι και να υποθέσεις, αναφορικώς με τις ηχητικές πηγές που χρησιμοποιεί ο Δρυγιανάκης και οι οποίες, άπασες, καταγράφονται στο ένθετο, πιθανώς, διαψεύδεται!) δίνουν τη σκυτάλη σ’ ένα cinematic, thrillercinematic, ηχοσκηνικό, με το πιάνο του Στάθη Θεοχαράκη να καλύπτεται πίσω από αλλεπάλληλες στρώσεις εκκωφαντικού αυτοσχεδιαστικού υλικού (η electronic-jazzτων MEVτης ύστερης εποχής είναι ένα καλό ανάλογο), πριν αναγκαστικώς οδηγηθούμε στην ηρεμία και περαιτέρω στη σιωπή... Ένα εξαιρετικό LP.

TONY PINELLI άγνωστη ροκιά

$
0
0
Το Woman(T. Pinelli - P. Jeffery - R. Scacchi) είναι ένα από τα πιο βαριά κομμάτια του πρώιμου ελληνικού ροκ. Όταν το είχα πρωτακούσει στα μέσα της δεκαετίας του ’80 (και πριν πέσουν στα χέρια μου, πάντως, τα πρώτα τρία LPτων SocratesDranktheConium) είχα εκπλαγεί. Ένα… «σχιζοειδές» (όπως το είχα χαρακτηρίσει σε παλαιότερη ανάρτηση) track γραμμένο από έναν δυνατό τραγουδιστή (ήταν και τέτοιος, εκτός από... αισθαντικός), που τίμησε το ελληνικό ροκ με την παρουσία του μετά τα μέσα του ’60, τον ΙταλόTonyPinelli (μαζί του στα creditsκαι οι συνοδοιπόροι του το 1971, ο κιθαρίστας PaulJefferyκαι ο ιταλός μπασίστας RaulScacchi, ο οποίος στα late 60sσυμμετείχε στους Messaggeriκαι που τώρα πρέπει να μένει στους Σιναράδες της Κέρκυρας, κυκλοφορώντας ακόμη CD!).
Το τρίτο αυτό άλμπουμ τού TonyPinelli, που είχε ως τίτλο το όνομά του [Philips 6331 017, 1971] δεν το έχω. Δεν το βρήκα ποτέ μπροστά μου, τόσα χρόνια που ψάχνω για να το αγοράσω – να το αγοράσω εννοώ σε μια λογική τιμή. Παρά ταύτα, όπως έγραψα και στην αρχή, το “Woman” το ήξερα από τα μέσα του ’80, επειδή το κομμάτι ακουγόταν στην καλή συλλογή “PopCoctail” [Polydor 2421 017, 1971], μαζί με tracksτων Poll, Olympians, SocratesDranktheConium, Morka, BlueBirds, Charmsκαι Αργύρη Κουλούρη. Θυμάμαι να λέω ακούγοντάς το (πρέπει να το είχα πει δηλαδή) πως το τραγούδι αυτό… ποδοπατούσε ακόμη και τους Socrates(στο… λανθασμένα γραμμένο “PopCoctail” ανθολογούνταν τα «Κλεισ’ τα μάτια σου και άκου» και “Myonlyfellow”). Με… πολυεθνική line-up (ο περκασιονίστας Ευγνώμων Διαλετής, που την ίδιαν εποχή εμφανιζόταν και στο sessionτου «Μπάλλου» του Διονύση Σαββόπουλου, η Βάνα Βερούτη-Pinelliκαι η Gelsominaστα φωνητικά, κάποιοι Jimmyκαι Pieruzzu, συν τους RaulScacchiκαι PaulJeffery) και βεβαίως με τους ελληνικούς στίχους της Σέβης Τηλιακού, η παρέα θα δώσει δώδεκα τραγούδια (εννέα πρωτότυπα και τρεις διασκευές – στο “Aflowerinmygarden” των HepStars, της μπάντας του BennyAnderssonτων ABBA, στο “LadyBarbara” που είχε τραγουδήσει ο RenatodeiProfeti, ο Renatoαπό το ιταλικό συγκρότημα Profetiδηλαδή, και στο “Laydown” της Melanie), μερικά εκ των οποίων ακούγονται και σήμερα με ενδιαφέρον.
Paul Jeffery, Patty Pravo 
(από την ιταλική wikipedia)
Ψάχνοντας κανείς στα… άδυτα του διαδικτύου μπορεί να βρει διάφορες πληροφορίες για τους Jefferyκαι Scacchi, εγώ όμως θα αναφέρω κάτι που είχα ξαναγράψει. Ο κιθαρίστας PaulJefferyεμφανίζεται στο άλμπουμ “Tanto” [RCATPL1-1195, 1976] της PattyPravo, στο οποίο παίζει πλήκτρα και ενορχηστρώνει ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, στο LPPattyPravo” [Ricordi SMRL 6193, 1976] μαζί με τον κιμπορντίστα Γιώργο Πεντζίκη (που εμφανιζόταν στο δεύτερο μισό των seventiesστην Ιταλία, κυρίως σε παραγωγές του Νίκου Παπαθανασίου), αλλά και (μαζί με την Βάνα Βερούτη) στο “La Fête Sauvage” [FR. EMI/ Pathé-Marconi2C 066 - 14.276, 1976] του Βαγγέλη Παπαθανασίου… Ες αύριον... τα υπόλοιπα.

ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ στην Ιταλία των seventies

$
0
0
Γράφοντας στην προηγούμενη ανάρτηση για τον Γιώργο Πεντζίκηκαι την παρουσία του στο φερώνυμο LPτης PattyPravo[Ricordi SMRL 6193, 1976] καλόν είναι να πούμε πως ο θεσσαλονικιός μουσικός στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 ήταν ένα από τα πλέον βασικά sessionστέλεχη των στούντιο της ιταλικής Polydor (και στην αρχή της RCA)· εκεί όπου τις παραγωγές διεκπεραίωνε συνήθως ο Νίκος Παπαθανασίου (αδελφός του Βαγγέλη Παπαθανασίου). Ο Πεντζίκης μπορεί να άρχιζε να παίζει rockμε τους Pacifics, οι οποίοι ηχογράφησαν δύο 45άρια στα τέλη του 1966 στην Αθήνα, ταSmileagain/ Thatsthetruth” [Philips6130, 1966]καιMythoughts/ Anotherchance” [Philips 6131, 1966], με το τελευταίο αυτό κομμάτι (“Anotherchance”) να είναι δική του σύνθεση, μπορεί λίγο αργότερα να πέρασε ως οργανίστας από τους Fratelli, ήταν όμως η παρουσία του στα ιταλικά στούντιο των seventies, που τον έφερε, βασικά, σ’ επαφή με τον τομέα της τεχνικής και της παραγωγής· κάτι που θ’ αποδειχθεί ως η βασικότερη δουλειά του από τη δεκαετία του ’80 και μετά, όταν επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη θα δημιουργούσε δικό του στούντιο, εταιρεία κ.λπ. ηχογραφώντας τους πάντες, από τους StainedVeil, μέχρι τον Ζαφείρη Μελά.
Την φωτογραφία αυτή την βρήκα σ'ένα δικό μου folder 5-6 χρόνια παλαιό. Έγραφα από κάτω... Γιώργος Πεντζίκης. Τώρα, δεν την εντόπισα πουθενά στο δίκτυο, ώστε να τo ελέγξω 100%. Αν δεν πρόκειται για τον Πεντζίκη λοιπόν, μου το λέτε ώστε να την κατεβάσω.
Ρίχνοντας μια ματιά στο discogsσυναντάμε το όνομα του Γιώργου Πεντζίκη σ’ ένα σωρό ιταλικές παραγωγές του δεύτερου μισού των seventies. Για παράδειγμα: LoukasSiderasPaxSpray” [RCATPL1 1081, 1975] ο Πεντζίκης συμμετέχει στην ορχήστρα μαζί με τους Βλάσση Μπονάτσο και Κώστα Δουκάκη, ενώ η παραγωγή ήταν του Νίκου Παπαθανασίου, MaiLaiAmarsisoli(G. Belfiore-G. Pentzikis)/ Dancelittleladydance” [Polydor 2060 142, 1977] ενορχήστρωση YorgoPentzikis, παραγωγή NikoPapathanassiou, WalterFoiniComproTutto” [Polydor 2448 053, 1977] πιάνο, σύνθια, κιθάρες, μπάσο, κρουστά YorgoPentzikis, παραγωγή NikoPapathanassiou, MarioPanseriSullaSpiaggiaD'Inverno” [Polydor 2448 067, 1978] ενορχήστρωση, μπάσο, ντραμς, πλήκτραYorgoPentzikis, παραγωγή NikoPapathanassiou, EdoardodeAngelisPiccolaStoriaDiLibertà” [Polydor 2448 069, 1978] ενορχήστρωση, παραγωγή NikoPapathanassiou, πιάνο, σύνθια YorgoPentzikis, GrimmLiana/ Fiaba” [Polydor 2060 190, 1979] ενορχήστρωση YorgoPentzikis. Επίσης, σ’ ένα βιογραφικό του που υπάρχει στο δίκτυο αναφέρονται και συνεργασίες με τους TonyEsposito, OriettaBertiκαι Riccardo Cocciante. Σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλες…
Εκείνο όμως που δεν αναφέρεται πουθενά είναι πως ο Γιώργος Πεντζίκης και ο Νίκος Παπαθανασίου βρίσκονταν πίσω από ένα italoproject(ή μάλλον πριν το italo), που είχε τίτλο… AdolfStern (από το όνομα ενός γερμανού ιστορικού και ποιητή;). Οι… AdolfSternηχογραφούν ένα 7ιντσο το 1979 με τα κομμάτια MoreI like it/ Twenty seven” [Ciao CIAO 510], ταοποίαυπέγραφεκάποιος… Zoroaster. Ποτέ δεν θα μαθαίναμε πως πίσω από τους AdolfSternκαι τον Zoroasterκρυβόταν ο Γιώργος Πεντζίκης, αν ο ίδιος δεν έβγαινε να το πει. Να λοιπόν τι ψάρεψε από το facebook(δια χειρός Πεντζίκη) ο ManwolfLouieκαι μας το έστειλε:
«Εκείνη την εποχή disco για μας τους ‘προοδευτικούς’ σήμαινε ντροπή. Εξ ου και το ψευδώνυμο. Το έγραψα, έπαιξα όλα τα όργανα (τότε δεν είχε sampler), και ω τι έκπληξη το βρήκα και τραγουδισμένο από τον... Νίκο Παπαθανασίου. Ο funk ήχος είναι ένα Korg polyphonic ensemble, αλλά μάλλον και οι υπόλοιποι synth ήχοι προέρχονται από αυτό. Τα τύμπανα είναι φυσικά, αλλά λούπα με μαγνητοταινία που έκοβε βόλτες μέσα στο στούντιο, το μπάσο ένα Fender που νοικιάζαμε».
Περιττό να πω πως το κομμάτι είναι καταπληκτικό, και μακάρι όλοι οι «προοδευτικοί» των seventiesνα έφτιαχναν στα τέλη της δεκαετίας μία τόσο καλοβαλμένη disco

ΚΑΛΑΤΖΗΣ 70 να χαιρόμαστε τις φαβορίτες μας

Viewing all 5050 articles
Browse latest View live