Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5047 articles
Browse latest View live

DJ: δουλειά της κρίσης, για ένα χαρτζιλίκι;

$
0
0
Η κρίση έχει δώσει ακόμη περισσότερη τροφή στις κακοπληρωμένες δουλειές, στις δουλειές τού ποδαριού, στις δουλειές των νέων ανθρώπων. Είναι γνωστό αυτό. Σερβιτόρες και σερβιτόροι, πιτσαδόροι με παπάκια, διακινητές φυλλαδίων και λοιπά και λοιπά… Σε δουλειά του ποδαριού εξελίσσεται εσχάτως και το «ντιτζεϊλίκι». Φυσικά, ό,τι δουλειά και να κάνει κάποιος, προκειμένου να βγάλει μερικά λεφτά, δεν είναι ντροπή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις όμως. Πως ό,τι γίνεται, γίνεται μ’ ένα μίνιμουμ γνώσης και ικανότητας (όπου αυτά απαιτούνται) και βεβαίως ευσυνειδησίας. Αλλιώς, δεν έχει νόημα.
Για να μοιράζεις πίτσες θέλεις δίπλωμα οδήγησης για μηχανάκι, για να βάζεις δίσκους σ’ ένα μαγαζί άραγε χρειάζεσαι κάτι;
Όσοι ασχολούνται με το DJ-ingμιλάνε για τις διάφορες αισθητικές κατηγοριοποιήσεις του, που, μεταξύ μας, δεν έχουν κανένα πρακτικό νόημα. Απεναντίας, πρακτικό νόημα βρίσκω στις εξής δύο συνομοταξίες. Τους… μεγαλοεπαγγελματίες, να τους πούμε έτσι, των τρανών χορευτικών κλαμπ, που παίζουν κυρίως δικές τους παραγωγές (βασικά techno/houseκαι «μαύρη μουσική» όπως εκείνοι την καταλαβαίνουν) και τους απλούς-απλούστατους… μικροεπαγγελματίες, που «κολλάνε» τραγούδια το ένα δίπλα στο άλλο, που δουλεύουν για το χαρτζιλίκι τους και που στελεχώνουν (δεν λέω επανδρώνουν) κλαμπάκια και μπαράκια σ’ εξοχές και πόλεις.
Η πρώτη ομάδα, προσωπικά, δεν με πολυενδιαφέρει, και τούτο γιατί δεν είμαι από ’κείνους που πιστεύουν πως ο κάθε DJτού μεγάλου danceclubείναι κάτι σαν μουσικός, και πως πρέπει περαιτέρω να λογίζεται και σαν «δημιουργός». Εδώ, υπάρχει πολύ χάιδεμα.
Μπορεί να υπάρχουν εξαιρέσεις βεβαίως (DJKrush, MikaelDelta– για ν’ αναφέρω δύο ονόματα, ένα ξένο κι ένα εγχώριο), παρότι, και σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η δημιουργία δεν μπορεί να εξαντλείται στο κόψε-ράψε, στο σάμπλιν, στο σκρατς, στα ετοιματζίδικα εφφέ και στα παιγνίδια με τα πάσης φύσεως κομβία. Αυτές είναι δεξιότητες που αποκτούνται μετά από κάποιες ώρες ενασχόλησης με τα μαραφέτια, δεν είναι σώνει και καλά δημιουργία. Μην τα ισοπεδώνουμε όλα, γιατί, στο τέλος, δεν θα μπορούμε να συνεννοηθούμε.

Hσυνέχεια εδώ…

SAVVAS METAXAS & SPYROS EMMANOUILIDIS / EVENTLESS PLOT νέο split LP

$
0
0
Για τους πειραματιστές από τη Θεσσαλονίκη Σάββα Μεταξάκαι Σπύρο Εμμανουηλίδη έχουμε γράψει κι άλλες φορές στοδισκορυχείον – και για προσωπικά projectsτους, αλλά και για τις μεταξύ τους συνεργασίες. Τελευταία φορά ήταν πέρυσι τέτοιαν εποχή, όταν αναφερθήκαμε στην κοινή τους κασέτα με τους TurboTeeth [Orila/Granny]. Τώρα, τους συναντάμε και πάλι μαζί σ’ ένα split... LPαυτή τη φορά, την δεύτερη πλευρά του οποίου καταλαμβάνουν οι EventlessPlot. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στο τέλος της περυσινής χρονιάς από την Grannyσε 100 μόλις αντίτυπα.
Στην Side1 καταγράφεται το trackτων Μεταξά & Εμμανουηλίδη “Front”, με τον πρώτο να χειρίζεται tapesκαι modularσυνθεσάιζερ και με τον δεύτερο προετοιμασμένο πιάνο, synthκαι tapes. Το “Front” έχει βεβαίως εκείνον τον πειραματικό χαρακτήρα, την ηχητική διαδρομή αν θέλετε, που ακούγαμε παλαιότερα στα λεγόμενα ηλεκτροστατικά έργα. Υπάρχει, θέλω να πω, η ίδια εξερευνητική διάθεση και κυρίως η απόπειρα οικοδόμησης ενός περιβάλλοντος, που να εμπνέεται τόσο από το άστυ, όσο και από τη φύση. Πρόκειται για ambientmusicκατά βάθος, ασχέτως της αισθητικής πολυμορφίας της. Διατηρεί, εννοώ, την ταυτότητα τής «αργότητας», ου μην άλλα και κάποιας μετρημένης «επαναληπτικότητας», αλλά είναι περισσότερο εμπλουτισμένη από εφφέ και γενικότερες ηχητικές εκπλήξεις. Το “Front” είναι ένα τέτοιο κομμάτι δηλαδή. Ένα trackπου επιβάλλεται όχι μόνον δια του όγκου του, αλλά και δια της ευφάνταστης ενοργάνωσής του. Συντελεί σε πολλά, οπωσδήποτε, το preparedpiano, χωρίς βεβαίως να υποτιμάται και ο ρόλος των ηλεκτρονικών.
Οι EventlessPlotτώρα, που ακούγονται στην Side 2, είναι συγκρότημα. Ελληνικό συγκρότημα που υφίσταται από το 2002 και το οποίο αποτελούν οι Βασίλης Λιόλιος κρουστά, μικρόφωνα επαφής, Άρης Γιάτας αναλογικά συνθεσάιζερ και Γιάννης Τσιρίκογλου zither, ηλεκτρονικά. Η σύνθεσή τους “Killingrealism” διαθέτει πολλά και ποικίλα χαρακτηριστικά, που θα μπορούσε χοντρικά να συνοψιστούν στο… imrov/ noise/ electro, παρότι στην πράξη είναι δύσκολο να περιγράψεις ένα 20λεπτο track, που κινείται διαρκώς σε τροχιά «έκπληξης». Εδώ, τα μικρόφωνα επαφής, που τοποθετούνται υποθέτω πάνω στα διάφορα κρουστά (crotales, soundplates, objectsδιαβάζουμε στο οπισθόφυλλο), κάνουν πολύ καλή δουλειά, μεγεθύνοντας με δημιουργικό τρόπο τις διαφορετικές συχνότητες. Το αποτέλεσμα είναι μια μουσική ρέουσα, με πολύ ενδιαφέρουσα διαστρωμάτωση τόσο στα ηλεκτρονικά χαμηλά της, όσο και στα percussiveυψηλά της.

όταν ο Ζαμπέτας αγανακτούσε με το μάξι…

$
0
0
Στα τέλη του ’60 και τις αρχές του ’70 ο «πόλεμος» ανάμεσα στο μίνι και το μάξι καλά κρατούσε. Τα κορίτσια και οι γυναίκες τής εποχής δοκίμαζαν και τα δύο, με το μίνι να αποτελεί το πιο λαϊκό-καθημερινό ένδυμα και το μάξι το πιο επίσημο (να το πούμε έτσι). Φαίνεται, όμως, πως κάποια στιγμή, εκεί γύρω στο ’72-’73, η πλάστιγγα έγειρε προς τη μεριά του μάξι, με αποτέλεσμα ο αντρικός πληθυσμός να… αγανακτήσει.
Η «νίκη» του μάξι δεν αφορούσε μόνο στα… ανώνυμα κορίτσια του λαού, αλλά και στα επώνυμα (που έδιναν και το σύνθημα εξάλλου), δηλαδή στις ηθοποιούς και τις τραγουδίστριες. Ενώ, ας πούμε, η Δέσποινα Γλέζου εμφανιζόταν με το καθ’ όλα αποδεκτό μίνι στην τηλεόραση, στο κανάλι των Ενόπλων Δυνάμεων, το 1969, στην εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη SonyShow, λίγα χρόνια αργότερα (1972) τόσο εκείνη όσο και η ChrisKing(αμφότερες μέλη των Νοστράδαμος) θα ανέβαιναν στη σκηνή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με… χλαμύδες.
Ο Ζαμπέτας με τον συνεργάτη του στιχουργό Διονύση Τζεφρώνη, ως σωστοί κοινωνικοί παρατηρητές, αφού είδαν πως γύρισε το πράγμα... τα πήραν, όπως λέμε, αποφασίζοντας να σκαρώσουν τραγούδι. Έβαλαν την τέχνη τους κάτω και να... Πρόκειται για το κομμάτι τους «Οι καινούργιες οι γυναίκες» που ακούγεται στο LP«Μάλιστα Κύριε» [OlympicSBL 1096] του 1973.
Η ανάρτησή μας συμπληρώνεται από ένα κλιπάκι του Εθνικού Οπτικοακουστικού Αρχείου (ΕΟΑ), από τα Επίκαιρα της εποχής που τα έβλεπε όλη η Ελλάδα και που δείχνει πόσο… απαγορευμένο ήταν το μίνι το 1969, και ακόμη από τα linksδύο παλαιότερων αναρτήσεων με παρεμφερές θέμα. Έτσι, για να μην ξεχνάμε και τα προηγούμενα κείμενα…



Εδώ το linkτου EOA

Κι εδώ οι παλαιότερες αναρτήσεις μας…
τα… απαγορευμένα (μίνι και μακριά μαλλιά)

ΦΩΤΟΣ ΓΙΟΦΥΛΛΗΣ ένα ποίημα για το μίνι

οι δίσκοι του ελληνικού ροκ 30 χρόνια πριν

$
0
0
Στο περιοδικό Ντέφι, στο δωδέκατο τεύχος του που είχε τυπωθεί τον Νοέμβρη του ’86, υπήρχε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στο ελληνικό ροκ. Τα κείμενα υπέγραφε ο Γιάννης Έξαρχος (τον θυμάστε, με την κοτσίδα του, από κάτι παλιές εκπομπές στην τηλεόραση;), ενώ τη σχετική δισκογραφία είχε επιμεληθεί ο Δημήτρης Δημητράκας (The Rosebuds, Φαίακες, Θαρσείν Χρει, Skull Damage, Schmetterling, T.V.C., Panx Romana, Ριφιφί, Δούρειος Ίππος κ.λπ.). Βεβαίως και στα κείμενα υπήρχαν διάφορα… άλλα αντί άλλων, αλλά και στη δισκογραφία παρατηρούνταν σημαντικές ελλείψεις (π.χ. απουσίαζαν οι δίσκοι του Γιώργου Ρωμανού, των Λήδα-Σπύρος κ.ά.).
Ο Δημητράκας, πάντως, πρέπει να ήταν ο πρώτος που είχε επιχειρήσει να κάνει μια καταγραφή των LPτού ελληνικού ροκ από τα sixtiesκαι μέχρι την εποχή εκείνη (1986), κι αυτό ήταν ένα «κάτι». Έτσι, είχε χωρίσει τη δισκογραφία σε… κεφάλαια. «1965-1970», «1971-1975», «1976-1980» και από το 1981 έως το 1986 κάθε χρονιά και κεφάλαιο.
Εγώ παίρνω ως δεδομένο το κεφάλαιο «1986» και λέω με λίγες λέξεις τη γνώμη μου για τα LPτου ελληνικού ροκ, έτσι όπως τα καταγράφει ο Δημητράκας στο Ντέφι (δεν κάθομαι, δηλαδή, να τσεκάρω τις χρονιές, ούτε αν λείπει κάτι).
Αυτό που πράττω έχει αξία για μένα (εσείς μπορεί να το βρείτε… ανάξιο), επειδή τα περισσότερα απ’ αυτά τα άλμπουμ έχω να τ’ ακούσω 25-30 χρόνια (όντως, αλήθεια!) και συνεπώς ό,τι σημειώσω τώρα αφορά σε εντυπώσεις, που μου έχουν μείνει από τότε στη μνήμη… Θέλω να πω πως, αν τα ξανακούσω τώρα πιθανώς να σχημάτιζα άλλη εντύπωση. Καλύτερη ή χειρότερη…
Πάμε λοιπόν… 

