Quantcast
Channel: ΔΙΣΚΟΡΥΧΕΙΟΝ / VINYLMINE
Viewing all 5009 articles
Browse latest View live

PAUL WINTER CONSORT Ίκαρος

$
0
0
Οι Consortτου αμερικανού σοπρανίστα PaulWinterυπήρξαν ένα από τα πρώτα crossoverσυγκροτήματα της ιστορίας τού… rock. Οργανώθηκαν το 1967 και μέσα σε λίγα χρόνια κατόρθωσαν να ηχογραφήσουν μερικά αξέχαστα άλμπουμ. Ένα απ’ αυτά –ίσως το ωραιότερο όλων– υπήρξε και το Icarus [EpicKE31643] που κυκλοφόρησε το 1972. ΤoLPαυτό ήταν το τέταρτο και τελευταίο της πρώτης εποχής του συγκροτήματος –είχαν προηγηθεί τα “TheWinterConsort” [A&MSP-4170, 1968], “SomethingintheWind” [A&MSP-4207, 1969] και “Road” [A&MSP-4279, 1970]– κι εκείνο που θα δημιουργούσε την μεγαλύτερη εντύπωση.
Πιθανώς να ευθυνόταν γι’ αυτό η ξεχωριστή παραγωγή του GeorgeMartin (ο ίδιος ο Martinφαίνεται πως είχε δηλώσει κάποτε το… απίστευτο thefinestalbumI'veevermade), ίσως το γεγονός αυτών καθ’ αυτών των συνθέσεων, που υπερβαίνουν αναφορέςκαι τεχνοτροπίες δημιουργώντας ένα αναλλοίωτο φυσικό πρότυπο, πιθανώς δε και η… ασυναγώνιστη line-upτων Consort (μαζί και των… friendsoftheConsort) – διαβάστε ονόματα για να καταλάβετε: PaulWinterσοπράνο, τραγούδι, DavidDarlingτσέλο, τραγούδι, PaulMcCandlessόμποε, αγγλικό κόρνο, κοντραμπάσο σαρουζόφωνο, RalphTownerκλασική & 12χορδη κιθάρα, πιάνο, regal (φορητό όργανο), τραγούδι, HerbBushlerμπάσο, CollinWalcottδιάφορα κρουστά, σιτάρ, AndrewTraceyresonatorκιθάρα, BillyCobhamtraps, MiltHollandγκανέζικα κρουστά, LarryAtamanuiktraps, BarryAltschulκρουστά και PaulStookey(από τους Peter, PaulandMary) φωνητικά. Με εννέα εντυπωσιακές συνθέσεις (πέντε εκ των οποίων γραμμένες από τον Towner), με παραγωγή που «φυσάει» και με line-upτύπου supergroup, το “Icarus” δεν μπορεί να είναι κάτι λιγότερο από αριστούργημα. Δεν ξέρω αν είναι λογικό ή κάτι πέραν της λογικής, αλλά, μετά απ’ αυτό το άλμπουμ ήταν το σχήμα των Oregon (PaulMcCandless, RalphTowner, CollinWalcottκαι GlenMoore– μπασίστας των Consortστο “Road”) που θα πάρει, επί της ουσίας, σάρκα και οστά με την κυκλοφορία τού “MusicofAnotherPresentEra” [Vanguard, 1972]. Δύσκολο να βρεις κάτι που να μην αγγίζει το τέλειο σ’ αυτό το LP, αλλά δεν γίνεται και να μην ξεχωρίσεις το σήμα κατατεθέν “Icarus” (ακουγόταν σε διαφορετική εκτέλεση και στο “Road”), το “Sunwheel”, το “WholeEarthchant, ή το άπιαστο τραγούδι “Thesilenceofacandle” (άδει ο Towner!).
Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1984, κι ενώ το new-ageβρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη στην Αμερική, ο PaulWinterεπανατυπώνει το “Icarus” στη δική του LivingMusicRecords [LMR-4], συνδέοντας το άλμπουμ με την (τότε) προσπάθεια προστασίας τού υπό εξαφάνιση καλιφορνέζικου κόνδορα (εξ ου και το φτερό στο εξώφυλλο)· το 1984 υπήρχαν 17 ελεύθεροι κόνδορες και 15 υπό προστασία, ενώ σήμερα τα νούμερα είναι 226 και 179 αντιστοίχως (απ’ όσο το ’ψαξα).

VILLA 21 η τελευταία συνέντευξη

$
0
0
Ψάχνοντας στο σπίτι για κάτι άλλο (ως συνήθως) έπεσα πάνω σ’ ένα τεύχος του MerlinsMusicBox(#7, Μάης 1991) εκεί όπου καταγράφεται η τελευταία συνέντευξη των Villa 21στον Γιάννη Καστανάρα· «τελευταία», γιατί όταν κυκλοφόρησε το fanzineτο γκρουπ δεν υπήρχε πλέον (αναφέρεται και στο εξώφυλλο και στο σχετικό lead). Αντιγράφω λοιπόν δυο λόγια του Κώστα Ποθουλάκη, ο οποίος επεξηγεί, βασικά, τη στάση του γκρουπ. Οι Villa 21 δέχονταν επικρίσεις για τις αισθητικές αλλαγές στον ήχο τους (τουλάχιστον τρεις μέσα σε μια δεκαετία), κάτι που τους είχε φέρει σε σύγκρουση με μερίδα οπαδών τους…
ο Κώστας Ποθουλάκης στο εξώφυλλο
«Όλα αυτά τα χρόνια, σχεδόν δέκα, που είμαστε μαζί και παίζουμε, έχουν έρθει μερικές φορές που κάνω μια ερώτηση στον εαυτό μου και πάντα βρίσκω μιαν απάντηση, την ίδια. Λέω, καλά τα πήγαμε μέχρις εδώ και λοιπόν τι έγινε; Η απάντηση που έρχεται αμέσως στο μυαλό μου είναι και η καθοριστική: πάμε παρακάτω. Όταν σταματήσει να υπάρχει αυτή η απάντηση, σημαίνει ότι το κόβουμε. Αυτό είναι οι Villa. Έτσι απλά. Μέχρι στιγμής η φάση κινείται…
Ακούγεται από κάποιους ότι οι Villaάλλαξαν, παίζουν πιο ‘σκληρά’ για να είναι στη μόδα και στο στυλ. Μα οι Villaανέκαθεν ήταν μια μπάντα που έπαιζε δυνατά. Ο κόσμος θα πρέπει να πάρει με τη σειρά τους δίσκους μας και να τους προσέξει. Θα διαπιστώσει ότι ανεξάρτητα από τις επιρροές –πιο ψυχεδελικοί, πιο garage, πιο heavy– οι Villaχαρακτηρίζονται από το ακατέργαστο παίξιμο. Αλλά ο κόσμος αντί να πάρει σα σημείο αναφοράς την έννοια του ‘σκληρού’ στέκεται στο στυλ. Λέει: σκληρό, αλλά garage, σκληρό αλλά newwaveκι εμείς δεν ξέρουμε τι άλλο. Κολλάει εκεί και δεν παρατηρεί ότι οι Villa, ακόμα και στα ‘ήπια’ κομμάτια τους, εξακολουθούν να έχουν σκληρά μουσικά χαρακτηριστικά».
Βάσει όσων γράφει ο Ντίνος Δηματάτης στον Bτόμο του GetThatBeat, ο Κώστας Ποθουλάκης σκοτώθηκε την 30η Μαΐου του 1993 – άρα, σε δυο μήνες, συμπληρώνονται 20 χρόνια από τότε. Τα λίγα λόγια που προηγήθηκαν είναι και εις μνήμην του.

OI ROLLING STONES ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ’67 μη βαρούτε όλοι μαζί ρε…

$
0
0
Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάθε τρεις και λίγο γράφουμε και ξαναγράφουμε για την εμφάνιση των RollingStonesστην Αθήνα του ’67, δίχως να προσθέτουμε τίποτα καινούριο. Και καλά, όταν υπάρχει κάποια πρόδηλη αφορμή (μουσικής φύσεως βασικά), όταν όμως δεν υπάρχει τότε πώς αιτιολογείται; Τι είδους κόλλημα είναι αυτό; Μήπως επειδή η εν λόγω συναυλία τυγχάνει… εμβληματική; (Σας ζητώ συγγνώμη επειδή θα χρησιμοποιήσω δις αυτή την ηλίθια λέξη). Και για την άλλη… εμβληματική συναυλία του ’67, γιατί δεν μιλάει κανείς ποτέ; Γιατί ποτέ δεν γράφουμε για την παρουσία του κορυφαίου StanGetzστο Λυκαβηττό, τον Ιούλιο του ’67; Όλα εγώ θα τα κάνω; Γιατί δεν αναδημοσιεύονται φωτογραφίες του Getz (με ChickCorea, WalterBookerκαι RoyHaynes– γκρουπάρα) από το λόφο ή από την Βιβλιοθήκη Αδριανού; Ζούμε σε έθνος ανάδελφων ροκάδων απ’ ό,τι φαίνεται και, δυστυχώς, δεν το έχω πάρει ακόμη χαμπάρι…
η αφίσα της συναυλίας - αρχείο Νεκτάριου Παπαδημητρίου
Στη χθεσινή LiFO(#333, 28/3/2013) oΓιάννης Πετρίδης ξαναθυμάται τους Stonesτης Λεωφόρου με αφορμή το αφιέρωμα του περιοδικού υπό τον τίτλο «Αθήνα, Ιστορία μιας πόλης». Και τι γράφει; Τα εξής (οι εμφάσεις πάντα δικές μου): «Το στάδιο το βράδυ ήταν σχεδόν γεμάτο. Πρώτα βγήκαν κάποια ελληνικά συγκροτήματα (Loubogg, MGC, Idols, Τάσος Παπασταμάτης, Δάκης και We Five). Θυμάμαι ότι έτρεχα από δω και από κει προσπαθώντας να βρω άκρη για να μπω στα παρασκήνια. Κάποια στιγμή βγήκαν οι Stones. Πρέπει να έπαιξαν περίπου μισή ώρα. Απ’ όσα έχει συγκρατήσει η μνήμη μου,ο Τζάγκερ πλησίασε προς την κερκίδαπου κάθονταν συνήθως οι φανατικοί φίλοι του Παναθηναϊκού (Θύρα 13). Εκεί δημιουργήθηκε μια αναστάτωση, στο πλαίσιο πάντα μιας συναυλίας. Δηλαδή σήμερα δεν θα μας έκανε εντύπωση. Πριν παίξουν το ‘Satisfaction’, ο μάνατζερ της μπάντας άρχισε να πετάει στο κοινό κόκκινα τριαντάφυλλα. Αυτό εκνεύρισε κάποιους αστυνομικούς, που έσπασαν στο ξύλο τον μάνατζερ και απώθησαν τον Τζάγκερ. Η μπάντα αποχώρησε και δεν ξαναβγήκε ποτέ. Υπήρξε κάποια αναστάτωση, ακούστηκαν γιουχαΐσματα και για να ηρεμήσουν τα πλήθη η διεύθυνση του σταδίου έκλεισε τον γενικό. Μέσα στο σκοτάδι φυγαδεύτηκε η μπάντα».
Κι άλλες αναμνήσεις εν συνεχεία (όχι από τηLiFO), από διάφορα άλλα έντυπα που ανέσυρα από το αρχείο…
Δημήτρης Πουλικάκος. Συνέντευξη στον Γιώργο Βιδάλη για την Ελευθεροτυπία (8/8/1998): «Είχα δει τους Ρόλλινγκ Στόουνς στην Αθήνα πριν 31 χρόνια, στις 17 Απριλίου του ’67, τέσσερις μέρες πριν το παραξικόπημα. Έγινε στο γήπεδο κι ένα επεισόδιο. Ξεκίνησε ένας πιτσιρικάς να πάει μερικά λουλουδάκια στον Τζάγκερ και πέσαν 50 πάνω του. Έριξε ένα χαστούκι ο Τζάγκερ σ’ έναν αστυνομικό, έγινε ένα τζέρτζελο, πάντως η συναυλία έγινε στο μεγαλύτερο μέρος της».
πηγή: Κυριακάτικη 20/9/1998
Στέλιος Ελληνιάδης «Τα πολλά πρόσωπα των Ρόλινγκ Στόουνς», Ελευθεροτυπία 23/4/2006. Έχω την εντύπωση ότι το συγκεκριμένο κείμενο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό &7. Δυστυχώς δεν το βρήκα, παρότι το έχω. Ηπηγήείναιλοιπόνιντερνετική:«Απρίλιος 1967. Ήμουν 16 στα 17.(…) Η έλευση ενός ροκ συγκροτήματος του βεληνεκούς των Στόουνς ήταν κάτι το ασύλληπτο σε μια εποχή που ακόμα κι ένας δίσκος εισαγωγής αποτελούσε σπάνιο είδος. Η ίδια η συναυλία ήταν για μας πράξη επαναστατική.Κι αυτό επιβεβαιώθηκε όταν οι αστυνομικοί έπεσαν πάνω στον Μικ Τζάγκερ την ώρα που προσπάθησε να πετάξει στις κερκίδες μερικά λουλούδια.Γιουχαΐζαμε όλοι μαζί την αστυνομία, όρθιοι, αδιαφορώντας πια για τις συνέπειες. Έτσι, και το βίαιο τέλος της συναυλίας ήταν ηρωικό».
Επίσηςαπότοδίκτυο (www.musicouch.com) αλιεύωμίαάλληαναφορά, αυτήτηφοράστηναγγλική: “Only a few minutes past and Loubogg, M.G.C., Idols, Tasos Papastamatis, Dakis and We Five played as support in that order. The highlight of the first part was the appearance of Guidone and his band.The Stones started their set by ‘Last Time’ and continued with ‘Lady Jane’, ‘19th Nervous Breakdown’, ‘Ruby Tuesday’ and ‘Let’s Spend The Night Together’.”Satisfaction” followed and Jagger had the idea to give red carnations to the fansbut since he could not walk himself the distance between the stage and the tiers, he asked the group’s road manager Tom Keylock to do it. Keylock, who had broken his arm three days ago while trying to protect Jagger from a fan attack during the band’s concert in Zurich, took the flowers and ran to the tiers. Immediately six policemen fell over and started beating him. The stadium lights turned off after police orders, and the concert ended in deep darkness. Stones returned to Hilton, unable to understand why any of this had happened”.
Νίκος Μαστοράκης - Mick Jagger
Ο Νίκος Μαστοράκης τώρα (Ήχος & Hi-Fi, #243, 6/1993): «Η συναυλία έγινε στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, που είχε γεμίσει κατά τα τρία τέταρτα.(…) Πήρε κάποια στιγμή ο Μικ Τζάγκερ κάτι κόκκινα γαρύφαλλαπου του είχαν στείλει να τα δώσει στον κόσμο, χωρίς να ξέρει ότι το κόκκινο ήταν απαγορευμένο χρώμα εκείνη την εποχή… Πήγαν οι αστυφύλακες να τον πιάσουν να τον κατεβάσουν από τη σκηνή και γω από πάνω με κουστουμάκι, να φωνάζω ‘να φύγουν οι μπάτσοι’ κ.λπ. Και αυτοί μου φωνάζανε, ‘σκάσε θα σε εξαφανίσουμε!’.(…) Ο κόσμος ήταν εκστατικός, τους κοίταζε λες και δεν πίστευε στα μάτια του. Και παρά το γεγονός ότι η αστυνομία δεν άφηνε τους πιτσιρικάδες να χορέψουν (τον καθένα που σηκωνόταν, τον πλάκωνε και τον χτυπούσε) έγινε το σώσε από πλευράς κερκίδας».
Πάμε και στους πρωταγωνιστές. Ο MickJaggerστον Φώτη Απέργη (στο Έψιλοντον Ιανούαριο του ’93, αναδημοσίευση στην Κυριακάτικη της 6/9/1998): «Τη θυμάμαι πολύ καλά τη συναυλία. Η σκηνή ήταν στη μέση ενός γηπέδουκαι ήμαστε πολύ μακριά απ’ το κοινό. Έτσι, όταν προσπάθησα να δώσω στον κόσμο μια ανθοδέσμηκαι κάποιοι έτρεξαν να την παραλάβουν, οι αστυνομικοί το παρεξήγησαν και άρχισαν να τους χτυπάνε. Ήταν βλέπετε λίγες μέρες πριν από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών.Ήταν λοιπόν μια παράξενη συναυλία – αλλά δεν ήταν η μόνη παράξενη συναυλία που δώσαμε την εποχή εκείνη».
Ο Δάκης επίσης από την Κυριακάτικητης 6/9/1998: «Χριστός κι Απόστολος. Να ξέρατε πόσα χρόνια πίσω με γυρνάτε. Αλήθεια, πότε είχε γίνει εκείνη η συναυλία; Θυμάμαι ότι τραγουδούσα εγώ και ο Ρόμπερτ Ουίλιαμς. Όταν ολοκλήρωσα την εμφάνισή μου έφυγα. Να φανταστείτε ότι δεν έκατσα καν να τους ακούσω τους Ρόλινγκ Στόουνς. Δεν με ενδιέφεραν καν. Μου ήταν αδιάφοροι και οι ίδιοι και η μουσική τους».
Και δύο δημοσιεύματα της εποχής. Η Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου μάλλον από το Έθνοςτης επομένης (αναδημοσίευση από την Κυριακάτικητης 6/9/1998): «Η Αστυνομία φρόντισε να σβήσει κάθε σπίθα ενθουσιασμού των Ελλήνων γιε γιε. Ακούσαμε αξιωματικό να συμβουλεύει αξιωματικούς να ‘σπάσουν στο ξύλο’ όποιον θα χορέψει ή θα χειροκροτήσει με περισσότερον ενθουσιασμό. Και… εγένετο. Το γήπεδον του Παναθηναϊκού ήταν γεμάτο από αστυνομικούς, σαν οι νέοι που παρακολούθησαν το ρεσιτάλ να ήσαν κρατούμενοι. Δεν επέτρεψαν ούτε την ευγενική χειρονομία του Μικ Τζάγκερ να χαρίση την ανθοδέσμη που του προσεφέρθη στους θαυμαστές του. Ο άνθρωπος που τη μετέφερε ‘έφαγε ξύλο’. Εκδηλώσαμε την αποδοκιμασία μας και αστυνομικό όργανο που ευρίσκετο δίπλα μας έσπευσε να απειλήσει. ‘Θα σου σπάσουμε τα μούτρα… Λαμπράκισσα’».
Τέλος, οι Μοντέρνοι Ρυθμοί (#80, 10/5/1967) κάνουν γαργάρα τα των RollingStones, γράφοντας μόνον για τα supportγκρουπ, τονίζοντας τη σφριγηλή παρουσία των Guidonee i SuoiAmici (για «καταπληκτικό σώου»και «μάγους του σώου»γράφουν οι Αλέκος Συργιάννης και Θόδωρος Σαραντής).
Τι συμπεραίνουμε απ’ όλα τούτα; Πως ο καθένας λέει ό,τι του κατέβει. Προσπαθήστε να θυμηθείτε επεισόδια σε συναυλίες ή σε γήπεδα δέκα και είκοσι χρόνια πίσω, για να μην πω τριάντα και σαράντα και θα διαπιστώσετε πως θυμόσαστε ελάχιστα πράγματα. Πώς είναι δυνατόν ο Πετρίδης να θυμάται τον Jaggerνα πλησιάζει προς την κερκίδα, όταν ο Jaggerλέει πως η σκηνή ήταν στη μέση του γηπέδου; Υπήρχε ποτέ περίπτωση ο Jaggerνα διένυσε το μισό γήπεδο για να πλησιάσει προς την κερκίδα; Πώς είναι δυνατόν ο Πετρίδης να θυμάται «κόκκινα τριαντάφυλλα», ο Πουλικάκος «λουλουδάκια», οι Εγγλέζοι και ο Μαστοράκης «κόκκινα γαρύφαλλα», «ανθοδέσμη» ο Jaggerκαι η Λυκιαρδοπούλου και όλοι να έχουν δίκιο; Προσωπικώς, αυτό με το «κόκκινο» (κι έτσι όπως επεξηγείται) δεν μου φαίνεται σόι, αλλά ok. Περαιτέρω, ποιος έριξε ξύλο και σε ποιους; Ο Jaggerέριξε χαστούκι στον αστυνομικό, όπως ισχυρίζεται ο Πουλικάκος (αδελφέ μου, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα έβγαινε σώος από τη Λεωφόρο), οι αστυνομικοί «έπεσαν πάνω στον Τζάγγερ», όπως λέει ο Ελληνιάδης ή τις άρπαξε τελικά ο μάντατζερ, όπως λέει ο Πετρίδης και υπονοεί η Λυκιαρδοπούλου; Αν οι αστυφύλακες πλακώνανεκαι χτυπούσαν όποιον πήγαινε να χορέψει, όπως σημειώνει ο Μαστοράκης, τότε πως εξηγείται το «άνετο» στιγμιότυπο της φωτογραφίας παρακάτω; Αν προσέξετε τους αστυφύλακες… πίσω από το κάγκελα, θα δείτε πως μόνον ένας κοιτάζει προς την πλευρά του κοριτσιού που χορεύει, αλλά μάλλον για άλλο λόγο… Και αν αυτοί με τις γραβάτες, πίσω, είναι μπασκίνες με πολιτικά, γιατί δεν τρέχουν να πλακώσουντο κοριτσάκι και τον νεαρό; Εκτός και αν είναι γονείς και καμαρώνουν…
Και περαιτέρω. Το τζέρτζελο έγινε πριν παίξουν το “Satisfaction” όπως λέει ο Πετρίδης (μα αν είναι έτσι πώς μπορείς να ξέρεις τι θα ακολουθήσει;), μήπως κατά τη διάρκεια του (ή μήπως μετά το τέλος του), όπως μαθαίνουμε από τους Εγγλέζους; Η συναυλία διακόπηκε μετά από 5-6 τραγούδια (άντε 20 λεπτά δηλαδή) όπως ισχυρίζονται οι Εγγλέζοι, διήρκησε μισή ώρα όπως θυμάται ο Πετρίδης, ή «έγινε στο μεγαλύτερο μέρος της», όπως λέει ο Πουλικάκος; Πώς είναι δυνατόν ο Δάκης να θυμάται τον RobertWilliamsτο ’67 (το ’67, τον Williamsδεν τον ήξερε ούτε η μάνα του, που λέει ο λόγος) και ο Πετρίδης να θυμάται ένα κάρο supportμε τη σειρά εμφανίσεώς τους(!) και να ξεχνάει το καλύτερο, δηλαδή τον Guidone; Είναι ποτέ δυνατόν, το 1993, ο Jaggerνα θυμάται πως η συναυλία έγινε «λίγες μέρες πριν από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών»; Μα αν είναι έτσι, τότε μπορεί να θυμάται ακόμη και το επώνυμο του Αττικάρχη ή και της καμαριέρας του στο Hilton
Για δε εκείνο το περί «επαναστατικής πράξης»που λέει το 2006 ο 16χρονος το 1967 Ελληνιάδης (είναι ο μόνος που χρησιμοποιεί τη λέξη «καραμέλα»), το ακούω βερεσέ. Σε λίγο θα μας πουν πως οι Μοντέρνοι Ρυθμοί, που έγραφαν και ξαναέγραφαν για τους RollingStones(με αφορμή τη συναυλία, αλλά και πριν απ’ αυτήν), ήταν ο... δάκτυλος της ΕΔΑ στα σχολεία. Εγώ, που είχα δει τον Σαββόπουλο πιτσιρικάς, το 1979 ή το ’80, δεν έχω διανοηθεί ποτέ να πω πως έκανα κάποια «επαναστατική πράξη». Η μόνη «επαναστατική πράξη» που έκανα σ’ εκείνη την ηλικία ήταν να φιλήσω ένα κορίτσι που μου άρεσε στο πάρτι ενός ξαδέλφου. Και μην νομίσετε πως το 1980 τα πράγματα ήταν τόοοσο πολύ καλύτερα, απ’ ό,τι φερ’ ειπείν στην περίοδο πριν τη χούντα. Θυμάμαι πως ούτε Ελευθεροτυπίαδεν μπορούσες να διαβάσεις στο σχολείο, ενώ για τη φαβορίτα μου (πια μαλλιά; – δεν τολμούσες να πας σχολείο με μαλλιά λίγο κάτω από το σβέρκο), με είχε καλέσει ο Λυκειάρχης στο γραφείο του, για να την περιορίσω. Αφήνω δε το γεγονός πως το Πολυτεχνείο του ’80 θα αποδεικνυόταν δυο φορές πιο αιματοβαμμένο, από τις πορείες στα Ιουλιανά, το 1965. Τέλος πάντων… δεν θέλω να συγκρίνω.
Για να καταλήξω λοιπόν, λέω ότι αυτό το κεφάλαιο, των Stonesστην Αθήνα του ’67, θα πρέπει να το κλείσουμε οριστικώς, επειδή έχει καταντήσει αηδία. Αν είναι να συμβουλευόμαστε περιοδικά, sitesκαι ό,τι άλλο πριν μιλήσουμε, αναπαράγοντας τα ίδια και τα ίδια (που «μπάζουν» πανταχόθεν) δεν έχει νόημα. Όπως δεν έχει νόημα και το να μπαλαμουτιάζουμε συνεντεύξεις «ξένων». Είπαμε, να στοιχειοθετούνται κάποια πράγματα όταν μιλάμε για 45 χρόνια πριν, αλλά αν είναι να μην λέμε τίποτα καινούριο, τότε εγώ προτιμώ –μα τω Θεώ δηλαδή– την πιο ανθρώπινη αντίδραση τού Δάκη («Χριστός κι Απόστολος»), που, ενώ ήταν στη Λεωφόρο, σηκώθηκε κι έφυγε και δεν θυμάται τίποτα.