SCHMETTERLING: FeelingFunny [Ανεξάρτητο]  
Ο Δημητράκας τους βάζει πρώτους-πρώτους επειδή συμμετείχε στο συγκρότημα; Καλοπαιγμένο (θυμάμαι), αλλά άνευρο… τεχνορόκ. Καμμία διάθεση για να το ξανακούσω σήμερα. 
ΥΔΡΟΧΟΟΣ: Ζάλογγο [Υδροχόος]  
Είχαν… σκοτεινές reggaeεπιρροές. Ακόμη έχω στη μνήμη μου το τραγούδι τους «10 χρόνια». Πολύκαλό. 
SOUTH OF NO NORTH: Fell Frozen [Creep]
ΕίχεμέσατοAnnabelle Lee”. Ήταν καλύτερο από το πρώτο τους. 
THE LESBIANS: S/T [Enigma]
Electro-pop. Κάτιέλεγε 
A PRIORI: S/T [Ano-Kato]
Rock-fusionαπό τη Θεσσαλονίκη. Μου άρεσαν. Ένα κομμάτι μού θύμιζε Gong. 
ΑΔΙΣΟΣ: Αρετές και Άλλα Δεινά [Δικαίωμα Διάβασης]
Λοιπόν, αυτό το γκρουπ δεν το είχα αγοράσει τότε. Δεν το ήξερα. Βρήκα το LP στις αρχές τις δεκαετίας του ’90. Eightiesrockμε κιθάρες και πλήκτρα και με ελληνικό στίχο… Επειδή δεν το είχα χωνέψει στην εποχή του θα ήθελα να βρω το χρόνο, κάποια στιγμή, να το ξανακούσω… 
THE LAST DRIVE: Underworld Shakedown [Hitch-Hyke]
Τοαγόρασαμετοπουβγήκε. Το καλοκαίρι του ’86 το άκουγα συνέχεια. Αναβιωτικόgarage-punk στακαλύτεράτου. 
FEAR CONDITION: Till Night Comes Again [Smash]
Δεν με είχε ενθουσιάσει. Ήταν κάπως σκοτεινό. Δενθυμάμαιπολλάπράγματα 
STAINED VEIL: Livin’ on Leavin’ [Smash]
Αυτοί μου άρεσαν. Σκληρό κιθαριστικό ροκ. ΚάτισεWipers… 
NOISE PROMOTION COMPANY: Silence [Ano-Kato]
Ο δίσκος αυτός ήταν από τους πιο υποτιμημένους της εποχής (και μάλλον παραμένει). Έχω πολύ καλή εικόνα στη μνήμη μου και θέλω –και αυτόν– να τον ξανακούσω. 
LIBIDOBLUME: ColoursMelting [Δικαίωμα Διάβασης]
Καλό άλμπουμ – αν και δεν το είχα βάλει πολλές φορές στο πικάπ. 
ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ: S/T [Δικαίωμα Διάβασης] 
Kαι τότε το πίστευα. Και τώρα το πιστεύω. Ίσως το καλύτερο ελληνικό πανκ LP, που βγήκε ποτέ. 
ΛΕΥΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ: Μυστικοί Κήποι [ΕΜΙ]  
Γκρουπάρα. Από τα καλύτερα της εποχής. Απορώ, γιατί δεν το έβαλα, πριν τρία χρόνια, στα «20 καλύτερα του ’80». 
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΚΟΡΔΙΛΗΣ: Τι Κούραση να Ξεκουράζεσαι [Lyra]
Συμπαθητικός. Μου άρεσε πολύ το πρώτο τραγούδι τού δίσκου, που θύμιζε Λήδα-Σπύρος. Νομίζωλεγόταν«Σινικότείχος». 
THE ANTI TROPPAU COUNCIL: A Way Out [Pegasus]
Τους είχα δει πρώτα liveστον Πήγασο κι επειδή δεν μου άρεσαν ήμουν προκατειλημμένος. Πάντως στο δίσκο ήταν καλοί. 
BREAKDOWN: NightRide [Music-box] 
Το θυμάμαι σαν εξώφυλλο, αλλά δεν το είχα αγοράσει. 
2002 GR: Bestof [Music-box]
Εντάξει… Είχε μέσα «Σιδερένιο Άνθρωπο» ή όχι; 
ISKRA: A New Day [Polydor] 
Αυτόδενήτανrock ήτανjazz-rock. Είχε ωραίο εξώφυλλο, αλλά οι συνθέσεις δεν μου κάθονταν… 
VARIOUS: Συνταγή Αντι-Θανάτου [Famous Music] 
Τα είπαμε και προσφάτως, με αφορμή την επανέκδοση. Πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή. 
VAVEL: S/T [Famous Music]
Συμπαθητικό heavy. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΟΚΑΡΙΝΗΣ: Αυτόγραφο [Lyra]
Δεν το είχα αγοράσει. Και δεν θυμάμαι, τώρα, αν είχε βγάλει κάποια επιτυχία. 
ΤΕΡΜΙΤΕΣ: Τσιμεντένια Τραίνα [Virgin]
Το ίδιο σχόλιο (με το προηγούμενο). 
ΦΑΤΜΕ: Βγαίνουμε Απ’ το Τούνελ [EMI]
Το αγόρασα στα nineties, όταν κάπου το είχα βρει φτηνό. Είχε μέσα το «Στη Σταδίου». 
ΤΖΙΜΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ: Κάγκελα Παντού [EMI]
Εντάξει… το ακούμε και σήμερα αυτό. 
THEMUSHROOMS: Tasteof [Pegasus]
Πολύ καλό γκαραζορόκ, και με καλό (αγγλικό) στίχο. 
ΣΑΚΗΣ ΜΠΟΥΛΑΣ: Μπουλάς Ελλάς [CBS] 
Είχε κάποια εύστροφα στιχάκια. 
ΑΝΤΡΕΑΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ: Περνάω με Κόκκινο [CBS]
Το «Χαμένο νησί» δεν ήταν εκεί; 
BLACK BALLOON: Hey! [EMI]
12ιντσηκαρεκλίτσα
 

γιατί το CD είναι πια τόσο απαξιωμένο στην Ελλάδα, ενώ αλλού ζει και βασιλεύει;

$
0
0
Εμείς που μεγαλώσαμε με το βινύλιο χαιρετίσαμε το CD (εκεί στα τέλη του ’80 και τις αρχές του ’90) ως μια νέα φόρμα, που θα ερχόταν όχι για να αντικαταστήσει το αγαπημένο πλαστικό, αλλά ως κάτι που θα μπορούσε να το επεκτείνει. Κατά βάση ως ένα μέσο, στο οποίο θα ήταν δυνατόν να χαραχτεί περί τα 80 λεπτά μουσική. Αυτό ήταν πολύ βασικό.
Απολαύσαμε, με άλλα λόγια, άλμπουμ, τα οποία μάλλον ασφυκτιούσαν στα 40-45 λεπτά (χοντρικώς), που θα μπορούσε να αναπαραχθούν στο τυπικό long play. Άλμπουμ τζαζ, αβαντγκάρντ, ηλεκτρονικής, πειραματικής, σύγχρονης κλασικής κ.λπ. – καθώς υπάρχουν και αυτά τα είδη, εκτός από το καθημερινό ποπ/ροκ τραγούδι.
Περαιτέρω –και πέραν των καινούριων ψηφιακών παραγωγών– μας δόθηκε η ευκαιρία ν’ ανακαλύψουμε εκατοντάδες μουσικά διαμάντια, που είχαν τυπωθεί στο παρελθόν σε δυσεύρετους δίσκους, ενώ, πολλές φορές, εκείνες ακριβώς οι CD-reissues συνοδεύονταν από σπάνια ή και ανέκδοτα bonus tracks, χωρίς να αναφερόμαστε στις εντελώς ανέκδοτες ηχογραφήσεις ολάκερων long plays, που είδαν για πρώτη φορά το φως στην ψηφιακή εποχή. Ακόμη, να μη μιλήσουμε για κάποια συγκλονιστικά κουτιά, κάτι απίστευτα box-sets (συχνά ιαπωνικής προέλευσης), που δρούσαν ως τα τέλεια αφιερώματα σε μουσικές σκηνές, events, συγκροτήματα ή καλλιτέχνες.
Όλα αυτά τα προσέφερε βασικά το CD, με κάποιο σοβαρό οικονομικό κόστος είναι αλήθεια στην αρχή –κανείς δεν θα ξεχάσει τις 7 και 8 χιλιάδες δραχμές που κόστιζαν τα «εισαγωγής» στα κεντρικά δισκοπωλεία της Αθήνας στο δεύτερο μισό του ’90– και με κάπως πιο λαϊκό (κόστος) στη συνέχεια.
Και πού φτάσαμε; Να λέμε σήμερα, στην Ελλάδα, πως το CD έχει τελειώσει, πως δεν έχει πλέον νόημα να διαθέτει κάποιος σιντοθήκη, υποστηρίζοντας πως η συγκεκριμένη φόρμα έφαγε τα ψωμιά της, πως του χρόνου δεν θα υπάρχει και άλλα τέτοια ακατανόητα.

Η συνέχεια εδώ…

ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΕ ΣΚΟΠΕΛΕ... τραγούδια από την Σκόπελο/ Επιτόπιες ηχογραφήσεις του Μάρκου Φ. Δραγούμη (1967) για λογαριασμό του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπως Μερλιέ