HAPPY DOG PROJECT σκυλίσια breakbeats

$
0
0
Ελληνική μπάντα, που ξεπήδησε μέσα απ’ αυτό το νέο ηλεκτρισμένο fusion, το προσαρμοσμένο στις σύγχρονες funkπροδιαγραφές, οι HappyDogProjectείναι ένα από τα... ονόματα που ξεχωρίζουν στην εγχώρια σκηνή την τελευταία 12ετία. Με δύο άλμπουμ, ήδη, στην κατοχή τους –το “DogDaysAreOver” [Ankh, 2004] και το “DoggyStyle” [Ankh, 2007]– και μ’ ένα τρίτο που έχει τίτλο DogtotheBone (το ακούγαμε, πριν κανα χρόνο, online, μέσω της αμερικανικής ropeadope, που έχει δώσει δίσκους των AntibalasAfrobeatOrchestra, TheCampbellBrothers, CharlieHunter, MedeskiMartinandWood…) και που κυκλοφόρησε τελικώς από την Ankh, οι HappyDogProjectβρίσκονται και πάλι στο προσκήνιο, ενσωματώνοντας στις μουσικές τους ακόμη περισσότερες επιρροές-αναφορές, πραγματοποιώντας το δικό τους άλμα. Όπως είχα γράψει και παλαιότερα, το συγκρότημα… συνεχίζει να μάχεται funk-άρονταςδημοτικά, dub-άροντας ανατολίτικα, swing-άρονταςδυτικότροπα, groove-άρονταςτζαζικά και γενικώς, ανακατεύοντας με πάθος οτιδήποτε πέφτει στην αντίληψή του· ανάμεσα, βεβαίως, οι afrobeatνύξεις και οπωσδήποτε το λαϊκό τραγούδι.
Έτσι κάπως οι Νάσια Γκόφα φωνή, Γιάννης Δημητριάδης hammond, rhodes, λοιπά πλήκτρα, Δημήτρης Καραχοντζίτης κιθάρες, Διονύσης Κασκούρας μπάσο και Βαγγέλης Κασβίκης ντραμς παρουσιάζουν μία σειρά εννέα κομματιών (πρωτότυπα και διασκευές) που είναι έτοιμα, ανά πάσα στιγμή, να ανταπεξέλθουν στα πιο δύσκολα συγκριτικά τεστ. Και δεν είναι μόνον τα covers, που τραβούν επάνω τους, εύκολα, τα φώτα –μιλάμε εξάλλου για το «Αγάπη μου επικίνδυνη» (Ρεπάνης/ Γκούτης/ Διονυσίου), το «Έφυγες και που μ’ αφήνεις» (Χιώτης/ Κολοκοτρώνης/ Βίρβος), την «Μαντουμπάλα» (Καζαντζίδης)–, είναι και το “Alcoholicanonymous”, το “FromGreenParktoHydePark”, το “Mago” και όλα τα υπόλοιπα, που μετατρέπουν το “DogtotheBone” σ’ ένα ακόμη σημερινό-ζωντανό CD, το οποίον ακούγεται (και απολαμβάνεται – γιατί όχι;) άνευ οιασδήποτε πιέσεως. Προς τούτο συμβάλλει η παραγωγή των Μανώλη Αγγελάκη και Στάθη Ιωάννου και βεβαίως η ηχογράφηση στο αθηναϊκό ZeroGravityστούντιο.

PURPLE OVERDOSE gemineye

$
0
0
Όπως γράφει ο Κώστας Κωνσταντίνου (κιθαρίστας και τραγουδιστής των Purple Overdose) στο ένθετο του LP, το“Gemineye” [Anazitisi, 2012/13] προοριζόταν να γίνει το έβδομο άλμπουμ του συγκροτήματος – να κυκλοφορούσε δηλαδή αμέσως μετά το “The Salmon’s Trip Live” [Onion, 2001]. Δεν πρόλαβε (το άλμπουμ), αφού η μπάντα δεν υπήρχε ουσιαστικώς μετά το 2001. Έτσι, όσο υλικό ηχογραφήθηκε σποραδικώς, ανάμεσα στα χρόνια 2001-2007, βλέπει τώρα, για πρώτη φορά, το φως της δισκογραφίας. Υπάρχουν, στο “Gemineye”, ηχογραφήσεις από το 2001 (δύο), το 2002 (μία), το 2005 (μία) και το 2007 (δύο). Ας τις πάρουμε χρονολογικώς, και όχι με τη σειρά που χαράχτηκαν στο άλμπουμ.
Τα δύο tracks του 2001 είναι τα “When the ceiling hits the floor” και “The Gemineye Suite (Pts 1-4)”, συνθέσεις αμφότερα του Κωνσταντίνου. Το πρώτο είναι ένα μάλλον παράξενο τραγούδι για τα δεδομένα του συγκροτήματος. Θυμίζει, κάπως, το ρεπερτόριο των jug bands – και όχι μόνον επειδή ακούγεται kazoo. Βεβαίως, στην πορεία το τραγούδι ενσωματώνει κλασικά ψυχεδελικά στοιχεία, κυρίως τις κιθαριστικές πενιές και το ακόλουθο οργανικό ντεμαράζ, όμως η αρχική εντύπωση παραμένει· καθότι επανέρχεται και προς το κλείσιμο. Από την εποχή του “Indigo” [Pegasus, 1990] οι Purple Overdose είχαν δείξει το ενδιαφέρον τους για την αποτύπωση πιο εκτεταμένων συνθέσεων. Εκεί ήταν η “Suite for a sunshine day”, εδώ είναι η “The Gemineye Suite (Pts 1-4)”. Πρόκειται, απλώς, για ένα από τα ωραιότερα tracks που δισκογράφησε ποτέ το αθηναϊκό συγκρότημα. Μία γλαφυρότατη ηχητική περιπέτεια με θαυμάσιες στιγμές κιθαρών, οργάνων, αναλογικών εφφέ και κρουστών, που κυλά με παραδειγματική άνεση, παρ’ όλη τη διάρκειά της. Πρόκειται για ’κείνο το track που δείχνει, όσο κανένα άλλο, πως το συγκρότημα «εγκατέλειψε» στην καλύτερη στιγμή της διαδρομής του· ορισμένοι θα υποστηρίξουν πως έτσι πρέπει να συμβαίνει, παρότι όσοι ακούσουν το “Gemineye” θα πουν «κρίμα». Το κομμάτι του 2002 έχει τίτλο “In the dark” και είναι, και αυτό, δείγμα του ταλέντου του Κώστα Κωνσταντίνου (έχει γράψει μουσική και στίχους) να παρουσιάζεται κάθε φορά «διαφορετικός», όντας, πάντα, επιβάτης στο ίδιο όχημα. Με κατασταλαγμένες συνθετικές ιδέες και απλή-ουσιαστική προσέγγιση (χαρακτηριστικό κάποιου που έχει κάνει τη διαδρομή, κρατώντας απ’ αυτήν το πηγαίο και το ουσιώδες), το “In the dark” είναι ένα εξαιρετικό τραγούδι, που δεν παραπέμπει σε κανέναν από τους προηγούμενους «τρόπους» του συγκροτήματος. Από το 2005 προέρχεται το “Oh, my! It’s a freakout”, μια σύνθεση την οποία μοιράζονται όλα τα μέλη της μπάντας. Βρίσκεται, τελευταία στο άλμπουμ, είναι ορχηστρική και ίσως είναι η ψυχεδελικότερη όλων. Ένα κομμάτι, που θα μπορούσε να εξελίσσεται επ’ άπειρον (άνευ αρχής και τέλους) κατά τα late sixties-early seventies πρότυπα, έχοντας όμως σημερινή γραφή. Τέλος, οι δύο συνθέσεις του 2007 (“Little Jack’s Lament, Pt.1” και “Pt.2”) που είναι ουσιαστικώς μία, έχουν μια πιο ξεκάθαρη rock κιθαριστική αφήγηση, κινούμενες πάντα μέσα στο psych περιβάλλον. Να συμπληρώσω, πρώτον, πως Purple Overdose στα 00s ήταν οι Ανδρέας Ανδριόπουλος μπάσο, Κώστας Κωνσταντίνου φωνή, κιθάρες, εφφέ, κρουστά, kazoo, Σταύρος Ελευθερίου κρουστά, Κώστας Στεργίου όργανο, ηλεκτρικό πιάνο, σύνθια και Χριστόφορος Τριανταφυλλόπουλος ντραμς, κρουστά, με τον Νίκο Βαρύτη (μέλος των Jack of All Trades) να τραγουδά στο “Little Jack’s Lament (Pt.2)” και, δεύτερον, πως η 500 αντιτύπων έκδοση της Anazitisi με το multi-folded cover και το 4σέλιδο ένθετο είναι, για ακόμη μία φορά, ξεχωριστή.