$
0
0
Στην παράδοση προηγούμενων εκδόσεων τής ετικέτας Εκδοτική Δημητριάδος («Ύμνοι του Πάθους και της Ανάστασης», «Η τσιάι ’σι λουλουντί…»…) το βιβλίο-CD«Κατακαημένε Σκόπελε…» έρχεται να υπογραμμίσει κατ’ αρχάς το εξής. Πως σε μιαν εποχή κοινωνικο-οικονομικής έκπτωσης και αντικατάστασης του ειδικού και λεπτομερούς από το γενικό και χοντρικό, κάποιοι επιμένουν να επενδύουν στις μουσικές του τόπου τους, του… πολύ τόπου τους, χρηματοδοτώντας εκδόσεις που φανερώνουν αγάπη, μεράκι, επιστημονική ενασχόληση, υψηλή αισθητική και εν τέλει ουσία. Ο λόγος λοιπόν για μιαν εξαιρετική από πάσης απόψεως έκδοση, που καταπιάνεται με το παραδοσιακό τραγούδι τής Σκοπέλου – ένα μέρος του καλύτερα, εκείνου τέλος πάντων που κατέγραψε ο Μάρκος Φ. Δραγούμης τον Σεπτέμβριο του 1967. Η έκδοση αφορά σε βιβλίο 96 σελίδων με ενσωματωμένο CDσαράντα τραγουδιών, στην οποία ξεχωρίζουν... τα πάντα. Από το εξώφυλλο και τη γενικότερη αισθητική (χαρτί, γραμματοσειρές), μέχρι τα κείμενα και βεβαίως τα τραγούδια.
Όπως γράφει ο Μάρκος Δραγούμης στην πρώτη εισαγωγή.
«Το σκοπελίτικο τραγούδι διαφέρει από της Σκύρου και σε μικρότερο βαθμό από της Σκιάθου. Ο χαρακτήρας του όμως είναι νησιώτικος, καθώς απ’ αυτό αποκλείονται οι ανημιτονικές κλίμακες, τα τσάμικα και τα ελεύθερου μέτρου τραγούδια σαν κι αυτά που συναντάμε π.χ. στα κλέφτικα της Ρούμελης ή της Θεσσαλίας. Αντίθετα θα βρούμε σ’ αυτό τραγούδια σε δίσημα και επτάσημα μέτρα, καθώς και αμανέδες, φαινόμενα που ευδοκιμούν στα περισσότερα νησιά του κεντρικού και βόρειου Αιγαίου. Τα αποκριάτικα σατιρικά τραγούδια έχουν το ύφος που συναντούμε όχι μόνο στα νησιά, αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το ίδιο ισχύει για τα κάλαντα και τα νανουρίσματα. Επίσης παρατηρούμε εδώ κι εκεί επιδράσεις απ’ το σμυρναίικο τραγούδι και την καντάδα».
Κι ενώ ο Δραγούμης μάς εισάγει σ’ ένα πρώτο κλίμα, ακολουθεί το εκτενέστερο εισαγωγικό κείμενο τού Κωστή Δρυγιανάκη, που έρχεται να δώσει κι άλλες πολύτιμες πληροφορίες, μεγεθύνοντας πάνω σε συγκεκριμένες πτυχές του εν λόγω υλικού. 
Διαβάζουμε: «Η περιορισμένη παρουσία οργανοπαικτών, στις ηχογραφήσεις του Μάρκου (Δραγούμη), πάντως θέτει ερωτηματικά.(…) Ενδεχόμενα ο συντονισμός και η ηχητική καταγραφή των οργανοπαικτών να ήταν πιο δύσκολη απ’ ότι η καταγραφή φωνών· αν μάλιστα επρόκειτο για επαγγελματίες, πιθανώς θα ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα». Και πιο κάτω:«Η εγγραφή του Μάρκου, με αυτόν τον αθώο ερασιτεχνισμό της, είναι απρόβλεπτα ζωντανή· απογράφει εκτός από μουσικό υλικό δείγματα ομιλίας, ήχους του περιβάλλοντος (όχι και τόσο τυχαία, αν λογαριάσουμε πως ο Μάρκος έγραψε κι ένα ντελάλημα) και, εν τέλει, το ηχητικό περιβάλλον της μουσικής επιτέλεσης. Όσο κι αν αυτό το τελευταίο θα μπορούσε να θεωρηθεί καταγραμμένο ελλιπώς, σύμφωνα με τις σημερινές ιδέες καταγραφής δρωμένων(…), όσο και αν το μικρόφωνο συλλαμβάνει επιφωνήματα και σχόλια και άσκοπες υποδείξεις των παρευρισκομένων προς τον εθνογράφο(…) η ηχογράφηση κομίζει πληροφορίες που θα είχαν χαθεί εντελώς, αν πραγματοποιούνταν με την τεχνικά ορθή (και συνήθη) πρακτική της αποκοπής του μουσικού γεγονότος από τα συμφραζόμενά του. Το αλλοτινό μειονέκτημα σήμερα αποτελεί προσόν».
Το τρίτο και τελευταίο κείμενο τής έκδοσης έχει τίτλο «Σκόπελος: ο χώρος και η ιστορία» και είναι γραμμένο από τον Χρήστο Γ. Καλαντζή. Ακολουθούν ωραίες Α/Μ φωτογραφίες, εν συνεχεία το κεφάλαιο με «Τα τραγούδια» (με παράθεση των στίχων καθώς και σχόλια από τον Μάρκο Φ. Δραγούμη) και τέλος το τμήμα «βιβλιογραφία-δισκογραφία», που ολοκληρώνει την έκδοση.
Επί του ηχητικού, τώρα, δεν έχω να κάνω κάποια ουσιαστική παρατήρηση. Σαν απλός ακροατής, όμως, θέλω να πω πως είναι κρίμα τα περισσότερα κομμάτια να είναι acappellaκαι όχι ενοργανωμένα. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τις μανούλες και τις γιαγιάδες, τους πατεράδες και τους παππούδες που ακούγονται στην ηχογράφηση (ποσώς!), οφείλω να πω πως τα λίγα τραγούδια με συνοδεία οργάνων στο άλμπουμ «Κατακαημένε Σκόπελε…» είναι «άλλο πράγμα». Όπως «άλλο πράγμα» θα ήταν συνολικώς και το CD– παρότι δεν θα πρέπει να λησμονούμε, ούτε στιγμή, τον κάματο που απαιτήθηκε για να πάρει το δρόμος της και να ολοκληρωθεί η παρούσα άξια έκδοση.
Επαφή: https://www.facebook.com/Εκδοτική-Δημητριάδος-Volos-Academy-Publications-318885938231217, www.ekdotikidimitriados.org

42 χρονιά μετά… οικόπεδο και αποικία…

$
0
0
Το πρώτο ΦΑΝΤΑΖΙΟ της Μεταπολίτευσης (τεύχος 283, Τρίτη 30 Ιουλίου 1974, δρχ.10)

THE MICHAEL BLUM QUARTET ένα διαφορετικό tribute στον Oscar Peterson

$
0
0
Εδώ έχουμε έναν πραγματικά περίεργο δίσκο, ένα αληθινά περίεργο όσο και απολαυστικό tribute. Ο νεαρός κιθαρίστας (και τραγουδιστής) MichaelBlum, με τη βοήθεια τού κουαρτέτου του (JimStinnettμπάσο, BradSmithπιάνο, DomMoioντραμς), δεν επιχειρεί απλώς να παρουσιάσει έναν φόρο τιμής στο θρύλο πιανίστα της jazzOscarPeterson (1925-2007), αλλά κάτι πιο ειδικό και απαιτητικότερο. Να «περάσει» στην κιθάρα του τα soliτου Petersonστο πιάνο! Νότα προς νότα; Τώρα, αυτό δεν μπορώ να το βεβαιώσω για κάθε δευτερόλεπτο μουσικής που ακούγεται στοChasinOscar/ ATributetoOscarPeterson [MichaelBlumMusic, 2016], αλλά, εν πάση περιπτώσει, αυτός είναι ο στόχος του. Και αυτό επιτυγχάνεται, χονδρικώς, παίρνοντας γραμμή από το στάνταρντ (του Peterson) “Nightingale” (leadtrackστο άλμπουμ) και προχωρώντας στα… ενδότερα.
Όχι, ο Blumδεν διασκευάζει σώνει και καλά συνθέσεις του Oscar Peterson, αλλά κυρίως κομμάτια τής jazzπου πέρασαν στο ρεπερτόριο τού μεγάλου πιανίστα, αποτελώντας κατά μίαν έννοια τα εμβλήματά του – και αυτό είναι ίσως ακόμη πιο απαιτητικό και δύσκολο. Έτσι, πέραν του “Nightingale” ακούμε Gershwins (“Ilovesyou, Porgy”), A.C. Jobim(“ThegirlfromIpanema”), την “Tristeza”των HaroldoLobo& Niltinhoκαι άλλα διάφορα. Σε όλα τα tracksυπάρχει (και σε σχέση πάντα με την κιθάρα του Blum) η ευφράδεια και η σαφήνεια του παιξίματος τού Δασκάλου. Αν ο Petersonθα μπορούσε να παίξει αργά ή γρήγορα, σκληρά ή μαλακά, με πάθος ή συγκρατημένα, μπαλάντες, bluesή bop, επιλέγοντας πάντα ό,τι ήταν καταλληλότερο για τη στιγμή, έτσι και ο Blumεπιχειρεί να δημιουργήσει, με τα παιξίματα και τις επιλογές του, ένα ανάλογο καλειδοσκόπιο.
Το “ChasinOscar” μπορεί να χρωστά επίσης πολλά στον μπασίστα τού κουαρτέτου τον JimStinnett (σημαντικότατη μονάδα, που έχει να παρουσιάσει παραστάσεις και ηχογραφήσεις με RedGarland, Jean-PierreRampal, ErnestineAnderson, SamRivers, BuddyDeFranco, AnitaODay, RufusReid, Phish, TalFarlow…), που κάνει φοβερή ρυθμική δουλειά περνώντας συγχρόνως και δύο δικές του συνθέσεις στο set, όμως είναι τα παιξίματα του MichaelBlum, που μαγεύουν στο “ChasinOscar” – καθώς μεταφέρουν με απόλυτη επάρκεια στο τώρα τη μαγική ατμόσφαιρα δίσκων όπως το περίφημο “We Get Requests” [Verve, 1964], με Peterson, RayBrownκαι EdThigpen. Το νέο “ThegirlfromIpanema” δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα εκείνο, το ιστορικό, τού ’64…

οι NO MAN’S LAND και οι SMALL BLUES TRAP έχουν καινούρια άλμπουμ

$
0
0
Η εποχή ως γνωστόν, και σε σχέση με τη μουσική, προσφέρεται για τα πάντα. Έτσι, όλες οι κατευθύνσεις του ευρύτερου ροκ δηλώνουν παρούσες, καθώς όλα παίζουν και όλα σκορπίζονται ξανά στο τραπέζι. Τα συγκροτήματα μπορούν να διαλέξουν ό,τι γουστάρουν και τους πάει καλύτερα από τα 60 χρόνια τής ροκ ιστορίας (από το rocknrollκαι το rockabilly, μέχρι το beatκαι το garage, και από το ψυχεδελικό ροκ και το progressive, μέχρι το bluesrock, το countryrockκαι το hardrock), ανατέμνοντας πολλές φορές τάσεις και πρακτικές δημιουργώντας τα δικά τους νεότερα υβρίδια (stoner, americanaκαι τόσα άλλα).
Τα ελληνικά συγκροτήματα, φυσικά, δεν διαφέρουν ως προς αυτό. Κινούμενα στις ίδιες πάνω-κάτω γραμμές, μας δείχνουν το πόσο, πραγματικά και πρακτικά, μετράνε. Και αν μιλάμε, όπως εδώ, για τους καταξιωμένους NoMansLandκαι βεβαίως για τους νεότερους, αλλά επίσης ξεχωριστούς SmallBluesTrap, τότε κάθε καινούρια πρόταση, κάθε καινούρια δική τους πρόταση, δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζεται με το ανάλογο ενδιαφέρον και τη δέουσα προσοχή.
NO MAN’S LAND “Infinite Equinox” plus…
Για τους NoMansLandοφείλουμε να πούμε πως έχουν στην κατοχή τους ένα από τα καλύτερα LPτής λεγόμενης αναβίωσης, που ηχογραφήθηκαν ποτέ στην Ελλάδα. Ο λόγος για το εξοντωτικό “Zalion” από το 1988, που ακόμη και σήμερα διαλύει τα πάντα στο πέρασμά του.
Όμως και στη δεύτερη liveκαι δισκογραφική ζωή τους, που ξεκίνησε το 2008 και φθάνει μέχρι τις μέρες μας, οι NoMansLandπαραμένουν ένα από τα καλύτερα ελληνικά συγκροτήματα – εξ όσων άντλησαν, τέλος πάντων, από ’κείνο που ονομάστηκε, στα sixties, ψυχεδελικό ροκ. Αυτό μαρτυρούν όχι μόνο τα live, αλλά και οι δίσκοι τους – τα πέντε LPτους δηλαδή, που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια. Για το πέμπτο απ’ αυτά, και έβδομο συνολικό τους, το “InfiniteEquinox”, που τυπώθηκε σε 300 κόπιες και σε 180άρι βινύλιο από την AnazitisiRecordsθα πούμε τώρα κάποια λόγια.
(…)
SMALL BLUES TRAP “Time Tricks”
Κάποτε, σ’ έναν παλιότερο δίσκο των SmallBluesTrap, το “RedSnakes& CaveBats” [ShelterHomeStudio] του 2010, ο Ηλίας Ζάικος –η ψυχή των bluesστην Ελλάδα εδώ και 30+ χρόνια μαζί με το συγκρότημά του BluesWire– έγραφε:
«Οι Small Blues Trap αγαπούν τα μπλουζ. Αναντίρρητα. Μαζί όμως αγαπούν και τους ήχους του κόσμου και της καρδιάς, την αχλύ των βάλτων της Λουιζιάνα, τα ξεκούρδιστα πιάνα, τις ασπρόμαυρες ταινίες, τη μυρωδιά του Αιγαίου, τις βροχερές νύχτες στους αυτοκινητόδρομους, τις μεταλλικές κιθάρες, τα φορεμένα ρούχα και τα ροζιασμένα χέρια. Και πάνω απ’ όλα αγαπούν να σκέφτονται, να προβληματίζονται και να δημιουργούν. Παιδιά σαν τους Small Blues Trap, ζώντας στην ελληνική επαρχία, παλεύοντας με θεούς και δαίμονες, είναι οι αληθινοί ήρωες της προσπάθειας για κάτι καλύτερο στη μουσική μας πραγματικότητα. Από τη Μαλεσίνα, το Μαρτίνο και τη Λιβαδειά υψώνουν τη φωνή τους ν’ ακουστεί ανάμεσα στις θορυβώδεις, χυδαίες τηλεοράσεις και την ηχορύπανση των δούλων της σκυλάδικης νοοτροπίας στις μεγαλουπόλεις. Φωνή καθάρια, με άποψη. Δική τους».
Ο Ζάικος γράφει από καρδιάς και πιάνει την ουσία, το είναι, αυτού τού ξεχωριστού γκρουπ, που τα δίνει όλα, πάντα με σημείο αναφοράς το blues, τόσο στα live, όσο και στη δισκογραφία.
Έτσι και στο “TimeTricks” [Anazitisi, 2016] οι SmallBluesTrap, δηλαδή ο Παύλος Καραπιπέρης φωνή, φυσαρμόνικα, κιθάρες, κρουστά, ο Λευτέρης Μπέσιος μπάσο και ο Παναγιώτης Δάρας κιθάρες, βιολί, κρουστά, πράττουν εκείνο που ξέρουν καλύτερα απ’ όλα.
(…)