JASON ROBINSON μύθοι του Τειρεσία

$
0
0
ΣτονσαξοφωνίστακαιφλαουτίσταJason Robinsonέχωαναφερθείκιάλλεςφορέςστοπαρελθόνμεαφορμήταάλμπουμτου“The Two Faces of Janus” [Cuneiform, 2010] και“Cerulean Landscape” [Clean Feed, 2010], τησυνεργασίατουδηλαδήμετονπιανίστα Anthony Davis. Ο Robinson, ένας από τους πιο δημιουργικούς jazz-improvisersτου καιρού μας, με το παρόν “Tiresian Symmetry” [Cuneiform, 2012] –το έβδομο άλμπουμ του ως leader– επιβεβαιώνει, απλώς, το προφανές. Πόσο κοντά βρίσκεται, κάθε φορά, σε μία jazzτης έκπληξης. Το άλμπουμ του, και μόνον λόγω setting, φανερώνει τη διάθεση τού παίκτη για περιπέτεια, για μια μουσική που να αναβλύζει από τα πιο αστείρευτα ψυχικά αποθέματα. Εννέα μουσικοί που χειρίζονται καμμιά 15αριά όργανα –με ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους να κατέχουν τα μπάσα (κοντραμπάσο κλαρινέτο, μπάσο κλαρίνο, δύο τούμπες, μπάσο τρομπόνι και βεβαίως κοντραμπάσο)–, οι οποίοι υποστηρίζοντας οκτώ πρωτότυπες συνθέσεις του Robinson(συνολική διάρκεια περί τα 61 λεπτά), κατορθώνουν να δώσουν μία από τις πιο απολαυστικές jazzστιγμές της περσινής χρονιάς.
Δεν ξέρω αν είναι το rockοικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε ο Robinson (κάπου διάβασα πως ο πατέρας του AmosRobinsonήταν «ψυχεδελικός» κιθαρίστας στα sixties– κάτι μου θυμίζει αυτό το... Amos, αλλά μ’ ένα πρόχειρο ψάξιμο δεν βρήκα κάτι), δεν ξέρω αν είναι οι αγάπες και οι αναφορές του (LouisJordan, JimiHendrix, CharlieParker…), δεν ξέρω αν είναι οι σπουδές του δίπλα στον μπασίστα-συνθέτη MelGraves, εκείνο που ξέρω είναι πως το ελληνικής μυθολογικής εμπνεύσεως “TiresianSymmetry” (πιθανώς να αναφέρεται στα… ποσοστά ανδρικού και γυναικείου οργασμού κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης, στη γνωστή κόντρα μεταξύ Δία και Ήρας με διαιτητή τον Τειρεσία) είναι ένα απολαυστικό άλμπουμ, με συνθέσεις (“Stratum”, “Cosmolographie”) που στριφογυρίζουν στο player, απανωτά, τέσσερις και πέντε φορές. Το βρετανικό feelingείναι προφανές (κυρίως εκείνο των ορχηστρών του KeithTippett), όμως δεν θα πρέπει να λησμονηθεί μία μεγάλη αγάπη του Robinson, oHenryThreadgillμε τους VeryVeryCircusτου (με τις… ανάλογες διπλές τούμπες και την παρεμφερή αυτοσχεδιαστική ανάπτυξη).

DISCO TSOUTSOUNI

$
0
0
Το DiscoTsoutsouniτην κασέτα του Τζιμάκουκαι των Μουσικών Ταξιαρχιών την είχα ακούσει νωρίς στη δεκαετία του ’80. Όχι το 1980-81, όταν κυκλοφόρησε, αλλά ένα-δυο χρόνια αργότερα. Αντιγραμμένη την είχα από φίλο, δεν ακουγόταν πολύ καλά και γι’ αυτό δεν μπορούσα να την ευχαριστηθώ εκείνη την εποχή· όσο είχα ευχαριστηθεί δηλαδή τον δίσκο, που τον αγόρασα το 1982, σχεδόν με το που βγήκε. Τις Μουσικές Ταξιαρχίες τις είχα μάθει από έναν καρδιτσιώτη συμμαθητή μου, τον Σωτήρη Π., ο οποίος μου είχε πει για τα πρόσφατα (τότε) γεγονότα της Καρδίτσας που είχαν διαμορφώσει ένα «μύθο» γύρω από το συγκρότημα, κανόντάς μας –εμένα κι ένα-δυο συμμαθητές ακόμη– να περιμένουμε πως και πως την… πολυεθνική longplayκυκλοφορία. Από το Σωτήρη είχα αγοράσει, το 1983, και τον πρώτο σπάνιο δίσκο του Διονύση Τσακνή την «Μπαλάντα του Ταξιδιώτη». Ο Τσακνής γνωριζόταν, ως συντοπίτης, με τον συμμαθητή μου, ο οποίος (συμμαθητής) είχε κουβαλήσει μια αγκαλιά δίσκους στο σχολείο για να τους πουλήσει (είχα δώσει τέσσερα κατοστάρικα κι είχα αγοράσει έναν). Τον Σωτήρη τον είδα τελευταία φορά, από κοντά, τον Γενάρη του ’90 έξω από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου (σε μια απίστευτη φάση – δεν έχουν νόημα οι λεπτομέρειες) και ξανά πριν λίγα χρόνια στην τηλεόραση(!) ένα Σάββατο βράδυ στη ΝΕΤ, όταν τον παρακολούθησα να τραγουδάει, πολύ ωραία, ένα τραγούδι του μακαρίτη Μπάμπη Μπακάλη (επίσης Καρδιτσιώτης) στην εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου. Έπαθα πλάκα. Δεν ήξερα ότι ασχολιόταν κάπως επαγγελματικά με το τραγούδι, παρότι στο σχολείο μάζευε δίπλα του όλες τις συμμαθήτριες επειδή έπαιζε κιθάρα. Τέλος πάντων, επειδή με την Καρδίτσα έχω κάποιες σχέσεις –ήμουν και πελάτης κάποτε στο καλύτερο δισκάδικο που άνοιξε ποτέ στην κεντρική Ελλάδα, το ιστορικό μαγαζί του Μπουρλιάσκου– επιχείρησα κάποια στιγμή να τον βρω, δίχως να το καταφέρω. Καιρός πάντα υπάρχει…
Γιατί τα θυμήθηκα όλα τούτα; Μα είναι προφανές. Λόγω… RealNews, “DiscoTsoutsouni”, Τζιμάκου και Μουσικών Ταξιαρχιών. Κι επειδή είχα αμελήσει ν’ αγοράσω την… βιβλίο/CD-έκδοση του ’96 (τη θυμάμαι ακόμη και σε περίπτερα, ή μήπως, κάνω λάθος;), είπα να σκάσω τα 4 κι 25, προκειμένου ν’ ακούσω κι εγώ όπως πρέπει –κάτι που μου άρεσε– μετά από 30 χρόνια. Σε τελευταία ανάλυση μπορεί να κέρδιζα και την επιταγή με το… δεκαχίλιαρο και να μου ’μενε και κάτι…
Το “DiscoTsoutsouni” είναι ένα CDπου το ’φχαριστιέσαι, παρότι όλα τα κομμάτια δεν είναι του αυτού επιπέδου. Αντιλαμβάνεσαι δηλαδή, όταν το ακούς το πόσο αλλού ήταν ο άνθρωπος (ο Τζιμάκος) το 1980, και πόσο ξεχωριστές υπήρξαν οι Μουσικές Ταξιαρχίες για το ελληνικό ροκ εκείνα τα 3-4 πρώτα χρόνια των eighties (οι πάνκηδες τρώγαν τη σκόνη τους). Με λόγο που, όμοιό του, έχει από τότε να γνωρίσει ο χώρος, έβαζε κάτω και ξεντέριαζε τα πάντα. Και με ύφος. Και με στυλ. Δίχως κούφια λόγια, και δίχως να γκαρίζει στο… αυτί της κακούργας κοινωνίας. Έχοντας ως στόχο τη σεμνοτυφία, την πανταχόθεν υποκρισία και τη χυδαιότητα του υπονοούμενου βασικά (τα αντι-κουκουέδικα μηνύματα στις «Νύχτες της Μόσχας» δεν μ’ ενδιαφέρουν, όχι γιατί με νοιάζουν τα κουκουέδικα, αλλά επειδή το συγκεκριμένο τραγούδι ως πολιτικό ρεπορτάζ δεν τραβάει με τίποτα – μη σπεύσουν… οι διαφωτιστές του κώλου ν’ αφήσουν κανα ηλίθιο σχόλιο, γιατί δεν θα το δημοσιεύσω), ο Πανούσης έδωσε κλώτσο στη γλώσσα να γυρίσει και να πει, δίχως να σκιάζεται, όσα ήθελε να πει. Ξεκινώντας από την… απελπισμένη τραγουδάρα «Οικογενειακή συνομωσία» (το γνωστό «Ερωτικό» του δίσκου), συνεχίζοντας με το μετέπειτα γνωστό τοις πάσι «Αποκάλυψη τώρα» («…ψηφοδέλτια σταύρωνα/ κι όλη νύχτα καύλωνα/ στης Βουλής τα έδρανα/ αχ κι εγώ να έκλανα»), το εκτός δίσκου «Ρετιρέ της ανωμαλίας» («πρέπει να αναρωτηθείς ακροατή μας/ γιατί τα βράδια δεν μπορείς να κοιμηθείς/ σαν ονειρεύεσαι τα μπούτια μιας γνωστής τρελής ξανθής/ το ντεκολτέ μιας μακρινής σου συγγενής»), περνώντας από το πασίγνωστο “Discotsoutsouni” (χωρίς την επωδό«στη στεριά δεν ζει το ψάρι/ ούτε ο κνίτης με φρικιά», που αντανακλούσε τα γεγονότα του Χημείου τον Δεκέμβριο του ’79) και καταλήγοντας στην «Αυτοκρατορία των αισθήσεων» (που θυμίζει, εκτός από… Σεφερλή, τα σατιρικά άσματα των mid-70sτύπου Ανδρεάδη, Νίκου Αντωνιάδη και Πουλικάκου), ένα είναι σίγουρο. Το “DiscoTsoutsouni” είναι ένα CD, που έπρεπε να ξανακυκλοφορήσει – κι αυτό το λέω ασχέτως της… τυπωμένης μούφας «για πρώτη φορά σε CD».
Στο μέσα μέρος του gatefoldαναφέρεται πως «τα τραγούδια είναι ηχογραφημένα πριν το 1977! Είναι λάθος. Mπορεί κάποια να είναι γραμμένα πριν το ’77, αλλά ηχογραφημένα; Tινί τρόπω; Όπως έγραφε ο παλιός Μηλάτος στο Ποπ & Ροκ (#54, 8/1982): «Στα τέλη του 1980, οι Μουσικές Ταξιαρχίες, εμφανίζονται στο μουσικό προσκήνιο, κατόπιν πρωτοβουλίας του Πανούση, που αποφάσισε με προσωπικά έξοδα να ηχογραφήσει τη δουλειά και να την κυκλοφορήσει σε κασέτα ανεξάρτητης παραγωγής, ενώ ο Βέκιος, ο Πάζιος και ο Φουρνιάδης, σταματούν τη συνεργασία τους με τους αδιεξοδικούς[sic] Bicycle του Θόδωρου Παπαντίνα. Με τη συμμετοχή του Βαγγέλη Σβάρνα (σαξόφωνο, δεύτερη κιθάρα) και του Άκη Δαούτη (μπάσσο), ηχογραφούν στο Mastersound και στις αρχές του 1981, κυκλοφορεί η κασέτα τους ‘Disco Tsoutsouni’ που από την πρώτη στιγμή δημιούργησε αίσθηση». Αλλά και να μην έγραφε τα παραπάνω ο Μηλάτος είναι ολοφάνερο, λόγω ήχου, πως τέτοια τραγούδια δεν μπορεί να είχαν ηχογραφηθεί το 1976 π.χ. Κατ’ αρχάς, το 1976, κανείς Έλληνας δεν θα υπέγραφε MC, τραγούδι, ό,τι να ’ναι τέλος πάντων, με τη λέξη discoστον τίτλο. Αφήνω το γεγονός πως το «Αποκάλυψη Τώρα» προβλήθηκε το 1979. Και μερικά ακόμη αμφιλεγόμενα σημεία...
Στο CDτης RealNewsαναφέρεται ως μπασίστας ο Άκης Δαούτης, ενώ στο siteτου Πανούση, ως μπασίστας του sessionαναφέρεται ο Παντελής Φουρνιάδης. Στο LP, οι «Εκλογές» είναι γραμμένες από το δίδυμο Τζίμης Πανούσης-Γρηγόρης Ψαριανός (έτσι λένε τα credits), στο CDτης εφημερίδας το τραγούδι το γράφει… μόνος του ο Πανούσης. Τι έγινε; Ντράπηκαν να βάλουν το όνομα του Ψαριανού από κάτω, επειδή… πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του και πέρδεται κι αυτός, τώρα, στης Βουλής τα έδρανα; Να πω λοιπόν πως οι «Εκλογές» (στο CDως «Αποκάλυψη τώρα») είναι απείρως προτιμότερες από το βινύλιο. Το τραγούδι έχει άπιαστη φάνκικη ορμή, με τρομερό παίξιμο στις κιθάρες και ιδίως στη ρυθμική κιθάρα. Περαιτέρω, στο CDαναφέρεται ο Σπύρος Πάζιος ως leadκιθαρίστας, αλλά εκείνος που βγάζει μάτια είναι ο ρυθμικός. Ποιος να είναι άραγε; Από το siteτου Πανούση μαθαίνουμε (το είχε γράψει και ο Μηλάτος το ’82) πως είναι ο… σαξοφωνίστας Βαγγέλης Σβάρνας.
οι Μουσικές Ταξιαρχίες έξω από την ΕΡΤ...
Και δυο λόγια από μια συνέντευξη του Τζιμάκου και των Μουσικών Ταξιαρχιών στη Μουσική (#56, 7/1982), στον Χρήστο Χατζή: 
Ποια καλλιτεχνική πορεία θ’ ακολουθήσετε; 
Τελείως ελιτίστικη, πάνω σε κλασικά πρότυπα με στοιχεία αναγεννησιακά και του μοντέρνου ροκ. 
Και ποιος θα τα γράψει αυτά; 
Θα μας τα γράφουν άλλοι. Εμείς θα εκτελούμε μόνο. 
Τα τραγούδια σας τώρα πώς βγαίνουν; 
Οι στίχοι υπάρχουν, το είπαμε, και η μουσική είναι κλεμμένη από ’δω κι από ’κει. Ιδίως από γερμανικά συγκροτήματα, εμβατήρια και τέτοια. Εκεί στηρίχτηκε κι ο Σαββόπουλος κι έγραψε πολύ ωραία τραγούδια. Από ’κει μας ήρθε η ιδέα. Τις μελωδίες τις παίρνουμε και επί πληρωμή. Έχουμε γράψει κι εμείς δύο. Μία εγώ και μία ο Βαγγέλης (ο Βέκιος). Τα υπόλοιπα είναι από ’δω κι από ’κει.

διαβάζετε, διαδίδετε δισκορυχείον…

$
0
0
Σβήσαν τα καλοριφέρ, σβήσαν τα φουγάρα
για πιάσε δυο τσιγάρα, να ’ναι Κιρέτσιλερ.
Σβήσαν τα καλοριφέρ και δουλειά δεν βρίσκω
βάλε μου το δίσκο που ’χει το Κιλελέρ.
(Νίκος Αντωνιάδης «Παρατράγουδα»)

Χθες βράδυ με πήρε ένας φίλος-συμμαθητής τηλέφωνο και μου είπε πως κάποιοι… απόφοιτοι της Ασχετολογίας, με μάστερ στην Ξιφούλκιση και διδακτορικό στην Ανοησία κάνουν λόγο για μένα στο facebook (έχει facebookο άνθρωπος). Μου είπε μερικά πράγματα μέσες-άκρες (δεν έδωσα και πολλή σημασία), γιατί μετά πιάσαμε την κουβέντα για τον… Σεφερλή (πόσο γέλιο βγάζει, όταν παριστάνει τον σκυλά) και ξεχαστήκαμε.
Δέχομαι μαρκάρισμα από φίλους και γνωστούς –έρχονται κάθε λίγο και λιγάκι προσκλήσεις στο mailμου, αφήνω κατά μέρος τα τηλεφωνήματα– προκειμένου να μπω στο facebook. Ίσως έχω δώσει την εντύπωση ότι ανθίσταμαι, ότι σνομπάρω, αλλά δεν είναι έτσι. Δεν έχω τίποτα με το facebook, απλώς δεν μ’ ενδιαφέρει γιατί δεν προλαβαίνω ν’ ασχοληθώ και μ’ αυτό το μαραφέτι. Όταν υπάρχουν σε μόνιμη βάση καμμιά 20αριά βιβλία που περιμένουν να τα διαβάσω (αφήνω τα περιοδικά), όταν υπάρχουν άλλοι τόσοι δίσκοι και CD, όταν υπάρχουν οι καθημερινές εξωτερικές συναντήσεις και υποχρεώσεις, όταν υπάρχουν τα ποικίλα γραψίματα και το δισκορυχείον, απλώς… δεν υπάρχει χρόνος για τίποτ’ άλλο. Δεν θα κόψω το διάβασμα και τις ακροάσεις, για ν’ ασχολούμαι με το facebook, το twitter, το instagram, το tumblrκαι δεν ξέρω ’γω τι άλλο, χαραμίζοντας το χρόνο μου ή ασχολούμενος με βλαμμένους.

Δεν μου αρέσουν οι καβγάδες. Δεν μου αρέσει να τσακώνομαι. Και κυρίως δεν αντέχω να λογομαχώ με βλάκες. Κάποιοι έφθασαν να πουν πως έκανα την ανάρτηση για τον Πανούση, προκειμένου να πουλήσει η εφημερίδα. Μιλάμε για τόσο γρόθους. Έχει ανάγκη η κάθε εφημερίδα το δικό μου blogγια να διαφημιστεί; Και πότε έκανα εγώ την ανάρτηση; Το Σάββατο το βράδυ ή μήπως την Κυριακή το πρωί; Μήπως την έκανα τρεις μέρες αφότου κυκλοφόρησε η εφημερίδα;
Κάποιοι άλλοι, καρατσεκαρισμένα άσχετοι περί τα μουσικά, που ακούνε π.χ. μόνον ό,τι κυκλοφόρησε από την 1/1/1977 ημέρα Δευτέρα και ώρα 00:01 έως και την 31/12/1986 ήμερα Κυριακή και ώρα 23:59, πιάστηκαν από αυτό που έγραψα περί Σεφερλή –ότι ένα τραγούδι του Πανούση, η «Αυτοκρατορία των αισθήσεων», θυμίζει, εκτός από… Σεφερλή, τα σατιρικά άσματα των mid-70sτύπου Θέμη Ανδρεάδη, Νίκου Αντωνιάδη και Δημήτρη Πουλικάκου– και άρχισαν να λένε διάφορα. Δεν ξέρω τι είπαν ακριβώς, ούτε μ’ ενδιαφέρει. Όπως έχω γράψει σε ειδική ανάρτηση για τον Σεφερλή http://diskoryxeion.blogspot.gr/2011/06/scaffold.html... εμένα γενικώς αυτός ο ηθοποιός/μίμος κ.λπ. μου είναι συμπαθής, όπου τον έχω «τρακάρει» στην TV, εδώ κι εκεί, εξαιτίας της μπουφονικότητάςτου (αν και με τα σεξιστικά «αστεία», στρέιτ ή αδελφίστικα, δε γελάω καθόλου). Και όπως συνέχιζα και πιο κάτω, στα σχόλια εκείνης της ανάρτησης… «Ο Σεφερλής είναι ένας ‘έλληνας’ λαϊκός χιουμορίστας, που ‘πιάνει’ κυρίως άνδρες με αντίστοιχες (λαϊκές) καταβολές. Το χιούμορ του μπορεί να μην είναι ‘λεπτό’, αλλά δεν είναι και μικροαστικό· κι αυτό, σε πρώτη φάση, μου φθάνει. Δηλαδή, για να το πω κάπως χοντρά. Τον προτιμώ από τον Λαζόπουλο». Όταν ανέφερα λοιπόν πως το συγκεκριμένο τραγούδι του Πανούση μου θυμίζει Σεφερλή δεν το είπα για να μειώσω τον Πανούση, αλλά για το αντίθετο! Εντάξει. Η «Αυτοκρατορία των αισθήσεων» μπορεί να μην είναι σαν την «Κυρία στη βεράντα» του Αντωνιάδη (ένα πρότυπο σατιρικό άσμα, ό,τι πρέπει για να τριφτεί στη μούρη των... αυτοκινούμενων σουργελοποιητών και μπητοσυγγραφέων), αλλά είναι καλύτερη από το «Πολύ ωραίο στυλ» (του Λογό με τον Πουλικάκο).
Μάλλον οι γνωστοί τηγανοκολημμένοι εϊτολόγοι πιάστηκαν από ’κείνο που έγραψα, πως οι «πάνκηδες τρώνε τη σκόνη του Τζιμάκου», και συγχύστηκαν. Τρέμουν από την ταραχή τους να πάρουν το αίμα τους πίσω. Να μου τη βγούνε. Μιλάμε για τελείως ανόητη κατάσταση. Δεν χρειάζεται να πω πως το ελληνικό πανκ το σέβομαι, όπως σέβομαι κάθε μουσικό και κάθε γκρουπ που κάνει το κέφι του.Είναι γνωστό εξάλλου πως έχω γράψει στο δισκορυχείον καλά λόγια για διάφορα greekpunkgroupsκαι θα συνεχίσω να το κάνω, όταν ακούω κάτι ενδιαφέρον (το πρόσφατο Στάχτες φερ’ ειπείν, για το οποίο θα πω μια γνώμη τις προσεχείς ημέρες).

Προσωπικώς, αγαπητές αναγνώστριες και αγαπητοί αναγνώστες (το έχω ξαναγράψει αυτό) δεν ασχολούμαι με blogsπου δεν μ’ ενδιαφέρουν και βεβαίως δεν σχολιάζω ποτέ ρίχνοντας το μακρύ μου και το κοντό μου χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα κ.λπ. Δεν τρολάρω. Το θεωρώ αηδία, κακογουστιά, μικροπρέπεια και χάσιμο χρόνου. Μπορώ κι εγώ να μπω στο blogτου Α, του Β ή του Γ, ως ανώνυμος ή ψευδώνυμος, και να τον ξεσκίσω πατόκορφα. Να του κάνω την ηλεκτρονική ζωή του δύσκολη. Αλλά θα πρέπει να είμαι τελείως μαζόχας και πολλά κιλά ηλίθιος για να παρατήσω τα διαβάσματα και τ’ ακούσματά μου (το επαναλαμβάνω), προκειμένου ν’ ασχοληθώ με τον κάθε κομπλέξα (που ζει δικτυακώς μόνο για να μου τη βγει). Αυτοί όμως εκείειει… Ξημεροβραδιάζονται στο δισκορυχείον. Μπαίνουν και ξαναμπαίνουν πάμπολλες φορές κάθε μέρα για να δουν τι θα πω και τι θα γράψω, ώστε μετά να το πάρουν και να το πάνε περίπατο. Στους λασπωμένους εικονικούς λειμώνες τους.

Με αγαπάνε πολύ οι «εχθροί» μου. Κρέμονται από το... πληκτρολόγιό μου. Αλλά κι εγώ κάνω ό,τι μπορώ, ώστε να μην τους απογοητεύσω. Είναι τυπικό και προφανές αυτό που συμβαίνει. Διαβάζεις κάποιον (κρυφά ή φανερά) με τόσο πάθος, με συνεχή «χτυπήματα», μόνο γιατί σ’ ενδιαφέρει. Και, κακά τα ψέμματα, χωρίς δισκορυχείον δεν περνάει η μέρα τους. Κάτι θα μάθουν (δηλαδή πολλά μαθαίνουν), κάτι θα διασκορπίσουν (θα «επικοινωνήσουν», όπως λένε οι τηλελέδες), κάτι θα διαστρεβλώσουν, με κάτι θα ’χουν ν’ ασχοληθούν. Κατά βάση θα έπρεπε να χαίρομαι, που με κάνουν γνωστό στα πέρατα της φατσοχώρας, αλλά πιθανώς και να τους λυπάμαι. Δεν το έχω ξεκαθαρίσει ακόμη. Θα με βοηθήσουν όμως κι εκείνοι, ώστε να το ξεκαθαρίσω…
Το ξαναλέω λοιπόν.Δεν έχω ασχοληθεί ποτέ με blogsανθρώπων που δεν μ’ ενδιαφέρουν. Που δεν μετράω τη γνώμη τους βρε αδελφέ.Δεν έχω μπει ποτέ π.χ. στο blogτου μαρκουτσοφόρου-νεολαιολόγου για να σχολιάσω κάτι επωνύμως ή ψευδωνύμως, παρότι αυτός καταφέρεται εναντίον μου κάθε λίγο και λιγάκι (δεν του φτάνουν φαίνεται οι αρλούμπες που αραδιάζει συνεχώς στο δισκορυχείον, πάει μετά στο δικό του και ολοκληρώνει αυτοϊκανοποιούμενος), όπως επίσης δεν έχω μπει και στο blogτου αγιορείτη-οσιομάρτυρα της εϊτίλας (για να θυμηθώ δύο διαχρονικούς διαδικτυακούς «εχθρούς» μου). Ποτέ δεν ασχολήθηκα στο δισκορυχείον με τις αφεντομουτσουνάρες τους (μια-δυο φορές υπερασπίστηκα απλώς τον εαυτό μου απέναντι στην ελεεινολογία). Στο ένα blogμπορεί να μπω καμμιά φορά, στο όποτε, για… ψυχαγωγικούς λόγους, στο άλλο ποτέ. Δεν ασχολήθηκα ποτέ, ούτε πρόκειται ν’ ασχοληθώ με ό,τι και να γράψουν στις αναρτήσεις τους. Αυτοί (και κάποιοι άλλοι... μουσικολόγοι της πυρκαγιάς), απεναντίας, τρώγονται συνεχώς μαζί μου. Μιλάμε για ανώμαλες καταστάσεις. Μη φυσιολογικές ρε παιδί μου (ή έτσι τουλάχιστον τείνει να εξελιχθούν). Εγώ όταν κάνω κριτικές σε κείμενα άλλων, το κάνω μόνο σε έντυπα τα οποία έχω πληρώσει. Είτε αυτά είναι βιβλία, είτε είναι περιοδικά κι εφημερίδες (όπως έχω ξανα-εξηγήσει ακόμη και τα freepressπληρωμένα τα έχουμε).Τα έντυπα τα οποία κριτικάρω τα σέβομαι. Επειδή σέβομαι, πρωτίστως, τα φράγκα που δίνω. Αν βρω κάτι εκεί, που δεν μου κάθεται καλάμπορεί να γράψω δυο λόγια. Δεν κυνηγάω όμως κανέναν. Απεναντίας, άλλοι κυνηγάνε εμένα. Noproblem. Πραγματικά δηλαδή. Καλά κάνουν τα παιδιά! Μπορεί να είναι κι αυτό μια νέα θεραπευτική μέθοδος… Θα χαρώ να δω τα αποτελέσματά της. Ας αλλάξω, όμως, θέμα.  

Στη χθεσινή LiFO(#334, 4/4/2013) διάβασα κάτι, που, κανονικά, θα έπρεπε να με παραξενέψει. Αλλά όχι. Απλώς επιβεβαίωσε κάτι που είχα γράψει παλαιότερα και γι’ αυτό το αναφέρω. Η ξεναγός, ιστορικός και συγγραφέας Μαριάννα Κορομηλά γράφει για την Ελένη Βλάχου στη στήλη «Οι Αθηναίοι»…
«Ο πατέρας μου ήταν δημοσιογράφος στην ‘Καθημερινή’. Μεγάλωσα στα τυπογραφεία της. Η Ελένη Βλάχου ήταν η νονά μου. Μια γυναίκα αντιπαθητική και ολωσδιόλου αντιπνευματική. Ως ανταποκρίτρια στους Ολυμπιακούς του 1936 στο Βερολίνο εξύμνησε τον Χίτλερ και το ’67 έκλεισε τα έντυπά της, αφήνοντας άνεργους εκατοντάδες εργαζόμενους χωρίς αποζημίωση, γιατί θεώρησε τους Συνταγματάρχες ‘παραδουλεύτρες’. Δεν είχε προλάβει να επιβληθεί η δικτατορία των στρατηγών που θα προτιμούσε η ίδια».
Πριν τρεις μήνες περίπου (14/1/2013) αναπτύσσοντας ένα κείμενο για τις Εικόνεςτου 1968 (τις ξεχασμένες Εικόνες, στις οποίες δεν προΐστατο η Βλάχου, όποιος θέλει μπορεί να το δει εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/01/blog-post_14.html) είχα γράψει σχετικώς για την στάση της ιστορικής εκδότριας στην περίοδο της χούντας:
«Λίγες μέρες πριν το πραξικόπημα οι Εικόνες κυκλοφόρησαν το ‘τελευταίο’ τεύχος τους. Οι Συνταγματάρχες δια του λογοκριτικού μηχανισμού που είχαν κληρονομήσει απαιτούσαν πλέον καθημερινές εκθέσεις των φύλλων των εφημερίδων και των περιοδικών, ξεσκονίζοντας τις ‘ύλες’ και αποψιλώνοντάς τες από τα ενοχλητικά αρθρίδια. Η Ελένη Βλάχου αντιδρά σ’ αυτήν την επιβαλλόμενη κατάσταση κλείνοντας τα έντυπά της (και μαζί τις Εικόνες). Δεν ξέρω αν αυτό ήταν σωστό ή όχι. Η ιστορία έχει προσμετρήσει τη στάση της μεταξύ των ‘πράξεων αντίστασης’ απέναντι στη χούντα, αλλά εγώ, να μου επιτρέψετε, έχω μία λίγο διαφορετική άποψη. Η ιστορική εκδότρια ήταν μία αστή, ένα πρόσωπο της καλής αθηναϊκής κοινωνίας, που δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτρέψει ούτε μύγα στο σπαθί της. Η αντίδρασή της δεν είχε ιδεολογικοπολιτικά κίνητρα (η Βλάχου δεν ήταν αριστερή, φιλοβασιλική ήταν). Ήταν η αντίδραση μιας εστέτ, ενός ανθρώπου κοσμοπολίτη που δεν θα ανεχόταν ποτέ να υποκύψει· να λογοδοτήσει μπροστά σ’ έναν καραβανά. Αυτό ήταν το ‘πρόβλημά’ της. Ήταν ζήτημα ρόλων και κουλτούρας δηλαδή(…) Το θέμα, όμως, είναι τι θα γινόταν αν όλοι οι υπόλοιποι εκδότες, οι καλλιτέχνες, οι τραγουδοποιοί υιοθετούσαν τη στάση τής Ελένης Βλάχου; Θα έμενε ο κόσμος επί χούντας χωρίς περιοδικά κι εφημερίδες; Χωρίς βιβλία και τραγούδια; Οι τραγουδοποιοί μας έπρεπε να το βουλώσουν δηλαδή, επειδή οι στίχοι τους θα έπρεπε να κατατεθούν στη λογοκρισία; Το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν και οι θεατρικοί συγγραφείς μας, οι ποιητές μας και όλοι οι υπόλοιποι; Δηλαδή ή φίμωμα ή λιβάνισμα; Άλλος δρόμος δεν υπήρχε; Ο κόσμος αγωνίστηκε (όσοι αγωνίστηκαν δηλαδή) με τον τρόπο που μπορούσε, όπως μπορούσε, κάποιοι λιγότερο, κάποιοι περισσότερο, προσφέροντας μια διέξοδο. Εκδότες έβγαλαν ‘ακατάλληλα’ βιβλία και πριν την άρση της προληπτικής λογοκρισίας κάτω από τη μύτη του καθεστώτος, υπήρξε ένα ολόκληρο κύκλωμα ‘παράνομου’ Τύπου, τραγουδοποιοί προσπάθησαν να παρακάμψουν τη λογοκρισία ‘μπουρδουκλώνοντας’ κάποια λόγια, θίασοι ‘ανέβαζαν’ έργα, τα οποία ‘κατέβαιναν’ ή περικόπτονταν εν συνεχεία μετά τις σχετικές οχλήσεις κ.ο.κ. Αυτές ήταν πράξεις μικρής ή μεγαλύτερης αντίστασης. Αυτές στις οποίες ‘παιζόταν’ κομματάκι η ζωή σου, η καριέρα σου, η επιβίωσή σου (η δική σου και της οικογένειάς σου). Να τι είχε πει ο Κάρολος Κουν στον Σπύρο Χατζάρα, στο περιοδικό Καλλιτεχνική Επιθεώρηση (Περίοδος Β, τεύχος 2, δεν αναφέρεται μήνας/έτος, μάλλον Φεβρουάριος του 1979), για την στάση τού ιδίου και του Θεάτρου Τέχνης επί Δικτατορίας, όταν αντιμετώπισε πρόβλημα με τη λογοκρισία: “Ο δημοκρατικός πνευματικός κόσμος άρχισε από την πρώτη στιγμή την ποικιλότροπη αντίσταση στο νέο καθεστώς. Μερικοί πίστεψαν ότι πρέπει να κηρυχτεί μια πνευματική απεργία διαρκείας με την αποχή των πνευματικών εργατών από τη δουλειά τους. Το Θέατρο Τέχνης δεν κράτησε μια τέτοια στάση, γιατί πίστευε πως δεν έπρεπε να νεκρωθεί η πνευματική ζωή του τόπου, θέση που ωστόσο αμφισβητήθηκε από ορισμένους.(…) Πάντως νομίζω ότι πολιτικά αυτή ήταν και η πιο σωστή απόφαση (σ.σ. να λειτουργήσει κανονικά το Θέατρο Τέχνης επί δικτατορίας). Κι αυτό γιατί η πνευματική απεργία μόνο σε βάρος των πνευματικών ανθρώπων και της δημοκρατικής σκέψης είναι”».