Η συνέχεια εδώ…

ΠΑΡΙΣ ΠΑΡΑΣΧΟΠΟΥΛΟΣ ο Ερωτόκριτος του Βασίλη Ρώτα

$
0
0
Θυμάμαι τον συνθέτη Πάρι Παρασχόπουλοαπό τα earlynineties, όταν είχε πέσει στα χέρια μου το LPτου «Καταγωγή της Νύχτας». (Αυτό το άλμπουμ προέρχεται από το 1991-’92-’93 κάπου εκεί, και πάντως όχι από το 1986, όπως διαβάζουμε στοdiscogs). Θυμάμαι επίσης το σχετικό άρθρο του φίλτατου Θωμά Ταμβάκου στο Jazz& Τζαζ (τεύχος 65/66, Αύγουστος/ Σεπτέμβριος 1998), στο οποίο μπορούσες να διαβάσεις όλα όσα θα άξιζε να γνωρίζει κάποιος γι’ αυτόν τον σοβαρό, αλλά όχι και τόσο γνωστό δημιουργό. Ας πούμε, λοιπόν, πως υπάρχουν άλλα δύο τουλάχιστον άλμπουμ τού Παρασχόπουλου, που δεν αναφέρονται στο discogs. Είναι το “Mediterranée”, που κυκλοφόρησε στη Γαλλία προς τα τέλη των eightiesαπό την 3A Production και το «Παραμύθια με Πολύχρωμες Εικόνες» του Δήμου Θεσσαλονίκης από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τέλος, όσον αφορά στα δισκογραφικά, τρεις συνθέσεις τού Παρασχόπουλου ακούγονται στο CD«Ράδιο… + θέσεις» [Η Πόρτα… που Ανοίγει/ΕΡΤ3] του 2002.
Πριν λίγο καιρό ο Μετρονόμος κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ με μουσικές και τραγούδια του Πάρι Παρασχόπουλου που έχει τίτλο «Ερωτόκριτος / του Βασίλη Ρώτα». Όπως γράφει ο ίδιος ο συνθέτης στο ένθετο:
«Είναι μεγάλη τιμή για μένα που είχα την ευκαιρία να γράψω μουσική για τον Ερωτόκριτο του Βασίλη Ρώτα, μια “δραματική σπουδή από το έπος του Κορνάρου” όπως το ονομάζει ο ίδιος, ένα σπουδαίο και σπάνιο έργο. Ο Βασίλης Ρώτας ήταν για όλους εμάς ένας μεγάλος Δάσκαλος (ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, κριτικός και μεταφραστής), μας έμαθε την Ελλάδα, μας δίδαξε τον λαϊκό πολιτισμό, την παράδοση, το δημοτικό τραγούδι, ακόμα και τον Καραγκιόζη. “Ο Δημιουργός, καταλύτης και αποδέκτης των πάντων είναι ο Λαός” έλεγε ο Βασίλης Ρώτας. Μας έμαθε ότι, στην Τέχνη, δεν έχει σημασία ο όγκος και ο πλούτος, αλλά το λιτό και το απέριττο, το πραγματικό και το αληθινό. Με αυτή την σκέψη ξεκίνησε για μένα η περιπέτεια του Ερωτόκριτου. Το έργο έχει την δική του ιστορία. Γράφτηκε, αν δεν κάνω λάθος, για να γίνει κινηματογραφική ταινία, τελικά έγινε θεατρική παράσταση σε σκηνοθεσία της Όλγας Παναγοπούλου. Πρεμιέρα έκανε στο Θέατρο της Ρεματιάς στο Χαλάνδρι και από εκεί ταξίδεψε σε πολλά μέρη και έφτασε μέχρι τα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας. Ήταν τέλη του ’89 αρχές του ’90 όταν ξεκίνησα να γράφω τη μουσική, η οποία είχε εκτός από τα μουσικά μέρη και έξι τραγούδια».
Αυτή ακριβώς η μουσική με τα έξι τραγούδια κυκλοφορούν τώρα σ’ ένα περιποιημένο all-paperCD, 26-27 χρόνια μετά την ηχογράφησή τους.
Το άλμπουμ είναι εξαιρετικό – να το πω από την αρχή. Όλα τα κομμάτια, και τα  ορχηστρικά και τραγούδια, είναι ένα κι ένα. Ο Παρασχόπουλος συνέθεσε σε απλές λαϊκές/ παραδοσιακές γραμμές, δίνοντας βάρος στη μελωδία και παίρνοντας τα μέγιστα απ’ όλους ανεξαιρέτως τους συνεργάτες του – και τους μουσικούς (ξεχωρίζουμε τον Κυριάκο Γκουβέντα βιολί, τον Σταύρο Ζιώγα τζουρά, τον Δημήτρη Μυστακίδη λαούτο…) και βεβαίως τους τραγουδιστές (Νίκος Παπάζογλου, Σωκράτης Μάλαμας, Σταύρος Ζιώγας, Αγγελική Λεμονή, Όλγα Αθανασιάδου).
Έχουμε λοιπόν, εδώ, μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια που είπαν αυτοί οι συγκεκριμένοι, γνωστοί ερμηνευτές στην καριέρα τους (ενώ, υποθέτω, πως το ίδιο θα ισχύει και για τους λιγότερο γνωστούς). Κι αν αυτό μπορεί να έχει τη σημασία που έχει για τα τρία τελευταία ονόματα, φαντάζεστε τι νόημα μπορεί να έχει για τον Μάλαμα και τον Παπάζογλου. 
Το «Τραγούδι του Ερωτόκριτου» είναι έξοχο – και αν κυκλοφορούσε τότε, το ’90, θα συναγωνιζόταν τις άλλες μεγάλες επιτυχίες του Παπάζογλου. Το ίδιο και για τα «Πρώτο τραγούδι του ποιητή, Περνούν οι μέρες» και «Δεύτερο τραγούδι του ποιητή, Μέρα και νύχτα», που ακούγονται στον «Ερωτόκριτο» με την φωνή του Σωκράτη Μάλαμα. Έξοχες μπαλάντες, εφάμιλλες των καλυτέρων που είπε στην καριέρα του ο αγαπητός (γενικώς και ειδικώς) ερμηνευτής. Και τα υπόλοιπα τραγούδια, και βεβαίως τα ορχηστρικά, είναι όλα εξαιρετικά – και κάπου εδώ, ίσως, ψυλλιάζομαι ένα μικρό μυστικό. Η απαίτηση να ενοργανωθούν αυτές οι συγκεκριμένες μελωδίες για τζουρά (και όχι μπουζούκι), λαούτο, βιολί, κιθάρες, κοντραμπάσο κ.λπ. απεδείχθη, φρονώ, καθοριστική. Δεν ανήκει δηλαδή ο «Ερωτόκριτος» στο κυρίως σώμα της αναμενόμενης «εντεχνίλας». Μπορεί να κολυμπά στο ίδιο ρέμα, αλλά όχι στον κύριο ρου. Κι αυτό θα είναι πάντα το ζητούμενο. Το να δηλώνεις «παρών», εννοώ, σ’ εκείνο που συμβαίνει, αλλά με τον δικό σου τρόπο – να μην ομαδοποιείσαι αναγκαστικώς.
Ανακαλύψτε αυτό το άλμπουμ.
Επαφή: www.metronomos.gr
 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ early days

$
0
0
Στην αρχή ήταν οι πέντε προπολεμικές (κατά πάσα πιθανότητα) φωτογραφίες τού Οδυσσέα Ελύτη (τέσσερις από τις οποίες καλοκαιρινές), που είχαν δημοσιευτεί σε δυο παλιά περιοδικά τού Λεωνίδα Χρηστάκη, τον Κούρο (τεύχος 2, Μάης 1971) και το Panderma (τεύχος 4, Φλεβάρης 1973). Τα υπόλοιπα ήρθαν στην πορεία. Εννοώ το ποίημα Επέτειος από τη συλλογή Προσανατολισμοί [Πυρσός, Αθήναι 1940], η συνέντευξη στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής, την 31 Οκτωβρίου 1965 (ανώνυμο άρθρο και ανυπόγραφη συνέντευξη!) και, τέλος, η μελέτη τής Λιλής Ζωγράφου ο ηλιοπότης ΕΛΥΤΗΣ [Ερμείας, Αθήνα 1971].
Ας ξεκινήσουμε με μερικά αποσπάσματα από τη συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη στο Βήμα, το 1965, που σχετίζονται με το ξεκίνημα τής διαδρομής του…

Η συνέχεια εδώ…

TRIO TRARΑ

$
0
0
Η FilmStillείναι ακόμη μια εγγραφή τής γνωστής μας αυστριακής εταιρείας JazzWerkstatt, που αρέσκεται, ως γνωστόν, στην jazz-avantκαι το πείραμα.
Τρίο είναι φυσικά οι TrioTraraαποτελούμενοι εκ των KlemensLendlβιολί, PeterRomκιθάρες και ManuMayrκοντραμπάσο. Με τους μουσικούς να έχουν εντρυφήσει από χρόνια στα σχετικά ηχοχρώματα μέσω άλλων projects (Rom/ Schaerer/ Eberle, FuzzNoir, DieStrottern, Kompost 3 κ.λπ.), έχοντας παραλλήλως και την απαραίτητη θεωρητική κάλυψη ως Αυστριακοί ή, εν πάση περιπτώσει, ως σπουδαγμένοι σε αυστριακές μουσικές σχολές και ωδεία, ώστε να μπορούν να προχωρούν με άνεση προς τις λεγόμενες… αχαρτογράφητες περιοχές, μας παρουσιάζουν εδώ, ως TrioTrara, ένα βινυλιακής διάρκειας σετ που ξαφνιάζει με την αβαντγκαρντίστικη ευφράδειά του. Συνθέσεις και αυτοσχεδιασμοί για τρία όργανα (βιολί, κιθάρες, μπάσο) με συνειδητή αποφυγή των εγωκεντρικών κακοτοπιών και κυρίως με την πεποίθηση πως το τρίο… είναι τρίο και μόνον έτσι, ως τέτοιου τύπου σχήμα δηλαδή, μπορεί να λειτουργήσει.

ANN ARBOR BLUES & JAZZ FESTIVAL 1972

$
0
0
Η Ann Arbor του Michigan, πόλη αρκετά κοντά στο Detroit κι ένα από τα κέντρα του αμερικανικού ακτιβισμού, έγινε γνωστή στα τέλη του ’60 και τις αρχές του ’70 για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί αποτέλεσε ορμητήριο του John Sinclair και του White Panthers Party και δεύτερον, γιατί εκεί οργανώθηκε το περιώνυμο blues & jazzfestival, που είχε ως βασικό στόχο του να αναδείξει προβλήματα και προβληματισμούς τής μαύρης και τής λευκής κοινότητας, πέραν από αισθητικές (διάβαζε μουσικές) κατηγοριοποιήσεις. Όπως γράφει και ο Sinclairστο εξώφυλλο του άλμπουμ:
«Είναι πολύ σοβαρό το θέμα που μπαίνει με την λανθασμένη κατηγοριοποίηση της μουσικής (jazz, bluesκ.λπ.), όπως το επιχειρούν ορισμένοι – άτομα γενικώς, που αρέσκονται να ερμηνεύουν τα πράγματα ξέχωρα από την ανθρώπινη έκφραση, σαν κάτι που μελετάται και αναλύεται, όπως ένα άψυχοτεχνούργημα σε κάποιο μουσείο. Όλοι αυτοί ξεχνούν πως η μουσική δεν έχει κανένα απολύτως νόημα ξεκομμένη από το χώρο της, μακριά από τους ανθρώπους –που αναπνέοντας οι ίδιοι, τής δίνουν λόγο ύπαρξης–, από ανθρώπους, εννοώ, ίδιους με όλους εμάς τους υπολοίπους».
Το AnnArborBlues& JazzFestivalτου 1972 έλαβε χώρα στο OtisSpannMemorialFieldκαι οργανώθηκε από τους PeterAndrewsκαι JohnSinclairστις 8, 9 και 10 Σεπτεμβρίου εκείνης της χρονιάς. Τα ονόματα που συμμετείχαν ξεπερνούσαν τα 25, ενώ τα περισσότερα απ’ αυτά καταγράφηκαν στο διπλό LP, που κυκλοφόρησε στις αρχές του ’73.
Πιο συγκεκριμένα χαράχτηκαν στο βινύλιο ο HoundDogTaylorμε τους Houserockers, η KokoTaylor (με το κλασικό “Wangdangdoodle), ο BobbyBland, ο Dr. John (με το ψυχεδελικό “Iwalkedonguildedsplinters”, ο JuniorWalkerμε τους AllStars, η BonnieRaitt (μ’ ένα αφιέρωμα στους FredMcDowellκαι SleepyJohnEstes), oHowlinWolf, ο MuddyWaters (με το “Honeybee”), οι CJQτου τρομπετίστα CharlesMoore, η LucilleSpannμε τον MightyJoeYoung, ο FreddieKing (με το εκρηκτικό “Goindown”), oLutherAllison, οι BoogieBrothersμε την SarahBrownκαι τον JohnnyNicholas (...πατριωτάκι, με παρουσίες και στην Ελλάδα), ο JohnnyShines (με το “Dustmybroom”), ο OtisRush, η SippieWallaceκαι, τέλος, ο SunRaμε την Solar-MythArkestraστην πιο... space-worldστιγμή τούlive. Επίσης πήραν μέρος, χωρίς να καταγραφούν σ’ αυτό το διπλό LP, οι MojoBoogieBand, ο LightninSlim, οι Siegel-SchwallBand, ο LittleSonny, ο RobertJr. Lockwood, ο Miles Davis, ο Pharoah Sanders, οι New Dalta Creative Music Ensemble, ο Archie Shepp καιεπιπλέονοι Art Ensemble of Chicago. Οι τελευταίοι, μάλιστα, είχαν την τύχη να δουν την παράστασή τους ηχογραφημένη στο LPBap-Tizum” [Atlantic], όπως και μερικοί άλλοι ακόμη (ο LittleSonnyγια παράδειγμα).
Στους τίτλους τέλους πάλι ο JohnSinclairέχει το λόγο:
«Σε όλους εσάς, που δεν είχατε την τύχη να παρακολουθήσετε τις συναυλίες, εύχομαι να περάσετε καλά ακούγοντας αυτόν το δίσκο καθώς το ίδιο ακριβώς ένοιωθαν και οι μουσικοί, όταν τον δημιουργούσανκαι να τον αξιολογήσετε θετικά, αφήνοντας τη μουσική να σας προσεγγίσει. Και μετά ίσως μπορέσουμε να πάμε κάπου, να περπατήσουμε όλοι μαζίκαι να φθάσουμετόσο μακριά, εκεί όπου μόνον η μουσική μπορεί να μας πάει.  
Δύναμη στους Ανθρώπους της Μουσικής, Όλη η Δύναμη στους Ανθρώπους»
 

ΤΑ ΡΟΚ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ μέρος Ι

$
0
0
Προσφάτως κυκλοφόρησε ξανά το βιβλίο τού Γιώργου Τουρκοβασίλη Τα Ροκ Ημερολόγιααπό τις Εκδόσεις Στο Περιθώριο [πρώτη έκδοση Οδυσσέας, 1984]. Για το βιβλίο αυτό υπήρξε μιαν όχι και τόσο ανεξήγητη ζήτηση τα τελευταία χρόνια, ενταγμένη σ’ αυτό το «κλίμα επιστροφής» που καλλιεργήθηκε εν σχέσει με τα greekeighties. Αφού τυπώθηκανξανά κάμποσοι δίσκοι της περιόδου, αφού επανήλθαν στο προσκήνιο συγκροτήματα χαμένα από τότε, αφού γυρίστηκαν ταινίες, γιατί να μην κυκλοφορήσει εκ νέου και κανα βιβλίο; Συνέβη.
Τα καινούριαΡοκ Ημερολόγιαέχουνδιαφορετικό κασέ από το... original, έχουνπερισσότερες Α/Μ φωτογραφίες, ενώ διορθώθηκαν λάθη, όπως και κάποιες πραγματολογικές χοντράδες, που υπήρχαν στην πρώτη έκδοση. Σαν επανέκδοση δηλαδή είναι περιποιημένη (διατίθεται και σε σωστή τιμή), αν και το βασικό μενού παραμένει το ίδιο και... βεβαίως «μπάζει». Και «μπάζει» περισσότερο, τώρα, απ’ όσο «έμπαζε» το 1984. Υπό αυτήν την έννοια και μόνον εγώ θα πω πως δεν ήταν αναγκαία η επανέκδοση τού βιβλίου. Θα προτιμούσα, με άλλα λόγια, ο Τουρκοβασίλης να κυκλοφορούσε ένα φωτογραφικό λεύκωμα π.χ., γιατί οι φωτογραφίες του είναι όντως ωραίες, παρά Τα Ροκ Ημερολόγια.
Στο βιβλίο υπάρχουν κάποια κείμενα τού φωτορεπόρτερ, μα κυρίωςμεταφέρονταιοι «απόψεις»τινών ροκάδων, φρικιών, πάνκηδων, νιουγουεβάδων και λοιπών «φυλών» της εποχής. Τι λένε όλοι αυτοί; Βασικά... ό,τι τους κατέβει, με τον Τουρκοβασίλη να καταγράφει χωρίς προσωπική κρίση. Τώρα, σε κάθε είκοσι αρλούμπες που θα διαβάσεις από τις «φυλές», μπορεί να υπάρχει και κάτι σωστό ανάμεσα, ok, όμως και αυτό χάνεται μέσα στη γενικότερη αφασία.
Πιθανώς ορισμένοι να πουν πως τα πράγματα, σήμερα, εν σχέσει με τον λόγο γύρω από τη μουσική, είναι ακόμη χειρότερα. Αν όντως συμβαίνει έτσι –και δεν έχω λόγους να μην το δεχθώ, ίσα-ίσα...– τότε το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως ένα εγχειρίδιο τής... ροκ κοτσανολογίας, στην Ελλάδα, από τα fiftiesέως και τώρα. Και υπό αυτή την έννοια η χρησιμότητά του, εν τέλει, ίσως να μην είναι και τόσο μικρή...
Στη συνέχεια σταχυολογώ κάποια λίγα «τρελά», από ’κείνα που καταγράφονται στις πρώτες 100 σελίδες τούβιβλίου και τα οποία αφήνω ασχολίαστα (στην ανάρτηση). Αν υπάρχει λόγος να πω κάτι θα το πω στα σχόλια. Στις υπόλοιπες 90 (σελίδες) θα αναφερθώ μιαν επόμενη φορά... 

«Τη χρονιά ’82-’83 βγαίνουν οι περισσότεροι δίσκοι ελληνικού ροκ και γενικά το ροκ περνάει σαν έννοια στο πλατύ κοινό» (σελ.17)
«Οι νέοι αυτοί αρνούνται να παίξουν το παιχνίδι του κατεστημένου που μιλάει για επιστροφή στις ρίζες και για ελληνικότητα» (σελ.17) 
«Η νέα γενιά του ροκ κάνει αισθητή την παρουσία της στη συναυλία των Police (Μάρτιος ’80), την πρώτη ροκ συναυλία ύστερα από εκείνη τη θρυλική των Rolling Stones του 1967» (σελ.19) 
«Αφού η ελληνική μουσική δεν κατάφερε να γίνει ροκ, έγινε το ροκ ελληνικό!» (σελ.20) 
«Και ότι η κατακραυγή εναντίον τους (των χούλιγκανς) καλλιεργείται από το σύστημα, όχι για λόγους ηθικής τάξης, αλλά γιατί τους βρίσκει εμπόδιο στην παραπέρα εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου» (σελ.32)
«Η Κλειστοφοβία ήταν ένα αβαντγκάρντ ψυχεδελικό γκρουπ. Ο Στέφανος έπαιζε εντελώς πειραματικά κιθάρα, με μια πρόκα. Κανένας δεν ήξερε μουσική από μας» (σελ.42) 
«Το ’83 εκδηλώνεται πιο έντονα μια στροφή από το πανκ στη νέα ψυχεδέλεια, που νωρίτερα είχε εκφραστεί σε ορισμένα τραγούδια των Magic de Spell και στη μουσική των Metro Decay (σελ.50) 
«Τέλος, η λέξη “αντιδραστικός” τώρα έχει πάρει αντίθετη σημασία. Δε σημαίνει δεξιός, σκοταδιστής, αλλά προοδευτικός, επαναστάτης που αντιδρά στο σύστημα» (σελ.56-57) 
«Η μουσική είναι ιδεολογία. Φανταστείτε ότι στο μέλλον, μια εξελιγμένη αστυνομία θα ερευνά τις μουσικές προτιμήσεις, για να μαθαίνει τα πολιτικά φρονήματα» (σελ.57) 
«Το ροκ εν ρολ άρχισε το ’54 με τον Bill Haley, με το Rock around the clock. Μετά από εκεί, το πήρανε οι Fats Domino, Chuck Berry, Little Richard. Σε μια φάση ήρθε ένας άλλος τραγουδιστής που τον έλεγαν Elvis Presley, μιμήθηκε όλους αυτούς και έβγαλε κομμάτια δικά του, και τον θεωρούμε τώρα αυτόν σαν τον βασιλιά του ροκ εν ρολ» (σελ.62) 
«Την άλλη δεκαετία, έρχονται οι Beatles, οι Rolling Stones. Βγαίνουνε ο Hendrix, η Joplin, οι Doors, κάτι Bad Company, κάτι Procol Harum, πριν απ’ το ’70» (σελ. 62) 
«Μετά βγαίνει ένα συγκρότημα που λέγεται Pink Floyd. Αυτοί είναι κάτι το ξεχωριστό, δεν κάνουν καμιά μίμηση, η μουσική βγαίνει από μέσα τους, από την ψυχή, γι’ αυτό τη λέμε “ψυχεδελική”» (σελ.62-63) 
«Το ’76, επειδή το ροκ εν ρολ κόντευε να σβήσει, βγήκε το πανκ για να το ανανεώσει. Το πρώτο συγκρότημα οι Sex Pistols, τα “σεξουλιάρικα πιστόλια”, κάνουν κάτι τρελά, κάτι ροκ εν ρολ κινήσεις κι έτσι, ναρκωτικά μέσα, ο μισός κόσμος να ’χει κατεβάσει ηρωίνες, LSD, να ’ναι μαστουρωμένοι όλοι, να παίζουνε μουσικοί αυτοί, να τα σπάνε» (σελ.63)
«Η πρώτη μουσική σε χυδαιότητα είναι το πανκ, αλλά η πρώτη σε ηλιθιότητα είναι το χέβυ μέταλ» (σελ.63) 
«Αν πας στο σπίτι ενός ντισκά, θα βρεις πολλούς δίσκους χέβυ μέταλ, γιατί κατά βάθος αυτό του αρέσει...» (σελ.78)
«Αληθινά λυπάμαι που είμαι Έλληνας. Έχω γνωρίσει ξένα παιδιά και βλέπω τι απλά που είναι» (σελ.80) 
«Γίνεται η δικτατορία. Ήταν σα να ’χεις ανάψει με το ζόρι μια καλή φωτιά και να ’ρθει ο άλλος να σου ρίξει έναν κουβά νερό. Γιεγιέδες, νεανικά συγκροτήματα και πειρατικοί σταθμοί γίνανε φύλλο και φτερό» (σελ.88)
«Ένα ποσοστό πέθανε από LSD, ένα άλλο ποσοστό πήγε φυλακή(...) Αμέσως μετά βγήκε η καινούργια γενιά που ήτανε 16-17 χρονών, που μπήκε κατευθείαν στο άγριο, μπήκε στα χοντρά ναρκωτικά» (σελ.93) 
«Τα περισσότερα συγκροτήματα που παίζουν και βγάζουν δίσκους είναι πουλημένα» (σελ.97)
«Εδώ στην Ελλάδα, το ροκ δεν υπάρχει σαν τρόπος ζωής» (σελ.97)

YELLO ένα αγαπημένο συγκρότημα των 80s

$
0
0
Τον τελευταίο καιρό ακούω ξανά ηχογραφήσεις των Yello από τη δεκαετία του ’80. Τους ανακάλυψα την εποχή που άρχισαν να γίνονται περισσότερο γνωστοί και στην Ελλάδα, εκεί γύρω στο 1982, όταν η Virgin ξεκινούσε να τυπώνει τους δίσκους τους – πρώτα το “Solid Pleasure” και στην πορεία σχεδόν όλα τα υπόλοιπα (“You Gotta Say Yes To Another Excess”, “Stella”, “One Second” κ.λπ.). Yello μετέδιδαν, τότε, ο Πετρίδης και ο Ζήλος στις ραδιοφωνικές εκπομπές τους (πιθανώς και άλλοι), καθώς διάβαζες και τις σχετικές δισκοκριτικές (εννοείται) σε όλα τα μουσικά περιοδικά της εποχής.
«Πιστεύω ότι η Ευρώπη χρειάζεται μια νέα Αναγέννηση, πως οι Ευρωπαίοι πρέπει να ξαναβρούν τις δικές τους πολιτισμικές αξίες και να πάψουν να αντιγράφουν τις ανοησίες της αμερικάνικης καταναλωτικής κοινωνίας. Είναι πράγματι κρίμα που τα πάντα γίνονται όλο και πιο ανώνυμα, όπως αυτά τα ηλίθια χαμπουργκεράδικα που ξεφυτρώνουν σε κάθε γωνιά της Ευρώπης».
[Ο Dieter Meier των Yello στο περιοδικό Ήχος & Hi-Fi, τεύχος 177, 12/1987,στους Αργύρη Ζήλο και Νίκο Τριανταφυλλίδη]
Ένα κομμάτι τους, ένα από τα ωραιότερά τους, έτσι εις ανάμνησιν... Μεγάλη περίπτωση...