Δεν είναι ανάγκη κάποιον να τον έχει βαφτίσει η Ελένη Βλάχου, για να πει τα προφανή. Θα χρειαζόταν, όμως, πολλαπλάσιο θάρρος ενδεχομένως για να τα πει, αν ήταν πνευματικό παιδί της.

ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΦΑΝΤΟΣ ο εφιάλτης του… κίτρινου σούρουπου

$
0
0
(…) Ωστόσο, ενώ δεν είχα προβλήματα στα γήπεδα, κάτι δεν πήγαινε καλά με την υπόλοιπη παραμονή μου (στην Αγγλία). Λεφτά δεν υπήρχαν για ξενοδοχείο, ούτε μέτριο. Ευτυχώς, είχε φροντίσει ένας γνωστός και με δέχτηκαν στο κτίριο του εφοπλιστή Πατέρα, που ήταν τεράστιο και βρισκόταν σε ένα κάπως μακρινό προάστιο του Λονδίνου. Μόλις τελείωσα λοιπόν τις δουλειές μου, μια και δυο για του Πατέρα να κοιμηθώ. Οι άνθρωποι, εκεί, δεν μου έδωσαν το ροζ δωμάτιο, ούτε τις μεταξωτές μπιτζάμες του κυρίου. Για μένα υπήρχε το υπόγειο του τεράστιου σπιτιού. Και κει τη βρήκα. Ήταν ένα πολύ μεγάλο σκοτεινό υπόγειο, γεμάτο παλιά έπιπλα και σκεύη, κιβώτια, ανταλλακτικά από αυτοκίνητα, τεράστια κασόνια με σαβούρες. Κάπου στην άκρη, στήθηκε ένα μικρό ράντσο και βολεύτηκα. Πάνω από την οποιαδήποτε έλλειψη άνεσης είχα βάλει τη δίψα της μάθησης. Ούτε πείνα με έπιανε, ούτε το διαβολεμένο κρύο σ’ αυτό το καταραμένο υπόγειο. Όμως, αυτό που δεν άντεξα ήταν ο φόβος. Ένα βράδυ, που δεν μπορούσα να κοιμηθώ με τίποτα (και ήθελα πολύ να κοιμηθώ και να ονειρευτώ ότι βρισκόμουν στο ξενοδοχείο Ριτζ, όπου δυο κομψοί σερβιτόροι μου σερβίρουν ένα βασιλικό γεύμα), σηκώθηκα και έκοψα μερικές βόλτες στο υπόγειο. Από περιέργεια, αλλά ίσως και μηχανικά, στάθηκα σε μια γωνιά που βρίσκονταν κάτι κιβώτια. Βάζω το χέρι και ανοίγω ένα. Και τι να δω: ήταν γεμάτο κόκαλα. Τρελάθηκα. Όλο μου το κορμί το είχε ζώσει ανατριχίλα. Μη κάνουμε τους πολύ μάγκες γιατί βλάφτει. Με δυο λόγια είχα χεστεί από το φόβο μου. Και πάνω στη θολούρα μου, ανοίγει το πορτάκι στο βάθος του υπογείου. Μπροστά στο άνοιγμα, στεκόταν η υπηρέτρια, κρατώντας ένα μεγάλο φακό. «Πάθατε τίποτα κύριε Νίκο;», μου λέει. Τρελάθηκα από το φόβο μου. «Κάτι κόκαλα βρήκα εδώ», της λέω. «Ναι, το ξέρω», απαντά. «Είναι για να παίζουν τα σκυλιά του κυρίου Πατέρα». Άντε να κοιμηθείς μετά, ή να πιστέψεις τη γριά υπηρέτρια. Που ήταν ίσως η πιο άσχημη γυναίκα που είχα δει στη ζωή μου. Να σκεφτείτε ότι το πρόσωπό της μπροστά στο φακό, μου είχε φέρει πιο δυνατή ανατριχίλα από τα κόκαλα. (…) 
Απόσπασμα από το κεφάλαιο Στο Υπόγειο με τα Φαντάσματα, του βιβλίου του Νίκου Αλέφαντου Από τη Φτώχεια στην Αναγνώριση [Φύκιρης, 2η έκδοση Αθήνα 1985].

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΡΑΦΟΥΡΗΣ ο ήχος του hammond (και του wurlitzer) σήμερα

$
0
0
Από τους μουσικούς που δίνουν νόημα, τα τελευταία 20+ χρόνια, σε ό,τι αποκαλούμε τζαζ των Ελλήνωνελληνική τζαζ), οΓιώργος Κοντραφούρηςείναι ένας δεξιοτέχνης των πλήκτρων (χαμοντικών, πιανιστικών και άλλων) με ισχυρή προσωπικότητα.
Αν δεν είναι θέμα προσωπικότητας τότε αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε να είναι η μεταστροφή εκείνη που έφερε τον Γιώργο Κοντραφούρη –καταξιωμένος πιανίστας της jazzως πριν μερικά χρόνια– μπροστά από το hammondorgan. Φυσικά δεν αναφέρομαι σε μία… εγκατάλειψη του πιάνου, αλλά σε μία αλλαγή κατεύθυνσης, η οποία, κατά τον ίδιον τον Κοντραφούρη, έχει να κάνει με τις δικές του καλλιτεχνικές αναζητήσεις. Να τι μου είχε πει σχετικώς με το hammondκαι για τον τρόπο που το τοποθετεί μέσα στην ιστορία της jazz(Jazz& Τζαζ #169, 4/2007): «Υπάρχει βεβαίως ο JimmySmithκαι η πρώτη φουρνιά της BlueNote (JohnPatton, JackMcDuffκ.ά.), όμως εμένα μ’ ενδιαφέρουν το ίδιο κι εκείνοι οι μουσικοί που πήγαν το όργανο ένα βήμα παραπέρα, για να συμπορευθούν με το νέο πρόσωπο της τζαζ, όπως το καθόριζαν ο Coltraneκαι όλοι οι υπόλοιποι την ίδια εποχή. Σκέφτομαι φερ’ ειπείν ‘ποιος ήταν εκείνος ο οργανίστας που άλλαξε τη ροή κάνοντας, κατ’ αναλογία, ό,τι και ο Coltrane;’. Ήταν ο LarryYoungμε το ‘Unity’ στην BlueNote, το 1965. Με JoeHendersonσαξόφωνο, WoodyShawτρομπέτα, ElvinJonesντραμς (και πάντα χωρίς μπάσο, αφού το χάμοντ κρατάει τις μπασογραμμές), ο Youngέκανε τη δική του επανάσταση. Έπαιξε δηλαδή κάτι που δεν υπήρχε πριν απ’ αυτόν, όντας σε συμφωνία με την τζαζ πρωτοπορία της εποχής. Βέβαια στην πορεία το χάμοντ συνδέθηκε με την εξέλιξη στο στυλ και σήμερα είναι μέσα στη loungeφάση, στη nu-jazz, στους DJs, στα μοντέρνα πράγματα. Μένουν όμως να γίνουν πολλά. Προσωπικά μπορεί να μην αφήνω το πιάνο, αλλά το χάμοντ είναι πλέον η φωνή μου».
Ο Γιώργος Κοντραφούρης είναι ένας λαϊκός, ανοικτός στο πνεύμα, δημιουργός. Αγαπάει με πάθος το rock, και ιδίως το μεταλλικό rock (από τους BlackSabbathμέχρι το thrashκαι οτιδήποτε άλλο υπάρχει ανάμεσα ή πέραν αυτών), αγαπάει φυσικά την κλασική μουσική (καθότι κλασικό πιάνοσπούδασε), αγαπάει την jazz, αγαπάει κάθε ήχο που μπορεί να τον κινητοποιεί, απ’ οπουδήποτε και αν προέρχεται. Επίσης –και επεξηγώντας, ταυτοχρόνως, εκείνο το «λαϊκός»– ο Κοντραφούρης είναι ένας μουσικός του πάλκου, του live, της σκηνής. Εκεί δοκιμάζει τις ιδέες του, εκεί μπορεί να εξελιχθεί ο ίδιος ως performer, εκεί μπορεί να πάρει άμεσα το feedbackτης αίθουσας, μετασχηματίζοντάς το, αμέσως, σε κάτι δικό του, πυροδοτώντας τα soliτου στα πλήκτρα, παρασύροντας σε… εκστατικές καταστάσεις συμπαίκτες και κοινό. Όπως είχε πει σε μιαν άλλη συνέντευξή του στο Jazz& Τζαζστον Ανδρέα Βιολάρη (#200, 11/2009): «Βασικά στα liveπαίζουμε ακριβώς αυτό που πιστεύουμε. Κύριο χαρακτηριστικό μας (σ.σ. αναφέρεται στο δικό του BabyTrio)είναι η ενέργεια που βγάζουμε στα gigs, αλλά και η υπερβολή. Κάθε φορά που βγαίνουμε να παίξουμε αποτελεί για εμάς ένα event, που το περιμένουμε πως και πως. Το κοινό έχει αφομοιώσει την ενέργεια αυτή και η ανταπόκρισή του είναι θερμή».
Το BabyTrioείναι το βασικό, ελληνικό, εκφραστικό όχημα του Γιώργου Κοντραφούρη από το 2008 και εντεύθεν. Εν σχέσει  με το όνομα είχε πει ο ίδιος (Jazz& Τζαζ #200): «Διάβαζα κάποτε μία συνέντευξη του KennyBarron, ενός πιανίστα που εκτιμώ ιδιαιτέρως, ο οποίος στα λεγόμενά του διαχώριζε τα δύο του τρίο σε… RegularTrioκαιBabyTrio. Επίσημα, όμως, έβγαινεαπλάωςKennyBarronTrio. Από ’κει υιοθέτησα το BabyTrioως βασική μας ονομασία». Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, που χαρακτηρίζει αυτό το σχήμα. Λέει ο Κοντραφούρης (Jazz& Tζαζ #200):«Το BabyTrioείναι ένα συγκεκριμένο πρότζεκτ, αφού στα μέλη που το απαρτίζουν –εκτός από εμένα– υπάρχει όριο ηλικίας τα 25 χρόνια. Οι μουσικοί αντικαθίστανται μόλις πατήσουν τα 25 τους βάσει του ‘πρωτοκόλλου’!». Και όντως. Αν δούμε την line-upτου 2008 συμμετείχαν σ’ εκείνη ο Αλέξανδρος Βήχος κιθάρα και ο Βαγγέλης Κοτζάμπασης ντραμς. Το 2009 ντράμερ ήταν ο Βασίλης Ποδαράς, ενώ σήμερα το γκρουπ αποτελούν (πέραν του σταθερού Κοντραφούρη), ο Κωνσταντίνος Στουραΐτης κιθάρες και ο Βασίλης Ποδαράς ντραμς.
Ρίχνοντας κάποιος μια ματιά στην αναλυτική δισκογραφία που παρουσιάζεται στη συνέχεια δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει το προφανές. Το ότι ο Γιώργος Κοντραφούρης έχει μία πολυποίκιλη παρουσία στο χώρο της ελληνικής τζαζ (αλλά και του ελληνικού τραγουδιού), ενώ δεν είναι μικρή (απεναντίας) η δράση του στην Φινλανδία (και από εκεί σε ολόκληρο τον κόσμο – π.χ. ο Κοντραφούρης έχει εμφανισθεί, ως μέλος του σχήματος τού θρύλου φινλανδού σαξοφωνίστα EeroKoivistoinen, ακόμη και στο Μπαλί, στην Ινδονησία), όπως και οι δισκογραφικές παρουσίες του στην Αμερική, στην εταιρεία ChickenCoupτου topοργανίστα TonyMonaco, ή, προσφάτως, στην ιταλική Schema. Ρώτησα λοιπόν τον Γιώργο Κοντραφούρη εν σχέσει με τα του… εξωτερικού, όπως και για τα μελλοντικά του σχέδια. Να τι μου είπε… «Είμαι στο γκρουπ του φινλανδού σαξοφωνίστα TimoLassiεδώ και κάποια χρόνια. Δεν είναι μόνον οι δίσκοι που βγάζουμε μαζί είναι και οι εμφανίσεις μας σε όλο τον κόσμο, όπως λέμε. Για τον Απρίλιο, ας πω, έχουν κλειστεί εμφανίσεις στην Κουάλα Λουμπούρ, στη Μαλαισία, ενώ ίσως παίξουμε και στην Σιγκαπούρη. Τον Φεβρουάριο ήμασταν στην Φινλανδία. Εμφανιστήκαμε σ’ ένα ραδιοφωνικό στούντιο, ενώ θα μας μαγνητοσκοπήσει και το Yle, το κρατικό τηλεοπτικό κανάλι. Παίξαμε στο Ελσίνκι με το BabyTrio, στο KokoJazzClubκαι στο Τούρκου, στο MonkJazzClub. Με το BabyTrioέχουμε εμφανιστεί στο Βίλνιους της Λιθουανίας, στην Ισπανία, όπως και στο PoriJazzFestivalτου 2010».
Αλλά και για την ελληνική σκηνήη άποψη του Γιώργου Κοντραφούρη είναι συγκεκριμένη κι έχει ενδιαφέρον.«Νομίζω πως η σκηνή βρίσκεται στην καλύτερη φάση της»λέει. «Μιλάμε δηλαδή πραγματικά για σκηνή, για μουσικούς που παίζουν συνεχώς σε μικρά μαγαζιά, για πολλά παιδιά με φοβερές γνώσεις, βγαλμένα από Ωδεία κ.λπ. Βέβαια, όλο το πράγμα είναι… low-budget, να το πούμε έτσι, αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Υπό την έννοια ότι έχει απλωθεί το πράγμα στους χώρους, ενώ, παρ’ όλες τις γενικότερες δυσκολίες, λειτουργεί καλά και η σχετική δισκογραφία». Μάλιστα, και για τη δισκογραφία ο Γιώργος Κοντραφούρης έχει τη δική του ξεχωριστή άποψη (Jazz& Tζαζ #169): «Τη δισκογραφία την αντιμετωπίζω σαν το ‘κλείσιμο’ μιας εποχής και το ‘άνοιγμα’ μιας καινούριας – και απ’ αυτή την άποψη έχει ένα νόημα για μένα».
Νάτο λοιπόν το «νόημα» στην πιο ανεπτυγμένη μορφή του (76 κομμάτια)…

Δισκογραφία
Το ξεκίνημα – η rockφάση
1. Various– Συνταγή Αντι-θανάτου – FamousMusicFM2003 – 1986 (Εναλλάξ)
2. ΕναλλάξΚόντραFamous Music FM 2004 – 1986
3. Blue Jeans – Blue Jeans – 12ιντσοmaxi single, Wipe Out Records W.O.R. 002 – 1986

Προσωπικές ηχογραφήσεις
1. FunkyPeopleEuropeRecords3002 – 1991 (με τον Τάκη Πατερέλη)
2. Don’t Be Shy – Lyra ML 0671 – 1999
3. Too Close – Legend 5031 2 – 2000 (ωςGeorge Kontrafouris Trio featuring Ralph Peterson Jr.)
4. My Only Way – Europe Records 3018 – 2001
5. Little Daddy’s Blues – USA. Chicken Coup CCP 7005 – 2007
6. The Storyteller – Puzzlemusik PIECE 002 – 2007 (ωςGeorge Kontrafouris Trio)
7. Don’t Be Shy – El Capitan 3401576096 – 2008 (digipak επανέκδοσητου 2)

Με το Baby Trio
1. Various – First Steps/ 2 years of Puzzlemusik – Puzzlemusik PIECE  C01 – 2008 (Baby Trio)
2. A New Snack – CD-single, Puzzlemusik piece L01 – 2008
3. Various – Jazz Society Thessaloniki 2008/2009 – Polytropon 054 – 2009 (Baby Trio featuring Timo Lassy)
4. The Main Curse – Puzzlemusik PIECE 011 – 2009
5. Urban Jazz – Puzzlemusik PIECE 021 – 2012