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΟΡΔΗΣ Mediterrana

$
0
0
Τον πιανίστα Λευτέρη Κορδήτον θυμάμαι από το 2003, όταν ως μέλος του IonianJazzEnsemble, του jazzσχήματος που ξεπήδησε από το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα, συμμετείχε στην ηχογράφηση ενός CD, που είχε μοιραστεί, τότε (Μάρτιος 2003), με το τεύχος 120 του Jazz& Tzaz. Από τότε έχουν περάσει 13 χρόνια… και όλα αυτά τα χρόνια η καριέρα του Κορδή  είναι αλήθεια πως έχει αποκτήσει πια άλλες διαστάσεις, για να μην πούμε πως έχει απογειωθεί. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο βιογραφικό του και θα καταλάβει… http://www.leftchordmusic.com/leftchordmusic.com/Bio_%28Greek%29.html.
Το πιο πρόσφατο άλμπουμ του Λευτέρη Κορδή, που, βεβαίως, μας έρχεται από την Αμερική και την εταιρεία του GregOsby, την InnerCircleMusic, έχει τίτλοMediterrana(GoddessofLight)”, είναι ηχογραφημένο σε δύο sessions(Νοέμβρης ’13-Μάρτης ’15) και είναι αυτό που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια…
Να πούμε κατ’ αρχάς πως ο Κορδής έκανε στην Αμερική ένα ελληνικό-ελληνικότατο άλμπουμ. Μπορεί αυτό να το αποκαλεί “Mediterrana”, καθότι στον κόσμο τού Νέου Κόσμου δεν είναι πάντα και τόσο σαφές το τι σημαίνει «Ελλάδα», όμως στην πράξη μιλάμε για ένα CDμε απόλυτες ελληνικές μουσικές μνήμες, που μπορεί να ξεκινούν από την Ικαρία και το Σιδηρόκαστρο και να φτάνουν μέχρι τον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο στην Εύβοια και το Λυβικό Πέλαγος. Δίπλα στον Κορδή σ’ αυτό το συναρπαστικότατο, ανά τόπους, ταξίδι βρίσκονται έλληνες και ξένοι μουσικοί, άλλοι σε πιο στενό ρόλο, και άλλοι κάπως σαν guests. Να τους αναφέρουμε, επειδή η παρουσία τους είναι και σημαντική και ενδεικτική τού τι πάνω-κάτω ακούγεται στο άλμπουμ. Πρόκειται λοιπόν για τους: Πέτρο Κλαμπάνη κοντραμπάσο, ZivRavitzντραμς, RoniEytanφυσαρμόνικα, Βασίλη Κώστα λαούτο, Χάρη Λαμπράκη νέι, AlecSpiegelmanκλαρίνο, μπάσο κλαρίνο, JohnLockwoodκοντραμπάσο, SergioMartinezDiazκρουστά και βεβαίως τον Λευτέρη Κορδή σε πιάνο και Korgσύνθι σ’ ένα κομμάτι. Ποιο είναι αυτό το κομμάτι; Ας ξεκινήσουμε από ’κει ακριβώς…
Είναι το εισαγωγικό τού άλμπουμ, το “InthelandofPhrygians”, που διαρκεί περί τα έξι λεπτά. Το κομμάτι αυτό έχει λαϊκό/ ανατολίτικο χρώμα. Ο Κορδής έχει πράξει το τελειότερο. Παίρνει το eastminorηχόχρωμα από το νέι του Χάρη Λαμπράκη και το… πανηγυριώτικο λαϊκό από το «φτηνό» Korg. Το αποτέλεσμα συναρπάζει. Ιδίως το παίξιμο στο Korgείναι όλα τα λεφτά! Το επόμενο trackπλησιάζει σε διάρκεια τα δέκα λεπτά και τιτλοφορείται “Yota”. OΚορδής λέει πως “Yota” είναι το Πνεύμα της Αρτέμιδος. Ανεξαρτήτως… το κομμάτι αυτό είναι ένα από τα πιο «φωτεινά» του άλμπουμ, καθώς η μελωδία του αναδεικνύεται σταδιακώς, πριν ολοκληρωθεί μέσα, πάντα, στο πλαίσιο που μπορεί να οικοδομήσει ένα πιάνο-τρίο (Κορδής, Κλαμπάνης, Ravitz). Η “Mediterrana”, που τυγχάνει να είναι το επόμενο track, είναι ένα φανταστικό πρόσωπο από την Σπάρτη, με αφρικανικά και αραβικά γνωρίσματα. Το ίδιο και η μουσική. Το ίδιο και η σύνθεση της ορχήστρας, εδώ, που περιλαμβάνει ακόμη φυσαρμόνικα και λαούτο, και επιπλέον κρουστά (cajonκαι claps). Διακρίνεται, μάλιστα, κι ένα παιχνίδι… με τα διάφορα ηχοχρώματα να συμβάλλουν προς μιαν εύθυμη κατάσταση. Το “Deepgreen” έχει ρίζες από την βόρεια Ελλάδα – πιο συγκεκριμένα παίρνει αφορμή από τα ιαματικά λουτρά του Σιδηροκάστρου (Σέρρες). Ατμόσφαιρα «χαλαρή», λίγες νότες που διαρκούν, με το πιάνο, το κοντραμπάσο και τη φυσαρμόνικα να πρωταγωνιστούν. Στο “Theravenandthefox” έχουμε τον γνωστό μύθο του Αισώπου (με την αλεπού και τον κόρακα) να μεταφέρεται/ μετατρέπεται σ’ ένα ζωηρό piano-trio, ενώ στο “Journeywithpilgrims” ο Κορδής μεταπλάθει για πιάνο, φυσαρμόνικα και λαούτο, μια δυνατή (έτσι όπως την περιγράφει) προσωπική εμπειρία του στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου στην βόρεια Εύβοια. Η σύνθεση κινείται σε αργό τέμπο, έχοντας έναν κάπως τελετουργικό χαρακτήρα. Το προτελευταίο κομμάτι τού άλμπουμ είναι η διασκευή του Λευτέρη Κορδή στο “AndIloveher” των Beatles (πρόκειται για την μοναδική versionτου “Mediterrana”). Αν και η διασκευή αγγίζει τα επτά λεπτά, εντούτοις ποτέ δεν «χάνεται». Piano-trioέχουμε κι εδώ με παιξίματα απ’ όλους (και με πρώτον τον πιανίστα) που σπαρταράνε. Το CDθα κλείσει με το “Nas”, στο οποίο ακούγονται επιπλέον φυσαρμόνικα, κλαρίνο και μπάσο κλαρίνο. Το κομμάτι παίρνει τον τίτλο του από τον οικισμό τού Να, στην Ικαρία. Όπως διάβασα σ’ ένα ταξιδιωτικό site (visitikaria.gr)… «πολλά στοιχεία επιτρέπουν στους μελετητές να πιστεύουν ότι ο Νας αποτελούσε και βασικό οικισμό του νησιού. Μάλιστα, θεωρείται ότι πήρε το όνομά του είτε από τη λέξη Ναόςείτε από τη λέξη Μα– όπως λεγόταν η θεά Άρτεμις στη Μικρά Ασία δηλαδή, με τη λατρεία της να έρχεται στην Ικαρία κατά τους μεταμινωϊκούς χρόνους. Έτσι, χτίστηκε ναός αφιερωμένος στην θεά Άρτεμις». Ο Κορδής έχει επισκεφτεί την περιοχή προφανώς, και από ’κει εμπνεόμενος ολοκληρώνει το CD μέσα σ’ ένα κλίμα ηρεμίας και αυτοσυγκράτησης.
Ένα πολύ ενδιαφέρον άλμπουμ σύγχρονης… μεσογειακής jazzείναι το “Mediterrana”, δημιουργημένο από έναν έλληνα μουσικό που διαπρέπει, τώρα, στο εξωτερικό.

δύο άλμπουμ της GIZEH RECORDS

$
0
0
Η GizehRecordsείναι μια βρετανική εταιρεία (έχει για έδρα της το Μάντσεστερ), που ιδρύθηκε το 2004. Στον κατάλογό της συναντάς διάφορα ονόματα, οι μουσικές των οποίων μπορεί να ξεκινούν από το νέο rock (αυτό που αποκαλείται post-rock), φθάνοντας μέχρι τη σύγχρονη κλασική και το πείραμα. Για δύο από τις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες της θα πούμε τώρα λίγα λόγια…
CHRISTINE OTT: Only Silence Remains [Gizeh GZH66, 2016]
Γαλλίδα συνθέτρια είναι η ChristineOtt, γνωστή, σε όσους, ως συνεργάτιδα επί χρόνια τού Yann Tiersen. Βασικό όργανο τής Ottείναι τα κύματα Μαρτενό (ondes Martenot), αυτό το πρώιμο ηλεκτρονικό που εδώ, θα λέγαμε, έχει την τιμητική του – κατά μίαν έννοια βεβαίως, αφού η Ottχειρίζεται περαιτέρω πιάνο, αρμόνιο, κρουστά και άλλα τινά. Δίπλα της, τώρα, στα διάφορα tracks, υπάρχουν και κάποιοι guestsσε harpsichord, κοντραμπάσο, τσέλο, βιμπράφωνο, ηλεκτρονικά και φωνές – αν και το πιάνο με τα κύματα Μαρτενό είναι τα βασικά όργανα, μέσα από τα οποία περνούν οι μελωδίες τής Ott (η Γαλλίδα, ας το πούμε, είναι βασικά μελωδός).
Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για μια neo-classicalαφήγηση, με πολλά στοιχεία νεορομαντισμού της γαλλικής σχολής, ανακατεμένα στην πορεία με τις σύγχρονες new-age, ambientκαι σίγουρα λιγότερο minimalαναφορές. Οι συνθέσεις τής Ottείναι αλήθεια δηλαδή πως «οικοδομούν» περιβάλλοντα με τέτοια χαρακτηριστικά – χωρίς, ωστόσο, να χάνουν το ενδιαφέρον τους (απεναντίας!) ακόμη και όταν φλερτάρουν με το πείραμα ή την… αποδόμηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σύνθεσή της “Tempête”, που ξεπερνά τα εννέα λεπτά και που αποτελεί, ίσως, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι τού “Only Silence Remains”. Πρόκειται για ένα εικονοκλαστικό αφήγημα, χωρίς σαφή κατεύθυνση, γεμάτο όμως από καίριες «εκπλήξεις». Θόρυβοι, εφφέ, ηλεκτρονικά, ελεύθερη αυτοσχεδιαστική ανάπτυξη στη μεγαλύτερη διάρκειά του κι ένα περισσότερο προφανές, αλλά όχι εκτός τόπου και χρόνου, κλείσιμο. Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει, όμως, και το έσχατο Disaster”, που ξεκινά κάπως μηχανιστικά, για ν’ ακολουθήσει τάχιστα τις γραμμές τής electroromanceτού DavidSylvianκαι του... αναλόγου ήχου της 4AD.
Πολύ καλό άλμπουμ, που αναπτύσσεται, όπως πρέπει, όσο κυλάει ο χρόνος του.
ANDERS BRØRBY: Nihil [Gizeh GZH65DP, 2016]
Ελάχιστα πράγματα γίνονται γνωστά για το… παραμέσα τού “Nihil” του AndersBrørby. Στο ένα από τα δύο χαρτάκια (inserts), που συνοδεύουν αυτή την πολύ περιποιημένη, όσο και limitedέκδοση, τα μόνα που αναγράφονται είναι τούτα: “writtenandproducedbyAndersBrørby”, “additionalanaloguemixingbyThomasOxem”, “masteredbyJamesPlotkin”. Τίποτ’ άλλο. Χρειαζόταν κάτι περισσότερο; Πιθανώς όχι. Η μουσική, και στην περίπτωση του “Nihil”, μιλάει από μόνη της…
Βασικά, εδώ έχουμε ένα ακόμη περιβαλλοντικό έργο, πείτε το ηχογράφημα αν το «έργο» πέφτει βαρύ, που ταιριάζει όσο δεν φαντάζεστε με το προηγούμενο CDτής Ott. Όχι πως είναι «το ίδιο», δείχνει όμως το προς τα πού το πάει η GizehRecordsμ’ αυτές τις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες της.
Ηλεκτρονικά κι εδώ, πολλά ηλεκτρονικά, που δημιουργούν άλλοτε περισσότερο αφηρημένες και άλλοτε πιο αναμενόμενες ηχητκές καταστάσεις. Υπάρχουν θόρυβοι χαμηλής εντάσεως και κυρίως ένα μελωδικό άπλωμα, που κινείται αργά προς την καρδιά του krautrock, το “Zeit” των TangerineDreamπ.χ, καθώς οι χαλαροί πληκτρονισμοί, θυμίζουν, συχνά, soundtracksπεριβαλλοντικών ντοκιμαντέρ. Υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντα θέματα στο “Nihil” με πρώτο το “Fromthewindowabovethelake”, που αναπτύσσεται... οργιαστικά, ενώ το μεγαλύτερο σε διάρκεια trackτου CD, το 10λεπτο “Wesatinsilence, watchingeachotherdisappear”, σε συνεπαίρνει με την καταιγιστική και… υποχθονίως θορυβώδη διαδρομή του.
Η GizehRecordsεισάγεται στην Ελλάδα από την Recordisc, επαφή: www.recordisc.wordpress.com

το πολύ καλό άλμπουμ “V.O.L 3” των 2002 GR από το 1982 (γιατί θα πρέπει να ντρεπόμαστε για ’κείνα που μας άρεσαν μικροί;)

$
0
0
Αν το 1981 ήταν η χρονιά των SharpTiesκαι των Scraptown, δύο συγκροτημάτων δηλαδή που αφουγκράζονταν τον βρετανικό ήχο της εποχής, τον ήχο της 2 Toneας πούμε (Madness, TheSpecials, BadMannersκ.λπ.) και των UB40, το 1982 ήταν η χρονιά των 2002 GR– εννοώ πως δεν ήταν η χρονιά ούτε του Σιδηρόπουλου, ούτε της Σπυριδούλας, που τους ακούγανε τα… περιθώρια. Το γκρουπ που άκουγες παντού, στα μπαρ, στις παμπ, στις καφετέριες, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, ακόμη και στα διαλείμματα των θερινών κινηματογράφων ήταν οι 2002 GR. Αυτό το γκρουπ είχε επιτυχία, και αυτό... επιδοκίμαζε ο λαός. Καλώς ή κακώς (εγώ θα πω «καλώς») αυτό ήταν.
Πρώτη φορά που άκουσα 2002 GRήταν στο ραδιόφωνο, σε πειρατικό σταθμό. Ήταν ένα trackπου με είχε κάνει να τα χάσω. Τόσο πολύ μου άρεσε. Ήταν το... ροκ-αμανετζίδικο-σκυλάδικο «Θυμάμαι», το οποίον ο πειρατής το έβαζε και το ξαναέβαζε συνεχώς, αλλά δίχως να μιλάει. Δίχως να λέει περί τίνος επρόκειτο δηλαδή. Θυμάμαι, επίσης, πως εκείνη την εποχή, σε προσωπικό επίπεδο που λέμε, άκουγα συνεχώς τον «Ξαναπέ» του Νικόλα Άσιμου, και παρότι γούσταρα (ανάμεσα σε άλλα) κι εκείνη την ανάμειξη ροκ και λαϊκού που επιχειρούσε ο μακαρίτης, το «Θυμάμαι» ήταν κάτι άλλο. Ερχόταν από αλλού. Δεν είμαι σίγουρος πότε ανακάλυψα πως το κομμάτι αυτό το έλεγαν οι 2002 GRτελικώς. Μάλλον πρέπει να συνέβη λίγο αργότερα, όταν αγόρασα το “V.O.L 3”, καθώς από παντού ακούγονταν πλέον το «Αύριο», η «Μαγική Αυλή» και όλα τα υπόλοιπα.
Εντάξει, μπορεί ως… ιντελέκτουελ να πούμε ν’ ακούγαμε τότε και τα πρώτα δισκάκια της Creep(μιλάω πάντα για τα ελληνικά ακούσματα), αλλά το funδεν το εύρισκες σ’ αυτά. Το εύρισκες σε τούτο τον παλιό ελληνοροκά που άκουγε (και ακούει) στο όνομα Ηλίας Ασβεστόπουλος. Γιατί ο Ασβεστόπουλος είναι πολύ μάγκας – κάτι που το δείχνει εξάλλου από το 1966, καθώς τότε γράφει το “DrivemyMustang” των Persons(ως γνωστόν θα πω), ένα από τα top-5 greekgarage-punkτων sixties.
Το 1982 δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν γνώριζα τους 2002 GR ή σκέτο 2002 από τα προηγούμενα LPτους (το «Πόλα» του ’74 και τον «Σιδερένιο Άνθρωπο» του ’75), θυμόμουν όμως τον Ασβεστόπουλο από ένα τραγούδι του από το «Γαλάζιο Όνειρο» (1977), που το άκουγα στις διαφημιστικές εκπομπές της Columbiaκαι μου άρεσε πολύ. Το τραγούδι λεγόταν «Μια μέρα θα ξανάρθω» και ήταν γραμμένο (μουσική-στίχοι) από τον Άκη Σκαμάγκα (άλλη μια αγνοημένη «μορφή» του ελληνικού ροκ).
Ρίχνω λοιπόν στο πλατώ το “V.O.L 3” και παθαίνω πλάκα. Το ένα τραγούδι καλύτερο από το άλλο! Το άλμπουμ άνοιγε με τη «Μαγική αυλή», συνέχιζε με το «Είπες πως», το hit«Αύριο» του Χρήστου Κυριαζή, το έξοχο «Άννα» του Στέλιου Καραΐνδρου, για να κλείσει η πλευρά με το ανατολίτικο «Θυμάμαι» (Ασβεστόπουλος-Χατζησόγλου)… κομμάτι που αν το άκουγαν, τότε, οι ανάλογοι Εγγλέζοι θα λιποθυμούσαν.
Και η δεύτερη πλευρά, όμως άνοιγε «γαμάτα». «Μονάχα εσύ» (Ασβεστόπουλος) και καπάκι το «Αχ καϋμένη» του Γιάννη Κιουρκτσόγλου – ίσως το ωραιότερο trackτου δίσκου. Ο Κιουρκτσόγλου περιγράφει την ιστορία μιας γκόμενας που πουλήθηκε για τα φράγκα, με τη μαμά της να κάνει πλάτες… και με τον Ασβεστόπουλο να δίνει, εδώ, την ερμηνεία της ζωής του. Ακολουθούσαν τρία τραγούδια με αγγλικό στίχο (“Loverhyme”, “Yourlovesa”, “Bestoftimes”), που δεν ήταν άσχημα (ιδίως το “Bestoftimes”), δείχνοντας ακόμη περισσότερο τις reggae-skaαναφορές των 2002 GR, που τότε τους αποτελούσαν οι: Ηλίας Ασβεστόπουλος τραγούδι, Γιάννης Χατζησόγλου κιθάρα, Στέλιος Καραΐνδρος ντραμς και Σωτήρης Καραούλιας μπάσο, ενώ ως guestβοηθούσε, κάνοντας πολύ καλή δουλειά στα keyboards, ο Κώστας Γανωσέλης.
Μπροστά στις «Ηρωίνες» (Σιδηρό) που γουστάρανε κάτι γνωστοί μου ψwλοβρόντες και τους «Χουλιγκάνους» των Σπυριδούλα που…δεν τους ένοιωθε κανείς… γι’ αυτό τα σπάγανε τα καημένα τα παιδιά… τα τραγούδια των 2002 GRήταν σκέτο βάλσαμο. Ωραίες μουσικές, γερά, απλά και καθημερινά λόγια, παιξίματα, όπως πάντα πολύ πρώτα, ωραίες ερμηνείες από τον Ασβεστόπουλο και μιαν απλώς ανεκτή παραγωγή, ήταν εκείνα που χαρακτήριζαν έναν από τους καλύτερους ελληνικούς ροκ δίσκους που κυκλοφόρησαν εκεί στις αρχές των eighties.
Φυσικά το “V.O.L 3” είχε πατώσει στις κριτικές της εποχής, καθότι τα «βαριά πεπόνια», που γράφανε στα περιοδικά, αδυνατούσαν να αντιληφθούν το απλό και το ουσιαστικό, που κόμιζαν αυτά τα πανέμορφα τραγούδια. Να, τι έλεγε σε πέντε γραμμές ο Χ.Χ. (μάλλον ο Χρήστος Χατζής) στη Μουσική(τεύχος 54, Μάης 82). Μεταφέρω όλη την κριτική (τα κεφαλαία και η έμφαση δεν είναι δικά μου, δικά μου είναι τα... σ.σ.):
«Ο Ασβεστόπουλος μάζεψε μερικούς μουσικούς που δεν τα πάνε καθόλου άσχημα (αλήθεια το λέω ΔΕΝ κάνω πλάκα) (σ.σ. σιγά ρε μεγάλε… μας έσκισες). Εδώ η παραγωγή και η ηχοληψία βοηθάνε με διάφορα εφφέ να καλύπτουν λάθη (σ.σ. ;!) και να βγαίνει ένα μερικές φορές εντυπωσιακό αποτέλεσμα (σ.σ. μπαα;). Εκεί που χωλαίνουν οι 2002 είναι πρώτο (και λιγότερο) η σύνθεση που τις περισσότερες φορές είναι υποτυπώδης και χωρίς έμπνευση (σ.σ. τι λέει ο άνθρωπος!), ύστερα οι αδιάφοροι έως κακοί στίχοι (σ.σ. είπαμε, όλοι αυτοί με τι θα ικανοποιούνταν) και τέλος η ερμηνεία του Ηλία Ασβεστόπουλου, που ανέκαθεν ήταν κακός τραγουδιστής (σ.σ. ό,τι να ’ναι). Τα τρία αγγλόφωνα κομμάτια του δίσκου είναι καλύτερα (σ.σ. αντιλαμβάνεστε σκεπτικό…) ίσως επειδή δεν καταλαβαίνουμε τι λένε (σ.σ. …). Ξεχάσαμε να σας πούμε ότι ο δίσκος κινείται σε NewWaveπλαίσια! Έτσι όπως πάμε σε λίγο το “ελληνικό ροκ” θα είναι υπόθεσητου Χριστοδουλόπουλου…». Καρέ της... εξυπνάδας.
Ακούστε το άλμπουμ μόνοι σας (με ψυχή ε;) και βγάλτε τα συμπεράσματά σας…
 

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΑΒΡΑΝΟΣ η συνέντευξη της ζωής του (ας την θυμηθούμε και πάλι)