Συμμετοχές
1. Takis Barberis – Something from July – Lyra 4546 – 1990
2. Takis Barberis – Are you happy?– Lyra 4684 – 1992
3. George Trantalidis – A.M / P.M. – ΑκτήΑΚΤ471524-2 – 1992
4. Page One – Page One – Utopia 1008 – 1994
5. East Vision – East Vision – Utopia 1009 – 1994
6. Διονύσης Τσακνής – Το Φάντασμα Απ’ το Παρελθόν – Ακτή AKT 478295-2 – 1994
7. Page One – Beyond the Blue – FM Records 710 – 1995
8. Βαγγέλης Κατσούλης – Μέσ’ Απ’ το Σκοτάδι – LyraML 0624 – 1997
9. Makis Ablianitis & The Jazz Crew – Flame Keeper – ΘέσιςΘCD 0010 – 1997
10. Stratos Vougas Quartet – Breakin’ Loose – MBI 10711 – 1997
11. Takis Barberis – Naiva – Lyra ML 0661 – 1998
12. Dimitrios Vassilakis – Secret Path – UK. Candid CCD 79765 – 1998
13. ΦοίβοςΔεληβοριάςΧάλιαΑκτήΑΚΤ 491676-2 – 1998
14. Various – Balkan Voices/ A Musical Geography of the Balkan Peninsula – FM Records 1051 – 1999
15. Various – Jazz & Παράδοση– Jazz & Τζαζ/ Lyra 99150 – 1999
16. Stratos Vougas Quartet – A tribute to Hank Mobley – Legend 5029 2 – 1999
17. Διονύσης Τσακνής – Με την Πλάτη στον Τοίχο – Ακτή ΑΚΤ 494658-2 – 1999
18. Διονύσης Σαββόπουλος – Ο Χρονοποιός – Mercury 542252-2 – 1999
19. Σοφία Νοητή – Άγιος Χρόνος – Legend 5043 2 – 2000
20. Benny Golson – The Athens Sessions – Legend 2201550322 – 2000
21. Μάγδα Γιαννίκου – Ουδέν Πρόβλημα, TV-OSTLegend2201550332 – 2000
22. Exit – In Between Times – Legend 2201550402 – 2000
23. George Polyhronakos – Blink – Legend 2201550512 – 2000
24. Various – Stories – Jazz & Τζαζ/Lyra 99185 – 2001
25. Dimitrios Vassilakis – Labyrinth/ Daedalus Project – UK. CandidCCD 79776 – 2001
26. Τάνια Τσανακλίδου, Μιχάλης Δέλτα – Το Χρώμα της Μέρας – Mercury 014969-2 – 2001
27. Theologos Gryllis – Chabouna-jazz – M Records 5204876 01016 – 2001
28. Lydia FilipovicNekada – Private Pressing άνευκωδικού– 2002
29. Various – EuroJazz 2002 – Jazz & Tζαζ 0020-2 – 2002
30. Ionian Jazz Ensemble – Ionian Jazz Ensemble – Jazz & Τζαζ 0027-2 – 2003
31. Φοίβος Δεληβοριάς – Ο Καθρέφτης – Ακτή AKT 512601-2 – 2003
32. Various – All That Magic Vol. 5/ Jazzy – Lyra 1039– 2004
33. Dimos Dimitriadis – The Game – A&N Records AN9104 – 2006
34. Yiannis Kassetas & The Funk Wizards – The Truth About the Alien Invasion in Egypt – Puzzlemusik PIECE 003 – 2007
35. SofiaNoitiMysticBlues– ? – 2007 (άγνωστο αν κυκλοφόρησε)
36. Yiannis Kassetas & The Funk Wizards – FunkAbyss – Puzzlemuzik PIECE 013 - 2009
37. Yorgos Krommydas Organ Trio – Jazzium – El Capitan 3401677115 – 2010
38. Dimitri Vassilakis – Across the Universe – UK. Candid/ Zone7 ZOCD 78507 – 2010
39. George Trantalidis – Global Vision – Seven Islands 10041957 – 2011
40. Various – JazzNow!, New Music from Ionian University Jazz Program – Jazz &Τζαζ 00121-2 – 2011
41. Wade Mikkola Quartet – The Impromptu Session – USA. ChickenCoupCCP 7015– 2011
42. Yiorgos Psihoyios – The Art of Melancholy – Polytropon/ Syntax 059 – 2011
43. Blues Revenge – Blues Ain’t Minor – ΑνεξάρτητηΠαραγωγήάνευκωδικού– 2012
44. Timo Lassy – In with Lassy – IT. Schema SCCD458 – 2012 (καιLP ωςSCLP458)

Φινλανδικήφάση (παρουσίες)
1. Timo Lassy – African rumble/ High at noon – 12ιντσοEP, Ricky-Tick 008 – 2005/06
2. Mandy Gaines & The Wade Mikkola Quintet – Taking a Chance – AMK 1003 – 2006
3. Eero Koivistoinen Music Society – X-Ray – Wolfgang/Silenze SLC 027 – 2006
4. Dalindèo– Open Scenes – Ricky-Tick RTCD03 – 2007
5. Timo Lassy – The Soul & Jazz of Timo Lassy – Ricky-Tick RTCD04 – 2007 (καιLP μεκωδικόRT08)
6. Timo Lassy – The call/ Sweet spot – 12ιντσοEP, Ricky-Tick RT015 – 2007
7. Manuel Dunkel – Darn that Dream –KSJAZZ 3309-2 – 2007
8. Jarno Kukkonen – PRESENT & Absent – Kuru CD 073 – 2007
9. Various – Jazz/ from Finland 2008 – Finnish Music Information Center ISBN: 978-952-5076-63-9 – 2007/08 (μεEero Koivistoinen Music Society, Timo LassyκαιManuel Dunkel)
10. Contrasts – The Quintet – AMK 1004 – 2008
11. Timo Lassy – Round Two – Ricky-Tick RTCD014 – 2009 (καιLP μεκωδικόRT033)
12. Jarno Kukkonen – Open Case – Siba SACD-1002 – 2009
13. Dalindèo– Soundtrack for The Sound Eye – Ricky-Tick RTCD015 – 2010
14. Various – Jazz/ from Finland 2011 – Finnish Music Information Center ISBN 978-952-5076-75-2 – 2010/11 (μεTimo Lassy)
15. Dayna Stephens, Andre Sumelius, George Kontrafouris, Teemu Viinikainen – A Week Ago Today – Prophone PCD 110 – 2011
16. Contrasts – The Quintet Live! – KSJAZZ71159-3317-22011
17. Eero Koivistoinen – Minor Solutions – Pro Records PRO DVD 001 – 2011 (DVD)

ΘΩΜΑΣ ΜΠΑΚΑΛΑΚΟΣ «Βρυξέλλες καλλιμάρμαρες...»

$
0
0
ΤoΣάββατο το βράδυ γύρισα σπίτι κατά της 2 τη νύχτα (ή το πρωί – όπως θέλετε πείτε το) κι έτσι κάπως για να χαλαρώσω (αφού απάντησα σ’ ένα-δυο σχόλια στο blog), άνοιξα ταυτοχρόνως ένα βιβλίο και την τηλεόραση. Διάβαζα κάτι-λίγο-παλαιότερες-δηλώσεις της Δαμανάκη, του Σαμαρά (και άλλων) για τον Μάη του ’68, ακούγοντας παραλλήλως τον Θωμά Μπακαλάκοστην ΝΕΤ, σε μια συνέντευξή του στη Βίκυ Φλέσσα.
Τον Καρδιτσιώτη (κάτι τρέχει με την Καρδίτσα τώρα τελευταία) Θωμά Μπακαλάκο τον εκτιμώ, ως τραγουδοποιό, από χρόνια, από τότε που ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο (στα τέλη του ’70) κι είχα αγοράσει (σε κασέτα) τα «Αγροτικά» του [MINOSMTCS3141, 1975], με τις ερμηνείες του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τους στίχους του Διονύση Τζεφρώνη (δύο τραγούδια ήταν σε στίχους του ιδίου του Μπακαλάκου, το «Όχι δεν πουλάμε» και το «Ο γερο-αγρότης»). Σε realtime, το 1979-80, άκουγα το φοβερό τραγούδι του «Το γράμμα» από τους «Προστάτες» [MINOSMSM365] με τη φωνή της Χαρούλας Αλεξίου (ώρες-ώρες νομίζω πως δεν έχει πει καλύτερο τραγούδι η Αλεξίου) και λίγα χρόνια αργότερα το επίσης εξαιρετικό «Μυριέμ» (νομίζω πως προερχόταν από την «Ανοιχτή Επιστολή» τού ’83 – λέω «νομίζω», γιατί τον δίσκο δεν τον έχω διαθέσιμο αυτή τη στιγμή, ώστε να το εξακριβώσω).
Σε σχέση με τον Μπακαλάκο ακούγονταν διάφορες φαιδρότητες, έως και κακοήθειες στα τέλη του ’80 και τις αρχές του ’90, βασικά σε στυλ πλάκας και καλαμπουριού, καθότι τα μηνύματα έτσι περνάνε καλύτερα στα… πρόβατα («ρε τι απέγινε εκείνος ο Μπακαλάκος» και άλλα τέτοια), όταν τα… αντι-πνευματικά ηνία της χώρας είχαν αναλάβει οι διάφοροι ΚΛΙΚαδόροι και οι υπόλοιποι λιμοκοντόροι της κίβδηλης καλοπέρασης, με τις κλεμμένες/δανεισμένες τσέπες. Ο Θωμάς Μπακαλάκος θες από θέση, θες από δράση (γιατί την αντίδραση αντιπροσώπευαν οι λεμέδες) μαζί με την παραίτησή του από την Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ (την οποίαν κατέθεσε ο ίδιος, όρθιος, μπροστά στον Ανδρέα – όπως τον άκουσα να λέει στη Φλέσσα) εξαφανίζεται και από την τρέχουσα δισκογραφία, αφήνοντας για παρακαταθήκη τις εξαιρετικές «Βρυξέλλες» του. Με το LP«Απ’ την Ελλάδα γεια Χαρά» [Alpha, 1993] ο Μπακαλάκος λέει αυτά που πρέπει να πει (βλέποντας 20 χρόνια μπροστά), εγκαταλείποντας την αγωνιστική τραγουδοποιία. «Παλίρροια και ρεύματα/ σαρώνουν την Ελλάδα/ απάτητος ο Όλυμπος/ η Αθηνά η Παλλάδα./ Ευρωπαΐζοντες κι αυτοί/ ψήλωσαν προς την Δύση/ για ν’ αποφύγουν την οργή/ δεν είχαν άλλη λύση./ Εκείνο το γυψάδικο/ που βγάζει τσολιαδάκια/ μαθαίνω πως φαλίρισε/ μ’ αφεντικά ανθρωπάκια./ Συγκινημένη η Κομισιόν/ παρέχει τις πιστώσεις/ αρκεί να είμαστε πιστοί/ και συνεπείς στις δόσεις./ Βρυξέλλες καλλιμάρμαρες/ χαλάλι σας η Παλλάδα/ φυλάξτε όμως και για μας/ ολίγο από Ελλάδα».
Με το κόμμα να τον έχει στο περιθώριο –όπως είπε ο ίδιος… ποτέ από το επίσημο ΠΑΣΟΚ δεν έφυγε κασέτα με τραγούδια του για τις σχετικές μαζώξεις, ούτε ποτέ ακούστηκε μουσική του στις ρωμαϊκές προεκλογικές συγκεντρώσεις– και με τ’ «Αγροτικά» του (τα οποία δεν ήταν γραμμένα για να τα εκμεταλλευθεί το ΠΑΣΟΚ, όπως νομίζουν ορισμένοι, αφού είχαν συντεθεί το 1973) να μην περνάνε από την επιτροπή λογοκρισίας του χουντικού υπουργείου Προεδρίας (είχαν εγκριθεί μόλις δύο, από τα 12-13 τραγούδια, όπως ακούστηκε στην συνέντευξη), αλλά να αγκαλιάζονται από τον κόσμο, όταν κυκλοφόρησαν επί Μεταπολίτευσης πια το 1975, ο Θωμάς Μπακαλάκος αντιπροσώπευσε για μια 15ετία έναν τύπο καλλιτεχνικό, που θα έπρεπε να απαντήσει, εκεί στις αρχές του ’90, στο πιο μεγάλο… τρίλημμα. Ξεπούλημα (για να το πω απλά), διατήρηση εκείνου που έκανε (πράγμα που θα απαιτούσε πολύ ισχυρές εσωτερικές αντιστάσεις, ώστε να μπορεί κάποιος να ανταπεξέρχεται στη φαιδρότητα, στην κοροϊδία και την απαξίωση του έργου του από τους λακέδες) ή εξαφάνιση και αλλαγή πορείας; Ο Μπακαλάκος ας πούμε ότι επέλεξε το τρίτο. Δεν χάθηκε από τη μουσική, απλώς άλλαξε τη σχέση μαζί της. Ασχολήθηκε με το λεγόμενο «σοβαρό» κομμάτι της, αρχίζοντας να μελετά και περαιτέρω να συνθέτει επηρεασμένος π.χ. από τον Νίκο Σκαλκώτα. Διακρίθηκε και σ’ αυτό το χώρο συνθέτοντας συμφωνικά έργα μεγάλης διαρκείας («Ιπποκράτειος Όρκος»), μελετώντας τις αρχαιοελληνικές ρίζες της μουσικής και επιχειρώντας να παρουσιάσει σύγχροναέργα, βασισμένα στο παραδοσιακό τραγούδι (κυρίως της Θεσσαλίας – του τόπου καταγωγής του).
Είπε πολλά ο Μπακαλάκος στη Βίκυ Φλέσσα. Ήταν μια ωραία συνέντευξη, ό,τι έπρεπε για τον πολύ κόσμο (αν και η ώρα ήταν ακατάλληλη για μεγάλη τηλεθέαση) –καθόλου βαρετή και αυτάρεσκη όπως π.χ. εκείνες του Στέλιου Ράμφου στην ίδια δημοσιογράφο– την οποίαν σκέπαζε, ανά στιγμές, μία ελαφρά συγκίνηση. Από τις μια-δυο φορές τους τελευταίους μήνες, που είπα πως… αξίζει να έχει κανείς τηλεόραση· έστω και άνευ αποκωδικοποιητή, έστω και με… μύγες.

TEMPLE OF THE SMOKE space-rock από τη Σερβία

$
0
0
Τρίτη βινυλιακή κυκλοφορία της ελληνικής CosmicEye (μετά τους… πολυεθνικούς AyahuascaDarkTripκαι τους Περουβιανούς MontibusCommunitas, για τους οποίους έχω γράψει παλαιότερα), οι Σέρβοι Temple of the Smokeέρχονται να επιβεβαιώσουν το ενδιαφέρον της εποχής γύρω (και) από το βαρέων βαρών space-rock. Και τι δεν ενδιαφέρει την εποχή θα μου πείτε τώρα, αλλά, ok, το space-rockείχε και θα έχει πάντα μία ειδική μεταχείριση. Εννοώ πως πάντα εύρισκε τρόπο να τρυπώνει στα ακούσματά μας, αφού η διαχρονικότητα των Hawkwindπρώτα-πρώτα (με όλα τα υβρίδιά τους) δεν άφησε ποτέ τη φλόγα να σβήσει· πόσω μάλλον, όταν στη διαδρομή έσκασαν μύτη και οι OzricTentacles (κλείνουν κι αυτοί 30 χρόνια πια) πακτώνονταςτο είδος.
Οι TempleoftheSmoke(με όνομα δανεισμένο από μια ιστορία, τρόμου να υποθέσω, του ThomasLigotti) δεν είναι ένα εντελώς καινούριο γκρουπ, αφού το “The Lost Art of Twilight” [CosmicEyeΕΥΕ003] είναι το δεύτερο άλμπουμ τους (είχε προηγηθεί το “…AgainstHumanRace” στην ρωσική R.A.I.G. το 2011). Ηχογραφημένο και μιξαρισμένο στο Βελιγράδι, τον Απρίλιο του 2012, το εν λόγω LPεμφανίζει τη σέρβικη μπάντα (MarkoIlić μπάσο, DraganMirković ντραμς, κρουστά, DušanŽicaκιθάρες, σύνθια, samples, εφφέ, μελόντικα, vocoder, JankoStojanović κιθάρες, σύνθια, όργανο, φωνή – συν δύο guests, οι DaniloNikodinovskiκρουστά, JonMackMarieφωνητικά) να κατευθύνεται σε ακόμη πιο κοντρολαρισμένους… διαστημικούς δρόμους. Παρότι οι ενωμένοι Γιουγκοσλάβοι είχαν να επιδείξουν space-rockήδη από τα 70s(βασικά με τους IgraStaklenihPerliκαι λιγότερο με τους Tako), οι TempleoftheSmokeδεν φαίνεται να κινούνται και τόσο (δηλαδή καθόλου – αν εξαιρέσεις ίσως το τελευταίο track) στις γνωστές Floyd-ικές περιοχές. Είναι περισσότερο heavy, ενίοτε symphonicκαι συχνότατα επικοί (στα όρια του σχετικού «μετάλλου»). Οι συνθέσεις τους, ορχηστρικές ως επί το πλείστον –φέρνουν στο νου διάφορα σχήματα του δεύτερου μισού των seventies(Heldon, SBB) ή καλύτερα συνδυασμούς εκείνων, έχοντας όμως σύγχρονη χροιά– είναι γλαφυρές, περιπετειώδεις και από την πλευρά Α θα ξεχώριζα οπωσδήποτε το έσχατο “Out, intothecrimsonnight”, επειδή εμφανίζει, ακέραιες, τις περισσότερες από τις αναφορές τους. Η δεύτερη πλευρά (την οποίαν οι Σέρβοι αποκαλούν… Ω) περιλαμβάνει τρία κομμάτια. Το “Streetofshiftingsigns” είναι το πιο μεγάλο σε διάρκεια, και το όχι παράξενο (για τους TempleoftheSmoke) είναι πως εμφανίζει reggaeκαι dubστοιχεία, με τη μελόντικα να ακούγεται ως μία προφανής αναφορά στον AugustusPablo! (Space-reggae, πάντως, δεν είναι εύκολο να συναντήσεις οπουδήποτε). Το “Beyondthewallofsleep” είναι ένα μινόρε κάπως doomytrack, με αποκαλυπτικές κιθάρες και «πίσω» keyboards, που σε στέλνει (ίσως το κορυφαίο του άλμπουμ), ενώ το έσχατο “Templeofthesmoke” είναι το μόνο που εμφανίζει κάποιες ψυχεδελικές αναφορές (Floyd-ικές και krautας τις πούμε), με τα φωνητικά (περασμένα μέσα από vocoder) να κάνουν, επί του προκειμένου, τη διαφορά. Οι Σέρβοι το έχουν το spaceχάρισμα.

για την ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ

$
0
0
Δεν είμαι απολύτως σίγουρος πότε πρωτοεκδόθηκε το περιοδικό Τυφλόμυγα. Το πιο παλαιό τεύχος που διαθέτω προέρχεται από τον Σεπτέμβριο του 2003 κι εκεί αναγράφεται το... «ένας χρόνος συμπληρώθηκε από την πρώτη πειραματική Τυφλόμυγα…». Άρα μπορώ να υποθέσω πως το περιοδικό βγήκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2002, ή έστω το Φθινόπωρο του 2002. Επίσης είναι άγνωστο πόσα τεύχη έχουν κυκλοφορήσει στο μεσοδιάστημα (από το 2002 μέχρι σήμερα εννοώ) επειδή επί των τευχών δεν υπάρχει αρίθμηση – το μόνο που υπάρχει είναι ο μήνας (μήνες) κυκλοφορίας. Έτσι, το πιο πρόσφατο τεύχος του περιοδικού που έπεσε στα χέρια μου (να υποθέσω πως είναι και το τρέχον) είναι το… Νοέμβρης-Δεκέμβρης ’12. Η Τυφλόμυγα (ορισμένοι θα την αποκαλέσουν και fanzine), έχει σήμερα 64 Α/Μ σελίδες μεσαίου σχήματος, έχει κασέ ιδιαίτερο, έχει διαφορετικού τύπου γραμματοσειρές, φωτο-αναπαραγωγές παλαιών εντύπων, άρθρα «χτυπημένα» τώρα, διάφορα τινά μεταφρασμένα, που άπτονται της ποίησης, της λογοτεχνίας, της μουσικής, της… εφηρμοσμένης κοινωνιολογίας.
Το έντυπο έχει ενδιαφέρον. Δεν ξέρω αν οι άνθρωποι θέλουν να παρουσιάσουν κάτι που να προσομοιάζει στον Κούροκαι το Panderma(από τα seventies), όμως η προσπάθεια είναι γενικώς καλή· και καλυτερεύει συν τω χρόνω (αν κρίνω από τα τεύχη που διαθέτω). Στο περιοδικό δεν υπάρχει εμφανής συντακτική ομάδα, υπάρχουν όμως επώνυμα κείμενα (οι συνεργασίες, οι κριτικές-παρουσιάσεις των εντύπων), ενδιαφέρουσες «ξένες» επιλογές, και κυρίως υπάρχει πλήρης εκμετάλλευση (με την καλή έννοια) των σελίδων. Δεν βλέπω κάτι που να μ’ ενοχλεί στην Τυφλόμυγαπαρ’ εκτός μιας ανάποδης ορθογραφίας, που μου κάθεται στη στομάχι («έρεβνα» με βήτα, «έβγε» με βήτα…). Μάλλον τους ξέφυγαν τα «σκεύη» και τα έγραψαν με ύψιλον…
Όλα τα κείμενα κι οι μεταφράσεις έχουν πράγματα να πουν. Από τις seventiesανατυπώσεις έχουμε κάτι από το αφιέρωμα του Λεωνίδα Χρηστάκη στο βιβλίο, τα βιβλιοπωλεία και τους εκδότες στην περίοδο της δικτατορίας (πρώτη ολοκληρωμένη δημοσίευση στο Panderma #11, τον Μάρτιο του ’75), το γνωστό(;) κείμενο του Τάσου Φαληρέα Πότε θα κάνει ξαστεριά… καλύτερα ποτέαπό το Panderma#8, τον Ιούνιο του ’73 (ο Φαληρέας τα έβαζε με τους πάντες, ή σχεδόν με τους πάντες, από τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τα δημοτικά και τα ρεμπέτικα μέχρι τα… μούσια μας), επίσης ένα κείμενο του Φαληρέα («Γιατί είμαστε δυστυχισμένοι») από τον Οκτώβριο του ’72 (το διάβασα και στο βιβλίοΧαριστική Βολή– άγνωστο που πρωτοδημοσιεύτηκε), μία ωραία πολυσέλιδη αναφορά στον λογοτέχνη, ποιητή, βιβλιοπώλη κ.λπ. Γρηγόρη Γρηγοριάδη, που εξαφανίστηκε(;) το 1995 (ανάμεσα κι ένα σημερινό κείμενο του Νίκου Πλατή), μία δυνατή αναφορά στους βρετανούς «δυσαρεστημένους νέους» των 50s-60s (teddyboys, ton-upkids, beats, ειρηνιστές, ravers, mods, rockers) από τον CharlesRadcliffe, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο καταστασιακόπεριοδικό (του) Heatwave #1, 7/1966 (ό,τι πρέπει για ορισμένους αγράμματους, που έχουν γράψει ασυναρτησίες σε σχόλια στο δισκορυχείον), ένα απόσπασμα από τη νουβέλα του γνωστού τραγουδοποιού και συγγραφέα RichardFariñaBeendownsolongitlookslikeuptome[RandomHouse, New York 1966], που έχει και ελληνικό ενδιαφέρον, αφού το όνομα του πρωταγωνιστή της είναι Gnossos Pappadopoulis και άλλα τινά…
Κάποτε στα… undergroundελληνικά έντυπα βλέπαμε το RevolutionfortheHellofItτου AbbieHoffmanνα μεταφράζεται ως… Επανάσταση για την Κόλαση που Προκαλεί (το ίδιο γελοίο είναι και το Επανάσταση για την Κάβλα της). Τα πράγματα έχουν οπωσδήποτε καλυτερεύσει – η νύχτα με τη μέρα δηλαδή. Βοηθά το internet, σίγουρα η γλωσσομάθεια, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως, ακόμη και σήμερα, δεν γράφονται βλακείες (και στα έντυπα, αλλά, κυρίως, στο δίκτυο). Δεν λέω κάτι καινούριο. 

ΣΤΑΧΤΕΣ χαμένα λόγια

$
0
0
Ιστορικό punk, ή γύρω από το punk, σχήμα που έδρασε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι Στάχτες–δίχως δισκογραφία έως σήμερα– έχουν, 30 σχεδόν χρόνια μετά την εμφάνισή τους, ένα ολοδικό τους άλμπουμ που περιλαμβάνει συνολικώς δέκα τραγούδια κι έχει ως τίτλο τ’ όνομά τους [LabyrinthofThoughts/ WipeoutRecords]. Τα πρώτα τέσσερα από τον Νοέμβριο του ’86 (ηχογραφημένα, για την Wipe Out) και τα υπόλοιπα έξι ηχογραφημένα για τις ανάγκες της μπάντας τη διετία 1984-85. Ας ξεκινήσουμε από τα παλαιότερα, όταν κιθαρίστας και τραγουδιστής στο γκρουπ ήταν ο Δημήτρης Ρουσόπουλος.
Τα κομμάτια αυτά δείχνουν κάτι όχι απολύτως προφανές, για τα… κοντινά (με τις Στάχτες) σχήματα εκείνης της περιόδου. Πως το γκρουπ θα μπορούσε να κινηθεί δίχως ζόρι σ’ έναν ευρύτερο χώρο, καλύπτοντας όχι μόνο τις πρόδηλες punk ανησυχίες, αλλά κι εκείνες ενός τραγουδιού με ισχυρότερο hookστον κόσμο – όχι πολύ μακρυά π.χ. από το rock των Τρύπες. Το «Χαμένα λόγια», που κλείνει την Α πλευρά (το πρώτο από τα έξι), είναι δυνατό κομμάτι και σ’ αυτό το μοτίβο κινείται και η δεύτερη, δείχνοντας πως το συγκρότημα πέραν των στίχων (που άπτονται, αλλά και ξεπερνούν συγχρόνως τις σχετικές θεματικές) εμφανίζει κι άλλα προσόντα· παικτικά, με ωραία κοψίματα, σύντομες, αλλά καλοβαλμένες μελωδικές φράσεις, σύντομα αλλά περιεκτικά soli, καθαρά και κατανοητά φωνητικά. Θα έλεγα μάλιστα πως κομμάτια όπως η «Επέτειος» (για το Πολυτεχνείο), το «10%» (το ποσοστό ανεργίας της εποχής που κινητοποιούσε συγκροτήματα σαν τις Στάχτες – το σημερινό 60% τι κάνει;), η «Πανδαισία» (που θυμίζει Γενιά του Χάους), ακόμη και το “Pubs” (liveστο Mad) θα μπορούσε, μέσα από συνθήκες σωστής ηχογράφησης και παραγωγής, να συναγωνίζονται (και να ξεπερνούν) τα θεωρούμενα ως «καλύτερα» του είδους.
Κι αν αυτό μοιάζει κάπως με υπόθεση εργασίας, τα τέσσερα πρώτα κομμάτια της πρώτης πλευράς, ηχογραφημένα τον Νοέμβριο του ’86, θα μπορούσε ν’ αποτελούν μια βεβαιότητα. Με νέο τραγουδιστή τον Σωτήρη Θεοχάρη (από τους διαλυμένουςΑδιέξοδο), με ήχο στιβαρό και με παίξιμο προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις μιας σωστής στούντιο παραγωγής, οι Στάχτες έδειχναν έτοιμοι για το πιο μεγάλο άλμα. Για την ηχογράφηση ενός LPδηλαδή, που θα μπορούσε να τους φέρει θέσεις μπροστά στη συνείδηση της εγχώριας punk/rockκοινότητας. Δεν ξέρω αν, τώρα, είναι αργά… Τα 450 αντίτυπα βινυλίου υπάρχουν πάντως, είναι διαθέσιμα, και μπορεί (ακόμη και σήμερα) να λειτουργήσουν ποικιλοτρόπως.

JAZZ & TZAZ 20 χρόνια

$
0
0
Πέρασαν 20 χρόνια από τον Απρίλιο του 1993, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το περιοδικό Jazz & Τζαζ. Συνεργάτης από το τεύχος 22 (Ιανουάριος 1995) και αρχισυντάκτης από το τεύχος 39 (Ιούνιος 1996) έχω ζήσει από κοντά (όπως όλοι μας, ο καθένας από τη θέση του) όλες τις ανακατατάξεις στον εγχώριο, μουσικό, περιοδικό Τύπο και γενικότερα στο πλέγμα μουσική. Από την εποχή των «παχιών αγελάδων» δηλαδή και την εκτόξευση των κυκλοφοριών μέσω των premiumCD, έως την εποχή της σχεδόν ανύπαρκτης πρωτοκλασάτης δισκογραφίας, το τέλος των μεγαλιθικών δισκάδικων, της απαξίωσης των CDκαι της εξαφάνισης των περισσοτέρων σχετικών εντύπων. Παρότι για το περιοδικό οι… αγελάδες δεν υπήρξαν ποτέ παχιές, εντούτοις –στηριγμένο στην ύλη του, στους αναγνώστες του και σε κάποια μικρή διαφήμιση– κατόρθωσε να επιβιώσει ως αυτόνομο και εντελώς ανεξάρτητο έντυπο, να «γράψει» 20 χρόνια συνεχούς μηνιαίας παρουσίας και να ’ναι σήμερα έτοιμο, εδώ και τώρα, να το εορτάσει ως γεγονός με το τεύχος 241 (θα κυκλοφορήσει στα μέσα της επόμενης εβδομάδας), με το ένθετο βιβλίο 144 σελίδων Η ελληνική τζαζ δισκογραφία, 1961-2013 (μία χρήσιμη και πρωτότυπη εργασία), αλλά και με τη διοργάνωση ενός free liveστο Γκάζι (λεπτομέρειες για το οποίο θα ανακοινωθούν συν τω χρόνω).
Το «ό,τι μπορούμε κάνουμε» μπορεί ν’ ακούγεται κάπως χαμηλών τόνων και συγκαταβατικό, όμως η αλήθεια είναι πως έχουμε κάνει πάρα πολλά, βασικά ό,τι είναι δυνατόν και κάτι περισσότερο (πάντα με την αρωγή και τη στήριξη των αναγνωστών μας), προκειμένου να βαστήξουμε όρθιο το περιοδικό στη δυσκολότερη εκδοτική φάση των τελευταίων δεκαετιών. Με την πεποίθηση ότι θα εκτιμηθεί η προσπάθεια και την 21η χρονιά  λέω (λέμε) στους αναγνώστες και τους φίλους του Jazz& Τζαζεκφράζοντας, εννοείται, όχι μόνο τα δικά μου αισθήματα, αλλά κι εκείνα της διεύθυνσης και βεβαίως της σύνταξηςένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.

ALLAN HOLDSWORTH ένας master του SynthAxe

$
0
0
Τον βρετανό κιθαρίστα AllanHoldsworthτον γνωρίζουν όλοι οι φίλοι του βρετανικού progressiverock. Μέλος των Igginbottom, των Nucleus (εμφανίζεται στο “Belladonna” του IanCarr), των Tempest, των SoftMachine, και ακόμη των NewTonyWilliamsLifetime, των Gongκαι των U.K. (στο δεύτερο μισό του ’70), ο Holdsworthείναι ένα... περίπου μυθικό εν ζωή όνομα· κατ’ αρχάς για τους κιθαρίστες της ωδειακής εκπαίδευσης στην Αμερική και, οπωσδήποτε, για τη βιομηχανία της ηλεκτρικής κιθάρας και του SynthAxe. Δύο σχετικώς πρόσφατες επανεκδόσεις άλμπουμ του από την MoonJuneμας δίνουν την ευκαιρία να τον θυμηθούμε.
Το HardHatArea[Polydor, 1993] βρίσκει τον AllanHoldsworthνα συνεργάζεται με τους SteveHuntπλήκτρα, SkúliSverrissonμπάσο και GaryHusbandντραμς. Το άλμπουμ είναι σφόδρα τεχνοκρατικό (κινούμενο σε fusionμονοπάτια) δίδοντας την ευκαιρία στον Holdsworthνα παρουσιάσει τις νέες ακόμη τότε (το ’93), τεχνικές «κατακτήσεις» στο χώρο της κιθάρας και των συνθεσάιζερ, δηλαδή την… κιθάρα-συνθεσάιζερ SynthAxe. Το αποτέλεσμα το ακούμε, και γιατί όχι το απολαμβάνουμε, στο έσχατο trackτού “HardHatArea” [MoonJuneMJR044] που έχει τίτλο “Postlude” και που εμφανίζει τον ήχο της synthguitarτου Βρετανού σε… τρισδιάστατο αποτύπωμα. Digitallyre-masteredαπό το 2011, και ξανά στα ράφια ένα σημαντικό άλμπουμ για την πορεία ενός πρωτότυπου κιθαρίστα.
Τα ίδια ακριβώς θα ισχυριστώ και για το επόμενο άλμπουμ τού AllanHoldsworth, το NoneTooSoon [Polydor, 1996], που κι αυτό επανεκδόθηκε προσφάτως από τη νεοϋορκέζικη εταιρεία [MoonJuneMJR043]. Με νέα line-upκι έχοντας δίπλα του τον GordonBeckστα πλήκτρα, τον GaryWillisστο μπάσο και τον KirkConvigtonστα ντραμς, ο AllanHoldsworthπαρουσιάζει μία σειρά «ξένων» συνθέσεων, ειδικώς προσαρμοσμένων στην SynthAxe. Κομμάτια των JohnColtrane (“Countdown”), DjangoReinhardt (“Nuages”), IrvingBerlin (“Howdeepistheocean”), JoeHenderson (“Isotope”), Lennon/ McCartney (“Norwegianwood”), BillEvans (“Veryearly”) και άλλων ερμηνευμένων δίχως γωνίες από ένα… μοντελοποιημένο σχήμα. Το ύφος και τα ηχοχρώματα δεν διαφέρουν στο “NoneTooSoon” (δεν διαφέρουν εν σχέσει μ’ εκείνα του “HardHatArea” εννοώ). Ραφιναρισμένες καταστάσεις, με σημασία στην ηχητική λεπτομέρεια και βεβαίως τόνοι κιθαριστικών ανεβοκατεβασμάτων για σεμινάριο· από τα άπειρα που έχει δώσει –ακόμη και στην Ελλάδα– ο AllanHoldsworth (Άνοιξη του 2006, στο Ωδείο του Γιώργου Φακανά).