$
0
0
Ο Γεράσιμος Λαβράνος, ως γνωστόν, δεν βρίσκεται πια μαζί μας. Έφυγε από τη ζωή πέρυσι τον Μάρτιο στα 80 χρόνια του.
Είχα προλάβει κι είχα γνωρίσει τον Γεράσιμο Λαβράνο μιαν εποχή όπου το έργο του ήταν πραγματικά λησμονημένο. Κι αυτό είχε γίνει τον Μάρτιο του 2007, όταν μέσω του περιοδικού Jazz & Τζαζ επανακυκλοφόρησαν οι ωραίες όσο και ξεχασμένες μουσικές του από τα sixties.
Την εποχή που γνωριστήκαμε δεν τον είχε προσεγγίσει, δημοσιογραφικά, κανείς πιο πριν (εννοώ τα πιο πρόσφατα χρόνια, δεν μιλάω για τα sixties). Σε κανέναν δεν είχε μιλήσει για το τόσο λαμπερό παρελθόν του, για τη διεθνή καριέρα του, για τις καινοτομίες που έφερε στον ήχο και τη διασκέδαση της Ελλάδας των sixties – και τούτο ήταν κάτι, που με είχε εξιτάρει ακόμη πιο πολύ.
Είχαμε πει πολλά εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα με τον μαέστρο στο σπίτι του, κάπου στο Γαλάτσι, αφού τον είχα «αναγκάσει» να θυμηθεί παλιές ξεχασμένες ιστορίες, όπως π.χ. τα εγκαίνια του Mont Parnes το καλοκαίρι του ’61, τη γνωριμία του με τον Γιάννη Χρήστου, την άλλη γνωριμία του με τον Tom Jobim, στο Ρίο ντε Τζανέιρο πια, το 1968 και άλλα διάφορα…
Μου είχε πει, εννοώ, πολλά, πάρα πολλά (ακόμη και κάποιες πικρίες του εν σχέσει με τραγουδιστές και τραγουδίστριες που είχε βοηθήσει και που, στην πορεία, φάνηκαν αγνώμονες) και μερικά απ’ αυτά τα είχα μεταφέρει σε μιαν ενδιαφέρουσα, θέλω να νομίζω, συνέντευξη, που διαβάστηκε σ’ εκείνο το αφιερωμένο τεύχος τού Jazz & Τζαζ, τον Απρίλιο του 2007.
Με τον Γεράσιμο Λαβράνο βρεθήκαμε κι άλλες φορές το επόμενο διάστημα – παρότι αργότερα χαθήκαμε κάπως, όπως συχνά συμβαίνει με τους ανθρώπους. Θεωρούσε δε πολύ σημαντικό –και πάντα μου το τόνιζε– κάτι που είχα γράψει για ’κείνον σε ανύποπτο χρόνο.
Ενώ, λοιπόν, είχε περάσει καιρός από την έκδοση του περιοδικού με το CD του, εκείνος προτιμούσε να μην αναφέρεται στο συγκεκριμένο γεγονός, ενθυμούμενος πάντα κάτι μικρό, που είχε προηγηθεί και που για τον ίδιον είχε ξεχωριστή σημασία. Τον καταλάβαινα, γιατί ήταν το πρώτο. Κι ήταν εκείνο που τον είχε «ξεκλειδώσει», μαζί με ό,τι άλλο, ώστε ν’ αποφασίσει να μιλήσει.
Τον Ιανουάριο του 2007 (τέσσερις μήνες πριν την τιμητική έκδοση) είχα γράψει στο Jazz & Τζαζ κάποια κείμενα για τους συνθέτες τής exotica Martin Denny και Les Baxter. Εκείνα τα δύο κείμενα είχα φροντίσει να τα «κλείσω» μ’ ένα τρίτο που είχε τίτλο “Greek Exotica” και στο οποίο έκανα λόγο για το θρυλικό LP «Χορέψτε με το Γεράσιμο Λαβράνο και την Ορχήστρα του» [Polydor, 1965].
Είχα δημοσιεύσει, μάλιστα, και τη φωτογραφία της ορχήστρας από το back cover, σημειώνοντας χαρακτηριστικά (για κομμάτια του LP και ορισμένων ακόμη τραγουδιών του), πως είχαν να κάνουν με… «μιαν exotica ελληνική, που δεν έχει ανάγκη να τη συγκρίνουμε με κανέναν Baxter ή Denny».
Και λίγα είχα γράψει, εδώ που τα λέμε, για έναν αληθινά πρωτοπόρο μουσικό. Όχι με την έννοια της αβαντγκάρντιας, αλλά με την έννοια των συνεχών πρωτότυπων ιδεών και θεαμάτων (επιτυχίες στη Γαλλία, jazz, exotica, rebeta nova, soundtracks, γιάνκες, soul music, go go girls, Ρίο ντε Τζανέιρο, Poll κ.λπ.), που εφάρμοζε και ανέβαζε στα κέντρα της Αθήνας (και του εξωτερικού) στα χρόνια του ’60 και του ’70. 
Εδώ η συζήτησή μας…

LOSEN RECORDS νέες κυκλοφορίες της νορβηγικής εταιρείας

$
0
0
Όπως έχουμε ξαναγράψει η LosenRecordsείναι μια εταιρεία που έχει την έδρα της στο Όσλο. Ξεκίνησε το 2010 και έως ώρας έχει κυκλοφορήσει περί τα 50 CD, που κινούνται στο χώρο της ευρύτερης σύγχρονης jazz(κάποια απ’ αυτά έχουν ήδη παρουσιαστεί στο δισκορυχείον). Για τέσσερις καινούριες κυκλοφορίες τής Losenθα πούμε στη συνέχεια λίγα λόγια…
REBECKALARSDOTTER: Whirlwind [Losen, 2016]
Η RebeckaLarsdotterείναι γεννημένη στη Σουηδία, αλλά τώρα είναι εγκατεστημένη στην Νέα Υόρκη και βασικά είναι τραγουδοποιός. Γράφει στίχους και μουσικές δηλαδή, ερμηνεύοντας συγχρόνως τα κομμάτια της, τα οποία χοντρικώς κατακρατούν στοιχεία από δύο διαφορετικές παραδόσεις. Την jazzτων αμερικανικών τζαζ στάναρντ και τις σκανδιναβικές πόλκες (λέω «χοντρικώς» γιατί υπάρχουν και άλλες αναφορές όπως στο bluesκ.λπ.). Ο συνδυασμός των βασικών δύο δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, εννοείται, αφού επ’ αυτού καταγίνονται οι Σκανδιναβοί ήδη από τα sixties, με θαυμαστά αποτελέσματα (JanJohansson, Monica Zetterlund/ BillEvansκ.ά.). Πολύ ενθαρρυντικά είναι όμως τα αποτελέσματα και στο “Whirlwind”, ένα άλμπουμ που δείχνει τόσο τις τραγουδοποιητικές ικανότητες της Larsdotter, όσο και την εξοικείωση των σημαντικών ντόπιων (με έδρα την Νέα Υόρκη) μουσικών που την συνοδεύουν σ’ αυτό το ωραίο ανακάτεμα. Μερικά ονόματα: AaronParksκαι ShaiMaestroπιάνο, DanyaStephensσαξόφωνα, RickRosatoμπάσο, AriHoenigντραμς κ.ά. Μία πράγματι δυνατή εντεκάδα (δεν συμμετέχουν, εννοείται, σε κάθε trackκαι οι έντεκα μαζί), που κάνει άψογη δουλειά, αναδεικνύοντας πρωτότυπα και διασκευές. Γιατί η Larsdotterξεκινά έχοντας κατά νου, οπωσδήποτε, την αμερικάνικη παράδοση [“Peace” (HoraceSilver), “Likesomeoneinlove” (JimmyvanHeusen/ JohnnyBruke), “Myshininghour” (HaroldArlen/ JohnnyMercer)], πριν καταλήξει στις δικές της προτάσεις, στο δικό της υλικό. Από τα καλύτερα κομμάτια τού “Whirlwind” είναι οπωσδήποτε η τζαζ μπαλάντα “Zanestune”, που είναι αφιερωμένη στον πρόωρα χαμένο σαξοφωνίστα ZaneMusa, το bluesMorningafterpill” και βεβαίως το “Kvar” που είναι γραμμένο και τραγουδισμένο στη μητρική της γλώσσα.
Ένα ήσυχο, αλλά με εσωτερική ένταση άλμπουμ (στιχουργική κυρίως) είναι το “Whirlwind”, που σφραγίζεται από την καλλιτεχνική πειθώ τής RebeckaLarsdotter.
MONGREL: Thick as Thieves [Losen, 2016]
Όπως διαβάζουμε και από τις linernotesτου CD: «Νορβηγική μπάντα με ιάπωνα πιανίστα είναι οι Mongrel, που ηχογράφησε αυτό το άλμπουμ στην ισπανική εξοχή (σ.σ. κάπου κοντά στην Βαλένθια), ανακατεύοντας αμερικανικά τζαζ και ευρωπαϊκά αισθητικά στοιχεία». Ας δώσουμε, όμως, τα ονόματα των μελών του γκρουπ πριν προχωρήσουμε… ThomasHusmoLitleskareτρομπέτα, AyumiTanakaπιάνο, StianAndreasEgelandAndersenμπάσο και ToreFlatjordντραμς. Ένα κλασικό πιάνο-τρομπέτα κουαρτέτο έχουμε λοιπόν στην περίπτωσή μας, που όμως δεν είναι και τόσο… κλασικό. Υπό την έννοια πως οι συνθέσεις των Mongrelδιατηρούν περισσότερο ευρωπαϊκά και δη σκανδιναβικά χαρακτηριστικά, παρά αμερικανικά. Βεβαίως οι βάσεις μπορεί να είναι τα fiftiesκουαρτέτα του MilesDavis, όμως οι μελωδίες είναι κατά βάση ευρωπαϊκές και όχι blues, ενώ και οι αυτοσχεδιασμοί κινούνται πιο πολύ στο νεορομαντικό μινόρε πνεύμα, παρά σε freefieryκαταστάσεις. Γενικώς θα έγραφα για ένα σοβαρό, συνετό ακρόαμα, που έχει τον τρόπο να σε κρατάει με την αμεσότητα και την ουσία συνθέσεων και αυτοσχεδιασμών. Περαιτέρω θα σημείωνα την ιδιαίτερη εκφραστικότητα του πιανίστα Tanakaκαι τους συνδυασμούς του με την τρομπέτα του Litleskare, που παραπέμπουν σε αξιοσημείωτες όσο και ιστορικές στιγμές της nordicjazz· και αυτό δεν είναι λίγο.
PER MATHISEN: Sounds of 3 [Losen, 2016]  
Περνάμε σε κάτι διαφορετικό – και ως σχήμα και ως ήχος. Είναι το… ροκ τρίο του μπασίστα PerMathisen, που συμπληρώνεται από τον κιθαρίστα Frode Alnæs και τον ντράμερ GiraldoPiloto. Οι συγκεκριμένοι τρεις παίζουν αυτά τα τρία αναμενόμενα όργανα και είναι αυτά τα τρία όργανα, βασικά, που προβάλλουν επιρροές και αναφορές. Αν και… κυκεώνας, γενικώς. Γιατί αυτό που παράγει το τρίο του PerMathisenδεν περιορίζεται σε κάτι λίγο και συγκεκριμένο. Rockλοιπόν, καθότι έχουμε σφοδρά ηλεκτρικά παιξίματα, αλλά ταυτοχρόνως και blues, cuban, funk, pop, classicalκαι ακόμη freeformκαι oriental, όπως χαρακτηριστικώς σημειώνει (κι έτσι είναι) και ο Mathisenστο μέσα μέρος του cover. Συνθέσεις πρωτότυπες, οκτώ στον αριθμό, αλλά και μια ωραία version–δεν θα μπορούσε να μην ήταν ωραία– στη θρυλική “Pavane” τουGabriel Fauré (με τη θεία μελωδία να «βγαίνει» όχι μόνον από την κιθάρα, αλλά και από το μπάσο!). Αν και η “Pavane” έτσι όπως τοποθετείται στη μέση του άλμπουμ το καθορίζει 100% και ως προς τα προηγούμενα και ως προς τα επόμενα, δεν είναι η μόνη αληθινά μεγάλη στιγμή του “Soundsof 3”. Είναι και το εισαγωγικό κομμάτι “TheCsharpman” που τα χώνει αγρίως (με τον τρόπο ενός ύστερου JackBruceας πούμε), είναι και το νωχελικό “Skumringstimen”, είναι και το έξτρα φουριόζο “Rumbamania”, είναι και το… ποπ έσχατο “Travelinman” με τα συνθο-φωνητικά του και τα ελαφρώς eightiesηχοχρώματα.
KRISTIN NORDERVAL, IDA HEIDEL, NUSCH WERCHOWSKA: Parrhésie [Losen, 2016]
Πρόκειταιγιαέναγυναικείοimprov trio, τοοποιόαποτελούναιKristin Nordervalφωνή, laptop (live processing), Ida Heidelφλάουτα, μικροκρουστάκαιNusch Werchowskaπιάνο (κανονικόκαι«απόμέσα»). Το “Parrhésie”, ως πρόταση, έχει μιαν ιδιαιτερότητα (αν και για τέτοιου τύπου άλμπουμ δεν είναι και τόσο ιδιαιτερότητα). Είναι όλο γραμμένο σε πραγματικό χρόνο (σ’ ένα ισπανικό στούντιο), χωρίς εκ των υστέρων προσθήκες οι επεμβάσεις. Αυτό σημαίνει πως καταγράφει μια πολύ συγκεκριμένη διαπροσωπική και συναισθηματική στιγμή (των τριών αυτοσχεδιαστριών), φέρνοντάς μας στη μνήμη ανάλογα άλμπουμ απ’ όλες τις τελευταίες «ευρωπαϊκές» δεκαετίες. Χωρισμένο σε δύο μέρη το “Parrhésie”, στο πρώτο “Mercurysunrise” και στο δεύτερο “Sonicorbits”, εμφανίζει μια ηχητική περιπέτεια που μπορεί να ξεκινά από τον CecilTaylorκαι να φθάνει μέχρι τα projectsτου EvanParkerή του CarlosBechegas. Εκείνο που το κάνει ακόμη πιο διακριτό είναι τα φωνητικά της Norderval, κατά βάση… ασύντακτοι βοκαλισμοί, το ίδιο αυθόρμητοι και εν τω γεννάσθαι υποθέτω, ικανοί να δημιουργούν πρόσθετες και επιβλητικότερες εντάσεις.
Η φράση κλισέ που θα έλεγαν και οι παλαιότεροι… «άλμπουμ για απαιτητικούς ακροατές».
Viewing all 5047 articles
Browse latest View live