DEATH MERCHANT επιχείρηση Βόρεια Κορέα

$
0
0
Στα λαϊκά αναγνώσματα των ΗΠΑ –και από ’κει όλου του κόσμου– ένας από τους πιο γνωστούς toughguysείναι και οRichard Camellion, άλλως DeathMerchant (Έμπορος του Θανάτου), «ήρωας» σε καμμιά 70αριά νουβέλες του Joseph Rosenberger. Ο DeathMerchantπεριγράφεται, γενικώς, ως ο… άνθρωπος δίχως πρόσωπο, ο οποίος αναλαμβάνει ποικίλες βρώμικες δουλειές, τις οποίες δεν μπορεί να φέρουν εις πέρας το FBIή CIAκαι άλλοι διάφοροι αμερικανικοί… κοινωφελείς οργανισμοί. Εργοδότης του DeathMerchantείναι η CIA, η οποία και τον ανταμείβει με 100 χιλιάδες ντόλαρς αφορολόγητα(!) για κάθε αποστολή. Στην Ελλάδα έχουν κυκλοφορήσει διάφορα βιβλία του Rosenbergerσε ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ ΦΑΝ) εκεί γύρω στο 1980. Ένα απ’ αυτά έχει τίτλο TheMainlinePlot–στην ελληνική μεταφράστηκε με τον… αβανταδόρικο τίτλο Επιχείρηση Ηρωίνη– και περιγράφει τις περιπέτειες του DeathMerchantσ’ ένα… διηπειρωτικό τρίγωνο του διαβόλουστην κορυφή του οποίου βρίσκεται η Βόρεια Κορέα!
Το 1974, όταν βγήκε στην Αμερική το βιβλίο, οι απανταχού Κόκκινοι δεν είχε παύσει να απασχολούν την αμερικανική εξωτερική πολιτική (πόσω μάλλον όταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ μαινόταν), οπότε κι η παραλογοτεχνία (με την τεράστια λαϊκή απήχηση) συστρατευόταν με την κυρίαρχη γραμμή, στην προσπάθεια κατασυκοφάντησης του εχθρού. Παλαιά η μέθοδος και διαχρονική. Αντιγράφω από την περίληψη στο backcover
Οι Βορειοκορεάτες παρασκευάζουν μια εξαιρετικά ισχυρή μορφή ηρωίνης ειδικά για την αμερικάνικη αγορά, με απώτερο σκοπό την καταστροφή μιας ολόκληρης γενιάς Αμερικανών[sic]. Το σχέδιό τους είναι διαβολικά απλό. Καταστρέφοντας τη γενιά ενός έθνους, καταστρέφεις αυτόματα το μέλλον του έθνους αυτού.
Μπορεί άραγε ο Έμπορος του Θανάτου να κάνει κάτι για να εξουτερώσει τη συνδυασμένη δύναμη της Μαφίας και των Βορειοκορεατών; Ο Ρίτσαρντ Καμίλιον έχει μια ιδέα… και σαν βιρτουόζος του θανάτου και της απάτης ειδικεύεται σε ό,τι είναι αδύνατο.
Το Έμπορος Θανάτου/ Επιχείρηση Ηρωίνητου Τζόζεφ Ροζενμπέργκερ κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1980 από τις εκδόσεις Πάπυρος - Γραφικαί Τέχναι σε μετάφραση Αργύρη Παπαβασιλείου (ήταν το υπ’ αριθμόν 1266 βίπερ της σειράς του Παπύρου).

DIEUF-DIEUL de THIÈS από την Teranga Beat

$
0
0
Η καινούρια έκδοση της Teranga Beat δεν έρχεται απλώς να επιβεβαιώσει (τούτο είναι κοινός τόπος πια, μετά από τις τέσσερις προηγούμενες κυκλοφορίες), αλλά, κυρίως, να εμβαθύνει τη σχέση της εταιρείας με τις σενεγαλέζικες μουσικές των 70s και 80s. Όχι, δηλαδή, πως τα προηγούμενα άλμπουμ μάς είχαν αφήσει κάποιο περιθώριο, ώστε να αμφισβητήσουμε το «ταγμένο» της υπόθεσης, είναι όμως το παρόν των Dieuf-Dieul de Thiès, που δείχνει τον deep-afro προσανατολισμό του ελληνο-σενεγαλέζικου label και κυρίως την αποφασιστικότητά του να ανασύρει στην επιφάνεια ήχους και μουσικές, που να στέκονται πάντα «αλλού» εν σχέσει με το προβλέψιμο και το αναμενόμενο. Έτσι, μέσω του συγκεκριμένου 2LP (και CD), εκείνο που πρωτίστως επιτυγχάνεται είναι η εμβάθυνση σ’ έναν ήχο, που ναι μεν ανήκει, γενικώς, μέσα στα κατανοητά ακούσματα (αναφέρομαι στους ακροατές που μπορεί να έχουν υπ’ όψη τους την global μουσική της Σενεγάλης ήδη από τα 80s, αλλά να μυρίστηκαν, στην πορεία και το afro-manding/jazzύφος), όμως από την άλλη είναι καλώς κρυμμένος (ο ήχος), στην ουσία και τις λεπτομέρειές του, σε τούτες τις «άγνωστες» μπάντες που εμφανίζονται εσχάτως στην TerangaBeat.
Αυτό που προέχει να σημειωθεί εν σχέσει με τους Dieuf-DieuldeThièsκαι το AwSaYoneVol.1” (να υποθέσω πως ετοιμάζεται και Vol.2;), είναι το jazz/mandingo αίσθημα των εγγραφών τους. Ενώ, λοιπόν, οι Guelewar (ένας από τους κιθαρίστες τους, ο Pape Seck, ακούγεται κι εδώ) διακρίθηκαν κυρίως για τη μίξη των τοπικών afro στοιχείων με το rock (μέσω μιας αισθητικής που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ακόμη και ψυχεδελική), οι Dieuf-Dieul de Thiès, χωρίς ν’ αλλάζουν διαδρομή (αναφερόμαστε στα «ίδια» μακρόπνοα κομμάτια, με τα μεζμερικάφωνητικά και τις ανεξάντλητες κρουστές ακολουθίες) και χωρίς να εγκαταλείπουν τα κιθαριστικά soli (υπάρχει και δεύτερη κιθάρα που κρατάει το ρυθμό), δίνουν χώρο στα σαξόφωνα (Pape Demba Diop τενόρο, Pape Cissé άλτο), προκειμένου να αναπτυχθούν οι (μελωδικοί) αυτοσχεδιασμοί, μετατοπίζοντας τα κομμάτια σε άλλες σφαίρες. Υπόδειγμα του τρόπου των Dieuf-Dieul de Thiès αποτελεί, ας πούμε, το δεκάλεπτο “Ndiguele”, το οποίο ξεκινά με τα πνευστά μπροστά (υπάρχει και τρομπέτα από τον Alioune Badara Diop), τον τραγουδιστή να πατά γερά πάνω στη ρυθμική βάση (υπάρχουν τρεις φωνές, οι Assane Camara, Bassirou Sarr και Gora Mbaye), τις κιθάρες να αναλαμβάνουν τα ηνία (το lead παίξιμο του Pape Seck θα μπορούσε να ήταν επηρεασμένο από λευκούς κιθαρίστες της πρωτοπορίας, αν υπήρχε ποτέ περίπτωση να τους γνώριζε) με τα σαξόφωνα ν’ ακολουθούν (soli με συγκρατημένη φρασεολογία, αλλά πολύ συναισθηματικά) και τα κρουστά (τέσσερις percussion players), μαζί με τις φωνές, να ολοκληρώνουν μέσα σ’ ένα εκστατικό πλαίσιο. Φυσικά, από τις αναφορές των Dieuf-Dieul de Thiès δεν μπορεί να απουσιάζει το latin στοιχείο (χωρίς να γίνεται ποτέ κυρίαρχο), ενώ δεν γίνεται να μην επισημανθούν οι πνευστές γραμμές, οι πενιές, το άλτο και η ερμηνεία των τραγουδιστών στο “Nabinta” και το “Alingnadjimbe”, δύο κομμάτια που κάνουν τη διαφορά (μαζί με το Ndiguele”) σ’ αυτό το… από άλλο τόπο άλμπουμ.
Να πω, τέλος, πως τα κομμάτια είναι ηχογραφημένα στο SangomarNightClub, που λειτουργούσε και ως στούντιο (τα κομμάτια δηλαδή είναι liveστο στούντιο), στην πόλη Thièsτης Σενεγάλης, την 19/1/1982, από τον MoussaDiallo, τον θεματοφύλακα, όπως έχει ξαναγραφτεί, του senegambianήχου της εποχής. Φοβερή η δουλειά της TerangaBeatστο 2LP (παλαιικό εξώφυλλο, που ξετυλίγεται και γίνεται αφίσα), το οποίο θα κυκλοφορήσει το Σάββατο (20/4) στη γνωστή πλέον Record Store Day.

JAZZ & TZAZ 241 - 20 Χρόνια

$
0
0
Προσωπικώς θα πω –αλλά η δική μου γνώμη ας είναι η τελευταία– πως η καθυστέρηση του επετειακού Jazz& Τζαζάξιζε τον κόπο. Είκοσι χρόνια «γράφουμε» με το τεύχος #241, είκοσι χρόνια μιας προσπάθειας, μιας μεγάλης προσπάθειας να διατηρήσουμε ένα περιοδικό –που να αφορά στηνjazzκαι σε όλες τις… συνεργαζόμενες δυνάμεις– κάθε μήνα στα περίπτερα. Το κατορθώσαμε –για ένα φύσει και θέσει ανεξάρτητο έντυπο περί κατορθώματοςπρόκειται– και ελπίζουμε να συνεχίσουμε να το πράττουμε με τη δική σας στήριξη και αγάπη.
Στο παρόν τεύχος, λοιπόν, ο Γιάννης Στεφανάκος γράφει για τον βρετανό σαξοφωνίστα NatBirchallμε αφορμή την παρουσία του στη Λάρισα (και μόνο στη Λάρισα!), ο Δημήτρης Κατσουρίνης συζητά με την κυρία NicoleWillisμε αφορμή το πρόσφατο άλμπουμ τής topsoulμπάντας της SoulInvestigators, την ώρα που ο Νάσος Καββαθάς φέρνει κοντά μας τον μέγα κιθαρίστα (και την ελληνική του περιπέτεια) SteveVai. Περαιτέρω, εγώ γράφω για τον γερμανό πνευστότης… pata-jazzNorbertStein, ο Γιάννης Μουγγολιάς επικεντρώνεται στο ECM-CDτού MasabumiKikuchiTrio, oΓιώργος Χαρωνίτης γράφει για το βιβλίο ECM/ Eine kulturelle Archäologie,oΒαγγέλης Αραγιάννης συζητά με τον βρετανό πιανίστα NeilCowley, που οδηγεί ένα από τα πιο συναρπαστικά jazz-trioτου καιρού μας, ενώ, τέλος, ο Θανάσης Μήνας μεγεθύνει στην περίπτωση ενός ιστορικού παραγωγού των r&bκαι της soul, από την Νέα Ορλεάνη των 50sκαι 60s, του CosimoMatassa.
Όλη η υπόλοιπη ύλη δηλώνει και εδώ παρούσα. JazzEyeμε κείμενα για τους StefanoBattaglia, SmallBluesTrap, ChrisPotter, Μιχάλη Παούρη, Σμαρώ Γρηγοριάδου, Γιώργο Ψυχογιό, FabrizioSavino, Live, Τζαζ & Λογοτεχνία (HermannHesse), Δισκοκριτικές, Auditorium, Δισκορυχείον (μ’ ένα ξεχασμένο ελληνικό lounge-jazzάλμπουμ από τα earlyseventies), Ελληνικό Ροκ (κείμενα για τα πρόσφατα άλμπουμ των NoMansLand, PurpleOverdose, VoyageLimpidSoundκαι Socos& TheLiveProjectBand), Πράξεις Λόγιας Μουσικής, AllThatArt, TheJazzCat
Και αντί για CDσ’ αυτό το «20 χρόνια» τεύχος προσφέρουμε κάτι μοναδικό. Κάτι που δεν έχει επιχειρηθεί ποτέ σ’ αυτήν την έκταση και μ’ αυτήν την πληρότητα. Καταγράφουμε την Ελληνική Τζαζ Δισκογραφία(περισσότερα από 850 LP,CDκαι singles!) από το 1961 έως και σήμερα, δημιουργώντας ένα πολύ χρήσιμο και καλαίσθητο booklet 144 σελίδων.
Δίχως να έχω επί της ουσίας καμμία βάση δεδομένων (μία προηγούμενη καταγραφή ήταν 16-17 χρόνια παλαιά) προσπάθησα να χωρέσω το «παν» (οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι ή να σχετίζεται με την jazz– μέσα, όμως, από κάποιες παραδοχές, που τίθενται και θα τεθούν έτσι κι αλλιώς υπό κρίση). Η εργασία πήρε, θεωρητικώς και τεχνικώς, τη μορφή που φανταζόμουν. Απλώθηκε παντού, σε κάθε χώρο του δικούς μας τζαζ επιστητού, με τα σχεδόν 250 έγχρωμα εξώφυλλα να δίνουν, συν τοις άλλοις, και μία πανοραμική εικόνα του εγχώριου τζαζ «είναι». Τα τέσσερα κείμενα που συνοδεύουν τη δισκογραφία, γραμμένα από τον ηθοποιό και πανεπιστημιακό Μανώλη Σειραγάκη (Η Τζαζ στην Περίοδο του Μεσοπολέμου), εμένα (Η Περίοδος 1940-1970), τον Γιώργο Χαρωνίτη (Οι Δεκαετίες ’70 και ’80) και τον Κορνήλιο Διαμαντόπουλο (Από το 1990 μέχρι Σήμερα) συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν την εργασία. Τις ευχαριστίες μου για την άψογη συνεργασία.
Χρόνια πολλά!Σ’ εσάς, σ’ εμάς, σε όλους!

η ελληνική τζαζ και το ελληνικό ροκ σε επικοινωνία

$
0
0
Εν αντιθέσει με την Αμερική, εκεί όπου οι ταμπέλες ήταν πιο αυστηρές, ή και σε κάποιες άλλες χώρες, ή και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, στην Ελλάδα οι μουσικοί της jazz δεν ήταν κάτι «άλλο», κάτι ξεχωριστό από τους μουσικούς του rock, ή τους sessionμουσικούς που μπορούσε να καλύπτουν την ίδιαν ώρα θέσεις σε όλο το κομμάτι της δισκογραφίας – από την κλασικήκαι τη σύγχρονη κλασικήμέχρι το... Omonoia sound. Από τη μια μεριά η ανάγκη για επιβίωση και από την άλλη το γεγονός πως στη χώρα μας τα πάντα εξελίσσονταν μέσα σ’ έναν περιορισμένο χώρο (όλοι αντλούσαν από την ίδια δεξαμενή) –με τους μουσικούς να μεταπηδούν από ένα ροκ σχήμα, σ’ ένα τζαζ, και από ’κει σε μία sessionμπάντα που θα μπορούσε να συνοδεύει την Ηδύλη Τσαλίκη ή τον Γιάννη Φλωρινιώτη– τα φαινόμενα αυτά, θέλω να πω, είχαν για τη δισκογραφία πολύ ευεργετικές (μπάσταρδες) επιπτώσεις.
Στην πιο πάνω φωτογραφία (Μ. Πολυχρονιάδου), σκαναρισμένη από το περιοδικό ΤΖΑΖ (#2, Μάρτιος 1978) και προερχόμενη από το Τζαζ Κλαμπ του Γιώργου Μπαράκου στην Πλάκα τον Φεβρουάριο του ’78, βλέπουμε δύο μουσικούς με θητεία στα συγκροτήματα του ’60, τον Βαγγέλη «Σπόρο» Κουτσοτόλη (από τους Brahms, Olympians, BlowUp, Madκ.λπ.) και τον Κώστα «Κολτρέιν» Λιάκη (από τους Harlemsκ.λπ.) να φυσάνε στα σαξόφωνά τους ως μέλη του σεξτέτου του κιθαρίστα Λάκη Ζώη (κι αυτός με θητεία στους Giannini, Baronetti, Πελόμα Μποκιού κ.λπ.). Τα υπόλοιπα τρία μέλη του σεξτέτου ήταν ο κιθαρίστας Δημήτρης Ζαφειρέλης, ο μπασίστας Χρήστος Χήρας και ο ντράμερ Γιώργος Τρανταλίδης (όλοι είχαν ξεκινήσει να παίζουν σε συγκροτήματα – με πιο γνωστή, βεβαίως, την περίπτωση του Τρανταλίδη, που είχε εμφανιστεί με τους Rivers, Sette Amici, Socrates Drank the Conium κ.ά.). Περιττό να πω πως ο Κώστας Γιαννουλόπουλος γράφει «ύμνους» (στο ΤΖΑΖ) γι’ αυτό το περιστασιακό συγκρότημα…
Viewing all 5009 articles
Browse latest View live